Search This Blog

Sunday, September 18, 2011

Το τελευταίο κομμάτι

Ιδρώτας.

Αγκομαχητά.

Οργασμός.

Ξανά.

Ξανά.

Ξανά…

________________________

Η φασαρία από το γειτονικό διαμέρισμα τον ξύπνησε. Άνοιξε τα μάτια του, έριξε μια άηχη βλαστήμια προς το ταβάνι και σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια και σούρθηκε ως το μπάνιο να ρίξει νερό στο πρόσωπό του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη: κουρασμένα μάτια, γένια μερικών ημερών και μαλλί σα να το χτύπησε τυφώνας.

Πήγε στην πόρτα και κοίταξε από το μάτι. Μια όμορφη κοκκινομάλλα πάλευε με τα κουτιά που ήταν παρατημένα στο διάδρομο.

Ντύθηκε και ξεπλύθηκε και χτενίστηκε σε χρόνο ρεκόρ. Στο παλιό αυτό κτήριο με τους γέρους ενοίκους η όμορφη κοπέλα, όπως και αυτός, φάνταζαν παράταιροι. Ξαναπήγε πίσω από την πόρτα και παρατηρούσε από το ματάκι περιμένοντας την κοπέλα να εμφανιστεί. Τότε βγήκε έξω.

- «Ωπ, καλημέρα» της είπε χαμογελώντας.

Η κοπέλα τον κοίταξε για λίγο, του χαμογέλασε και του απάντησε «Καλημέρα.»

Επικράτησε αμήχανη σιωπή για λίγο καθώς και οι δύο έψαχναν να βρουν τι θα πουν. Τελικά μίλησε εκείνος πρώτος.

- «Μην το πάρεις στραβά αλλά πολύ χαίρομαι που βλέπω κάποιαν στην ηλικία μου. Όλοι οι υπόλοιποι ένοικοι στο κτήριο αυτό πρόλαβαν τις πυραμίδες γιαπί.»

Η κοπέλα έβαλε τα γέλια.

- «Γιατί να το πάρω στραβά;»

Αμήχανη σιωπή.

- «Με λένε Γιάννη» της είπε.

- «Άρτεμις» του απάντησε μονολεκτικά εκείνη και έσκυψε να πάρει ένα κουτί.

- «Συγνώμη, γαϊδουριά μου» της είπε ο Γιάννης. «Θέλεις να σε βοηθήσω;»

- «Η καλύτερη πρόταση που μου ‘χουν κάνει σήμερα» του είπε η κοπέλα χαρίζοντάς του ένα λαμπερό χαμόγελο που έκανε την καρδιά του να χοροπηδήσει από τη θέση της.

________________________

- «Έχασες» της είπε.

- «Έχασα» παραδέχτηκε εκείνη.

- «Ωραία, τι περιμένεις;» την ρώτησε.

Η κοπέλα ξεφύσησε για λίγο και τελικά αργά άρχισε να βγάζει τη μπλούζα της. Από κάτω φορούσε μόνο το σουτιέν που πάσχιζε να καλύψει το βαρύ, στητό της στήθος.

Ο νεαρός ξεφύσησε και αυτός με τη σειρά του. Ένιωσε τον πούτσο του να φουσκώνει κάτω από το σλιπ.

- «Και το παντελόνι» της είπε.

Η κοπέλα υπάκουα έβγαλε το παντελόνι και έμεινε μόνο με το στρινγκάκι και το σουτιέν της. Τον κοίταξε ικετευτικά.

- «Το στοίχημα είναι στοίχημα» της απάντησε εκείνος» πλησιάζοντάς την.

Πέρασε το χέρι του ανάλαφρα πάνω από το στήθος της. Η κοπέλα ένιωσε γεμάτη ντροπή τη ρόγα της να πετρώνει και το μουνί της να υγραίνεται.

- «Μπα μπα, έχουμε ανταπόκριση βλέπω» είπε ο νεαρός βάζοντας το χέρι του κάτω από το σουτιέν της και χουφτώνοντας δυνατά το στήθος της, ή τουλάχιστον όσο χωρούσε κάτω από την παλάμη του.

