Search This Blog

Saturday, January 13, 2024

The tomboy


Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο
καθόμασταν στο διπλανό θρανίο
κι όταν μου έδινες το βιβλίο
μού 'λεγες «σ' αγαπώ»

Στης γειτονιάς το κοντινό παρκάκι
έπαιζες πάντα σα μικρό παιδάκι
κι όταν φιλιόμασταν στο παγκάκι
μού 'λεγες «σ' αγαπώ»

Σήμερα

Με λένε Βασιλική, αλλά οι φίλοι μου με φωνάζουν Μπίλι. Γεννήθηκα στην Αθήνα στα τέλη του Απρίλη του 1973 και μεγάλωσα σε μια ήσυχη γειτονιά στο Περιστέρι, τους παλιούς Ταξιάρχες. Οι τηλεοράσεις τότε ήταν σχεδόν όλες ασπρόμαυρες, το τηλεοπτικό πρόγραμμα ξεκινούσε το απόγευμα και τελείωνε το βράδυ, δεν υπήρχαν κινητά, δεν υπήρχαν ηλεκτρονικά, και τα παιδιά ξεχυνόμασταν στη γειτονιά μέχρι να έρθουν οι γονείς μας να μας μαζέψουν από τ' αυτιά. Τα κορίτσια και τα αγόρια δεν πολυανακατεύονταν και εκτός από κανένα κρυφτό σπάνια έπαιζαν μεταξύ τους. Τα πρώτα έπαιζαν μήλα ή κουτσό ή σχοινάκι ή καθόντουσαν έξω με τις κούκλες και τα κουζινικά τους, ενώ τα αγόρια παίζανε μακριά γαϊδούρα, αμπάριζα, ποδόσφαιρο και πόλεμο με φυσοκάλαμα και στόκο.

Εγώ είμαι από αυτές που τότε τις λέγανε αγοροκόριτσα, δεν έκανα καθόλου παρέα με τα υπόλοιπα κορίτσια και ούτε μου άρεσαν οι κούκλες και τα κουζινικά, προτιμούσα τ’ αυτοκινητάκια και τα τραινάκια και από μωρό σχεδόν, γονείς, νονοί και θείοι είχαν παραιτηθεί από το να προσπαθούν, τις κούκλες τις πέταγα στην άκρη χωρίς ν’ ασχοληθώ μαζί τους. Ήμουν το μόνο κορίτσι που αποδέχτηκαν τ’ αγόρια στα μεταξύ τους παιχνίδια, έχοντας κερδίσει το προνόμιο με πολλή επιμονή και όποτε χρειάστηκε με ξύλο. Είχα πολύ τσαμπουκά, δε λογάριαζα αν θα φάω τις περισσότερες, έριχνα κι εγώ και δεν αστειευόμουν, βάραγα στο ψαχνό. Ποτέ δεν έκλαψα μπροστά τους, ποτέ δε διαμαρτυρήθηκα, ποτέ δε ζήτησα ξεχωριστή μεταχείριση, ποτέ δε μαρτύρησα κανέναν, και έτσι κέρδισα τον σεβασμό τους και με αποδέχτηκαν. Τ’ αγόρια ήταν που μου κόλλησαν το παρατσούκλι που κατέληξε να γίνει το δεύτερό μου όνομα, κανείς στη γειτονιά και στο σχολείο δε με φώναζε με το βαφτιστικό μου, για όλους εκτός απ’ τους μεγάλους έγινα η Μπίλι.

Ο Μάριος ήρθε στη γειτονιά μας όταν ήμουν πέντε χρονών. Εκείνος ήταν σχεδόν ένα χρόνο μεγαλύτερος, ήσυχο παιδί, μαζεμένο στον εαυτό του, έγινε στόχος κάποιων νταήδων που για άλλη μια φορά διαπίστωσαν πως το μέγεθος δεν μετράει, και ο Μάριος δεν ήταν σαν εμένα που έτρωγα τις περισσότερες. Μία επίδειξη χρειάστηκε, κάποιος τον είπε Μαρία επειδή δεν ήθελε να παίξει πόλεμο με τους υπόλοιπους και βρέθηκε ανάσκελα στο δρόμο χωρίς να καταλάβει τι τον βρήκε. Αυτό ήταν, η φόρα κόπηκε μαχαίρι στους επίδοξους νταήδες. Ο ίδιος συνέχισε να μην παίζει πόλεμο αλλά ποδόσφαιρο έπαιζε, και δεν ήταν απλά καλός, ήταν αέρινος, με αποτέλεσμα κάθε φορά να γίνεται τσακωμός για ποια ομάδα θα τον πάρει. Εγώ δεν είχα την τεχνική του αλλά ήμουν πολύ γρήγορη και ευλύγιστη και αν χρειαζόταν βάραγα και στο δοξαπατρί οπότε κάπως έτσι έγινε άγραφος κανόνας όταν η μία ομάδα παίρνει τον Μάριο η άλλη ομάδα να παίρνει τη Μπίλι.

Παρά το γεγονός ότι παίζαμε πάντα αντίπαλοι και το ότι και ποτέ δε χαριστήκαμε ο ένας στον άλλον, γίναμε οι καλύτεροι φίλοι. Η οικογένειά του ήταν πολύ ευκατάστατη· σίγουρα η πιο πλούσια στη γειτονιά. Το σπίτι τους ήταν στα μάτια μου σαν παλάτι, είχαν μέχρι και έγχρωμη τηλεόραση· όταν την είδα για πρώτη φορά έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Ο Μάριος ήταν μοναχοπαίδι, όπως κι εγώ, και του άρεσε πολύ το διάβασμα· αν έχω γίνει βιβλιοφάγος το χρωστάω σ' εκείνον. Είχαν πολύ πλούσια βιβλιοθήκη, μέχρι που τον γνώρισα δεν είχα ξαναδεί τόσα βιβλία μαζεμένα. Οι δικοί του ήταν και οι δύο καθηγητές στο Πολυτεχνείο και τον είχαν κάνει μεγάλοι. Ήταν εκείνος που με έκανε να αγαπήσω το διάβασμα τροφοδοτώντας με συνεχώς με βιβλία τα οποία πρόσεχα σαν τα μάτια μου.

Πέρα από τα βιβλία και τα επιτραπέζια, παίζαμε συχνά-πυκνά «ξύλο» αλλά όχι βίαια·  με είχε εντυπωσιάσει το κόλπο που είχε κάνει στο νταή που τον προσέβαλε και προσπαθούσα να το κάνω κι εγώ, αν και με τον Μάριο δε το κατάφερα ποτέ, πάντα ήμουν αυτή που βρισκόταν με την πλάτη στο πάτωμα και εκείνον καθισμένο πάνω στο στέρνο μου να με ρωτάει αν παραδίνομαι. «Ποτέ!» του απαντούσα και πάλευα προσπαθώντας να ξεφύγω αλλά εκείνος με κρατούσε ακίνητη και με γαργάλαγε μέχρι να πω πως παραδίνομαι.

Σε αντίθεση με τα παιδιά της γειτονιάς που πήγαιναν στο 26ο δημοτικό και εμένα που όταν το ξεκίνησα πήγα στο 35ο, εκείνος πήγαινε στη Μαράσλειο και έτσι μέχρι που ξεκινήσαμε ξένες γλώσσες, και πέρα από τα απογεύματα που παίζαμε ή διαβάζαμε μαζί, δεν είχαμε άλλες επαφές. Οι γονείς μου τον αγαπούσαν πολύ, όπως και οι δικοί του εμένα, για τους ακριβώς αντίθετους λόγους. «Ρε κορίτσι μου δε μπορείς να είσαι φρόνιμη σαν τον Μάριο;» ήταν η μόνιμη γκρίνια τους κάθε φορά που γύρναγα με ματωμένα γόνατα και αγκώνες. «Βγες και λίγο έξω να παίξεις, άνοιξη ήρθε, δες τη φίλη σου τη Βασιλική» ήταν η γκρίνια των γονιών του όταν άρχιζε να ανοίγει ο καιρός.


1984

Ο κόκκινος στρατός

Η εφηβεία μας άλλαξε και τους δύο, εκείνος ψήλωσε απότομα και άρχισα ν' αναπτύσσομαι κι εγώ, το στήθος μου άρχισε να μεγαλώνει, και λίγο μετά τα έντεκα μου ήρθε και η πρώτη περίοδος, και όταν αυτή συνέβη ένιωσα να μου έρχεται ο ουρανός στο κεφάλι. Δεν είναι ότι δεν με είχε προετοιμάσει γι’ αυτό η μητέρα μου, αλλά άλλο να στο λένε και άλλο να σου συμβαίνει στα καλά καθούμενα. 

«Πώς και δεν παίζεις μπάλα;» με ρωτάει ο Μάριος απορημένος.
«Δεν έχω όρεξη» του λέω τελείως χολοσκασμένη, το πρωί μου ήρθε για πρώτη φορά περίοδος και δεν μπορώ να παίξω μπάλα, κάθομαι στα σκαλιά και βράζω στο ζουμί μου.
«Θες να πάμε να δούμε τηλεόραση;»
«Σου είπα δεν έχω όρεξη!» του απαντάω νευριασμένη.
«Τι έπαθες ρε Μπίλι σήμερα, μύγα σε τσίμπησε;»
«Ώχου, άσε με ρε Μάριε, τίποτα δεν έχω!» του λέω και φεύγω σα σίφωνας, μπαίνω σπίτι μου και κλείνομαι στο δωμάτιό μου.

Λίγη ώρα αργότερα χτυπάει η πόρτα, είναι η μητέρα μου.

«Σε ζητάει ο Μάριος»
«Πες του να μ’ αφήσει ήσυχη!»
«Τι έγινε, τσακωθήκατε;» με ρωτάει χαμογελαστή.
«Όχι…» λέω και από το πουθενά βάζω τα κλάματα. «Γιατί να μου συμβαίνει αυτό;» αναρωτιέμαι γεμάτη παράπονο.
«Αγάπη μου σε όλα τα υγιή κορίτσια συμβαίνει αυτό, τα έχουμε πει αυτά, κι εσύ είσαι και από τις τυχερές, ούτε πόνους έχεις ούτε τίποτα»
«Δε μπορώ να παίξω έξω με τους φίλους μου!»
«Μπορείς να παίξεις άλλα παιχνίδια με τους φίλους σου. Σε μερικές μέρες θα τελειώσει.»
«Και είναι και αυτά» της λέω δείχνοντας τα στήθη μου που έχουν αρχίσει να μεγαλώνουν εδώ και μερικούς μήνες. «Πόσο θα μεγαλώσουν, έχουν αρχίσει και με κοιτάνε περίεργα»
«Θα μεγαλώνουν μέχρι τα 15-16 σου, όπως και θα συνεχίσεις να ψηλώνεις μέχρι τότε»
«Γιατί;;;» ρωτάω γεμάτη παράπονο.
«Γιατί Βασιλική μου γίνεσαι γυναίκα σιγά-σιγά»
«Δε θέλω να γίνω γυναίκα!»
«Θέλουμε δε θέλουμε, Βασιλική μου, δεν έχουμε επιλογή σ’ αυτό… Τέλος πάντων, τι να πω στον Μάριο;»
«Πες του να έρθει» της λέω σκουπίζοντας βιαστικά τα μάτια μου.

Λίγη ώρα αργότερα έρχεται και με βρίσκει να κάθομαι στο κρεββάτι και να κοιτάζω τον απέναντι τοίχο.

«Γιατί μου έβαλες τις φωνές ρε Μπίλι;»
«Συγνώμη» του λέω μετανιωμένη, κάνοντάς τον να αναστενάξει. Τι μου έφταιγε αυτός που γεννήθηκα κορίτσι;
«Θα έρθεις έξω; Λέμε να παίξουμε κρυφτό»
«Ναι, έρχομαι» του απαντάω και σηκώνομαι.
«Μπίλι; Μπίλι σταμάτα!» μου λέει σχεδόν αμέσως. «Το… το παντελόνι σου »
«Τι έχει το παντελόνι μου;»
«Λε… λερώθηκε» λέει κοιτάζοντας το πάτωμα και κάνοντάς με να θέλω να ανοίξει η γη και να με καταπιεί.
«Μάριε φύγε σε παρακαλώ» του λέω, μην τολμώντας να τον κοιτάξω.
«Έξω θα είμαι» μου λέει αφήνοντάς με στη μιζέρια μου.

Δεν βγήκα έξω εκείνη την ημέρα, και δεν σκόπευα να βγω ούτε την επόμενη, είχα πάρει την απόφαση να κάτσω κλεισμένη στο σπίτι μέχρι να μου τελειώσει η περίοδος. Ο Μάριος ήρθε την άλλη μέρα και έβαλα τη μάνα μου να τον διώξει αλλά αρνήθηκε να το κάνει.

«Αν θες να είσαι γαϊδούρα πήγαινε να τον διώξεις μόνη σου»

Αυτό σηκώθηκα να κάνω αλλά όταν τον είδα να μου χαμογελάει μ’ έπιασαν τύψεις και δε μου έκανε καρδιά να τον διώξω.

«Πώς είσαι Μπίλι;» με ρωτάει καθώς πηγαίνουμε στο δωμάτιό μου.
«Καλά είμαι» του λέω ουδέτερα και κάθομαι στο κρεβάτι ενώ εκείνος κάθεται στην καρέκλα του γραφείου μου.
«Θα έρθεις έξω; Λέμε να παίξουμε και πάλι κρυφτό»
«Όχι» του απαντάω. «Πήγαινε εσύ αν θέλεις»
«Μέχρι πότε θα κάθεσαι μέσα και θα μας αποφεύγεις όλους;»
«Μέχρι να μου περάσει!»

Σηκώνεται από την καρέκλα και κάθεται σκαμνάκι μπροστά μου, φέρνοντας το κεφάλι του στο ύψος του κεφαλιού μου. Αποφεύγω να τον κοιτάξω, δεν θέλω να με βλέπει έτσι, έχω μάθει από παιδί να αποστρέφομαι να δείξω την οποιουδήποτε είδους αδυναμία. Ο Μάριος ωστόσο δεν είναι ο οποιοσδήποτε, είναι ο καλύτερός μου φίλος, και ας είναι αγόρι. Εκείνον ποτέ δεν τον ένοιαξε που είμαι κορίτσι, ποτέ δε χρειάστηκε να του αποδείξω το παραμικρό, από την πρώτη μέρα που τον γνώρισα με αποδέχτηκε όπως ήμουν. Συνειδητοποιώ ότι δεν είναι αδυναμία αυτό που νιώθω, είναι ντροπή.

«Μπίλι…» μου λέει και κομπιάζει. «Μπίλι, κοίταξέ με σε παρακαλώ»

Σηκώνω διστακτικά το βλέμμα μου και τον κοιτάζω στα μάτια αλλά αυτό που βλέπω μέσα τους δεν είναι ούτε οίκτος, ούτε σιχασιά, ούτε λύπηση. Είναι το βλέμμα που γνωρίζω από τα πέντε μου, είναι ο Μάριος, ο καλύτερός μου φίλος σε όλο τον κόσμο.

«Ξέρω... ξέρω τι έχεις. Δεν είναι κάποια αρρώστια για να λες πως θα σου περάσει»
«Τι ξέρεις εσύ από αυτό;» τον ρωτάω γεμάτη πίκρα.
«Ξέρω τι είναι. Σε όλα τα κορίτσια συμβαίνει αυτό Μπίλι από μια ηλικία και μετά»
«Δε θέλω να είμαι κορίτσι» του λέω βάζοντας τις φωνές.
«Γιατί;»
«Γιατί…» ξεκινάω να λέω αλλά κομπιάζω, δεν έχω τι να του απαντήσω.

Ήμουν ένα κορίτσι που δεν ταίριαζα στα στερεότυπα εκείνης της εποχής, που είχα αγωνιστεί για να γίνω αποδεκτή, που έπρεπε συνεχώς ν’ αποδεικνύω πως ήμουν εξίσου καλή, αν όχι καλύτερη, από τ’ αγόρια. Ήμουν μόλις έντεκα χρονών και δεν μπορούσα, δεν είχα τους όρους να εκφράσω επακριβώς αυτά που ένιωθα, είχα απλά πειστεί ότι έπρεπε να δίνω διαρκώς μάχες για να με δεχθούν, κάτι που δεν συνέβαινε με κανένα αγόρι στη γειτονιά.

«Τι σημασία έχει που είσαι κορίτσι; Είσαι καλύτερη απ’ όλους τους μαζί. Τι άλλο θέλεις;»
«Γιατί είμαι καλύτερη;»
«Δεν έχει γιατί, γιατί έτσι! Γιατί είσαι η Μπίλι μου» μου απαντάει. Τον κοιτάζω χωρίς να του απαντήσω. «Θα έρθεις να παίξουμε κρυφτό;» με ρωτάει τελικά αναστενάζοντας.
«Όχι»
«Τότε θα κάτσω κι εγώ εδώ»
«Γιατί;»
«Για να σου κάνω παρέα, να μην είσαι μόνη σου. Γι’ αυτό δεν είναι οι φίλοι;» μου απαντάει, πιάνοντάς με στο φιλότιμο.
«Είσαι πολύ κωλόπαιδο» του λέω και σηκώνομαι από το κρεββάτι.
«Θα έρθεις;» με ρωτάει με το πρόσωπό του να φωτίζεται.
«Πάμε» του λέω και τελικά δεν το μετάνιωσα, περάσαμε πολύ όμορφο απόγευμα.


1985

Τέλος εποχής

Επιτέλους έκλεισαν τα σχολεία και η αλήθεια είναι ότι τις τελευταίες μέρες ζήλευα λίγο το Μάριο, τα γυμνάσια τελείωσαν τέλη Μάη ενώ τα δημοτικά δέκα μέρες αργότερα. Δεν έχει σημασία πάντως, από τότε που μπήκε για τα καλά η άνοιξη κάθε απόγευμα ξεχυνόμαστε στους δρόμους και καθόμαστε μέχρι να πέσει η νύχτα, ή να μας τραβήξουν από τα τσουλούφια οι γονείς μας, ότι γίνει πρώτο. Νιώθω περίεργα, ένα κράμα χαράς και λύπης και ευχάριστης αγωνίας. Μεγαλώνω, έχω κλείσει τα δώδεκα από τα τέλη του Απρίλη και του χρόνου πάω Γυμνάσιο! Για φαντάσου, γυμνάσιο! Το δημοτικό, ειδικά τα τρία πρώτα χρόνια με τις ποδιές, μου είχε φανεί ατελείωτο.

Και όχι τίποτε άλλο αλλά είδα και έπαθα να αρχίσω να παίζω και πάλι μπάλα με τ’ αγόρια στο σχολείο, οι συμμαθητές μου δεν με άφηναν να παίξω μαζί τους και το σχολείο δεν ήταν γειτονιά για να το λύσουμε παίζοντας φάπες. Τελικά ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο με τ’ αγόρια της τετάρτης, καθώς ένας από αυτούς, ο Γιάννης, πήγαινε στην ίδια τάξη αγγλικών με εμένα και τον Μάριο και ο τελευταίος τον είχε διαβεβαιώσει ότι είμαι περίπου ο θηλυκός Πελέ. Δεν ήμουν βέβαια κάτι τέτοιο αλλά ήμουν πολύ γρήγορη και λυγερή και μπορεί να ήμουν κορίτσι αλλά δεν το είχα σε τίποτα να βαρέσω στο ψαχνό. Στην αρχή με είχαν πάρει στην πλάκα, αλλά πολύ γρήγορα διαπίστωσαν ότι δεν αστειεύομαι, από ντρίμπλες και σουτ όσο και από αγκωνιές και κλωτσίδια όποτε χρειαζόταν, άλλο τίποτα.

Είναι το πρώτο παιχνίδι που παίζω κι εγώ και κάνω ντρίμπλα στο Μάρκο και τον αφήνω χαζό, αλλά στην επόμενη φάση, που πάω να του κάνω το ίδιο κόλπο, με σηκώνει στον αέρα και σκάω κάτω σαν καρπούζι. Παγώνουν όλοι καθώς πιστεύουν ότι θα βάλω τα κλάματα και θα έρθουν έξω οι δάσκαλοι και θα μας τιμωρήσουν, αλλά εγώ σηκώνομαι, τινάζω το παντελόνι μου, και συνεχίζω σα να μη συμβαίνει τίποτα. Στην επόμενη φάση του του το ανταποδίδω στα ίσια, τον απογειώνω με τη σειρά μου, και ο Μάρκος βρίσκεται στο έδαφος χωρίς να έχει καταλάβει τι τον βρήκε στα καλά καθούμενα. Πάω από πάνω του και του δίνω το χέρι μου για να τον βοηθήσω να σηκωθεί, και οι υπόλοιποι γελάνε γιατί είμαι περίπου η μισή από αυτόν. Ο Μάρκος με κοιτάζει με απορία, σα να μην πιστεύει στα μάτια του, και ξαφνικά βάζει τα γέλια κι αυτός και μου δίνει το χέρι του και σηκώνεται.

Αυτό ήταν! Από εκείνη την ημέρα και μέχρι που τέλειωσαν και την έκτη, έπαιζα με τ’ αγόρια της μεγαλύτερης τάξης παρά το γεγονός ότι κάμποσες φορές οι συμμαθητές μου μού είχαν ζητήσει να παίξω μαζί τους. Πριτς! Είχα κάνει τα φιλαράκια μου, αλλά πέρσι το Σεπτέμβρη, στην αρχή της έκτης, και με τα μούτρα στο πάτωμα, τους ζήτησα να παίξω κι εγώ μαζί τους, και όχι απλά δεν μου το κράτησαν μανιάτικο, πρώτη φορά είδα να τσακώνονται για το ποια ομάδα θα με πρωτοπάρει, αν και αργότερα έμαθα ότι αυτό είχε γίνει περισσότερο γιατί άρεσα σε πολλά από τ' αγόρια παρά για την τέχνη μου στη μπάλα, που πάντως δεν ήταν αμελητέα!

Οι γονείς μου δε με διάβασαν ποτέ, και έχοντας δίπλα τον Μάριο, στον οποίο φορτώθηκα με το έτσι θέλω από τότε που ξεκίνησε την πρώτη δημοτικού, δε χρειάστηκε κιόλας. Εκείνος ήξερε να διαβάζει και να γράφει πριν καν πάει σχολείο, καθώς τον είχε μάθει η κυρία Χριστίνα, η μητέρα του και αποφάσισα ότι θέλω να μάθω κι εγώ γενόμενη της προσκολλήσεως, αλλά τον Μάριο δεν τον πείραξε καθόλου, ίσα-ίσα του άρεσε που είχε παρέα στο διάβασμα. Κάπως έτσι, και με τη βοήθεια της κυρίας Χριστίνας, έμαθα κι εγώ να γράφω και να διαβάζω ενώ πήγαινα ακόμα στον παιδικό σταθμό.

Κοντά του έμαθα να αγαπάω το διάβασμα και όπως είπα ο Μάριος είχε πολλά βιβλία και με προμήθευε συνεχώς. Οι γονείς μου δεν πίστευαν στα μάτια τους βλέποντας το αλητάκι τους, πού ήταν μια ζωή με ματωμένα γόνατα και αγκώνες, να κάθεται ήσυχη στο δωμάτιο της και να διαβάζει μαζί με τον Μάριο, που συχνά περνούσε τα απογεύματά του μαζί μας. Κάπως έτσι καταλήξαμε σχεδόν υιοθετημένοι, ο Μάριος από τους δικούς μου γονείς και εγώ από τους δικούς του, οι οποίοι με λάτρευαν για ακριβώς τον αντίθετο λόγο απ' ότι οι δικοί μου τον Μάριο, ήμουν εκείνη που μετά το διάβασμα -πάντα μετά το διάβασμα- τράβαγα το καμάρι τους έξω στη γειτονιά να παίξουμε μαζί με τα άλλα παιδιά.
⇽∙⇾
Είναι μεσημεράκι όταν γύρισα από την τελευταία μου μέρα στο δημοτικό. Στα σκαλιά του σπιτιού μου κάθεται μόνος του ο Μάριος και με περιμένει.

«Γεια!» του κάνω και κάθομαι δίπλα του, δεν πάω καν μέσα να χαιρετήσω τη μαμά μου.
«Γεια σου Μπίλι! Πώς ήταν η τελευταία μέρα στο δημοτικό;»
«Όπως και η προτελευταία!» του λέω και του βγάζω κοροϊδευτικά τη γλώσσα.
«Χα χα χα, γελάσαμε!» μου λέει ειρωνικά.
«Από το Σεπτέμβρη θα είμαστε μαζί στο σχολείο!» του λέω χαρούμενη.
«Ναι ρε! Θα γνωρίσεις και την παρέα!»
«Θα με θέλουν;» τον ρωτάω διστακτικά.
«Σε θέλω εγώ, σιγά που θα τους ρωτήσουμε κιόλας!»


Αγιασμός

Πρώτη μέρα σχολείο σήμερα, ξεκινάω Γυμνάσιο. Πίνω το γάλα μου στην κουζίνα, και όπως έχουμε συμφωνήσει από χθες, περιμένω τον Μάριο να περάσει να με πάρει να πάμε μαζί στο σχολείο.

«Πιες το γάλα σου, θ’ αργήσεις» μου λέει η μητέρα μου.
«Τώρα τελειώνω, μια γουλιά έμεινε!»
«Δε μπορείς να βάλεις ένα φουστανάκι πρώτη μέρα; Αγιασμός είναι!»
«Γιατί, θα παρεξηγηθεί το άγιο πνεύμα άμα πάω με παντελόνι;»
«Μη μου πουλάς πνεύμα, Βασιλική!» με μαλώνει.
«Έλα μωρέ μαμά τώρα…» της κάνω ανόρεχτα.
«Θεέ μου, κόρη έχω εγώ ή βάσανο;»
«Να μ’ έκανες γιο!» της απαντάω με αυθάδεια.
«Δεν το ήθελε ο Θεός» μου λέει η μαμά αναστενάζοντας και κάνοντάς με να στεναχωρηθώ. Ήμουν γύρω στα πέντε όταν άρχισαν να με προετοιμάζουν για αδερφάκι αλλά αυτό δεν ήρθε ποτέ. Μέχρι τότε δεν την είχα δει ποτέ να κλαίει.
«Θα έλεγα τίποτα βαρύ και για δαύτον» της λέω σκανδαλίζοντάς την ελαφρά. «Έκανε τη μαμά μου να κλάψει, σιγά που θα βάλω και φουστάνι, άντε μην πάω με φόρμα!» συνεχίζω, κάνοντάς την να γελάσει. Σηκώνομαι και την αγκαλιάζω δίνοντάς της ένα τρυφερό φιλί, και αυτό την κάνει να τα χάσει για λίγο καθώς δεν είχα συνηθίσει τους γονείς μου σε τέτοιες τρυφερότητες. «Σ’ αγαπάω πολύ-πολύ μανούλα!» της λέω και αναστενάζοντας αποφασίζω να της κάνω το χατίρι. «Πάω να φορέσω φουστάνι!»
«Να κάτσεις στ’ αυγά σου!» μου λέει. «Μπορεί να είσαι βάσανο αλλά είσαι το πιο γλυκό βάσανο του κόσμου!» συνεχίζει τρυφερά. Εκείνη την ώρα χτυπάει το κουδούνι. Πίνω βιαστικά την τελευταία γουλιά από το γάλα μου, τη φιλάω, και βγαίνω έξω.
«Και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!» μου λέει ο Μάριος αντί για καλημέρα.
«Άντε, πάμε να μας αγιάσουν!»
∙⇾
Στο σχολείο βλέπω και τον Αλέκο, τον ξάδερφό μου, που είναι στην ίδια τάξη και στο ίδιο τμήμα με τον Μάριο. Μετά το κατάβρεγμα με τον αγιασμό μας βάζουν σε γραμμές για να μας πουν σε ποια τμήματα θα είμαστε και μαθαίνω ότι θα είμαι στο Α3. Στη σειρά βλέπω και γνωστές φάτσες από το δημοτικό αλλά και αρκετές άγνωστες, πολλά πρωτάκια έχουν έρθει από το 1ο Δημοτικό και από αυτούς δε γνωρίζω κανέναν. Ο Μάριος μου κάνει τις συστάσεις με τους φίλους του, το Νίκο και τον Βαγγέλη. Δεν νομίζω ότι χάρηκαν ιδιαίτερα που θα έχουν και ένα κορίτσι στα πόδια τους αλλά έχω αποκτήσει ανοσία, σάμπως και είναι η πρώτη φορά που βλέπω ξινισμένα αγορίστικα μούτρα;


1987

Dirty Dancing

Από την αρχή της προηγούμενης χρονιάς έχω και φίλη, την Κατερίνα που μετακόμισε από του Ζωγράφου, που έμενε πριν, το καλοκαίρι μετά την πρώτη γυμνασίου. Έμενε δυο στενά παρακάτω από εμένα και το Μάριο και έτσι στο σχολείο πηγαίναμε, και γυρνούσαμε, και οι τρεις μαζί, με αποτέλεσμα να γίνουμε τελικά αχώριστοι, κερδίζοντας το παρατσούκλι «το τρίο Stooges». Εγώ και η Κατερίνα από το Σεπτέμβρη είχαμε ξεκινήσει την τρίτη γυμνασίου ενώ ο Μάριος, όπως και ο ξάδερφός μου, ο Αλέκος, ξεκίνησε το λύκειο.

Στο ΙΑ που πηγαίναμε, γυμνάσιο και λύκειο μοιράζονταν το ίδιο προαύλιο και ο Μάριος με είχε επιβάλει στην παρέα του με το που ξεκίνησα το γυμνάσιο. Με τον ίδιο τρόπο επιβάλαμε και οι δυο μας την Κατερίνα, οπότε οι τρεις μας κάναμε παρέα και στα διαλείμματα. Με τον Μάριο πηγαίναμε μαζί αγγλικά και γαλλικά από τότε που πήγαινα Τρίτη δημοτικού, καθώς όταν μου είπε ότι θα ξεκινήσει ξένες γλώσσες, ζήτησα κι εγώ από τους γονείς μου να κάνω το ίδιο.

Ήμουν μικρή και τότε δεν ήταν συνηθισμένο να ξεκινάς ξένες γλώσσες από τόσο μικρή ηλικία και οι γονείς μου αρχικά είχαν διστάσει, αλλά τους έπεισαν οι γονείς του Μάριου, λέγοντάς τους ότι ήμουν εξαιρετικά έξυπνο παιδί, και πως χάρη στα διαβάσματα που έκανα πάντα παρέα με το Μάριο, ήμουν πολύ πιο προχωρημένη από τους συνομήλικούς μου και δε θ’ αντιμετώπιζα κανένα απολύτως πρόβλημα. Εκείνος δεν είχε ενοχληθεί καθόλου, ίσα-ίσα, του άρεσε που ήμασταν στην ίδιες τάξεις και στ’ αγγλικά και στα γαλλικά και ότι θα διαβάζαμε μαζί και για τις ξένες γλώσσες, και όταν λέω διαβάζαμε το εννοώ, ο Μάριος ήταν άριστος μαθητής και δεν αστειευόταν.
⇽∙⇾
Είναι τέλη Νοεμβρίου και εδώ και μερικές μέρες είχε βγει στους κινηματογράφους το Dirty Dancing, μια από αυτές τις ρομαντικές σαχλαμάρες που συνήθως αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι, αλλά η Κατερίνα ήθελε να το δει και ξεκίνησε να με ζαλίσει να πάμε να το δούμε παρέα. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, τον ανένδοτο αυτή. Και έχω από πάνω και τον Μάριο να με δουλεύει ψιλό γαζί.

«Έλα μωρέ, μην γίνεσαι τέτοια» λέει η Κατερίνα.
«Έλα μωρέ, μη γίνεσαι τέτοια» με πειράζει με τη σειρά του ο Μάριος.
«Δε μας χέζεις; Δεν είσαι εσύ που θα χάσεις δυο ώρες από τη ζωή σου!»
«Άσε μας μωρέ» λέει η Κατερίνα. «Τι καλύτερο έχεις να κάνεις δηλαδή το Σάββατο;»
«Οτιδήποτε άλλο είναι καλύτερο!» λέω πεισμωμένη. «Και έπειτα, σιγά μη με αφήσουν Ηλίας και Άννα να πάω μόνη μου σινεμά.»
«Αφενός δε θα πας μόνη σου και αφετέρου, τους ρώτησες;» μου λέει η Κατερίνα.
«Όχι αλλά ξέρω τι θα απαντήσουν!»
«Τι έχεις να χάσεις τότε; Ρώτα τους!»
«Καλά…» της λέω για να την ξεφορτωθώ. Έτσι κι αλλιώς είμαι σίγουρη πως οι γονείς μου δεν πρόκειται να μου δώσουν άδεια, οπότε θα έχω και δικαιολογία.
⇽∙⇾
Είναι Πέμπτη βράδυ και είμαστε στο σπίτι με το Μάριο και διαβάζουμε τα μαθήματά μας. Οι γονείς του σήμερα κάπου έχουν να πάνε, οπότε μετά το διάβασμα θα κάτσει να φάει μαζί μας για βράδυ, όχι και κάτι ασυνήθιστο εδώ που τα λέμε, δεν είναι λίγες οι φορές που τρώμε ο ένας στο σπίτι του άλλου. Γύρω στις 20:30 έρχεται στο δωμάτιο η μητέρα μου.

«Τελειώνετε να στρώσω;»
«Ναι, εγώ τελειώνω τώρα κυρία Άννα. Μπίλι;»
«Ναι, κι εγώ τελειώνω» τους λέω και λίγη ώρα αργότερα καθόμαστε στο τραπέζι για να φάμε. « Α! Μπαμπά, μαμά, η Κατερίνα έχει φαγωθεί να πάμε να σινεμά το Σάββατο, να δούμε το Dirty Dancing»
«Τι είναι αυτό;» με ρωτάει ο πατέρας μου.
«Μια ρομαντική σαχλαμάρα!»
«Και θέλεις να το δεις;» με ρωτάει δύσπιστη η μητέρα μου.
«Εγώ όχι, εκείνη έχει λυσσάξει»
«Αν σας συνοδεύσει ο Μάριος ή ο Αλέκος να πάτε» μας λέει ο πατέρας μου. Να σου γαμήσω! Κοιτάζω τον Μάριο πανικόβλητη και του κάνω νόημα να πει όχι.
«Πολύ ευχαρίστως κύριε Ηλία» του λέει και με κοιτάζει προκλητικά, ΤΟ ΚΩΛΟΠΑΙΔΟ!!!!

Κάπως έτσι βρισκόμαστε Σάββατο απόγευμα στο Φοίβο. Κάθομαι στη μέση, με τον Μάριο στο αριστερά μου και την Κατερίνα στα δεξιά μου. Δεν είμαστε οι μόνοι από το σχολείο, μέσα βλέπουμε κάμποσους συμμαθητές και συμμαθήτριες. Δε νιώθω ιδιαίτερα άνετα, κρύβομαι σχεδόν στο κάθισμα, δε θέλω να με δουν.

«Τι κρύβεσαι ρε μαλάκα;» μου λέει ο Μάριος.
«Χέσε με ρε Μάριε, θα μου κρεμάσουν κουδούνια!»
«Θα σου κλάσουν. Ξεκόλλα επιτέλους!»
«Μα την Παναγία, αν μου πει κανείς στη μπάλα, Μπίλι κάνε μας μια πιρουέτα, εσείς θα την πληρώσετε!»
«Κανείς δε θα στο πει!» με διαβεβαιώνει ο Μάριος.
«Πώς το ξέρεις;»
«Για να μην φάνε τάκλιν στην καρωτίδα!» μου λέει και βάζω τα γέλια.
«Σιγά ρε μαλάκα, δεν είμαι και ο Σουμάχερ!» του λέω αναφερόμενη στον τερματοφύλακα της Εθνικής Γερμανίας που στο μουντιάλ της Ισπανίας, στον ημιτελικό με τη Γαλλία, ναι το θυμάμαι, είχε κάνει ένα δολοφονικό τάκλιν στον Μπατιστόν, στέλνοντάς τον στο νοσοκομείο με σπασμένα πλευρά και τρία δόντια λιγότερα.
«Γιατί νομίζεις ότι δε σε βάζουν ποτέ τερματοφύλακα;» μου λέει κάνοντάς με να βάλω τα γέλια ακόμα πιο δυνατά.
⇽∙⇾
Αρνιόμουν για πολύ καιρό να το πω, αλλά τελικά μου άρεσε πολύ η ταινία. Αυτό ωστόσο που αρνιόμουν να παραδεχτώ, ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό, ήταν πως ότι η φαντασίωση του Μάριου στο ρόλο του Swayze μ' εμένα στο ρόλο της Grey, έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.

1988

Το νησί της Αφροδίτης

Είναι Ιούνιος, σήμερα επιτέλους θα ανεβάσουμε το θεατρικό για το οποίο κάναμε πρόβες από το Γενάρη, είναι το «νησί της Αφροδίτης» του Αλέξη Πάρνη. Την προηγούμενη χρονιά η τρίτη γυμνασίου είχε ανεβάσει θεατρικό στο τέλος της χρονιάς, την Αντιγόνη του Σοφοκλή, και ο Μάριος είχε το ρόλο του Αίμωνος. Φέτος οι καθηγητές μάς πρότειναν να το επαναλάβουμε, και κατόπιν παραίνεσης του Μάριου, συμμετείχα στο δοκιμαστικό το οποίο δεν ήταν κάτι φοβερό, μας έδωσαν ένα βιβλίο και μας έβαλαν να απαγγείλουμε ποιήματα. Δεν ξέραμε καν ποιο έργο θα ανεβάζαμε, το μάθαμε μετά, όταν μας μοίρασαν τους ρόλους. Εμένα μου έδωσαν το ρόλο της Κέιτ Πάτερσον και ήταν και η μόνο περίοδος στη ζωή μου που άφησα να μακρύνει το μαλλί μου και φορούσα και φούστα, στις πρόβες δηλαδή, μπορεί η τέχνη ν’ απαιτεί θυσίες αλλά μη το παραχέσουμε κιόλας!

Δε θα είχα συμμετάσχει αν γνώριζα την υπόθεση του έργου και το ποιόν του χαρακτήρα τον οποίο υποδυόμουν, όταν διάβασα για πρώτη φορά το κείμενο μου έπεσαν τα μούτρα. Αν εξαιρέσεις τον Ρίτσαρντ Κιτς, τον Ντέιβ, τη Βίκυ, τον Αναστάση και τη Λαμπρινή, όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες του έργου τους αντιπάθησα σφοδρά, ειδικά την Κέιτ Πάτερσον που έπρεπε να υποδυθώ. Και σα να μην έφτανε αυτό, έπρεπε και να τραγουδήσω και το «Αν βουληθώ να σ’ αρνηθώ» στο τέλος της παράστασης. Ο σκηνοθέτης, που ήταν επαγγελματίας και θείος ενός συμμαθητή, μας έβαλε να το τραγουδήσουμε όλοι και στο τέλος και επέλεξε εμένα, γιατί όπως ισχυρίζονταν, όχι απλά είχα πολύ όμορφη φωνή και με πλούσιο βιμπράτο αλλά τη χρωμάτιζα με πραγματικό συναίσθημα. Στο μεταξύ εγώ δεν ήξερα καν τι είναι αυτό το βιμπράτο, τότε το έμαθα!
⇽∙⇾
«Γιε μου… Παλληκάρι μου… Θαρρώ πώς πήρα σωστή απόφαση. Έτσι δεν είναι; Αχ! Όλη μου τη ζωή κάθε μέρα, κάθε νύχτα, θα με βασανίζει τούτο το ρώτημα… Και πάντα θ' αποκραίνουμε… Έκανα σωστά… Έκανα αυτό που πρέπει… Όμως εσύ, γιόκα μου, ξέρεις… Πολύ υποφέρουν σε τούτο τον κόσμο οι άνθρωποι που ξέρουν να κάνουν αυτό που πρέπει. Πολύ βασανίζονται γιόκα μου… Πολύ!» λέει η Μάρθα στην τελευταία σκηνή του έργου και πέφτει η αυλαία.

Όσοι συμμετείχαμε στην παράσταση βγαίνουμε μπροστά στη σκηνή. Εγώ έχω αλλάξει, φοράω ένα μαύρο φόρεμα με μαντίλα στα μαλλιά, όπως η Μάρθα που υποδύθηκε τη Λαμπρινή. Σε όλο το διάστημα που κάναμε πρόβες έχω πει το τραγούδι αναρίθμητες φορές, μα με το που βγαίνω μπροστά για να τραγουδήσω νιώθω τα πόδια μου να τρέμουν. Στο κοινό εκτός από τους συμμαθητές μας είναι και οι γονείς μας και έχουν έρθει και η μητέρα μου και ο πατέρας μου. Κοιτάζω τον Μάριο για να πάρω θάρρος κι εκείνος μου χαμογελάει. Παίρνω βαθιά ανάσα και αρχίζω να τραγουδώ.

Αν βουληθώ να σ' αρνηθώ
να σ' απολησμονήσω,
να μην εβρώ νερό να πιώ,
μη ρούχο να φορήσω.

Αν βουληθώ να σ' αρνηθώ
να σ' απολησμονήσω,
να μη μπορώ φιλί να βρω,
μη δάκρυ να δακρύσω.

Αμέσως μετά το τέλος του τραγουδιού, όλοι οι θεατές σηκώνονται όρθιοι και μας αποθεώνουν με τα χειροκροτήματά τους. Κρατιόμαστε όλοι από τα χέρια και κάνουμε μια βαθιά υπόκλιση, και τα χειροκροτήματα εντείνονται ακόμα περισσότερο. Δεν είναι τα χειροκροτήματα που με ενδιαφέρουν, αλλά η αντίδραση της μητέρας μου, που έχει δακρύσει από συγκίνηση στο τέλος του τραγουδιού. Δεν είναι όμως η μόνη που έχει συγκινηθεί, προσπάθησε να το κρύψει αλλά δεν τα κατάφερε, είδα καθαρά ότι είχε δακρύσει και ο Μάριος.
⇽∙⇾
Την επόμενη μέρα πηγαίνω για κούρεμα. Το μαλλί μου είναι σκούρο ξανθό και μέχρι τώρα το κούρευα κοντό σε στυλ à la garçon, αλλά η Κατερίνα, που έχει λυσσάξει, με πείθει να δοκιμάσω το pixie cut, αφού λόγω του θεατρικού το είχα αφήσει να μακρύνει αρκετά τους τελευταίους μήνες. Το αποτέλεσμα τη δικαιώνει, το κούρεμα αυτό ταιριάζει υπέροχα στο πρόσωπό μου και τελικά μου αρέσει, μου αρέσει πολύ, παρόλο που είναι πιο μακρύ από ό,τι είχα συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια. Το καλύτερο όμως είναι ότι άρεσε και στη μητέρα μου, που είχε απογοητευθεί όταν της είπα ότι θα κουρευτώ. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια!


Επιμερισμός

Πρώτη λυκείου. Το λέω και δεν το πιστεύω, πρώτη λυκείου! Πώς πέρασαν τα χρόνια χωρίς να το καταλάβω; Πότε πρόλαβα και τέλειωσα το δημοτικό και το γυμνάσιο; Προχθές είχαμε τον αγιασμό, χθες πήραμε τα βιβλία και σήμερα ξεκινάνε και τα πρώτα μαθήματα. Την πρώτη ώρα έχουμε γεωμετρία και ο καθηγητής μας, αφού μας κάνει τις συστάσεις και του λέμε και εμείς τα ονόματά μας, ξεκινάει το μάθημα, θέλοντας με ένα παράδειγμα να μας εξηγήσει την αναγκαιότητα θεμελίωσης των μαθηματικών με βάση ορισμούς και αξιώματα από τα οποία παράγονται τα θεωρήματα.

«Ορίστε, θα σας πω ένα απλό παράδειγμα. Μπορείτε να αποδείξετε την αντιμεταθετική ιδιότητα, δηλαδή ότι α+β=β+α αν α και β είναι πραγματικοί αριθμοί; Σας δίνω πέντε λεπτά να το σκεφτείτε»

Σε αντίθεση με τους περισσότερους συμμαθητές μου που βαριούνται τη ζωή τους το πρόβλημα με ιντριγκάρει και αρχίζω να γράφω στο τετράδιο. Μου έρχεται μια ιδέα και χαμογελάω και ο Κωσταντόπουλος, ο καθηγητής, με βλέπει. Σηκώνω το χέρι μου.

«Για πες μας…»
«Μαρκετάκη» του υπενθυμίζω. «Δεχόμαστε ότι ο πολλαπλασιασμός είναι επιμεριστικός ως προς την πρόσθεση και ότι για την τελευταία ισχύει η προσεταιρεστική ιδιότητα; Αν ναι τότε μπορούμε να αποδείξουμε ότι α+β=β+α. Αν όχι… όχι!» λέω και ο Κωσταντόπουλος χαμογελάει.
«Ας πούμε ότι το δεχόμαστε. Για σήκω στον πίνακα να μας δείξεις»

Συνηθισμένη να σηκώνομαι στον πίνακα καθότι από την πρώτη γυμνασίου και έπειτα ήμουν η καλύτερη μαθήτρια στο σχολείο, μόνο πέρσι μου έφαγε την πρωτιά ένα πρωτάκι, σηκώνομαι στον πίνακα και παίρνω την κιμωλία στο χέρι.

«Αρχικά χρησιμοποιούμε την υπόθεση πως ο πολλαπλασιασμός είναι επιμεριστικός ως προς την πρόσθεση» λέω στην υπόλοιπη τάξη και γράφω στον πίνακα.

2(α+β) = (1+1)(α+β) <=> 2α+2β = α+β+α+β <=> α+α+β+β = α+β+α+β

«Εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι η πρόσθεση είναι προσεταιρεστική, προσθέτουμε από αριστερά το -α και από δεξιά το -β και στα δύο σκέλη της ισότητας» τους εξηγώ και γράφω στον πίνακα.

-α+(α+α+β+β)-β = -α+(α+β+α+β)-β <=> (-α+α)+(α+β)+(β-β) = (-α+α)+(β+α) +(β-β) <=> α+β = β+α

«Εξαιρετικά» λέει ο Κωνσταντόπουλος που χαμογελάνε μέχρι και τα μούσια του. «Ωστόσο, όταν θα πάτε στην 3η λυκείου -και όσοι ακολουθήσετε την 1η δέσμη θα μάθετε τις έννοιες της ομάδας, του δακτυλίου και του σώματος και θα καταλάβετε ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, η επιμεριστική ιδιότητα είναι κάτι πιο σύνθετο από την προσεταιρεστική και την αντιμεταθετική ιδιότητα καθότι συνδυάζει δύο πράξεις. Τούτου λεχθέντος ο συλλογισμός σου Μαρκετάκη ήταν εξαιρετικός. Μπορείς να κάτσεις!» μου λέει και κάθομαι με τα μάγουλα κόκκινα από τον ενθουσιασμό. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους συμμαθητές μου εγώ δεν είχα κανένα απολύτως πρόβλημα ούτε να συμπαθώ καθηγητή ούτε να γίνομαι η συμπάθειά του.

«Ωραία, τώρα πρόσθεσες και καθηγητή στους θαυμαστές σου» με πειράζει η Κατερίνα.
«Ναι, το έχω αυτό» της λέω και της βγάζω τη γλώσσα.
«Και είναι και κούκλος!» συνεχίζει.
«Μπα, τον ξεπέρασες τον Αλέκο;» συνεχίζω να την πειράζω.
«Μαρκετάκη, τι λες, θα συνεχίσουμε το μάθημα;» με επαναφέρει στην τάξη ο καθηγητής και γίνομαι κόκκινη σαν ινδιάνα.
⇽∙⇾
Αν και η πρώτη μέρα στο λύκειο ξεκίνησε όμορφα η συνέχεια δε μου άρεσε καθόλου, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος βίωσα για πρώτη φορά την δυσάρεστη εμπειρία να ακούσω αγόρια να κάνουν σεξιστικά σχόλια για την εμφάνισή μου.

«Είχε δεν είχε πάλι μας πέταξε τα μάτια έξω η Μαρκετάκη» ακούω κάποιον να λέει.
«Ναι ρε μαλάκα, τι απίθανο κωλαράκι είναι αυτό που έχει η ρουφιάνα; Μπορεί να σηκώνεται κάθε μέρα στον πίνακα;»
«Ή έστω τις μέρες που έχουμε και γυμναστική και έρχεται με φόρμα» συμπληρώνει ξανά ο πρώτος.
«Ρε μαλάκα θα το λέμε και δε θα μας πιστεύει κανείς, η ωραιότερη γκόμενα στο σχολείο είναι φύτουλας, παίζει ποδόσφαιρο, τρέχει σαν σπρίντερ, ντριμπλάρει σαν Βραζιλιάνος και κλαδεύει σαν τσεκούρι!»
«Μην κάνεις καμιά μαλακία και της πετάξεις τίποτα τέτοιο, θα σε κλάψει η μανούλα σου!»
«Λες να μην το ξέρω; Από το δημοτικό είμαστε μαζί…»

Όταν με είδαν, προσποιήθηκα πως δεν τους άκουσα. Δεν ξεκινήσαμε καθόλου καλά…


1989

Το party

Είναι Σάββατο και είμαι καλεσμένη στο πάρτι που κάνει η Κλαίρη, συμμαθήτρια του Μάριου, που εδώ και μερικούς μήνες έχει γίνει και εκείνη μέλος της παρέας. Πρώτη φορά θα πάω σε πάρτι, υποκύπτοντας στην τριπλή πίεση Μάριου, Κλαίρης και Κατερίνας.

«Στις δύο η ώρα να είσαι πίσω» μου λέει ο πατέρας μου.
«Θα είναι κύριε Ηλία, θα τη γυρίσω εγώ ο ίδιος» τον διαβεβαιώνει ο Μάριος.

Βγαίνουμε και πάμε να πάρουμε την Κατερίνα από το σπίτι της.

«Πώς και με φόρεμα; Δεν ήξερα καν ότι έχεις!»
«Έχω αυτό και άλλο ένα, για βαφτίσεις και γάμους και τέτοιες μαλακίες»
«Καινούργιο είναι;»
«Ναι, η Κατερίνα το διάλεξε.»
«Η Κατερίνα;»
«Ναι, είχε πάει η μαλάκω τις προάλλες για ψώνια, το είδε, το ερωτεύτηκε, και αφού αποφάσισε ότι θα μου ταίριαζε, έκανε κόμμα με τη μάνα μου, και μου τα έκαναν τσουρέκια όλη την εβδομάδα. Πήγα χθες και με τις δυο τους και το πήραμε, μόνο και μόνο για να μ’ αφήσουν στην ησυχία μου, δεν είχα σκοπό να το φορέσω.»
«Το φόρεσες όμως!»
«Τι να κάνω ρε μαλάκα, τη λυπήθηκα τη μάνα μου που έφαγε την ώρα της να μου το πλύνει και να μου το σιδερώσει, δε μου έκανε καρδιά μετά απ’ όλ’ αυτά να μην το φορέσω. Δε γαμιέται, μια φορά στο τόσο δε θα πάθω τίποτα, και θα γλιτώσω από πάνω και τη γκρίνια!»
«Σου πάει πολύ πάντως. Και οι γόβες σου πάνε, μ’ αρέσουν πολύ!»
«Γιατί δεν τις φοράς, περπάτα εσύ με δαύτες και έλα πες μου!»
«Μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος!»
«Ρε δε με χέζετε και οι τρεις σας;» του κάνω και βάζει τα γέλια.
«Μαδάς λαγέ;» με ρωτάει υπενθυμίζοντάς μου το ανέκδοτο και βάζω κι εγώ τα γέλια, είχε πάντα τον τρόπο του να με αφοπλίζει…
⇽∙⇾
Η Κλαίρη έχει μεγάλο σπίτι και έχει καλέσει αρκετό κόσμο. Έχει έρθει και ο Αλέκος στο πάρτι και η Κατερίνα, που είναι καψουρεμένη μαζί του, τον ακολουθεί σα σκυλάκι. Της εύχομαι πολλή και καλή της τύχη, τον αγαπάω τον ξάδερφό μου αλλά είναι στην κοσμάρα του, εκτός και αν του ζητήσει η ίδια να τα φτιάξουνε, ή να μου πει να του μιλήσω, δεν υπάρχει περίπτωση να το πάρει χαμπάρι ο ίδιος. Και εδώ που τα λέμε, και να τα φτιάξουνε, πόσο νομίζει ότι θα τον αντέξει; Τέλος πάντων, αυτό είναι δικό της πρόβλημα, εγώ κι έχω τα δικά μου, και σήμερα ένα από αυτά έχει ονοματεπώνυμο, λέγεται Κώστας Μελετίου, ο οποίος λίγη ώρα πριν με ξεμονάχιασε και μου ζήτησε να τα φτιάξουμε.

Δεν τα καταλαβαίνω τ’ αγόρια, πραγματικά όμως, από που και ως που ρε φίλε μου ζητάς να τα φτιάξουμε; Πού με είδες, που με ξέρεις, που λέει ο λόγος, μια στη χάση και στη φέξη μιλάμε, και να πεις ότι είμαι και καμιά απλησίαστη ή ακατάδεκτη; Εκτός από την Κατερίνα και την Κλαίρη μόνο με αγόρια συναναστρέφομαι. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, βέβαια, μπορεί να είναι και αυτό η αιτία που από πέρσι που έγινε η αρχή με το Μάκη, σχεδόν μια φορά το μήνα επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία. Κάποια αγόρια παρεξηγούν την άνεση, τη χαλαρότητα και την οικειότητα που έχω μαζί τους και νομίζουν ότι τα γουστάρω. Αλλά πάλι, εδώ μου ζήτησε να τα φτιάξουμε ο Λάμπρος που μένει στη γειτονιά μου και με ξέρει από μωρό.

Τέλος πάντων, για να επιστρέψουμε στον Μελετίου, άντε, πάει στο διάολο, πες ότι με καψουρεύτηκε από μακριά, πού πας ρε μπούρδα Καραβάγγο, το φελέκι μου; Δηλαδή τι ακριβώς περίμενε, να τον έχω ερωτευτεί κι εγώ εξ αποστάσεως και να πέσω στην αγκαλιά του δακρυσμένη φωνάζοντας «Ρωμαίο ω! Ρωμαίο, επιτέλους ήρθες!»; Εννοείται, βέβαια, ότι του απάντησα πολύ πιο ευγενικά, αλλά τον βλέπω να γίνεται συννεφιασμένη Κυριακή και με πιάνουν τύψεις, έχοντας κάνει αγώνα από μικρή για την αποδοχή των αγοριών, αυτό το πράγμα με κάνει και αισθάνομαι εξαιρετικά άσχημα και μου χαλάει τη διάθεση. Δεν είναι ωραίο συναίσθημα της απόρριψης, αλλά τι να κάνω; Με το ζόρι χαλβάς δε γίνεται, που λέει και ο πατέρας μου.

Αν και κάνει ακόμα κρύο, πάω στο μπαλκόνι να με χτυπήσει λίγο αέρας. Έχω κάτσει στην άκρη όταν βγαίνουν δύο αγόρια έξω να καπνίσουν. Δε με παίρνουν χαμπάρι, και μιας και δεν τους ξέρω παρά μόνο φατσικά, δεν τους μιλάω, και εδώ που τα λέμε το τελευταίο πράγμα που έχω όρεξη αυτή τη στιγμή είναι να πιάσω κουβεντούλα με τον κάθε άσχετο. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά η Κατερίνα κάνει το κυνηγόσκυλο στον μαλάκα τον ξάδερφό μου, και ο Μάριος είναι μέσα και κάνει δημόσιες σχέσεις με τις υπόλοιπες καρακάξες. Ναι, πέρα από τις δυο μου φίλες, δεν τρέφω καμία εκτίμηση προς τις υπόλοιπες συμμαθήτριες μου. Δεν παρακολουθώ τι λένε μέχρι που κάποια στιγμή ένας από τους δύο αναφέρει το όνομά μου. Εκτός από την ξαδέρφη μου τη Βασιλική δεν υπάρχει άλλη Μαρκετάκη στο σχολείο, και σίγουρα δε μιλάνε για κείνη. Τραβιέμαι ακόμα πιο πίσω για να μη φαίνομαι και τους ακούω προσεκτικά. Τι το ήθελα ο μαλάκας;

«Μαλάκα, την είδες σήμερα τη Μαρκετάκη;»
«Ναι ρε φίλε, τι θεόμουνο είναι αυτό; Την είχες δει ποτέ ξανά με φόρεμα;»
«Ποτέ! Πέρα από τις παρελάσεις, και πέρσι στο θεατρικό, ούτε καν με φούστα δεν την είχα δει, μόνο με παντελόνι, φόρμα ή σορτσάκι. Αααχ, αυτές οι φόρμες και τα σορτσάκια της… τόσα αγέννητα παιδιά δεν έχουν σκοτώσει ούτε οι γκόμενες του Playboy!»
«Εντάξει, μέχρι τώρα μας πέταγε τα μάτια έξω με το κωλαράκι της, σήμερα μας αποτελείωσε και με τις βυζάρες της. Χαλαρότατα η ωραιότερη γκόμενα στο σχολείο» απαντάει ο άλλος και ο τρόπους που μιλάνε για μένα, σα να είμαι κανένα κομμάτι κρέας, μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι. Και έχει και συνέχεια!
«Μαλάκα μη τη βλέπεις έτσι γλυκούλα και ομορφούλα, τις προάλλες που παίζανε μπάλα σήκωσε τον Θεοδώρου στον αέρα!»
«Χαχαχα. Σοβαρά ρε μαλάκα; Αυτός είναι κτήνος!»
«Φίλε, τον απογείωσε, μιλάμε για δολοφόνο»
«Και να ήταν μόνο στη μπάλα…» λέει ο άλλος «Έχει μοιράσει χυλόπιτες στο μισό λύκειο!»

Υπερβολές, καμιά δεκαριά είχα ρίξει όλες και όλες!

«Εγώ μαλάκα σου λέω ότι τα έχει με τον Μαλεβίτη, συνέχεια μαζί είναι!»
«Δε νομίζω ρε μαλάκα, θα το κρατούσαν κρυφό; Τον έχεις απ’ αυτούς που ντρέπονται;»
«Σιγά μωρέ με το φύτουλα!»
«Φύτουλας ξε-φύτουλας, ξέρεις πόσες τον γουστάρουν και δε τους ρίχνει ούτε μια δεύτερη ματιά; Εγώ σου λέω ότι είναι καψουρεμένος με τη Μαρκετάκη και κάνει το σκυλάκι της»

Εδώ ομολογώ ότι τα χρειάστηκα. Δεν μου είχε περάσει καν από το μυαλό ένα τέτοιο ενδεχόμενο, τον Μάριο τον ξέρω από πέντε χρονών! Γούστο θά ‘χε! Η αλήθεια είναι ότι τα αισθήματά μου είναι λίγο μπερδεμένα. Από τη μία είναι ο καλύτερός μου φίλος και δεν τον είχα δει ποτέ ως κάτι διαφορετικό, αλλά από την άλλη δε μου είχε διαφύγει, ειδικά μετά το Dirty Dancing, πως η καρδιά μου πετάριζε μερικές φορές στη σκέψη του. Δεν προλαβαίνω ωστόσο να προβληματιστώ περισσότερο γιατί ο ένας από τους δύο μαλάκες στο μπαλκόνι πετάει κάτι που μου κάνει το μάτι να γυρίσει ανάποδα.

«Ρε μαλάκα μήπως είναι λεσβία;»
«Ποια είναι λεσβία;» ρωτάει ο Μάριος που εκείνη τη στιγμή βγήκε στο μπαλκόνι.
«Κατά τα φαινόμενα εγώ, για μένα λένε» του λέω βγαίνοντας από τα σκοτάδια και οι άλλοι δύο παθαίνουν εγκεφαλικό.
«Κι εγώ γιατί το μαθαίνω πάλι τελευταίος ρε μαλάκα;»
«Δε μου λέτε, έχετε καμιά όρεξη να σας πάρει ο διάολος και τους τρείς σας;» τους ρωτάω αγριεμένη.
«Όχι… όχι… συγνώμη ρε Μπίλι» λέει ο ένας.
«Συγνώμη» μουρμουρίζει και ο άλλος.
«Εγώ τι φταίω;» ρωτάει ο Μάριος.
«Εσύ κι αν φταις!» του λέω και οι άλλοι δύο βρίσκουν την ευκαιρία και γίνονται μπουχοί και ο Μάριος βάζει τα γέλια.
«Εδώ έχει ψωμί, τι παίχτηκε;» με ρωτάει και του λέω τα καθέκαστα -αν και αποφεύγω να του αναφέρω για τις εικασίες τους σχετικά με τους δυο μας- και ο γάιδαρος βάζει τα γέλια!
«Καλός μαλάκας είσαι και του λόγου σου»
«Εντάξει, αυτό που σε είπαν λεσβία ήταν μεγάλη μαλακία!»
«Ενώ ας πούμε τα άλλα, όχι;»
«Εντάξει ρε μαλάκα κι εσύ, δε σου έβρισαν και τη μάνα, απλά τα είπαν χύμα, αγόρια είναι!»
«Κι εσύ αγόρι είσαι αλλά δε σ’ έχω ακούσει να μιλάς ποτέ έτσι για κάποιο κορίτσι!»
«Είναι που αγαπάω τη ζωούλα μου» μου λέει κάνοντάς με να γελάσω. «Ο φόβος φυλάει τα έρμα.»
«Το καλό που σου θέλω φουκαρά μου!»
«Τέλος πάντων, αν εξαιρέσεις το καφριλίκι, δεν είπαν κάτι περίεργο. Έλα ρε Μπόλι, κάνεις λες και δεν το ξέρεις, πάντα ήσουν το πιο όμορφο κορίτσι στο σχολείο, και από πέρσι που άλλαξες και κούρεμα έγινες ακόμα ομορφότερη» μου λέει καταφέρνοντας να με κάνει να κοκκινήσω.
«Τρομάρα μου…Τέλος πάντων, αν ξαναφορέσω φόρεμα να μου τρυπήσετε τη μύτη» του λέω κάνοντάς τον να γελάσει και εκείνη τη στιγμή βγαίνει έξω και η Κατερίνα.
«Σας τσάκωσα!»
«Φουκαριάρα μου πρόσεξε τι θα πεις, εσύ θα τα πληρώσεις για όλους!»
«Τι έπαθε τούτη, μύγα την τσίμπησε;» ρωτάει τον Μάριο.
«Η κολλητή σου δολοφονεί αθώες νεανικές καρδιές και κατά τα φαινόμενα είναι και λεσβία και μας το έκρυβε» της λέει ο Μάριος που της εξηγεί τα καθέκαστα κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια.
«Καλά το πρώτο το ξέραμε αλλά το άλλο τώρα το μαθαίνω! Από πότε είσαι λεσβία μωρή;» με ρωτάει γελώντας ακόμα.
«Εδώ και κανένα δεκάλεπτο κατά τα φαινόμενα. Κοίτα να δεις που στο τέλος θα μου βγει το όνομα, και λεσβία και δολοφόνος... και όχι τίποτε άλλο, από timing σκίζουν. Ούτε μισή ώρα πριν μου τα έριξε ο Μελετίου»
«Χαχαχα» βάζουν και οι δύο τα γέλια
«Another one bites the dust! Ποιος είναι αυτός, ο δέκατος; ο ενδέκατος; Μαλάκα θα αρχίσουμε να σε φωνάζουμε Τζακ» με πειράζει ο Μάριος»
«Τζακ;» ρωτάει η Κατερίνα.
«Ο αντεροβγάλτης» της λέει και βάζει τα γέλια, το κωλόπαιδο!
«Λες να είναι τυχαίο που το αγαπημένο της φαγητό είναι το κοκορέτσι;» υπερθεματίζει το άλλο το μαλακισμένο.
«Τα δικά σου σπασμένα πληρώνω μωρή μαλάκω, εσύ λύσσαξες να πάρω αυτό το φόρεμα!»
«Επειδή ο Αλέκος είναι ξάδερφός σου και δεν κινδυνεύω» μου λέει και βάζει τα ξανά τα γέλια. «Από τη στιγμή που είστε ξαδέρφια, δεν πα 'ναι σαι και η μις Υφήλιος;»
«Ρε δεν πάτε στο διάολο και οι δυο σας;» τους λέω ενώ Μάριος και Κατερίνα κοντεύουν να δακρύσουν από τα γέλια. Τους αφήνω στο μπαλκόνι και σηκώνομαι και πάω μέσα, και όχι τίποτε άλλο, αλλά είχα βγει και χωρίς το μπουφάν μου και τον έχω δαγκώσει!
⇽∙⇾
Γύρω στις 23:00 μπαίνουν οι μπαλάντες. Δεν έχω καμιά όρεξη να χορέψω αγκαλιαστό αλλά από την άλλη δε θέλω να κάνω την ακατάδεκτη και είμαι και δημοφιλής τρομάρα μου, μιλάμε για νουμεράδα κανονική. Δεν αστειεύομαι, πραγματικά δεν τους προλαβαίνω, με το που με αφήνει ο ένας με ζητάει για χορό ο επόμενος. Η Κατερίνα χορεύει με τον Αλέκο, μάλλον του ζήτησε η ίδια, οπότε δεν τους βλέπω να ξεκολλάνε μέχρι να αλλάξει και πάλι μουσική. Γύρω στα μεσάνυχτα προφασιζόμενη ότι θέλω να πιώ λίγη κόκα-κόλα γιατί έχω κορακιάσει, αφήνω τους θαυμαστές, γεμίζω ένα ποτήρι που το πίνω μονορούφι και μετά το γεμίζω ακόμα μία φορά και πάω και κάθομαι στον καναπέ και την πίνω αργά, πολύ αργά, ελπίζοντας να αλλάξει γρήγορα το πρόγραμμα. Κάποια στιγμή ο Μάριος, που τον είχα χάσει από το μπαλκόνι και μετά, έρχεται και μου ζητάει να χορέψουμε.

«Χορεύετε δεσποινίς;» με ρωτάει χαμογελαστός.
“Thought you ‘d never ask” του λέω και αφήνω το ποτήρι. Μου δίνει το χέρι του και με σηκώνει και αφού πάμε εκεί που χορεύουν με παίρνει σφιχτά στην αγκαλιά του. Δεν είναι ο πρώτος που με κρατάει σφιχτά, το ίδιο έκαναν και οι προηγούμενοι, αλλά είναι ο μόνος που τον αγκαλιάζω κι εγώ σφιχτά, σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του. Η μουσική ξεκινάει και αρχίζουμε να λικνιζόμαστε.

Listen to the wind blow,
Watch the sun rise.

«Πού χάθηκες εσύ;»
«Θα σου πω!»

Run in the shadows,
damn your love, damn your lies.

«Δε βιαζόμαστε, για την ακρίβεια αν κάνεις ότι φεύγεις θα σου κόψω τον κώλο!»
«Δυστυχώς θα σας απογοητεύσουμε!»

And if you don’t love me now,
You will never love me again.

«Τέτοιος είσαι… Άντε, θα μου πεις;»

I can still hear you saying
You will never break the chain.

«Λοιπόν… κρατήσου… Τα έφτιαξα με τη Βίκυ!»

And if you don’t love me now,
You will never love me again.

“What?” τον ρωτάω έκπληκτη.
«Γι’ αυτό δεν μπορώ να κάτσω να χορέψω μαζί σου, απλά ήθελα να στο πω!»

I can still hear you saying
You will never break the chain.

«Καλά, πώς… πώς έγινε;» καταφέρνω να τον ρωτήσω προσπαθώντας να κρύψω την ταραχή μου, μού ήρθε πραγματικά σαν ξανάστροφη! Εντωμεταξύ, δεν είχα προλάβει να επεξεργαστώ τις σκέψεις που μου γεννήθηκαν ακούγοντας το διάλογο στο μπαλκόνι, αλλά ακόμα και αν δεν είχα τελείως ξεκαθαρισμένα συναισθήματα προς εκείνον, δεν έπαυε να είναι ο καλύτερός μου φίλος και δεν ήθελα να τον χάσω, δε νομίζω ότι θα άρεσε στη Βίκυ να είναι ο Μάριος συνέχεια μαζί μου.

Listen to the wind blow,
down comes night.
Run in the shadows,
damn your love, damn your lies.
Break the silence,
damn the dark, damn the light.

Το μυαλό μου προσπαθεί απελπισμένα να επεξεργαστεί αυτό που μόλις άκουσε. Μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός ότι εμφανισιακά του άρεσαν κάμποσες, ποτέ δεν είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να κάνει κάτι επ’ αυτού, ακόμα και με κορίτσια που και του άρεσαν και ήξερε ότι τους αρέσει, και δεν ήταν και λίγες.

And if you don’t love me now,
You will never love me again.
I can still hear you saying
You will never break the chain.

And if you don’t love me now,
You will never love me again.
I can still hear you saying
You will never break the chain

And if you don’t love me now,
You will never love me again.
I can still hear you saying
You will never break the chain

Συνεχίζω να προσπαθώ να κρύψω την ταραχή μου, και καθώς χορεύουμε εξακολουθεί να μου μιλάει για τη Βίκυ, αλλά στην πραγματικότητα, πνιγμένη στην ταραχή, δεν ακούω τι μου λέει.

Chain, keep us together, running in the shadows.
Chain, keep us together, running in the shadows.
Chain, keep us together, running in the shadows.
Chain, keep us together, running in the shadows.
Chain…

«Λοιπόν, πάω να χορέψω με τη Βίκυ» μου λέει και μ’ αφήνει και στο καπάκι έρχεται ο Ανδρέας ο Πολιτάκης και μου ζητάει να χορέψουμε το επόμενο τραγούδι που μόλις έχει ξεκινήσει. Είναι και του λόγου του πολύ όμορφο αγόρι αλλά εγώ είμαι αλλού, τον αγκαλιάζω μηχανικά και ξεκινάμε να χορεύουμε, και όπως όταν χόρευα και με το Μάριο, νιώθω κάμποσα ζηλόφθονα βλέμματα πάνω μας, τόσο από αγόρια, όσο και από κορίτσια. Ο Μάριος πάει προς τη Βίκυ που τον παίρνει αγκαλιά.

Every time I look in the mirror,
All these lines in my face getting clearer.
The past is gone,
it went down like dusk to dawn.

Του χαμογελάει και το πρόσωπό της λάμπει. Ο Ανδρέας μου μιλάει και του απαντάω μηχανικά, δεν προσέχω τι μου λέει. Συνειδητοποιώ με τρόμο πως η ταραχή που νιώθω εδώ και λίγη ώρα έχει όνομα. Λέγεται ζήλια.

Isn't that the way?
Everybody's got their dues in life to pay

Ο Μάριος σκύβει και φιλάει τη Βίκυ στο στόμα και η καρδιά μου βουλιάζει.

I know nobody knows
where it comes and where it goes,
I know, it's everybody's sin,
You got to lose to know how to win

«Μπίλι είσαι εδώ;» με ρωτάει κάποια στιγμή ο Ανδρέας, βλέποντάς με να μην του απαντάω.
«Ναι, εδώ είμαι»
«Θα με βοηθήσεις;»

Half my life's in books' written pages
Lived and learned from fools and from sages

«Να κάνεις την Ποταμιάνου να ζηλέψει; Γιατί το ζητάς από μένα;»
«Γιατί είσαι το πιο όμορφο κορίτσι στο σχολείο» μου απαντάει ορθά-κοφτά.

You know it's true
All the things come back to you

«Έλα τώρα ρε Ανδρέα…» του λέω μην ξέροντας αν πρέπει να αισθανθώ κολακευμένη ή ενοχλημένη.
«Είσαι όμως, και στο λέω εγώ που είμαι καψουρεμένος με τη Σοφία. Γι’ αυτό θέλω τη βοήθειά σου, είσαι η μόνη που ξέρω ότι ζηλεύει…» μου λέει κάνοντάς με να απορήσω.

Sing with me, sing for the year
Sing for the laughter, sing for the tear
Sing with me, if just for today,
Maybe tomorrow the Good Lord will take you away

«Δεν το καταλαβαίνω αυτό ρε Ανδρέα, αν δε σε θέλει, δε σε θέλει! Άντε και πες ό,τι ζήλεψε, τι κέρδισες πραγματικά; Εννοώ… αν κάποιος χρειάζεται να του κάνεις κόλπα στα δικά μου μάτια δεν αξίζει τον κόπο... τέλος πάντων, όχι ότι είμαι και καμιά ειδική στις σχέσεις.»
«Μερικές φορές ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» μου εξομολογείται κυνικά. Δεν του το είχα!
«Ωραία, πες μου με ποιο τρόπο θέλεις να σε βοηθήσω και θα σου πω αν μπορώ.»
«Μπορείς, δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα πέραν του να χορέψεις μαζί μου όσο παίζει slow»
«ΟΚ» του απαντάω μονολεκτικά. Μήπως έχω και τίποτα καλύτερο να κάνω;

Sing with me, sing for the year
Sing for the laughter, sing for the tear
Sing with me, if just for today,
Maybe tomorrow the Good Lord will take you away

Dream on, dream on, dream on
Dream until your dreams come true

Ο Ανδρέας με κρατάει σφιχτά και το ίδιο κάνω κι εγώ, λες και παλεύουμε να κρατηθούμε ο ένας από τον άλλον, αλλά δεν είναι το ίδιο.

Dream on, dream on, dream on
Dream until your dreams come true

Εκείνος τουλάχιστον μπορεί να κάνει όνειρα. Εγώ... εγώ πληρώνομαι με το ίδιο νόμισμα με τ’ αγόρια που απέρριψα.

Dream on, dream on
Dream on, dream on
Dream on, dream on
Dream on, ah!

Μπορεί να μην έφαγα χυλόπιτα αλλά στην ουσία δεν αλλάζει κάτι, όπως κι εκείνα, έτσι κι εγώ, θέλησα κάποιον που δεν μπορούσα να έχω.

Sing with me, sing for the year
Sing for the laughter, sing for the tear
Sing with me, if just for today,
Maybe tomorrow the Good Lord will take you away

Καθώς χορεύουμε αργά, γυρίζω το βλέμμα μου και βλέπω το Μάριο και τη Βίκυ να φιλιούνται και με πονάει…

Sing with me, sing for the year
Sing for the laughter, sing for the tear
Sing with me, if just for today,
Maybe tomorrow the Good Lord will take you away

Exeunt omnes.


Τι να κάνει ο κύριος στην κυρία;

Είμαι ερωτευμένη με το Μάριο και η Κατερίνα είναι η μόνη που το γνωρίζει. Σε αντίθεση με πολλές από τις συμμαθήτριές μας που είναι σφόδρα ερωτευμένες με τον Μάριο ή τον Πολιτάκη, εκείνη έχει νταλκά με τον Αλέκο, τον πρώτο μου ξάδερφο, που είναι μία τάξη μεγαλύτερος και στο ίδιο τμήμα με τον Μάριο, και έτσι η μία βρίσκαμε παρηγοριά στην άλλη, καθώς ο Μάριος πίστευα πως δε με έβλεπε έτσι, και ο Αλέκος ακόμα και μετά το πάρτι ήταν στην κοσμάρα του.

Στα δεκαέξι μου, και με εξαίρεση τη βραδιά του πάρτι που φόρεσα φόρεμα, και τι καλά που πήγε αυτό, εξακολουθώ να φοράω μόνο unisex ρούχα, αλλά εδώ και χρόνια έχω συμφιλιωθεί με το σώμα μου. Τα στήθη μου μεγάλωσαν και άλλο, έφτασαν το τελικό τους μέγεθος και το ίδιο έγινε και με το ύψος μου, είμαι πια 1,67. Η περίοδός μου είχε σταθεροποιηθεί από τα δώδεκα και η μητέρα μου είχε δίκιο, σε σχέση με την Κατερίνα, αλλά και αρκετές από τις συμμαθήτριές μου, που ειδικά τις πρώτες μέρες δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους από τους πόνους, εγώ δεν είχα τίποτα περισσότερο από λίγα πονάκια τις δυο πρώτες μέρες καθώς και πρήξιμο και ευαισθησία στα στήθη που από τη δεύτερη μέρα μειώνονταν δραστικά.

Ο χορός με τον Ανδρέα είχε αποδειχτεί πολύ διαφωτιστικός, του λόγου του ήταν εξαιρετικά δημοφιλής και σε αντίθεση με το Μάριο εξωστρεφής, οπότε στ’ αφτιά του έφταναν πολλά κουτσομπολιά. Όταν τον ρώτησα γιατί επέλεξε εμένα για να κάνει τη Σοφία να ζηλέψει, μου είχε απαντήσει χωρίς περιστροφές ότι ήμουν το ομορφότερο κορίτσι στο σχολείο, και στη συνέχεια πως όλα σχεδόν τ' αγόρια στο σχολείο με γούσταραν, και μάλλον πως αυτός ήταν κι ο λόγος για τον οποίο πολλές από τις συμμαθήτριές μου με ζήλευαν. Όχι, δε με έκανε καθόλου χαρούμενη αυτό, ίσα-ίσα έκανε ακόμα πιο έντονη την μοναξιά που ένιωθα, και ακόμα χειρότερα, με έκανε να αμφιβάλω ότι όλα όσα είχα κερδίσει δεν ήταν με την αξία μου και τον τσαμπουκά μου αλλά γιατί απλά άρεσα εμφανισιακά στ’ αγόρια.

Παρά τους αρχικούς μου φόβους, οι επαφές μου με το Μάριο δεν είχαν μειωθεί με την ύπαρξης της Βίκυς, και αυτό ήταν ταυτόχρονα και καλό και κακό. Καλό από την άποψη ότι δεν έχασα τον καλύτερό μου φίλο, κακό από την άποψη ότι εκείνος με έβλεπε μόνο έτσι. Οι γονείς μου, αν και όχι ακριβώς «φιλελεύθεροι», ποτέ δεν είχαν πρόβλημα με το πόσο παρέα κάναμε εγώ και ο Μάριος, άλλωστε τον αγαπούσαν σαν το γιο που δεν κατάφεραν να κάνουν, για να μην αναφέρουμε ότι έβλεπαν τη θετική του επιρροή πάνω μου, από εκείνον έμαθα να αγαπάω το διάβασμα και οι δικοί μου, αν και απόφοιτοι του εξατάξιου, εκτιμούσαν πολύ τη γνώση. Και οι δικοί του με αγαπούσαν και όλα αυτά τα χρόνια περνούσαμε πολλά απογεύματα ο ένας στο σπίτι του άλλου, διαβάζοντας ο καθένας τα μαθήματά του, και, όπως είπα και πριν, ο Μάριος δεν αστειευόταν σ’ αυτό το θέμα, και κάπως έτσι έγινα κι εγώ αριστούχα μαθήτρια, και μέχρι τη Δευτέρα γυμνασίου είχα τους καλύτερους βαθμούς σε όλο το γυμνάσιο, μόνο πέρσι, στην 3η Γυμνασίου, απώλεσα την πρωτιά από ένα πρωτάκι, τη Μαρτίνου.
⇽∙⇾
Είναι τέλη Μάη, λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία, και έχουμε μαζευτεί μετά το σχόλασμα στο σπίτι της Κλαίρης. Είμαστε μόνοι μας, κάποιοι από αυτούς καπνίζουν, εγώ ποτέ δε το χώνεψα αυτό το πράγμα. Ο Μάριος είναι άκεφος, εδώ και λίγες μέρες τα έχει χαλάσει με τη Βίκυ και τον έχει πάρει από κάτω. Στεναχωριέμαι που τον βλέπω έτσι και ταυτόχρονα νιώθω και τύψεις, γιατί χαίρομαι που είναι ελεύθερος παρά το ότι δεν τρέφω αυταπάτες πως μπορεί κάτι να γίνει μεταξύ μας. Κάποιος πετάει την ιδέα να παίξουμε Πυθία, ούτε εγώ, ούτε η Κατερίνα έχουμε παίξει ποτέ. Γιατί όχι;

Μέχρι στιγμής, και λόγω της φήμης μου -και ίσως και ζήλιας εκ μέρους κάποιων εκ των κοριτσιών- δε με έχει επιλέξει κανείς, ενώ ο Μάριος έχει φιλήσει ήδη την Κλαίρη και την Μαρία, και είμαι εγώ που έχω πρασινίσει μέσα μου από τη ζήλια. Είναι σειρά του Νίκου να κλείσει τα μάτια της Πυθίας και να επιλέξει το ζευγάρι, και είναι από αυτούς που και δε χαμπαριάζουν και γουστάρουν το τζέρτζελο. Κλείνει τα μάτια του Βαγγέλη, που κάνει την Πυθία, και τον ρωτάει «τι να κάνει ο κύριος στην κυρία», δείχνοντας πρώτα το Μάριο και μετά εμένα και η καρδιά μου χάνει μερικούς χτύπους. «Να της δώσει γαλλικό φιλί» λέει ο Βαγγέλης και η Κατερίνα με το ζόρι κρατιέται και δεν πετάγεται να φωνάξει από τον ενθουσιασμό της. Ο Μάριος χαμογελάει, Θεέ μου είναι κούκλος!

«Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο» μου λέει και χαμογελάω νευρικά. Δεν έχω φιλήσει ποτέ κανέναν αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που η καρδιά μου παίζει ταμπούρλο. «Έλα ρε Μπίλι, μην κάνεις έτσι, δε θα σε φάω» συνεχίζει χωρίς να καταλαβαίνει τι γίνεται μέσα μου. Με πλησιάζει και τα πόδια μου αρχίζουν να τρέμουν.

“Kiss! Kiss! Kiss! Kiss! Kiss!” φωνάζουν όλοι χτυπώντας τα πόδια τους στο πάτωμα.

Κάνει να κάτσει στον καναπέ δίπλα μου και η Κατερίνα, καταλαβαίνοντας τις προθέσεις του, δίνει ένα σάλτο και σηκώνεται όρθια. Κάθεται δίπλα μου και με κοιτάζει. Έχει υπέροχα πράσινα μάτια που σχεδόν με ζαλίζουν. Μου χαμογελάει καθησυχαστικά και με πλησιάζει αργά. Τα μάτια μου κλείνουν από μόνα τους και τα χείλη του ακουμπάνε τα δικά μου. Νιώθω πως η καρδιά μου θα σπάσει, είναι όμορφα, είναι τόσο όμορφα! Η γλώσσα του χαϊδεύει τρυφερά τα χείλη μου και τα κάνει να ανοίξουν, συναντώντας τη δική μου στην άκρη του στόματός μου, και για λίγη ώρα παίζουν μεταξύ τους. Δε θέλω να φύγει, θέλω να μείνουμε για πάντα εκεί, αλλά ο Μάριος τραβιέται απαλά.

«Είδες;» μου λέει χαμογελαστός. «Στο είπα ότι δε θα σε φάω»
«Επειδή θα σου καθόμουν στο λαιμό!» του λέω, βρίσκοντας επιτέλους τη φωνή μου.

Ήμουν πολύ ταραγμένη για να προσέξω ότι μέσα σε μια στιγμή η διάθεσή του άλλαξε και από συννεφιασμένη Κυριακή έγινε ο γνωστός χαμογελαστός Μάριος.


1990

Δάσκαλε που δίδασκες

Είναι αρχές Μάρτη και ο μήνας δεν έχει μπει καλά , ο Μάριος εδώ και δύο εβδομάδες τα έχει φτιάξει με την Αναστασία, μια συμμαθήτριά μας στα Γαλλικά, και βρίσκομαι και πάλι να βράζω στο ζουμί μου. Ήμουν που ήμουν ερωτευμένη μαζί του, ήρθε και εκείνο το φιλί στην Πυθία και με αποτελείωσε. Και δεν μου έφτανε ο πόνος μου, είχα και τους θαυμαστές μου που συνέχιζαν να μη λαμβάνουν το μήνυμα “αγόρια, δεν ενδιαφέρομαι” συνεχίζοντας να μου ζητάνε να τα φτιάξω μαζί τους και αναγκάζοντάς με να συνεχίζω να μοιράζω χυλόπιτες, και δεν αισθανόμουν καθόλου καλά όποτε χρειαζόταν να το κάνω καθώς γνωρίζοντας από πρώτο χέρι το συναίσθημα της απόρριψης, ένιωθα τύψεις όταν ήμουν εγώ εκείνη που απέρριπτε.
⇽∙⇾
«Γαμώτο, λες και έχουν βάλει στοίχημα ποιος θα με ρίξει» λέω εκνευρισμένη σε Μάριο και Κατερίνα, λίγη ώρα μετά τη χυλόπιτα που είχα ρίξει στον Αργύρη.
«Ξέρεις πόσες σε ζηλεύουνε;» με ρωτάει ο Κατερίνα.
«Ευχαρίστως να ανταλλάξουμε θέσεις, όποιος είναι έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια ξέρει» της απαντάω γεμάτη πίκρα. «Για όνομα του θεού, έχω αναγκαστεί να ρίξω πάνω από είκοσι χυλόπιτες, δεν το έχουν πάρει το μήνυμα ότι δεν ενδιαφέρομαι;»
«Έχουν πάρει το μήνυμα ότι δεν ενδιαφέρεσαι για αυτούς που τους έχεις ρίξει χυλόπιτα» απαντάει ο Μάριος. «Καθένας ελπίζει ότι θα είναι εκείνος που θα ακούσει το ναι»
«Πώς ρε Μάριε; Με τους περισσότερους δεν έχω ανταλλάξει περισσότερες από μερικές κουβέντες, δηλαδή τι πιστεύουν, ότι θα τους ερωτευτώ εξ αποστάσεως; Και να πεις ότι είμαι καμιά απλησίαστη ή ακατάδεχτη όπως αυτή η μαλάκω η Ποταμιάνου;»
«Αυτή και αν σε ζηλεύει!» μου λέει η Κατερίνα.
«Να πάει να γαμηθεί και αυτή και ο γρύλλος της»
«Στο πάρτι της Κλαίρης την είχες κάνει τούρμπο, πάντως» συνέχισε η Κατερίνα.
«Καλή μαλάκω και του λόγου της. Δεν την έκανα εγώ τούρμπο, μόνη της έγινε, δεν φταίω εγώ που δεν ξέρει τι της γίνεται. Ο Πολιτάκης εκείνη γούσταρε, ας μη του έκανε τη δύσκολη. Τέλος πάντων, χέστηκα τι κάνει και τι δεν κάνει η Ποταμιάνου με τους θαυμαστές της, με τους δικούς μου να δω τι θα κάνω!»
⇽∙⇾
Φυσικά η συζήτηση αυτή δεν έβγαλε πουθενά, περισσότερο για να ξεσπάσω ήταν. Αντιθέτως με το τι μπορεί να πίστευε ο καθένας δε μου άρεσε που η εμφάνισή μου ήταν αυτή στην οποία επικεντρώνονταν τα αγόρια στο σχολείο ή στις ξένες γλώσσες. Και να πεις ότι προκαλούσα όπως μερικές συμμαθήτριες που ερχόντουσαν στο σχολείο ντυμένες λες και είναι πασαρέλα; Ούτε το ένα έκανα, ούτε το άλλο, φορούσα απλά unisex ρούχα, μέχρι και τα σορτς είχα κόψει, μόνο φόρμα στη γυμναστική, και μπορεί μια κοκεταρία να την έχω αλλά αυτή περιοριζόταν στο να φοράω ρούχα που ταιριάζουν μεταξύ τους και να έχω περιποιημένα μαλλιά και νύχια, και δεν τα έβαφα καν, όπως πολλές άλλες. Γνώριζα ότι θεωρούμαι εμφανισιακά όμορφη και ότι αρέσω στ' αγόρια αλλά ποτέ δεν έκανα κάτι για να το τονίσω και δεν είχα κανένα σκοπό να γίνω γριά μάγισσα μπας και σταματήσουν να μου την πέφτουν, ας κόψουν το λαιμό τους.

Δύο εβδομάδες τώρα που ο Μάριος είναι με την Αναστασία δεν περνάω καλά ούτε στις κοινές μας εξόδους, με τσούζει να τον βλέπω μαζί της και να πρέπει να το παίξω αδιάφορη. Και, όχι τίποτε άλλο, αλλά με τα πολλά η Κατερίνα κατάφερε και τον Αλέκο, και βρέθηκα να κρατάω το φανάρι κι από πάνω, οπότε όταν ένας συμμαθητής μας από τα Γαλλικά, ο Δημήτρης, μου ζήτησε να βγούμε το Σάββατο για καφέ, βιάστηκα να δεχτώ. Δε μου πέρασε κάτι κακό από το μυαλό, με το Δημήτρη είχαμε βγει ξανά για καφέ. Ο Δημήτρης είναι και αυτός στην ηλικία μου, μένει προς το Μπουρνάζι και πηγαίνει στο ΚΓ. Είναι λίγο πιο κοντός από τον Μάριο, πολύ γλυκούλης στο πρόσωπο, και παρόλο που δεν τον λες και ανοιχτό άνθρωπο, με όσους νιώθει άνετα είναι μεγάλος πλακατζής. Φανατικός ΑΕΚτζής, σε αντίθεση με εμένα και το Μάριο που είμαστε φόλα Παναθηναϊκοί, πειραζόμασταν συνεχώς στα αθλητικά.
⇽∙⇾
«Το Σάββατο λέμε να πάμε στην 100» μου λέει ο Μάριος.
«Με τις ευχές μου, εγώ θα βγω με το Δημήτρη για καφέ, μπορεί να περάσουμε μετά να σας βρούμε!»
«Μπα-μπα, και άλλο καφέ με τον Δημητράκη;»
«Γιατί, ζηλεύεις;»
«Καλός μαλάκας είσαι, αλλά άμα σου την πέσει μη ζητάς τα ρέστα!»
«Έχουμε βγει τρεις φορές για καφέ, αν ήταν να μου την πέσει δεν θα το είχε κάνει ήδη; Και ξέρεις κάτι; Σε αντίθεση με τους άλλους αυτός τουλάχιστον έχει πάτημα, και μιλάμε, και τον συμπαθώ, και μου αρέσει.»
«Σου αρέσει; Δε μας τα είχες πει αυτά Βασίλω!» με τσιγκλάει αποκαλώντας με «Βασίλω» που ξέρει ότι με διαολίζει.
«Θα σού λεγα τώρα τίποτα βαρύ!»
«Χαλάρωσε ρε μαλάκα! Τι να σου πω, με το καλό τότε και κράτα μου κανένα κανελί!» μου λέει χρησιμοποιώντας ακριβώς την ίδια φράση που είχα χρησιμοποιήσει κι εγώ όταν μου είπε ότι τα έφτιαξε με την Αναστασία, διαολίζοντάς με ακόμα περισσότερο. «Έτσι είσαι πουλάκι μου;» λέω μέσα μου. Θα μου πεις ο Μάριος δε με βλέπει έτσι, και εγώ ήμουν η πρώτη που έλεγα ότι το να προσπαθείς να κάνεις τον άλλο να ζηλέψει για να σε προσέξει είναι κακή ιδέα, αλλά τώρα έχω πεισμώσει.
⇽∙⇾
Το Σάββατο το απόγευμα που πάω για καφέ με τον Δημήτρη, και εκμεταλλευόμενη τις ζέστες που κάνει τις τελευταίες μέρες, φοράω μέχρι και το φόρεμα που μου είχε διαλέξει η Κατερίνα, κάνοντας τη μητέρα μου να σταυροκοπηθεί. Έχω μουλαρώσει τόσο πολύ που αυτή τη φορά είμαι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσω όλα τα όπλα που διαθέτει η φαρέτρα μου, θέλω να κάνω το Μάριο να δει τι χάνει. Βέβαια λογαριάζω χωρίς τον ξενοδόχο καθότι δεν το έχω καθόλου σίγουρο ότι ο Δημήτρης θα μου την πέσει αλλά όπως λένε οι συγκυρίες ευνοούν τον προετοιμασμένο. Με το Δημήτρη έχουμε δώσει ραντεβού στις 19:00 στην πλατεία 25ης Μαρτίου για να πάμε Fame, όπως και τις προηγούμενες τρεις φορές, και όταν φτάνω τον βρίσκω εκεί.

«Καλώς την» μου λέει ο Δημήτρης κοιτάζοντάς με από την κορυφή μέχρι τα νύχια, δε με είχε ξαναδεί με φόρεμα.
«Συγνώμη που άργησα λίγο, δε βολεύουν οι ρημάδες!» του είπα εννοώντας τις γόβες.
«Σου πάνε πολύ όμως» μου είπε χαμογελώντας από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. «Είσαι κούκλα!»
«Ευχαριστώ» του λέω χαμογελώντας του ελαφρά αμήχανα.
«Λοιπόν πάμε;» με ρωτάει και μου προτείνει το μπράτσο του να πάμε αγκαζέ, κάτι που δεν είχε ξανακάνει. Χμμμ…
«Ναι, πάμε» του λέω και τον πιάνω και προχωράμε αγκαζέ.

Η Fame είναι στη συμβολή της Βάρναλη με τη Μεγάλου Αλεξάνδρου, καμιά εκατοστή μέτρα δηλαδή από εκεί που δώσαμε ραντεβού, οπότε ούτε πέντε λεπτά αργότερα φτάνουμε και ανεβαίνουμε πάνω. Έχει αρκετό κόσμο -και όλες γνωστές φάτσες- αλλά βρίσκουμε να κάτσουμε σε τραπέζι. Συνήθως με το Δημήτρη καθόμασταν απέναντι ο ένας από τον άλλον αλλά σήμερα μου προτείνει να περάσω προς τα μέσα, το οποίο σημαίνει ότι θέλει να κάτσουμε δίπλα. Η αλήθεια είναι ότι με σφίγγει το στομάχι μου γιατί ενώ όλα δείχνουν ότι θα γίνει αυτό που με προειδοποίησε ο Μάριος, και παρά το γεγονός ότι αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση στο σχέδιό μου, δεν αισθάνομαι καλά. The things we do for love… Περνάω μέσα και κάθεται δίπλα μου.

Ο Δημήτρης στην αρχή είναι νευρικός και τον έχω συλλάβει κάμποσες φορές να κοιτάζει το μπούστο μου αλλά κάνω τα στραβά μάτια, στην τελική-τελική εγώ ήμουν εκείνη που επέλεξε να φορέσει φόρεμα. Νιώθω κι εγώ νευρικότητα, μη λέω ψέματα, είμαι πλέον σχεδόν σίγουρη ότι θα μου ζητήσει να τα φτιάξουμε και παρά τα μεγάλα μου λόγια δεν έχω αποφασίσει τι θα κάνω. Είναι καλό παιδί, γαμώτο, δεν του αξίζει αυτό που πάω να κάνω, αλλά αναπόφευκτα έρχομαι στα λόγια του Ανδρέα στο πάρτι: o σκοπός αγιάζει τα μέσα. Όσο περνάει η ώρα ο Δημήτρης λύνεται και καταφέρνοντας να με κάνει να γελάσω διαλύει τη νευρικότητα μου. Αν το καλοσκεφτείς τα έχει όλα: τον συμπαθώ πολύ, μου αρέσει εμφανισιακά και, το κυριότερο, με κάνει και γελάω. Αν δεν υπήρχε ο Μάριος είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσα να τσιμπηθώ μαζί του αλλά αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν θα ήτανε πατίνι.

«Μπα σε καλό σου» του λέω κάποια στιγμή γελώντας ακόμα, «κόντεψες να με πνίξεις!»
«Μ’ αρέσει να σε κάνω να γελάς» μου απαντάει χαμογελώντας μου ντροπαλά. Δεν ξέρω τι να του απαντήσω, του χαμογελάω κι εγώ αμήχανα. «Μπίλι… μου αρέσεις, μου αρέσεις πολύ…» μου λέει και κομπιάζει.
«Κι εμένα μου αρέσεις» του απαντάω, νιώθοντας ταυτόχρονα ντροπή με τον εαυτό μου, μπορεί να μην είναι ψέμα αλλά δεν είναι και αλήθεια. Μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει, ας βγει να τελειώνουμε…

Δάσκαλε που δίδασκες…

«Αλλά
«Δεν έχει αλλά»
«Μπίλι, εννοώ μου αρέσεις σαν κοπέλα…» λέει και κομπιάζει για λίγο… «Θέλεις… θέλεις να γίνεις το κορίτσι μου;»

Ή ταν ή επί τας

«Θέλω» του απαντάω πιάνοντάς τον απροετοίμαστο, μάλλον το είχε σίγουρο ότι θα φάει και αυτός χυλόπιτα. Με κοιτάζει σα να μην πιστεύει στ’ αφτιά του και παρά τη μάχη που γίνεται ακόμα μέσα μου, η έκφραση απορίας του με κάνει να χαχανίσω. «Δημήτρη ζεις;»
«Μισό λεπτάκι, έμφραγμα είναι, θα μου περάσει!» μου λέει με ένα χαμόγελο από το ένα αφτί μέχρι το άλλο.
«Αν με κάνεις χήρα καλά-καλά δεν τα φτιάξαμε, θα σε σκοτώσω!» τον πειράζω και βάζει τα γέλια.

Μου πιάνει το χέρι και μου το χαϊδεύει. Με κοιτάζει στα μάτια και γέρνει προς το μέρος μου, θέλει να με φιλήσει. Ναι, εγώ δεν θέλω ακριβώς, αλλά αφού μπήκα στο χορό θα χορέψω. Τα χείλη μας συναντιόνται, το φιλί του είναι τρυφερό και δεν έχει βάλει γλώσσα, δόξα τω Θεώ. Δεν είναι άσχημο αλλά τα αισθήματα που νιώθω δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που είχα νιώσει όταν με είχε φιλήσει ο Μάριος. Νιώθω πολύ άσχημα με τον εαυτό μου, ούτε δυο λεπτά δεν έχουν περάσει από το «Ναι» μου και έχω ήδη αρχίσει να το μετανιώνω. Θυμάμαι αυτό που είχα πει στον Ανδρέα και νιώθω ακόμα χειρότερα.

«Τι κάνεις; Τι κάνεις; Λες μαλάκω τη Ποταμιάνου αλλά σάμπως του λόγου σου είσαι καλύτερη; Χρησιμοποιείς έναν άνθρωπο που τον συμπαθείς και δε σου φταίει σε τίποτα για να κάνεις τι; Τον Μάριο να ζηλέψει; Ο Μάριος δε σε θέλει με τον ίδιο τρόπο που τον θες εσύ, ξεκόλλα και προχώρα παρακάτω. Δεν του αξίζει του Δημήτρη κάτι τέτοιο, σταμάτα τα παιδιαρίσματα και είτε χάλασέ τα μαζί του επιτόπου είτε δώσ’ του μια ευκαιρία»

Είναι κάμποσοι συμμαθητές μας στην Fame και μας κοιτάζουν με γουρλωμένα μάτια. Ο Δημήτρης γέρνει να με φιλήσει και πάλι και ανταποδίδω με μεγαλύτερο ενθουσιασμό, και αυτή τη φορά συμμετέχουν και οι γλώσσες μας. Νιώθω και πάλι τσίμπημα των τύψεων στα στήθη μου για τον ίδιο λόγο, το φιλί του δε με κάνει να νιώσω όπως με το Μάριο στην Πυθία. Σταματάμε το φιλί και η μόνη πραγματική ικανοποίηση που έχω νιώσει είναι από τα ζηλόφθονα βλέμματα των συμμαθητών μου.

«Που θα με πείτε λεσβία, μαλακιστήριαΌχι ρε μαλάκες, δεν είναι άγουρα τα σταφύλια!»

«Δημήτρη, θέλεις μετά να πάμε στην 100; Θα είναι εκεί και ο Μάριος με την Αναστασία και η Κατερίνα με τον Αλέκο»
«Ναι αμέ! Επιτέλους να γνωρίσω κι εγώ την κολλητή σου και τον ξάδερφό σου!» μου λέει χαμογελαστός.

Καθίσαμε μέχρι τις 22:00 στην Fame και μετά κατηφορίζουμε σιγά-σιγά προς το Μπουρνάζι. Φτάνουμε λίγη ώρα αργότερα και βρίσκουμε τα δύο ζευγάρια, και δεν τους διαφεύγει φυσικά το γεγονός ότι κρατιόμαστε χέρι-χέρι, οπότε το καλόκαρδο δούλεμα πάει σύννεφο. Στην αρχή ο Μάριος έδειξε σα να ζήλεψε αλλά γρήγορα μου κόπηκαν τα φτερά, μάλλον είχε απλά εκπλαγεί καθώς μετά από 23 χυλόπιτες ο Δημήτρης ήταν το πρώτο αγόρι στο οποίο είχα πει το “ναι”. Ο τελευταίος κυριολεκτικά πετάει στα σύννεφα αλλά όσο περνάει η ώρα τόσο χειρότερα νιώθω και η Κατερίνα νομίζω ότι το καταλαβαίνει, μπορεί ο Μάριος να με ξέρει από πέντε χρονών αλλά εκείνη με διάβαζε καλύτερα. Χορεύουμε και φιλιόμαστε -χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό από τη μεριά μου- και ευτυχώς ο Δημήτρης δεν το έχει καταλάβει. Δεν έχει προσπαθήσει να με χαϊδέψει στο στήθος ή, ακόμα χειρότερα αλλού, και ευτυχώς να λέω, γιατί πραγματικά δεν ήξερα πως θα είχα αντιδράσει αλλά το πιθανότερο είναι “καθόλου καλά”. 

«Για πες τώρα…» μου λέει κάποια στιγμή η Κατερίνα όταν πάμε οι δυο μας στην τουαλέτα και ο τόνος της δείχνει πως έχει καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά, παρά το γεγονός ότι δεν της είχα πει τίποτα για το σχέδιό μου να κάνω το Μάριο να ζηλέψει.
«Τι να σου πω;»
«Πως έγινε και τα έφτιαξες με το Δημήτρη»
«Ε, πώς γίνονται αυτά τα πράγματα;»
«Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις»
«Γιατί ρε Κατερίνα, κακό είναι;»
«Αν τα έφτιαξες με το Δημήτρη γιατί σου αρέσει, όχι δεν είναι καθόλου κακό, ίσα-ίσα» μου λέει και με κοιτάζει σταθερά στα μάτια, κάνοντάς με να χαμηλώσω το βλέμμα μου. «Καλά το κατάλαβα…»
«Μου αρέσει, δεν είναι ότι δε μου αρέσει» λέω προσπαθώντας να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα. Δε μου απαντάει. «Έχω αρχίσει ήδη να το μετανιώνω…» της εξομολογούμαι σπάζοντας.
«Και δεν κρύβεται σε όποιον έχει μάτια να δει» μου λέει κάνοντάς με να αναστενάξω.
«Ο Μάριος είναι αλλού, δυστυχώς δε με βλέπει όπως τον βλέπω εγώ, είμαι σχεδόν σίγουρη γι' αυτό. Τον αγαπάω αλλά πρέπει να προχωρήσω παρακάτω. Τουλάχιστον… τουλάχιστον με το Δημήτρη έχει νόημα να κάνω μια προσπάθεια…»
«Δεν είναι fair για το Δημήτρη»
«Το ξέρω ρε Κατερίνα, λες να μην το ξέρω;»
«Άκου Μπίλι, αν πραγματικά σου αρέσει ο Δημήτρης, αν πραγματικά πιστεύεις ότι η σχέση μαζί του μπορεί να προχωρήσει και έτσι να ξεκολλήσεις και από τον Μάριο, δώσ’ του την ευκαιρία. Αν όμως… αν όμως το έκανες απλά και μόνο από αντίδραση, ή ελπίζοντας απλά να κάνεις τον Μάριο να ζηλέψει, όσο νωρίτερα το τερματίσεις τόσο καλύτερα για την ψυχική σας υγεία, και τη δική σου, και τη δική του»
«Δεν ξέρω τι να κάνω ρε Κατερίνα…» της λέω γεμάτη απόγνωση.
«Εσύ πώς θα ένιωθες αν ο Μάριος τα έφτιαχνε μαζί σου μόνο και μόνο για να κάνει μια άλλη κοπέλα να ζηλέψει;»
⇽∙⇾
Η συνειδητοποίηση αυτού που μου είπε η Κατερίνα, με διέλυσε. Δύο μέρες, και μέχρι να δω τον Δημήτρη ξανά στο μάθημα των Γαλλικών, πάλεψα με τον εαυτό μου αλλά τελικά δεν άντεξα. Του ζήτησα να χωρίσουμε και εκεί διαπίστωσα πως αυτό ήταν ακόμα πιο δύσκολο από το να ρίξω χυλόπιτα. Ο Δημήτρης, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν το πήρε καθόλου καλά, που να μάθαινε δηλαδή και όλη αλήθεια. Μου την είπε, και με το δίκιο του, και τελικά και μια τρύπα στο νερό έκανα και έχασα και ένα φίλο.

Πώς το λένε οι Αμερικάνοι; Play stupid games, win stupid prizes. Ας πρόσεχα.


Ο θησαυρός της Βαγίας

Είναι Ιούνης, ο Μάριος δίνει πανελλήνιες και τις τελευταίες μέρες έχουμε χαθεί. Όπως και οι δυο του γονείς, έτσι κι εκείνος, θέλει να γίνει Μηχανολόγος. Το ίδιο θέλω κι εγώ αλλά έχω μπροστά μου ακόμα ένα ολόκληρο χρόνο, και η σχολή έχει υψηλές βάσεις. Για εκείνον δεν έχω καμιά αμφιβολία, είμαι σίγουρη πως όχι απλά θα περάσει, θα είναι και από τους πρώτους. Κι εγώ είμαι εξαιρετική μαθήτρια, αριστούχος κάθε χρονιά από την πρώτη Γυμνασίου, αλλά άλλο πράγμα το σχολείο και άλλο οι πανελλήνιες. Ποτέ δεν είχα κάνει φροντιστήριο αλλά από το Σεπτέμβρη θα το ξεκινούσα και αυτό.

Και όχι τίποτε άλλο, αλλά από το Σεπτέμβρη, εκτός από τα Γαλλικά, θα χαθούμε ακόμα περισσότερο. Εκείνος θα έχει τη σχολή του -το έχω σίγουρο- κι εγώ θα έχω το φροντιστήριο και τα διαβάσματα και για τις πανελλήνιες και για το Supérieur-III. Η χρονιά που πέρασε ήταν πολύ ζόρικη γιατί δεν είχε μόνο τις πανελλήνιες, είχε όπως κι εγώ, και τις εξετάσεις για το proficiency και το Supérieur-II. Lower και Certificat είχαμε πάρει και οι δύο με άριστα, εγώ τελειώνοντας το γυμνάσιο και εκείνος τελειώνοντας την πρώτη λυκείου, και την επόμενη είχαμε πάρει το Supérieur-I και κάναμε και την πρώτη χρονιά για το proficiency το οποίο, όπως και τα Supérieur, πήραμε αμφότεροι κι αυτά με άριστα.
⇽∙⇾
Είμαι σπίτι και ακούω μουσική στο ραδιόφωνο όταν χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγω, είναι Μάριος που σήμερα έγραφε Μαθηματικά. Μπαίνει μέσα με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο και δεν προλαβαίνω να τον ρωτήσω τι έγραψε, με παίρνει αγκαλιά, με σηκώνει, και με φέρνει τρεις σβούρες.

«Έσκισα!!! Είμαι σίγουρος ότι έχω γράψει 160» μου λέει αφήνοντάς με κάτω.
«Μπράβο ρε Μάριε» του λέω χαρούμενη. «Όχι ότι είχα αμφιβολία ότι θα σκίσεις, στο έλεγα δε στο έλεγα;»
«Μου το έλεγες ρε Μπίλι αλλά ξέρεις πως είναι αυτά»
«Δεν ξέρω αλλά φαντάζομαι ότι θα τα μάθω του χρόνου»
«Κοίτα μαλάκα να μου κάνεις καμιά μαλακία και να μην περάσεις μηχανολόγους, θα σε αφαλοκόψω!»
«Ρε συ, θα έχουμε καθηγητές τους δικούς σου!» του λέω γελώντας.
«Νομίζεις ότι θα μας χαριστούν; Πίπα-κώλο θα μας πάνε»
«Χαχαχα, είμαι σίγουρη»
«Δε μου λες, λέμε το άλλο Σάββατο που θα έχουμε τελειώσει να πάμε ολοήμερη Αίγινα, ψήνεσαι;»
«Μωρέ εγώ ψήνομαι, Ηλίας και η Άννα δεν βλέπω να ψήνονται!»
«Αμάν ρε μαλάκα, 17 χρονών είσαι, ταμένη σε έχουν;»
«Έλα ρε Μάριε λες και δεν τους ξέρεις. Και που με αφήνουν σε κανένα πάρτι να κάθομαι μέχρι τις 02:00, και αυτό μόνο αν είμαι μαζί σου ή με τον Αλέκο, πάλι καλά να λέω»
«Τέλος πάντων… Δε μου λες, δε φτιάχνεις κανένα φραπεδάκι»
«Δε θα πας να κάνεις τίποτα τελευταίες επαναλήψεις;»
«Είσαι τρελή; Χθες τελείωσα με δαύτες, ό,τι διάβασα, διάβασα. Άσε να ξεκουραστώ και λίγο, με πήγε αίμα φέτος»
«Άντε, πάμε» του λέω και πάμε στην κουζίνα να του φτιάξω φραπέ.
«Δε μου λες, σε βρήκε ο Μάνος που σ’ έψαχνε;»
«Μη μου το θυμίζεις Ρε μαλάκα το ήξερες ότι ήθελε να μου τα ρίξει;»
«Σοβαρά μιλάς;»
«Μη μου κάνεις τον αθώο!»
«Ειλικρινά δεν είχα ιδέα! Αλήθεια, που έχει φτάσει το κοντέρ;» με ρωτάει πειράζοντάς με.
«Με αυτόν 27»
«Χαχαχα, καλά σε λένε δολοφόνο! Ρε μαλάκα μπας και σε έχουν ταμένη; Ο ένας σου ξινίζει, ο άλλος σου βρωμάει, ακόμα και με τον Δημήτρη που τα έφτιαξες ούτε δυο μέρες δεν κράτησε!»
«Και τι θες να κάνω ρε μαλάκα, με το ζόρι; Χέσε με τώρα!»

Μόνο η Κατερίνα ήξερε το μυστικό μου, μόνο η Κατερίνα ήξερε την καψούρα μου που αισίως έκλεινε τον δεύτερο χρόνο. Ο Μάριος είχε κάνει διάφορες σχέσεις, σχέσεις που δεν κρατούσαν και πολύ εδώ που τα λέμε, κάνοντάς με ωστόσο κάθε φορά να τρώγομαι με τα ρούχα μου. Και δεν φτάνει που είχα τον πόνο μου, είχα και τους διάφορους θαυμαστές, που είχαν την τάση να παρεξηγούν την οικειότητα που είχα με τα αγόρια κάνοντάς τους να νομίζουν ότι τους γουστάρω.

Μέχρι και η Κατερίνα είχε καταφέρει τον Αλέκο, έστω και για τους δύο μήνες που τον άντεξε, μόνο εγώ είχα μείνει από την παρέα να μην τα έχω φτιάξει με κανέναν, πέρα από το Δημήτρη το Μάρτη που μας πέρασε. Και εκεί είχαμε τα γνωστά δράματα και δεν ήμουν για τέτοια, οπότε αποφάσισα ότι το να τα φτιάξω με κάποιον από αντίδραση δεν είναι και η πλέον ενδεδειγμένη κίνηση, και κάπως έτσι ξεκίνησα και πάλι να μοιράζω χυλόπιτες, και είχα και αρκετούς θαυμαστές τρομάρα μου, και όχι τίποτε άλλο, αλλά με αυτό που έγινε με το Δημήτρη -και χωρίς να γνωρίζουν πόσο γρήγορα το τελείωσα- πήραν και θάρρος. Καλά το λένε, οι μαλακίες επιστρέφονται με τόκο.

«Καλά ντε, μη βαράς… μωρή, μπας και όντως λεσβία;»
«Ρε σάλτα και γαμήσου»
«Μωρέ εγώ θα γαμηθώ κάποια μέρα, εσύ να δούμε τι θα κάνεις!»
«Εγώ θα είμαι αυτή που θα σε γαμήσει αν το συνεχίσεις»
«Χαχαχα, εντάξει, παραδίνομαι!»
«Και στην τελική-τελική, βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με. Εσύ τι σκατά τις κάνεις και δε σε αντέχουν, τις δέρνεις;»
«Από το πρωί ως το βράδυ, τόση εμπειρία που απέκτησα να σε κάνω μαύρη δεν πήγε χαμένη!» μου απαντάει ειρωνικά.
«Ποιαν είπες ότι κάνεις μαύρη μωρή λινάτσα;» του λέω και του ρίχνομαι.

Είχαμε χρόνια να παλέψουμε, είχε κοπεί μαχαίρι από τη μέρα που προσπαθώντας να με κρατήσει ακίνητη μου έπιασε τα στήθη. Είχε ταραχτεί, άσπρισε σχεδόν, μου ζήτησε συγνώμη και αυτό ήταν. Δεν είχα καταλάβει τι τον είχε πιάσει, στο κάτω-κάτω δεν με είχε χουφτώσει επίτηδες, και είχα προσπαθήσει κάμποσες φορές να ξεκινήσω το παιχνίδι μας και πάλι, αλλά από τη στιγμή που βρισκόμουν με την πλάτη στο πάτωμα, απλά σηκωνόταν, με βοηθούσε να σηκωθώ κι εκεί τελείωνε. Σταμάτησα να προσπαθώ.

Λίγες στιγμές αργότερα βρίσκομαι ξανά με την πλάτη στο πάτωμα και τον Μάριο από πάνω μου. Κοιταζόμαστε, και για μερικές στιγμές βλέπω στα μάτια του λαχτάρα. «Φίλα με! Φίλα με π’ ανάθεμά σε!» παρακαλάω από μέσα μου αλλά οι προσευχές μου δεν εισακούονται. Σηκώνεται και με βοηθάει να σηκωθώ, κάνοντας την καρδιά μου να βουλιάξει γι' ακόμα μια φορά.
⇽∙⇾
Ο Μάριος τέλειωσε με τις πανελλήνιες και μόνο για την έκθεση δεν ήταν σίγουρος, όχι ότι δεν ήταν καλός, απλά δεν ήταν σαν τα Μαθηματικά, τη Φυσική και τη Χημεία που αν ήξερες τι σου γινόταν μπορούσες να υπολογίσεις τι έγραψες. Είχαν κανονίσει να πάνε με την παρέα ολοήμερη στην Αίγινα, θα φεύγανε χαράματα Κυριακή και θα γυρνούσαν το βράδυ. Ήθελα κι εγώ να πάω αλλά άντε πες το στους γέρους μου. Τελικά έβαλα τον Μάριο να με βγάλει από τη δύσκολη θέση τη μέρα που μας έβγαλαν οι δικοί του έξω για να γιορτάσουμε ότι τέλειωσε τις εξετάσεις.

«Κυριακή θα πάμε Αίγινα με την παρέα, έλα κι εσύ ρε Μπίλι» πέταξε «και καλά» την ιδέα.
«Μπαμπά; Μαμά; Να πάω; Θα είμαι με το Μάριο και θα έρθει και η Κατερίνα» τους ρώτησα κοιτώντας τους. Χαζοί δεν ήταν αλλά βρέθηκαν στριμωγμένοι.
«Νεαρέ, σε καθιστώ υπεύθυνο!» του είπε τελικά ο πατέρας μου και χάρηκα τόσο πολύ που το βούλωσα και δεν γίναμε ροντέο με αυτό που είπε. Άκου υπεύθυνο, λες και ήμουν κανένα παιδάκι να πούμε.

Περάσαμε πολύ όμορφα στην Αίγινα αλλά το πιο σημαντικό γεγονός της ημέρας έγινε σε μια καφετέρια που είχαμε κάτσει να πιούμε καφέ μας μετά το μπάνιο. Κάποια στιγμή πετάχτηκα μέχρι το περίπτερο να πάρω ένα τηλέφωνο τους δικούς μου όπως τους είχα υποσχεθεί και γυρνώντας πήγα πρώτα στην τουαλέτες, όπου αντρική και μια γυναικεία είχαν κοινό χώρο για πλύσιμο χεριών. Με το που κάθισα άκουσα τη φωνή του Μάριου.

«Κατειλημμένη, περιμένουμε…»
«Ρε μαλάκα, τόσα χρόνια που κάνουμε παρέα κόντευα να ξεχάσω τι θεόμουνο είναι αυτή η Μπίλι, μου έπεσε το σαγόνι όταν την είδα μόνο με το μαγιό της» ακούω να λέει ο Νίκος.
«Ναι, είναι πολύ όμορφη κοπέλα» απαντάει ο Μάριος ουδέτερα.
«Μόνο όμορφη ρε μαλάκα; Το “θεόμουνο” την αδικεί, το κορίτσι τα έχει όλα κι άλλα τόσα! Κούκλα, απίθανες βυζάρες, ποδάρες, κώλο που σκοτώνει… ούτε στο Playboy δεν βρίσκεις τέτοια γκόμενα. Μαλάκα λες να είναι και κάτω ξανθιά; Ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι!» του απαντάει ο Νίκος και μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, με πολύ κόπο συγκρατώ τον εαυτό μου και δεν βγαίνω έξω να γίνουμε από δυο χωριά.
«Νίκο, κόφ’ το» του λέει ο Μάριος εμφανώς εκνευρισμένος.
«Τι έπαθες ρε μαλάκα;»
«Κόφ’ το λέμε, δε μ’ αρέσει να ακούω να μιλάνε έτσι για τη Μπίλι»
«Ε;» τον ρωτάει απορημένος ο Νίκος.
«Τι “ε” μωρέ μαλάκα; Δε γουστάρω ν’ ακούω να μιλάνε για τη Μπίλι σα να 'ναι κανένα κομμάτι κρέας» τον ακούω να λέει ακόμα πιο εκνευρισμένος.
«Ώπα-ώπα…» λέει ο Νίκος προσπαθώντας να ρίξει τους τόνους. «Συγνώμη ρε μαλάκα… εντάξει, καταλαβαίνω…»
«Τι καταλαβαίνεις ρε μαλάκα; Την ξέρω από τα έξι μου, μεγαλώσαμε μαζί, τι περιμένεις να ακούσεις; Θα σου άρεσε να μιλάω έτσι για την αδερφή σου;»
«Χέσε μας ρε μαλάκα, σε ποιον τα πουλάς αυτά;» ξεσπάει με τη σειρά του ο Νίκος, «Αδερφή σου ήταν όταν τη φίλησες στην Πυθία και μετά ήσουν όλο χαμόγελα και χαρές, ξεχνώντας σε μια στιγμή τη Βίκυ; Για πόσο μαλάκες μας έχεις;» τον ρωτάει εκνευρισμένος, αλλά εκείνη την ώρα ακούγεται καζανάκι, οπότε ο διάλογος μένει στη μέση.

Δεν τολμάω ούτε καν να κουνηθώ μέχρι να βεβαιωθώ ότι Μάριος και Νίκος έχουν φύγει. Βγαίνω από την πλαϊνή πόρτα και κάνω το γύρο ώστε όταν επιστρέψω στο τραπέζι να φαίνεται ότι γύρισα κατευθείαν από το περίπτερο.