Η κοπέλα έκλεισε τα μάτια της και δεν είπε τίποτα. Ο νεαρός της έβγαλε το σουτιέν και έμεινε να την κοιτάει. Μετά άρχισε να της χουφτώνει τα βαριά της στήθη και με τα δυο του χέρια και αυτό συνεχίστηκε για κανένα πεντάλεπτο. Ο πούτσος του κόντευε να εκραγεί. Πήρε το χέρι της και το έβαλε πάνω από το σορτσάκι του.

- «Ε, τι κάνεις εκεί» πήγε να διαμαρτυρηθεί η κοπέλα αλλά η αίσθηση του φουσκωμένου του πούτσου στα χέρια της την παρέλυσε.

Το ποτό την είχε βαρύνει και είχε παραλύσει τις άμυνές της. Είχε μείνει μόνο η ντροπή της η οποία και αυτή πήγε περίπατο. Έκατσε στα γόνατα, του κατέβασε το σορτσάκι και το σλιπ και τον χούφτωσε με τα χέρια της.

Ο νεαρός έπιασε τον πούτσο του και την τον ακούμπησε στα χείλη. Η κοπέλα σταμάτησε και τον κοίταξε και του είπε «Όχι».

- «Έλα, λες και δεν το έχεις ξανακάνει» είπε εκείνος.

Η κοπέλα σα να ξύπνησε λίγο.

- «Το στοίχημα ήταν να δεις και να χουφτώσεις το στήθος μου. Μην το παραχέσουμε.»

Ο νεαρός σταμάτησε. Γονάτισε δίπλα της και έβαλε το χέρι μέσα από το στρινγκάκι της. Η κοπέλα πάλεψε για λίγο αν και όχι με ιδιαίτερο φανατισμό.

- «Το μουνάκι σου λέει άλλα» είπε αυτός. «Στάζεις…» συμπλήρωσε.

- «Δεν είναι σωστό…» έκανε να διαμαρτυρηθεί η κοπέλα αλλά η διαμαρτυρία της πνίγηκε καθώς ο νεαρός ο οποίος είχε σηκωθεί όρθιος της πίεσε τον πούτσο του πάνω στο στόμα της.

Η κοπέλα απρόθυμα άρχισε να τον τσιμπουκώνει.

- «Έλα να βλέπω περισσότερο ενθουσιασμό» της είπε και την τον κάρφωσε βαθιά.

Η κοπέλα ένιωσε αναγούλα αλλά ο νεαρός δεν την άφησε να πάρει ανάσα. Τελικά κάθησε σε μια πολυθρόνα και την έβαλε να γονατίσει μπροστά του.

- «Γλείψε με το ρυθμό που σε βολεύει» της είπε.

Η κοπέλα παραδομένη τον πήρε στο στόμα της και ξεκίνησε.

- «Δε θέλω βιασύνες» της είπε αυτός. «Κάντο κανονικά».

Τον υπάκουσε και πριν τον ξαναπάρει στο στόμα της έπαιξε με το κεφαλάκι του, έγλυψε τα αρχίδια του και ξαναπήρε το κεφαλάκι στο στόμα της. Το έπαιξε με τη γλώσσα της μέχρι που ο νεαρός δεν άντεξε άλλο και της το κάρφωσε στο λαρύγγι.

Ο νεαρός έγειρε μπροστά και της χούφτωσε και τα δύο στήθη. Η κοπέλα με το δεξί της χέρι έπιασε τη βάση του πούτσου του και τον έπαιζε ενώ ταυτόχρονα κινούσε το στόμα της πάνω κάτω. Με το αριστερό της χέρι έπαιζε με την κλειτορίδα της.

Την έπιασε από τα μαλλιά, την κράτησε ακίνητη και έχυσε μέσα στο στόμα της. Η κοπέλα ένιωσε τον πούτσο του να δονείται μέσα στο στόμα της και να εκτοξεύει ένα πίδακα από καυτό σπέρμα.