«Πού ήσουν εσύ μια ώρα;» με ρωτάει η Κατερίνα. «Ανάκριση τρίτου βαθμού σου έκαναν οι δικοί σου;»
«Κάτι τέτοιο» της λέω ενώ ο Μάριος έχει κάτσει αμίλητος σε μια γωνία. «Τι έπαθε τούτος;» ρωτάω κάνοντας την ανήξερη.
«Του ήρθε περίοδος» απαντάει ο Νίκος, και αν τα μάτια μπορούσαν να σκοτώσουν, θα ήταν μακαρίτης από το δολοφονικό βλέμμα του Μάριου.
⇽∙⇾
Έχουν περάσει δυο μέρες από τότε και ο διάλογος Μάριου και Νίκου δεν λέει να βγει από το μυαλό μου. Δεν ήμουν η μόνη που είχα παρατηρήσει ότι του πέρασε γρήγορα ο νταλκάς του για τη Βίκυ αλλά δεν είχα κάνει τη σύνδεση με το παιχνίδι της Πυθίας που είχαμε κάνει εκείνο το μεσημέρι. Δεν έχω πει τίποτα σε κανέναν γι’ αυτά που άκουσα, ούτε καν στην Κατερίνα. Το πρωί πάω στο σπίτι του για καφέ αποφασισμένη να μάθω. Μου ανοίγει την πόρτα, πρέπει να κοιμόταν, είναι γυμνός από πάνω, φοράει μόνο ένα σορτσάκι.

«Βρε καλώς την»
«Ακόμα κοιμάσαι;»
«Γιατί, έχω να μοιράσω το γάλα;»
«Ποιο γάλα ρε μαλάκα; Έντεκα έχει πάει»
«Γάμησέ μας ρε Μπίλι πρωινιάτικα, προχθές τέλειωσα τις πανελλήνιες»
«Έτσι να σε γαμήσω, δε θα με βγάλεις ούτε για ένα καφέ;»
«Τι μαλάκας είσαι» μου λέει και βάζει τα γέλια. «Πάω να φτιάξω, θες;»
«Ναι, φτιάξε τον καφέ, σε γαμάω αργότερα»
«Σιγά ρε Ροκαβλόν, κατούρα και λίγο»
«Οι δικοί σου που είναι;»
«Στις νήσους Μπόρα-Μπόρα. Πού θες να είναι ρε μαλάκα τέτοια ώρα, στη δουλειά είναι.»

Φτιάχνει τους καφέδες και καθόμαστε στο σαλόνι να τους πιούμε. Ανακατεύω συνέχεια τον καφέ με το καλαμάκι και κοιτάζω αμήχανη το ποτήρι προσπαθώντας να βρω το κουράγιο να του μιλήσω.

«Άσε τον καφέ ρε μαλάκα να πούμε και καμιά κουβέντα, με ξύπνησες που με ξύπνησες, τι στο διάολο τον ανακατεύεις τόση ώρα;»
«Σας άκουσα προχθές στην τουαλέτα που μιλούσατε με το Νίκο» του λέω μαζεύοντας όλο μου το κουράγιο.
«Ε;»
«Όταν γύρισα από το περίπτερο πήγα τουαλέτα γιατί κατουριόμουν. Ε, δεν είχα καθίσει καλά-καλά όταν μπήκατε μέσα»
«Και γιατί δεν είπες τίποτα ρε μαλάκα;»
«Τι να πω ρε Μάριε; Να βγω με τα βρακιά κάτω να του σπάσω το κεφάλι;»
«Αν έβγαινες με τα βρακιά κάτω, πολύ που θα τον χαλούσε ό,τι και αν του έκανες» μου λέει κάνοντάς με να χαμογελάσω.
«Σ’ ευχαριστώ που τον έβαλες στη θέση του»
«Δεν χρειάζεται να μ’ ευχαριστείς» μουρμουράει.
«Κάνεις λάθος! Αν… αν μιλούσες κι εσύ έτσι για μένα, θα με σκότωνες»
«Εντάξει, είσαι μεγάλος μαλάκας όμως. Μ’ έχεις για τέτοιο άνθρωπο ρε Μπίλι;»
«Όχι, γι’ αυτό σου είπα ότι αν το έκανες θα με σκότωνες»
«Για οποιαδήποτε άλλη μπορεί και να το έκανα, δεν είμαι άγιος, αλλά όχι για σένα ρε Μπίλι, όχι για σένα… Και ναι, νευρίασα, όπως θα νευρίαζε και εκείνος αν μιλούσα έτσι για την αδερφή του»
«Δεν είμαι αδερφή σου…»
«Που λέει ο λόγος ρε μαλάκα!»

Δεν βρήκα το κουράγιο να αναφερθώ στην Πυθία.


1991

Σαν κάποιο γλυκό ανοιξιάτικο όνειρο

Πενταήμερη! Μπορεί να μην αισθάνομαι την ίδια έξαψη που αισθάνονται οι συμμαθητές μου αλλά δεν είμαι και τελείως αδιάφορη. Πρώτη φορά θα είμαι κάπου όπου δε θα έχω περιορισμό με ποιους θα βγω και τι ώρα θα γυρίσω. Η χρονιά μέχρι τώρα ήταν δύσκολη με το φροντιστήριο και τα διαβάσματα για τις πανελλήνιες και με το Supérieur-3 από πάνω, αλλά εδώ που τα λέμε βοήθησαν οι φετινές καταλήψεις, για ενάμιση σχεδόν μήνα το πρωί δεν είχα σχολείο, οπότε όλο αυτό το χρόνο τον αφιέρωνα στο διάβασμα. Με το Μάριο δεν έχουμε χαθεί τελείως, κάποια απογεύματα έρχεται και διαβάζουμε ο καθένας μας τα δικά του μαθήματα, και φυσικά έχουμε και τα γαλλικά και τις εξόδους μας τις Παρασκευές και τα Σάββατα. Ούτε με την Αναστασία στέριωσε, ούτε με τις υπόλοιπες που ακολούθησαν, ωστόσο σε αντίθεση με τη Βίκυ δεν το έπαιρνε και πολύ βαριά. Εγώ, από την άλλη, είχα σκυλομετανιώσει τη μαλακία που έκανα με το Δημήτρη αλλά πλέον ήταν αργά για δάκρυα, ό,τι γράφει δεν ξεγράφει.
⇽∙⇾
Είναι η  πρώτη μέρα μας στη Ρόδο και είμαστε στο ξενοδοχείο, ωστόσο το Cosmopolitan έχει και bungalows και σε αντίθεση με κάποια σχολεία που βρίσκονται στο κεντρικό κτήριο, εμείς μένουμε σ’ αυτά. Εγώ φυσικά είμαι με την Κατερίνα και άλλες δύο συμμαθήτριες μας, αλλά με δαύτες πέρα από ένα καλημέρα/καλησπέρα δεν έχω άλλες επαφές. Είναι ακόμα 27 Μαρτίου αλλά έχει πολύ καλό καιρό και ζέστη και με το που φτάνουμε στο ξενοδοχείο και ταχτοποιούμαστε, όσοι έχουμε θάρρος, πάμε και βουτάμε στη θάλασσα. Αν και είμαι σχεδόν σίγουρο ότι θ' ακούσω και πάλι σεξιστικά σχόλια για το σώμα μου, φοράω το μαγιό μου, και αν εξαιρέσουμε και μια άλλη συμμαθήτριά μου, είμαι η μόνη που βάζει μπικίνι. Βουτάω καρφί στη θάλασσα, αφενός για να με δουν όσο λιγότερο γίνεται οι συμμαθητές μου με μπικίνι και αφετέρου γιατί αν το πήγαινα αργά-αργά μάλλον δε θα έβρισκα το κουράγιο να μπω μέσα.

Ναι, κακή ιδέα, και in retrospect το μπικίνι ακόμα χειρότερη, η θάλασσα ήταν παγωμένη και νομίζω ότι δεν απογοήτευσα το φιλοθεάμον κοινό όπως είχαν πετρώσει οι ρώγες μου από το κρύο. Κάποιοι και κάποιες έκαναν μπάνιο και τις επόμενες μέρες, για μένα μία ήταν αρκετή. Ακόμα και αν δεν ήταν το νερό παγωμένο, τα σχόλια για το σώμα μου που έφτασαν στ’ αφτιά μου -και παρόλο που τα περίμενα καθώς θα ήταν η πρώτη φορά που οι συμμαθητές μου θα μ’ έβλεπαν με μαγιό- ήταν από μόνα τους ικανός λόγος να μην το αποτολμήσω ξανά.
⇽∙⇾
Το βράδυ πήγαμε σ' ένα κοντινό κλαμπ και ήταν η πρώτη φορά που αν το ήθελα θα μπορούσα να κάτσω μέχρι να κλείσει το μαγαζί. Σχεδόν όλες μου οι συμμαθήτριές είχαν ντυθεί λες και θα έβγαιναν σε πασαρέλα, εγώ από την άλλη, και παρά τη γκρίνια της Κατερίνας, αποφάσισα να ντυθώ πιο συντηρητικά, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες εννοώ, γιατί για δικά μου μέτρα το ντύσιμο που επέλεξα παρά είναι προκλητικό. Φοράω ανθρακί κοντομάνικη μπλούζα με πολύ ανοιχτό ντεκολτέ, χωρίς σουτιέν, που δένει με κόμπο κάτω από το στήθος και που αφήνει την κοιλιά γυμνή, συνοδευόμενη από ασορτί εφαρμοστό υφασμάτινο παντελόνι. Αμ δε φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω που την είχα ακούσει που είχε λυσσάξει και την αγόρασα, αν την έβλεπαν οι δικοί μου θα πάθαιναν πολλαπλά εγκεφαλικά, εδώ κόντεψα να πάθω η ίδια την πρώτη φορά που με είδα στον καθρέφτη του δοκιμαστηρίου.

«Ρε συ Κατερίνα, μήπως παρά είναι αποκαλυπτικό το μπλουζάκι;» ρωτάω κοιτάζοντάς με στον καθρέφτη.
«Αμάν ρε Μπίλι, ξεκόλλα!»
«Φαίνεται πολύ το στήθος μου…»
«Ναι, και; Κλεμμένο το ‘χεις; Οι πιο πολλές θα σκοτώναμε να έχουμε το σώμα σου κι εσένα σε πιάνουν οι ντροπές;»
«Θα αρχίσουν τα σχόλια πάλι…»
«Στ’ αρχίδια σου»
«Εμ αυτό είναι το θέμα, δεν είναι στ’ αρχίδια μου!»
«Να γίνει! Ξεκόλλα, λέμε!»

Μια κουβέντα ήταν αυτό, αλλά παρά το δισταγμό μου δεν έδωσα συνέχεια. Το club είναι γεμάτο, δεν είμαστε το μόνο σχολείο που έχει έρθει πενταήμερη. Είναι και το ΚΓ εδώ, βλέπω σε μια φάση το Δημήτρη αλλά εκείνος κάνει ότι δε με βλέπει και μεταξύ μας δεν τον αδικώ. Είμαστε με την Κατερίνα στην πίστα και χορεύουμε αλλά δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση, οπότε φεύγω από εκεί και πάω και κάθομαι στο μπαρ να πιώ το ποτό μου. Κάποια στιγμή ο μπάρμαν μου δίνει ένα σφηνάκι που δεν έχω παραγγείλει.

«Δεν ζήτησα ποτό!»
«Είναι κερασμένο από τον νεαρό εκεί…» μου λέει και μου δείχνει έναν πολύ όμορφο ξανθούλη με μακρύ μαλλί ο οποίος με το που καταλαβαίνει ότι τον κοιτάζω μου υψώνει χαμογελαστός το ποτήρι του, διαλύοντας σε μια στιγμή την κακή μου διάθεση. Του ανταποδίδω το χαμόγελο και πίνω το σφηνάκι, snaps ήταν! Ο νεαρός παίρνοντας θάρρος με πλησιάζει.
“Hello” μου κάνει με χαμόγελο που με κάνει να λυώσω.
“Hello” του αποκρίνομαι εξίσου χαμογελαστή.
“May I sit? I’m Jean-Claude.”
“Bien sûr, Jean-Claude. Tu es Français?” τον ρωτάω στα γαλλικά βασισμένη τόσο στο όνομα όσο και στην προφορά του.
“Non, je suis Canadien” μου αποκρίνεται έκπληκτος. “Est-ce que tu sais parler français?” μου λέει ρωτώντας με αν ξέρω γαλλικά.
“Oui, je maîtrise bien le français, alors nous pouvons poursuivre dans cette langue, si tu le souhaites” του αποκρίνομαι, εξηγώντας του ότι μιλάω καλά γαλλικά οπότε αν το θέλει και ο ίδιος μπορούμε να συνεχίσουμε τη συζήτηση σ' αυτά.
«Πώς σε λένε εσένα;» με ρωτάει στα γαλλικά.
«Μπίλι» του απαντάω διασκεδάζοντας με το ξάφνιασμά του. «Ναι, το ξέρω ότι είναι αγορίστικο όνομα αλλά έτσι με φωνάζουν οι φίλοι μου από μικρή»
«Γοητευμένος» μου απαντάει χαρίζοντάς μου ένα ακόμα γοητευτικό χαμόγελο. Θεέ μου, είναι κούκλος! «Διακοπές;»
«Εκδρομή με το σχολείο, εσύ;»
«Σπουδάζω στη Σορβόννη αλλά είναι κλειστά λόγω του Πάσχα και ήρθαμε με κάποιους συμφοιτητές μου εδώ για μίνι διακοπές. Μόλις χθες ήρθαμε, θα κάτσουμε μέχρι και την ερχόμενη Δευτέρα»
«Εμείς ήρθαμε σήμερα το πρωί και θα φύγουμε την Κυριακή το βράδυ»
«Από που είσαι, Μπίλι;»
«Από την Αθήνα, εσύ;»
«Από το Μόντρεαλ»
«Τι σπουδάζεις;»
«Ιατρική, είμαι στο τρίτο έτος. Εσύ;»
«Εγώ φέτος θα δώσω εξετάσεις, πηγαίνω ακόμα στην τρίτη λυκείου. Θέλω να σπουδάσω στη σχολή Μηχανολόγων-Μηχανικών του Πολυτεχνείου. Πόσων χρονών είσαι Jean-Claude;»
«Εικοσιένα, εσύ;»
«Είμαι σχεδόν δεκαοκτώ, για την ακρίβεια τα γενέθλιά μου είναι ακριβώς σ’ ένα μήνα από σήμερα.»

Εκείνη τη στιγμή έρχεται και με βρίσκει η Κατερίνα.

«Jean-Claude, να σου συστήσω την Κατερίνα, είναι η καλύτερή μου φίλη, αλλά δε μιλάει γαλλικά, θα πρέπει να της μιλήσεις αγγλικά!»
“Hello Catherine, nice to meet you” της απαντάει χαρίζοντάς της ένα γλυκό χαμόγελο.
“Hello Jean-Claude, nice to meet you too” του απαντάει κι εκείνη χαμογελαστή και μετά γυρίζει σε μένα. «Μωρή, πότε πρόλαβες και πού τον ψώνισες τον παίδαρο;»
«Εγώ δεν έκανα τίποτα, αυτός με κέρασε ποτό και πιάσαμε την κουβέντα!» της είπα και μετά γύρισα να ζητήσω συγνώμη στον Jean-Claude που μιλούσαμε στα ελληνικά.
«Λοιπόν, σας αφήνω μοναχούλια» μου λέει στα ελληνικά και μετά συνεχίζει και προς τους δυο μας. “Ok, I’m returning to the dance floor, I lost your track and for a while I got worried that you ‘ve returned to the hotel” μας λέει η Κατερίνα και σπεύδει να εξαφανιστεί για να μας αφήσει μόνους.
«Θέλεις να επιστρέψεις στο ξενοδοχείο;» με ρωτάει και η φανερή του απογοήτευση κάνει την καρδιά μου να πεταρήσει.
«Όχι βέβαια, αυτής της μπήκε η ιδέα ότι θέλω να φύγω!»
«Θες να πάμε να χορέψουμε;»
«Αμέ!» του απαντάω αμέσως χαμογελαστή. «Να πιούμε πρώτα το ποτό μας, όμως; Δε θέλω να το αφήσω χωρίς κάποιος να το προσέχει!»
«Ναι, καλά κάνεις! Ωραία, με περιμένεις να φέρω κι εγώ το δικό μου;»
«Βεβαίως!» του λέω χαμογελώντας του σαν διαφήμιση οδοντόκρεμας.

Νιώθω πραγματικά κεραυνοβολημένη, ο Jean-Claude μου αρέσει πολύ, αλλά μιλάμε για πολύ! Μου αρέσει τόσο πολύ που για μερικές στιγμές ξεχνάω τελείως το Μάριο και όταν τον θυμάμαι ξανά, για κάποιο ακατανόητο λόγο, νιώθω τύψεις. Θυμώνω με τον εαυτό μου, από που και ως που νιώθω τύψεις που μ’ αρέσει ένας άλλος άνδρας; Στην τελική-τελική ο Μάριος δε με θέλει όπως τον θέλω εγώ. Δεν είμαστε με τα καλά μας!

Ο Jean-Claude επιστρέφει μετά από λίγη ώρα και καθόμαστε στο bar και πίνουμε τα ποτά μας μιλώντας για τους εαυτούς μας προσπαθώντας να ανακαλύψουμε ο ένας τον άλλον. Με ρωτάει αν έχω κάποιο αγόρι και του αποκρίνομαι πως δεν έχω. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι με κάνει να του πω όλη την αλήθεια, πως είμαι ερωτευμένη με τον παιδικό μου φίλο και πως εκείνος δε με βλέπει έτσι. Εκείνος μου λέει ότι είχε μια κοπέλα στον Καναδά αλλά χωρίσανε όταν πήγε στο Παρίσι για σπουδές. Εκεί έκανε μια-δυο σχέσεις με συμφοιτήτριές του αλλά αυτό τον καιρό δεν ήταν με κάποια. Όταν ήπιαμε τα ποτά μας πήγαμε στην πίστα και αρχίσαμε να χορεύουμε οι δυο μας μη δίνοντας δεκάρα για τα βλέμματα που τραβούσαμε πάνω μας. Η αλήθεια είναι πως ο Jean-Claude ήταν ακριβώς όπως τον είχε περιγράψει η Κατερίνα, παίδαρος, περίπου στο ύψος του Μάριου, με σκούρο μακρύ ξανθό μαλλί και υπέροχα ανοιχτά γαλάζια μάτια.

Και στην πρώτη μπαλάντα που έβαλε ο DJ, αλλάζοντας για λίγο το πρόγραμμα, με πήρε σφιχτά στην αγκαλιά του, τον έσφιξα κι εγώ σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο και αρχίσαμε να λικνιζόμαστε χωρίς να σταματήσουμε ούτε μια στιγμή. Είχα χάσει πραγματικά τα μυαλά μου, δεν μου είχε τύχει ποτέ κάτι τέτοιο, και όταν έσκυψε και με φίλησε του ανταπέδωσα χωρίς κανένα απολύτως δισταγμό. Όσο για το φιλί… Θεέ μου! Δε σταματήσαμε να φιλιόμαστε παρά μόνο όταν άλλαξε το πρόγραμμα και έβαλε και πάλι χορευτικά. Καθίσαμε μέχρι τις 05:00 το πρωί και όταν φύγαμε του είπα ότι μέναμε στο Cosmopolitan και δώσαμε ραντεβού στην είσοδο του ξενοδοχείου στις 11:00 για να πάμε για καφεδάκι και πρέπει να φάγαμε άλλη μισή ώρα φιλώντας ο ένας τον άλλον, δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε με τίποτα!

«Μωρή εσύ την έχεις δαγκώσει κανονικά και με το νόμο!» μου είπε η Κατερίνα με το που επέστρεψα στο δωμάτιο και της διηγήθηκα τα καθέκαστα.
«Ρε συ πραγματικά δεν ξέρω τι μ’ έπιασε, ειλικρινά σου μιλάω, δεν έχω ξανανιώσει τέτοιο πράγμα!»
«Αυτό που σου λέω σ’ έπιασε, τη δάγκωσες κανονικά και με το νόμο. Εντάξει, δεν σε αδικώ, είναι παίδαρος ο Καναδός σου!»
«Είναι π’ ανάθεμά τον!»
«Και ο Μάριος;»
«Ο Μάριος… ο Μάριος δεν είναι εδώ» της απαντάω στενάζοντας.
«Καλά, αν ούτε ο Jean-Claude δεν σε κάνει να ξεχάσεις το Μάριο, δεν έχεις ελπίδα!»
«Δυστυχώς τον Jean-Claude θα τον χάσουμε από την Κυριακή»
«Ξέρεις κάτι; Ζήσ’ το αλλιώς θα το μετανιώνεις μια ζωή! Ζήσ’ το!»
«Το ακριβώς αντίθετο φοβάμαι, ότι θα μετανιώνω μια ζωή που το έζησα!»
«Καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες παρά για κάτι που δεν έκανες»
«Πώς τα καταφέρνω και ελκύομαι από αγόρια που δεν είναι διαθέσιμα γαμώ τη μου μέσα; Ο Μάριος δε με θέλει έτσι και με τον Jean-Claude δεν υπάρχει κανένα μέλλον»
«Μπορεί, αλλά υπάρχει παρόν, ζήσ’ το γιατί σε βλέπω να κοπανάς το κεφάλι σου αλλά θα έχει πετάξει το πουλί»
«Αυτό σκοπεύω να κάνω και ο Θεός βοηθός» της αποκρίνομαι και πέφτουμε για ύπνο.
⇽∙⇾
Στις 11:00 το πρωί, και όπως είχαμε συμφωνήσει, ο Jean-Claude έρχεται και με βρίσκει στην είσοδο του ξενοδοχείου όπου είχαμε δώσει ραντεβού.

«Καλημέρα ξανθούλα μου!» μου λέει χαμογελαστός και με παίρνει στην αγκαλιά του και με φιλάει απαλά στα χείλη.
«Καλημέρα και σε σένα, ομορφούλη» του λέω μετά το φιλί, χαμογελώντας με τη σειρά μου. Με παίρνει αγκαλιά και πάμε σε μια κοντινή καφετέρια και καθόμαστε και παραγγέλνουμε τα καφεδάκια μας.
«Πώς κοιμήθηκες;»
«Σαν πουλάκι» του απαντάω. «Εσύ;»
«Εμένα άργησε να με πάρει λίγο ο ύπνος, δε μπορούσα να σε βγάλω από το μυαλό μου» μου εξομολογείται κάνοντάς με να χαμογελάσω σα χαζή.
«Κι εγώ σε σκεφτόμουν» του εξομολογούμαι με τη σειρά μου. «Ήταν πολύ όμορφα χθες!»

Αντί απάντησης, σκύβει προς το μέρος μου και φιλιόμαστε και πάλι αδιαφορώντας για τα βλέμματα που τραβάμε, στην καφετέρια υπάρχουν κάμποσοι από το σχολείο. Καθίσαμε εκεί μέχρι το μεσημέρι και μετά επιστρέψαμε, πήραμε την Κατερίνα και πήγαμε και βρήκαμε τους φίλους τους και φάγαμε όλοι μαζί. Το βράδυ πήγαμε με πούλμαν σε άλλο κλαμπ και ο Jean-Claude ήρθε με την παρέα του και μας βρήκε εκεί. Σήμερα με παραίνεση της Κατερίνας -δηλαδή με το να μου πιπιλάει τα αφτιά μέχρι να πω ήμαρτον- είχα φορέσει το φόρεμα που μου είχε διαλέξει και αν πετύχαινα και πάλι τον Δημήτρη στο κλαμπ τι καλά που θα πήγαινε.

Εμ δεν έπαιζα καλύτερα έξι νούμερα στο Λόττο; Κάποια στιγμή έβαλε για λίγη ώρα μπαλάντες και φυσικά τις χορέψαμε αγκαλιά με τον Jean-Claude, με μένα να κλείνω τα μάτια μου και να παραδίνομαι στα φιλιά του, από τη στιγμή που ξεκινήσαμε να χορεύουμε μέχρι και τη στιγμή που η μουσική γύρισε ξανά σε χορευτική. Όταν άνοιξα και πάλι τα μάτια μου είδα το Δημήτρη να με κοιτάει, και η μίξη θλίψης, οργής και απογοήτευσης στο βλέμμα του δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. Ομολογώ πάντως ότι το ξεπέρασα γρήγορα, πραγματικά ήταν λες και ο Jean-Claude με είχε μαγέψει, εδώ δεν σκεφτόμουν σχεδόν καθόλου το Μάριο, για το Δημήτρη θα έσκαγα; Βέβαια όταν έμενα μόνη μου, ο Μάριος επέστρεφε και πάλι στις σκέψεις μου, συνοδευόμενος μάλιστα από τύψεις, ένας Θεός ξέρει γιατί. Τι να πω, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.

Κάποια στιγμή ο Jean-Claude με βάζει να κάτσω σε ένα καναπέ και με τραβάει φωτογραφία με μία polaroid.

«Κοίτα ίσια, ακούμπα το ένα χέρι σου πάνω στην πλάτη του καναπέ… ναι, έτσι όπως είσαι!» Προσπαθώ να χαμογελάσω αλλά με σταματάει. «Δε χρειάζεται να χαμογελάς ξανθούλα μου, απλά κοίτα με, θέλω να έχεις φυσική στάση». Με το που βγαίνει η πρώτη φωτογραφία μου ζητάει να κάτσω ξανά στην ίδια θέση για να τραβήξει και δεύτερη. «Μία για μένα και μία για σένα» μου λέει.
«Θέλω κι εγώ δική σου φωτογραφία!»
«Πού θέλεις να κάτσω;» με ρωτάει δίνοντάς μου τη φωτογραφική.
«Όπως είσαι!» του λέω και τον πλησιάζω, θέλω να του τραβήξω μια κοντινή. Τον τραβάω τη φωτογραφία και περιμένω να εμφανιστεί. Τα αποτελέσματα μου αρέσουν, και η δική μου και η δική του είναι πολύ όμορφες φωτογραφίες.


∙⇾
Το βράδυ της τρίτης μέρας έχουμε πάει πάλι στο κοντινό κλαμπ αλλά κάποια στιγμή ο Jean-Claude μου ζητάει να φύγουμε και να πάμε κάπου έξω οι δυο μας. Βασικά έχω καταλάβει ότι αυτό που θέλει στην πραγματικότητα ήταν να με ξεμοναχιάσει αλλά έλα που κι εγώ θέλω ακριβώς το ίδιο; Δεν ξέρω γιατί, αλλά αισθάνομαι πολύ ασφαλής μαζί του, και κάπως έτσι βρισκόμαστε να περπατάμε αγκαλιά νυχτιάτικα στην παραλία, μέχρι που ξεμακραίνουμε από τα φώτα. Σταματάμε σε ένα σημείο και γυρίζει και με φιλάει και ανταποδίδω με ενθουσιασμό, και τελικά καταλήγουμε να ξαπλώσουμε στην άμμο, εγώ ανάσκελα και εκείνος γυρισμένος στα πλάγια προς το μέρος μου.

Καθώς φιλιόμαστε το χέρι του κατεβαίνει και αρχίζει με χαϊδεύει στα πλευρά, και μετά γίνεται πιο τολμηρό καθώς περνάει ανάλαφρα πάνω από το δεξί μου στήθος. Δεν αντιδρώ αρνητικά κι εκείνος παίρνοντας θάρρος, το χουφτώνει πιο δυνατά, και χωρίς ούτε μία στιγμή να σταματήσει να με φιλάει, αρχίζει και μου το μαλάζει απαλά. Είναι ο πρώτος που μου το κάνει και η αίσθηση είναι πρωτόγνωρη και δυνατή, πολύ δυνατή. Όπως με χαϊδεύει στο στήθος περνάει το χέρι του κάτω από τη μπλούζα και μιας και δεν φοράω σουτιέν η αίσθηση γίνεται ακόμα πιο έντονη και άθελά μου μού ξεφεύγει ένας ελαφρύς στεναγμός. Το φιλί του είναι μεθυστικό και τα χάδια του κάνουν το κορμί μου να τρέμει, ωστόσο δεν έχω αφεθεί τελείως, αποφασίζω ότι δεν θα τον αφήσω να προχωρήσει περισσότερο από το χάδι στα στήθη μου αλλά τελικά δε φτάνουμε σε σημείο που θα χρειαστεί να τον σταματήσω, ο Jean-Claude καταλαβαίνει το στιγμιαίο σφίξιμό μου και δεν προχωράει περισσότερο, χωρίς ωστόσο ούτε μια στιγμή να σταματήσουμε φιλιά και χάδια, συνεχίζουμε μέχρι που μας πιάνει σχεδόν το ξημέρωμα.

Με συνοδεύει στο ξενοδοχείο στο οποίο επιστρέφω γύρω στις 06:00 με την Κατερίνα να έχει ανησυχήσει σοβαρά, και ένα εξάψαλμο τον ακούω, και εδώ που τα λέμε τα είχε τα δίκια της. Εγώ βέβαια είμαι ακόμα στην κοσμάρα μου και της διηγούμαι τα καθέκαστα αναλυτικά, ποιος να το περίμενε ότι εγώ θα ήμουν η πρώτη από τις δυο μας που θα το προχωρούσα πιο πολύ από χάδι στο στήθος πάνω από τα ρούχα! Ναι, είχα πει πως θα το ζήσω αι αυτό έκανα στο βαθμό που μπορούσα παρά το γεγονός ότι ήξερα πως την Κυριακή θα τσούξει. Οι ώρες που περνούσα μαζί του κυλούσαν με ταχύτητα αστραπής.
⇽∙⇾
Το τελευταίο βράδυ μου ζητάει να φύγουμε από την κοντινή ντισκοτέκ και να πάμε στο ξενοδοχείο του. Παρά τα όσα είχαμε κάνει το προηγούμενο βράδυ στην αμμουδιά ήμουν διστακτική καθώς δεν ήθελα να προχωρήσω περισσότερο, αλλά από την άλλη ένιωθα πολύ ασφαλής μαζί του, οπότε αποφάσισα να του κάνω το χατίρι. Αποδείχτηκε τελικά ότι ο σκοπός για τον οποίο ζήτησε να πάμε εκεί δεν ήταν απλά για να ξεμοναχιαστούμε και να βγάλουμε -τρόπο τινά- τα μάτια μας, ήθελε να με ζωγραφίσει.

«Ναι, θέλω να έχεις κάτι από μένα.»
«Αμέ, γιατί όχι. Πώς θέλεις να κάτσω;»
«Κάτσε στον καναπέ και σκύψε ελαφρά προς τα μπρος έχοντας γερμένο το σώμα σου και σκύψε ελαφρά προς τα μπροστά κοιτάζοντάς με.»
«Εντάξει» του λέω χαμογελαστή και κάθομαι όπως μου ζητάει. Με καθοδηγεί για λίγο μέχρι να πάρω την σχετική πόζα και εκεί παίρνει τη φωτογραφική μηχανή και με τραβάει άλλη μία φωτογραφία.
«Δεν είπες πως θα με ζωγραφίσεις;»
«Θα πιαστείς αν κάτσεις τόση ώρα έτσι, θα σε ζωγραφίσω από τη φωτογραφία». Σηκώνει το τηλέφωνο και παίρνει στη ρεσεψιόν. «Τι θέλεις να πιείς ξανθούλα μου;»
«Pinacolada!»
«Σας παρακαλώ να μας φέρετε μια Pinacolada και ένα ποτήρι Melrot» τον ακούω να λέει στο τηλέφωνο.

Κάθεται στο τραπέζι και βγάζει τα σύνεργά του, χρωματιστά μολύβια και κερομπογιές. Σκύβω από πάνω του και τον αγκαλιάζω, προσέχοντας να μην εμποδίζω τα χέρια του. Γυρνάει και μου χαρίζει ένα χαμόγελο και σκύβοντας ακόμα περισσότερο του δίνω ένα απαλό φιλί. Πιάνει τα μολύβια του και ξεκινάει και βλέπω μπροστά στα ίδια μου τα μάτια ο άσπρος καμβάς να γίνεται σιγά-σιγά σαν την φωτογραφία που με τράβηξε. Μην θέλοντας να τον διακόψω πήγα εγώ και άνοιξα όταν μας έφεραν τα ποτά μας και επέστρεψα γρήγορα, αγκαλιάζοντάς τον και πάλι από πίσω. Παρόλο που είμαι καλή στο σχέδιο, εγώ αυτό δε θα μπορούσα να το ζωγραφίσω ούτε σε τρεις μέρες, του Jean-Claude ωστόσο δεν του πήρε πάνω από μια ώρα.

«Σ’ αρέσει;» με ρωτάει δείχνοντάς μου το σκίτσο.
«Είναι πολύ όμορφο!» του απαντάω με πραγματικό θαυμασμό.
«Για την ξανθούλα μου!»

Σηκωνώμαστε και πάμε να κάτσουμε στον καναπέ να πιούμε τα ποτά μας και αυτή τη φορά είμαι εγώ που του ρίχνομαι. Χθες με είχε χαϊδέψει κάτω από τη μπλούζα, σήμερα προχωράω ακόμα περισσότερο, η μπλούζα και το σουτιέν βγαίνουν με συνοπτικές διαδικασίες και για πρώτη φορά μένω τελείως γυμνή από πάνω μπροστά σε κάποιον άντρα. Αν το χάδι των χεριών του χθες με έκανε να τρέμω, το χάδι της γλώσσας του στα στήθη μου δεν έχω τρόπο να το περιγράψω, νιώθω να έχω πιάσει φωτιά ολόκληρη, πραγματικά είχα χάσει τα μυαλά μου, ωστόσο πέρα από ένα φευγαλέο χάδι ανάμεσα στα πόδια μου και αυτό πάνω από το παντελόνι, ο Jean-Claude δεν προχωράει περισσότερο.

«Είσαι πολύ όμορφη» μου λέει κάποια στιγμή που σταματάμε για να βρούμε τις ανάσες μας. Δεν του απαντάω, απλά του χαμογελώ. «Θέλω να σε ζωγραφίσω ξανά… γυμνή» συνεχίζει.
«Γυμνή;» τον ρωτάω ξαφνιασμένη.
«Δε χρειάζεται να μείνεις τελείως γυμνή αν σε κάνει να αισθάνεσαι άσχημα.» 
«Αρκεί να μη με βγάλεις φωτογραφία» του λέω τελικά και βάζει τα γέλια.
«Δε θα σε τραβήξω φωτογραφία» μου απαντάει σοβαρός. Δεν ξέρω γιατί αλλά δεν μπορώ να του πω όχι. Σηκώνομαι και βγάζω το σορτσάκι και μένω μόνο με το κιλοτάκι μου. Διστάζω για μερικές στιγμές αλλά πριν πάω να το βγάλω -γιατί θα το έβγαζα- με σταματάει. «Δε χρειάζεται να βγάλεις και το άλλο, δε θέλω να αισθάνεσαι άβολα. Κάτσε αναπαυτικά στον καναπέ και ξάπλωσε το κεφάλι σου ελαφρά πιο πίσω… έτσι…» μου λέει καθοδηγώντας με στο πως θέλει να κάτσω. Ευτυχώς η θέση που έχω πάρει για την πόζα είναι πολύ βολική. Τον κοιτάζω που με ζωγραφίζει και η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο.
«Έχεις ζωγραφίσει κι άλλες;»
«Δεν είσαι η πρώτη, αν με ρωτάς αυτό!»
«Γυμνές εννοώ!»
«Κατάλαβα τι εννοείς» μου απαντάει χαμογελαστός. «Όλες όσες έχω ζωγραφίσει μέχρι τώρα ήταν μοντέλα…»
«Εγώ είμαι απλή ερασιτέχνης» προσπαθώ να αστειευτώ.
«Και ταυτόχρονα η ομορφότερη κοπέλα που έχω δει στη ζωή μου» μου απαντάει και χάνω προς στιγμή τη μιλιά μου. Σταματάει να ζωγραφίζει και με κοιτάζει κατάματα. «Δεν έχω λόγο να σου πω ψέματα ξανθούλα μου!»

Δεν ξέρω τι να του απαντήσω, οπότε απλά χαμογελάω και το μυαλό μου ταξιδεύει στις όμορφες στιγμές που αξιώθηκα να ζήσω τις τελευταίες μέρες. Χάνω κάθε αίσθηση του χρόνου…

«Τελείωσα» μου λέει κάποια στιγμή και με επαναφέρει στο παρόν. Σηκώνομαι από τον καναπέ και πάω να δω το σκίτσο. Παρά το γεγονός ότι με έχει ζωγραφίσει τελείως γυμνή δεν νιώθω καμιά ντροπή.
«Είναι υπέροχο!» του λέω με πραγματικό θαυμασμό.
«Σ’ αρέσει;»

Αντί απάντησης τον αρπάζω και πηγαίνουμε ξανά στον καναπέ όπου έχουμε δεύτερο γύρο και αυτή τη φορά δε μένει μόνο στα στήθη μου, με χαϊδεύει ανάμεσα στα πόδια και τρομάζω με την αντίδρασή μου, όχι απλά δε θέλω να σταματήσει, θέλω να προχωρήσει κι άλλο. «Όχι άλλο» του κάνω αδύναμα, βρίσκοντας ένας Θεός ξέρει που τη δύναμη να τον σταματήσω, και δικαιώνομαι για το αίσθημα ασφάλειας που ένιωθα μαζί του. Τραβάει το χέρι του, χωρίς να δείξει ότι έχει πειραχτεί και χωρίς να διακόψει ούτε μια στιγμή το φιλί μας ενώ το χέρι του μαλάζει τρυφερά πότε το ένα στήθος και πότε το άλλο. Κάποια στιγμή σκύβει και μου φιλάει ανάλαφρα τη ρώγα του αριστερού μου στήθους και  σταματάμε για λίγη ώρα. Παραγγέλνουμε άλλο ένα ποτό και πιάνουμε την συζήτηση, και η υπόλοιπη νύχτα κυλάει έτσι, με εναλλαγές μεταξύ κουβεντούλας και χαδιών, μέχρι που μας βρίσκει ξανά το ξημέρωμα. Με συνοδεύει μέχρι το ξενοδοχείο μου, φιλιόμαστε και δίνουμε ραντεβού στις 11:00, σε τέσσερεις ώρες δηλαδή, κοντεύει 07:00 αλλά αυτή τη φορά δεν τ' ακούω από την Κατερίνα, καθότι την είχα προειδοποιήσει ότι θα αργήσω να επιστρέψω.

«Μπα, το βρήκες το δωμάτιο;»
«Με τα χίλια ζόρια!»
«Το φαντάστηκα… Πώς περάσατε;»
«Πολύ-πολύ όμορφα…Με ζωγράφισε!»
«Σε ζωγράφισε;» με ρωτάει με γουρλωμένα μάτια!
«Ναι!» της λέω και της δείχνω το σκίτσο.




“Woah!”
«Σ’ αρέσει;»
«Είναι πολύ όμορφο!!!»
«Είναι, δεν είναι; Και δεν του πήρε πάνω από μια ώρα!»
«Και όλη την άλλη ώρα τι κάνατε; Μολόγατα όλα!»
«Πολλά!» της απαντάω σκανταλιάρικα και της διηγούμαι τα καθέκαστα κάνοντάς την να μείνει με το στόμα ανοιχτό, αν και νομίζω ότι αυτό που τη σόκαρε περισσότερο ήταν η ευκολία με την οποία σχεδόν τσιτσιδώθηκα για να με ζωγραφίσει γυμνή.
«Μωρή σοβαρά μιλάς;»
«Δεν μπορούσα να του πω όχι… όταν… ειλικρινά σου μιλάω, όταν χαϊδευόμασταν με τα χίλια ζόρια τον σταμάτησα, και δεν εννοώ ότι με πίεσε, δεν ήθελα η ίδια να σταματήσει!»
«Καλά... εσύ δεν την έχεις δαγκώσει απλά, τον έχεις ερωτευτεί μέχρι τα μπούνια.»
«Δεν ξέρω αν είναι έρωτας…Ναι, μου έχει πάρει τα μυαλά, το παραδέχομαι, αλλά έρωτας; Εννοώ… κάμποσες φορές έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται το Μάριο. Θα το έκανα αν ήμουν πραγματικά ερωτευμένη με τον Jean-Claude;»

Παρά την υπέροχη βραδιά, ωστόσο, η σκέψη και πάλι του Μάριου αλλά και το γεγονός ότι σήμερα είναι η τελευταία μας μέρα στο νησί, κάνει την καρδιά μου να βουλιάξει.

⇽∙⇾
Είναι το πρωί της Κυριακής των Βαΐων, της τελευταίας μέρας μας στη Ρόδο. Είμαι στο ξενοδοχείο και περιμένω τον Jean-Claude για να περάσουμε μαζί την όσο χρόνο μας μένει μαζί και στη σκέψη ότι δεν θα τον ξαναδώ το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος και είμαι σαν Μεγάλη Παρασκευή. Μα πως διάολο τα καταφέρνω και διαλέγω αυτούς που δεν μπορώ να έχω; Karma is a bitch που λένε οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι, κάπως έτσι φαίνεται ότι πρέπει να ξεπληρώσω τις χυλόπιτες που είχα ρίξει. «Ή, ακόμα χειρότερα, τη χυλόπιτα που δεν έριξα», σκέφτομαι μέσα μου ενθυμούμενη το Δημήτρη. Κάθομαι σε μια καρέκλα στην άκρη της πισίνας και κλαίω τη μοίρα μου όταν πέφτει πάνω μου μια σκιά, έχει έρθει ο Jean-Claude.

«Γεια σου, ξανθούλα μου» μου λέει με χαμόγελο που φωτίζει το πρόσωπό του.
«Πού το βρίσκεις το κέφι μωρέ Jean-Claude;» τον ρωτάω μελαγχολική.
«Γιατί είμαι με το πιο όμορφο κορίτσι σε όλο το νησί» μου απαντάει, χαμογελώντας ακόμη, και κλίνει να μου δώσει ένα γρήγορο φιλί στα χείλη.
«Για λίγες ώρες ακόμα» του απαντάω θλιμμένη.
«Έτσι είναι αυτά, ξανθούλα μου» μου λέει τρυφερά. «Όλα τα καλά κάποτε τελειώνουν»
«Και μετά;»
«Και μετά… μετά μας μένουν οι όμορφες αναμνήσεις. Κράτησέ τις, Μπίλι μου, και αντί να λυπάσαι γι’ αυτό που πέρασε και χάθηκε, χαμογέλα στη σκέψη του πόσο όμορφο ήταν αυτό που ζήσαμε»
«Μια κουβέντα είναι αυτή…»
«Ίσως, αλλά δεν αλλάζει την αλήθεια αυτού που σου είπα. Είναι ο τρόπος που βλέπω τη ζωή, ξανθούλα μου, να απολαμβάνω ό,τι όμορφο μου δίνει, όσο αυτό διαρκέσει, και όταν τελειώσει να θυμάμαι πόσο ευτυχισμένο με έκανε όσο το είχα, αντί να θρηνώ που τελείωσε. Δες το και έτσι: αν αυτό που σου μένει είναι η πίκρα γι’ αυτό που έχασες, δεν είναι σαν να το μετάνιωσες;»
«Όχι, είναι σαν να έχασα» του απαντάω.
«Όλα τα πράγματα στη ζωή είναι εφήμερα, ξανθούλα μου. Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μας, αυτή είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, και κάθε ένας αφήνει το δικό του σημάδι σε αυτήν. Εγώ θα σε κρατήσω στην καρδιά μου σα μια όμορφη, μια υπέροχη ανάμνηση, σαν ένα γλυκό ανοιξιάτικο όνειρο» μου λέει και προσπαθώ να κρύψω τα δάκρυά μου.
«Είσαι υπέροχος» του λέω με σπασμένη φωνή.

Η τελευταία μας μέρα περνάει σαν αστραπή και κάποια στιγμή το απόγευμα μας φωνάζουν να επιβιβαστούμε στα πούλμαν. Τον αγκαλιάζω και τον φιλάω για τελευταία φορά και με κρατάει σφιχτά πάνω του. Τραβιόμαστε και μου σκουπίζει τα δάκρυα που έχουν τρέξει. Μου είχε ζητήσει επίμονα να του δώσω τα στοιχεία μου, για να μπορούμε τουλάχιστον να αλληλογραφούμε, και στην αρχή το αρνήθηκα, ήξερα θα πονέσω που δεν θα τον ξαναέβλεπα ποτέ, οπότε γιατί να το έκανα ακόμα πιο σκληρό απ’ όσο ήταν;

«Έχω κάτι τελευταίο για σένα» του είπα και του δίνω στο χέρι ένα χαρτί με τη διεύθυνσή μου. Το κοιτάζει και το χαμόγελό του κάνει την καρδιά μου να χάσει και πάλι κάμποσους κτύπους. Διπλώνει προσεκτικά το χαρτάκι και το βάζει στην τσέπη του.
«Αντίο Μπίλι μου, θα σ’ έχω για πάντα στην καρδιά μου»
«Αντίο Jean-Claude μου» του κάνω και φεύγω για να πάω να πάρω τα πράγματά μου για να τα πάω στο πούλμαν. Πιο δυνατή από το μυθικό Ορφέα, καταφέρνω να μη γυρίσω να κοιτάξω πίσω μου. Όταν βγαίνω από το bungalow με τα πράγματά μου ο Jean-Claude έχει φύγει. Σε όλο το ταξίδι της επιστροφής είμαι αμίλητη, απλά κάθομαι και κοιτάζω τις φωτογραφίες που είχαμε τραβήξει στο club. Τα πρώτα δάκρυα δεν αργούν…
⇽∙⇾
Πόνεσε το ρημάδι, πόνεσε πολύ, για δυο-τρεις εβδομάδες δε μιλιόμουν. Δεν το μετάνιωσα πάντως, ήταν ακριβώς όπως το είπε και ο Jean-Claude, ένα όμορφο ανοιξιάτικο όνειρο που χάθηκε στο πρώτο φως της αυγής αλλά με άφησε με το χαμόγελο στα χείλη, κι ας ήταν πικρό το ξύπνημα. Τι αξία θα είχε άλλωστε κάτι που έχασες αν δεν πένθησες έστω και λίγο την απώλειά του;

Στο Μάριο είπα όλη την ιστορία, ή σχεδόν όλη, υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν τα μοιράζεσαι με ένα αγόρι, πόσο μάλλον όταν είναι αυτό που αγαπάς. Πέραν του ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του, και του πραγματικού λόγου για τον οποίον τα είχα φτιάξει με το Δημήτρη, δεν του είχα κρύψει τίποτε άλλο, δεν είχαμε μυστικά μεταξύ μας. Κάπου εκεί πείστηκα ότι με έβλεπε μόνο σα φίλη, παρά το ότι δεν μπορούσε να κρυφτεί το πόσο με είχε μαγέψει ο Jean-Claude, δεν έδειξε ούτε να ζηλεύει, ούτε να θυμώνει, ούτε καν όταν του εξομολογήθηκα ότι πόζαρα για εκείνον σχεδόν γυμνή, το μόνο που έκανε ήταν να με κρατήσει ακόμα σφιχτά στην αγκαλιά του…

«Δε σε αδικώ που ξεμυαλίστηκες, είναι πολύ όμορφος άντρας» παραδέχτηκε όταν του έδειξα τη φωτογραφία του. «Όσο για το άλλο που σου είπε, τον πιστεύω, δεν είναι ο μόνος που δεν έχει δει στη ζωή του πιο όμορφη κοπέλα από σένα.»

Ο Μάριος δεν είχε κρύψει ποτέ του πόσο όμορφη με θεωρούσε οπότε δεν έδωσα περισσότερη σημασία. Τι παράξενο, όσο δύσκολο κι αν το είχα το κλάμα, άλλο τόσο εύκολα μπορούσα να αφεθώ και να πλαντάξω μέσα στην αγκαλιά του. Μπορεί να μη με αγαπούσε όπως τον αγαπούσα εγώ, αλλά αυτή του η αγκαλιά θα ήταν πάντα ανοιχτή για μένα, πάντα όταν θα την είχα πραγματική ανάγκη, και κάπως έτσι κατέληξα να τον ερωτευτώ ακόμα περισσότερο.

Μπράβο μου, όχι, μπράβο μου…


Αν δεν έχεις περάσει πρώτη θα φάω τις κοτσίδες μου!

Ήταν πολύ δύσκολη η χρονιά με τα διαβάσματα και τα φροντιστήρια και με την απουσία του Μάριου, που όχι απλά είχε περάσει πρώτος στη σχολή του στο Πολυτεχνείο, με 6370 μόρια είχε περάσει πρώτος των πρώτων, μέχρι και στις εφημερίδες τον είχαν γράψει. Δεν του είπα όμως ότι είχα αγοράσει όλες τις εφημερίδες και είχα κρατήσει τα αποκόμματά τους σε ένα κουτάκι, φυλαγμένα σαν θησαυρό. Αν και ακόμα πηγαίναμε μαζί στα Γαλλικά, αν και βγαίναμε με την παρέα για καφέ τα Σαββατοκύριακα, αν και μερικά απογεύματα διαβάζαμε μαζί και μετά βλέπαμε ταινίες στο βίντεο ή ακούγαμε μουσική, μου έλειπε πολύ. Δεν ξαναμίλησα για όσα είχα ακούσει να λένε μεταξύ τους με το Νίκο.
⇽∙⇾
Είναι τέλη Ιούλη και σήμερα το πρωί ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων. Η Κατερίνα έχει σπάσει τα τηλέφωνα, και ο Μάριος, που μόλις σήμερα γύρισε από μια εκδρομή που είχε πάει με συμφοιτητές του, με έχει κάνει Χριστό να πάμε στο σχολείο να τα δούμε, αλλά πήγε μεσημέρι μέχρι να βρω τελικά το κουράγιο. Ήταν η χρονιά που έμεινε στην ιστορία ως η χρονιά της μεγάλης σφαγής των Μαθηματικών και οι βάσεις αναμένονταν να κάνουν μεγάλη βουτιά. Ήμουν σίγουρη ότι έχω γράψει πολύ καλά, αν όχι άριστα, σε όλα τα μαθήματα εκτός από την έκθεση, για την οποία δεν ήμουν σίγουρη, αλλά μέχρι να δω τους βαθμούς, αυτό δεν ήταν τίποτα περισσότερο από εικασία. Όταν φτάσαμε στο σχολείο ήταν άδειο.

«Άντε, κούνα τον κώλο σου»
«Μάριε… φοβάμαι» του λέω με σχεδόν σπασμένη φωνή.
«Έλα ρε μαλάκα που φοβάσαι, θα δεις ότι έχεις γράψει άριστα. Έλα, πάμε»
«Δεν μπορώ…»
«Έλα Μπίλι, ξεκόλλα!»
«Πήγαινε εσύ και πες μου» επιμένω εγώ.
«Ξεκόλλα ρε μαλάκα! Πέρσι πήγαμε μαζί και τα είδαμε, δε θα χαλάσουμε τα γούρια μας!»

Με την ψυχή στα δόντια προχωράμε προς τα μέσα αλλά εκεί χάνω το κουράγιο μου και σταματώ.

«Πήγαινε εσύ σε παρακαλώ» του λέω κοντεύοντας να βάλω τα κλάματα από το άγχος. Ο Μάριος αναστενάζει και πηγαίνει να δει τα αναρτημένα αποτελέσματα.
«Για να δούμε… Μανουσάκης, Μαντάκα… Μαρκετάκη, σε βρήκα!» λέει και σταματάει. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. «160 Μαθηματικά, 160 Φυσική, 160 Χημεία και 153 έκθεση…» Γυρίζει και με κοιτάζει με χαμόγελο από το ένα αφτί μέχρι το άλλο. «Μαλάκα έχεις πιάσει 6330 μόρια, όχι απλά πέρασες, παίζει να έχεις περάσει κι εσύ πρώτη των πρώτων»
«Μη μου κάνεις πλάκα!» του λέω καθώς δεν μπορώ να πιστέψω τα ίδια μου τ’ αφτιά.
«Να μη σε χαρώ, Μπίλι μου!» μου λέει, δίνοντας τον πιο βαρύ του όρκο.

Αν εξαιρέσουμε τις πρώτες μέρες μετά την πενταήμερη και τον Jean-Claude, ποτέ δεν ήμουν κλαψιάρα, αλλά έχω τέτοια ένταση που φέρνω τα χέρια μου μπροστά από τα μάτια μου και ξεσπάω σε λυγμούς. Ο Μάριος έρχεται προς το μέρος μου και με σφίγγει στην αγκαλιά του, χώνομαι μέσα της και γέρνω το κεφάλι μου πάνω του κλαίγοντας από χαρά και ανακούφιση.

«Μην κλαις από τώρα ρε μαλάκα, περίμενε την πρώτη εξεταστική του Γενάρη στη σχολή και θα κλάψεις με περισσότερη όρεξη» με πειράζει μετατρέποντας το κλάμα μου σε κλαυσίγελο.
«Πέρασα! Πέρασα!»
«Μόνο πέρασες ρε μαλάκα; Αν δεν είσαι η πρώτη θα φάω τις κοτσίδες μου»
«Ποιες κοτσίδες βρε παπάρα; Τα μαλλιά σου είναι πιο κοντά και από τα δικά μου στο δημοτικό και το γυμνάσιο!»
«Λέμε τώρα ρε μαλάκα. Ορίστε, είχα δεν είχα, πάλι θα σε φορτωθώ»
«Και ένα χρόνο που σε άφησα λάσκα, πολύ ήταν»
«Πω-πω! Ρε μαλάκα από το Σεπτέμβρη θα είμαστε συμφοιτητές, μόνο στο δημοτικό δεν ήμασταν μαζί! Μου είχες λείψει πολύ όλη τη χρονιά ρε Μπίλι… κοίτα να δεις που στο τέλος θα βάλω κι εγώ τα κλάματα»
«Ώχου το μωρέ» τον πειράζω ξανά. «Ουφ κάτσε να με θαυμάσω κι εγώ και μετά πάμε να δούμε τι έκανε και η Κατερίνα!» του λέω και πηγαίνουμε αυτή τη φορά και οι δύο μαζί.
«Που είναι αυτή;» με ρωτάει ενώ εγώ κοιτάζω ακόμα τους δικούς μου βαθμούς.
«Διακοπές με τους δικούς της, αν δεν της τα πω όταν με ξαναπάρει τηλέφωνο θα με γαμήσει, τρεις φορές έχει πάρει από το πρωί!»
«Για να δούμε… Μιχαλοπούλου… 160 Αρχαία, 155 Λατινικά, 150 Έκθεση, 150 Ιστορία. Εντάξει, 6150 μόρια έπιασε ο χασοδίκης!»
«Πέρασε!!!!!» φωνάζω ενθουσιασμένη και αρχίζω να χοροπηδάω!
«Απλά πέρασε; Μαλάκα κι αυτή παίζει να είναι πρώτη! Τι σκατά λίπασμα σας βάλανε φέτος;»
«Λέει ο αρχιφύτουλας με τα 6370 μόρια»
«Το αντιπαρέρχομαι! Λοιπόν μαλάκα, το βράδυ πάμε έξω να γίνουμε κάλτσες και μη μου πεις για Ηλία και Άννα, έχεις ενηλικιωθεί από τα τέλη Απρίλη. Χώρια δηλαδή που με τους βαθμούς που πήρες, τι θα σου πουν;»
«Δεν έχεις να βγεις με την Ελένη;» τον ρωτάω αναφερόμενη στην κοπέλα του.
«Πάει αυτή» μου λέει και η καρδιά μου κάνει και πάλι τούμπες.
«Πότε πρόλαβες ρε μαλάκα;»
«Εγώ; Αυτή με σούταρε… ωραία εκδρομή πέρασα!»
«Πάλι;»
«Τι να πω, φαίνεται έχω γυναικοδιώχτη, δε με αντέχει καμία»
«Ναι, αλλά γιατί;»
«Γιατί προφανώς κάτι κάνω λάθος.»
«Τι;»
«Τώρα θα το λύσουμε αυτό; Άντε, πάμε να τα πεις στους δικούς σου και να πάρεις τηλέφωνο και την Κατερίνα»

Δεν επιμένω. Γυρνάμε σπίτια μας και μπαίνω μέσα πάνω που χτυπάει το τηλέφωνο.

«Παρακαλώ;»
«Αν δεν έχεις πάει ακόμα θα σε στραγγαλίσω με τα ίδια σου τα άντερα!»
«Αφενός κι εγώ σ’ αγαπάω και αφετέρου θα μου κλάσεις, χασοδίκη!» της λέω και την ακούω να τσιρίζει. «Σωστά καταλάβατε δεσποινίς Μιχαλοπούλου, περάσατε με τα τσαρούχια»
«Πώς το ξέρεις ότι πέρασα;;;;»
«160 Αρχαία, 155 Λατινικά, 150 Έκθεση και 150 Ιστορία. Μαλάκα έχεις πιάσει 6150 μόρια!»
«Πέρασα! Πέρασα!» την ακούω έτοιμη να βάλει τα κλάματα στο τηλέφωνο αλλά γρήγορα βρίσκει την ψυχραιμία της. «Εσύ;» με ρωτάει με αγωνία.
«Κι εγώ έσκισα, κοριτσάρα μου! 6330 μόρια, όχι απλά έχω περάσει στη σχολή αλλά ο Μάριος πιστεύει ότι θα είμαι και εγώ πρώτη των πρώτων, όπως η αφεντιά του πέρσι. Και εδώ που λέμε κι εσύ παίζει να πέρασες πρώτη στη Νομική.»
«Μωρέ και τελευταία να περνούσα και πάλι πάρτι θα έκανα, σοβαρά τώρα; »
«Ναι αλλά δες το και έτσι, ακόμα και αν δεν είσαι πρώτη, δε θα έχεις το άγχος μέχρι να βγουν οι βάσεις!»
«Από άγχος άλλο τίποτα φέτος, ευχαριστώ Θεούλη μου, τελειώσαμε με δαύτο!»

Μιλάμε για λίγη ώρα ακόμα και την αφήνω να πάει να τα πει στους δικούς της. Οι γέροι μου, όπως ήταν αναμενόμενο, χέστηκαν από τη χαρά τους και το βράδυ κάλεσαν τον Μάριο και τους δικούς του και βγήκαμε έξω. Είχα τόσο όμορφη διάθεση που αποφάσισα να φορέσω το φόρεμα που μου είχε διαλέξει η Κατερίνα, κάνοντας τη μαμά μου να λερώσει τα βρακιά της ακόμα περισσότερο.

«Πού να το φανταζόμουν όταν μου ζήτησες να σε μάθω να διαβάζεις και να γράφεις πως θα ερχόταν η μέρα που θα σ’ είχα φοιτήτρια» είπε η κυρία Χριστίνα συγκινημένη. «Μπράβο Βασιλικούλα μου, χίλια μπράβο, δεν έκανες μόνο τους δικούς σου περήφανους, έκανες κι εμάς!»
«Κι εσείς δικοί μου είστε» της απαντάω εξίσου συγκινημένη.
«Ποιος κερατάς καθαρίζει κρεμμύδια;» λέει ο πατέρας μου δακρυσμένος και όλοι εκτός από τη μάνα μου, που κατά τα φαινόμενα την επηρέασαν κι εκείνη τα αόρατα κρεμμύδια, βάζουν τα γέλια.
«Να ξέρεις πάντως Βασιλική πως οι πανελλήνιες ήταν το εύκολο κομμάτι» λέει ο κύριος Ανδρέας.
«Εγώ της το είπα το απόγευμα που έβαλε τα κλάματα όταν είδε τους βαθμούς, μην κλαις από τώρα, περίμενε την εξεταστική του Γενάρη και θα κλάψεις με όρεξη» λέει ο Μάριος και αυτή τη φορά γελάει όλο το τραπέζι.
«Μπαμπά, μαμά» τους λέω όταν ήμασταν γυρίσαμε σπίτι «λέμε να βγούμε με την παρέα για κανένα ποτάκι. Δεν πέρασα μόνο εγώ, γράψαμε όλοι καλά. Κρίμα μόνο που δεν είναι εδώ και η Κατερίνα, την άλλη εβδομάδα γυρίζει»
«Να βγείτε αγάπη μου, το κερδίσατε με την αξία σας» μου λέει η μητέρα μου.

Στην τρίτη λυκείου οι γονείς μου, ακούγοντας επιτέλους τους γονείς του Μάριου, είχαν χαλαρώσει αρκετά τα λουριά δίνοντάς μου έτσι τον αέρα που χρειαζόμουν για να ξεφεύγω και λίγο από τα διαβάσματα. Καθημερινές δεν έβγαινα, αλλά Παρασκευή και Σάββατο βράδυ με άφηναν να κάτσω μέχρι και τις τρεις, αν και η αλήθεια είναι ότι δεν έκανα ούτε μια φορά χρήση του προνομίου, συνήθως γύρω στις δύο ήμουν σπίτι.