- «Άφησε λίγο να τρέξει και κατάπιε το υπόλοιπο» τη διέταξε.

________________________

Ο Γιάννης την κοιτούσε καλά καλά. «Μαλάκα μου παγωτό τρώει αυτή ή κάνει τσιμπούκι στον πύραυλο;»

- «Μια πεντάρα για τη σκέψη σου» τη ρώτησε ο Γιάννης που ευχαρίστως θα έδινε και πενηντάευρο.

- «Συγνώμη, αφαιρέθηκα» του απάντησε η Άρτεμις. «Μου συμβαίνει αυτό όταν απολαμβάνω κάτι.»

- «Στο έλεγα» της είπε. «Μπορεί να είναι κατά βάση κρεπερί, αλλά έχει φοβερό παγωτό.»

- «Από διασκέδαση τι κάνετε εδώ;» τον ρώτησε η κοπέλα.

- «Φοιτητούπολη είναι, δεν έχεις παρά να διαλέξεις στέκι».

- «Για να διαλέξω πρέπει να τα δω κιόλας» του είπε πετώντας του το μπαλάκι.

- «Και εγώ γιατί είμαι εδώ;» της απάντησε πιάνοντας το μεταφορικό μπαλάκι.

- «Ωραία» είπε με χαμόγελο που έλεγε πολλά. «Αλήθεια, δε σε ρώτησα, πώς και διάλεξες το μουσείο φυσικής ιστορίας για να μείνεις;»

Την κοίταξε για λίγο χωρίς να καταλαβαίνει.

- «Εννοώ αυτό το μεγάλο παλιό κτήριο που είναι γεμάτο απολιθώματα» του εξήγησε και ο Γιάννης έβαλε τα γέλια.

- «Φαντάζομαι για τον ίδιο λόγο που το διάλεξες κι εσύ. Έχει ησυχία και χαμηλό νοίκι.»

- «Εγώ πάντως για το χαμηλό νοίκι το διάλεξα» είπε η κοπέλα. «Δυστυχώς αντί να με κάνει ο Ροκφέλερ με έκανε ένας Ροκ φελλός».

- «Τι εννοείς;» την ρώτησε.

- «Τίποτα, για τον πατέρα μου λέω. Ένας μπατίρης ροκάς του κώλου που δεν κοίταγε τα χάλια του, ήθελε και παιδί.»

- «Μήπως γίνεσαι λίγο άδικη;»

- «Καθόλου» τον διαβεβαίωσε. «Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν έκλεισα τα 18 ήταν να σηκωθώ να φύγω.»

- «Για τη σχολή φαντάζομαι» της είπε.

- «Η σχολή ήταν η αφορμή αλλά έτσι κι αλλιώς θα έφευγα περνούσα δεν περνούσα στην Ιατρική». Η κοπέλα σιώπησε για λίγο και μετά τον ρώτησε «Πώς ήταν τα δικά σου παιδικά χρόνια;»

- «Μοναχικά» της απάντησε. «Ο πατέρας μου είναι ναυτικός και τον βλέπω μια στο τόσο. Η μάνα μου είναι αρκετά κλειστός τύπος, κι εγώ της έμοιασα. Ε, δεν έχω και αδέρφια οπότε καταλαβαίνεις. Εσύ έχεις αδέρφια;»

Ενώ η Άρτεμις ετοιμαζόταν να απαντήσει χτύπησε το κινητό του.

- «Με συγχωρείς μισό λεπτό» της είπε.

Μίλησε για λίγο στο κινητό του μ’ ένα συμφοιτητή του που τον ρώτησε κάτι για τις εγγραφές και μετά το έκλεισε. Γύρισε στην Άρτεμη.

- «Τι λέγαμε;»

- «Για τα παιδικά μας χρόνια» του απάντησε.

- «Α, ναι» έκανε να συνεχίσει.

- «Γιάννη, συγνώμη που σε διακόπτω αλλά πρέπει να γυρίσω στο διαμέρισμα. Έχω να ξεπακετάρω κάποια πράγματα γιατί το απόγευμα θα φύγω.»

- «Ακόμα δεν ήρθες;» την ρώτησε αυτός με κάποια δόση απελπισίας.

- «Ναι, πρέπει να κατέβω Αθήνα γιατί έχω κάποια πράγματα ακόμα να πάρω γιατί όπως είδες το πεντακοσαράκι μου δε χωράει και πολλά.»

- «Εντάξει» της είπε. Έβγαλε να πληρώσει. «Το παγωτό κερασμένο» την πληροφόρησε.

- «Ευχαριστώ πολύ» του είπε εκείνη χαμογελώντας χωρίς να του κάνει περιττές τζιριτζάτζουλες.

Το απόγευμα του χτύπησε την πόρτα. Της άνοιξε και μπήκε μέσα με αέρα.

- «Λοιπόν, κατεβαίνω Αθήνα. Θα επιστρέψω αύριο το βράδυ».

- «Ωραία» της είπε ο Γιάννης. «Κι εγώ θα σε βοηθήσω να ξεπακετάρεις αυτά που θα φέρεις».

- «Σ’ ευχαριστώ πολύ» του είπε χαμογελώντας του γλυκά. Έγειρε και του έδωσε ένα ανάλαφρο φιλί στο στόμα, πράγμα που τον αιφνιδίασε παντελώς. «Σ’ ευχαριστώ πολύ για όλα. Τα λέμε αύριο βράδι».

Η κοπέλα βγήκε απ' το διαμέρισμά του και έκλεισε την πόρτα αφήνοντας το Γιάννη ακόμα κοκκαλωμένο.

________________________

Η κοπέλα άφησε λίγο χύσι να βγει από το στόμα της και κατάπιε το υπόλοιπο κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Αυτά τα πράσινα μάτια, αυτό το αξύριστο πρόσωπο των λίγων ημερών δε θα το ξέχναγε ποτέ στη ζωή της.

Ο νεαρός τη χούφτωσε δυνατά στα στήθη και της τσίμπησε τις πετρωμένες ρώγες. Την σήκωσε από το πάτωμα και την έβαλε να κάτσει πάνω του. Της χάιδεψε για λίγο το πρόσωπο και μετά συνέχισε να τη χουφτώνει στα στήθη. Πήρε στο στόμα του την δεξιά της ρόγα και άρχισε να την πιπιλάει ενώ με το δεξί του χέρι της μάλαζε δυνατά το δεξί στήθος. Η κοπέλα βογκούσε και αυτός ένιωσε τον πούτσο του να σκληραίνει πάλι. Όπως η κοπέλα ήταν καθισμένη με ανοιχτά γόνατα πάνω του έβαλε το χέρι του κάτω από το στρινγκάκι της και άρχισε να της τρίβει την κλειτορίδα. Η κοπέλα βόγκηξε ακόμα πιο δυνατά.

Της έβαλε το μεσαίο δάχτυλο μέσα στην τρυπούλα της. Ένιωσε αντίσταση. Σταμάτησε και τη διέταξε να σηκωθεί και να βγάλει την κυλόττα της. Η κοπέλα τον υπάκουσε. Την έβαλε να ανοίξει τα πόδια της και πήγε να της βάλει το μεσαίο δάχτυλο. Ένιωσε πάλι αντίσταση και έσκυψε και την κοίταξε προσεκτικά.

- «Παρθένα είσαι;» τη ρώτησε με ολοφάνερη απορία.

- «Εσύ τι νόμιζες;» του ανταπάντησε εκείνη.

- «Κρίνοντας από την τέχνη σου στο τσιμπούκι, πίστευα ότι θα σ’ έχουν περάσει κάμποσοι»

- «Και αυτό το πρώτο ήταν» του είπε εκείνη.

- «Αααα, εδώ έχουμε ένα φυσικό ταλέντο» της είπε περιπαιχτικά.