«Μέχρι τις τρεις θα είμαι πίσω»
«Είσαι ενήλικη πλέον» μου λέει απλά ο πατέρας μου. «Μπορείς να κάτσεις μέχρι τις τρεις και πέντε» συνεχίζει, κάνοντας με να βάλω τα γέλια. «Βασιλική, σοβαρά τώρα. Από εδώ και πέρα δεν θα έχεις περιορισμό στην ώρα, αλλά απαιτούμε από εσένα δύο πράγματα, να ξέρουμε που και με ποιους είσαι και να τηρείς την ώρα που έχεις πει ότι θα γυρίσεις» είπε αφήνοντάς με εμβρόντητη.
«Θα το κάνω μπαμπά, στο υπόσχομαι»
«Άντε, πήγαινε να ετοιμαστείς» μου λέει η μητέρα μου. «Να περάσετε όμορφα»
«Έτοιμη είμαι, θα περάσω να πάρω το Μάριο και θα πάμε Μπουρνάζι»
«Θα βγεις με φόρεμα;» με ρωτάει η μητέρα μου μην πιστεύοντας στα αυτιά της.
«Λόγω της ημέρας, μην παίρνεις θάρρος!» της λέω πειράζοντάς την. «Λοιπόν, πάω κι εγώ, 03:06 θα είμαι πίσω» τους λέω συνεχίζοντας το πείραγμα.
⇽∙⇾
Και η «χειραφέτηση» μου δεν περιορίστηκε στην ώρα που θα γυρίζω σπίτι από τις εξόδους μου, για πρώτη φορά φέτος μου επέτρεψαν να πάω και διακοπές μόνη μου. Καλά, όχι ακριβώς μόνη μου, με την παρέα ή τέλος πάντων με όσους είχαμε απομείνει σε αυτή, καθώς άρχισε να σπάει πέρσι με το που οι μεγαλύτεροι τέλειωσαν το λύκειο. Έχουμε πια απομείνει έξι από τους αρχικούς δέκα plus, και είπαμε να πάμε Σκιάθο όπου είχε σπίτι η Κλαίρη. Θα είμαι εγώ, ο Μάριος, η Κατερίνα, η Κλαίρη, ο Νίκος και ο Βαγγέλης, που εδώ και έξι μήνες τα έχει με την Κλαίρη. Περίεργο πράγμα όμως, συμμαθητές σε όλο το σχολείο και τα έφτιαξαν αφού το τελείωσαν. Κλαίρη, Βαγγέλης και Νίκος είχαν δώσει για δεύτερη φορά φέτος. Εγώ και η Κατερίνα είμασταν σίγουρες στις πρώτες μας επιλογές και σχεδόν σίγουροι ήταν Βαγγέλης και Κλαίρη, έστω και στις δεύτερες. Ο Νίκος που φέτος είχε δώσει μόνο φυσική και έκθεση, κρατώντας τους εξαιρετικούς βαθμούς που είχε πάρει πέρσι σε μαθηματικά και χημεία, ήλπιζε βάσιμα σε πτώση των βάσεων για να περάσει στην πρώτη του επιλογή και όπως έδειχναν τα πράγματα μάλλον θα στέκονταν τυχερός καθώς με τη σφαγή που είχε γίνει τον Ιούνη στα μαθηματικά της πρώτης δέσμης οι βάσεις αναμένονταν να κάνουν εντυπωσιακή βουτιά.


Κάτω απ' την Αυγουστιάτικη πανσέληνο

Είμαστε πρώτη μέρα στη Σκιάθο και το βράδυ έχουμε πάει σε κλαμπ. Κοντεύει να πάει μία και απ’ όλη την παρέα έχουμε μείνει μόνο εγώ και ο Μάριος. Βαγγέλης και Κλαίρη θέλανε να ξεμοναχιαστούν και έχουν φύγει λίγο μετά τα μεσάνυχτα ενώ Κατερίνα και Νίκος έφυγαν πριν λίγη ώρα για να πάνε να φάνε κρέπες, αν και μας είπαν ότι θα γυρίσουν πιο μετά. Είμαστε στην πίστα και χορεύουμε όταν ένας εμφανώς μεθυσμένος τουρίστας με αρπάζει αγκαλιά και προσπαθεί να με φιλήσει. Του ρίχνω κουτουλιά στα μούτρα χωρίς να το σκεφτώ και τον ξαπλώνω στο πάτωμα. Ο Μάριος, μωβ από τα νεύρα, στέκεται δίπλα μου τσιτωμένος και έτοιμος να χιμήξει στο λαρύγγι του οποιονδήποτε κάνει απειλητική κίνηση αλλά τελικά δε χρειάζεται.

“Peace!” λέει ένας κάποιος από την παρέα του μεθυσμένου καθώς η μουσική έχει σταματήσει. Όλοι είδαν τι έχει συμβεί, με το που σηκώθηκε η ωραία κοιμωμένη, με το πρόσωπο γεμάτο αίματα και με δυο-τρία δόντια λιγότερα, τους πέταξαν έξω με τις κλωτσιές. Ο DJ -και ιδιοκτήτης του κλαμπ- έρχεται και μου ζητάει συγνώμη και προτείνει να μας κεράσει ποτά. Ο Μάριος του γνέφει καταφατικά και με παίρνει να πάμε προς το μπαρ. Σε λίγο η μουσική ξεκινάει και πάλι και ο κόσμος αρχίζει να χορεύει.

«Είσαι καλά;» με ρωτάει.
«Θα κάνω καρούμπαλο» του λέω και βάζει τα γέλια. «Τι γελάς ρε μαλάκα;» τον ρωτάω αλλά με πιάνουν κι εμένα τα γέλια.
«Α, ρε Μπίλι, είσαι Θεός, ήλιος καλοκαιρινός. Βρήκε ο μαλάκας άτομο να την πέσει!»
«Μάριε, λέω να μην το πούμε στους υπόλοιπους, δεν υπάρχει λόγος να τους ταράξουμε»
«Εντάξει» μου αποκρίνεται, «θα είναι το μυστικό μας!»

Πίνουμε το ποτό μας αλλά αποφασίζουμε να μην κάτσουμε άλλο. Πάμε στην κρεπερί όπου βρίσκουμε το Νίκο και την Κατερίνα. Αυτοί θέλουν να συνεχίσουν σε άλλο κλαμπ αλλά ούτε εγώ, ούτε ο Μάριος έχουμε όρεξη. Τους αφήνουμε να πάνε μόνοι τους και περπατάμε προς τα κάτω μέχρι που φτάνουμε στο Μπούρτζι. Έχει κόσμο και φασαρία οπότε φεύγουμε και πάμε προς τις Πλάκες που εκείνη τη στιγμή είναι ερημιά. Πάμε πάνω από τα βράχια μέχρι που φτάνουμε στην άκρη. Η πάνω μεριά τους είναι λεία, ξαπλώνουμε και οι δύο βάζοντας τα χέρια μας ως μαξιλάρια και χαζεύουμε τον ουρανό, εδώ δεν είναι Αθήνα και ο νυχτερινός ουρανός, ακόμα και με το ολόγιομο φεγγάρι, είναι γεμάτος άστρα που λαμπυρίζουν σαν διαμάντια.

«Τι όμορφα που είναι! Τ’ αστέρια μοιάζουν με διαμάντια κεντημένα σε βελούδινο πέπλο» λέω με θαυμασμό.
«Αν θέλεις να με ρίξεις, πιο ρομαντικό πράγμα από την κουτουλιά που έριξες στη μούρη αυτού του μαλάκα δεν υπάρχει!» μου λέει κάνοντας χαβαλέ.
«Έλα ρε μαλάκα, μη το γαμάς» του λέω με παράπονο.

Δεν απαντάει, γυρνάει μόνο προς το πλάι και με κοιτάζει χωρίς να μιλήσει. Το βλέμμα του… κάτι έχει το βλέμμα του που κάνει την καρδιά μου και πάλι να χοροπηδήσει μέσα στα στήθη μου. Λαχτάρα είναι; Τι είναι; Γυρίζω κι εγώ στο πλάι, ξαπλώνοντας στον αγκώνα μου, και τον κοιτάζω στα μάτια, κάτω από το φως του ολόγιομου φεγγαριού.

«Μια πεντάρα για τη σκέψη σου» τον πειράζω τρυφερά.

Στέκεται και με κοιτάζει αναποφάσιστος, σα να ψάχνει να βρει το κουράγιο του, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.

«Θυμάσαι που με ρώτησες τι κάνω λάθος;» με ρωτάει τελικά λίγη ώρα μετά.
«Ναι…;»
«Δεν κάνω κάποιο λάθος ρε Μπίλι, απλά… απλά δεν αισθάνομαι τίποτα»
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ… ότι… ρε μαλάκα πως να στο πω και να μη με πάρεις με τις πέτρες;»
«Δε θα σε πάρω, στο υπόσχομαι» τον διαβεβαιώνω.
«Δεν κάνουν… δεν κάνουν την καρδιά μου να χτυπήσει»
«Τότε γιατί ήσουν με τις πλερέζες όταν σε χώρισε η Βίκυ;»
«Γιατί… γιατί μου είπε κάτι που μ' έτσουξε…»
«Τι σου είπε; Μα το Θεώ θα τη βρω και θα της αλλάξω τα φώτα!» του λέω αγανακτισμένη.
«Δεν μου είπε κάποια κακία, δεν είναι τέτοιος άνθρωπος. Μου είπε… απλά… απλά μου είπε κάτι, και συνειδητοποίησα ότι είχε δίκιο»
«Τι σου είπε ρε μαλάκα, θα με σκάσεις!»
«Όταν τη ρώτησα γιατί μου ζήτησε να χωρίσουμε μου είπε…» ξεκινάει αλλά σταματάει ψάχνοντας να βρει τα λόγια. Παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει: «Μου είπε… Γιατί δε θέλεις εμένα, όχι πραγματικά. Άργησα, μα το κατάλαβα. Δε θα δεχτώ να γίνω αντικαταστάτρια, καμιά κοπέλα που σέβεται τον εαυτό της δεν θα δεχόταν κάτι τέτοιο. Μην ψάχνεις αντικαταστάτριες, Μάριε, καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι σου» λέει και σταματάει. Παγώνω, πραγματικά παγώνω, το μυαλό μου αρνείται να πάρει στροφές. Άκουσα καλά; «Αυτή είναι η αλήθεια, δε στεριώνω με καμία, γιατί καμία δεν είναι εσύ. Ψάχνω… κι εγώ δεν ξέρω τι ψάχνω… αλλά αυτή που λαχταράω είναι η Μπίλι μου… εσύ…»

ΚΑΛΑ ΑΚΟΥΣΑ!!!!!!!!

«Μπίλι… συγνώμη. Δεν… δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Το ξέρω ότι δε με βλέπεις έτσι… αλλά… αλλά έπρεπε να το βγάλω από μέσα μου. Δε… δε θα μπορέσω να προχωρήσω αλλιώς…»
«Σ’ αγαπάω!!!»
«Μ’ αγαπάς, το ξέρω, αλλά όχι… αλλά όχι με τον τρόπο που σ’ αγαπάω εγώ» μου λέει χωρίς να έχει καταλάβει γρι, μα ώρες-ώρες αυτό το παιδί γίνεται τελείως Αλέκος. Ανασηκώνομαι γονατιστή κάνοντάς τον να σηκωθεί και αυτός. Τον πιάνω από το πρόσωπο και τον κοιτάζω στα μάτια.
«ΕΙΣΑΙ ΗΛΙΘΙΟΣ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ; ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΡΟΠΟ Σ’ ΑΓΑΠΑΩ!!!»
«Νιώθεις… νιώθεις το ίδιο;» με ρωτάει, ακόμα αβέβαιος.

Θεούλη μου, θα τον πνίξω και θα μείνω με την όρεξη!

«ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΡΑ ΒΡΕ ΜΠΟΥΦΟ!!!»
«Μπίλι…» μου λέει και κομπιάζει. «Θέλω… θέλω να σε φιλήσω»
«Δεν θα σε κουτουλήσω, στο λόγο της τιμής μου!» του απαντάω και βάζουμε τα γέλια και οι δύο, κάνοντας την ένταση που είχε μαζευτεί μέσα μας να σκάσει σα σαπουνόφουσκα.
«Α, ρε Μπίλι» μου λέει γελώντας ακόμα. «Τι θα σε κάνω;»
«Θα με φιλήσεις, αυτό δεν είπες;»

Γέρνει προς το μέρος μου, κλείνω τα μάτια μου και τα χείλη μας συναντώνται σε ένα απαλό, διστακτικό στην αρχή, φιλί. Τον τραβάω πάνω μου κάνοντας το στόμα του να κολλήσει στο δικό μου. Δεν είναι όνειρο! Μόλις εξομολογηθήκαμε ο ένας στον άλλον τον έρωτά μας και φιλιόμαστε, φιλιόμαστε σαν εραστές! Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά μέσα στα στήθη μου, και όπως και εκείνη τη φορά που παίζαμε Πυθία θέλω ο χρόνος να σταματήσει, να μείνουμε για πάντα εκεί… και αυτή τη φορά δεν υπάρχει κανείς να μας διακόψει.

Η ένταση του φιλιού έχει αυξηθεί, έχει γίνει πιο άγριο, πιο παθιασμένο. Με ξαπλώνει και γέρνοντας πάνω μου αρχίζουμε και φιλιόμαστε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Κατεβάζει διστακτικά το χέρι του προς το αριστερό μου στήθος προσπαθώντας να καταλάβει την αντίδρασή μου. Του πιάνω το χέρι και το πιέζω πάνω στο στήθος μου και παίρνοντας το μήνυμα αρχίζει να με χουφτώνει και να με μαλάζει απαλά, κάνοντάς με να ριγήσω. Η αίσθηση, αν και δεν είναι πρωτόγνωρη καθώς και ο Jean-Claude είχε χαϊδέψει τα στήθη μου, είναι πολύ πιο έντονη αυτή τη φορά, το σώμα μου τρεμουλιάζει και νιώθω μια γλυκιά ζέστη να απλώνεται στα λαγόνια μου. Σταματάει το φιλί και ξεκινάει να με φιλάει στο λαιμό και μετά πάει στο αυτί μου και η αίσθηση είναι τόσο υπέροχη που νιώθω ότι θα εκραγώ.

Δεν έχει σταματήσει ούτε στιγμή να μαλάζει πότε το ένα και πότε το άλλο μου στήθος. Περνάει διστακτικά το χέρι του κάτω από τη μπλούζα μου, η οποία το παραδέχομαι, έχει αρκετά αποκαλυπτικό ντεκολτέ -για την ακρίβεια είναι η ίδια μπλούζα που φορούσα τη βραδιά που γνώρισα τον Jean-Claude, γουρλίδικη είναι τελικά!- και τον αφήνω. Όπως και τότε δεν φοράω σουτιέν και η αίσθηση κάτω από το ύφασμα είναι ακόμα πιο δυνατή. Οι ανάσες μου γίνονται κοφτές, σχεδόν σαν αναφιλητά. Μου μαλάζει απαλά το στήθος, οι ρώγες μου έχουν πετρώσει. Κάνει να μου ανεβάσει τη μπλούζα και διστάζει προς στιγμή. Δεν αντιδράω, του αφήνω την πρωτοβουλία. Μου την ανεβάζει τελείως, μέχρι το ύψος του λαιμού. Τα στήθη μου είναι γυμνά για δεύτερη φορά μπροστά σε κάποιο αγόρι και το νυχτερινό αεράκι τα χαϊδεύει σαν εραστής, κάνοντας με να ανατριχιάσω ακόμα περισσότερο.

Σκύβει από πάνω τους και τρυφερά, πολύ τρυφερά, αρχίζει και πιπιλάει τη ρώγα του δεξιού μου στήθους ενώ με το άλλο του χέρι μαλάζει απαλά το αριστερό. Η ζέστη που είχε απλωθεί στα λαγόνια μου έχει γίνει πυρκαγιά. Νιώθω τόσο όμορφα που είναι σχεδόν αβάσταχτο, ενώ τα χείλη και η γλώσσα του παίζουν με τις ρώγες μου που έχουν πετρώσει τόσο πολύ που σχεδόν πονάνε… αλλά… αλλά αυτός δεν είναι πόνος… δεν ξέρω τι ακριβώς είναι, το μόνο που ξέρω είναι πως κοντεύω να χάσω τα μυαλά μου. Συνεχίζει πολλή ώρα έτσι, πότε πιπιλώντας το ένα στήθος και πότε το άλλο. Κάποια στιγμή σταματάει, μου φιλάει απαλά τη ρόγα και μου ανεβάζει ξανά τη μπλούζα, καλύπτοντάς και πάλι τα στήθη μου. Μου δίνει ένα τρυφερό φιλί, γέρνει στο πλάι μου, με κοιτάζει που ξαπλωμένη ανάσκελα μοιάζω να κοιτάω το άπειρο και βάζει ένα γελάκι.

«Θα τους πέσει κεραμίδα στο κεφάλι» λέει αναφερόμενος στην υπόλοιπη παρέα.
«Θα το ξεπεράσουν» του απαντάω, προσπαθώντας ακόμα να βρω τις ανάσες μου.
«Κερνάω κρέπα!»
«Αργότερα» του απαντάω και τον τραβάω ξανά πάνω μου και χανόμαστε και πάλι σε ένα βαθύ, σ' ένα ατελείωτο ερωτικό φιλί. «Σ’ ΑΓΑΠΑΩ! Σ’ ΑΓΑΠΑΩ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ, Σ’ ΑΓΑΠΑΩ!» φωνάζω μέσα στη νύχτα και από κάπου ακούγεται μια φωνή που μας κάνει να βάλουμε τα γέλια. «Κι εμείς τι σου φταίμε ρε κοπελιά; Δεν μπορείς ν' αγαπάς τον μαλάκα σου πιο σιγά;»

Σαν παιδάκια που κάνανε κάποια σκανταλιά, σηκωνόμαστε και φεύγουμε, γελώντας ακόμα, και πάμε ξανά προς το κέντρο. Σταματάμε στην κρεπερί και μοιραζόμαστε μια γλυκιά κρέπα, γινόμαστε και οι δύο επίτηδες χάλια γεμίζοντας μερέντα και σκουπίζουμε ο ένας τον άλλον με φιλιά. Νιώθω σα να είμαι σε όνειρο, αλλά δεν είναι όνειρο.

«Από πότε είσαι ερωτευμένη μαζί μου;»
«Δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι που μου είπες ότι τα έφτιαξες με τη Βίκυ. Μου ήρθε κατακούτελα!»
«Χαχαχα, κοίτα να δεις που στο τέλος θα πρέπει να της πάμε και γλυκά!» μου λέει γελώντας.
«Έλα ντε! Εσύ… εσύ πότε κατάλαβες ότι είσαι ερωτευμένος μαζί μου;»
«Από εκείνη την ημέρα που ήρθα και σε σήκωσα με το ζόρι για να βγούμε έξω να παίξουμε κρυφτό!»
«Είχαμε μια διαφορά φάσης αλλά, αντίθετα με σένα, εγώ δε σε ζόρισα.»
«Ε όχι και δε με ζόρισες, με τον Jean-Claude ειδικά μού ‘δωσες και κατάλαβα!»
«Ξέρεις ποιο είναι το περίεργο; Μετά τον Jean-Claude σε ερωτεύτηκα ακόμα περισσότερο»
«Εγώ σε θυμάμαι ότι ήσουν τρελή και παλαβή μαζί του»
«Ήμουν, είχα ξεμυαλιστεί τελείως μαζί του, ίσως γιατί ήξερα ότι δεν υπάρχει κανένα μέλλον. Άφησα τον εαυτό μου να το ζήσει και ήταν πολύ όμορφο αλλά όταν τελείωσε έτσουξε πολύ… πολύ όμως. Αλλά και πάλι ήσουν εκεί, Μάριε.»
«Τι εννοείς;»
«Ότι πραγματική παρηγοριά βρήκα μόνο στην αγκαλιά του παιδικού μου φίλου, παρόλο που νόμιζα ότι δε με θέλει όπως τον ήθελα εγώ. Ακόμα και έτσι όμως, συνειδητοποίησα ότι αυτή η αγκαλιά ήταν ανοιχτή για μένα και ήταν εκείνη τη στιγμή που την είχα περισσότερο ανάγκη από κάθε τι. Έκλαιγα μέσα της και εσύ το μόνο που έκανες ήταν να με κρατάς ακόμα πιο σφιχτά. Εκεί… εκεί σε ερωτεύτηκα ακόμα περισσότερο και τώρα που ξέρω ότι κι εσύ ήσουν ερωτευμένος και αυτό σε πονούσε, με κάνει να σ’ αγαπάω ακόμα παραπάνω!»
«Καλά με τον Jean-Claude, με τον Δημήτρη γιατί τα είχες φτιάξει αφού δεν τον ήθελες;»
«Από αντίδραση… για την Αναστασία» του ομολογώ κάνοντάς τον να αναστενάξει.
«Πώς χάσαμε έτσι τόσα χρόνια ρε Μπίλι;
«Κάλιο αργά παρά ποτέ» του λέω κάνοντάς τον να χαμογελάσει. Θεέ μου, είναι τόσο όμορφος, τόσο υπέροχος και είναι… είναι δικός μου! Δικός μου!
⇽∙⇾
Δυο μέρες αργότερα αποφασίσαμε να πάμε στον μικρό Ασέληνο αλλά όταν φτάσαμε και οι υπόλοιποι είδαν ότι θέλει πρώτα κατάβαση και μετά ορειβασία, γκρίνιαξαν να πάμε στον μεγάλο, που είναι και οργανωμένη και τελικά πήγαμε εκεί. Την επόμενη μέρα νοικιάσαμε γουρούνα και πήγαμε μόνοι μας οι δυο μας στο μικρό Ασέληνο, όχι που θα κάτσουμε να σκάσουμε! Κάτω είναι ερημιά, ζήτημα αν είναι εκεί δυο-τρεις παρέες. Ο μικρός Ασέληνος είναι μια υπέροχη μινιόν παραλία σε ένα μικρό όρμο, με άμμο και βαθιά, πεντακάθαρα νερά. Αριστερά, αφού περάσεις τα βράχια, έχει ακόμα έναν μικρότερο κολπίσκο, και αυτός με άμμο, οπότε αποφασίζουμε να πάμε εκεί ώστε να είμαστε τελείως μόνοι.

«Μπίλι;» μου λέει ο Μάριος όταν στρώσαμε τις πετσέτες. «Βγάλε το πάνω σου, είμαστε μόνοι» Δεν θα δει κάτι που δεν είχε δει χθες και προχθές, έστω και στο φως του φεγγαριού, αλλά η αλήθεια είναι ότι διστάζω λίγο. «Έλα βρε Μπίλι, έχεις τόσο όμορφα στήθη, άσε με να σε χαρώ»
«Θα είσαι φρόνιμος μετά;» τον ρωτάω παιχνιδιάρικα, και βάζει τα γέλια.
«Για μαλάκες ψάχνεις;»
«Όχι, έναν που έχω μου φτάνει!» τον πειράζω αλλά του κάνω το χατίρι και βγάζω το πάνω μέρος του μαγιό μου.
«Έλα τώρα να βάλουμε και λαδάκι» μου λέει χαμογελώντας πονηρά!
«Κάπως ήμουν σίγουρη» του λέω πειρακτικά αλλά αφήνομαι στα χάδια των χεριών του. «Λάδι είπαμε να βάλεις, μη μας γαμήσεις κιόλας!» του λέω, πειράζοντάς τον και πάλι, καθώς ο ερεθισμός του δεν κρύβεται.
«Κάπως πρέπει να σταματήσω να είμαι μαλάκας!» μου λέει και βάζω τα γέλια.
«Και να αφήσεις πίσω σου τέτοια καριέρα; Ποτέ!»

Είμαι πολύ χαλαρωμένη, φυσάει ελαφρό αεράκι και η αίσθηση του πάνω στα γυμνά μου στήθη είναι υπέροχη. Λίγη ώρα μετά μπαίνουμε στα καθάρια νερά και κολυμπάμε, και παίζουμε, κάνουμε πατητές, κάνουμε μακροβούτια και είναι τόσο όμορφα, όλα είναι τόσο όμορφα! Βγαίνουμε έξω και ξαπλώνουμε στις πετσέτες και σε λίγο, αδιαφορώντας πλήρως για το ότι μπορεί να έρθει κανείς από εδώ και να μας δει, ξεκινάμε να φιλιόμαστε και πολύ γρήγορα καταλήγουμε να χαμουρευόμαστε. Το χάδι της γλώσσας του στα στήθη μου κόβει και πάλι την ανάσα και όταν κατεβάζει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου δεν τον σταματάω αλλά εκείνος δεν προχωράει περισσότερο πέρα από ένα απαλό χάδι πάνω από το μαγιό. 

«Μια πεντάρα για τη σκέψη σου» του λέω τρυφερά, έτσι είχαμε ξεκινήσει προχθές καταλήγοντας στο τέλος της βραδιάς ζευγάρι.
«Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου»
«Και κανείς σαν το Μάριο μου» του απαντάω.


Με είπες μωρό σου!

Είναι πρωί, έχω πάει στο σπίτι του για να πιούμε καφέ. Στους δικούς μας δεν έχουμε πει ακόμα τίποτα και προσέχουμε πολύ να μη μας πάρουν χαμπάρι. Οι βάσεις είχαν βγει από τα τέλη Αυγούστου, και όπως και εκείνος πέρσι, έτσι κι εγώ φέτος, πέρασα πρώτη των πρώτων, και έτσι ο Μάριος κατάφερε να διατηρήσει ανέπαφες τις μεταφορικές του κοτσίδες. Τον Ιούλη με το 160 στα Μαθηματικά και το 6330 συνολικά τη χρονιά της μεγάλης σφαγής, είχα κερδίσει κι εγώ μια θέση στις εφημερίδες, οι οποίες λύσσαξαν όταν κατάλαβαν ότι οι πρώτοι των πρώτων, περσινός και φετινή, είναι γείτονες και φίλοι από μικρά παιδιά και όχι μόνο αυτό, αλλά και πως η πρώτη στη Νομική και πέμπτη συνολικά είναι και κολλητή τους, και κάπως έτσι το τρίο Stooges έγινε γνωστό και στο πανελλήνιο. Αυτή τη φορά δεν ήμουν εγώ που μάζεψα τα αποκόμματα, το έκανε εκείνος, και όταν μου τα έδειξε πήγα και άνοιξα το κουτί και έδειξα αυτά που είχα κρατήσει κι εγώ, δεν είχα ανάγκη πια να το κρατάω μυστικό.

Και δεν ήταν μόνο αυτό που είχε αλλάξει από εκείνη την όμορφη αυγουστιάτικη βραδιά, είχε επιστρέψει μετά από χρόνια ξανά στη ζωή μας η πάλη, αν και πλέον ως καθαρά ερωτικό παιχνίδι. Αν δεν είχαμε προχωρήσει περισσότερο από το χαμούρεμα στο στήθος, δε μας πήρε και πολύ να παραδεχτούμε ο ένας στον άλλον το πόσο μας ερέθιζε να με βάζει κάτω και να με ακινητοποιεί. Ο Μάριος μου εξομολογήθηκε ότι αυτός ήταν και ο λόγος που ο ίδιος είχε αρχικά σταματήσει να παλεύει μαζί μου και εγώ του εξομολογήθηκα ότι την τελευταία φορά που είχε γίνει αυτό παρακαλούσα από μέσα μου να με φιλήσει.

«Τι θα κάνουμε το βράδυ; Θέλεις να πάμε σινεμά;»
«Ναι αμέ!» του απαντάω ενθουσιασμένη. «Σε θερινο, έτσι;»
«Εννοείται»
«Σ’ αγαπάω!» του λέω. Δε χορταίνω να του το λέω και δε χορταίνω να τον ακούω να μου το λέει.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω Μπίλι μου»
«Λοιπόν, πάω να πάρω τα παιδιά να το κανονίσουμε»
«Θέλω να βγούμε μόνοι μας» μου λέει.
«Εντάξει» του απαντάω χαμογελαστή. «Πού θα πάμε;»
«Δεν έχω ιδέα! Κάτσε να πάω να βρω τη χθεσινή εφημερίδα, Τρίτη είναι σήμερα, δεν αλλάζουν πρόγραμμα. Ρε συ, έχει τη Σιωπή των Αμνών που το χάσαμε το χειμώνα.»
«Αμέ! Που το παίζει;»
«Στη Μπομπονιέρα στην Κηφισιά»
«Με τραινάκι θα πάμε;»
«Ναι μωρέ, δυο ώρες είναι, δε θα μας πάρει η νύχτα»

Ο Μάριος σηκώνεται να πάει στο μπάνιο και με πιάνει ο διάολος, πάω και κρύβομαι στο δωμάτιό του. Λίγη ώρα αργότερα ακούω το καζανάκι και το νερό να τρέχει στο νιπτήρα. Βγαίνει από το μπάνιο και πάει στο σαλόνι.

«Μπίλι;» φωνάζει αλλά δεν απαντάω. «Που στο διάολο πήγε;» τον ακούω να μουρμουράει. Κοντοστέκεται για λίγο και πηγαίνει στην κουζίνα. «Δεν είμαστε με τα καλά μας» συνεχίζει να μουρμουράει. «Ρε Μπίλι;» φωνάζει ξανά. Έρχεται στο δωμάτιό του και περνάει μέσα, έτσι όπως έχω κρυφτεί δε με βλέπει. Κοιτάζει απορημένος και κάνει να γυρίσει προς το διάδρομο, και τότε του ορμάω από πίσω και σκαρφαλώνω στην πλάτη του ξαφνιάζοντάς τον. «Ρε μαλάκα μου έκοψες το αίμα!» μου λέει ενώ εγώ από πίσω προσπαθώ απελπισμένα να τον κάνω να χάσει την ισορροπία του. «Έτσι είσαι;» μου λέει και πάει και στέκεται στα πόδια του κρεββατιού του, γέρνει προς τα πίσω και πέφτουμε και οι δύο στο κρεββάτι του, εγώ από κάτω και εκείνος με την πλάτη πάνω μου. Προσπαθώ να τον εμποδίσω, παλεύουμε και γελάμε, αλλά τελικά καταφέρνει να γυρίσει και να κάτσει πάνω μου.
«Παραδίνομαι» του λέω χωρίς να μου το ζητήσει. Τον πιάνω και τον τραβάω πάνω μου και αρχίζουμε και φιλιόμαστε. Είμαι φουλ ερεθισμένη και με το λεπτό σορτσάκι που φοράει, νιώθω και το δικό του ερεθισμό. Οι γλώσσες μας είναι μπλεγμένες στις άκρες των χειλιών μας και το χέρι του χουφτώνει δυνατά τα στήθη μου. Με ανασηκώνει και με βοηθάει να βγάλω τη μπλούζα μου, μένω γυμνή από πάνω και μόνο με ένα κοντό σορτσάκι από κάτω. Αφήνει το στόμα μου και κατεβαίνει στα στήθη μου, αρχίζει να μου γλείφει και να μου πιπιλάει τις ρώγες ενώ εγώ τον πιάνω από το κεφάλι και τον κάνω να κολλήσει πάνω τους.

Αφήνει τα στήθη μου και ανεβαίνει ξανά προς τα πάνω και ξεκινάμε να φιλιόμαστε και πάλι. Φέρνει το χέρι του ξανά πάνω στο δεξί μου στήθος και αφού το μαλάζει για λίγο, το παίρνει από εκεί και αρχίζει με χαϊδεύει στα πλευρά, και συνεχίζει πιο χαμηλά, μέχρι που φτάνει στο σορτσάκι μου. Στέκεται αναποφάσιστος για λίγο, περνάει το χέρι του κάτω από το λάστιχο του σορτς και το κατεβάζει διστακτικά πιο χαμηλά, προσπαθώντας να διαβάσει τις αντιδράσεις μου. Δεν τον σταματάω και φέρνει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου πάνω από το κιλοτάκι. Με χουφτώνει απαλά, κάνοντας να μου ξεφύγει ένας μικρός στεναγμός απόλαυσης. Νιώθω τη φωτιά να απλώνεται και πάλι στα λαγόνια μου και εκείνος θαρρετά περνάει το χέρι του κάτω από το κιλοτάκι και σχεδόν μου κόβεται η ανάσα, αλλά εκείνος το παίρνει αλλιώς και σταματάει. Κάνει να τραβήξει το χέρι του και του το καπακώνω.

Το χάδι του με ξετρελαίνει, είναι φανερό ότι έχει πρότερες εμπειρίες, ξέρει που να πιέσει, που να κάνει κυκλικές κινήσεις και πόση δύναμη χρειάζεται να βάλει. Έχω γίνει μούσκεμα, τα δάχτυλά του παίζουν με την κλειτορίδα μου και νιώθω σα να με διαπερνάει ρεύμα. Βάζει σιγά και προσεκτικά ένα δάχτυλο μέσα μου και το παιχνίδι του αλλάζει, πότε παίζει με την κλειτορίδα μου και πότε μου βάζει δάχτυλο στον κόλπο, κάνοντάς με να χάσω τα μυαλά μου. Είμαι χαμένη τελείως και εκεί συνειδητοποιώ ότι το μόνο που θέλω είναι να μπει μέσα μου. Τρομάζω στη σκέψη, δε νιώθω ακόμα έτοιμη να του δοθώ. «Όχι άλλο» του λέω και αμέσως σταματάει και τραβάει το χέρι του.

«Δε σου άρεσε;»
«Μου παρά-άρεσε, αν μ' εννοείς…» του απαντάω και χαμογελάει.
«Έλα, πάμε μέσα να συνεχίσουμε το καφεδάκι μας» μου λέει και πάμε και καθόμαστε στο σαλόνι.
«Μάριε, το έχεις ξανακάνει αυτό, έτσι;»
«Ναι, το έχω ξανακάνει» μου απαντάει.
«Έχεις κάνει έρωτα;»
«Όχι, αυτό δεν το έχω κάνει ακόμα πότε να προλάβω μωρέ Μπίλι, σάμπως στέριωνα και με καμία;»
«Είναι κι αυτό…»
«Δεν πρόκειται ποτέ να σε πιέσω…»
«Το ξέρω μωρό μου» του απαντάω χωρίς να το σκεφτώ. «Γιατί με κοιτάς έτσι;» τον ρωτάω απορημένη.
«Με είπες μωρό σου!» μου λέει και βάζει τα γέλια. «Με είπες μωρό σου!!!!» επαναλαμβάνει ακόμα πιο ενθουσιασμένος και σηκώνεται και έρχεται και με φιλάει. «Σ’ αγαπάω!!!»
Κι εγώ σ’ αγαπάω, πολύ-πολύ» του απαντάω χαμογελώντας με τον ενθουσιασμό του. «Σοβαρά σε είπα μωρό μου;»
«Ναι ρε μαλάκα» μου λέει επιστρέφοντας και πάλι στον τρόπο με τον οποίο μιλάμε από παιδιά.
«Εντάξει ρε μαλάκα!» του λέω και του κάνω «ΜΜΜΜΜ» με τη γλώσσα μου
«Τι μαλάκας είσαι…» μου λέει βάζοντας τα γέλια.
«Ο δικός σου μαλάκας… Η Μπίλι σου» του λέω τρυφερά.
«Η Μπίλι μου» μου απαντάει εξίσου τρυφερά. «Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου!»


Άλλος έβλεπε τις τσόντες

Εδώ και λίγες μέρες έχουν ξεκινήσει τα μαθήματα στη σχολή. Έχουμε διαφορετικά προγράμματα ωστόσο καταφέρνουμε να τα κανονίσουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να πηγαίνουμε και να φεύγουμε μαζί. Όταν επιστρέφουμε, φροντίζουμε κάθε μέρα να κάτσουμε τουλάχιστον μία ώρα να κάνουμε ο καθένας επανάληψη τα μαθήματα που κάναμε στη μέρα, διαβάζαμε σπίτι του ή σπίτι μου, και οι γονείς μας -που δεν τους το είχαμε πει- συνέχισαν να μην υποψιάζονται τίποτα, όσο τους αφορούσε, και με διακοπή ενός χρόνου, ήταν και πάλι business as usual, διαβάζαμε μαζί από μικρά παιδιά και με τους βαθμούς μας, και ο ένας, και ο άλλος, τους είχαμε αποδείξει ότι όντως διαβάζαμε, δεν το ρίχναμε στην παλαβή.

Όταν ανακοινώσαμε στην παρέα ότι ήμασταν ζευγάρι, μόνο η Κατερίνα είχε πέσει από τα σύννεφα, οι άλλοι τρεις είχαν πει «Επιτέλους, Ανάσταση!» κάνοντάς μας αμφότερες να νιώσουμε ελαφρώς μαλάκες, πώς δεν είχαμε πάρει χαμπάρι ότι ο Μάριος έτρεφε ακριβώς του ίδιου τύπου αισθήματα με μένα; Δε βαριέσαι, κάλιο αργά παρά ποτέ. Από εκείνη τη βραδιά και μετά περίμενα την κάθε νέα μέρα με ανυπομονησία, να βρεθούμε και πάλι κοντά, να τον δω, να με πάρει στην αγκαλιά του, να φιληθούμε, να χαϊδευτούμε, να πειράξουμε ο ένας τον άλλον, να γελάσουμε, ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της μέχρι τότε μου ζωής.

Βαγγέλης και Κλαίρη πέρασαν στις δεύτερές τους επιλογές -και οι δύο Αθήνα- αλλά η πτώση των βάσεων στην πρώτη δέσμη βοήθησε το Νίκο να περάσει στην πρώτη δική του, και από τα μέσα του Σεπτέμβρη είχε κατέβει Ηράκλειο, στη σχολή Επιστήμης Υπολογιστών. Σήμερα η Κατερίνα μας είπε ότι θα ερχόταν μαζί και ο Θανάσης, συμφοιτητής της, πρωτοετής και αυτός στη Νομική. Μου είχε πει ότι τη φλέρταρε, και επειδή κι εκείνης της άρεσε πολύ, τον κάλεσε να βγούμε μαζί, να γνωρίσει και την παρέα.
⇽∙⇾
Αποφασίζουμε να ανέβουμε Νέο Ψυχικό, εκεί που έμενε ο Θανάσης, και να τον βρούμε εκεί. Στριμωχτήκαμε και οι πέντε στο αυτοκίνητο του πατέρα του Μάριου και ξεκινήσαμε. Περάσαμε όμορφα και όταν γυρίζουμε για να αφήσουμε τους υπόλοιπους στα σπίτια τους, η Κατερίνα μου λέει πως ο Θανάσης στο τέλος της βραδιάς της ζήτησε να βγουν οι δυο τους. Έχουμε και οι δύο ορεξούλες, οπότε αφού αφήνουμε και την Κατερίνα σπίτι της, πάμε στα εργοστάσια απέναντι από το 26ο, στην αρχή της Φιλικών, και σταματάμε σε ένα απόμερο σημείο.

Βγαίνουμε για λίγο από το αυτοκίνητο και τραβάμε τα μπροστινά καθίσματα μπροστά για περάσουμε στο πίσω. Κλειδώνουμε τις πόρτες, ο Μάριος με τραβάει προς το μέρος του, και αρχίζουμε να φιλιόμαστε. Κάθε φορά κάνουμε τα ίδια πράγματα με την ίδια σειρά μα κάθε φορά είναι σα να είναι η πρώτη. Φιλιόμαστε και με χουφτώνει στα στήθη και μετά με γλείφει στα αφτιά και στο λαιμό, και μετά με γδύνει από πάνω και παίζει τα στήθη μου με το στόμα του για πολλή ώρα. Μετά ανεβαίνει και πάλι και με φιλάει, μου ξεκουμπώνει το παντελόνι, αν φοράω κάποιο με κουμπιά η φερμουάρ, ή περνάει το χέρι του από κάτω, αν φοράω κάτι πιο ελαστικό, και με παίζει.

Έχω πιεί λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο μου και είμαι αρκετά χαλαρωμένη, απολαμβάνω όπως κάθε φορά το χάδι των χεριών του στην κλειτορίδα και τον κόλπο μου, μα σήμερα το νιώθω ακόμα πιο έντονα. Ο Μάριος παίρνει θάρρος και μου κατεβάζει το παντελόνι και το κιλοτάκι μου και εγώ τον αφήνω. Με ρωτάει αν του επιτρέπω να μου τα βγάλει και με πιάνει ένας στιγμιαίος πανικός. «Τι θέλεις να κάνεις;» τον ρωτάω αλλά η ματιά του με καθησυχάζει. «Θα δεις» μου απαντάει καθησυχαστικά. Μένω τελείως γυμνή και με βάζει να ξαπλώσω στο κάθισμα, σκύβει προς το μέρος μου και, ανοίγοντάς μου ελαφρά τα πόδια, χώνει το κεφάλι του ανάμεσα τους. Μου ξεφεύγει ένας δυνατός αναστεναγμός όταν παίρνει απαλά την κλειτορίδα μου στα χείλη του και αρχίζει να την πιπιλάει. Μετά ακολουθεί η γλώσσα του, και το πάνω-κάτω της στην κλειτορίδα κάνει το σώμα μου να τεντωθεί.

Ο οργασμός δεν μου ήταν κάτι πρωτόγνωρο από τότε που άρχισα να παίζω με τον εαυτό μου, αλλά αυτόν που μου προσφέρει με το στόμα του δεν έχω λόγια να τον περιγράψω. Το σώμα μου τραντάζεται σαν να το διαπερνούν χιλιάδες βολτ, οι αναστεναγμοί μου γίνονται αναφιλητά και στην κορύφωση τεντώνομαι τόσο πολύ που νιώθω ότι θα σπάσω. Είναι τόσο δυνατό που γίνεται σχεδόν αφόρητο, μα έχει κι άλλο, μου κόβεται σχεδόν η ανάσα. Τραβιέται απαλά, η ένταση καταλαγιάζει σιγά-σιγά και κλείνω τα μάτια προσπαθώντας βρω τις ανάσες μου. Με βοηθάει να φορέσω και πάλι εσώρουχο και παντελόνι.

«Σ’ άρεσε;» με ρωτάει με τρυφερή φωνή.
«Δεν το κατάλαβες;» του απαντάω γελαστή
«Δεν το είχα ξανακάνει αυτό…»
«Τόσες τσόντες που έχεις δει…»
«Τι μαλάκας είσαι ρε Μπίλι» μου λέει βάζοντας τα γέλια.
«Άλλος έβλεπε τις τσόντες!» του υπενθυμίζω, συνεχίζοντας το πείραγμα.
«Όταν έβλεπα τις τσόντες δεν ήμουν μαλάκας… μετά γινόμουν» απαντάει, και βάζω με τη σειρά μου τα γέλια.
«Αλήθεια, εσένα στο έχουν κάνει ποτέ αυτό;» τον ρωτάω μετά από λίγο.
“Nope” μου απαντάει μονολεκτικά. «Να σου πω… θέλω να πάμε κάπου ένα διήμερο οι δυο μας, τι θα έλεγες για Ναύπλιο;» με ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα.
«Μέσα!!!!» του απαντάω χαμογελαστή. Θα είχα και την ευκαιρία μου να πραγματοποιήσω ένα από τα όνειρα που έκανα, να κοιμηθώ στην αγκαλιά του και να ξυπνήσω στην αγκαλιά του. «Σ’ αγαπάω»
«Κι εγώ σ’ αγαπάω Μπίλι μου» μου λέει και με χαϊδεύει τρυφερά στο πρόσωπο.

Γέρνω προς το μέρος του και αρχίζουμε και φιλιόμαστε και πάλι, αλλά αυτή τη φορά αναλαμβάνω εγώ την πρωτοβουλία. Τον τραβάω πάνω μου και παίρνω το χέρι του και το πιέζω πάνω στο στήθος μου. Φιλιόμαστε και πάλι ενώ με το χέρι του να μου σφίγγει δυνατά το στήθος. Σταματάω το φιλί και του βγάζω τη μπλούζα και είμαι εγώ αυτή τη φορά που σκύβω και του πιπιλάω τις ρόγες. Σηκώνομαι ξανά προς τα πάνω και τον φιλάω στο λαιμό, το χέρι μου τον χαϊδεύει στα πλευρά και μετά κατεβαίνει στα μπούτια του. Του χαϊδεύω το όργανο πάνω από το παντελόνι, δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνω, αλλά σήμερα προχωράω παρακάτω. Του το ξεκουμπώνω χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσω να τον πιπιλάω στο λαιμό. Περνώ το χέρι μου πάνω από το εσώρουχό του και τον αγγίζω πάνω από το ύφασμα. Η ανάσα του γίνεται πιο βαριά και τότε περνάω το χέρι μου κάτω από το εσώρουχό του και πιάνω για πρώτη φορά στα γυμνά μου χέρια το όργανό του.

Το χαϊδεύω και ενστικτωδώς το αγκαλιάζω με τη χούφτα μου και αρχίζω να το παίζω αργά αλλά δε με βολεύει έτσι, τον βοηθάω να κατεβάσει παντελόνι και το εσώρουχο, και παίρνω ξανά το όργανό του στο χέρι μου. Έχει ξαπλώσει στην πλάτη του καθίσματος με κλειστά μάτια και δείχνει να το απολαμβάνει. Δεν είχε δει μόνο ο Μάριος τσόντες, κι εγώ είχα δει, για την ακρίβεια κάμποσες τις είχαμε δει παλιότερα μαζί στη ζούλα, κάνοντας χαβαλέ και σχολιάζοντας. Μπορεί να τα έχουμε μόλις από τα τέλη Αυγούστου αλλά είμαι ερωτευμένη μαζί του πολλά χρόνια, και ας χρειάστηκε να τον δω να φιλιέται με τη Βίκυ στο πάρτι για να το καταλάβω. Παίρνω την απόφαση να είμαι η πρώτη που θα του κάνει στοματικό, και ο Θεός βοηθός!

Χωρίς να σταματήσω να τον παίζω αργά και ρυθμικά, χαμηλώνω το κεφάλι μου πάνω από το όργανό του και τον παίρνω διστακτικά στο στόμα μου. «Μπίλι;» με ρωτάει έκδηλη έκπληξη στη φωνή του. «Σσσσς» του κάνω και τον ξαναπαίρνω στο στόμα μου. Η μυρωδιά του και η γεύση του με κάνουν να υγρανθώ ξανά, είναι υπέροχες… είναι… δεν ξέρω κι εγώ τι είναι. Όταν το είχα δει στις τσόντες είχα αηδιάσει, αλλά η πραγματικότητα αποδεικνύεται τελείως διαφορετική, όχι απλά δεν νιώθω αηδία, απολαμβάνω και από πάνω την αίσθησή του οργάνου του μέσα στο στόμα μου.

Προσπαθώ να θυμηθώ τι κάνανε στις τσόντες, σφίγγω απαλά τα χείλη μου γύρω από το όργανό του και τον παίρνω στο στόμα μου, μέχρι που φτάνει στο σημείο να νιώσω το gag reflex. Πνίγομαι και σταματάω για λίγο αλλά αρχίζω και πάλι, αυτή τη φορά τον παίρνω στο στόμα μου πιο προσεκτικά, τόσο βαθιά όσο να μην νιώθω πως πνίγομαι. Δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος -δηλαδή νομίζω, σάμπως έχω ανάλογες εμπειρίες;- πρέπει να είναι γύρω στους 15 πόντους και καταφέρνω να τον πάρω σχεδόν μέχρι τη μέση. Αρχίζω και ανεβοκατεβάζω ρυθμικά το κεφάλι μου, προσέχοντας να μην τον ακουμπήσω με τα δόντια, και μετά θυμάμαι τις τσόντες, τον αγκαλιάζω με τη χούφτα μου από τη βάση του και αρχίζω να τον παίζω. Μου παίρνει λίγο να καταφέρω να συντονίσω τις κινήσεις χεριών και κεφαλιού, αλλά γρήγορα βρίσκω το ρυθμό μου.

Ακούω τις ανάσες του που έχουν γίνει κοφτές, που και που του ξεφεύγουν μικροί στεναγμοί και βογγητά. Σταματάω για λίγο και τον κοιτάζω, έχει ξαπλώσει στην πλάτη του καθίσματος γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω και έχει τα μάτια κλειστά. Αρχίζω και πάλι τις ρυθμικές κινήσεις, και έχοντας βρει το ρυθμό μου, αρχίζω να επιταχύνω προκαλώντας αύξηση στην ένταση και τη συχνότητα των βογγητών του. Βάζει το χέρι του στην πίσω μεριά του κεφαλιού μου και με γραπώνει από τα μαλλιά, δίνοντάς μου πιο γρήγορο ρυθμό. Το χάνω για λίγο στην αρχή, αλλά καταφέρω να συντονίσω τις ωθήσεις του με τις κινήσεις μου, και τα βογγητά του γίνονται ακόμα πιο δυνατά αλλά εκεί με σταματάει.

«Μπίλι… αν συνεχίσουμε έτσι θα τελειώσω »
«Αυτή είναι η ιδέα» του απαντάω και χωρίς να σηκώσω το κεφάλι μου τον ξαναπαίρνω στο στόμα.
«Είσαι σίγουρη;»
«Μχ» του κάνω καταφατικά, μπουκωμένη γαρ, και συνεχίζω από εκεί που είχα σταματήσει.

Δεν έχω αποφασίσει ακόμα τι θα κάνω αφού τελειώσει, η αλήθεια είναι ότι δεν με ξετρελαίνει ακριβώς η ιδέα να καταπιώ, αλλά από την άλλη δε μου κάνει καρδιά να τα φτύσω, δεν είναι ο πρώτος τυχόντας, είναι ο Μάριος μου, τον αγαπάω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Για το πού θα τελειώσει ούτε λόγος, δε θα τον κόψω στο καλύτερο, ή κάνουμε μια δουλειά ή δεν την κάνουμε. Με γραπώνει και πάλι και μου δίνει πιο γρήγορο ρυθμό, κι όπως είμαι και άπειρη, ζορίζομαι λίγο, αλλά καταφέρνω να τον ακολουθήσω. Παρόλο που έχει αρχίσει να κουράζεται το στόμα μου, η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει αυτό που του κάνω, και όχι μόνο λόγω του πόσο το απολαμβάνει, μου αρέσει η ίδια η πράξη. Κοίτα να δεις! Συνεχίζω για λίγη ώρα έτσι και τον ακούω να βογκάει δυνατά και νιώθω το όργανό του να αναδεύεται μέσα στο στόμα μου. Με κρατάει ακίνητη, βογκάει ακόμα πιο δυνατά, και το όργανό του αρχίζει να κάνει σπασμούς μέσα του, με κάθε σπασμό να τον συνοδεύει και μια ριπή σπέρματος και τελικά παίρνω στιγμιαία την απόφαση και καταπίνω. Γλυκούτσικο είναι, δεν έχει δυσάρεστη γεύση. Το όργανό του σταματάει να κάνει σπασμούς, έχοντας αδειάσει ό,τι ήταν να αδειάσει, και αφού καταπίνω ό,τι έχει μείνει, τραβιέμαι απαλά.

«Κάτσε, σου φέρνω χαρτομάντηλο από μπροστά»
«Τι να το κάνω;»
«Κατάπιες;» με ρωτάει με γουρλωμένα μάτια.
«Εσύ τι λες, να τα κράτησα για να κάνω γαργάρες;» του απαντάω και βάζει τα γέλια.
«Είσαι μεγάλος μαλάκας!» μου λέει ακόμα γελώντας.
«Μαθήτευσα κοντά στον καλύτερο!» του λέω πειραχτικά.
«Χαχαχα, αυτό ξαναπέστο»
«Μαθήτευσα κοντά στον καλύτερο!» του λέω και του βγάζω τη γλώσσα.
«Χαχαχα, είσαι όργιο!»

Βάζει ξανά εσώρουχο και παντελόνι, και αφού βάλω κι εγώ τη μπλούζα μου, με παίρνει στην αγκαλιά του και με σφίγγει πάνω του. Ανασηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω στα μάτια.

«Μπορεί να είμαι όργιο αλλά είμαι και κάτι παραπάνω» του λέω. «Είμαι η Μπίλι σου»

Χανόμαστε και πάλι σε ένα βαθύ, ατελείωτο φιλί.


1992

Η πρώτη μας νύχτα

«5…4…3…2…1… Χρόνια πολλά, ευτυχισμένο το 1992!!!!!»

Κόβουμε τη βασιλόπιτα. Του σπιτιού, του Χριστού, του μπαμπά, της μαμάς, της μεγάλης Βασιλικής, μόνο οι φίλοι και τα ξαδέρφια μου με φωνάζουν Μπίλι, του θείου του Κώστα, της θείας της Αρετής, του Αλέκου και της μικρής Βασιλικής. Το φλουρί πέφτει στη θεία την Αρετή και χειροκροτούμε όλοι χαρούμενοι. Το πραγματικό φλουρί σε μένα έπεσε εκείνη την όμορφη Αυγουστιάτικη βραδιά στη Σκιάθο. Θέλοντας χρονιάρα μέρα να κάνω το χατίρι της μητέρας που το έχει καημό, άλλωστε σήμερα είναι και η ονομαστική μου γιορτή, φόρεσα το ένα από τα δύο μου φορέματα, αυτό που έχω για όταν είναι να πάμε σε κανένα γάμο ή βάφτιση. Δεν είναι ότι δεν φοράω ποτέ μου φουστάνι, εξακολουθώ ωστόσο να προτιμώ τα unisex ρούχα γιατί τα έχω συνηθίσει τόσα χρόνια και μου φαίνονται πιο βολικά. Η αλήθεια είναι πάντως ότι μου πάει το φόρεμα και αυτό που βλέπω στον καθρέφτη μου αρέσει.
⇽∙⇾
Στην πρώτη δημοτικού, το μακρινό 1979, ήταν υποχρεωτικές ακόμα οι ποδιές, πρώτα καταργήθηκε για τα αγόρια και δύο χρόνια αργότερα για τα κορίτσια. Είχαμε μεγάλα δράματα, γιατί με την ποδιά δε μπορούσα να παίξω ποδόσφαιρο στα διαλείμματα και δε μου άρεσε καθόλου! Τα πρώτα τρία χρόνια ήταν απαίσια, και όχι τίποτε άλλο αλλά έπρεπε να κερδίσω ξανά το δικαίωμα να παίζω με τ’ αγόρια μπάλα, και στο 35ο που πήγαινα δεν ήξερα και κανέναν, όλοι οι υπόλοιποι στη γειτονιά μου πήγαιναν στο 26ο και η αλήθεια είναι ότι μέχρι που μου εξήγησαν οι γονείς μου δεν είχα καταλάβει το γιατί. Αν πήγαινα στο 26ο, μετά θα πήγαινα στο 12ο Γυμνάσιο το οποίο δεν είχε λύκειο, και τους έστελναν από εκεί στο Λόφο ή στο ΙΑ. Από το 35ο θα πήγαινα κατευθείαν στο ΙΑ για γυμνάσιο και λύκειο, διατηρώντας όσες παρέες είχα κάνει από το δημοτικό, από μακροπρόθεσμο προγραμματισμό έχω να το λέω, οι δικοί μου σκίζανε!

Είμαι αριστερόχειρας, και στην αρχή είχαμε δράματα και σ’ αυτό καθώς η δασκάλα ντε και σώνει ήθελε να με μάθει να γράφω με το δεξί. Μουλάρωσα και η δασκάλα θεώρησε καλό να φωνάξει τους δικούς μου. Πραγματικά δεν το καταλάβαινα, κοντά στο Μάριο είχα αρχίσει να μαθαίνω και να γράφω και να διαβάζω από πέρσι, και χρησιμοποιώντας το αριστερό μου χέρι όχι απλά έγραφα πιο γρήγορα αλλά και τα γράμματά μου ήταν πολύ πιο όμορφα. Μα ο βασικότερος λόγος που είχα μουλαρώσει ήταν πως στη Μαράσλειο, που πήγαινε ο Μάριος, όταν ξεκίνησαν την πρώτη δημοτικού η δασκάλα τους τούς είχε κάνει μάθημα πως να γράφουν τα γράμματα αν χρησιμοποιούν το δεξί χέρι, και πως αν χρησιμοποιούν το αριστερό. Σε μένα δηλαδή γιατί;

Ο πατέρας μου, αφού του είπε η δασκάλα τι συμβαίνει, ζήτησε από τη μαμά να με πάρει έξω. Δεν τον είχα ακούσει ποτέ να φωνάζει τόσο δυνατά και όταν βγήκανε έξω η δασκάλα ήταν σα δαρμένο σκυλί. Πήγανε στο διευθυντή του σχολείου και όταν βγήκανε έξω ο μπαμπάς μου είπε «Θα γράφεις όπως σου αρέσει καλύτερα, αγάπη μου», και αυτό ήταν! Η δασκάλα μουλάρωσε με τη σειρά της και προσπάθησε φιλότιμα να μου κάνει τη ζωή δύσκολη, στις αρχές δηλαδή, αλλά έπεσε στην περίπτωση, ήμουν η καλύτερη μαθήτρια στην τάξη, οπότε κάποια στιγμή συμφιλιώθηκε με το «ζαβό μου» τρόπο και από το «ζαβό» έγινα το καλό παράδειγμα!
⇽∙⇾
Καθόμαστε περίπου μέχρι τις 01:00 και μετά ο καθένας από τα παιδιά έχει να βγει με την παρέα του. Αποφασίζω τελικά να μην αλλάξω και ας είναι ανοιξιάτικο το φόρεμα, φοράω παλτό από πάνω και στην τελική με αυτοκίνητο θα πάμε εκεί που έχουμε κανονίσει. Αλέκος και Βασιλική έχουν φύγει και εγώ κάθομαι περιμένοντας το Μάριο να περάσει να με πάρει. Χτυπάει το κουδούνι, του ανοίγω και περνάει μέσα. «Χρόνια πολλά! Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος» λέει σε όλους και με αγκαλιάζει και φιλιόμαστε στα μάγουλα, καθώς ακόμα δεν έχουμε πει τίποτα στους δικούς μου. «Είσαι κούκλα» μου λέει ψιθυριστά. Χαιρετάει και τους γονείς μου και τους θείους μου και κατεβαίνουμε κάτω, θα περάσουμε να πάρουμε την Κατερίνα και θα πάμε στο Παλένκε, εκεί θα μας βρει ο Θανάσης, που από τον Οκτώβρη είναι το αγόρι της. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα ανέβηκε και ο Νίκος με την κοπέλα του την Ντίνα, συμφοιτήτριά του στη σχολή και η οποία μένει επίσης Αθήνα, και θα έρθουν μαζί με τον Βαγγέλη και την Κλαίρη.

«Πώς και με φόρεμα;» με ρωτάει η Κατερίνα.
«Καλά έκανε, είναι κούκλα!» υπερθεματίζει ο Μάριος.
«Γιατί, είπα εγώ τίποτα;» του ανταπαντάει.
«Λόγω της ημέρας» τους λέω «μη σας ανοίγει όρεξη»
«Τώρα πάει, πέταξε το πουλί, πάει στη στεριά την αντικρινή!» με πειράζει ο Μάριος.
«ΜΜΜΜΜΜ» του κάνω βγάζοντας τη γλώσσα μου.
«Είστε όργια» λέει γελώντας από πίσω η Κατερίνα.
«Πώς της επιτρέπεις να λασπολογεί έτσι;» ρωτάει ο Μάριος.
«Τι να την κάνω που την αγαπάω;»

Είναι πολύ όμορφα στο Παλένκε, έχει πολύ ωραίο πρόγραμμα κυρίως Λάτιν αλλά βάζει και Disco και Rock’n’Roll και τότε είναι που σηκωνόμαστε να πάμε να χορέψουμε κι εμείς. Κάποια στιγμή βάζει ταγκό και σηκώνονται δύο-τρία ζευγάρια να χορέψουν. Έχω γείρει στην αγκαλιά του Μάριου και τα θαυμάζω, είναι τόσο όμορφα!