- «Δεν πα να γαμηθείς ν’ ασπρίσεις;» του είπε η κοπέλα και έκανε να φύγει.

- «Αυτό ακριβώς πάω να κάνω» της είπε αυτός και της χούφτωσε το μουνί.

- «Άσε με ήσυχη» του είπε εκείνη νευριασμένη.

- «Έλα, τώρα, μη μου κάνεις τη δύσκολη» της απάντησε αυτός.

- «Άσε με» του είπε.

Το χαστούκι που της έριξε έκανε το πρόσωπό της να γυρίσει.

- «Μη μου κάνεις εμένα τη δύσκολη τώρα, ακούς;»

Η κοπέλα έμεινε άγαλμα και το μόνο που μπόρεσε ήταν να τρίψει το μάγουλό της. Ο νεαρός την ξαναχούφτωσε στο μουνί και η κοπέλα παρά τα νεύρα της ένιωσε το σώμα της να παραλύει από την καύλα.

Την πήρε από το χέρι και την πήγε στο δωμάτιο. Την έβαλε να κάτσει στο κρεβάτι και τη διέταξε να περιμένει. Πήγε κάπου και γύρισε με μια κουβέρτα. Την διέταξε να σηκωθεί και άπλωσε την κουβέρτα πάνω στο κρεβάτι. Την έβαλε να κάτσει στο κρεβάτι, πήγε μπροστά της και έβαλε τον πούτσο του στο στόμα της. Συνέχισε να της γαμάει για λίγο το στόμα και μετά σταμάτησε και την έβαλε να ξαπλώσει μπρούμητα.

- «Θα παραμείνεις λοιπόν παρθένα από μπροστά» την πληροφόρησε. «Από πίσω τώρα, αυτό είναι μια άλλη ιστορία.»

Η κοπέλα δεν είπε τίποτα. Την έβαλε να ανοίξει ελαφριά τα πόδια και της έβαλε λίγο δάχτυλο στο μουνί. Μετά το έβαλε στην κωλοτρυπίδα της και άρχισε να το στριφογυρίζει. Η κοπέλα πόνεσε αλλά δεν έβγαλε άχνα. Ο νεαρός συνέχισε αυτό το παιχνίδι για κανένα πεντάλεπτο και μετά η κοπέλα ένιωσε το βάρος του πάνω της και τον πούτσο του πάνω στην κωλοτρυπίδα της. Το έσπρωξε πολύ ελαφρά ίσα να μπει μέσα ελάχιστα. Η κοπέλα ένιωσε ενόχληση και καύλα ταυτόχρονα.

Ο νεαρός πεσμένος πάνω της πέρασε το αριστερό του χέρι από κάτω και τη χούφτωσε στο στήθος. Μετά πέρασε το δεξί του χέρι και της έκλεισε το στόμα. Μετά μπήκε μέσα της.

Η κοπέλα φώναξε από τον πόνο αλλά η κραυγή της πνίγηκε από το χέρι του. Της κρατούσε σφιχτά το στόμα κλειστό ενώ με τον πούτσο του της άνοιγε τον κώλο.

Πόνος.

Καύλα.

Ενοχές.

Ηδονή.

Ντροπή.

Ένιωθε τον κώλο της να σκίζεται ενώ τα αγκομαχητά του στα αφτιά της την ξετρέλαιναν. Ο πόνος σα να χάθηκε και αντικαταστάθηκε από ηδονή. Ένιωσε φοβερά περίεργα, καύλα και πόνο, τη στιγμή που τραβήχτηκε.

- «Στα τέσσερα» τη διέταξε.

Εκείνη μεθυσμένη από την καύλα τσακίστηκε να τον υπακούσε.

- «Καλά το έλεγα» της είπε. «Είσαι φυσικό ταλέντο. Η μέση σου καμπυλώνει όπως ακριβώς πρέπει.»

Η κοπέλα δεν είπε τίποτα. Απλά κάθησε και περίμενε τον νεαρό να συνεχίσει να την παίρνει από πίσω. Αυτός με τη σειρά του δεν άργησε καθόλου, την κάρφωσε στον κώλο και άρχισε να τη γαμάει άγρια.