«Ουφ ζηλεύω» του λέω.
«Είναι υπέροχος χορός» μου λέει συμφωνώντας και συνεχίζει «αλλά προτιμώ τη Μπίλι μου που με χορεύει στο ταψί!»
«Χαχαχα, εγώ σε χορεύω στο ταψί βρε αθεόφοβε;»
«Που λέει ο λόγος βρε μωρό μου!»
«Άχουτο, με είπε μωρό μου πάλι!»
«Τι μαλάκας είσαι» λέει κι επιστρέφουμε γελώντας στις εργοστασιακές μας ρυθμίσεις.
«Ο ρομαντισμός θα μας φάει!»
«Στο λαιμό να του κάτσουμε! Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου» μου λέει και με χαϊδεύει τρυφερά.
«Και κανείς σαν τον Μάριο μου» του λέω και χάνομαι στα μάτια του.
⇽∙⇾
Το ΠΣΚ έχουμε κανονίσει όλα τα ζευγάρια ομαδική εκδρομή στο Πήλιο. Θα πάμε με δύο αυτοκίνητα, εγώ ο Μάριος, η Κατερίνα και ο Θανάσης με το αυτοκίνητο του Μάριου, οι γονείς του πήραν καινούργιο και του άφησαν το παλιό, μια δίπορτη Jetta του 1985, και Νίκος, Ντίνα, Βαγγέλης και Κλαίρη με το αυτοκίνητο της Ντίνας. Είναι η πρώτη φορά που θα κοιμηθούμε μαζί. Στη Σκιάθο ο Βαγγέλης με την Κλαίρη ήταν ζευγάρι, οπότε αναγκαστικά εγώ και η Κατερίνα μοιραζόμασταν το ένα δωμάτιο και ο Μάριος με το Νίκο το άλλο, και ούτε καταφέραμε να πάμε και αυτή τη ρημάδα τη διήμερη στο Ναύπλιο. Δε βαριέσαι, το «κάλιο αργά παρά ποτέ» είχε γίνει το μότο της σχέσης μας.
⇽∙⇾
Δεν έχουμε προχωρήσει περισσότερο από όσο πήγαμε εκείνη τη βραδιά πίσω από τα εργοστάσια και παρόλο που νιώθω πλέον έτοιμη για το επόμενο βήμα δε μας έχει δοθεί ακόμα η ευκαιρία. Ουσιαστικά ο μόνος λόγος που δεν το έχουμε κάνει ακόμα είναι γιατί ούτε ο Μάριος ούτε κι εγώ θέλουμε να γίνει στο αυτοκίνητο ή σε κάποιο φτηνό ξενοδοχείο της μιας βραδιάς, «γαμηστρώνα» που λέει και ο ίδιος. Θα μου πεις τα σπίτια τι τα έχουμε, αλλά από εκείνη την ημέρα που παραλίγο να με τσακώσει η μητέρα μου γονατισμένη και με το στόμα γεμάτο, τα πιο προχωρημένα μας παιχνίδια τα κάνουμε μόνο στις βραδινές μας εξόδους τις Παρασκευές ή τα Σάββατα, και πάντα στο αυτοκίνητο, εκεί στα εργοστάσια της Τσαλαβούτα. Δεν βολεύει και πολύ στο αυτοκίνητο αλλά better safe than sorry, σπίτι μόνο χαμούρεμα και αυτό φορώντας όλα μας τα ρούχα. Καλά το λένε, όποιος καεί με το χυλό φυσάει και το γιαούρτι.

Χμμμ… τώρα που το σκέφτομαι, αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια! Στα τέλη του Νοέμβρη, σε ένα πάρτι που είχε διοργανώσει ένας συμφοιτητής, του είχα κάνει στοματικό στην τουαλέτα. Είχαμε πάει με το Θανάση και την Κατερίνα και μιας και ο Μάριος δεν οδηγούσε εκείνη την μέρα τα είχαμε κοπανίσει λίγο παραπάνω. Είχε βάλει slow και όπως λικνιζόμασταν αρχίσαμε το μπαλαμούτι. Βάλε το χάδι του στα στήθη μου, βάλε την έξαψη του ότι αυτό γινόταν δημόσια, έστω και στα σκοτάδια, βάλε και ότι ήμουν στη δεύτερη μέρα τις περιόδου μου και με απίστευτες ορέξεις, δεν ήθελε και πολύ. Βασικά για άλλο σκοπό είχα πάει τουαλέτα, να κατουρήσω ήθελα, αλλά όταν μπήκε μαζί μου και ο Μάριος και έκλεισε την πόρτα στριμώχνοντάς με πάνω της, τα ξέχασα όλα.

Άρχισε να με φιλάει στο λαιμό και σήκωσε σχεδόν βίαια τη μπλούζα και το σουτιέν και άρχισε να μου μαλάζει δυνατά τα στήθη, και παρόλο που ήταν ευαίσθητα λόγω της περιόδου -ή ίσως εξαιτίας της- το έκανε ακόμα πιο ερεθιστικό. Ακούμπησε με την πλάτη του στην πόρτα και αφού με γύρισε με την πλάτη μου προς το μέρος του, ξεκίνησε να με φιλάει στο σβέρκο χουφτώνοντάς με ακόμα πιο δυνατά. Πέρασα το χέρι μου προς τα πίσω και άρχισα να του χαϊδεύω το όργανο πάνω από το παντελόνι.

Σταμάτησε, ίσα ίσα για να το ξεκουμπώσει, και έτσι κατάφερα να περάσω το χέρι μου από μέσα και άρχισα να του τον παίζω. Με σταμάτησε, και αφού με γύρισε προς το μέρος του, με πίεσε προς τα κάτω. Σήκωσα το βλέμμα μου να τον κοιτάξω και εκείνος μου ένευσε με τα μάτια να γονατίσω, συνεχίζοντας να με πιέζει. Ήταν η πρώτη φορά που μου το ζήτησε ενεργητικά, μέχρι τότε εγώ έπαιρνα την πρωτοβουλία να τον πάρω στο στόμα μου και… και καύλωσα… καύλωσα απίστευτα!

Γονάτισα υπάκουα και τον πήρα στο στόμα μου, και με την εξάσκηση είχα βελτιώσει και την τεχνική μου, δεν μπορούσα να τον πάρω ακόμα όλο στο στόμα μου, αλλά μπορούσα να τον πάρω αρκετά πιο βαθιά από την πρώτη φορά. Συνήθως με άφηνε να δώσω εγώ το ρυθμό και με γράπωνε από το κεφάλι μόνο προς το τέλος, αλλά εκείνη την ημέρα όλα έγιναν διαφορετικά.

Δεν μου πήρε ούτε μερικά λεπτά για να τον κάνω να τελειώσει και ευτυχώς που είχε μπει ξανά πιο γρήγορη μουσική γιατί θα ακουγόταν. Κατάπια, και αφού σηκώθηκα και φιληθήκαμε, τον έτζασα με συνοπτικές διαδικασίες γιατί καλή η πίπα και μου άρεσε που του άρεσε, αλλά για άλλο σκοπό είχα πάει αρχικά στην τουαλέτα και κόντευα να σκάσω!
⇽∙⇾
Το μέρος που είχαμε κλείσει δεν ήταν ακριβώς ξενοδοχείο. Είναι ένα μεγάλο δίπατο με μπαρ, μεγάλη σάλα και τζάκι στον ισόγειο και από την κεντρική σκάλα ανεβαίνεις πάνω και έχει περιμετρικά οχτώ μεγάλα δωμάτια, το καθένα με το δικό του τζάκι, ιδιωτικό μπάνιο και μικρό μπαλκόνι. Είναι ψηλά στο βουνό και από κάτω βλέπεις, σαν σε πιάτο, το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου. Αύριο το πρωί θα πάμε στις Μηλιές και το απόγευμα θα κατέβουμε στο Βόλο, αλλά σήμερα πρώτη μέρα θα κάτσουμε εκεί.

Εδώ και ένα μήνα έχω αρχίσει κι εγώ τα μαθήματα για να βγάλω δίπλωμα αλλά ο Μάριος το έχει κάνει από πέρσι και είναι και καλός οδηγός. Παρά το γεγονός ότι το αυτοκίνητό τους είναι πειραγμένο, σιγά μη το άφηνε ο κύριος Ανδρέας έτσι, ο Μάριος δεν είναι ούτε νευρικός, ούτε τρέχει, σε όλο το ταξίδι μια φορά το άνοιξε για να μας δείξει ότι πάει μέχρι 170 και μετά έκοψε, δεν πήγε πάνω από 120. Οι άλλοι, μάθαμε αργότερα, ότι το έκαναν σερί, εμείς αντιθέτως πήγαμε με την ησυχία μας κάνοντας στάση για καφεδάκι στον Άγιο Κωνσταντίνο, στο ίδιο μέρος που είχαμε πιει και τους καφέδες μας πριν επιβιβαστούμε στο καράβι για Σκιάθο πέρσι τον Αύγουστο. Όταν φτάσαμε αργά το απόγευμα στο ξενοδοχείο, βρήκαμε τους άλλους τέσσερεις στη σάλα μπροστά από το τζάκι.

Καθόμαστε και πίνουμε τους καφέδες μας και μετά τρώμε κιόλας, στον ξενώνα που είμαστε σερβίρουν και τα τρία γεύματα, και κατά το βραδάκι όλα τα ζευγάρια ανεβαίνουμε στα δωμάτιά μας. Μπήκα πρώτη στο μπάνιο για ένα ντουζάκι και όταν βγήκα ακολούθησε και ο Μάριος. Έχει ζέστη μέσα στο δωμάτιο οπότε ντύνομαι με ένα απλό φανελάκι από πάνω, χωρίς σουτιέν και με ένα μποξεράκι από κάτω, τα λατρεύω τα μποξεράκια γιατί έχουν ταυτόχρονα ρόλο κοντού σορτς και εσώρουχου, αλλά κυρίως γιατί τονίζουν τα οπίσθιά μου και ο Μάριος λατρεύει το θέαμα.

«Μου αρέσει που τα έχεις αφήσει να μακρύνουν λίγο παραπάνω» μου λέει βγαίνοντας από το μπάνιο και βλέποντάς με να στεγνώνω τα μαλλιά μου. Η αλήθεια είναι ότι στα δικά μου μάτια έχουν παραμακρύνει.
«Να τα αφήσω κι άλλο, λες;»
«Αν θέλεις… αλλά εμένα μου αρέσουν πολύ στο μήκος που είναι τώρα!»
«Χμμμ…» λέω και κοιτάζομαι στον καθρέφτη σκεπτική, φυσώντας ένα τσουλούφι που πέφτει στο πρόσωπό μου.
«Και μπορώ να σε γραπώνω και καλύτερα από το μαλλί, αυτό που το πας;»
«Δικέ μου την πάτησες, ε; Έκλεισες τάφο ρε; Εμένα ένας που είπε ότι θα με γραπώσει τον έκανα αφίσσα, ακόμα τον ξεκολλάνε απ' τον τοίχο» του λέω αντιγράφοντας τον Μίκη από το The Kopanoi, το είχαμε δει πριν κανένα μήνα στο βίντεο και δε μας είχε μείνει άντερο.
«Μη μου λες τέτοια και φρικάρω! Να μάθεις να μη λες στον άλλο πως θα κουρεύεται η έτσι του! Ποιος είσαι ρε και κάνεις υποδείξεις, ο Ροκαβλόν;» μου απαντάει αντιγράφοντας με τη σειρά του τον Γκόγκο, και βάζουμε και οι δύο τα γέλια.

Έρχεται προς τα μένα και σκύβοντας από πάνω μου με φιλάει τρυφερά στο κεφάλι και μετά σηκώνεται και αρχίζει να μου κάνει απαλό μασάζ στους ώμους, κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένας σιγανός στεναγμός ευχαρίστησης. «ΜΜΜΜ» κάνω και σηκώνω τους ώμους μου κλείνοντας τα μάτια και ο Μάριος παίρνοντας θάρρος από την αντίδρασή μου συνεχίζει με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Αχ, είναι υπέροχα! «Μήπως να αλλάξεις καριέρα;» τον ρωτάω. «Θα γλιτώσεις και την εξεταστική του Γενάρη»

«Α, ναι;» με ρωτάει με τη σειρά του. «Θέλεις να με δεις να κάνω μασάζ και σε άλλες;»
«Εχμ! Αυτό ομολογώ ότι δεν το είχα σκεφτεί!»
«Αλλά τώρα που το λες…»
«Δε τη λυπάσαι τη μανούλα σου που θα σε κλάψει;»
«Ζηλιάρα!»
«Καλά κάνω! Άντε μη σε δείρω καλά-καλά δεν ήρθαμε!»
«Κοίτα μη σου φύγει κανένας πόντος!»
«Έχω προνοήσει, γι’ αυτό δε φοράω ποτέ καλτσόν!»
«Ψεύτρα! Φορούσες προχθές με το φόρεμα!»
«Τι πας και θυμάσαι κι εσύ…»
«Ξεχνιέσαι εσύ Μπίλι μου;»
«Εσύ να τα βλέπεις που θέλεις να κάνεις μασάζ σε άλλες!»
«Εγώ ρε μαλάκα; Εσύ μου το πρότεινες, και θα γλιτώσω και την εξεταστική, αυτό που το πας;»
«Αυτό ήταν, θα σε δείρω τώρα!» του λέω και σηκώνομαι και του ορμάω και -κλασσικά εικονογραφημένα- μετά από μια σύντομη πάλη βρίσκομαι ανάσκελα στην παχιά φλοκάτη, με το Μάριο από πάνω μου.
«Παραδίνεσαι;»
«Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι» του λέω παλεύοντας να ξεφύγω αλλά καταφέρνει να με ακινητοποιήσει.
«Είσαι στο έλεός μου, μουαχαχαχα» κάνει γελώντας σατανικά και το κωλόπαιδο μου στρίβει τις ρόγες, κάνοντάς με να τσιρίξω, με ένα φανελάκι ήμουν όλο κι όλο και δεν το περίμενα καθόλου!

Ο γάιδαρος βάζει τα γέλια χωρίς ούτε στιγμή να πάψει να με κρατάει βιδωμένη στην απαλή φλοκάτη. Σταματάει και μου βάζει τα χέρια πίσω και σκύβει πάνω μου και με φιλάει παθιασμένα, κάνοντάς με μούσκεμα, πραγματικά όμως! Κρατώντας με ακίνητη, αρχίζει και με φιλάει και με δαγκώνει στο σαγόνι, και μετά στο λαιμό, και συνεχίζει δαγκώνοντας τα στήθη μου πάνω από το φανελάκι, κάνοντάς με να ξεφωνίσω, και όχι γιατί πόνεσα! Που πόνεσα δηλαδή, αλλά το ξεφωνητό μόνο πόνου δεν είναι. Μου σηκώνει τη φανέλα προς τα πάνω και αρχίζει και με φιλάει στην κοιλιά, και αφήνοντας τα χέρια μου τελείως ελεύθερα, μου χουφτώνει και ξεκινάει να μαλάζει ταυτόχρονα και τα δυο μου στήθη. Κατεβαίνει ακόμα πιο χαμηλά και χωρίς να σταματήσει να με χουφτώνει, κατεβαίνει ανάμεσα στα πόδια μου και με χουχουλιάζει πάνω από το ύφασμα και… σταματάει.

«Μη σταματάς» του λέω με κομμένη την ανάσα. «Μη σταματάς σε παρακαλώ»
«Δεν σκοπεύω» μου λέει χαμογελαστός και προς στιγμή μπερδεύομαι. Σηκώνεται και με βοηθάει να σηκωθώ. «Όχι στη φλοκάτη, όμως!»

Ξαπλώνω στο κρεββάτι και έρχεται από πάνω μου, το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου με ξετρελαίνει, τον αρπάζω και τον τραβάω πάνω μου και φιλιόμαστε παθιασμένα, οι γλώσσες μας σχεδόν παλεύουν στις άκρες των χειλιών μας. Με ανασηκώνει και σηκώνω κι εγώ τα χέρια μου, βοηθώντας τον να μου βγάλει το φανελάκι. Σταματάει για λίγο, κλείνει το φως του δωματίου και ανάβει το πορτατίφ. Από πάνω είναι γυμνός και από κάτω φοράει το μποξεράκι με τον Ταζ που του έκανα δώρο μια μέρα που είχα πάει ψώνια με την Κατερίνα, το ερωτεύτηκα με το που το είδα!

Αρχίζει και με φιλάει στο λαιμό και στα αυτιά και χαμηλώνει και πάλι προς τα στήθη μου αλλά αυτή τη φορά είναι πιο τρυφερός, το δάγκωμά του είναι πιο απαλό, το χάδι της γλώσσας του πιο γλυκό. Πιπιλάει για λίγη ώρα τη ρόγα του ενός μου στήθους και μετά κάνει το ίδιο και στο άλλο, και όταν τελειώνει ξεκινάει να κατεβαίνει προς τα κάτω γλείφοντας και πιπιλώντας με στην κοιλιά. Φτάνει λίγο πάνω από το μποξεράκι μου, κοντοστέκεται για μερικές στιγμές και πάει να το κατεβάσει. Ανασηκώνω τη λεκάνη μου για να τον βοηθήσω και λίγες στιγμές αργότερα βρίσκομαι τελείως γυμνή μπροστά του.

Με γλείφει στην κορυφή της ήβης και κατεβαίνει πιο χαμηλά αλλά δεν πηγαίνει εκεί που λαχταρώ, αντιθέτως πιπιλώντας στο σημείο που ενώνεται ο κορμός με τα πόδια, κατεβαίνει σιγά σιγά, πότε φιλώντας και πότε δαγκώνοντας, στο εσωτερικό των μηρών, και μετά πιο κάτω, μέχρι που φτάνει σχεδόν στα πόδια μου. Μου σηκώνει το πόδι και μου φιλάει τρυφερά την πατούσα και μου ξεφεύγει ένα γελάκι. Μου γελάει και εκείνος και μετά παίρνει το άλλο πόδι στο χέρι του και κάνει το ίδιο, και ακολουθώντας ανάποδη φορά φτάνει ξανά ανάμεσα στα πόδια μου. Νιώθω τη γλώσσα του πάνω στα χείλη μου και μου ξεφεύγει ένας δυνατός στεναγμός, στεναγμός που γίνεται ακόμα πιο δυνατός, όταν αρχίζει να παίζει την κλειτορίδα μου με τη γλώσσα.

Φέρνω τα χέρια μου στο κεφάλι του και του σφίγγω τα μαλλιά, κάνοντας τον να κολλήσει το πρόσωπό του πάνω μου. Με χουχουλιάζει και η καυτή του ανάσα στα χαμηλά μου κάνει το σώμα μου να τεντωθεί άθελά μου σαν τόξο. Τον θέλω! Τον θέλω μέσα μου! Είμαι η Μπίλι του, είναι ο Μάριος μου, θέλω να είναι ο πρώτος μου, ο πρώτος που θα περάσει το άβατο των άβατων.

«Σε θέλω… σε θέλω μωρό μου… σε θέλω… σε θέλω μέσα… μέσα μου»
«Κι εγώ σε θέλω Μπίλι μου… σ’ αγαπάω!»
«Ναι… είμαι η Μπίλι σου… κάνε με δική σου…»

Σηκώνεται για λίγο και πάει στην τσάντα του και βγάζει ένα κουτί προφυλακτικά και το ανοίγει. Σαν κάτι να σκέφτεται και πηγαίνει προς το μπάνιο και γυρίζει με μια πετσέτα. «Σήκω λίγο μωρό μου να τη βάλουμε από κάτω» μου λέει και επιτέλους στροφάρω, είμαι παρθένα και δε θέλουμε να λερώσουμε νυχτιάτικα τα σεντόνια. Κάνω λίγο στο πλάι και μου στρώνει την πετσέτα και γυρίζω ξανά ξαπλώνοντας πάνω της. Αφήνει το κουτί με τα προφυλακτικά στο κομοδίνο, και γυρίζοντας στο κρεββάτι ξαπλώνει δίπλα μου και με φιλάει.

Γδύνεται τελείως, φοράει προσεκτικά το προφυλακτικό και ανεβαίνει πάνω μου ενώ ανοίγω τα πόδια μου για να τον υποδεχτώ. Ξέρω ότι θα πονέσω, αλλά από μικρή έχω μάθει να αντέχω, ο πόνος ποτέ δε με φόβισε. Δεν χρειάζομαι κανένα άλλο προκαταρκτικό, είμαι έτοιμη να του δοθώ, έτοιμη να γίνω δική του. Δεν είναι αστείο; Μπορεί να ταραζόμουν μερικές φορές στη σκέψη αλλά στην πραγματικότητα ήμουν έτοιμη από εκείνη την όμορφη καλοκαιρινή βραδιά στη Σκιάθο. Δεν ξέρω τι φοβόμουν, δεν ξέρω τι περίμενα, δεν ξέρω… το μόνο που ξέρω είναι ότι τον θέλω, τον λαχταρώ. Οδηγεί το όργανό του στα χείλη μου αλλά διστάζει, φοβάται μη με πονέσει. Με κοιτάζει στα μάτια. «Είμαι έτοιμη…» του λέω απλά. Αρχίζει και σπρώχνει προσπαθώντας να μπει μέσα μου και νιώθω οξύ πόνο καθώς ο παρθενικός μου υμένας του παραδίνεται. Μου ξεφεύγει μια φωνούλα, αλλά ο πόνος δεν είναι παρά μια ιδέα, μπροστά στην πληρότητα που νιώθω εκείνη τη στιγμή, τίποτα… τίποτα δεν έχει σημασία.

Ξεκινάει να κινείται με αργές, ρυθμικές κινήσεις και είναι τόσο όμορφο που το τσούξιμο δεν είναι παρά μια μικρή, ασήμαντη ενόχληση. Νιώθω πολύ όμορφα, πολύ τρυφερά, οι ηδονικοί στεναγμοί του κάνουν την ψυχή μου να πετάει και παρά το τσούξιμο, η αίσθηση του μέσα μου είναι…δεν ξέρω… δεν είναι τόσο έντονη όσο όταν με παίζει με τη γλώσσα του και το δάχτυλό του αλλά είναι πιο βαθιά, δεν ξέρω πως να το πω αλλιώς. Οι ανάσες του γίνονται κοφτές, αρχίζει να επιταχύνει και οι στεναγμοί μου συνοδεύουν τους δικούς του, και κινείται ακόμα πιο γρήγορα, και ακόμα πιο γρήγορα, μέχρι που μια στιγμή τεντώνεται και μένει ακίνητος με τα μάτια κλειστά και νιώθω το όργανό του να κάνει σπασμούς μέσα στον κόλπο μου. Του ξεφεύγει ένα παρατεταμένο «ΑΑΑΑΑΑΑΧ», σα να έχει κρατήσει την αναπνοή του, σα να έχει ξεχάσει πως εκπνέουν. Δεν τραβιέται, ανοίγει τα μάτια του και σα να βυθίζεται στα δικά μου. Του χαϊδεύω το ιδρωμένο του πρόσωπο.

«Είμαι η Μπίλι σου»
«Είμαι ο Μάριος σου»

Είναι 3 του Γενάρη του 1992, δε θα την ξεχάσω ποτέ αυτή τη μέρα όσο ζω.


You better come home Speedy Gonzalez

Είναι 27 Απρίλη, Δευτέρα του Πάσχα, και έχω τα γενέθλιά μου, σήμερα κλείνω τα 19. Στο σπίτι μου έχουν έρθει τα ξαδέρφια μου και έχει μαζευτεί και όλη η παρέα, ακόμα και ο Νίκος με τη Ντίνα, που λόγω Πάσχα έχουν ανέβει Αθήνα.

«Να ζήσεις ρε Μπίλι και χρόνια πολλά μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά, παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως και όλοι να λένε να μία σοφός»
«ΦΦΦΦΦΦ» κάνω και σβήνω τα δύο κεριά που σχηματίζουν τον αριθμό 19 και όλοι χειροκροτούν ενθουσιασμένοι.

Τρώμε την τούρτα και βγαίνουμε όλοι μαζί, πάμε στην Κηφισιά για bowling. Είμαστε όλοι τελείως άσχετοι και το γέλιο που ρίχνουμε δεν λέγεται, και το κλου της βραδιάς είναι όταν ο φουκαράς ο Αλέκος κάποια στιγμή φεύγει μαζί με τη μπάλα. Τρέχω προς το μέρος του, ανήσυχη μεν, μην μπορώντας να συγκρατήσω τα γέλια μου δε.

«Είσαι καλά ξαδερφούλη;»
«Δε βαριέσαι» λέει με το αιώνιό του ατάραχο ύφος. «Έχω πάθει και χειρότερα!»

Ήμασταν δώδεκα χρονών εγώ, δέκα η Βασιλική και δεκατρία εκείνος, είχαμε σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο όταν ακούστηκε ένα δυνατό «κρακ» και ο Αλέκος βρέθηκε στο χώμα, και τα είχα χρειαστεί πολύ άσχημα. Κατέβηκα σχεδόν κουτρουβαλώντας αλλά ο Αλέκος είχε σηκωθεί και τιναζόταν σαν να μην είχε γίνει τίποτα. «Είσαι καλά;» «Εντάξει μωρέ, καλά είμαι. Μπορεί να χρειαστεί να αλλάξω σώβρακο, αλλά εντάξει, ευτυχώς δεν πάθαμε και τίποτα»

«Έχεις φέρει σώβρακο ν' αλλάξεις;» τον ρωτάω γελώντας ακόμα.
«Όχι, αλλά φοράω καφέ παντελόνι» απαντάει με το αιώνιο ατάραχο ύφος του , και νομίζω ότι πρέπει να έφτυσα το συκώτι μου και ίσως και λίγο σπλήνα.

Αφού πίνουμε και τα ποτά μας, τους αφήνουμε Κηφισιά και φεύγουμε, για σήμερα ο Μάριος έχει σπέσιαλ πρόγραμμα, θα πάμε σε δωμάτιο με τζακούζι. Από τότε που κάναμε για πρώτη φορά έρωτα, εκεί στο Πήλιο, είχαμε γίνει αν όχι τακτικοί, τουλάχιστον συχνοί πελάτες σε διάφορα «πονηρά» ξενοδοχεία στην Αθήνα. Σπίτια μας ακόμα δεν τολμούσαμε, εκείνο το μεσημέρι που γύρισε η μητέρα μου χωρίς να την περιμένουμε, και παραλίγο να με πιάσει στα πράσα την ώρα που του έκανα πίπα, μας είχε σημαδέψει! Ο Μάριος δεν είχε προλάβει καν να φορέσει το παντελόνι του, είχε χωθεί κάτω από το γραφείο κάνοντας ότι διαβάζει, κι εγώ είχα κάτσει αριστερά του, σκύβοντας πάνω από το γραφείο, προσπαθώντας να τον καλύψω. Αν η μητέρα μου είχε μπει μέσα στο δωμάτιο αντί να μας ρωτήσει από την πόρτα αν θα καθόταν ο Μάριος να φάει μαζί μας, θα μας είχε πιάσει με τα παντελόνια κατεβασμένα! Κυριολεκτικά!

Εκείνο το βράδυ στο Πήλιο είχαμε κάνει και άλλες τρεις φορές έρωτα και σταματήσαμε μόνο όταν ξεμείναμε από προφυλακτικά. Αναπληρώσαμε την επόμενη που κατεβήκαμε Βόλο και την Κυριακή το πρωί δε μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας. Ήταν πολύ όμορφα και μετά από αυτό άντε βολέψου στο αυτοκίνητο! Όχι ότι δεν το είχαμε κάνει κι αυτό, ψεύτρα μην είμαι, αλλά το κρεββάτι είναι πιο βολικό και άσε τους άλλους να λένε. Και το Jetta του αν και δίπορτο, δεν το λες και μικρό, πώς στο διάολο τα βολεύουν η Κατερίνα με τον Θανάση στο Autobianchi του;

Πάντως ομολογώ πως οι γαμιστρώνες έχουν την πλάκα τους, ειδικά όταν έχει αναμονή, κάμποσες φορές έχουμε φάει σχεδόν το μισό χρόνο σχολιάζοντας τα ζευγάρια που είδαμε κάτω. Tο καλύτερο πάντως ήταν τη φορά που στο διπλανό δωμάτιο ήταν δύο ζευγάρια μαζί, αντί να βγάλουμε τα μάτια μας είχαμε στήσει αυτί και μετά ο Μάριος μου έκανε αναπαράσταση από Γερμανικές τσόντες και στο τέλος ξεχάσαμε γιατί ήμασταν εκεί εξ αρχής. Δε βαριέσαι, είναι από τις ιστορίες που θα λες στα εγγόνια σου. Ναι… δεν θα λες ακριβώς στα εγγόνια σου, αλλά νομίζω ότι καταλαβαινόμαστε.

Ανεβαίνουμε στο δωμάτιο, το οποίο έχει ένα μεγάλο στρογγυλό τζακούζι στη μέση. Μέχρι να γεμίσει νερό, ξεκινάμε τον πρώτο γύρο και έχουμε τέτοιες ορέξεις που το πρώτο γκολ μπαίνει σχεδόν με την έναρξη και ο Μάριος γίνεται κόκκινος σαν παντζάρι.

“Well, this is awkward” λέει, βγάζοντας το προφυλακτικό που δεν είχε φορέσει ούτε καν ένα λεπτό πριν.
“You better come home, Speedy Gonzales” ξεκινάω να του τραγουδάω και τον κάνω να φτύσει τα πνευμόνια του από τα γέλια.
«Τι μαλάκας είσαι ρε αδερφάκι μου» λέει προσπαθώντας ακόμα να βρει τις ανάσες του.
«Είναι που έχω μαθητεύσει κοντά στον καλύτερο!»
«Μωρέ θα σε τουλουμιάσω!» μου λέει και μου ορμάει και προσπαθεί να με γυρίσει ανάποδα, ενώ εγώ παλεύω γελώντας, και που και που, τσιρίζοντας. Ναι, δε μου αρέσει να τσιρίζω αλλά μερικές φορές είναι υπεράνω της δυνατότητας μου να το ελέγξω. Καταφέρνει να με γυρίσει μπρούμητα και μου σκάει μια στον κώλο που με κάνει να χοροπηδήσω.
«Θα σε σκίσω!» του φωνάζω από κάτω.
«Καλά, γύρνα πρώτα!» μου λέει και μου χώνει και δεύτερη και με αφήνει και εκεί συνειδητοποιώ ότι ΔΕΝ θέλω να μ’ αφήσει.
«Έκλεισες τάφο ρε;» του λέω τσιγκλώντας τον και καταπίνει το δόλωμα αμάσητο.

Με ακινητοποιεί ξανά και μου ρίχνει μερικές ακόμα και ο κερατάς τις ρίχνει δυνατές! Έλα όμως που μ’ αρέσει! Πώς είναι δυνατόν να μου αρέσει; Αμ εκείνος πάει πίσω; Του έχει γίνει κατάρτι. Με αφήνει να σηκωθώ και τον αιφνιδιάζω πετώντας τον στο κρεββάτι, και του ορμάω και τον παίρνω στο στόμα μου με τέτοια μανία, που λίγη ώρα αργότερα μπαίνει και το δεύτερο γκολ, και πότε στο διάολο πρόλαβε να μαζευτεί τόσο πράγμα; Ο Μάριος δε λέει τίποτα αλλά το όλο σκηνικό δεν του έχει διαφύγει. Το τζακούζι έχει γεμίσει, οπότε μπαίνουμε μέσα και ανοίγουμε το μηχανισμό. Δεν ξέρω τι περίμενα αλλά τελικά το τζακούζι μου φάνηκε πολύ κακό για το τίποτα. Το δωμάτιο είναι για τρεις ώρες και τη μιάμιση την περνάμε εκεί, του Μάριου του αρέσει και δε θέλω να του το χαλάσω.

«Θέλω να δοκιμάσουμε κάτι μετά»
«Μήπως να με μαστιγώσεις;» του λέω κάνοντας χαβαλέ.
«Σε πείραξε; Νόμιζα ότι σου άρεσε! Ρε συ Μπίλι…» πάει να πει και τον κόβω.
«Σε πειράζω ρε ούφο. Αμάν αδερφάκι μου ώρες-ώρες είσαι πιο αργός και από παραπληγικό σαλιγκάρι»
«Ρε μαλάκα μερικά πράγματα δεν είναι αστεία!»
«Εντάξει, εντάξει, συγνώμη! Όχι απλά δε με πείραξε, σου πέταξα το δόλωμα και το κατάπιες σα χάνος!» του εξομολογούμαι.
«Τι εννοείς;»
«Το “έκλεισες τάφο ρε;”»
«Πουλάκι μου!!!!» μου λέει στροφάροντοντας επιτέλους.
“I have the right to remain silent”
«Μωρή Μεσσαλίνα! Μωρή Λουκρητία Βοργία!»
«Τι να πω, είμαι γεμάτη εκπλήξεις» τον πειράζω. «Για πες τώρα, τι θέλεις να δοκιμάσουμε;»
«Θα δεις!» μου λέει και γελάει. «Ή μάλλον δε θα δεις!»
«Ε;» του κάνω μην καταλαβαίνοντας.
«Όλα εν καιρώ, σήμερα θα πληρώσεις όλες σου τις αμαρτίες!»
«Κατούρα και λίγο ρε! ΟΧΙ ΕΔΩ!» του κάνω και βάζει τα γέλια.

Βγαίνουμε από το τζακούζι και αφού σκουπιζόμαστε πάμε και ξαπλώνουμε γυμνοί κάτω από τα σκεπάσματα και ξεκινάμε το μπαλαμούτι αλλά σταματάει και σηκώνεται από το κρεββάτι.

«Πού πας;» τον ρωτάω απορημένη αλλά αντί να μου απαντήσει, γυρνάει με τη μπλούζα του στο χέρι.

Την τυλίγει και έρχεται και μου τη δένει πάνω από τα μάτια κλείνοντάς τα. Με γυρίζει μπρούμητα, μου βάζει τα χέρια μπροστά, σκύβει από πάνω μου και αρχίζει να με δαγκώνει απαλά στην πλάτη κάνοντάς με τούρμπο, αλλά αυτό δεν είναι παρά μόνο η αρχή. Κατεβαίνει πιο κάτω, μέχρι που φτάνει στους γλουτούς μου, εκεί τους δαγκώνει πιο δυνατά και μετά… και μετά… μετά νιώθω τη γλώσσα του πίσω μου και μου ξεφεύγει ένα επιφώνημα, κράμα καύλας και έκπληξης, η αίσθηση είναι απίστευτη! Σταματάει να με γλείφει, περνάει το χέρι του από κάτω μου, βυθίζει το μεσαίο του δάχτυλο μέσα και ξεκινάει να με παίζει. Με γυρνάει ανάσκελα και αφού παίζει για λίγο την κλειτορίδα μου με τη γλώσσα του, μου βυθίζει μέσα πρώτα τον αντίχειρα και στη συνέχεια το μέσο κάνοντάς με να νιώσω σα να με περνάει ρεύμα… μα αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που έγινε στη συνέχεια. Κρατώντας τον αντίχειρά του μέσα στον κόλπο μου, βάζει το δείκτη του πίσω μου και εκεί δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα δυνατό ηδονικό στεναγμό, και αρχίζει να τα βάζει μέσα έξω και ο οργασμός μου έρχεται από το πουθενά και είναι …εκκωφαντικός! Με αφήνει να βρω τις ανάσες μου αλλά ούτε μια στιγμή δε βγάζει το δάχτυλό του από πίσω μου.

«Σ’ αρέσει;»
«Πολύ!» του απαντάω σχεδόν ξεψυχισμένα.
«Μπίλι… θέλεις… θέλεις να δοκιμάσουμε αλλιώς;»
«Θέλω!» του απαντάω χωρίς κανένα απολύτως δισταγμό.
«Εννοώ…» πάει να πει αλλά τον κόβω.
«Κατάλαβα τι εννοείς. Ναι, θέλω» του λέω ξανά.

Μην είμαι ψεύτρα, από τότε που κάναμε για πρώτη φορά έρωτα, είχα κάνει αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου, τι θα έκανα αν μου ζητούσε να με πάρει από πίσω; Ήξερα ότι του άρεσαν πολύ τα οπίσθιά μου, δεν έχανε ευκαιρία να μου το λέει. Από κανονικά το είχαμε κάνει με όλους τους δυνατούς τρόπους, το κλασσικό, στα πλάγια, στα τέσσερα, ξαπλωμένη μπρούμητα, από πάνω του με πρόσωπο προς αυτόν, από πάνω του με γυρισμένη την πλάτη, μέχρι και ανάσκελα ξαπλωμένη πάνω του και το τελευταίο είχε αποδειχτεί αξιοσημείωτα δύσκολο, του έβγαινε συνεχώς έξω, και τελικά το παρατήσαμε. Κάνοντας σεξ δεν είχα νιώσει ακόμα οργασμό αλλά δε με πείραζε, αφενός η πράξη μου άρεσε, έστω και χωρίς οργασμό, και αφετέρου ο Μάριος ποτέ δε με άφηνε χωρίς να με ικανοποιήσει, πριν ή μετά, με το στόμα του.

Και αν είχα κάνει την ερώτηση στον εαυτό μου, είχα δώσει και την απάντηση. Αντιδραστική ή όχι, αγύριστο κεφάλι ή όχι, ο Μάριος ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο δε μπορούσα να πω όχι, το είχε κερδίσει με το σπαθί του από τότε που ήμουν έντεκα χρονών κοριτσάκι, από τότε που είπε ότι προτιμάει να κάτσει μαζί μου και να μου κάνει παρέα, από το να βγει έξω με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς. Από τότε που είπε ότι δεν είχε σημασία που ήμουν κορίτσι γιατί ήμουν καλύτερη απ’ όλα τ’ αγόρια μαζί. Ήταν ο Μάριος, ο Μάριος μου, αυτός που μέχρι τα δεκαεννιά του δεν μπορούσε να στεριώσει σε καμιά σχέση, γιατί δεν του έκανε καμιά κοπέλα την καρδιά του να χτυπήσει γιατί καμιά δεν ήταν σαν τη Μπίλι του.

Με βάζει να ξαπλώσω μπρούμητα, μου βάζει ένα μαξιλάρι κάτω από την κοιλιά, και ξεκινάει να με γλείφει και πάλι από πίσω. Ανεβαίνει από πάνω μου και βυθίζει το όργανό του μπροστά μου. Δε φοράει προφυλακτικό αλλά δεν έχει σημασία, εκεί που θα μπει μετά δεν κινδυνεύουμε από ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.

«Σ’ αγαπάω» μου λέει.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου. Σ’ αγαπάω τόσο που σχεδόν με πονάει»
«Καλομελέτα κι έρχεται» μου λέει, κάνοντας ακόμα και εκεί χαβαλέ ο αθεόφοβος. Πώς να μην είμαι ερωτευμένη μαζί του;

Νιώθω το όργανό του πίσω μου, προσπαθεί να με ανοίξει σιγά, προσπαθεί να με πονέσει όσο λιγότερο γίνεται. Κλείνω τα μάτια και σφίγγω τα δόντια, με πιέζει πιο έντονα, ο πόνος αυξάνεται απότομα και ξαφνικά ο σφικτήρας μου υποχωρεί και δεν μπορώ να πνίξω ένα βογγητό. «Μη σταματάς» του λέω ψιθυριστά, δε θέλω να φοβηθεί και να σταματήσει, θέλω να του δώσω αυτό που ζητάει. Αρχίζει με σιγανές ρυθμικές κινήσεις και ο πόνος σταδιακά υποχωρεί, χάνεται στο βάθος, γίνεται μια απλή ενόχληση. Αρχίζει να κινείται πιο γρήγορα, νιώθω την ανάσα του καυτή στο σβέρκο μου και η ενόχληση γίνεται ευχαρίστηση και η ευχαρίστηση γίνεται ηδονή, τα βογγητά μου παύουν να είναι βογγητά πόνου, γίνονται απόλαυσης.

Σταματάει και τραβιέται από μέσα μου και μου ζητάει να κάτσω στα τέσσερα. Αν και θα το κάνουμε για πρώτη φορά από πίσω, το στα τέσσερα είναι η αγαπημένη του στάση, του αρέσει να με βλέπει τουρλωμένη και με καμπυλωμένη μέση. Κάνω αυτό που μου ζητάει και τον ξαναβάζει μέσα μου κάνοντας τον πόνο να επιστρέψει για μερικές στιγμές. Αρχίζει και κινείται πάλι αργά και μου ξεφεύγει ένας στεναγμός πόνου κι ευχαρίστησης. Με γραπώνει από τους γλουτούς και τον βυθίζει μέσα μου όσο πάει και δεν μπορώ να πνίξω μια μικρή κραυγή πόνου.

«Μη σταματάς» του λέω και αρχίζει και κινείται και πάλι. Αφήνει τους γλουτούς μου και με πιάνει από τη μέση και αρχίζει να επιταχύνει και το αίσθημα ηδονής επιστρέφει και πάλι. Μου ρίχνει μια δυνατή σφαλιάρα στον αριστερό γλουτό και το «ΜΜΜ» που μου βγαίνει είναι απόλαυσης. Ρίχνει μερικές ακόμα και σταματάει, με γραπώνει από τους ώμους και καρφώνεται ξανά όσο πάει μέσα μου, κάθεται ακίνητος μερικές στιγμές και ξεκινάει και πάλι επιταχύνοντας το ρυθμό του.

Δεν το περίμενα ποτέ ότι θα συμβεί με αυτό τον τρόπο αλλά έχω ερεθιστεί όσο δεν πάει, όσο αυξάνει το ρυθμό του και τη δύναμη με την οποία μπαινοβγαίνει μέσα μου, τόσο αυξάνεται και η ένταση των δικών μου στεναγμών. Ο ρυθμός του έχει γίνει φρενήρης και πάνω στο κρεσέντο κοκκαλώνει μέσα μου και τελειώνει βογκώντας δυνατά. Τραβιέται από μέσα μου και μου ρίχνει μια τελευταία σιγανή στον αριστερό γλουτό. Ξαπλώνει δίπλα μου και κάνει να μ’ αγκαλιάσει.

«Εχμ, μισό λεπτάκι, με ειδοποιούν απ’ το control…» του λέω και φεύγω σίφωνας για το μπάνιο.

Δε λέω, ωραίο ήταν αλλά στο τέλος ένιωσα σα να μου κάνουν κλύσμα. Γελάω στη σκέψη, δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Αφού τελειώνω κάνω ένα γρήγορο ντουζ και επιστρέφω στο κρεββάτι τυλιγμένη σε μια πετσέτα, και έχουμε αλλαγή βάρδιας, κάνει και αυτός το ντουζάκι του και επιστρέφει.

«Να σου εξομολογηθώ κάτι;» με ρωτάει.
«Θα σε δείρω;» τον ρωτάω πειρακτικά.
«Μπορείς να προσπαθήσεις!» μου απαντάει στο ίδιο ύφος. «Αυτό… αυτό που κάναμε, το φαντασιώνομαι εδώ και πολλά χρόνια!»
«Κάπως δεν εκπλήσσομαι καθόλου, καλά σε είχα κόψει για μεγάλο μαλάκα!» του λέω και βάζει τα γέλια.
«Είσαι απίθανη ρε Μπίλι» μου λέει ακόμα γελαστός.
«Γι’ αυτό μ’ αγαπάς!»
«Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου»

Μου ανοίγει την αγκαλιά του και χώνομαι μέσα της, και είναι η πιο υπέροχη αγκαλιά του κόσμου, γιατί κανείς δεν είναι σαν τον Μάριο μου.

Είναι δικός μου και είμαι δική του, είναι ο Μάριος μου και είμαι η Μπίλι του.


Σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι

Είναι κανένας μήνας που είπαμε επιτέλους στους γονείς μας ότι είμαστε ζευγάρι και ένας νταμπλάς τους ήρθε, να τα λέμε αυτά. H αλήθεια είναι πως ήμασταν τόσα χρόνια φίλοι που οι γονείς και των δυο μας πίστευαν ότι βλέπουμε ο ένας τον άλλον σαν αδέρφια. Ναι, καμία σχέση. Έχουμε τελειώσει με την εξεταστική μας, και οι δύο με εξαιρετικούς βαθμούς, ο Μάριος μέχρι στιγμής έχει πάνω από 9,7 μέσο όρο ενώ εγώ είμαι λίγο παρακάτω, στο 9,5. Όπως είχε προβλέψει, στα μαθήματα που δίδασκαν οι γονείς του μας πήγαν πίπα-κώλο, και αν τολμούσαμε ας μην παίρναμε αμφότεροι δεκάρια. Όλα καλά, καμία πίεση, αλλά όσο περίμενα την κυρία Χριστίνα να αναρτήσει την βαθμολογία στη «Μηχανική Β» -ούτε για αστείο να πάω να τη ρωτήσω και ας μένει στο διπλανό σπίτι και την βλέπω σχεδόν κάθε μέρα- είχα χεστεί πάνω μου, σχεδόν ένιωθα το ίδιο άγχος με πέρσι τον Ιούλη που περίμενα τη βαθμολογία των πανελληνίων.

«Το τσίμπησες το δεκαράκι σου» μου λέει ο Μάριος ξαφνιάζοντάς με καθώς θαυμάζω τον πίνακα των αποτελεσμάτων, μόνο εγώ έχω δεκάρι και οι υπόλοιποι -όσοι δηλαδή το έχουν περάσει- έχουν από οχτώ και κάτω, η κυρία Χριστίνα δεν αστειεύεται.
«Ας έκανα κι αλλιώς!»
«Εμένα μου λες; Εμένα παραλίγο να μου κόψει μονάδα ο πατέρας μου επειδή έκανα ορθογραφικό λάθος στη Μηχανική ρευστών. Ξέρεις τι άκουσα;»
«Σκληρός καργιόλης!» του λέω μη γνωρίζοντας ότι εκείνη τη στιγμή γεννιόταν η φράση μύθος.
«Ναι αλλά μη του το πεις!» μου λέει βάζοντας τα γέλια.
«Για τρελούς ψάχνεις; Ωραία, τελειώσαμε με τον έναν πεθερό, one to go»
«Καλά θα περάσεις» με προειδοποιεί.
“Don’t I know that?” του λέω ξεφυσώντας. «Του χρόνου αυτά, επιτέλους διακοπές!»
«Δεν είναι γαμάτο να μην έχεις να δώσεις κανένα μάθημα το Σεπτέμβρη;»
«Γι’ αυτό μας έγινε η σούφρα να!» του απαντάω.
«Ε, σε βοήθησα κι εγώ λίγο σ’ αυτό!» με πειράζει.
«Ρε άντε στο διάολο!» του λέω και βάζω τα γέλια.

Από εκείνη την ημέρα στο γαμηστρώνα, αν και όχι συχνά, είχε προστεθεί και το παρά φύσιν στο ερωτικό μας ρεπερτόριο, αλλά υπήρξαν και οι φορές που ξεκινήσαμε αλλά το σταματήσαμε γιατί δεν άντεχα τον πόνο, δεν ξέρω, κάποιες φορές με ξετρελαίνει η πράξη, άλλες φορές είναι meh και το κάνω μόνο και μόνο επειδή αρέσει στο Μάριο, αλλά είναι μερικές φορές αδερφάκι μου που δεν αντέχεται με τίποτα. Την πρώτη φορά που συνέβη αυτό δεν είχα πει τίποτα αλλά ο Μάριος το κατάλαβε και άκουσα τον εξάψαλμο, οπότε του υποσχέθηκα ότι όποτε νιώθω ότι δεν αντέχω θα του το λέω και εκείνος θα σταματάει αμέσως. Οκ, το παραδέχομαι, μια-δυο φορές, και μη θέλοντας να του το χαλάσω, έκανα την πάπια αλλά γενικά όταν νιώθω ότι …δεν, απλά του το λέω και σταματάει αμέσως, και ποτέ μα ποτέ δεν παραπονέθηκε, ούτε έδειξε να δυσανασχετεί.

«Δε μου λες, μαμαζέλ, μιας και ανέφερες τις διακοπές, έχεις καμιά καλή ιδέα για φέτος;»
«Αμέ, αλλά θα ήθελα να πάμε οι δυο μας, όπως το Μάη που πήγαμε Ναύπλιο»
«Θα συμφωνήσω μαζί σου, καλή η παρέα, αλλά ρε παιδί μου το να μην έχεις ανάγκη κανέναν για να κάνεις το πρόγραμμά σου είναι ακόμα καλύτερο. Για πες, για πού λες;»
«Σαντορίνη έλεγα!»
«Χμμμ, εξαιρετική ιδέα!»
«Ωραία, να το κανονίσουμε ωστόσο από τώρα γιατί αν τρέχουμε τελευταία στιγμή θα τα εισπράξουμε!»
«Ναι, γιατί όχι; Ωραία, αύριο το πρωί με τον καφέ να κάνουμε τα τηλεφωνήματά μας!»
«Το βράδυ τι θα κάνουμε; Να πάρω κανένα τηλέφωνο την Κατερίνα;»
«Ναι αμέ, πες της άμα είναι πως θα πάμε να πάρουμε εμείς το Θανάση από το Νέο Ψυχικό, έλεγα να πάμε για καμιά μπυρίτσα στο Χαλάνδρι»
«Ωραία, θα την πάρω με το που γυρίσουμε σπίτι»

Γυρνάμε στα σπίτια μας και παίρνω την Κατερίνα για να συνεννοηθούμε. Το βραδάκι βγαίνουμε οι τέσσερίς μας για ποτό στο Χαλάνδρι αλλά γύρω στα μεσάνυχτα το διαλάμε, καθώς το πρωί μου ήρθε περίοδος και την πρώτη μέρα οι ενοχλήσεις είναι πιο έντονες, παρόλο που σε σχέση με αυτό που περνάνε άλλα κορίτσια, όπως για παράδειγμα η ίδια η Κατερίνα, είναι βόλτα στο πάρκο. Ο Μάριος έχει ορεξούλες αλλά εγώ δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση και έτσι πάμε σπίτια μας. Ουφ, δε μου αρέσει να τον αφήνω έτσι, με κάνει να αισθάνομαι άσχημα μέσα μου, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ποτέ δεν παραπονέθηκε. Δεν ξέρω… ή μάλλον ξέρω, ο Μάριος είναι ο μόνος άνθρωπος του οποίου τα θέλω είναι πέρα και πάνω από οτιδήποτε δικό μου, αλλά καμιά φορά όσο και αν το πνεύμα είναι πρόθυμο δεν αρκεί… και μετά κάθομαι και βράζω μονάχη στο ζουμί μου.

Το πρωί ξυπνάω γύρω στις 11:00 και πηγαίνω στο σπίτι του Μάριου που κοιμόταν και άργησε να απαντήσει το κουδούνι. Είναι ντυμένος με ένα μποξεράκι και κουτουλάει, τον στέλνω στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του και να πλύνει τα δόντια του και πάω να μας φτιάξω καφέ, τόσα χρόνια έχουμε τόση οικειότητα ο ένας με το σπίτι του άλλου όση με το δικό μας. Ετοιμάζω τους φραπέδες μας, έχουμε τα ίδια γούστα στη ζάχαρη αλλά ο Μάριος τον προτιμάει με λίγο περισσότερο γάλα, και μέχρι να τελειώσει με την πρωινή του τουαλέτα, έχω φτιάξει τους καφέδες και τον περιμένω στο σαλόνι.

«Καλημέρα μωρό μου» του λέω και μου δίνει ένα πεταχτό φιλάκι στο στόμα.
«Καλημέρα Μπίλι μου» μου απαντάει και καθόμαστε και πίνουμε τα καφεδάκια μας φλυαρώντας.

Πέρσι είχαν πάει κάποιοι συμφοιτητές του διακοπές στη Σαντορίνη και έτσι μερικά τηλεφωνήματα αργότερα έχουμε και τα τηλέφωνα διάφορων καταλυμάτων αλλά και πρακτορείων. Ο Μάριος ξεκινάει τα τηλεφωνήματα και εκεί ξυπνάει το διαολάκι μέσα μου και αποφασίζω να του κάνω έκπληξη, δίνοντάς του σήμερα αυτό που δεν είχα διάθεση χθες. Πλέον έχουμε ξεπεράσει τη φοβία μας μη μας πιάσουν στα πράσα, τουλάχιστον στο σπίτι του, μέχρι και έρωτα έχουμε κάνει, οπότε την πίπα μπορείς να την πεις και business as usual. Βέβαια ο Μάριος δεν περίμενε κάτι τέτοιο, πόσο μάλλον την ώρα που μιλούσε στο τηλέφωνο, αλλά και μόνο η φάτσα του όταν γονάτισα μπροστά του και του κατέβασα το μποξεράκι, ήταν priceless, και προς στιγμή τα χάνει.

«Τι κάνεις εκεί;» με ρωτάει με μια δόση πανικού, σκεπάζοντας το ακουστικό.
«Εσύ τι λες ότι κάνω;» του απαντάω πειρακτικά και τον παίρνω στο στόμα μου και για μερικές στιγμές τον αφήνω μαλάκα. Βέβαια, τυπικά μιλώντας, μαλάκα θα τον άφηνα αν το σταματούσα εκεί, αλλά δεν έχω καμία τέτοια πρόθεση. Ο Μάριος ακόμα με κοιτάει καλά-καλά έχοντας σκεπασμένο το ακουστικό, οπότε σταματάω. «Εσύ τη δουλειά σου» του λέω και τον παίρνω και πάλι στο στόμα.

Ναι, αν και η αλήθεια είναι ότι στην αρχή μια δυσκολία στη συνεννόηση την είχε, δεν τον χάλασε καθόλου τον κύριο, αυτό θα του έλειπε. Είχα μάθει με τα πολλά να τον παίρνω όλο στο στόμα μου και η περιποίηση που του πρόσφερα σήμερα ήταν έξτρα σπέσιαλ, τον ξετρέλαινε όταν τον έγλειφα με τη γλώσσα από τη βάση μέχρι το κεφαλάκι, και σήμερα τον έκανα να πει το δεσπότη Παναγιώτη. Τελικά δεν άντεξε, με γράπωσε από τα μαλλιά και με πίεσε με τόση ένταση που κόντεψε να μου φτάσει μέχρι το στομάχι, αλλά κυρία εγώ, αφού κατάφερα να μην πνιγώ -και το κυριότερο να μην του κόψω κανένα κομμάτι- συνέχισα το θεάρεστο έργο μου ενώ ο Μάριος προσπαθούσε να διαπραγματευτεί τις τιμές. Εδώ και καιρό είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πότε κοντεύει να φτάσει σε κορύφωση και δε διαψεύστηκα, έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο και έπιασε το κεφάλι μου και με τα δυο του χέρια, και ευτυχώς που είναι πρωί και οι από πάνω έλειπαν, γιατί δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα βογγητά του καθώς τελείωνε στο στόμα μου, και όχι τίποτε άλλο, είχαμε να αμαρτάνουμε κάμποσες μέρες και κόντεψε να με πνίξει.

«Θα με τρελάνεις εσύ!» μου είπε προσπαθώντας ακόμα να βρει τις ανάσες του.
«Έχεις χάσει τη φόρμα σου» του λέω. «Που πήγε ο μαλάκας που αγάπησα; Να με πνίξεις κόντεψες!» του λέω και βάζει τα γέλια.
«Σ’ αγαπάω!» μου λέει και με βοηθάει να σηκωθώ.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου πολύ-πολύ, και ο θεός να με κάψει αν παραπονεθώ, αλλά τράβα και καμιά παχιά ρε αδερφάκι μου, τι τα μαζεύεις;» του λέω και ξαναβάζει τα γέλια.
«Για να μου λες όπως τις προάλλες ότι ήταν ύποπτα λίγα;»
«Εμ, δεν το κλείνω το ρημάδι μου ο μαλάκας!» του λέω γελώντας, πράγματι του το είχα πει σε μια προηγούμενη πίπα.
«Αυτή είναι η ιδέα μωρό μου» με πειράζει και βάζω με τη σειρά μου τα γέλια.
«Δε μου λες, πέτυχες καμιά καλή τιμή ή θα πονέσουν τα κωλαράκια μας;»
«Το δικό σου θα πονέσει για άλλους λόγους» μου λέει πειρακτικά αλλά μετά σοβαρεύει. «Δεν ήταν ιδιαίτερα φτηνό αυτό που έκλεισα αλλά μην σε ανησυχεί αυτό, εσύ όσα έχεις στο budget σου, τα υπόλοιπα τα καλύπτω εγώ!»
«Κατάλαβα…» τον πειράζω «τα υπόλοιπα σε είδος!»
«Γαμώτο, με πήρε πρέφα!»
«Γι’ αυτό μου λες ότι θα πονέσει το κωλαράκι μου μωρή λινάτσα;»
“I’m pleading the fifth” μου λέει και κάνει ότι σφυρίζει αδιάφορα.
«Έκλεισες τάφο ρε;» του λέω και του ορμάω και για λίγη ώρα παλεύουμε και προσπαθούμε να γαργαλήσουμε ο ένας τον άλλον αλλά, όπως πάντα, λίγες στιγμές αργότερα βρίσκομαι στο πάτωμα με τον Μάριο από πάνω μου.
«Παραδίνεσαι;»
«Ποτέ!» του κάνω προσπαθώντας να ξεφύγω και αρχίζει και με γαργαλάει μέχρι που κόντεψα να κατουρηθώ πάνω μου. «Παραδίνομαι! Παραδίνομαι» του λέω κάποια στιγμή που με άφησε να βρω τις ανάσες μου. «Βρε καυλοράπανο;» τον ρωτάω νιώθοντας τον ερεθισμό του.
“Guilty as charged” μου λέει και η αλήθεια είναι ότι κι εγώ είμαι τρελά ερεθισμένη.

Τον τραβάω πάνω μου και αρχίζουμε και φιλιόμαστε σα να μην υπάρχει αύριο και λίγες στιγμές αργότερα με σηκώνει και με πάει στο δωμάτιό του. Με γυρνάει να του έχω πλάτη και με χουφτώνει δυνατά στα στήθη ενώ ταυτόχρονα με φιλάει στο σβέρκο. Μου βγάζει τελείως τη μπλούζα και μένω γυμνή από πάνω και μετά μου κατεβάζει τελείως το σορτσάκι και το εσώρουχο.

«Έχω περίοδο!»
“Don’t care” μου λέει και με βάζει και σκύβω πάνω στο γραφείο του.

Με πιάνει από τη μέση και χωρίς πολλά-πολλά μπαίνει μέσα μου κάνοντάς με να ξεφωνίσω από την ηδονή, και όπως είναι και η δεύτερη μέρα της περιόδου μου που τα πονάκια υποχωρούν και με πιάνουν τρελές ορέξεις, την ακούω στέρεο. Δεν φοράει προφυλακτικό, καθώς δεν κινδυνεύουμε για τις επόμενες μέρες από ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, και η αίσθηση του οργάνου του χωρίς αυτό μέσα στον κόλπο μου μού κόβει σχεδόν την ανάσα. Έχοντας προηγηθεί πίπα έχει μεγάλη αντοχή και παρόλο που έχει επιταχύνει το ρυθμό του, έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας, και φωτιά να πέσει να με κάψει αν παραπονεθώ. Που και που μου ρίχνει και μερικές δυνατές ξυλιές στο κωλαράκι. Μου άρεσε πολύ όταν το έκανε αυτό, και από εκείνη τη βραδιά στο γαμηστρώνα, την ημέρα των γενεθλίων μου, είχε μπει στο παιχνίδι, καθώς όσο μου άρεσε εμένα να τις τρώω, άλλο τόσο του άρεσε κι εκείνου να μου τις ρίχνει.

Σταματάει λίγο, ίσα για να ανοίξει το air-condition, γιατί όπως έχουμε κλειστά τα παράθυρα για να μην ακουστούμε στο δρόμο θα σκάσουμε, και ξαναμπαίνει μέσα μου αυξάνοντας ακόμα περισσότερο το ρυθμό του. Κάποια στιγμή με γραπώνει από τα μαλλιά και με τραβάει προς τα πίσω και κάπου εκεί αρχίζω να πιάνω γραμμή με Βαλχάλα και ο οργασμός μου δεν αργεί να έρθει. Μπορεί να μην κλιμακώνω συχνά με διείσδυση αλλά τις φορές που συμβαίνει, του δίνω και καταλαβαίνει. Λίγες στιγμές αργότερα καρφώνεται και εκείνος για τελευταία φορά μέσα μου και κοκαλώνει τελειώνοντας λίαν θορυβωδώς. Κάθεται ακίνητος μέχρι να αδειάσει τελείως και μετά, ρίχνοντάς μου μια αποχαιρετιστήρια στο δεξί κωλομέρι, τραβιέται από μέσα μου. Με γυρίζει προς το μέρος του και κολλώντας με πάνω του με φιλάει παθιασμένα.

«Εχμ, πάω να πλυθώ!» μου λέει όταν σταματάμε το φιλί, η αλήθεια είναι ότι το όργανό του είναι κατακόκκινο.
«Άντε, πήγαινε» του λέω. «Πάω κι εγώ σπίτι να κάνω ένα ντουζάκι και ν’ αλλάξω σερβιέτα, και μέχρι να τελειώσεις θα έχω επιστρέψει»
«Εντάξει Μπίλι μου» μου λέει και πάει προς το μπάνιο.

Αναστενάζω, μαζεύω από κάτω τα πεταμένα ρούχα μου, ντύνομαι στα γρήγορα και πάω σπίτι μου για να κάνω αυτά που είπα. Όταν φτάνω σπίτι διαπιστώνω ότι στη σερβιέτα έχει τρέξει και σπέρμα, καλά έχει πάει αυτό. Κάνω το ντουζάκι μου και αλλάζοντας και εσώρουχο, ντύνομαι και επιστρέφω στο σπίτι του, όπου περνάμε όλο το υπόλοιπό μας πρωινό ακούγοντας μουσική και συζητώντας περί ανέμων και υδάτων.
⇽∙⇾
Έχει έρθει Αύγουστος και έχουμε κατέβει στο λιμάνι για να πάρουμε το καράβι και ο Μάριος έχει απίθανα κέφια και από τη στιγμή που ανεβήκαμε στο τραίνο μέχρι και τώρα που ετοιμαζόμαστε να επιβιβαστούμε του έχει κολλήσει το «Κρουαζιέρα θα σε πάω» και μου έχει πάρει τ’ αφτιά. Τι να τον κάνω που τον αγαπάω το μπαγάσα;

Αααα, κρουαζιέρα θα σε πάω
Αααα, γιατί σε νοιάζομαι και σ’ αγαπάω
Αααα, Μύκονο και Σαντορίνη
Αααα, σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι

«Να σου κατεβάσω το παντελόνι να πάμε πιγκουϊνάτο;»
«Αν θέλεις να σε κλάψει η μανούλα σου γιατί δεν προτιμάς κάτι πιο απλό, πχ στρυχνίνη;»
«Τι πλάκα θα είχε έτσι;» μου λέει και μου σκάει μέσα στον κόσμο μια σφαλιάρα στον κώλο.
«Βρε κάτσε ήσυχα και είμαστε σε κόσμο!»
«Ποτέ! Οι άλλοι μπορούν να θαυμάζουν το κωλαράκι σου από μακριά, εγώ όχι!» μου λέει και μου σκάει μία ακόμα πιο δυνατή, κάνοντάς με σχεδόν να χοροπηδήσω.
«Μάριε!!!!» του λέω προσπαθώντας να τον συμμαζέψω αλλά η αλήθεια είναι ότι από μέσα μου χαμογελάνε ακόμα και τα μεταφορικά μου μουστάκια.
«Μια ζωή την έχουμε και αν δεν την γλεντήσουμε τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε;» αρχίζει και τραγουδάει.
«Ρε τι έχεις πιει; Θέλω κι εγώ!»
«Πάω διακοπές στη Σαντορίνη με το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου που το αγαπάω από μικρό παιδί! Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου! Τίποτα δεν έχω πιει, είμαι πολύ-πολύ-πολύ happy» μου λέει κάνοντάς με να λιώσω.
«Σ’ αγαπάω!» του λέω.
«Εγώ να δεις!» μου κάνει και μου ρίχνει άλλη μια σφαλιάρα στο κωλαράκι, ο άτιμος!

Νομίζω περιττεύει να πω πώς καταφέραμε και γίναμε θέαμα, αλλά δε βαριέσαι, σάμπως μας ξέρανε ή τους ξέραμε; Μπορεί να ήμουν πιο συγκρατημένη αλλά συμμεριζόμουν πλήρως τον ενθουσιασμό του, για δέκα μέρες θα ήμασταν μαζί όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα και θα μπορούσαμε να κοιμηθούμε και αγκαλίτσα, κάτι που από το Πήλιο και μετά δεν θα το αντάλλαζα ούτε για όλους τους θησαυρούς του κόσμου. Μπορεί να είμαι ακόμα δεκαεννιά και κάτι, ωστόσο δε μπορώ να διανοηθώ τη ζωή μου χωρίς την παρουσία του, τον θυμάμαι σχεδόν από τότε που άρχισα να θυμάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν αστειεύομαι, έχω ελάχιστες μνήμες πριν τα πέντε μου και τον Μάριο τον γνώρισα πέντε χρονών και κάτι, ένα απόγευμα που ήρθε ο πατέρας μου και με πήρε από τον παιδικό σταθμό και τον είδα να κάθεται στα σκαλιά του σπιτιού μας και να βλέπει τα υπόλοιπα αγόρια να παίζουν μπάλα.
⇽∙⇾
«Μάριε, πόσα έδωσες;» τον ρωτάω με το που μπαίνουμε στο δωμάτιο που νοικιάζουμε. Δηλαδή τι δωμάτιο, κανονικό δυάρι είναι, με ξεχωριστό υπνοδωμάτιο, σαλόνι, και μια τεράστια μπανιέρα, και όχι μόνο αυτό, έχει μέχρι και infinity pool με Α-Π-Ι-Σ-Τ-Ε-Υ-Τ-Η θέα.
«Να μη σε νοιάζει!» μου απαντάει. «Είναι οι πρώτες μας πραγματικές διακοπές που πάμε μόνοι, τις διήμερες εκδρομές δεν τις λογαριάζω, θέλω να μας μείνουν αξέχαστες»
«Δε λέω βρε μωρό μου, αλλά μην ξεπαραδιαστούμε κιόλας!»
«Ου φροντίς!» μου κάνει, και η αλήθεια είναι ότι η οικογένειά του είναι πολύ ευκατάστατη οικονομικά. «Και άλλωστε είπαμε, θα το ξεπληρώσεις σε είδος!» μου λέει πειρακτικά!
«Θα σου έλεγα τίποτα βαρύ τώρα…» του λέω.
«Αλλά…;» συνεχίζει το πείραγμα.
«Αλλά… έχω ορεξούλες!» του λέω και του ορμάω. Ούτε στο κρεββάτι δεν καταφέραμε να φτάσουμε, κάναμε έρωτα στο πάτωμα.
⇽∙⇾
Περάσαμε υπέροχα δέκα μέρες, γυρίσαμε όλο το νησί, ξενυχτούσαμε κάθε βράδι και σε διαφορετικό κλαμπ, πίναμε τα καφεδάκια μας στην ιδιωτική πισίνα, μέχρι και δημόσιο σεξ κάναμε. Ήταν η τρίτη μας νύχτα και έχουμε γίνει ντίρλα από τα ποτά. Γυρίζουμε στο δωμάτιο και επειδή κάνει πολύ ζέστη, τα πετάμε και οι δυο και πάμε και καθόμαστε στην πισίνα. Φέτος, και για πρώτη φορά μετά από πέρσι και το μπάνιο μας στον μικρό Ασέληνο, κατόπιν επιμονής του Μάριου, έχω αρχίσει και κάνω μπάνιο τόπλες. Η αλήθεια είναι ότι νιώθω μια ενόχληση από τα βλέμματα που τραβάω αλλά από την άλλη, του Μάριου του αρέσει τόσο πολύ και όπως είπα και πριν, είναι ο μόνος άνθρωπος τα θέλω του οποίου βάζω πέρα και πάνω απ’ οτιδήποτε δικό μου. Όπως και να έχει δεν βουτάμε για πρώτη φορά τελείως τσίτσιδη στην πισίνα, άλλωστε οι δυο μας είμαστε, αλλά όλες τις φορές ήμασταν φρόνιμοι καθότι το μπαλκόνι είναι σε δημόσια θέα.

Ε, ναι, σήμερα δεν είμαστε, καθόλου όμως, χωρίς να δώσω τον παραμικρό λογαριασμό, τον βάζω και κάθεται στο πεζούλι με τα πόδια μέσα στην πισίνα και τον παίρνω στο στόμα μου. Παρά το γεγονός ότι έχουμε κλείσει τα φώτα η σκέψη του ότι αυτό γίνεται δημοσίως μας έχει κάνει και τους δύο πύραυλους. Ξεκινάω με σκοπό να τον κάνω να τελειώσει στο στόμα μου αλλά ο Μάριος έχει άλλες ιδέες. Με σταματάει και βουτάει και εκείνος στην πισίνα και με παίρνει και στεκόμαστε στην άλλη άκρη της πισίνας, που βλέπει στο γκρεμό. Με γυρίζει να του έχω πλάτη και χουφτώνοντάς μου τα στήθη αρχίζει να μου τα μαλάζει δυνατά, φιλώντας με ταυτόχρονα στο σβέρκο.

«Σε θέλω» του λέω έχοντας χάσει τα αυτά και τα πασχάλια. «Σε θέλω μέσα μου!» Αντί απάντησης οδηγεί προσεκτικά το όργανό του μέσα στον κόλπο μου και αρχίζει να κινείται. Μπορεί να είμαι ντίρλα αλλά δεν είμαι τόσο ντίρλα! «Μωρό μου δεν έχεις φορέσει προφυλακτικό»
“Guess why!” μου ψιθυρίζει χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσει να μπαινοβγαίνει, και το υπονοούμενο με κάνει να ερεθιστώ ακόμα περισσότερο. «Θέλω το κωλαράκι σου» μου δηλώνει, πάλι ψιθυρίζοντας ερεθισμένος.
«Ό,τι θες εσύ» του απαντάω στον ίδιο ακριβώς τόνο.

Ο Μάριος τραβιέται από μπροστά μου και τον ακουμπάει πίσω μου και σφίγγω τα δόντια στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου, πάντα με πονάει στην αρχή ακόμα και όταν μετά το ευχαριστιέμαι. Μου κλείνει το στόμα και τον βυθίζει σιγά-σιγά μέσα μου, ο σφικτήρας μου του παραδίνεται κάνοντάς με σχεδόν να βελάξω, πονάει, πονάει πολύ, αλλά να με πάρει ο διάολος αν τον σταματήσω. Ναι… είναι μία από αυτές τις φορές που θα κάνω την πάπια. Όχι… δεν το μετανιώνω. Ο Μάριος δεν έχει καταλάβει πόσο με πονάει και έτσι όπως είναι και τέρμα ερεθισμένος, σχεδόν καρφώνεται μέσα μου στην κάθε του κίνηση. Κάποια στιγμή ο πόνος αρχίζει να υποχωρεί και μπορεί σήμερα να μην είναι από τις φορές που το ευχαριστιέμαι κι εγώ, ωστόσο το ευχαριστιέται εκείνος και αυτό είναι αρκετό για μένα.

Κλείνω τα μάτια μου και αφήνομαι μόνο στην αίσθηση της αφής και της ακοής, έτσι όπως με κρατάει αυτή τη στιγμή από τα στήθη μπαινοβγαίνοντας μέσα μου, και όπως ακούω τις κοφτές του ανάσες και τους στεναγμούς της ηδονής του. Επιταχύνει κι άλλο το ρυθμό του, τα χέρια του σφίγγουν τα στήθη μου ακόμα πιο δυνατά, και ξαφνικά καρφώνεται όλος μέσα μου και μένει ακίνητος και με ένα δυνατό βογγητό τελειώνει βαθιά μέσα στο κωλαράκι μου. Καθόμαστε για μερικές στιγμές τελείως ακίνητοι και νιώθω τις δονήσεις του οργάνου του μέσα μου, μέχρι που τελικά σταματάει. Με φιλάει τρυφερά στο σβέρκο και τραβιέται απαλά από μέσα μου.

«Σου άρεσε μωρό μου;» τον ρωτάω.
«Πολύ!» μου απαντάει σχεδόν ξέπνοος.
«Αξέχαστες διακοπές ήθελε ο Μάριος μου, αξέχαστες διακοπές θα έχει» του λέω και με τραβάει πάνω του και φιλιόμαστε σα να μην υπάρχει αύριο.
⇽∙⇾
Το απόγευμα της τελευταίας μέρας μας στο νησί έχει συννεφιά και ασορτί με τον καιρό είναι και η μελαγχολική μου διάθεση στη σκέψη της επιστροφής στην πεζή καθημερινότητα. Ο Μάριος μου ζητάει να με βγάλει μια φωτογραφία, εκεί στην παραλία, και προσπαθώ να χαμογελάσω γιατί δε θέλω να του χαλάσω τη διάθεση. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, φαντάζομαι ότι θα το διαπιστώσουμε όταν εμφανιστούν οι φωτογραφίες. Δε βαριέσαι, ακόμα και αν δεν βγήκε καλή, θα τραβήξουμε άλλες, το μέλλον είναι δικό μας!


1995

Τα πρόστυχα τα μαύρα τα εσώρουχά σου

Σήμερα και για πρώτη φορά στη ζωή μου έβαψα τα νύχια μου, για την ακρίβεια με πήγε η Κατερίνα σε μια μανικιουρίστα και μου τα έκανε. Όπως πάντα γκρίνιαξα και όπως πάντα τελικά αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο. Το βάψιμο λεγόταν γαλλικό, όλο το νύχι σε ένα απαλό ροζ και η κορυφή του σε άσπρο. Και φυσικά μιας και φτιάξαμε τα νύχια πήγαμε και για πέδιλα, και παρόλο που δεν πετάω τη σκούφια μου για τακούνι, πήρα ένα υπέροχο ζευγάρι με λεπτό χαμηλό τακούνι. Μετά με έσουρε να μου δείξει ένα αμάνικο μαύρο midi φόρεμα, που είχε σταμπάρει.

«Ωραίο είναι, θα σου πηγαίνει» της λέω.
«Ναι, δεν είναι για μένα, εσύ θα το πάρεις!»
«Τα ίδια θα έχουμε πάλι;»
«Μπίλι, θα το πάρεις που θα το πάρεις, μη μου τα σκοτίζεις! Πάμε μέσα να το δοκιμάσεις!»
«Ρε ούστ!»
«ΠΑΜΕ ΜΕΣΑ ΤΩΡΑ!» μου λέει τονίζοντας τις λέξεις. Ρε μπελά που βρήκαμε!

Η αλήθεια είναι ότι και πάλι είχε δίκιο, μου πήγαινε πολύ το φόρεμα και ταίριαζε πολύ και με τα πέδιλα.

«Είδες που με γκάστρωσες;»
«Βασικά εσύ με γκάστρωσες, αλλά έχεις δίκιο, το ομολογώ!» της είπα παίρνοντας την απόφαση να αγοράσω και το φόρεμα.

Πληρώνουμε και φεύγουμε να πάμε στην Όαση όπου έχουμε δώσει ραντεβού με το Μάριο ο οποίος δεν έχει έρθει ακόμα. Καθόμαστε στον κήπο και παραγγέλνουμε τα καφεδάκια μας.

«Δε μου λες, τι κανονίσατε με το Μάριο για του αγίου πνεύματος;»
«Δε μου έχει πει, μου το φυλάει λέει για έκπληξη. Α, ήθελα να στο πω, δε θα κάτσουμε μέχρι αργά στο πάρτι, οπότε θα μείνετε μοναχούλια!»
«Γιατί έτσι;»
«Γιατί αφενός μόλις χθες μου τελείωσε η περίοδος και αφετέρου οι γονείς του έχουν πάει Ζάκυνθο και θα κάτσουν όλη την εβδομάδα, οπότε το σπίτι του θα είναι όλο δικό μας!»
«Χαχαχα, μπούτι δε θα σ’ αφήσει να κλείσεις!»
«Ενώ εσύ με τον Θανάση να πούμε έχεις γίνει καλόγρια!»
«Εμένα τουλάχιστον το ποπουδάκι μου είναι αγνό και παρθένο, όχι σαν μερικών-μερικών!»
«Εσύ χάνεις!» την πειράζω.
«Με το Θανάση δε θέλω να μάθω» μου λέει και βάζω τα γέλια. Μου είχε πει ότι είναι αρκούντως προικισμένος, είχε ζοριστεί πολύ τις πρώτες φορές που έκαναν έρωτα, όχι ότι του Μάριου ήταν μικρή και τριανταφυλλένια, αλλά είκοσι πόντοι δεν ήταν με την καμία. «Άσχετο, το καλοκαίρι θα πάτε πάλι σόλο διακοπές;»
«Όχι, φέτος λέμε να σας παίξουμε κι εσάς!»
«Αχ, τι καλοί που είστε, με σκλαβώνετε. Πάντως, κι εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι, εγώ δεν πρόκειται να τα πετάξω!»
«Εντάξει, κι εγώ είχα ζοριστεί λίγο στις αρχές, αλλά, όπως έλεγε και μια ψυχή στην πενταήμερη, δεν τα έχω και κλεμμένα!»
«Ναι, σε είδα στη Ρόδο πόσο ζορίστηκες να γίνεις έργο τέχνης…»
«Νεανικές απερισκεψίες! Εσείς τι θα κάνετε του αγίου πνεύματος;»
«Προσευχή και περισυλλογή, έχουμε και εξεταστική που έρχεται ποδοβολώντας.»
«Γιατί μωρή, εγώ κι ο Μάριος δεν έχουμε;»
«Εσείς είστε φύτουλες, δεν έχετε ανάγκη, λίγο λίπασμα, λίγο ήλιο και είστε μια χαρά!»
«Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου!»
«Κάπως έτσι, αλλά με πολύ καφέ και καθόλου θάλασσα!»
«Αλλά τ’ αγόρι, αγόρι!»
«Ε, στο είπα, θα γαμηθούμε στο διάβασμα!» μου λέει και βάζουμε τα γέλια.
«Αλήθεια, εσύ πού γύρναγες το πρωί;»
«Είχα δουλειές, γι’ αυτό σου είπα να δώσουμε ραντεβού στο δημαρχείο.»
«Τι δουλειές;»
«Αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!»
«Σιγά ρε υπερκατάσκοπε των επτά θαλασσών και των πέντε ηπείρων!» της λέω ειρωνικά και εκείνη την ώρα έρχεται και ο Μάριος να μας βρει κρατώντας δυο τσάντες στο χέρι. «Καλώς το μου» του λέω και σκύβει και μου δίνει ένα πεταχτό φιλάκι.
«Τι κάνετε τσούπρες; Πώς πήγε το ρεκτιφιέ;»
«Δεν χρειάστηκε να τη δείρω πολύ» του απαντάει η Κατερίνα, «κάθισε φρόνιμη και δεν δάγκωσε τη μανικιουρίστα!»
«Για να δω!» μου λέει ο Μάριος και του δείχνω τα χέρια μου και μετά σηκώνομαι όρθια να δει και τα πόδια μου, δεν είχα φορέσει φυσικά τα πέδιλα, αλλά είχα πάει με σανδάλια.
«Σ’ αρέσει;»
«Πολύ! Αμάν ρε κορίτσι μου, πότε θα μάθεις να την ακούς την Κατερίνα;»
«Αυτό της λέω κι εγώ!» σιγοντάρει ο έτερος Καπαδόκης.
«Δε συμφέρεις, κάθε φορά που με πας επειδή κάτι σου γυάλισε τσούζει μετά ο κώλος μου, έχεις και ακριβά γούστα!»
“You pay peanuts, you buy monkeys!”
«Γιατί, τι πήρατε;» ρωτάει ο Μάριος.
«Πήρα και ένα ζευγάρι χαμηλοτάκουνα πέδιλα και ένα φόρεμα!»
«Έλα χριστέ και παναγία, πήρες φόρεμα;»
«Τι να πω, με απείλησε πολύ πειστικά!» του λέω και βάζει τα γέλια. «Μην ξερογλείφεσαι, υπομονή και θα το δεις το βράδυ!»
«Καλά ντε, δε σου ζήτησα να πας και στην τουαλέτα ν’ αλλάξεις!»
«Ικανό σε είχα!»
«Όχι ότι θα με χαλούσε!»
“Tu m'en diras tant!” του απαντάω ειρωνικά στα γαλλικά το ισοδύναμο του αγγλικού “imagine my surprise”. «Δε μου λες, εσύ τι πήρες;»
«Για μένα πήρα ένα παντελόνι, και για σένα πήρα αυτό!» μου είπε και μου έδωσε την μια τσάντα.
«Τι είναι αυτό;» τον ρωτάω με απορία και πάω να το ανοίξω αλλά με σταματάει.
«Ναι, δε θα έλεγα ότι είναι καλή ιδέα να το ανοίξεις εδώ!» λέει και σκάει στα γέλια και το ίδιο κάνει υπόπτως και η Κατερίνα.
«Εσύ μωρή γιατί γελάς, ξέρεις τι μου πήρε;»
«Κομμάτι…» μου κάνει και βάζει ξανά τα γέλια.
«Πουλάκια μου… αυτές ήταν μωρή οι δουλειές που είχες να κάνεις το πρωί;»
«Όχι, το πρωί πραγματικά είχα δουλειές.»
«Και τότε πώς ξέρεις τι έχει μέσα η τσάντα;»
«Γιατί δεν είναι μόνο δικός σου κολλητός, μωρή! Το παιδί μου ζήτησε βοήθεια προχθές κι εγώ του την πρόσφερα απλόχερα! Και όχι μόνο αυτό, αλλά έχει *και* εξαιρετικό γούστο, θα τα λατρέψεις!»
«Ποια;»
«Τα περιεχόμενα της τσάντας, την οποία καλό θα είναι να μην τα ανοίξεις εδώ, και προπάντων να *μην* τα βάλεις στο πλυντήριο με τα υπόλοιπα ρούχα γιατί βλέπω την Άννα να παθαίνει αποπληξία!» μου λέει χαμογελώντας σκανταλιάρικα.
«Δε θα χρειαστεί, σήμερα τουλάχιστον» λέει ο Μάριος. «Πριν από λίγο τα πήρα από το καθαριστήριο και σας το ορκίζομαι ρε παιδιά, με κοίταξε πολύ περίεργα η ταμίας!» συμπλήρωσε και έβαλε τα γέλια.
⇽∙⇾
Καθίσαμε εκεί μέχρι το μεσημεράκι και όταν γυρίσαμε στα σπίτια μας βρήκα την ευκαιρία να δείξω στη μητέρα μου τα νύχια μου και τα καινούργια μου πέδιλα, για το φόρεμα δεν της είπα τίποτα, ήθελα να της κάνω έκπληξη, και φυσικά για τα εσώρουχα που μου πήρε ο Μάριος, ούτε λόγος!

«Καλά που πήγα και πήρα ψωμί το πρωί, δηλαδή, δε θα έχει μείνει φούρνος για φούρνος στη γειτονιά!» μου λέει πειράζοντάς με. «Φτου-φτου, κούκλα είσαι!»
«Είναι που πήρα από τη μαμά μου» της λέω και την παίρνω αγκαλιά και τις σκάω ένα τρυφερό φιλάκι. «Αλήθεια, τι θα φάμε σήμερα;»
«Μπαρμπούνια, βρήκε κάτι θρεφτάρια ο πατέρας σου άλλο πράγμα!»
«Μην ξεκινήσεις, πάω να αλλάξω και θα έρθω να σε βοηθήσω» της λέω. Βασικά θέλω να της κάνω έκπληξη με το φόρεμα, αλλά μετά όντως σκοπεύω να κάτσω να της κάνω παρέα και να τη βοηθήσω. Πηγαίνω στο δωμάτιό μου και βάζω το φόρεμα και τις γόβες. «Μαμά, κλείσε τα μάτια σου!»
«Γιατί;»
«Κλείσε και θα δεις!»
«Άσε με βρε διάολε γριά γυναίκα!»
«Ε όχι και γριά, μπουμπούκι είσαι! Έλα, κλείσε τα μάτια σου»
«Ορίστε, τα έκλεισα» μου λέει και μπαίνω στην κουζίνα. «Άνοιξέ τα!»

Ανοίγει τα μάτια της και με βλέπει με το φόρεμα και γουρλώνει τα μάτια της.

«Πήρες φόρεμα;»
«Ναι! Δηλαδή η Κατερίνα με έσουρε και πάλι, κλασσικά εικονογραφημένα, αλλά η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε!»
«Αχ, το κοριτσάκι μου έγινε ολόκληρη γυναίκα!» λέει και δακρύζει, η μαμά το έχει εύκολο το κλάμα, καθόλου δε μου έχει μοιάσει. «Ηλία! Ηλία!» λέει φωνάζοντας τον πατέρα μου.
«Τι τρε…» πάει να πει αλλά μένει στη μέση βλέποντάς με το φόρεμα. «Ο χριστός και η παναγία! Βασιλικούλα μου είσαι καλά; Να σου βάλουμε θερμόμετρο;» μου λέει πειράζοντάς με.
«Σ’ αρέσει;»
«Πώς μεγάλωσες έτσι, π’ ανάθεμά σε; Μέχρι χθες ήσουν μισό μέτρο σκατό, πότε πρόλαβες κι έγινες ολόκληρη γυναίκα;»
⇽∙⇾
Όπως είχα πει και στην Κατερίνα, το βράδυ θα πηγαίναμε αρχικά στο πάρτι και μετά στο σπίτι του Μάριου. Όταν φόρεσα τα εσώρουχα που μου πήρε, η αλήθεια είναι ότι στην αρχή στραβοκατάπια, μαύρο ημιδιάφανο δαντελένιο σουτιέν με ασορτί δαντελένιο string, και δεν είχα φορέσει ποτέ στη ζωή μου string. Δεν είμαι ιδεολογικά αντίθετη ούτε με τις φούστες, ούτε με τα σέξι εσώρουχα, απλά βρίσκω τα παντελόνια και τα απλά εσώρουχα πολύ πιο βολικά και είμαι από τους ανθρώπους που αγαπάνε τη βολή τους. Το string με ενοχλεί λιγάκι αλλά τι να τον κάνω που τον αγαπάω τον μούργο και δε μπορώ να του χαλάσω χατίρι;

«Μαμά, μπαμπά, θα αργήσω, έχουμε να πάμε στο πάρτι που κάνει ένας συμφοιτητής μας»
«Ποιος θα οδηγάει;» με ρωτάει ο πατέρας μου.
«Κανείς, ο συμφοιτητής μας μένει κοντά στο ΙΚΑ, με τα πόδια θα πάμε. Λοιπόν πάω να πάρω το Μάριο και φεύγουμε, λογικά μέχρι τις 05:00 θα έχουμε γυρίσει!»
«Να περάσετε όμορφα» μου λέει η μητέρα μου και βγαίνω και πάω δίπλα και χτυπάω το κουδούνι.
«Μπίλι, έλα λίγο μέσα, δεν έχω τελειώσει» μου απαντάει ο Μάριος στο θυροτηλέφωνο. «Κάτσε, τελειώνω το ξύρισμα και έρχομαι» τον ακούω να μου λέει μέσα από το μπάνιο.

Κάθομαι στο σαλόνι και πράγματι μερικά λεπτά αργότερα βγαίνει από το μπάνιο.

«Έτοιμος κι… Θεέ μου» μου λέει και παγώνει. «Θεέ μου, είσαι κούκλα!»
«Σ’ αρέσει;» του λέω χαμογελώντας από το ένα αφτί μέχρι το άλλο.
«Είσαι… είσαι… δεν έχω λόγια!» μου αποκρίνεται και όπως είχα σηκωθεί έρχεται και με παίρνει σφιχτά στην αγκαλιά του και μου δίνει ένα βαθύ φιλί. Απομακρύνεται και με ξανακοιτάζει πάλι από την κορυφή μέχρι τα νύχια. «Εγώ λέω να μην πάμε στο πάρτι!» μου λέει πονηρά!
«Εσύ να είσαι φρόνιμος και να τελειώνεις, μας περιμένει η Κατερίνα!»
“Party pooper!”
«Καλά κάνω!»
«Καλάθια, να μην μου παραπονιέσαι μετά αν σε στρυμώξω πάλι σε καμιά τουαλέτα!»
«Πότε σου παραπονέθηκα βρε αχάριστε;» τον πειράζω. Από εκείνο το φοιτητικό πάρτι που του είχα κάνει πίπα στην τουαλέτα, το είχαμε βρει ως φετιχιστικό παιχνίδι, σε κάθε πάρτι που πηγαίναμε βρίσκαμε ευκαιρία να κλειστούμε στην τουαλέτα και δεν είχαμε μείνει μόνο σε πίπα, είχαμε βγάλει και κάμποσες φορές τα μάτια μας.
«Τα φόρεσες αυτά που σου πήρα ή έχεις ακόμα τα ρούχα σου;»
«Τι να σε κάνω που σε αγαπάω; Τα φόρεσα, χθες ήταν η τελευταία μου μέρα!»
«Ω ρε μάνα μου!» λέει ενθουσιασμένος καθώς, σήμερα τουλάχιστον, δε θα χρειαστεί να φορέσει και προφυλακτικό.
«Σάτυρε!»
«Λοιπόν, πάμε γιατί αν συνεχίσουμε την κουβέντα δε μας βλέπω να φεύγουμε!»

Πήγαμε και πήραμε Κατερίνα και Θανάση και μετά ανηφορίσαμε στο σπίτι που έμενε ο συμφοιτητής μας. Γύρω στις 01:00 βρίσκουμε την ευκαιρία και πάμε στο μπάνιο και ο Μάριος σχεδόν μου ορμάει, αλλά η αλήθεια είναι πως και του λόγου μου είμαι φοβερά ερεθισμένη. Ψαχουλευόμαστε για λίγη ώρα και μετά με βάζει να γονατίσω και να τον πάρω στο στόμα μου. Βασικά άλλο θέλαμε και οι δύο αλλά ούτε προφυλακτικά έχουμε φέρει μαζί μας και ούτε φυσικά φοράω σερβιετάκι, το εσώρουχο δεν είναι για τέτοια, οπότε προς το παρόν περιοριζόμαστε στην πίπα, και ήταν ήδη τόσο ερεθισμένος που δεν μου πήρε ούτε πεντάλεπτο για να τον κάνω να τελειώσει, και ήταν και πάλι σεβαστή η ποσότητα που χρειάστηκε να καταπιώ, τρομάρα του!

«Πού χαθήκατε εσείς;» με ρωτάει η Κατερίνα με το που γυρνάμε.
«Άμα σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω» της απαντάω και βάζει τα γέλια, τόσα χρόνια φίλες δεν έχουμε μεταξύ μας μυστικά. Βέβαια δεν είναι μόνο δική μου κολλητή, είναι και του Μάριου, αλλά εντάξει, υπάρχουν και κάποια πράγματα που τα κοριτσάκια τα λέμε μόνο μεταξύ μας.

Γύρω στις δύο τους καληνυχτίζουμε, Κατερίνα και Θανάσης θα κάτσουν και άλλο, και επιστρέφουμε στο σπίτι του Μάριου, όπου ο ποδολάγνος μέσα του ξεσάλωσε!

«Εχμ, είμαι και η υπόλοιπη εδώ» του λέω κάποια στιγμή. Αν και στην αρχή μου είχε φανεί περίεργο, είχα αρχίσει να το συνηθίζω, και δεν λέω, μου άρεσε που μου πιπιλούσε και μου έγλειφε τα δάχτυλα αλλά σήμερα ειδικά το είχε παραξηλώσει.

Ναι, δε με άφησε παραπονεμένη, να τα λέμε αυτά, μωρέ μ’ έβαλε κάτω και μου άλλαξε τα φώτα. Δεν είχα βγάλει το φόρεμα, ήμουν ακόμα καθιστή στο κρεββάτι, όπως μου είχε ζητήσει, και τόση ώρα που ήταν γονατισμένος γλείφοντάς μου τα δάχτυλα, απόρησα πως δεν τον είχε πιάσει η μέση του. Μου ζητάει να σηκωθώ και να φορέσω ξανά τα πέδιλά μου και στην αρχή δεν καταλαβαίνω το γιατί, η ιδέα είναι να βγάλουμε τα ρούχα μας, όχι να τα βάλουμε. Βέβαια, όταν σηκώθηκε και ήρθε από πίσω μου και άρχισε να με φιλάει στο σβέρκο μαλάζοντάς μου δυνατά τα στήθη πάνω από το φόρεμα, το έπιασα το υπονοούμενο.

Καθώς το φόρεμα είναι ανοιχτό και επιτρέπει ζογκλερικά, μου το σηκώνει και με βάζει να σκύψω πάνω από το γραφείο του. Γονατίζει και πάλι, και τραβώντας ελαφρά το στρινγκάκι αρχίζει και με γλείφει από πίσω και ταυτόχρονα έχει περάσει το χέρι του μπροστά και με παίζει, κάνοντάς με πύραυλο. Με βάζει να γονατίσω και πάλι και να τον πάρω στο στόμα μου για λίγη ώρα και μετά με σηκώνει και με βάζει και πάλι να σκύψω πάνω από το γραφείο, όπου μου σηκώνει και πάλι το φόρεμα και αυτή τη φορά μου κατεβάζει το στρινγκάκι.

«Σιγά-σιγά μωρό μου» του λέω έχοντας πολύ καλή ιδέα του τι ήθελε να κάνει, του αρέσει πολύ να με παίρνει από πίσω και δε θέλω να τον παρασύρει ο ενθουσιασμός του. Όσο και αν μου αρέσει να του δίνομαι με τον τρόπο που επιθυμεί, το από πίσω πονάει στην αρχή και θέλει τη ρέγουλά του.
«Θα προσέχω μωρό μου» με διαβεβαιώνει. «Και έχω και αυτό!»
«Ποιο;» τον ρωτάω.
«Πήρα λιπαντικό!» μου λέει μα πριν προλάβω να απορήσω νιώθω το δάχτυλό του σχεδόν να γλιστράει μέσα στο κωλαράκι μου.

Πάντα το έκανε αυτό πριν ξεκινήσει, αλλά σε αντίθεση με το σάλιο ή τα κολπικά μου υγρά, το δάχτυλό του μπαίνει πολύ πιο άνετα μέσα μου. Έχω κλείσει τα μάτια μου και αρχίζω να το απολαμβάνω σε βαθμό που δεν περίμενα, όχι τόσο γρήγορα. Το από πίσω είναι λίγο περίεργο, άλλες φορές με κάνει σχεδόν να βελάξω, κάμποσες φορές έχουμε σταματήσει γιατί απλά δεν άντεχα τον πόνο, άλλες φορές είναι απλά ενοχλητικό και το κάνω μόνο και μόνο γιατί ξέρω πόσο του αρέσει, αλλά υπάρχουν και φορές που μετά από λίγη ώρα αρχίζει να μου αρέσει.

Ε, σήμερα άρχισε να μου αρέσει με το που μου έβαλε σχεδόν το δάχτυλο, κοίτα να δεις τι διαφορά μπορεί να σου κάνει το λιπαντικό, που για να έχουμε καλό ρώτημα από που το πήρε; Θα το μάθω αργότερα, δεν θέλω να τον κόψω τώρα! Τραβάει το δάχτυλό του και ακουμπάει το όργανό του στην πίσω μου τρυπούλα και παρά τον ερεθισμό που νιώθω, κλείνω τα μάτια μου και σφίγγω τα δόντια στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου. Ναι, υπάρχει και πάλι πόνος αλλά είναι ασύγκριτα μικρότερος με τις άλλες φορές, το βογγητό που μου ξεφεύγει δεν είναι πόνου, είναι ηδονής!

«Σε πόνεσα μωρό μου;» με ρωτάει σταματώντας.
«Αν σταματήσεις τώρα βρες λαγούμι να κρυφτείς!» του λέω πειραχτικά.
«Βρε αθεόφοβη!»
«Σκάσε και γάμα με!»
«Μωρέ θα σε κάνω άλογο!» μου λέει και τραβώντας με από τα μαλλιά καρφώνεται πίσω μου.

Το είπε και το έκανε, αυτό έχω να πω, και δεν ήταν μόνο η δύναμη με την οποία καρφωνόταν όλος μέσα μου, πέφταν και τα δυνατά χαστούκια στα κωλομέρια, και αν ήμουν μία φορά πύραυλος πριν, έγινα δέκα. All-in-all απόψε ήταν πολύ μακράν του δεύτερου το καλύτερο από πίσω που είχαμε κάνει ποτέ, και ευτυχώς να λέω, καθώς λόγω της πίπας που είχε προηγηθεί στο πάρτι του πήρε κάμποση ώρα να τελειώσει.

«Σ’ αρέσει μωρό μου;» με ρωτάει αγκομαχώντας.
«Πολύ… πολύ…» του λέω σχεδόν ξεψυχισμένα κάνοντάς τον να επιταχύνει κι άλλο και λίγη ώρα αργότερα, τραβώντας με δυνατά από τα μαλλιά και καρφώνοντάς τον μέσα μου όσο δεν πήγαινε, κάθεται ακίνητος και τελειώνει με ένα παρατεταμένο βογγητό. Τραβήχτηκε και έφυγα τρέχοντας για το μπάνιο αλλά με το που τελείωσα και βγήκα τον βρήκα να με περιμένει έξω από την πόρτα.
«Θέλεις να κάνουμε ντουζάκι;»
«Αμέ!» του λέω χαμογελαστή και γδύνομαι σε χρόνο ρεκόρ, και το ίδιο κάνει και εκείνος.

Στο ντουζ έχει και δεύτερο γύρο, με βάζει και πάλι να σκύψω αλλά αυτή τη φορά μπαίνει μπροστά μου. Δεν κλιμακώνω, σπάνια συμβαίνει αυτό με διείσδυση, αλλά ήταν πολύ όμορφο και το κυριότερο τέλειωσε μέσα μου, και τη λατρεύω αυτή την αίσθηση. Δε βρέξαμε τα μαλλιά μας και έτσι μετά από ένα γρήγορο σκούπισμα πάμε και ξαπλώνουμε γυμνοί στο κρεββάτι του. Μακάρι να μπορούσαμε να ξενυχτίσουμε, λατρεύω να κοιμάμαι και να ξυπνάω στην αγκαλιά του, αλλά δεν πειράζει, θα κάνω υπομονή μια εβδομάδα.

«Δε μου είπες, που θα πάμε του αγίου πνεύματος;»
«Πόζαρ!» μου λέει και σχεδόν χοροπηδάω από τη χαρά μου. Πέρσι, η Κατερίνα με το Θανάση είχαν πάει διακοπές στη Χαλκιδική και βρήκαν μια μέρα ευκαιρία και πήγαν στα Πόζαρ και είχαν ξετρελαθεί. «Έχω κλείσει ξενοδοχείο»
«Αν ναι!!! Υπέροχα!»
«Μόνο που θα πρέπει να μοιράσουμε λίγο την οδήγηση.»
«Κανένα πρόβλημα, μωρό μου!» του λέω ενθουσιασμένη. Ναι, στις αρχές μας φαινόταν λίγο περίεργο που λέγαμε ο ένας τον άλλον μωρό μου, και συχνά βάζαμε τα γέλια, αλλά με τα πολλά το είχαμε συνηθίσει.

Γέρνει πάνω μου και αρχίζει και με φιλάει ενώ τα χέρια του μου χαϊδεύουν απαλά τα στήθη. Φιλιόμαστε για λίγη ώρα και μετά αρχίζει να με γλείφει και να με δαγκώνει απαλά στο λαιμό και στο σαγόνι και συνεχίζει έτσι μέχρι που φτάνει στα στήθη μου, κάνοντάς με και πάλι να ανατριχιάσω από την απίστευτα όμορφη και δυνατή αίσθηση. Μου γλείφει και μου πιπιλάει τις ρόγες εναλλάξ ενώ εγώ τον χαϊδεύω απαλά στα μαλλιά. Σταματάει και συνεχίζοντας τα απαλά δαγκώματα φτάνει μέχρι κάτω, βάζοντας και πάλι φωτιά στα λαγόνια μου.

Παίζει την κλειτορίδα μου με τη γλώσσα και τα χείλη του, ενώ ταυτόχρονα μου μαλάζει δυνατά και τα δυο στήθη και, πότε-πότε, μου τσιμπάει και τις ρώγες, αλλά σε αντίθεση με τις φορές που μου το κάνει αιφνιδιαστικά, κάνοντάς με να τσιρίξω ενώ ο γάιδαρος ξεκαρδίζεται στα γέλια, ο πόνος είναι πιο γλυκός και έχει μια απίστευτα ηδονική χροιά. Το σώμα μου τεντώνεται άθελά μου, νιώθω σα να με διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα.

«Σε θέλω…» καταφέρνω να ψελλίσω. «Μέσα μου… σε θέλω μέσα μου…»

Δεν απαντάει, συνεχίζει για λίγη ώρα το βασανιστικά ηδονικό του παιχνίδι και μετά σταματάει και ανεβαίνει πάνω μου. Αν και σωματικά μ’ ερεθίζει πολύ περισσότερο το να είμαι στα τέσσερα ή να τον καβαλάω, η αλήθεια είναι ότι το να νιώθω το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου και το να μπορώ να τον κοιτάζω στα μάτια την ώρα που με κάνει δική του, δεν συγκρίνεται με τίποτα!

«Κάνε με δική σου μωρό μου!» σχεδόν τον εκλιπαρώ.
«Δική μου… μόνο δική μου» μου λέει τρίβοντάς το όργανό του σαδιστικά στα κάτω μου χείλη.
«Δική σου… μόνο δική σου… είμαι η Μπίλι σου» του λέω και μπαίνει μέσα μου κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένας ηδονικός στεναγμός.

Είναι υπέροχα, υπέροχα! Κινείται μέσα μου χωρίς βιάση και συνεχίζει έτσι για πολλή ώρα. Οι στεναγμοί μου γίνονται βογγητά και όταν αρχίζει να επιταχύνει, τα βογγητά γίνονται αναφιλητά, και μπορεί να μην τελειώνω συχνά με αυτό τον τρόπο, αλλά σήμερα είναι μια από αυτές τις φορές! Το νιώθω, το καταλαβαίνω από τη φωτιά που έχει απλωθεί στα λαγόνια μου και με καίει, το καταλαβαίνω από τους σπασμούς που κάνει άθελά μου το κορμί μου. Κοιταζόμαστε στα μάτια και η ψυχή μου λες και πετάει, η φωτιά γίνεται πυρκαγιά και η πυρκαγιά έκρηξη, είναι τόσο δυνατός ο οργασμός μου που νιώθω σχεδόν την ψυχή μου να μ’ εγκαταλείπει και βυθίζομαι στο σμαραγδένιο των ματιών του.

«Μπίλι μου… Μπίλι μου…» σχεδόν φωνάζει κοκκαλώνοντας μέσα μου.
«Ναι μωρό μου… ναι… η Μπίλι σου… η Μπίλι σου» βρίσκω τη δύναμη να πω ενώ το όργανό του κάνει σπασμούς βαθιά μέσα μου και η αίσθηση χωρίς το προφυλακτικό είναι… είναι απερίγραπτη.

Δεν τραβιέται αμέσως, ξαπλώνει προσεκτικά πάνω μου και χανόμαστε και πάλι σ’ ένα ατελείωτο φιλί.

«Σ’ αγαπάω… Θεέ μου, πόσο σ’ αγαπάω!» μου λέει κοιτάζοντάς με στα μάτια.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Μάριε, σ’ αγαπάω όσο δε φαντάζεσαι, κι άλλο τόσο, κι άλλο τόσο» του λέω χαϊδεύοντας τον τρυφερά στο πρόσωπο.
«Θες σοκολάτα;» με ρωτάει από το πουθενά και βάζω τα γέλια.
«Ναι, γιατί όχι;» του απαντάω χαμογελαστή, και σηκωνόμαστε και οι δύο τσίτσιδοι και πάμε στην κουζίνα μέσα στη μαύρη νύχτα για να φτιάξουμε καλοκαιριάτικα ζεστή σοκολάτα. Και μετά…

Και μετά ακολούθησε και τρίτος γύρος, και τέταρτος, και πέμπτος και έκτος. Μου έδωσε και κατάλαβα, ήταν ακριβώς όπως το είχε προβλέψει η Κατερίνα, μπούτι δεν μ’ άφησε να κλείσω όλο το βράδυ, και απορώ που στο τέλος της βραδιάς μπορούσε να πάρει τα πόδια του, γιατί εγώ, στις 05:00 που έφυγα για να γυρίσω σπίτι, με δυσκολία μπόρεσα να πάρω τα δικά μου!

Oh, well… αυτά είναι προβλήματα!

Ε, άμα τώρα κάπου πέρασαν χρόνια
Δεν ήταν μόνο παρά μια εικόνα
Που έχει μείνει μες στην καρδιά μου
Να μου λέει «σ’ αγαπώ»

Μα κάποια μέρα θα ‘ρθεις πάλι πίσω
Τα δυο γλυκά σου χείλη να φιλήσω
Κι όταν αγάπη μου σε ρωτήσω
Θα μου πεις «σ’ αγαπώ»

2007

Όσα φέρνει μια στιγμή...

Με τον Μάριο χωρίσαμε στα τέλη του 1996 και ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου. Κέρδισε υποτροφία για μεταπτυχιακά στο MIT, δε μπορούσε να πει όχι, και όσο και αν με πόνεσε δεν θα τον άφηνα να πει όχι. Μου στοίχησε ο χωρισμός μας, μου στοίχησε πολύ, δεν έχασα μόνο το αγόρι μου, έχασα μαζί και τον καλύτερό μου φίλο, τον άνθρωπο που από τα πέντε μου ήμασταν συνέχεια μαζί. Στην αρχή είχαμε κάποια επικοινωνία αλλά τελικά αποφασίσαμε να διακόψουμε τελείως τις επαφές γιατί η πληγή δεν έκλεινε, ήταν αφόρητο, και μάθαινα τα νέα του από τους δικούς του, μέχρι που και αυτοί έφυγαν, γυρίζοντας στη Ζάκυνθο, τόπο καταγωγής του πατέρα του.

Προσπάθησα κι εγώ να προχωρήσω τη ζωή μου αλλά βρέθηκα στην ίδια θέση που είχε βρεθεί και ο Μάριος πριν τα φτιάξουμε, καμιά μου σχέση δε στέριωνε γιατί με κανέναν δεν κατάφερνα να νιώσω το παραμικρό. Η πρώτη μου σχέση που κράτησε περισσότερο από μερικούς μήνες ήταν με τον Ανδρέα, τον πρώην σύζυγό μου. Δεν τον ερωτεύτηκα αλλά έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει έστω και λίγο, και στον πανικό και την απελπισία μου βιάστηκα να τον παντρευτώ και στο χρόνο πάνω κάναμε και την κορούλα μας, τη Μαριάννα, που βαφτίστηκε ως Άννα-Μαρία. Μπορεί όλα όσα οδήγησαν στο γάμο να ήταν ένα τεράστιο λάθος που γρήγορα οδήγησε στο διαζύγιο αλλά δεν το μετανιώνω, χωρίς αυτό δε θα είχα στη ζωή μου το αγγελούδι μας.

Αν και τον Ανδρέα τον πλήγωσε πολύ ο χωρισμός μας, το διαζύγιο βγήκε φιλικά, και έχω να το λέω, είναι τύπος και υπογραμμός, πολύ καλός πατέρας και πάντα συνεπής. Παντρεύτηκε ξανά πριν από δύο χρόνια μια εξαιρετική κοπέλα που λατρεύει τα παιδιά και εδώ και ένα χρόνο η Μαριάννα έχει και αδερφούλη, τον Πάρη, και πέντε χρονών σκατό, έχει πάρει το ρόλο της μεγάλης αδερφής πολύ στα σοβαρά. Η Μαριάννα περνάει με τον πατέρα της δύο σαββατοκύριακα και μία εβδομάδα το μήνα καθώς και ένα μήνα το καλοκαίρι και από τότε που γεννήθηκε ο Πάρης και μια έξτρα εβδομάδα τα Χριστούγεννα για να είναι μαζί με το αδερφάκι της. Ήμουν εγώ που το πρότεινα σε Ανδρέα και Αλεξάνδρα και η τελευταία έβαλε τα κλάματα από τη χαρά της, με συγκίνησε πραγματικά!

Όταν τέλειωσα τη σχολή κέρδισα υποτροφία για μεταπτυχιακά στην École Polytechnique Fédérale στη Λοζάνη αλλά μετά το διδακτορικό γύρισα πίσω. Δεν ενδιαφερόμουν να ακολουθήσω ακαδημαϊκή καριέρα, εργάζομαι σε μια μεγάλη κατασκευαστική αλλά αρνήθηκα να ακολουθήσω το managerial path, από τη στιγμή που τη φέραμε στον κόσμο προτεραιότητα στη ζωή μου έχει η Μαριάννα, και θέλω να τη μεγαλώσουμε εγώ και ο πατέρας της -και ας είμαστε χωρισμένοι- και όχι οι γονείς μου. Βέβαια δε μου κακοπέφτει που την έχουν τα πρωινά και πηγαίνουν και την φέρνουν εκείνοι από τον παιδικό σταθμό, αλλά το αργότερο 18:00 κάθε μέρα σχολάω και γυρνάω σπίτι.

Όσο ήμουν στη Λοζάνη οι δικοί μου έδωσαν αντιπαροχή το σπίτι, και το ίδιο έκανε και ο διπλανός μας, και στη θέση τους χτίστηκε μια μεγάλη, μοντέρνα πολυκατοικία, με είσοδο από δύο δρόμους. Ακόμα και τώρα μου λείπει το παλιό μας σπίτι με την αυλή του και τον κηπάκο με τη λεμονιά και τις τριανταφυλλιές, αλλά τέλος πάντων, δε θέλω να γίνω συναισθηματική γιατί θα με πάρουν τα ζουμιά και ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με το κλάμα. Πήραμε αντιπαροχή δύο διαμερίσματα και δύο θέσεις parking, οι δικοί μου μένουν σε ένα μικρό διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο ενώ εγώ και η κόρη του γείτονα έχουμε πάρει τα δύο ρετιρέ.
⇽∙⇾
Είναι η εβδομάδα που η Μαριάννα είναι με τον πατέρα της, όταν γυρίσω στο σπίτι το απόγευμα σκοπεύω να πάω να κάτσω έξω στη βεράντα. Είναι τέλη Ιούνη και ο καιρός είναι ακόμα γλυκός, δεν έχουν πιάσει οι ζέστες. Θα φάω και μετά θα βγω έξω να πιώ το κρασάκι μου διαβάζοντας. Σήμερα μου την έδωσε από το πουθενά να φάω γαριδομακαρονάδα και έτσι το απόγευμα, φεύγοντας από το γραφείο, πηγαίνω για ψώνια σ’ ένα κοντινό συνοικιακό super market, καθώς πέρα από γαρίδες και σοκολάτες -είμαι στις μέρες μου- δεν χρειάζομαι κάτι άλλο. Δεν ξέρω πως τα καταφέρνω αλλά τελικά γεμίζω όλο το καλάθι, καλά το λένε, μην πας να κάνεις ποτέ ψώνια πεινασμένη. Είμαι στο διάδρομο με τα ρύζια και τα κοιτάζω και αναρωτιέμαι μήπως αντί για μακαρονάδα να φάω τελικά κινέζικο, όταν ακούω μια φωνή να λέει το όνομά μου, μια φωνή που με κάνει να κοκαλώσω, μια φωνή που έχω να την ακούσω έντεκα ολόκληρα χρόνια, μια φωνή που δε θα μπορούσα να ξεχάσω, ακόμα και αν δεν την άκουγα ποτέ ξανά όσο ζω.

«Μπίλι;»

Δε μπορεί! Δε γίνεται! Γυρίζω και τον κοιτάζω μην πιστεύοντας στα μάτια μου. Ο γελαστός άνδρας που με κοιτάζει είναι ο Μάριος. Μεγάλωσε, οι κρόταφοί του έχουν αρχίσει να γκριζάρουν και φοράει γυαλάκια αλλά σάμπως εγώ δε μεγάλωσα; Δε φοράω αμιγώς unisex ρούχα -αν και εξακολουθώ να προτιμώ τα παντελόνια- και εδώ και αρκετά χρόνια φοράω γόβες, βάφομαι, βάφω τα νύχια μου και καμιά φορά και τα μαλλιά μου. Το μόνο που δεν έχω αλλάξει είναι το κούρεμα μου, ακόμα τα κόβω σε στυλ pixie.

«Μάριε;» του λέω χωρίς καλά-καλά να πιστεύω στα μάτια μου, δεν είναι άλλος, δεν μπορεί να είναι άλλος!
«Αυτοπροσώπως» μου απαντάει χαμογελώντας.

Χίλιες ερωτήσεις γυρνάνε μέσα μυαλό μου μα δε βρίσκω τι να πω. Τι μπορούσα να πω; Απέναντί μου δεν έχω κάποιον τυχαίο παλιό γνωστό που έτυχε να συναντήσω μετά από καιρό, απέναντί μου είναι ο μόνος άνθρωπος που ερωτεύτηκα στη ζωή μου. Δεν είχα πάψει ποτέ να τον σκέφτομαι, δεν είχα πάψει ποτέ να τον αγαπάω, δεν είχε πάψει ποτέ να μου λείπει.

«Τι κάνεις;» τον ρωτάω τελικά. «Πώς και είσαι Ελλάδα;»
«Καλά είμαι. Δεν το ξέρεις, ε; Που να το ξέρεις… Έχω γυρίσει από την αρχή της χρονιάς στην Ελλάδα, διδάσκω στη σχολή μας, στο Πολυτεχνείο.»
«Δεν… δεν είχα ιδέα. Τι κάνεις; Τι κάνουν η γυναίκα σου και η κόρη σου;»
«Ναι…» μου λέει και το πρόσωπό του σκοτεινιάζει. «Έχουμε χωρίσει… δηλαδή τι χωρίσαμε, με παράτησε και εξαφανίστηκε… και δεν είναι ότι παράτησε μόνο εμένα, παράτησε και την κόρη μας, να φανταστείς την επιμέλεια την πήρα ερήμην της»
«Αχ μωρέ Μάριε, πολύ λυπάμαι» του λέω στεναχωρημένη.
«Δε βαριέσαι… Βέβαια μου ανέτρεψε τα σχέδια, δεν το είχα πρόγραμμα να επιστρέψω Ελλάδα, ωστόσο για να μην έχω το άγχος να εμφανιστεί ξαφνικά σα φάντης μπαστούνι, πήρα τη Χριστίνα και γυρίσαμε… αλλά τέλος πάντων, μη σε ζαλίζω.»
«Τι είναι αυτά που λες ρε Μάριε, άκου με ζαλίζεις. Πού είναι τώρα η κόρη σου;»
«Διακοπάρει με τους παππούδες της στο νησί, την πήγα με το που κλείσαν τα σχολεία. Για πες τώρα, εσύ τι κάνεις; Έχω να μάθω νέα σου από τότε που έφυγαν οι γονείς μου για Ζάκυνθο»

Αν ήταν ο οποιοσδήποτε θα του απαντούσα ένα «Καλά είμαστε και το αυτό επιθυμώ και δι’ υμάς» και θα τον έστελνα στην ευχή του Θεού αλλά δεν είναι ο οποιοσδήποτε, δεν είναι ο πρώτος τυχόντας, είναι ο Μάριος… ο Μάριος …μου. Ναι, τυπικά δεν είναι πια «μου» αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν έπαψε ποτέ να είναι ο Μάριος μου.

«Μπίλι;» με ρωτάει καθώς δεν του έχω απαντήσει ακόμα.

Θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι η καρδιά μου δεν έκανε χίλιες τούμπες μέσα στα στήθη μου. Η τυχαία συνάντηση πυροδότησε μέσα μου συναισθήματα που είχα χρόνια να νιώσω και που κάνουν την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Σαν κάποιος άλλος Οδυσσέας που μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια περιπλανήσεων ξύπνησε το πρωί και κατάλαβε ότι βρισκόταν και πάλι πίσω στην Ιθάκη του. Δεν ξέρω καν που το βρήκα το θάρρος να του προτείνω αυτό που το πρότεινα.

«Μάριε… άκου… αν δεν έχεις κανονίσει κάτι, θες μετά τα ψώνια να πάμε να σου κάνω το τραπέζι και να τα πούμε;»
«Σπίτι σου;» με ρωτάει ελαφρά ξαφνιασμένος.
«Γιατί, φοβάσαι μη σε δείρω πάλι;» τον πειράζω χωρίς να το σκεφτώ.
«Μπορείς να προσπαθήσεις!» μου απαντάει με χαμόγελο που κάνει το πρόσωπό του να φωτιστεί. «Δεν έχω κανονίσει κάτι… Ναι, πολύ θα το ήθελα, αλλά σίγουρα δε σε βάζω σε κόπο;»
«Θα σου έλεγα τι μαλάκας είναι, αλλά αυτό πάλιωσε» τον πειράζω με περισσότερο θάρρος και δικαιώνομαι, αυτή τη φορά δε χαμογελάει απλά, γελάει! «Και θα δεις και τον Ηλία και την Άννα»
«Τι κάνουν οι δικοί σου;»
«Θα σου τα πουν οι ίδιοι!» του απαντάω. «Λοιπόν, τέλειωσες με τα ψώνια σου;»
«Ναι, ένα πακέτο ρύζι κατέβηκα να πάρω, εσύ;»
«Εγώ προσπαθούσα να αποφασίσω αν θα πάρω ρύζι να κάνω τις γαρίδες με κινέζικο ή να τις φτιάξω μακαρονάδα με ντομάτα και φέτα όπως έλεγα στην αρχή!»
«Ό,τι σου είναι πιο εύκολο. Προτιμώ να κάτσουμε να τα πούμε, μη σου πω να παραγγείλουμε και καμιά πίτσα αν είναι!»
«Όχι δα!» του κάνω. «Ωραία, ούτε κι εγώ έχω κάτι άλλο να πάρω, πάμε!»
«Δεν έχω έρθει με το αυτοκίνητο, μένω πολύ κοντά, αλλά ξέρεις κάτι; Πάμε με το δικό σου και το πολύ πολύ φεύγω με ταξί»
«Σιγά μη σ’ αφήσω να φύγεις με ταξί, θα σε φέρω εγώ και δεν ακούω κουβέντα!»

Όταν φτάνουμε σπίτι Ηλίας και Άννα δεν ήταν εκεί, κάπου είχαν ξεπορτίσει τα πουλάκια μου, το αυτοκίνητό τους έλειπε. Βάζω το δικό μου στο parking και κατεβαίνουμε.

«Πόσα χρόνια είχα να περάσω από τη γειτονιά, δε θα την αναγνώριζα!» μου λέει ο Μάριος, ερχόμενος να βοηθήσει να πάρουμε πάνω τα ψώνια.
«Οι μονοκατοικίες μας με τις αυλές τους και τους κήπους έγιναν πολυκατοικίες. Ξέρεις, το σκεφτόμουν πριν, ακόμα μου λείπει το παλιό μου σπίτι»
«Κι εμένα…Καμιά φορά θυμάμαι τα παιδικά μας χρόνια και η νοσταλγία γίνεται σχεδόν αφόρητη»

Ανεβαίνουμε στο διαμέρισμά μου και με το που μπαίνουμε μέσα στο σπίτι το μάτι του πέφτει σε ένα πορτραίτο μου που είχε ζωγραφίσει ο Ανδρέας, ο οποίος είναι εξαιρετικός ζωγράφος, και στέκεται λίγο και τον θαυμάζει.