Είχε παίξει με τον εαυτό της και είχε ανακαλύψει τον κλειτοριδικό οργασμό. Όντας παρθένα δεν είχε φυσικά ανακαλύψει τον κολπικό και το τελευταίο που περίμενε ήταν να νιώσει οργασμό την ώρα που ο πούτσος του πλημμύριζε με καυτό χύσι τον κώλο της.

Και μετά σηκώθηκε τρέχοντας να πάει στην τουαλέτα φοβούμενη ότι θα τα κάνει πάνω της.

Όταν γύρισε αυτός είχε μαζέψει την κουβέρτα και είχε καθίσει γυμνός στον καναπέ. «Θέλω να με πάρεις και κανονικά» του είπε.

- «Έλα εδώ» τη διέταξε.

Η κοπέλα πήγε και έκατσε στα πόδια του. Ο νεαρός άρχισε να τη μαλάζει και πάλι στο στήθος.

- «Αύριο» της είπε. «Αύριο θα σε πάρω παντού από παντού».

Η κοπέλα ανατρίχιασε.

________________________

Είχε στο χέρι το ποτό της αλλά δεν έπινε. Είχε παραδοθεί στο ρυθμό των Rammstein.

Nun liebe Kinder gebt fein acht
ich bin die Stimme aus dem Kissen
ich hab euch etwas mitgebracht
ein heller Schein am Firmament

Mein Herz brennt

Το μυαλό της ήταν αλλού, όπως τότε που έτρωγε παγωτό. Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε.

Mein Herz brennt

Τον αγκάλιασε και τον φίλησε βίαια. Ο Γιάννης κοκκάλωσε για λίγο αλλά γρήγορα συνήλθε και ανταπέδωσε με ενθουσιασμό.

Sie kommen zu euch in der Nacht
und stehlen eure kleinen hei?en Tranen
sie warten bis der Mond erwacht
und drucken sie in meine kalten Venen

Πήγαν στο διαμέρισμά της. Τον έβαλε να κάτσει σε μια καρέκλα. «Περίμενε» τον διέταξε. Πήγε και γέμισε δυο ποτήρια με ποτό και του έδωσε το ένα. «Έλα, πιες» του είπε και αυτή για να δώσει το καλό παράδειγμα ήπιε μονορούφι το ποτό της. Ο Γιάννης ακολούθησε το παράδειγμά της.

Η κοπέλα του κατέβασε το παντελόνι και το μποξεράκι και γονάτισε μπροστά του. Πήρε τον πούτσο του στο στόμα της και άρχισε να τον ρουφάει.

Ένιωσε το ποτό να τον βαράει κατακούτελα. Έβλεπε τα πάντα μέσα από μια ομίχλη.

- «Σ’ αρέσει Νίκο μου το τσιμπούκι που σου κάνω;»

- «Ναι...» της απάντησε ξεχνώντας ότι δεν τον λένε Νίκο.

Τον σήκωσε με τα χίλια ζόρια και πήγαν στο κρεβάτι. Εκεί έβγαλε χειροπέδες και του έδεσε και τα δυο χέρια στα κάγκελα του κρεβατιού. Ο Γιάννης ήταν πολύ ζαλισμένος για να αντιδράσει.

Η Άρτεμις κάθησε πάνω στον πούτσο του και άρχισε να κουνιέται. Μετά έπεσε πάνω του και άρχισε να τον φιλάει στο στόμα.

________________________

Βροχή.

Σκοτεινός ουρανός.

Αναγουλιαστική μυρωδιά θυμιατού.

Η κοπέλα βλέπει το φέρετρο να κατεβαίνει στον τάφο.

- «Καταραμένες μηχανές» ακούει μια φωνή πίσω της.

- «19 χρονών παλικάρι» ακούει μια άλλη φωνή.