«Τι όμορφο! Ποιος το ζωγράφισε; Είναι αριστούργημα, πραγματικό αριστούργημα!»
«Ο Ανδρέας, ο πρώην σύζυγός μου λίγο πριν το γάμο μας το 2001, δώρο για τα γενέθλιά μου» του απαντάω χαμογελώντας με την αντίδρασή του. «Είναι εξαιρετικός ζωγράφος και υπέροχος άνθρωπος»
«Το πρώτο πάντως το βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια» λέει θαυμάζοντας ακόμα τον πίνακα. «Δεν άλλαξες σχεδόν καθόλου από το 2001!»
«Σ’ ευχαριστώ» του απαντάω κολακευμένη, συνήθως τα κομπλιμέντα με ενοχλούν, αλλά όχι από τον Μάριο, οπωσδήποτε όχι από τον Μάριο!

Μετά ο Μάριος συνεχίζει βλέποντας τις φωτογραφίες της Μαριάννας και πλέον έχω και του Πάρη. Έχουμε φωτογραφίες και εγώ με τον Ανδρέα και τη Μαριάννα αλλά και φωτογραφίες της Μαριάννας με τον Ανδρέα, τον Πάρη και την Αλεξάνδρα, τη δεύτερη γυναίκα του, και μπερδεύεται.

«Πάμε να μου κάνεις παρέα να μαγειρέψω και θα σου λύσω όλες σου τις απορίες». Πάμε στην κουζίνα και βάζω τα πράγματα στα ντουλάπια. «Θα τις κάνω μακαρονάδα με ντομάτα και φέτα που σου άρεσε»
«Σ’ ευχαριστώ βρε Μπίλι, αλλά αν θες κινέζικο δεν έχω πρόβλημα, στη Βοστώνη έφαγα πολύ κινέζο…»
«Ένας λόγος παραπάνω!»
«Εντάξει τότε!» μου λέει χαμογελαστός. «Λοιπόν, για πες μου τώρα, γιατί η αλήθεια είναι ότι έχω μπερδευτεί. Δεν έγινες χίπισσα σε κοινόβιο, έτσι;»
«Χαχαχα όχι!» του λέω ξεκινώντας την προετοιμασία του φαγητού. «Παντρεύτηκα τον Ανδρέα το 2001 και το 2002 κάναμε τη Μαριάννα»
«Μαριάννα;» ρωτάει ο Μάριος.
«Άννα-Μαρία τη βαφτίσαμε»
«Α, Μαρία λένε την άλλη γιαγιά;»
«Όχι, Μάριο λένε εσένα» του απαντάω μελαγχολικά κάνοντάς τον να χαμογελάσει κι εκείνος με τον ίδιο τρόπο.
«Πιάσε κόκκινο… Τη Χριστίνα… τη Χριστίνα τη βαφτίσαμε Χριστίνα-Βασιλική»
«Ναι, το έμαθα» του αποκρίνομαι χαμογελώντας κι εγώ μελαγχολικά, «μου το είπαν οι δικοί σου και με είχαν πάρει τα ζουμιά, και ξέρεις, δεν το έχω και εύκολο! Τέλος πάντων, ο γάμος μου με τον Ανδρέα μπορεί να ήταν λάθος αλλά μόνο και μόνο για τη Μαριάννα, δεν το μετανιώνω. Δυο χρόνια αφού χωρίσαμε εκείνος παντρεύτηκε ξανά, αυτή που βλέπεις στις φωτογραφίες είναι η δεύτερη γυναίκα του, η Αλεξάνδρα. Πέρσι έκαναν και παιδάκι, τον Πάρη. Με τον Ανδρέα, παρά το γεγονός ότι του ήρθε ο ουρανός στο κεφάλι, χωρίσαμε φιλικά και όχι μόνο αυτό, έχουμε και πολύ καλή επαφή και επικοινωνία. Η Μαριάννα έχει πλέον δύο οικογένειες οπότε, στο σπίτι μας τουλάχιστον, έχω φωτογραφίες και από τις δύο.»
«Μπράβο σας ρε Μπίλι. Μακάρι και η Liz να είχε έστω και το 1/100 από τα δικά σου μυαλά. Με παράτησε με ενός χρόνου παιδί ρε φίλε, η Χριστίνα δεν έχει ουσιαστικά γνωρίσει τη μάνα της…»
«Λυπάμαι ρε συ Μάριε, πολύ λυπάμαι»
«Δε βαριέσαι… Τέλος πάντων, θα μπορούσε να είναι και χειρότερα, εννοώ να το είχε κάνει αυτό με τη Χριστίνα πιο μεγάλη από ενός χρόνου»

Φτιάχνω το φαγητό και του προτείνω να πάμε να κάτσουμε στη βεράντα. Τρώμε και πίνουμε το κρασί μας προσπαθώντας να κάνουμε catchup μετά από έντεκα σχεδόν χρόνια. Κάποια στιγμή η κουβέντα γυρίζει ξανά στα τέλη του 1996 και το χωρισμό μας.

«Μου στοίχησε πολύ ρε Μπίλι. Έχασα το μέτρημα πόσες φορές συγκράτησα τον εαυτό μου με τα χίλια ζόρια για να μην πάρει το πρώτο αεροπλάνο για Ελλάδα. Δεν είχα χάσει μόνο το κορίτσι με το οποίο ήμουν ερωτευμένος από τα δώδεκα, έχασα μαζί και την καλύτερή μου φίλη»
«Σε νιώθω, κι εμένα μου στοίχησε Μάριε, κι εγώ έχασα εκτός από το αγόρι μου και τον καλύτερό μου φίλο. Με ξέρεις από παιδί, ποτέ δεν το είχα εύκολο το κλάμα, αλλά τότε έριξα τόσο κλάμα όσο δεν έχω ρίξει σε όλη μου τη ζωή. Μου έλειπες, που έλειπες φριχτά…»
«Δεν αλλάζουμε θέμα γιατί, μα τω Θεώ, η πληγή αυτή δεν λέει να κλείσει, είναι ακόμα ανοιχτή, κι ας λένε ότι ο χρόνος τα γιατρεύει όλα»
«Αυτό ξαναπές το. Να σου εξομολογηθώ κάτι; Μου πήρε πάνω από χρόνο για να το πάρω απόφαση να προχωρήσω, και προσπάθησα, δεν είναι ότι δεν προσπάθησα, αλλά πάθαινα ότι πάθαινες κάποτε κι εσύ, καμιά σχέση δε μου στέριωνε, για τους ίδιους ακριβώς λόγους που δε στέριωνε και σε σένα. Θα σου φανεί χαζό αλλά με έπιασε πανικός, τον Ανδρέα τον παντρεύτηκα μέσα στο χρόνο, όχι γιατί τον ερωτεύτηκα αλλά επειδή έκανε απλά την καρδιά μου να χτυπήσει έστω και λίγο. Αλλά κανείς… κανείς δεν ήταν…δεν ήταν…» του λέω και κομπιάζω καθώς κοντεύω να βουρκώσω.
«Σαν τον Μάριο σου;» με ρωτάει χαμογελώντας μου πικρά.
«Σαν τον Μάριο μου» του απαντάω και με πολύ κόπο συγκρατώ τα δάκρυά μου.

Η νύχτα έχει πάψει εδώ και χρόνια να έχει τη σιγαλιά των παιδικών μας χρόνων, αλλά θαρρείς και όλοι οι ήχοι έχουν σταματήσει. Αναστενάζω και πίνω μια γουλιά από το κρασί μου. Ο Μάριος με κοιτάζει, με κοιτάζει με αυτό το βλέμμα που με είχε κοιτάξει εκείνη την αυγουστιάτικη νυχτιά κάτω από τ' ολόγιομο φεγγάρι. Βλέπω στα μάτια του τη λαχτάρα, και για λίγες στιγμές η ψυχή μου ταξιδεύει εκεί… εκεί που τόσα χρόνια λαχταρούσε να βρεθεί και πάλι... Μου είχε λείψει, Θεέ μου, πόσο μου είχε λείψει…

«Μπίλι, τι κάνουμε εδώ;» με ρωτάει αναστενάζοντας.
«Τι… τι εννοείς;» τον ρωτάω με τρεμάμενη φωνή και με την καρδιά μου να βουλιάζει.

Δίκιο έχει ανόητη, παρασυρθήκαμε… Τι το αναμοχλεύεις το παρελθόν, τι το σκαλίζεις; Δεν πονέσαμε και οι δυο μας αρκετά;

«Τι κάνουμε; Τι κάνουμε εδώ;»
«Δεν… δεν σε καταλαβαίνω» του λέω, με φωνή που ακόμη τρέμει.

Παίρνει μια βαθιά ανάσα, σα να ψάχνει να βρει τις λέξεις. Ξαφνικά το μυαλό μου γυρίζει πίσω δεκάξι χρόνια… σχεδόν νιώθω το αεράκι πάνω στο κορμί μου…σχεδόν ακούω τους σιγανούς παφλασμούς των κυμάτων στα βράχια…

«Θέλεις… Θέλεις το Σάββατο το βράδυ να βγούμε για ποτό; Οι δυο μας;»

Διστάζω, παρά τη λαχτάρα που νιώθω. Δεν είμαστε παιδιά πλέον, τα χρόνια της ανεμελιάς έχουν περάσει και δεν γυρίζουν πίσω. Όσο και αν το επιθυμώ, όσο και αν η καρδιά μου το λαχταρά, μπορούμε; Μπορούμε να βρεθούμε ξανά εκεί; Μπορούμε να ξεκινήσουμε και πάλι από εκεί που είχαμε μείνει; Δεν ξέρω τι φοβάμαι περισσότερο, μην χαθούμε και πάλι τώρα που βρεθήκαμε ή μήπως αποδειχτεί ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν μια όμορφη ανάμνηση και πως η φωτιά που κάποτε θέριευε μέσα μας έσβησε οριστικά;

«Θέλω» του απαντάω διστακτικά. «Αλλά…»
«Αλλά…;»
«Δεν ξέρω ρε Μάριε. Δεν είμαστε παιδιά… δεν ξέρω καν αν είμαστε οι ίδιοι...»
«Ξέρω, Μπίλι μου. Σε παρακαλώ, μην θυμώσεις με αυτό που θα σου πω, αλλά όλο το είναι μου ουρλιάζει να σε πάρω αγκαλιά, να σε σφίξω πάνω μου, να σε φιλήσω, να σε χαϊδέψω... αλλά ναι... δεν είμαστε παιδιά. Γι' αυτό... αντί να κάνω αυτά που λαχταρώ, σου ζητάω να βγούμε απλά για ένα ποτό. Και μετά, αν το θέλουμε ακόμα, και για δεύτερο και για τρίτο... Είναι σαν το σύμπαν να μας δίνει μια δεύτερη ευκαιρία... θα είναι αμαρτία να τη χάσουμε, αμαρτία! Αν... αν δε νιώθεις το ίδιο... εντάξει... αλλά αν το νιώθεις... αν το νιώθεις κι εσύ, έλα μαζί μου το Σάββατο, πάμε να πιούμε ένα ποτό, όπως παλιά... όπως τότε... Θέλεις;» με ρωτάει και βλέπω ξανά τη λαχτάρα στο πρόσωπό του.
«Θέλω!» του απαντάω γνέφοντας δακρυσμένη. «Το θέλω πολύ!»
“It's a date then!” μου λέει απλά.
«Μάριε;»
«Πες μου»
«Με είπες… με είπες Μπίλι σου»
«Ποτέ δεν έπαψες να είσαι η Μπίλι μου» απαντάει χαμογελώντας μου μελαγχολικά. «Και ό,τι και αν γίνει ποτέ δε θα πάψεις να είσαι»
«Και…;» τον ρωτάω παιχνιδιάρικα. Το χαμόγελό του γίνεται και κείνο παιχνιδιάρικο, αυτό το παιχνιδιάρικο χαμόγελο που είχα ερωτευτεί από τότε που πήγαινα ακόμα γυμνάσιο.
«Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου»
«Πόσα χρόνια είχα να το ακούσω αυτό» λέω με φωνή γεμάτη νοσταλγία.
«Κάλιο αργά παρά ποτέ» μου λέει κάνοντας να χαμογελάσω ακόμα περισσότερο, αυτό ήταν ανέκαθεν το μότο της σχέσης μας! Αυτό και το «Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου / Κανείς δεν είναι σαν τον Μάριό μου». «Να σου εξομολογηθώ κάτι;» με ρωτάει ντροπαλά.
«Αμέ!» του απαντάω χαμογελαστή.
«Έχω… έχω ακόμα φυλαγμένα τα αποκόμματα από τις εφημερίδες από τη χρονιά που έδωσες πανελλήνιες. Ακόμα… ακόμα και όταν χωρίσαμε, τα κράτησα, όπως και όλες μας τις φωτογραφίες, τα φύλαξα σαν τον πιο ακριβό μου θησαυρό» μου λέει και ένας Θεός ξέρει πως καταφέρνω να συγκρατηθώ και δε βάζω τα κλάματα.
«Θες να με δεις να κλαίω πάλι;» του λέω με σπασμένη φωνή.
«Αν είναι από χαρά, ναι!»
«Δεν είσαι ο μόνος που έχει φυλαγμένο το θησαυρό του, Μάριε»
«Αν δεν ταιριάζαμε δε θα συμπεθεριάζαμε!»
«Στην υγειά μας» του κάνω σηκώνοντας το ποτήρι.
«Στην υγειά μας, Μπίλι μου»
«Που θα με πας;» τον ρωτάω.
«Έλεγα για κάπου προς τα νότια, να δούμε και λίγο θάλασσα!»
«Ναι!!!!!» του αποκρίνομαι ενθουσιασμένη.
⇽∙⇾
Η υπόλοιπη βραδιά κυλάει σα νεράκι, θυμόμαστε τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε μαζί και για πρώτη φορά μετά από χρόνια μπορώ να μιλάω γι’ αυτές χωρίς να με πνίγει η μελαγχολία, η νοσταλγία από πικρή γίνεται ξανά γλυκιά. Γελάμε και πειραζόμαστε σα να μην πέρασε μια μέρα. Είχε δίκιο! Το σύμπαν μας έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία, μα όσο και αν η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει από χαρά και προσμονή, δεν είμαστε πλέον παιδιά να παρασυρόμαστε από τον ενθουσιασμό, όσο δικαιολογημένος και αν είναι. Θα πάμε για ένα ποτό, και μετά, αν το θέλουμε ακόμα, θα πάμε και για δεύτερο και μετά για τρίτο… ένα βήμα τη φορά… Άλλωστε, ακόμα και ένα ταξίδι χιλιάδων μιλίων, όσο απότομα και αν σταμάτησε, ένα βήμα χρειάζεται για να ξεκινήσει και πάλι… ένα μικρό βήμα.

Μπορεί... μπορεί ν' αποδειχτεί ότι όλα όσα νιώθουμε τούτη τη στιγμή δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν παιδιάστικο ενθουσιασμό που τον πυροδότησαν οι αναμνήσεις μας, μα όσο και αν το φοβάμαι, θα το κάνω αυτό το βήμα, θα το κάνω μαζί του, και όπου μας βγάλει. Γιατί όσα χρόνια και αν πέρασαν, όσο και αν αλλάξαμε οι ίδιοι, υπάρχει κάτι που δεν άλλαξε…

Ποτέ δεν έπαψε να είναι ο Μάριος μου. Ποτέ δεν έπαψα να είμαι η Μπίλι του.


Η φωτιά που δεν έσβησε

Είναι Σάββατο, μόλις προχθές ήταν που συνάντησα τυχαία στο super market τον Μάριο μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια. Νιώθω πολύ περίεργα, από τη μια θέλω σαν τρελή να βγούμε και πάλι μαζί όπως παλιά, και από την άλλη νιώθω άγχος, απίστευτο άγχος, λογικό δεν είναι; Όσο και αν το λαχταράμε και οι δύο μπορούμε να ξεκινήσουμε και πάλι; Ναι, νιώθω τη φωτιά να καίει ξανά μέσα μου, η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο, έντεκα ολόκληρα χρόνια είχε να το κάνει, αλλά είναι αυτό αρκετό; Δεν είμαστε πια ανέμελοι έφηβοι… Τέλος πάντων, αυτό είναι κάτι που υποθέτω ότι θα το μάθουμε λίαν συντόμως και γι’ αυτό και το άγχος, γιατί όσο και το μυαλό μας λέει να πάμε προσεκτικά η καρδιά λαχταρά και κάνει όνειρα και αν… Θεέ μου, δε θέλω καν να το σκέφτομαι… Προχθές το βράδυ που τον γύρισα σπίτι του, πριν αποχωριστούμε μου έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη και ένας Θεός ξέρει πως κατάφερα και συγκράτησα τον εαυτό μου, όλο μου το είναι ούρλιαζε να χωθώ στην αγκαλιά του, να με κάνει ξανά δική του, να γίνουμε και πάλι ένα.

Δώσαμε ραντεβού να περάσει να με πάρει από το σπίτι μου στις 21:00 και από την ανυπομονησία μου έχω ετοιμαστεί από τις 20:00 και μην έχοντας τι να κάνω, κάθομαι και τον περιμένω σε αναμμένα κάρβουνα. Αν και φοράω εδώ και χρόνια και φορέματα και γόβες σήμερα προβληματίστηκα στο πως να ντυθώ και αν θα βαφτώ. Στα 22 κατόπιν λύσσας -ποιας άλλης;- της Κατερίνας, έκανα τα νύχια μου με γαλλικό και ο Μάριος είχε ξετρελαθεί. Μόνη μου δεν έκανα γαλλικό, το βαριόμουν, αλλά σήμερα το πρωί πήγα στη μανικιουρίστα μου και έκανα χέρια και πόδια. Αποφάσισα τελικά να φορέσω ένα απλό μπεζ φόρεμα με λαιμόκοψη που τονίζει διακριτικά τις καμπύλες μου, μην πάει και χαμένος τόσος ιδρώτας που έχω χύσει στο γυμναστήριο για να τις διατηρήσω σε αξιοπρεπή για μένα επίπεδα! Μπορεί να ήμουν ανέκαθεν αγοροκόριτσο αλλά ακόμα και από παιδί την εμφάνισή μου την φρόντιζα και ας φορούσα unisex ρούχα, μια κοκεταρία την έχω!

Παρόλο που του άρεσε να με βλέπει με μποξεράκι ήξερα ότι του άρεσε ακόμα περισσότερο όταν φορούσα προκλητικά εσώρουχα, και δε βολεύουν π’ ανάθεμά τα. Και ούτε και αυτό δε θα το είχα κάνει αν ο ραδιούργος δεν είχε πάει με τη βοήθεια, εννοείται του ετέρου Καπαδόκη, να μου αγοράσει εκείνος. Τι να τον κάνω που τον αγαπούσα και δε μπορούσα να του χαλάσω το χατίρι; Αυτό που ξέρω πάντως είναι ότι εκείνο το βράδυ μου είχε πετάξει τα μάτια έξω, απορώ που το πρωί μπορούσε να πάρει τα πόδια του γιατί εγώ δεν μπορούσα να πάρω τα δικά μου! Δεν ξέρω που μπορεί να καταλήξει η βραδιά ωστόσο για παν ενδεχόμενο φοράω ένα ζευγάρι καλά σέξι εσώρουχα, καλύτερα να τα έχεις και να μην τα χρειαστείς παρά να τα χρειαστείς και να μην τα έχεις! Και εδώ που τα λέμε σήμερα είναι και η πρώτη μέρα μετά το τέλος της περιόδου μου, δηλαδή πόσα άλλα σημάδια να μας δώσει αυτό το ρημάδι το σύμπαν;

Κάθομαι και αναπολώ το παρελθόν. Στους γονείς μας είχαμε κρατήσει τη σχέση μας κρυφή για κοντά ένα χρόνο και όταν τους το είπαμε μια κεραμίδα στο κεφάλι τους ήρθε. Όχι ότι άλλαξε κάτι, πλέον ήμασταν μεγάλα παιδιά, ούτε για τις διακοπές δε γκρίνιαξαν, και από τη Σκιάθο και μετά κάθε χρόνο κάναμε μαζί, είτε οι δυο μας είτε με παρέα και οφείλω να ομολογήσω πως αν κάνω πλέον ακομπλεξάριστη μπάνιο topless το οφείλω στο Μάριο. Ακόμα κάνω, και θα συνεχίσω να το κάνω όσο νιώθω ότι κρατιέμαι καλά, μπορεί το σώμα μου να μην έχει πια τη σφριγηλότητα που είχα στα είκοσι αλλά ακόμα και μετά από τη γέννα δεν έχω παράπονο, μια χαρά κρατιέμαι, φτου μου φτου μου!

Χθες μιλήσαμε αρκετή ώρα στο τηλέφωνο και στην αρχή ήταν λίγο αμήχανα, η αλήθεια είναι μαζί του σπάνια μιλούσαμε στο τηλέφωνο όταν ήμασταν μαζί, μέναμε σε διπλανά σπίτια, και τα τηλεφωνήματα μετά το χωρισμό μας δεν συγκαταλέγονται και στις πιο ευχάριστες αναμνήσεις. Μεταξύ μας, ειδικά με το Μάριο, θα προτιμούσα το τετ-α-τετ από το τηλέφωνο αλλά πλέον δεν είμασταν γείτονες. Οι γονείς του πούλησαν το σπίτι όταν έφυγαν για Ζάκυνθο και όταν ο Μάριος επέστρεψε έπιασε σπίτι στο Νέο Ηράκλειο και στο τηλέφωνο σχεδόν αναλωθήκαμε στην απίστευτη αλυσίδα των συμπτώσεων που οδήγησαν τον ένα στον άλλο.

Πήγε και επέλεξε να μείνει στο Νέο Ηράκλειο ενώ δεν είχε καμία σχέση με την περιοχή και ούτε είναι κοντά στο πολυτεχνείο. Η εταιρία που εργάζομαι έχει έδρα το Νέο Ηράκλειο. Με έπιασε λιγούρα για γαριδομακαρονάδα στα καλά καθούμενα. Παρότι δεν είχα τη Μαριάννα αυτή την εβδομάδα έφυγα ακριβώς στις 18:00. Αποφάσισα, αντί να πάω στον Σκλαβενίτη στο Περιστέρι, να πάω στο μικρό συνοικιακό που είχε κοντά στα κεντρικά της εταιρίας. Μου ήρθε στα καλά καθούμενα αντί να φάω τις γαρίδες με μακαρόνια, που έλεγα αρχικά, να τις κάνω με κινέζικη συνταγή, και έτσι να φάω γύρω στο δεκάλεπτο μπροστά από τα ρύζια προσπαθώντας να αποφασίσω. Ο Μάριος κατέβηκε να πάρει ρύζι γιατί του είχε τελειώσει. Πραγματικά ήταν σαν το σύμπαν να αποφάσισε για κάποιο λόγο να μας φέρει ξανά τον ένα στο δρόμο του άλλου, δίνοντάς μας έτσι μια δεύτερη ευκαιρία, αν τα βάλεις όλα αυτά κάτω πραγματικά δεν μπορείς να το δεις αλλιώς!
⇽∙⇾
Κάθομαι ακόμα σε αναμμένα κάρβουνα αλλά μιας και μιλάμε για το Μάριο, και όχι για τον πρώτο τυχόντα, σηκώνω το τηλέφωνο και τον καλώ με χαβαλεδιάρικη διάθεση.

«Καλώς την!» μου απαντάει.
«Πού είσαι βρε ρεμάλι;»
«Σπίτι είμαι!»
«Ακόμα;»
«Στις 21:00 δεν είπαμε βρε βάσανο;»
«Μη μου κάνεις εμένα τον Άγγλο!»
«Να έρθω πιο αργά;» με πειράζει.
«Δε μου λες, δε σου έφτανε το ξύλο που έτρωγες μέχρι τα 25 σου;»
«Ok, το έλαβα το μήνυμα!»
«Και μπράβο σου αλλά δε βλέπω κίνηση!»
«Χαχαχα, εντάξει, ξεκινάω!»
«Εύγε νέε μου! Ψιτ, να προσέχεις, ε;»
«Ναι μαμά, θα προσέχω!»
«Μαμούνια!» του λέω και βάζουμε και οι δυο τα γέλια.
«Τα λέμε σε λίγη ώρα, φιλάκια! Εχμ… δε θα με κουτουλήσεις, έτσι;» με ρωτάει και βάζουμε και πάλι τα γέλια.
«Γιατί, προχθές σε κουτούλησα;»
«Όχι, να τα λέμε αυτά, φιλάκια!»
«Φιλάκια, σε περιμένω!»

Ομολογώ ότι το τηλεφώνημα με έκανε να νιώσω πολύ καλύτερα. Μην έχοντας τι να κάνω πάω και ξανακοιτάζομαι στον καθρέφτη να βεβαιωθώ πως όλα είναι τέλεια. Τι να πω, ήμουν άμαθη σε τέτοια κατάσταση, δηλαδή να περιμένω πως και πως ένα ραντεβού με προοπτική σχέσης ή, στην περίπτωσή μας, επανασύνδεσης. Μετά το Μάριο όσες σχέσεις είχα κάνει ήταν στο πνεύμα “fake it until you make it”, και ναι, δεν πήγε καλά αυτό. Ο πρώτος που έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει έστω και λίγο ήταν ο Ανδρέας. In retrospect, αυτή η έλλειψη ενθουσιασμού και έξαψης θα έπρεπε να μου είχε χτυπήσει τα καμπανάκια, αλλά κάπου είχε αρχίσει να με πιάνει πανικός. Όχι στο να κάνω οικογένεια και να γίνω μητέρα, εκείνη την περίοδο ήταν το τελευταίο πράγμα που με απασχολούσε, αλλά στο ότι δεν άντεχα να είμαι άλλο μόνη μου, ειδικά όταν έμαθα ότι ο Μάριος είχε παντρευτεί.

Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει, πραγματικά, όλα αυτά ήταν τελείως εκτός του χαρακτήρα μου. «Ψεύτρα», μάλωσα τον εαυτό μου. «Το ίδιο είχες κάνει και με το Δημήτρη». Τότε ήμουν δεκάξι χρονών, στα εικοσιεπτά μου τι δικαιολογία είχα; Θα μου πεις ότι για τον Ανδρέα ένιωθα κάτι but still, εκείνος με ερωτεύτηκε πολύ και ο χωρισμός μας του στοίχησε, και στο μεταξύ είχαμε κάνει και παιδί από πάνω. Μεταξύ μας, η Μαριάννα μας προέκυψε ως «ατύχημα» αλλά από τη στιγμή που έμαθα ότι είμαι έγκυος δεν υπήρχε επιστροφή, απλά παράτεινε το αναπόφευκτο διαζύγιο, ο Ανδρέας είναι υπέροχος άνθρωπος και δεν του άξιζε να είναι με κάποια που δεν ήταν σε θέση να του ανταποδώσει τα συναισθήματα.

Παρά το άγχος, βαθιά μέσα μου είμαι σίγουρη ότι η δεύτερη φορά με το Μάριο θα είναι τελείως διαφορετική, με τον καλό τρόπο. Σίγουρα θα είναι διαφορετική από την πρώτη, με την έννοια ότι δεν είμαστε πια παιδιά, ίσα-ίσα έχουμε φέρει στον κόσμο και μεγαλώνουμε τα δικά μας, αλλά αυτή η διαφορά δεν θα έχει αρνητικό πρόσημο. Όσον αφορά τη διαφορά της με τις υπόλοιπες απόπειρες που έκανα για σχέση, συμπεριλαμβανομένης και αυτής με το Ανδρέα, δεν έχω παρά να νιώσω την καρδιά μου που χτυπάει σαν ταμπούρλο και στην έξαψη που νιώθω προσμένοντας να τον δω και πάλι από κοντά.

Θέλοντας να μην το γρουσουζέψω δεν έχω μιλήσει ακόμα με την Κατερίνα, με την οποία δε χαθήκαμε ποτέ, και χωρίς την οποία πραγματικά δεν ξέρω πως θα την είχα παλέψει όταν χωρίσαμε με το Μάριο. Δεν χαθήκαμε ούτε τα τρία χρόνια που ήμουν Ελβετία από την οποία γύρισα τέλη του ’99. Ήταν η πρώτη από την παρέα που έγινε γονιός, την Ήρα την έκανε το 1998 ενώ τη βαφτιστήρα μου τη Βιολέτα, την έκανε ένα χρόνο αργότερα. Στη δική της αγκαλιά έκλαψα όταν έμαθα ότι ο Μάριος είχε παντρευτεί και στη δική της αγκαλιά έκλαψα όταν έμαθα πως ονόμασε την κόρη του, και φυσικά δεν είμαι μόνο εγώ η νονά της Βιολέτας, η Κατερίνα και ο Γιώργος, ο σύζυγός της, είναι οι νονοί της Μαριάννας.

«Huh» σκέφτομαι από μέσα μου, «δεν το είπα αυτό στο Μάριο προχθές! Μακάρι Θεούλη μου να πάνε όλα καλά και η πρώτη που θα το μάθει θα είναι το Κατερινιώ μου, θα της το πούμε μαζί! Θα την καλέσω για να πιούμε καφεδάκι και θα της εμφανίσω το Μάριο από το πουθενά σα φάντη μπαστούνι!»

Χτυπάει το κινητό μου, είναι ο Μάριος και εννοείται ότι από προχθές που έχω το κινητό του έχει το δικό του ringtone και είναι και mp3, το Ε90 μου που μόλις στις αρχές του μήνα αγόρασα τα υποστηρίζει. Είναι ένα από τ’ αγαπημένα του τραγούδια που του άρεσε να μου αφιερώνει και που απέφευγα επιμελώς να το ακούω από το χωρισμό μας και μετά, κάτι όχι και πολύ εύκολο δεδομένου ότι είναι το πολύ γνωστό και δημοφιλές “Put a spell on you” στην εκτέλεση των CCR. Το αφήνω να χτυπήσει μέχρι να ακουστεί όλη η πρώτη του στροφή και παραλίγο να βουρκώσω.

I put a spell on you, because you're mine
You better stop the thing that you're doin'
I said, "Watch out, I ain't lyin'", yeah

«Ήρθατε μεσιέ;» του λέω με το που απαντάω στην κλήση.
«Με ανησύχησες για μερικές στιγμές, άργησες ν' απαντήσεις!»
«Ήθελα να ακούσω το ringtone!» του απαντάω χαχανίζοντας.
«Ε, τώρα θέλω να το ακούσω κι εγώ!»
«Υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός! Κατεβαίνω, φιλάκια!»
«Εγώ δε σου υποσχέθηκα ότι δε θα σε κουτουλήσω!» με πειράζει.
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» του κάνω βγάζοντας τη γλώσσα μου και βάζει τα γέλια.

Βάζω το τούβλο που έχω για κινητό στο μικρό τσαντάκι, κοιτάζομαι μια τελευταία φορά στον καθρέφτη για να βεβαιωθώ πως όλα είναι εντάξει, και κατεβαίνω. Ο αφιλότιμος μου έχει μια έκπληξη που με κάνει και πάλι σχεδόν να βουρκώσω. Έχει έρθει με την κόκκινη Jetta του, δε μου το είχε πει αλλά κατά τα φαινόμενα την είχε κρατήσει. Βγαίνει από το αυτοκίνητο και με κοιτάζει χαμογελαστός που έχω μείνει άγαλμα και το κοιτάω καθώς μ’ έχουν πλημμυρίσει οι όμορφες αναμνήσεις που έχω απ' αυτό.

«Δεν το περίμενες, ε;». Δεν του απαντάω καθώς δεν εμπιστεύομαι τη φωνή μου, απλά του γνέφω αρνητικά. Με τα χίλια ζόρια προσπαθώ να κρατηθώ αλλά τελικά δεν τα καταφέρνω, βουρκώνω. «Κλαψιάρα!» με πειράζει τρυφερά.
«Πάρε με τηλέφωνο» καταφέρνω να του πω με τρεμάμενη φωνή και βγάζω το κινητό μου. «Πάρε και άσ’ το να χτυπήσει»
“OK, I’ll bite” μου λέει και μπαίνει ξανά στο αυτοκίνητο και βγαίνει με το κινητό στο χέρι και με παίρνει τηλέφωνο. Ακούει τη μουσική και τον βλέπω, κι αυτός με το ζόρι κρατιέται.
«Μη μου κάνεις εμένα το σκληρό αντράκι, σε είχα δει που είχες δακρύσει στο νησί της Αφροδίτης» τον πειράζω.
“I know” μου απαντάει χαμογελαστός και με πλησιάζει να με αγκαλιάσει.

Χώνομαι στην αγκαλιά του χωρίς να το σκεφτώ, Θεέ μου, σα να γύρισα στην Ιθάκη μου… Σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω και χάνομαι για λίγο στο σμαραγδένιο των ματιών του. Σκύβει και τα μάτια μου κλείνουν από μόνα τους καθώς τα χείλη μας ενώνονται και οι γλώσσες μας συναντιούνται ξανά μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια. Δε με νοιάζει που είμαι στην είσοδο της πολυκατοικίας, δε με νοιάζει που έξω υπάρχει κόσμος, είμαι στην αγκαλιά του Μάριου μου και τίποτε άλλο δεν μετράει. Το φιλί μας είναι απαλό, τρυφερό, χωρίς ίχνος δισταγμού. Οι γλώσσες μας συνεχίζουν για λίγη ώρα ακόμα το παιχνίδι μεταξύ τους και μετά τραβιόμαστε απαλά, χαμογελώντας και οι δυο, με δάκρυα στα μάτια και οι δυο. Κοιταζόμαστε σα να μην πιστεύουμε αυτά που βλέπουν τα ίδια μας τα μάτια, σα να φοβόμαστε ότι όλο αυτό δεν είναι παρά ένα όμορφο όνειρο το οποίο θα χαθεί στο πρώτο φως της αυγής, βυθίζοντάς μας και πάλι στην αβάσταχτη μελαγχολία. Τραβιέται ακόμα πιο πίσω και με κοιτάζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια και εγώ απλά του χαμογελάω.

«Πάρε με κι εσύ τηλέφωνο» μου λέει παιχνιδιάρικα. Εντάξει, αν δε μου βγει το όνομα σήμερα δε θα μου βγει ποτέ, με το που ακούω τον ήχο δεν μπορώ να κρατήσω τον εαυτό μου, γέρνω ξανά στην αγκαλιά του και ξεσπάω με λυγμούς και ο Μάριος με κρατάει σφιχτά πάνω του. Είναι και αυτό ένα από τα τραγούδια που μου αφιέρωνε… τότε…

A goddess on a mountain top,
Was burning like a silver flame.
The summit of beauty and love,
And Venus was her name.

She's got it.
Yeah, baby, she's got it.
Well, I'm your Venus,
I'm your fire, at your desire!

«Πού πήγαν οι τρόποι σου Μπίλι; Ούτε μια κουτουλιά;» μου λέει και το κλάμα γίνεται κλαυσίγελος.
«Τι μαλάκας είσαι!» του πετάω χωρίς να το σκεφτώ και βάζει τα γέλια.
«Σα να μην πέρασε μια μέρα!» μου λέει και με χαϊδεύει στα μαλλιά. «Σα να μην πέρασε μια μέρα!»
«Μου έλειψες… μου έλειψες τόσο πολύ…»
«Εσύ να δεις…» μου απαντάει. «Λοιπόν, πάμε να πιούμε το ποτάκι μας… και ιδέα, γουστάρεις μετά boom-boom?»
«Και μετά Μαβίλη για βρώμικο;» τον ρωτάω δακρυσμένη ξανά.
«Πάντα!» μου λέει και αφού με φιλάει στο μέτωπο με αφήνει από την αγκαλιά του.

25 Αυγούστου του 1991 ήταν η πρώτη μας επέτειος, 30 Ιούνη του 2007 θα είναι η δεύτερη. Και τι σύμπτωση και πάλι, σήμερα, όπως και τότε, είναι πανσέληνος…


From here to eternity

Όπως είχαμε πει από προχθές πάμε θάλασσα, είναι όμορφη νύχτα, έχει πανσέληνο, ακριβώς όπως και τη νυχτιά που εξομολογηθήκαμε τον έρωτά μας ο ένας στον άλλον, σχεδόν 16 χρόνια πριν. Καθόμαστε δίπλα-δίπλα στον καναπέ, έχω γείρει στην αγκαλιά του και κοιτάζουμε τ’ ολόγιομο φεγγάρι.

«Τι όμορφα που είναι… Πανσέληνος και σήμερα… όπως… όπως τότε…Θυμάσαι;»
«Δεν το ξέχασα ποτέ Μπίλι μου, ποτέ!»
«Μπίλι μου… πόσο μου είχε λείψει να το ακούω…»
«Πόσο μου είχε λείψει να το λέω…»
«Πες μου ότι δεν είναι όνειρο, πες μου ότι δε θα ξυπνήσω το πρωί και πάλι μελαγχολική…»
«Δεν είναι όνειρο Μπίλι μου και ας είναι όμορφο σαν όνειρο…»
«Μάριε, θέλω να το πούμε μαζί στην Κατερίνα!»
«Χαχαχα, αμέ! Θα της πέσει το σαγόνι και πάλι της κολλητής σου!»
«Να ήξερες με πόσο ζόρι κρατιέμαι… δεν… δεν ήθελα να το γρουσουζέψω!»
«Να το γρουσουζέψεις… τι άλλο σημάδι να μας έδινε αυτό το ρημάδι το σύμπαν ότι μας θέλει ξανά μαζί;»
«Still, όταν οι άνθρωποι κάνουν όνειρα οι Θεοί γελούν, το ξέχασες;»
«Γι’ αυτό δε θα τους βάλουμε σε πειρασμούς, ένα βήμα τη φορά!» μου λέει χαμογελαστός. «Άλλωστε τι, με ένα ραντεβουδάκι μόνο θα τη βγάλουμε;»
«Εμείς να είμαστε καλά…» του απαντώ. «Ωστόσο… το πρώτο βήμα έγινε, δεν έγινε;»
«Έγινε, Μπίλι μου»
«Μπίλι σου!»
«Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου!» μου λέει και γυρίζει και φιλιόμαστε και πάλι σαν ερωτευμένοι έφηβοι.
«Κάποια στιγμή θα πρέπει να το πω και στον Ανδρέα και δεν θα το πάρει καλά…» του εξομολογούμαι.
«Γιατί;» με ρωτάει απορημένος.
«Γιατί ποτέ δεν του είπα για το παρελθόν μου μαζί σου, όσο τον αφορούσε εσύ απλά ήσουν ο παιδικός μου φίλος που στις αρχές του ’97 έφυγες για πάντα στην Αμερική»
«Γιατί δεν του το είπες; Δεν… δεν σου τη λέω, απλά προσπαθώ να σε καταλάβω»
«Γιατί Μάριε αν του μιλούσα για σένα με λεπτομέρειες θα καταλάβαινε πόσο δυνατά ήταν τα αισθήματά μου για σένα και πόσο πιο αδύναμα για τον ίδιο. Δεν λέω, έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει και πάλι, όπως δεν είχε κάνει κανείς από το ’98 και μετά, αλλά σε σχέση με αυτά που ένιωθα για σένα ήταν… ήταν τίποτα...»
«’98;»
«Ναι… μου πήρε πάνω από χρόνο για να βρω το κουράγιο να κάνω νέα απόπειρα για σχέση. Τέλος πάντων, δεν του το είπα και όρκισα την Κατερίνα να κάνει το ίδιο. Ακόμα χειρότερα -για εκείνον εννοώ- το δεύτερο όνομα της κόρης μας είναι το δικό σου και όταν του πω ότι είμαστε μαζί, χαζός δεν είναι, θα κάνει τη σύνδεση. Ναι, θα μπορούσα να το παίξω Καρέζη στο Τζένη-Τζένη και να του πω “τον είδα και μου φούντωσε” αλλά… δε θέλω… δε θέλω να πω άλλα ψέματα στον πατέρα του παιδιού μου, one lie by omission is enough»
«Βρε Μπίλι…»
«Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή μου που μ’ έχουν κάνει να ντραπώ, αλλά το ότι του έκρυψα το πιο σημαντικό κομμάτι του παρελθόντος μου είναι ένα από αυτά…»
«Ό,τι έγινε, έγινε Μπίλι μου, δεν αλλάζει το παρελθόν»
«Το ξέρω, όπως ξέρω πως θα πληγωθεί και ας μη το δείξει, όπως ξέρω ότι για το καλό της Μαριάννας δε θα πει τίποτα. Είναι πραγματικά υπέροχος άνθρωπος, Μάριε, και αυτό που του έκανα είναι ασυγχώρητο»
«Τέλος πάντων…» μου είπε αναστενάζοντας «όπως είπα και πριν ό,τι έγινε, έγινε. Και να σου πω κάτι, και ας ακουστεί κάπως… απ’ όλα τ’ αγόρια και τους άντρες που σε επιθύμησαν, πόσοι είχαν την τύχη να σε χαρούν με τον τρόπο που επιθυμούσαν; Θυμάμαι το μέτρημα είχε σταματήσει στα 27 και δεν είχες κλείσει καλά-καλά τα 18…»
«Μεγαλώσαμε, Μάριε… Δεν αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός υπό την έννοια ότι η άρνησή μου για ραντεβού ήταν αρκετή για να δώσει το μήνυμα ότι εγώ …δεν»
«Περιπτώσεις που αρχικά βγήκατε για ραντεβού αλλά μετά …δεν;»
«Ναι, υπήρξαν και αυτές, αλλά όχι πολλές. Κοίτα Μάριε, το είχα πάρει το μάθημα μου πως η χαλαρή και άνετη συμπεριφορά μπορεί να παρερμηνευτεί ως ένδειξη ενδιαφέροντος από τη μεριά μου, οπότε φρόντιζα να είμαι πιο μαζεμένη. Δε λέω, υπήρξαν κάμποσες φορές που απέκρουσα προσπάθεια να πάνε να με φιλήσουν στο τέλος του ραντεβού, το σύνηθες ήταν να λέω όχι στο δεύτερο, οπότε και πάλι έπαιρναν το μήνυμα. Βέβαια υπήρξαν και περιπτώσεις που υπήρξε και δεύτερο και τρίτο ραντεβού, ακόμα και ξεκίνημα σχέσης, αλλά δεν κρατούσε πάνω δυο-τρεις μήνες, τον πρώτο που κατάφερε να περάσει αυτό το ορόσημο τον παντρεύτηκα…»
«Αν μου επιτρέπεις, σεξ δεν έκανες; Δεν σου έλειπε; Εσύ… εσύ ήσουν φωτιά και λαύρα!»
«Μου έλειπε…» λέω με ελαφρά σαρκαστικό τόνο. «Κοίτα… δεν μόνασα, έκανα σεξ και στις σύντομες σχέσεις μου και, εδώ που τα λέμε, έκανα και τις ξεπέτες μου, αλλά και στις δύο περιπτώσεις δεν ήταν τίποτα παραπάνω από σεξ για το σεξ. Ξεπέτες όπως καταλαβαίνεις δεν έκανα με ανθρώπους του περιβάλλοντός μου και όσους επέλεξα δεν είχαν προοπτική πέραν της μιας βραδιάς… γιατί με κοιτάζεις έτσι;»
«Δεν σε κατακρίνω, σε παρακαλώ μη το εκλάβεις έτσι. Σε ξέρω μια ολόκληρη ζωή αλλά μου περιγράφεις κομμάτια του εαυτού σου που απλά δεν τα έζησα… δεν είναι λίγα έντεκα χρόνια, είναι σχεδόν το ένα τρίτο της μέχρι τώρα μας ζωής, και… ναι… είναι περίεργο, είναι σα να μου μιλάς για κάποιον ξένο άνθρωπο και όχι για τη Μπίλι μου που την ξέρω από τα πέντε της»
«Ναι, είναι κομμάτια της Μπίλι σου που δε γνώρισες γιατί… γιατί όσο υπήρχες στη ζωή μου δεν βγήκαν ποτέ στην επιφάνεια.»
«Δεν θ’ αλλάξει κάτι. Εννοώ ότι θέλω να μάθω γι’ αυτό το κομμάτι της ζωής σου, αλλά δε με αφορά, στο βαθμό δηλαδή που δε θα είναι εμπόδιο σ’ αυτό που πάμε να ξεκινήσουμε και πάλι. Μπορώ ωστόσο να σου πω ότι η Μπίλι που είναι αυτή τη στιγμή στην αγκαλιά μου, όσον με αφορά, είναι ακριβώς η ίδια Μπίλι που άφησα πίσω μου. Ξέρεις κάτι; Αν δεν ήταν για τη Χριστίνα, θα έβλεπα την Αμερική ως το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Όμως… όμως τώρα έχω το κοριτσάκι μου, πώς θα μπορούσα να το μετανιώσω;»
«Το καταλαβαίνω… κι εγώ έτσι νιώθω για τη Μαριάννα… ξέρεις; Την έβλεπα… δεν ξέρω… την έβλεπα σαν κάτι που μου έδωσε το σύμπαν για να γεμίσει το κενό που άφησε μέσα μου η απώλειά σου από τη ζωή μου. Ξέρεις πως μ’ έλεγαν στην εταιρία στις αρχές; Μπορείς να μαντέψεις;»
«Δολοφόνο;» με ρωτάει χαμογελαστός.
«Δολοφόνο» του απαντάω. «Όταν γέννησα τη Μαριάννα, όταν άκουσα το πρώτο της κλάμα, όταν μου την έφεραν και την κράτησα στην αγκαλιά μου, έκανε το οτιδήποτε άλλο να μου φανεί τόσο μικρό… τόσο ασήμαντο… Δε σταμάτησα να είμαι καλή στη δουλειά μου, δε σταμάτησα να είμαι απαιτητική με τον εαυτό μου, άλλαξε ωστόσο η ιεραρχία των προσωπικών μου φιλοδοξιών, πρώτη έγινε το να γίνω καλή μητέρα. Με το που γύρισα από την άδεια εγκυμοσύνης το ξέκοψα, στις 18:00 θα φεύγω από το γραφείο. Οκ, δε λέω, υπήρξαν, και ακόμα υπάρχουν, κάποιες έκτακτες περιπτώσεις που χρειάστηκε να κάτσω λίγο παραπάνω αλλά αυτές είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Δεν το κρύβω, μου αρέσει η δουλειά μου και αν δεν υπήρχε η Μαριάννα μπορεί να το τράβαγα μέχρι το βράδυ μόνο και μόνο γι’ αυτό, και μεταξύ μας, την μια εβδομάδα το μήνα που την έχει ο Ανδρέας το κάνω κάποιες φορές…»
«Αλήθεια, πώς και δεν ακολούθησες ακαδημαϊκή καριέρα;»
«Αφενός δεν με τράβαγε ιδιαίτερα και αφετέρου το οικονομικό, το μισθό και τα bonus που μου δίνει η εταιρία δε θα μου τα έδινε κανένα πανεπιστήμιο, στην Ελλάδα τουλάχιστον»
«Γιατί έφυγες από την Ελβετία;»
«Δεν πήγα εκεί για να μείνω, εξ αρχής ο σκοπός μου ήταν να κάνω το διδακτορικό μου και να γυρίσω Ελλάδα. Και ούτε καν το είχα στο μυαλό μου εδώ που τα λέμε, αρχικά ήθελα να συνεχίσω στο ΕΜΠ αλλά οι γονείς σου… ας πούμε ότι ήταν πειστικοί!»
«Χαχαχα, ναι, μου το είχαν πει… Βέβαια τότε δεν γελούσα… καταλαβαίνεις…»
«Καταλαβαίνω, μωρό μου»
«Με είπες μωρό σου!» μου λέει χαμογελαστός.
«Το ξέρω!» του απαντάω εξίσου χαμογελαστή. «Είσαι ο Μάριος μου… ποτέ δεν έπαψες να είσαι ο Μάριος μου ακόμα και όταν δεν ήσουν ο Μάριος μου…»
«Θυμίζει λίγο αντιπρόεδρο Εδεσσαϊκού το παραπάνω!»
«Δεν τον ξέρω τον κύριο!»
«Θύμισέ μου κάποια στιγμή να στο δείξω στο YouTube, δε θα σου μείνει άντερο… εχμ, το ξέρεις το YouTube, έτσι;»
«Μεσιέ, το γεγονός ότι δεν πήγαμε εις τας Αμερικάς δε σημαίνει ότι ζούμε και στις σπηλιές!»
«Καλά ντε, μη βαράς!»
«Ό,τι θέλω θα κάνω, τόσα χρόνια που έχω να σε δείρω μού ‘χει λείψει!»
«Να προσπαθήσεις εννοείς!»
«Ουφ κι εσύ κάτι λεπτομέρειες που πας και θυμάσαι!»
«Ξεχνιέσαι εσύ Μπίλι μου;»
«Όχι και μπράβο μου!»
«Χαχαχα, τι μαλάκας είσαι!»
«Τα έχουμε πει αυτά, μαθήτευσα δίπλα στον καλύτερο!»

Ήπιαμε το ποτό μας, ήπιαμε και δεύτερο ποτό, και ούτε μια στιγμή δεν είχα φύγει από την αγκαλιά του και αυτά τα έντεκα ατελείωτα χρόνια έμοιαζαν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ, γελούσαμε και πειραζόμασταν σαν να μην ήταν ούτε καν πριν λίγες μέρες η τελευταία φορά που είχαμε βγει οι δυο μας για ποτό, όλα μαζί του ήταν τόσο απλά, κυλούσαν σα νερό. Δεν ξέρω, δε μου αρέσουν τα κλισέ, αλλά πραγματικά ήταν σα να είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον.

«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει.
«Πόσο απλό, πόσο εύκολο, πόσο φυσικό είναι που είμαι μαζί σου. Μπορεί να ακουστεί βαρύ αλλά ρε Μάριε… είναι σαν να πλαστήκαμε ο ένας για τον άλλον»
«Από πέντε χρονών παιδιά κάθε μέρα μαζί, μαζί στο παιχνίδι, μαζί στο διάβασμα, μαζί στις ξένες γλώσσες, από το γυμνάσιο και μετά μαζί στο σχολείο, μαζί στο πολυτεχνείο… Είμαι ο Πυγμαλίωνας σου και είσαι η Γαλάτεια μου, είμαι η Γαλάτεια σου και εσύ ο Πυγμαλίωνας μου. Δεν πλαστήκαμε ο ένας για τον άλλον, Μπίλι μου, εμείς οι ίδιοι πλάσαμε ο ένας τον άλλον…»
«Μάριε;»
«Πες μου»
«Δε θέλω να πάμε στη Boom-boom σήμερα. Δε θέλω κόσμο, θέλω εσένα, μόνο εσένα… έντεκα χρόνια ήταν αρκετά… φτάνει… φτάνει…»
«Πού θες να πάμε;» με ρωτάει τρυφερά.
«Δε με νοιάζει… σπίτι σου… σπίτι μου… σε μια ερημική παραλία… σε μια πλαγιά… δε με νοιάζει… μόνο να είμαστε οι δυο μας, μόνο αυτό…»
«Ό,τι θέλει η Μπίλι μου» μου λέει και κάνει νόημα στη γκαρσόνα να έρθει. «Σειρά μου» κάνει και πληρώνει εκείνος και σηκωνόμαστε να φύγουμε.

Τυπικά δική μου σειρά ήταν καθώς στην τελευταία μας έξοδο πριν έντεκα χρόνια πάλι εκείνος είχε πληρώσει, αλλά δε λέω τίποτα, δε θέλω να χαλάσω τη μαγεία της στιγμής κάνοντας χαβαλέ, καλά να είμαστε και στο μέλλον από χαβαλέ άλλο τίποτα. Αυτή τη στιγμή έχω μία ανάγκη και μία ανάγκη μονάχα, να με σφίξει στην αγκαλιά του γυμνή, να νιώσω και πάλι τη ζέστα της σάρκας του πάνω στη δική μου, την ανάσα του καυτή στο πρόσωπό μου, το βάρος του κορμιού του πάνω μου, να με κάνει και πάλι δική του… και ξανά… και ξανά… και ξανά…

«Είσαι σίγουρη;» με ρωτάει όταν μπαίνουμε και οι δύο στο αυτοκίνητο.
«Όσο δεν έχω υπάρξει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου» του απαντάω.
⇽∙⇾
Στη διαδρομή μέχρι το σπίτι του δε μιλάμε, απλά ακούμε μουσική στο ράδιο, το μόνο που κάνω είναι να χαϊδεύω το χέρι του πάνω στο λεβιέ των ταχυτήτων. Το μυαλό μου έχει αδειάσει, δε σκέφτομαι τίποτα, δεν καταλαβαίνω καν πότε φτάνουμε στο νέο Ηράκλειο, το σπίτι του είναι δυο τετράγωνα πιο μέσα από τα κεντρικά της εταιρίας. Η πολυκατοικία που μένει είναι νεόκτιστη, βάζει το αυτοκίνητο στο parking δίπλα σε ένα θεόρατο SUV.

«Τι είναι αυτό καλέ;»
«Hummer, είναι του Μιχάλη που μένει στο ρετιρέ, πριν καμιά εικοσαριά μέρες επέστρεψε, πηγαινοέρχεται Γερμανία, κάνει το διδακτορικό του εκεί, μηχανολόγος και του λόγου του»
«Και γιατί πήρε τανκ;»
«Τι να σου πω, φαίνεται πως το φυσάει το παραδάκι ο κρητίκαρος, το αυτοκίνητο είναι πανάκριβο και το ρετιρέ είναι δικό του, δεν το νοικιάζει, και εδώ που τα λέμε είναι ψηλός και γεμάτος, γιατί να στριμώχνεται σε μικρότερο αφού έχει τα φράγκα για μεγαλύτερο;»

Ανεβαίνουμε πάνω και βλέπω το σπίτι του για πρώτη φορά. Δεν είναι μεγάλο αλλά είναι επιπλωμένο με γούστο. Στη βιβλιοθήκη στο σαλόνι έχει διάφορες φωτογραφίες με την κόρη του. Χαμογελάω, έχει τα μάτια του πατέρα της αλλά τα χαρακτηριστικά της πρέπει να τα πήρε από τη μητέρα της, είναι ένα κουκλί με ανοιχτά ξανθά μαλλιά. Η Μαριάννα είχε και αυτή μωρό ανοιχτά ξανθά μαλλιά αλλά, όπως συνέβη και σε μένα σ’ εκείνη την ηλικία, έχουν αρχίσει και σκουραίνουν, μάλλον θα γίνει dirty blonde σαν τη μητέρα της. Στα μάτια πήρε τον καλύτερο συνδυασμό από τους δυο μας, έχει το αμυγδαλωτό σχήμα των δικών μου και το σκούρο μπλε του πατέρα της, και η ομορφιά των ματιών του συναγωνίζεται στα ίσια αυτή του Μάριου. Έχει και φωτογραφίες των γονιών του με ή χωρίς τη Χριστίνα αλλά η τελευταία με κάνει να παγώσω.


Είναι δική μου φωτογραφία, τη θυμάμαι σα να ήταν χθες, την είχαμε τραβήξει στις διακοπές μας στη Σαντορίνη. Είναι απόγευμα της τελευταίας μέρας πριν γυρίσουμε Αθήνα και το βλέμμα μου στη φωτογραφία, παρά το χαμόγελο, είναι μελαγχολικό.

«Τη θυμάσαι;» με ρωτάει και απλά του γνέφω καταφατικά, δεν εμπιστεύομαι τη φωνή μου. Ο Μάριος μου χαμογελάει. «Θέλεις να πάμε έξω να πιούμε λίγο κρασάκι;»
«Πολύ!» του απαντάω, σκουπίζοντας βιαστικά ένα δάκρυ, που δεν κατάφερα να συγκρατήσω.

Βγαίνουμε στη βεράντα, το διαμέρισμά του διαθέτει, παρόλο που δεν είναι ρετιρέ, και είναι και αρκετά μεγάλη. Είναι γεμάτη γλάστρες και έχει και μια μεγάλη κούνια. Η πολυκατοικία είναι ψηλή, 6όροφη, και το διαμέρισμά του βρισκόμενο στον 5ο, έχει όμορφη θέα.

«Πού θέλεις να κάτσουμε;» με ρωτάει.
«Στην κούνια!»
«Ό,τι θέλει η Μπίλι μου, πάω να γεμίσω τα ποτήρια μας» μου λέει και εγώ κάθομαι στην κούνια και τον περιμένω. Έρχεται μετά από λίγο και αφού μου δώσει το ποτήρι κάθεται δίπλα μου. «Στην υγειά μας, Μπίλι μου» μου κάνει και σηκώνει το ποτήρι του.
«Στην υγεία μας, Μάριε μου» του κάνω με τη σειρά μου και τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας.

Ακούω ένα γυναικείο βογγητό και ο Μάριος βάζει τα γέλια.

«Ναι, ξέχασα να στο πω, μπορεί να έχουμε και …υπόκρουση. Ευτυχώς που ο από πάνω επέστρεψε αφού πήγα τη Χριστίνα στη Ζάκυνθο, κάθε βράδυ είναι και με διαφορετική! Είναι απίθανος ο μπαγάσας!»
«Ο κρητίκαρος;»
«Ναι, αυτός! Στις είκοσι μέρες που είναι εδώ έχω δει περισσότερα walks of shame απ’ ότι σε όλες τις σαιζόν του sex and the city, κάθε φορά και διαφορετική και όλες πιτσιρίκες!»
«Πιτσιρίκες;»
«Όχι ανήλικες βρε, αλλά τουλάχιστον όλες όσες έχω δει είναι γύρω στα είκοσι… αλλά θα μου πεις και αυτός 23 ή 24 είναι αν θυμάμαι καλά, μη νομίζεις, δυο-τρεις φορές έχουμε μιλήσει όλες κι όλες, το μόνο που ξέρω είναι η ηλικία του, το ότι έχει καταγωγή από το Ηράκλειο και ότι πριν δύο μήνες ξεκίνησε το διδακτορικό του στο Aachen. Α, και κρίνοντας από τις φωνές, πρέπει να είναι και καλός!!!!» μου λέει χαμογελώντας πονηρά. «Όπως και να έχει μέχρι το Σεπτέμβρη θα πρέπει φτιάξει την ηχομόνωσή του ή να επιστρέψει Γερμανία, γιατί καλά γελάμε, αλλά όταν γυρίσει πίσω και η Χριστίνα δε θα πάει καλά!»
«Κανείς δεν είναι σαν τον Μάριο μου!»
«Ο Μάριος σου στο συγκεκριμένο θέλει λαδάκι γιατί έχει σκουριάσει!»
«Έχεις τουλάχιστον γυμνασμένο το δεξί σου χέρι!»
«Χαχαχα, τι μαλάκας είσαι…» μου λέει και βάζει και πάλι τα γέλια.
«Εσύ έχεις κάνει μπράτσα, εγώ είμαι ο μαλάκας;» τον πειράζω κάνοντάς τον να κοντέψει να πνιγεί.
«Σε καλό σου!» μου κάνει όταν βρίσκει και πάλι την ανάσα του. «Α ρε Μπίλι… πώς τα καταφέραμε πάλι και χάσαμε τόσα χρόνια από τις ζωές μας;»
«Το κάλιο αργά παρά ποτέ ανέκαθεν ήταν το μότο της σχέσης μας, στα γεράματα θ’ αλλάζαμε;»
«Συμφωνεί και η από πάνω» μου λέει καθώς τα γυναικεία βογγητά έχουν αυξηθεί τόσο σε συχνότητα όσο και σε ένταση, κάνοντάς με να βάλω με τη σειρά μου τα γέλια.
«Άσ’ την αυτήν, έχει πιάσει κουβέντα με το Θεό!»

Πίνουμε το κρασάκι μας υπό τους ήχους της ερωτικής ραψωδίας που παίζεται στο από πάνω διαμέρισμα αλλά δεν περιμένουμε το κρεσέντο, ο Μάριος σηκώνεται και μου δίνει το χέρι του. Το παίρνω και σηκώνομαι και τον ακολουθώ στο σαλόνι. Πάει στο CD player, το ανοίγει, και αφού ψάξει λίγο, βάζει μέσα ένα δισκάκι.

«Χορεύετε δεσποινίς;»

Listen to the wind blow,
watch the sun rise.
Run in the shadows,
damn your love, damn your lies.