Κενό. Απόλυτο, απέραντο κενό. Ο Νίκος δεν είναι πια εδώ. Δε θα την ξαναπειράξει, δε θα ξαναπαίξει μαζί της… δεν θα την ξανακάνει δική του. Ο Νίκος της έφυγε για πάντα.

Ένιωσε το μυαλό της να την εγκαταλείπει.

________________________

Ο Γιάννης μέσα στη ζαλάδα του και την ηδονή του βλέπει την Άρτεμη να σηκώνεται από το κρεβάτι και να πηγαίνει μέσα να φέρνει κάποια κουτιά. Κουτιά τα οποία ο ίδιος την βοήθησε να ανεβάσουν πάνω. Την βλέπει τελετουργικά να τα ανοίγει ένα ένα αλλά είναι πολύ ζαλισμένος και δεν μπορεί να εστιάσει.

Η κοπέλα τον καβαλάει πάλι και αρχίζει να κουνιέται δυνατά.

- «Νίκο μου… Νίκο μου… Νίκο μου…» φωνάζει.

Ο Γιάννης παντελώς μαστουρωμένος εξπερματώνει. Η κοπέλα με ένα δυνατό ουρλιαχτό τελειώνει κι εκείνη.

- «Πόσο μου έλειψες Νίκο μου» του λέει.

- «Δε με λένε Νίκο» λέει με μαστουρωμένη φωνή. «Δε με λένε…» και χάνει τις αισθήσεις του.

Ξυπνάει πιασμένος. Είναι ακόμα δεμένος. Η χθεσινή βραδιά είναι μια θολούρα.

- «Άρτεμη;» φωνάζει αβέβαια. «Άρτεμη;»

Δεν παίρνει απάντηση.

Τραβάει τις χειροπέδες. «Άρτεμη;» Έχει αρχίσει να ανησυχεί.

Η Άρτεμις μπαίνει στο δωμάτιο κρατώντας κάτι στα χέρια της.

- «Ξύπνησες πουλάκι μου;» τον ρωτάει

Κρατάει μια σύριγγα στα χέρια της. Ο Γιάννης δεν προλαβαίνει να πει κάτι, η κοπέλα του καρφώνει τη σύριγγα στο λαιμό κι ο Γιάννης χάνει τις αισθήσεις του.

Ξυπνάει μετά από μια ώρα. Δεν είναι δεμένος ούτε φιμωμένος αλλά δεν μπορεί να κουνηθεί.

Η Άρτεμις ξαναμπαίνει στο δωμάτιο.

Ο Γιάννης προσπαθεί να κουνηθεί αλλά δεν τα καταφέρνει.

Η Άρτεμις σα να μη συμβαίνει τίποτα κάθεται σε μια καρέκλα και ανάβει ένα τσιγάρο. Πίνει μια γουλιά από τον καφέ της.

- «Θυμάσαι που με ρώτησες αν έχω αδέρφια; Είχα έναν αδερφό. Σκοτώθηκε σε τροχαίο. Τον έλεγαν Νίκο.»

Ένα λαμπάκι ανάβει στο μυαλό του Γιάννη. Η ανησυχία του έχει μεταβληθεί σε πανικό. Νίκο μου και Νίκο μου τον φώναζε χθες η κοπέλα.

- «Δεν ήταν απλά αδερφός μου. Ήταν και εραστής μου. Ήταν ο πρώτος μου και ήθελα να είναι και ο τελευταίος μου αλλά ο Μπάσταρδος που κάθεται Ψηλά και τα Βλέπει Όλα και Γαμιέται και Πατόκορφα είχε άλλα σχέδια. Μου τον πήρε.»

Ο Γιάννης γεμάτος φρίκη παλεύει να κουνηθεί. Δεν μπορεί. Πάει κάτι να πει αλλά ανακαλύπτει πως ούτε να μιλήσει μπορεί. Με τρόμο διαπιστώνει πως με δυσκολία ανασαίνει.

- «Αλλά εγώ θα τον φέρω πίσω. Κομμάτι κομμάτι. Θα τον φέρω πίσω και ο Υπεροπτικός Μπάσταρδος που τα πάντα βλέπει δεν μπορεί να κάνει τίποτα.»