Και έχει επιλέξει το τραγούδι που είχαμε χορέψει στο πάρτι της Κλαίρης αλλά εδώ δεν υπάρχει πια καμιά Βίκυ να μου χαλάσει τη διάθεση. Και εδώ που τα λέμε, εκείνη ήταν που τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που πραγματικά λαχταρούσε ήμουν εγώ και καμιά άλλη. Με αγκαλιάζει σφιχτά από τη μέση και τον αγκαλιάζω κι εγώ σφιχτά, σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του, και αρχίζουμε να λικνιζόμαστε.

And if you don’t love me now,
you will never love me again.
can still hear you saying
you will never break the chain.

Υψώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω. Χαμηλώνει το κεφάλι του και τα χείλη μας συναντιούνται και πάλι σε ένα βαθύ ερωτικό φιλί ενώ το χέρι του δε σταματάει ούτε μια στιγμή να μου χαϊδεύει την πλάτη. Έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας αλλά μέσα μου κάθε ίχνος αμφιβολίας έχει διαλυθεί, ό,τι και να συναντήσουμε στο δρόμο μας θα το αντιμετωπίσουμε μαζί. Δεν του είπα ψέματα, νιώθω τόσο σίγουρη όσο δεν είχα νιώσει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Λικνιζόμαστε αργά χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσουμε να φιλιόμαστε, χωρίς ούτε μια στιγμή το χέρι του να σταματήσει να με χαϊδεύει τρυφερά στην πλάτη και τα ακροδάχτυλα του αριστερού μου χεριού τα μαλλιά του.

And if you don’t love me now,
you will never love me again.
I can still hear you saying
you will never break the chain.

«Σε θέλω» του λέω σταματώντας το φιλί. Δεν απαντάει, με αφήνει και πιάνοντας το χέρι μου με πάει προς τα μέσα ενώ η μουσική παίζει ακόμα…

Chain keep us together, running in the shadows
Chain keep us together, running in the shadows
Chain keep us together, running in the shadows
Chain keep us together, running in the shadows
Chain…

Πάμε στην κρεβατοκάμαρά του. Το κρεββάτι του είναι υπέρδιπλο και στρωμένο, όλα είναι τακτοποιημένα και στη θέση τους. Δε μου κάνει εντύπωση, ανέκαθεν ο Μάριος ήταν έτσι, εγώ ήμουν πάντα η πιο χύμα. Σταματάμε και με γυρνάει να του έχω πλάτη και αρχίζει να με χαϊδεύει στα πλευρά. Κλείνω τα μάτια μου και φέρνοντας τα χέρια μου πίσω μου, τα σταυρώνω πίσω από το κεφάλι του. Με φιλάει απαλά στο σβέρκο κάνοντάς με να ανατριχιάσω ενώ τα χέρια του είναι το καθένα στο πλάι του κάθε μου στήθους. Μου ξεφεύγει μια δυνατή ανάσα τη στιγμή που φέρνει τα χέρια του πάνω στα στήθη μου και μου τα χουφτώνει απαλά, ενώ το στόμα του παίζει με το λοβό του δεξιού μου αφτιού. Μου μαλάζει τα στήθη για λίγη ώρα και μετά αργά, βασανιστικά αργά, κατεβάζει το ένα του χέρι προς τα κάτω και επιτέλους φτάνει εκεί που λαχταρώ και με χαϊδεύει πάνω από το φόρεμα. Σταματάει και μου το σηκώνει απαλά, ξεσταυρώνω τα χέρια μου από το κεφάλι του και τα σηκώνω ψηλά για να τον βοηθήσω να μου το βγάλει.

Μου ξεκουμπώνει το σουτιέν και τον βοηθάω να μου το βγάλει. Με τραβάει ξανά προς το μέρος του, ακουμπάω και πάλι πάνω του, και αυτή τη φορά νιώθω τον ερεθισμό του. Φέρνει ξανά τα χέρια του πάνω στα στήθη μου και μου τα μαλάζει, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Έχω σηκώσει και πάλι τα χέρια μου αλλά αυτή τη φορά τα έχω σταυρώσει πίσω από το δικό μου κεφάλι. Παίζει για λίγο με τις ρώγες μου και μετά και με τα δυο του χέρια με χαϊδεύει στα πλευρά και μετά στην κοιλιά και μετά… Μου ξεφεύγει και πάλι ένας δυνατός στεναγμός. Σταματάει και μου κατεβάζει το εσώρουχο και μετά από έντεκα χρόνια βρίσκομαι και πάλι γυμνή μπροστά του.

Γυρίζω προς το μέρος του και τα χείλη μας συναντιούνται και πάλι ενώ με ένα μου χέρι του ξεκουμπώνω το πουκάμισο. Το βγάζει και βγάζει και το φανελάκι του. Σέρνω τ’ ακροδάχτυλά μου πάνω στο στέρνο του κάνοντάς την άλω του να ανατριχιάσει. Ξεκινάμε να φιλιόμαστε και πάλι και κατεβάζω το χέρι μου προς τα κάτω, τον χουφτώνω πάνω από το παντελόνι του και με το ένα μου χέρι καταφέρνω να του ξεκουμπώσω και τη ζώνη και τα κουμπιά. Περνάω το χέρι μου μέσα από το ανοιχτό παντελόνι και το εσώρουχό του και πιάνω το όργανό του στο χέρι μου.

Σταματάμε για να τον βοηθήσω να βγάλει παντελόνι και εσώρουχο, βγάζει και τις κάλτσες του, και μένουμε τελείως γυμνοί. Με τραβάει πάνω του και με φιλάει παθιασμένα, επιθετικά, και νιώθω και πάλι να λιώνω στα χέρια του. Κατεβάζω το χέρι μου στο στέρνο του και τον χαϊδεύω. Σταματάω το φιλί στο στόμα και αρχίζω και τον φιλάω και να τον δαγκώνω απαλά στο σαγόνι και στο λαιμό. Συνεχίζω να τον φιλάω στο στέρνο, και στα στήθη του και μετά πιο χαμηλά ενώ ταυτόχρονα λυγίζω τα πόδια μου και χαμηλώνω, και όλο χαμηλώνω, μέχρι που τελικά στέκομαι γονατισμένη μπροστά του.

Με μεθάει η μυρωδιά του ανδρισμού του και χωρίς να διστάσω ούτε στιγμή τον παίρνω όλο μέσα στο στόμα μου, έχω μάθει εδώ και χρόνια να μπορώ να το κάνω. Ακούω το βογγητό του και συνεχίζω με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό, μπορεί να θέλω να μπει μέσα μου αλλά ακόμα περισσότερο θέλω να του προσφέρω ικανοποίηση, ο Μάριος, πέρα από την Μαριάννα μου, είναι ο μόνος άνθρωπος στη ζωή μου του οποίου τα θέλω τα έβαζα *πάντα* πάνω από οτιδήποτε δικό μου.

Με σταματάει απαλά και με βοηθάει να σηκωθώ. Ξαπλώνουμε στο κρεββάτι και ανεβαίνει πάνω μου και τον αγκαλιάζω και τον τραβάω προς τα μένα, θέλω να νιώσω το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου. Με φιλάει και μετά κατεβαίνει απαλά στα στήθη μου και μετά ανάμεσα στα πόδια μου. Τον αρπάζω από το μαλλί και τον κολλάω πάνω μου και το άγγιγμα της γλώσσα του στην κλειτορίδα με κάνει να τεντωθώ άθελά μου.

«Σε θέλω…κάνε με δική σου και πάλι… σε θέλω… σε θέλω…» του λέω με πνιχτή φωνή, και σταματάει για λίγο.
«Μπίλι μου… δεν… δεν έχω προφυλακτικό… δεν πίστευα ότι θα το χρειαστώ…»
«Δεν πειράζει» του λέω. «Είναι η πρώτη μου μέρα μετά τους Ρώσσους» του λέω και επιστρέφει στο έργο του κάνοντάς και πάλι το σώμα μου να τεντωθεί και παρόλο που του είπα ότι θέλω να μπει μέσα μου δε σταματάει, συνεχίζει με ακόμα μεγαλύτερο πάθος και τη γλώσσα του τη συνοδεύουν και τα δάχτυλά του, και όπως και την πρώτη φορά που μου τα έβαλε ταυτόχρονα μπροστά και πίσω, ο οργασμός μου έρχεται από το πουθενά και ξεπληρώνουμε τις φωνές της από πάνω με τόκο! Σταματάει και βρίσκω με κάποια δυσκολία τις ανάσες μου. «Σε θέλω!» του λέω και πάλι. «Κάνε με δική σου… κάνε με δική σου και πάλι!»
«Δώσε μου μερικά λεπτάκια…»
«Κουράστηκες;» τον ρωτάω.
«Όχι, αλλά άμα ξεκινήσω όπως είμαι τώρα θα αρχίσεις και πάλι να τραγουδάς για το Speedy Gonzalez» μου λέει και βάζω τα γέλια.
«Don’t care! Δε μπορώ να περιμένω άλλο, δε θέλω να περιμένω άλλο!»

Αντί απάντησης κουνάει το κεφάλι του γελαστός και έρχεται προς το μέρος μου. Ανεβαίνει από πάνω μου και ανοίγω τα πόδια μου για να τον υποδεχτώ. Στέκεται ακίνητος για μερικές στιγμές και μετά σχεδόν γλιστράει μέσα μου, κάνοντάς με να ξεφωνίσω από την ηδονή και την πληρότητα. Ανοίγω και πάλι τα μάτια μου και τον κοιτάω όπως είναι όλος μέσα μου, ακίνητος. «Σ’ αγαπάω» μου λέει. «Σ’ αγαπάω» του απαντάω και αρχίζει και κινείται απαλά και τα μάτια μου κλείνουν από μόνα τους και οι χτύποι της καρδιάς μου είναι τόσο δυνατοί που θαρρείς πως καλύπτουν τις κοφτές του ανάσες καθώς μπαινοβγαίνει με υπνωτικό σχεδόν ρυθμό μέσα μου. Αρχίζει και επιταχύνει σταδιακά και οι ανάσες μου γίνονται στεναγμοί και μετά βογγητά και στο τέλος αναφιλητά αλλά δεν είναι κλάματος, είναι ηδονής.

Νιώθω να έχω αρπάξει φωτιά και ο Μάριος όλο και συνεχίζει να επιταχύνει και παρά τους φόβους του συνεχίζει για αρκετή ώρα, τόση που νιώθω ότι δε θα αντέξω, θα του μείνω, δεν είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου τόσο έντονη ευχαρίστηση με απλή διείσδυση, και γίνομαι ξανά σαν την από πάνω, τα αναφιλητά μου γίνονται φωνές και πάνω στην κορύφωση του οργασμού μου έρχεται και ο δικός του, καρφώνεται μέσα μου και μένει ακίνητος και νιώθω το όργανό του να σπαρταράει κυριολεκτικά μέσα μου, πλημμυρίζοντάς με. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάναμε σεξ χωρίς προφυλακτικό και τελείωνε μέσα μου, και ούτε ήταν η πρώτη φορά που είχα οργασμό μόνο με διείσδυση, αλλά ποτέ μα ποτέ στη ζωή μου δεν είχα νιώσει κάτι τόσο δυνατό, τόσο έντονο…
«Μείνε μέσα μου, σε παρακαλώ μην τραβηχτείς…» σχεδόν τον εκλιπαρώ.
«Δεν πάω πουθενά!» μου αποκρίνεται χαμογελαστός και νιώθω και πάλι το βάρος του κορμιού του καθώς ξαπλώνει πάνω μου.

Κάθεται για λίγη ώρα έτσι και μετά ξαπλώνει και μου ανοίγει την αγκαλιά του και χώνομαι μέσα της ξαπλώνοντας το κεφάλι μου ανάμεσα στο χέρι και το στέρνο του. Μπορεί να μην είναι παρά το πρώτο βήμα αλλά η πληρότητα που νιώθω με γεμίζει αισιοδοξία, μετά από έντεκα ατελείωτα χρόνια ο Μάριος μου είναι και πάλι με τη Μπίλι του.


2008

Reunions

Πρώτη φορά που κάνουμε διακοπές μαζί με το Μάριο και τα παιδιά και αποφασίσαμε να πάμε Κρήτη, κάτι που είχαμε σχεδιάσει να κάνουμε το 1997 αλλά μας πρόλαβε ο χωρισμός μας. Δεν πειράζει, κάλιο αργά παρά ποτέ, το κάνουμε φέτος έντεκα χρόνια αργότερα, ακριβώς όσο κάναμε για να βρεθούμε μαζί και πάλι. Ακόμα καλύτερα, φέτος θα δούμε, και μετά από πολλά χρόνια, τον παιδικό μας φίλο το Νίκο που πλέον είναι καθηγητής στη σχολή της επιστήμης υπολογιστών, και εκεί μας περίμενε μια ακόμα έκπληξη. Ο Ανδρέας ο Πολιτάκης είναι και αυτός καθηγητής στο τμήμα βιολογίας του πανεπιστημίου Κρήτης και όχι μόνο αυτό, είναι και παντρεμένος με τη Φοίβη τη Μαρτίνου, το πρωτάκι που μου είχε πάρει την πρωτιά της καλύτερης μαθήτριας στο γυμνάσιο, η οποία είναι συνάδελφος του Νίκου, καθηγήτρια και εκείνη στην ίδια σχολή.

Ο Νίκος έχει παντρευτεί μια κοπέλα από το Ηράκλειο, και από το 2000 είναι μπαμπάς, έχει μια κορούλα στην ηλικία της Χριστίνας και ένα αγοράκι τεσσάρων χρονών. Όπως μας είπε και ο Ανδρέας με τη Φοίβη έχουν και εκείνοι δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, το κορίτσι είναι έξι και μισό, σαν την Μαριάννα, ενώ το αγόρι είναι και αυτό τεσσάρων. Ο Νίκος μας έχει καλέσει στο σπίτι του και εκεί γνωρίζουμε τη Σοφία, τη σύζυγό του, και τα παιδάκια τους, και όπως καθόμαστε στη βεράντα μετά το φαγητό, μας πετάει την ιδέα να εμφανιστούμε από το πουθενά στον Ανδρέα τον Πολιτάκη.

«Λοιπόν, θέλετε να τον τρελάνουμε τον Πολιτάκη;»
«Τι σκέφτεσαι;» τον ρωτάει ο Μάριος.
«Να του παρουσιαστείτε σα φάντης μπαστούνι στο γραφείο του στο ΙΤΕ»
«Θα μας θυμάται;» τον ρωτάει ο Μάριος
«Για σένα δεν παίρνω όρκο, αλλά τη Μπίλι αποκλείεται να την έχει ξεχάσει, και ας του πήρε τα μυαλά η Φοίβη. Εντωμεταξύ την θυμάστε αυτήν; Αν τη δείτε θα σας πέσει το σαγόνι κάτω»
«Ομολογώ πως δεν τη θυμάμαι φατσικά» του απαντάω. «Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι την είχα άχτι γιατί για ένα δωδέκατο μου έφαγε την πρωτιά της καλύτερης μαθήτριας στο γυμνάσιο. Βέβαια μετά πήγα λύκειο οπότε επέστρεψα στις εργοστασιακές μου ρυθμίσεις»
«Δεν εκπλήσσομαι, η Μαρτίνου είναι μια κατηγορία μόνη της, το ξέρετε ότι κέρδισε σε μαθηματικό διαγωνισμό τους συναδέλφους μας σε Μαθηματικό και Φυσικό; Εντάξει, θεωρία υπολογισμού είναι ο τομέας της but still…»
«Από τη μία η Μπίλι, από την άλλη η Μαρτίνου, στο τέλος θα με κάνεις να νιώσω μειονεκτικά!» τον μαλώνει η γυναίκα του.
«Εσύ είσαι εκτός συναγωνισμού αγάπη μου, τώρα μιλάω για τις υπόλοιπες …μη κοινές θνητές!» της λέει ο Νίκος σώζοντάς το.
«Το καλό που σου θέλω!» τον ψευτομαλώνει κάνοντάς μας να χαμογελάσουμε.
«Και τα παιδιά;» ρωτάω εγώ.
«Μην σ’ ανησυχεί αυτό, θα τα κρατήσω εγώ» απαντάει η Σοφία.
«Βρε, μη σε βάζουμε σε φασαρία…»
«Σιγά τη φασαρία, σε δασκάλα μιλάτε!» μας υπενθυμίζει. «Κι έχω μια ακόμα καλύτερη ιδέα για αύριο, να πάω τα παιδιά στην Αμμουδάρα για μπάνιο και έρχεστε και μας βρίσκετε εκεί»
«Σίγουρα βρε Σοφία;»
«Ναι σου λέω! Και μετά το μπάνιο πάμε για φαγητό στον Πετούση που έχει και παιδότοπο!»
“Sold!” απαντάει για λογαριασμό και των δυο μας ο Μάριος. «Αλήθεια, το απόγευμα λέμε να πάμε για μπανάκι, και είναι η πρώτη μας μέρα εδώ και δεν τα ξέρουμε τα κατατόπια, που προτείνετε;»
«Αν δεν βαριέστε θα σας πρότεινα να πάτε στο Μπαλί, προς το Ρέθυμνο. Αν δε θέλετε να απομακρυνθείτε πολύ, και μιας και αύριο θα πάμε Αμμουδάρα, θα πρότεινα Καρτερό ή Κοκκίνη Χάνι» μας λέει ο Νίκος. «Αλήθεια, πόσο θα κάτσετε;»
«Τρεις εβδομάδες» του απαντάει ο Μάριος. «Ή έρχεσαι Κρήτη ή δεν έρχεσαι!»
«Χαχαχα, καλά τα λες αλλά εγώ είμαι εδώ από το ’91 και ανάθεμά με αν έχω καταφέρει να τη γυρίσω όλη»
«Εδώ δεν το έχω καταφέρει εγώ που είμαι και γέννημα θρέμμα!» μας λέει η Σοφία. «Πάντως οι τρεις εβδομάδες είναι το απολύτως απαραίτητο για να μπορείς να πεις ότι πήρες μια καλή μυρωδιά της Λεβεντογέννας»
«Να προσέχετε πολύ στο δρόμο, αν νομίζετε ότι μόνο στην Αθήνα οδηγούν εγκληματίες σας περιμένει δυσάρεστη έκπληξη, οι κρητίκαροι είναι μια κατηγορία μόνοι τους!» μας προειδοποιεί ο Νίκος. «Εντωμεταξύ ρε μπαγάσα, συγκινήθηκα που είδα ξανά τη Jetta σου!»
«Εγώ να δεις πως έκανα όταν ήρθε και με πήρε να πάμε για ποτό μετά από έντεκα χρόνια, έκλαιγα σαν παιδάκι!» τους λέω ντροπαλά.
«Εσύ; Έκλαιγες εσύ;» με ρωτάει ο Νίκος με ειλικρινή απορία.
«Ε, το παθαίνω κι εγώ που και που, και άλλωστε έλα στη θέση μου μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια και τόσα ταξίδια που είχαμε κάνει μαζί της»
“Story time!!!” λέει ενθουσιασμένος ο Νίκος. «Πολύ χάρηκα που έμαθα ότι είστε και πάλι μαζί αλλά ρε παιδιά πείτε μας όλη την ιστορία!»
«Μην ξεκινήσετε ακόμα, καφεδάκι πρώτα!» μας λέει η Σοφία. «Έχουμε γαλλικό αλλά μπορώ να πάρω τηλέφωνο εδώ σε μια καφετέρια που έχουν και άλλα είδη καφέ αν θέλετε»
«Για μένα μια χαρά είναι ο γαλλικός» της κάνω και το ίδιο απαντάει και ο Μάριος. Η Σοφία φεύγει και επιστρέφει μετά από δέκα λεπτά με τους καφέδες και εκείνη τη στιγμή έρχεται και η Χριστίνα στη βεράντα, είχαμε αφήσει τα παιδιά μέσα να παίζουν.
«Μαμά» μου κάνει «θυμάσαι αν πήραμε μαζί μας το τετράδιο ζωγραφικής;»
«Ναι αγάπη μου, στην τσάντα είναι, πάμε μέσα να στο δώσω» της κάνω.
⇽∙⇾
Την πρώτη φορά που η Χριστίνα με είπε «μαμά», πέρσι τα Χριστούγεννα, με πήραν τα ζουμιά και το κοριτσάκι μου, που δεν είχε προλάβει καλά-καλά να γνωρίσει την βιολογική της μητέρα, δε χόρταινε να μου το λέει, αλλά σάμπως χόρταινα του λόγου μου να τ’ ακούω; Το ακόμα καλύτερο ήταν ότι με τη συμπεριφορά της παρέσυρε και τη Μαριάννα η οποία άρχισε να φωνάζει τον Μάριο μπαμπά, και γίναμε Βενετία γίναμε! Οι δυο τους είχα κολλήσει εξαιρετικά και έκαναν τα πάντα μαζί, και κάπως έτσι ο Ανδρέας -ο οποίος όπως το είχα προβλέψει δεν το είχε πάρει καλά όταν επιτέλους του είπα την πλήρη αλήθεια για το Μάριο- πείστηκε πως ο Πάρης θα έπρεπε να αρχίσει να βλέπει σαν αδερφή του και τη Χριστίνα.

Επιπλέον, μιας και η τελευταία είχε ήδη αρχίσει το σχολείο, πήγαινε στο Αρσάκειο στη Δροσιά, αποφασίσαμε από κοινού, το Σεπτέμβρη που Μαριάννα θα ξεκινήσει δημοτικό να πάει και εκείνη στο Αρσάκειο, και όταν έρθει η ώρα να πάει εκεί και ο Πάρης. Το Αρσάκειο δεν είναι φτηνό και ο Ανδρέας με την Αλεξάνδρα δεν έχουν τη δική μας οικονομική άνεση, οπότε συμφωνήσαμε πως όταν ξεκινήσει σχολείο και ο Πάρης, τα δίδακτρα της Μαριάννας θα τα πληρώνω αποκλειστικά εγώ. Το πρόγραμμα των Χριστουγέννων δεν άλλαξε, η Χριστίνα που στην αρχή ήταν διστακτική, ξετρελάθηκε τη μια εβδομάδα που πέρασε μαζί με τη Μαριάννα και τον Πάρη, αν και μεταξύ μας, η Αλεξάνδρα η οποία αγαπάει πολύ τα παιδιά, παίζει να ήταν αυτή που πέρασε καλύτερα απ’ όλους.

Επιπλέον, και προκειμένου τα παιδιά να δυναμώσουν περισσότερο τις μεταξύ τους σχέσεις, αποφασίσαμε να έχουμε τουλάχιστον δυο φορές το μήνα κοινές δραστηριότητες, και μέχρι στιγμής αυτό έχει πάει εξαιρετικά, παρόλο που η σχέση του Μάριου με τον Ανδρέα είναι αρκετά περίεργη. Εδώ βοηθάει και η αγάπη που έχει η Αλεξάνδρα για τα παιδιά, όσα περισσότερα παιδιά έχει γύρω της, τόσο πιο κοντά βρίσκεται στην προσωπική της νιρβάνα, δεν είναι τυχαίο που μέχρι και η Χριστίνα τη φωνάζει «mommy» ενώ δεν έχει πει ποτέ τον Ανδρέα «daddy» ή κάτι αντίστοιχο.

Η άλλη πρωτιά που είχαμε φέτος ήταν οι διακοπές της Μαριάννας με τους γονείς του Μάριου στη Ζάκυνθο, και όπως έχει γίνει αυτοκόλλητη με τη Χριστίνα, και παρά το αρχικό μου άγχος, είδαμε και πάθαμε να την ξεκολλήσουμε από τους τέταρτους παππούδες της για να πάει διακοπές με την οικογένεια του πατέρα της. Όσον αφορά τους γονείς μου… αντί για ένα ξανθό τερατάκι πλέον έχουν δύο ξανθά τερατάκια, οπότε ποιος τη χάρη τους.
⇽∙⇾
Βγάζω από την τσάντα το μπλοκ ζωγραφικής και το δίνω στη Χριστίνα που πάει τρέχοντας να βρει τα υπόλοιπα παιδιά στο δωμάτιο της Ελένης, της κόρης του Νίκου και της Σοφίας. Εγώ γυρίζω στη βεράντα όπου όλοι με περιμένουν για να τους διηγηθούμε την ιστορία της επανασύνδεσής μας με το Μάριο.

«Λοιπόν, είμαστε όλο αφτιά!» μας λέει η Σοφία.
«Από που ν' αρχίσω… Λοιπόν, όπως ίσως ξέρετε ο μεσιέ εδώ πήρε υποτροφία από το MIT και αρχές του 1997 πήγε Αμερική…»
«Αυτά τα ξέρουμε» είπε ο Νίκος. «Για την επανασύνδεση πείτε μας!»
«Είναι σαν το ίδιο το σύμπαν να οδήγησε τον ένα προς τον άλλον» λέει ο Μάριος. «Δεν αστειεύομαι, αν δείτε την απίστευτη αλυσίδα των συμπτώσεων που μας οδήγησε να τρακάρουμε ο ένας στον άλλον μετά από έντεκα χρόνια το ίδιο θα πείτε. Μπίλι, πες τα εσύ!»
«Από που να το πρωτοπιάσω... Όταν ο Μάριος επέστρεψε Ελλάδα πήγε και νοίκιασε σπίτι στο Νέο Ηράκλειο, παρόλο που ούτε κοντά στο Πολυτεχνείο είναι, ούτε είχε ποτέ του καμία σχέση με την περιοχή. Εγώ από τότε που γύρισα από την Ελβετία δουλεύω σε μια μεγάλη κατασκευαστική που πριν τέσσερα χρόνια μετακόμισε τα κεντρικά της από το Χαλάνδρι στο Νέο Ηράκλειο, και το σπίτι που νοίκιαζε ο Μάριος είναι δύο-τρία τετράγωνα πιο μέσα. Ήμουν την εβδομάδα που η Μαριάννα ήταν με τον πατέρα της και κάμποσες φορές όταν γίνεται αυτό κάθομαι μέχρι αργά στο γραφείο, εκείνη την ημέρα έφυγα στις έξι ακριβώς. Μου ήρθε από το πουθενά διάθεση να φάω γαρίδομακαρονάδα με σάλτσα ντομάτας και φέτα και δεν είχα γαρίδες. Είχα περίοδο και για το λόγο αυτό αποφάσισα να πάω σε ένα μικρό συνοικιακό σούπερ μάρκετ κοντά στα κεντρικά και όχι στο μεγάλο Σκλαβενίτη που πάω συνήθως. Το μεσημέρι ένιωθα λίγο βαρύ το στομάχι μου και δεν τσίμπησα κάτι, με αποτέλεσμα να πάω πεινασμένη να ψωνίσω, και αντί να πάρω μόνο γαρίδες και σοκολάτες που έλεγα αρχικά, σήκωσα το μισό μαγαζί, με αποτέλεσμα να κάτσω περισσότερη ώρα απ’ όση είχα υπολογίσει. Την ώρα που τέλειωνα τα ψώνια μου ήρθε από το πουθενά η ιδέα να κάνω τις γαρίδες με τηγανητό ρύζι με αποτέλεσμα να φάω άλλο ένα δεκάλεπτο στο διάδρομο με τα ρύζια προσπαθώντας να αποφασίσω πως θα κάνω τελικά τις γαρίδες. Του Μάριου του είχε τελειώσει το ρύζι και κατέβηκε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο στο σούπερ μάρκετ και με πέτυχε πάνω που ήμουν έτοιμη να φύγω»
“Woah” έκανε ο Νίκος.
«Woah δε θα πει τίποτα, ήταν σαν το σύμπαν να αποφάσισε για κάποιο δικό του λόγο να μας δώσει μια δεύτερη ευκαιρία» είπε με τη σειρά του ο Μάριος. «Με το που μπήκα στο διάδρομο είδα τη Μπίλι και κοκάλωσα, δεν μπορούσα να πιστέψω αυτά που έβλεπαν τα ίδια μου τα μάτια. “Μπίλι;” τη ρώτησα διστακτικά και γύρισε και με κοίταξε και της έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα, εκεί πείστηκα πως δεν έκαναν πουλάκια τα μάτια μου, μπροστά μου ήταν όντως η Μπίλι. “Μάριε;” με ρώτησε με τη σειρά της χωρίς καλά-καλά και η ίδια να πιστεύει στα μάτια της. Πιάσαμε για λίγο την κουβέντα και η καρδιά μου πρέπει να χτύπησε 200άρα, όχι ότι η κυρία πήγε πίσω. Μου πρότεινε να μου κάνει το τραπέζι για να κάνουμε catchup and the rest is history»
«Α, δε θέλω τέτοια!» λέει η Σοφία! «Όλες τις γαργαλιστικές λεπτομέρειες! Πώς ήταν; Πώς νιώσατε;»
«Κεραυνοβολημένοι» της απαντάω εγώ. «Είχαμε βγει στη βεράντα και πίναμε το κρασάκι μας και η συζήτηση έφτασε στο χωρισμό μας και εκεί συνειδητοποιήσαμε, ο καθένας για τον άλλον, αυτό που ξέραμε για τους ίδιους μας τους εαυτούς, η φωτιά έκαιγε ακόμα μέσα μας, ποτέ δεν είχε σβήσει. Με τα χίλια ζόρια κρατηθήκαμε και δεν ορμίσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και αντί αυτού αποφασίσαμε να το πάμε σιγά-σιγά και να δούμε πως θα πάει, άλλωστε ήμασταν και οι δύο σε κατάσταση συναισθηματικού σοκ, που μπορεί να ήταν ευχάριστο αλλά δεν έπαυε να είναι σοκ, οπότε εκείνη τη στιγμή δεν ήμασταν για να πάρουμε σοβαρές αποφάσεις. Βγήκαμε το Σάββατο αλλά ένα ραντεβού ήταν τελικά αρκετό, θέλαμε ακόμα ο ένας τον άλλον, και άλλωστε, παρά τα έντεκα χρόνια που είχαν περάσει, δεν είμασταν δυο άγνωστοι, μεγαλώσαμε μαζί, τον ξέρω και με ξέρει από τότε που ήμουν πέντε χρονών και ο Μάριος έξι. Η Κατερίνα ήταν για κάμποσο καιρό η μόνη που γνώριζε πως εγώ και ο Μάριος επανασυνδεθήκαμε.»
«Ποια είναι η Κατερίνα;» ρώτησε η Σοφία.
«Κοινή παιδική μας φίλη, οι τρεις μας ήμασταν αχώριστοι από τo γυμνάσιο, και με την οποία είμαστε κολλητές μέχρι και σήμερα που μιλάμε.»
«Το τρίο Stooges, έτσι τους φωνάζαμε» λέει νοσταλγικά ο Νίκος.
«Χαχαχα, πόσα χρόνια είχα να το ακούσω» λέει ο Μάριος γελώντας.
«Στην Κατερίνα κάναμε το ίδιο που πρότεινες να κάνουμε στον Ανδρέα, την κάλεσα σπίτι για να πιούμε ένα κρασί και είχα κρύψει τον Μάριο μέσα. Όταν τον είδε ξαφνικά μπροστά της σα φάντη μπαστούνι νόμιζε πως τα μάτια της κάνανε πουλάκια, όταν, δε, συνειδητοποίησε ότι είμαστε ξανά μαζί, άρχισε να κλαίει σαν κοριτσάκι.»
«Ενώ εμείς, να πούμε, τέρατα ψυχραιμίας…» λέει ο Μάριος ειρωνικά.
«Καλά ναι, δεν το συζητάω, από τρίο Stooges για κανένα δεκάλεπτο γίναμε και οι τρεις Μάρθα Βούρτση στα καλύτερά της!» συμπληρώνω εγώ.
«Αλήθεια, τι κάνει η Κατερίνα;» ρωτάει ο Νίκος.
«Μια χαρά είναι, έχει και αυτή δυο κοριτσάκια, την Ήρα που φέτος κλείνει τα δέκα και τη Βιολέτα, που είναι ένα χρόνο μικρότερη. Και πλέον δεν είμαστε απλά κολλητές, έχουμε γίνει και κουμπάρες, εγώ είμαι η νονά της Βιολέτας και η Κατερίνα είναι η νονά της Μαριάννας. Τέλος πάντων, για να συνεχίσω από εκεί που είχαμε μείνει, για λίγους μήνες το ήξερε μόνο η Κατερίνα, στη συνέχεια το είπαμε πρώτα στους γονείς μας και μετά… μετά ήταν τα ζόρια γιατί έπρεπε να το πω και στον Ανδρέα»
«Γιατί ζόρια;» ρωτάει παραξενεμένη η Σοφία.
«Γιατί… γιατί στον Ανδρέα του είχα κρύψει το παρελθόν μου με το Μάριο, όσο τον αφορούσε ο τελευταίος δεν ήταν παρά ο παιδικός μου φίλος που το 1997 έφυγε για πάντα στην Αμερική»
«Γιατί το έκανες αυτό ρε Μπίλι;» ρώτησε ο Νίκος.
«Θυμάσαι που πριν τα φτιάξουμε με το Μάριο δε μπορούσε να στεριώσει σε σχέση γιατί αυτή που ήθελε πάνω απ’ όλες ήμουν εγώ; Ε, το ίδιο έπαθα κι εγώ μετά το Μάριο, δε μπορούσα να στεριώσω σε καμία σχέση γιατί… γιατί κανείς δεν ήταν σαν τον Μάριο μου. Ο πρώτος που έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει έστω και λίγο ήταν ο Ανδρέας και φοβήθηκα πως αν του μιλούσα για το Μάριο θα καταλάβαινε πόσο αδύναμα ήταν σε σύγκριση τα συναισθήματά μου προς τον ίδιο. Μαλακία μου, το ξέρω, κάπου με είχε πιάσει πανικός και απελπισία»
«Κάτι μου θυμίζει» λέει ο Νίκος.
«Ναι, τον Δημήτρη…» του λέω αναστενάζοντας. «Τέλος πάντων, το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν ήταν απλά ότι του είχα αποκρύψει το παρελθόν μου, η Μαριάννα έχει βαφτιστεί ως Άννα-Μαρία, και το Μαρία δεν το πήρε από την άλλη της γιαγιά, αν με αντιλαμβάνεστε»
«Και η Χριστίνα δύο ονόματα έχει, την βαφτίσαμε ως Χριστίνα-Βασιλική» λέει με τη σειρά του ο Μάριος.
«Άλλος γύρος κλάματος όταν το είχα μάθει, τέλος πάντων, με την ψυχή στα δόντια είπα την αλήθεια στον Ανδρέα και παρόλο που για χάρη της Μαριάννας δεν είπε τίποτα, ξέρω ότι πληγώθηκε και ήμουν εγώ που τον πλήγωσα για ακόμα μια φορά…» είπα αναστενάζοντας. «Δεν έχω κάνει πολλές μαλακίες στη ζωή μου αλλά όσες φορές έκανα ήταν επικές, και αυτή είναι μακράν η μεγαλύτερη»
«Αχ βρε Μπίλι» λέει η Σοφία.
«Κάπου στα τέλη του Οκτώβρη το είπαμε και στα δυο κορίτσια και η αλήθεια είναι ότι το πήραν ακόμα καλύτερα απ’ όσο είχαμε τολμήσει να ελπίσουμε, και οι δύο ενθουσιάστηκαν στην ιδέα ότι θα αποκτήσουν αδερφούλα και κόλλησαν μεταξύ τους από την πρώτη στιγμή. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα η Χριστίνα με είπε για πρώτη φορά «μαμά» και παρέσυρε -με την καλή έννοια- και την Μαριάννα που άρχισε λίγο μετά να λέει τον Μάριο «μπαμπά»
«Φαντάζομαι ότι λερώσατε τα βρακιά σας, ε;» ρωτάει ο Νίκος.
«Αν τα λερώσαμε, λέει; Εκεί να δεις κλάμα!» του απαντάω. «Τέλος πάντων, δεν είναι και όλα εύκολα, μια εβδομάδα το μήνα η Μαριάννα είναι με το μπαμπά της, και όπως σας είπα με τη Χριστίνα έχουν γίνει από την πρώτη μέρα αυτοκόλλητες, οπότε στις αρχές ένα δράμα το είχαμε. Ευτυχώς η Αλεξάνδρα, η δεύτερη σύζυγος του Ανδρέα, λατρεύει τα παιδιά και έτσι ακόμα και την εβδομάδα που έχουν τη Μαριάννα, οι αδερφές Μπρόγιερ βρίσκονται μεταξύ τους, και άλλωστε από το Σεπτέμβρη που ανοίγουν τα σχολεία θα είναι όλα τα πρωινά μαζί»
«Μπράβο ρε παιδιά, πολύ χαίρομαι για εσάς» μας λέει ο Νίκος.
⇽∙⇾
Καθίσαμε εκεί μέχρι νωρίς το απόγευμα και μετά, όπως μας πρότειναν, πήγαμε για μπάνιο στο Κοκκίνη Χάνι και οι μικρές ξελύσσαξαν, κάτσαμε μέχρι που έπεσε ο ήλιος. Το επόμενο πρωί, όπως είχαμε συμφωνήσει, περάσαμε και αφήσαμε τις μικρές στην Σοφία και πήγαμε οι τρεις μας στο ΙΤΕ. Φτάσαμε έξω από το γραφείο του Ανδρέα και ο Νίκος μας έκανε νόημα να κάνουμε σιωπή. Χτυπάει την πόρτα και ο Ανδρέας του λέει από μέσα να περάσει.

«Βρε καλώς τον!» ακούμε τη φωνή του Ανδρέα να λέει από μέσα όταν πέρασε στο γραφείο του ο Νίκος. «Αν ψάχνεις τη Φοίβη σήμερα είναι στο γραφείο της, στην Κνωσσό.»
«Βασικά για σένα ήρθα, σου έχω μια έκπληξη!»
«Τι έκπληξη;» τον ρωτάει ο Ανδρέας γεμάτος περιέργεια.
«Δε φαντάζεσαι ποιοι έχουν έρθει οικογενειακώς εδώ για διακοπές…»
«Για να το λες έτσι, φαντάζομαι πως τους ξέρω!»
«Εδώ και πολλά-πολλά χρόνια, από το σχολείο για την ακρίβεια, απλά δεν τους ήξερες σα ζευγάρι, τα φτιάξανε μετά το λύκειο!»
«Από το σχολείο;» ρωτάει με έξαψη που δεν κρύβεται. «Εντάξει, θα με πεθάνεις τώρα!»
«Παιδιά, για ελάτε μέσα!» μας κάνει και μπαίνουμε στο γραφείο.
«Α, στο διάολο!» λέει ο Ανδρέας. «Μπίλι;»
«Μας γνώρισες βρε θηρίο;»
«Ελπίζω να μην το πάρει στραβά ο άντρας σου, που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει το όνομά του, αλλά ξεχνιέσαι εσύ ρε Μπίλι;»
«Χαχαχα, το ίδιο τους είπα κι εγώ χθες!» λέει ο Νίκος.
«Και ο Μαλεβίτης!!!» φωνάζει ενθουσιασμένος ο Ανδρέας παθαίνοντας ξαφνική έκλαμψη. «Ο Μάριος ο Μαλεβίτης!!!»
«Πάνω που θα σε καλούσα σε μονομαχία, στο τσακ το έσωσες!» του λέει χαμογελώντας ο Μάριος και ο Ανδρέας σηκώνεται από το γραφείο του και έρχεται και μας αγκαλιάζει και τους δύο με ενθουσιασμό.
«Φαντάζομαι ότι ο Νίκος σας τα είπε για μένα και τη Φοίβη, στο γυμνάσιο πήγαινε και εκείνη στο ΙΑ, τη θυμάστε;» ρωτάει αφού κάτσαμε και οι τρεις.
«Αμ μπορώ να την ξεχάσω;» τον πειράζω. «Μανιάτικο το έχω που για ένα δωδέκατο μου έφαγε την πρωτιά της καλύτερης μαθήτριας στο γυμνάσιο»
«Να δεις που δεν θα τη γλιτώσουμε τη μονομαχία τελικά!» λέει ο Ανδρέας κάνοντάς μας να γελάσουμε όλοι. «Πόσο θα κάτσετε;»
«Τρεις εβδομάδες» του απαντάει ο Μάριος.
«Τότε οπωσδήποτε να περάσετε από το σπίτι να σας δούμε, θα χαρεί πολύ και η Φοίβη»
«Θα μας θυμάται;» τον ρωτάω.
«Εσένα αρκετά πιθανό, τον Μάριο σίγουρα, μπορεί να είχε κρασάρει μαζί μου στο γυμνάσιο αλλά σε διαβεβαιώ ότι δεν της είχε περάσει καθόλου απαρατήρητος, μου τα ομολόγησε όλα η Μεσσαλίνα! Καλά, όχι ότι εγώ είμαι καλύτερος…»
«Εσύ με την μαλάκω την Ποταμιάνου δεν ήσουν καψουρεμένος;» τον ρωτάω γεμάτη απορία.
«Αυτό δεν άλλαζε ότι ήσουν, μακράν της δεύτερης, το πιο όμορφο κορίτσι στο σχολείο! Και να σου εξομολογηθώ κάτι; Πριν την Σοφία, για κάνα χρόνο, την είχα δαγκωμένη πολύ γερά τη λαμαρίνα με την πάρτη σου.»
«Ποιος ήρθε;» τον ρωτάω έκπληκτη.
«Guilty as charged… απλά εσύ ήσουν απλησίαστη!»
«Ε, όχι και απλησίαστη! Αν εξαιρέσεις την Κατερίνα και την Κλαίρη μόνο με αγόρια έκανα παρέα!»
«Γιατί, σε μένα τουλάχιστον, ήταν ολοφάνερο πως δεν είχες μάτια για κανέναν άλλον εκτός από το Μάριο!»
«Μόνο εγώ δεν το έβλεπα…» λέει ο Μάριος αναστενάζοντας.
«Σάμπως τό 'βλεπα εγώ;» λέω αναστενάζοντας με τη σειρά μου.

Τελικά δεν τον αφήσαμε να κάνει δουλειά, είχε ενθουσιαστεί με την απρόσμενη έκπληξη και καθίσαμε στο γραφείο του λέγοντας ιστορίες από τα μαθητικά μας χρόνια. Πήρε στο τηλέφωνο και τη Φοίβη, η οποία μας θυμόταν και τους δύο, και έτσι για αύριο κανονίστηκε και δεύτερο reunion, στο σπίτι τους κάπου προς την Κνωσσό. Όταν φύγαμε, και όπως είχαμε κανονίσει από χθες, πήγαμε στην Αμμουδάρα και βρήκαμε την Σοφία με τα παιδιά, και αφού κάναμε το μπάνιο μας πήγαμε στο εστιατόριο που μας είχε πει η Σοφία και φάγαμε του σκασμού. Μιας και με τη Φοίβη και τον Ανδρέα είχαμε κανονίσει να τους βρούμε αύριο το μεσημέρι, το πρωί πήραμε τα κορίτσια και πήγαμε να δούμε το Cretaquarium και οι μικρές ξετρελάθηκαν.
⇽∙⇾
Είναι μεσημέρι όταν φτάνουμε στο σπίτι των παιδιών, το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα πολύ μεγάλο κτήμα, ο Ανδρέας μας περιμένει απ’ έξω καθώς, όπως είχαμε συμφωνήσει, τον πήραμε στο κινητό με το που πλησιάσαμε. Μας κάνει νόημα να βάλουμε το αυτοκίνητο μέσα και κλείνει την γκαραζόπορτα. Κατεβαίνουμε όλη η τετράς από το αυτοκίνητο και πάμε στο σπίτι όπου στην είσοδο μας περιμένει η Φοίβη -δεν την αναγνώρισα αλλά ποια άλλη θα μπορούσε να είναι;- μαζί με τα δυο τους κουκλιά.

Εντάξει, η Φοίβη είναι τσίρκο, τελείως όμως, κάποια στιγμή νομίζω ότι μας έπιασε η κοιλιά μας από τα γέλια. Την συμπάθησα σχεδόν αμέσως, δεν την ήξερα σα χαρακτήρα, στο γυμνάσιο δεν είχαμε επαφές, πηγαίναμε άλλωστε σε διαφορετικές τάξεις και η ίδια τότε ήταν τελείως κλεισμένη στον εαυτό της. Μας είπαν για τον πρώτο τους χορό στο πάρτι της αδερφής του Ανδρέα και δεν είναι να απορείς πως μέσα σε ένα βράδι τον έκανε να ξεχάσει τη μαλάκω την Ποταμιάνου.

«Στο κράταγα μανιάτικο, ξέρεις, που μου είχες φάει την πρωτιά για ένα δωδέκατο!» της λέω κάποια στιγμή.
«Ναι, μου τα μετέφερε χθες το καμάρι μου. Εγώ τι να πω που δεν ήξερα καν ότι ο κύριος πριν τη Σοφία, την είχε δαγκώσει μαζί σου;»
«Ήταν μια στιγμή αδυναμίας!» λέει ο Ανδρέας.
«Που κράτησε ένα χρόνο!» τον πειράζει η Φοίβη.
«Τι να πω, ήταν μεγάλη στιγμή!» λέει ατάραχος ο Ανδρέας κάνοντάς μας να βάλουμε όλοι τα γέλια, αμ δεν είναι μόνο η Φοίβη τσίρκο, αλλά θα μου πεις αν δεν ταιριάζανε δε θα συμπεθεριάζανε!
«Για πείτε ρε παιδιά, εσείς τι κάνετε; Πού είστε τώρα;» ρωτάει η Φοίβη.
«Σαν εσάς έτσι κι εγώ, είμαι κι εγώ καθηγητής στη σχολή που σπούδασα, στο ΕΜΠ»
«Εγώ δεν το έχω με τη διδασκαλία οπότε με το που τέλειωσα το διδακτορικό και επέστρεψα Ελλάδα, έπιασα δουλειά σε μια κατασκευαστική»

Εκείνη τη στιγμή έρχεται η μικρή της, η Χριστιάνα, και με τραβάει από το μανίκι.

«Κυρία Μπίλι, παίζετε σκάκι;»
«Όχι αγάπη μου, εγώ δεν παίζω σκάκι, παίζει όμως ο κύριος Μάριος!» της απαντάω δίνοντάς τον στεγνά.
«Βρε διαόλι άσε τα παιδιά ήσυχα!» τη μαλώνει τρυφερά η Φοίβη.
«Κύριε Μάριε, θέλετε να παίξουμε μια παρτίδα;» ρωτάει η Χριστιάνα τον Μάριο γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων της τη Φοίβη.
«Αμέ!» της λέει ο Μάριος και η μικρή χειροκροτεί τσιρίζοντας ενθουσιασμένη και φεύγει σφαίρα να φέρει μια σκακιέρα.
«Μάριε, μη της χαριστείς, θα το καταλάβει αν παίζεις για να χάσεις και θα νευριάσει, παίξε όσο καλύτερα μπορείς και μην την βλέπεις έτσι πιτσιρίκα, κατά πάσα πιθανότητα θα σε λιανίσει» τον προειδοποιεί ο Ανδρέας.
“That I have to see” τους λέω.

Καλά, όχι ότι ο Μάριος είναι κανένας grand master να πούμε, αλλά η Χριστιάνα είναι απίθανη, έγινε ακριβώς όπως τον προειδοποίησε ο Ανδρέας, τον λιάνισε και στις τρεις παρτίδες που παίξανε! Ο Μάριος τη σηκώνει στην αγκαλιά του και αρχίζει να την κάνει αεροπλανάκι και η Χριστιάνα τσιρίζει από τον ενθουσιασμό της. Τα υπόλοιπα μικρά την ακούνε και έρχονται και αυτά, και κάπως έτσι ο Μάριος κατεβαίνει από τη βεράντα στον κήπο με τα παιδιά και το κάνει παιδικό σταθμό. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, είναι υπέροχος με τα παιδιά.

“Earth to Billy” λέει η Φοίβη βλέποντάς με να τους χαζεύω.
«Ρε σεις η Χριστιάνα είναι απίθανη!» τους λέω πραγματικά εντυπωσιασμένη.
«Το πήρε από τη μαμά της» λέει ο Ανδρέας και η Φοίβη χειροκροτεί ενθουσιασμένη κάνοντάς με να βάλω τα γέλια, να από που πήρε η κόρη της τη μανιέρα!
«Κοίτα πως κάνει!» λέει ο Ανδρέας εννοώντας το Μάριο που το έχει κάνει ροντέο με τα μικρά, τρέχει πάνω-κάτω κυνηγώντας τα μικρά που τσιρίζουν ενθουσιασμένα και όποιο πιάσει το σηκώνει και το κάνει αεροπλανάκι.
«Είναι υπέροχος ο άτιμος με τα παιδιά, ώρες-ώρες μου θυμίζει αρσενική εκδοχή της Αλεξάνδρας, της νυν συζύγου του πρώην άντρα μου, κι αυτή έτσι κάνει, δώσ’ της παιδιά και πάρ’ της την ψυχή! Να φανταστείτε μέχρι και η Χριστίνα τη φωνάζει “mommy” ενώ τον Ανδρέα απλά “κύριε Ανδρέα”»
«Αλήθεια, πως τα καταφέρατε και έχετε τόσο καλές σχέσεις;» ρωτάει ο Ανδρέας.
«Γιατί ο συνονόματός σου είναι υπέροχος άνθρωπος και δεν βάζει τίποτα πάνω από το καλό των παιδιών. Η Μαριάννα έγινε από την πρώτη στιγμή αυτοκόλλητη με τη Χριστίνα και ο Ανδρέας συνειδητοποίησε ότι θα ήταν πολύ πιο απλό για τον Πάρη να νιώθει ότι έχει δύο αδερφούλες και όχι μία. Και φυσικά είναι και η Αλεξάνδρα η οποία όπως σας είπα λατρεύει τα παιδιά. Η αλήθεια είναι ότι είχε εξαιρετικά δύσκολη γέννα, κοντέψαμε να τη χάσουμε όταν γέννησε τον Πάρη, οπότε όπως καταλαβαίνετε δεν πρόκειται να πάνε για δεύτερο, και κάπως έτσι ήρθαν όλα μαζί και κόλλησαν»
«Μπράβο ρε παιδιά, πραγματικά σας θαυμάζω» λέει η Φοίβη.
«Σ’ ευχαριστούμε» της απαντάω κοκκινίζοντας ελαφρά από την περηφάνια μου. «Για πείτε μου για εσάς, θα τα πω εγώ στο Μάριο, δεν πρόκειται να ξεκολλήσει από τα μικρά μέχρι να πέσουν ξεροί, είτε αυτά, είτε εκείνος, το πιθανότερο εκείνος!» τους λέω λάμποντας από την αγάπη και τη στοργή που νιώθω γι’ αυτόν τον άνθρωπο.
«Κι εμείς όπως κι εσείς ανακαλύψαμε ότι ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον με μια χρονοκαθυστέρηση» λέει η Φοίβη και συνεχίζει. «Δε θα την ξεχάσω ποτέ εκείνη την ημέρα όσο ζω, ήταν Τετάρτη πρωί, τη δεύτερη εβδομάδα μετά την έναρξη των μαθημάτων, κι έχω πάει στο κυλικείο για να πάρω καφέ. Ο Ανδρέας κάθεται σε ένα τραπεζάκι και πίνει καφέ και τον βλέπω και δεν πιστεύω στα μάτια μου. Φαντάζομαι σας το είπε, ήταν η καψούρα των εφηβικών μου χρόνων, και δεν είχα ιδέα πως από τη βραδιά του πάρτι και μετά είχε τσιμπηθεί κι εκείνος μαζί μου. “Ανδρέα;” του κάνω και ξέρετε τι ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε ο κύριος; Με διαολόστειλε!»
«Βρε ψεύτρα, το άει στο διάολο δεν ήταν για σένα!» λέει ο Ανδρέας υπερασπιζόμενος τον εαυτό του και βάζω τα γέλια.
«Κι εμάς μας διαολόστειλε χθες το πρωί!» της λέω χαχανίζοντας.
«Ρε άει στο διάολο!» λέει, και αυτή τη φορά το εννοεί, κάνοντάς μας και τις δύο να βάλουμε τα γέλια, με τη Φοίβη να τα συνοδεύει και πάλι με χειροκρότημα, είναι απίθανη η ρουφιάνα!
«Λοιπόν, αφού με διαολόστειλε καλά-καλά…»
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» της κάνει ο Ανδρέας κάνοντάς με να κοντέψω να κατουρηθώ.
«… καθίσαμε και τα είπαμε και μου προτείνει το βράδυ να βγούμε μαζί και η αλήθεια είναι ότι ένα ντιριντάχτα το έπαθα. “Σαν ραντεβού;” τον ρωτάω. “Όχι, Σαν Φρανσίσκο” μου απαντάει το όργιο» λέει η Φοίβη και βάζω πάλι τα γέλια. «Ε, τρεις μέρες μας πήρε να καταλάβουμε ότι τα είχαμε και δεν το ξέραμε, και το δούλεμα που φάγαμε από τους φίλους μας πήγε σύννεφο»
«Κάλιο αργά παρά ποτέ, αυτό ήταν ανέκαθεν το μότο της σχέσης μου με το Μάριο. Εκείνος ήταν ερωτευμένος μαζί μου από τα δώδεκα του, εγώ από τα δεκατέσσερά μου και τελικά τα φτιάξαμε αφού τελείωσα κι εγώ το λύκειο! Δεν ξέρω, το σύμπαν μας ήθελε μαζί, δε μπορούσε να μας έχει χώρια, και μας έφερε τον ένα πάνω στον άλλον μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια» τους λέω και τους εξηγώ την απίστευτη αλυσίδα συμπτώσεων που μας έφερε να συναντηθούμε και πάλι.
∙⇾
Τι να πεις, μερικά πράγματα είναι πραγματικά γραφτό να συμβούν, και μέχρι να γίνει αυτό το σύμπαν δεν κάθεται σε ησυχία. All good things must come to an end, λένε, αλλά μερικές φορές ισχύει ακριβώς το αντίθετο, sometimes all good things are around the corner waiting to happen and all you have to do is be patient. After all, the world is a magical place…

Σήμερα

Αρπάξαμε από τα μαλλιά τη δεύτερη ευκαιρία και τον Ιούλη του 2010 φέραμε στον κόσμο και τα δίδυμα, τον Ηλία και την Ανδριανή, και πλέον το σπίτι δε μας χωρούσε, οπότε αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στα βόρεια προάστεια. Νοικιάσαμε ένα καλό σπίτι με μεγάλο κήπο στη Δροσιά και από τότε μένουμε εκεί, και μάλιστα πέντε χρόνια αργότερα το αγοράσαμε. Η ζωή μας δεν είναι παραμύθι, αλλά είναι όμορφη, είναι πλήρης, και αν ο έρωτας είναι κάτι που ξεθωριάζει με τον καιρό, η αγάπη δύο ανθρώπων, που λες και πλάστηκαν ο ένας για τον άλλον, μόνο να δυναμώσει μπορούσε, και αυτό έκανε, δυνάμωσε.

Ο ένας στο πρόσωπο του άλλου δε βρήκαμε απλά το χαμένο μας έρωτα, βρήκαμε ξανά και τον καλύτερο μας φίλο, τον άνθρωπο που μεγαλώσαμε μαζί και μας καταλάβαινε ίσως καλύτερα απ’ όσο ο καθένας μας τον ίδιο του τον εαυτό. Καλά το λένε, όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος! Πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχε συμβεί εκείνη η απίστευτη αλυσίδα των συμπτώσεων που μας έκανε σχεδόν να πειστούμε πως το σύμπαν ήθελε να μας δώσει μια δεύτερη ευκαιρία; Ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω.

Μαριάννα και Χριστίνα έχουν γίνει ολόκληροι κορίτσαροι και σπουδάζουν, αν και τα ενδιαφέροντά τους είναι διαφορετικά από αυτά των γονιών τους. Η Χριστίνα σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Μετσόβιο, πέρσι πήρε το πτυχίο της και φέτος έχει ξεκινήσει και μεταπτυχιακό, στο Μετσόβιο κι αυτό, ενώ η Μαριάννα είναι στο τέταρτό της έτος στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο και έχει βάλει και εκείνη στο πρόγραμμα να κάνει μεταπτυχιακό. Ηλίας και Ανδριανή φέτος ξεκίνησαν τη δευτέρα γυμνασίου, ενώ ο Πάρης είναι στο πρώτο του έτος στο τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών στο Ηράκλειο. Κοίτα πως τα φέρνει η ζωή, ο Νίκος και η Φοίβη, ο παιδικός μας φίλος και η συμμαθήτριά μας, θα είναι καθηγητές του.

Παρά το γεγονός ότι η σχέση του Ανδρέα με το Μάριο ήταν και παραμένει αρκετά περίεργη, τα πέντε μας παιδιά έχουν στενές σχέσεις μεταξύ τους από μικρά, το φροντίσαμε άλλωστε οι ίδιοι. Δε θα ξεχάσω που Χριστίνα -που είναι και η πιο τσαμπουκαλού- δώδεκα χρονών παιδί τότε, σήκωσε το Αρσάκειο στο πόδι επειδή κάποιο πρωτάκι έκανε bullying στον Πάρη, που κι εκείνος τότε πήγαινε πρώτη. Το καλοκαίρι, και εκμεταλλευόμενοι το ότι ο Πάρης είναι στο Ηράκλειο, Χριστίνα και Μαριάννα έχουν κανονίσει θα κατέβουν Κρήτη για να κάνουν οι τρεις τους διακοπές και θα δουν και τη φίλη τους τη Χριστιάνα.

Η Κατερίνα ήταν εκείνη που μας πάντρεψε το 2013 και εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια είναι δικαστίνα και πέρσι μάλιστα έγινε και γιαγιά. Παππούς και γιαγιά έγιναν, επίσης πρόσφατα, και ο Νίκος με τη Σοφία, με τον οποίους από το 2008 και μετά έχουμε τακτικές επαφές, όπως άλλωστε και με τον Ανδρέα και τη Φοίβη. Αν και το προγραμματίζουμε για φέτος το καλοκαίρι, δεν έχουμε κατέβει από τότε Κρήτη, αλλά και τα δύο ζευγάρια έρχονται Αθήνα τουλάχιστον δυο-τρεις φορές το χρόνο, και πάντα κανονίζουμε και βρισκόμαστε. Πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια χωρίς να το καταλάβουμε; Πότε γίναμε παππούδες και γιαγιάδες; Έχουν περάσει πάνω από 45 χρόνια μα το θυμάμαι σα νά ‘ταν χθες…

Περιστέρι, 1978

Είναι απόγευμα και μόλις έχω γυρίσει από τον παιδικό σταθμό. Βγαίνω έξω και στα σκαλιά του σπιτιού μου κάθεται ένα αγόρι που δεν το έχω ξαναδεί και κοιτάζει τους υπόλοιπους που παίζουν μπάλα.

«Γεια σου!» του κάνω. «Πώς σε λένε;»
«Μάριο» μου απαντάει και μου χαμογελάει. «Εσένα;»
«Μπίλι! Γιατί δεν παίζεις μπάλα;»
«Τώρα βγήκα έξω και είχαν αρχίσει»
«Ναι και;» τον ρωτάω με απορία. «Πάμε να παίξουμε;»
«Τι να παίξουμε;»
«Μπάλα!»
«Παίζεις μπάλα;»
«Αμέ! Λοιπόν, πάμε;»
«Θα με παίξουν;» με ρωτάει αβέβαια.
«Γιατί να μη σε παίξουν; Εδώ παίζουν εμένα!»

Πάω εγώ στη μια ομάδα και ο Μάριος στην άλλη και ξεκινάμε το παιχνίδι.

Ρε συ αυτός είναι καλός!


Ε, και η αγάπη μας θα ζήσει αιώνια
Δε θα τη σβήσουνε ποτέ τα χρόνια
Κι όταν γεράσουμε πια ακόμα
Θα μου λες «σ’ αγαπώ»

Εεεε, και η αγάπη μας θα ζήσει αιώνια
Δε θα τη σβήσουνε ποτέ τα χρόνια
Κι όταν γεράσουμε πια ακόμα…

Θα…
Θα μου λες…
«Σ’ αγαπώ»