Ο Γιάννης δίνει μάχη για να πάρει την κάθε ανάσα.

- «Χθες με το ναρκωτικό που σου έριξα ήσουν πολύ μαστουρωμένος για να δεις τη συλλογή μου» του είπε.

Σηκώθηκε από την καρέκλα και άνοιξε θεατρικά ένα ένα τα κουτιά. Μέσα σε κάθε κουτί είχε ταριχευμένα ανθρώπινα μέλη. Χέρια, πόδια, κορμός… γεννητικά όργανα. Έλειπε μόνο το κεφάλι.

Ο Γιάννης δε μπορούσε να ανασάνει άλλο.

- «Μόνο το κεφάλι έλειπε» είπε η Άρτεμις. «Δεν πίστευα ότι θα το βρω» συνέχισε. «Ήμουν φοβερά τυχερή. Μοιάζεις απίστευτα στο Νίκο» είπε και χαμογέλασε θριαμβευτικά.

- «Τώρα η συλλογή μου είναι πλήρης» συμπλήρωσε και ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσε ο Γιάννης πριν παραδοθεί στην επιθανάτια αγωνία.

Μια νύχτα στο δάσος

Τ’ άστρα, ψυχρά και απόμακρα τρεμόπαιζαν γεμίζοντας το μαύρο του ουρανού με φωτεινά σημαδάκια. Ένιωσε την ψυχή του να ρουφιέται από την άβυσσο, ένιωσε τον εαυτό του να γίνεται ένα με το χρόνο.

Πέθαινε.

Πνιγόταν στο ίδιο του το αίμα. Προσπάθησε να ανασάνει, μαχόταν για την κάθε ανάσα λες και ήθελε να παρατείνει το μαρτύριο, λες και προσπαθούσε να γαντζωθεί από τη ζωή σαν τον πνιγμένο που προσπαθεί να κρατηθεί από τα ίδια του τα μαλλιά.

Αααα είπε καταλαβαίνοντας.

Θυμάται…

Χαμογελά στην κοπέλα. Της λέει το όνομά του και της προτείνει το χέρι. Η κοπέλα χαμογελώντας του ανταποδίδει το χαιρετισμό και του λέει και αυτή το όνομά της. Το πρώτο τους ραντεβού κύλησε υπέροχα.

Έχει ιδρώσει και νιώθει το γυμνό της κορμί καυτό κάτω από το δικό του. Τη χουφτώνει δυνατά στο δεξί στήθος ενώ της δαγκώνει το αριστερό και ταυτόχρονα προσπαθεί να καρφωθεί όλος μέσα της. Χάνει για λίγο το ρυθμό του, παρατάει το χούφτωμα, της πιάνει τα δυο της χέρια και της τα βάζει πίσω από το κεφάλι. Αρχίζει και πάλι και ο ρυθμός γίνεται όλο και πιο ξέφρενος, όλο και πιο βίαιος.

Έκρηξη…

Ανασαίνει με κοφτές ανάσες. Η ζωή του ξεφεύγει όπως η λεπτή άμμος μέσα από τις χούφτες.

Δεν έχει παρά ελάχιστα λεπτά.
________________________________

Διαβάζει το μήνυμά της στο κινητό του. «Θέλεις να βγούμε;»

Είχε περάσει κάμποσοι μήνες από τότε που την πέταξε σα σβησμένη γόπα αλλά δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει. Της απαντάει «Γιατί όχι;»

«Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού» λέει μέσα του με κακία.

Της ρίχνει σκαμπίλια στα κωλομέρια καθώς την παίρνει άγρια από πίσω. Οι κραυγές της κοπέλας ανάμεικτες από πόνο και ηδονή ταράζουν την ησυχία της νύχτας.

Χύνει μέσα της και τραβιέται απότομα. Τι υπέροχο κώλο έχει η πουτανίτσα…

Η κοπέλα τρέχει στο μπάνιο. Εκείνος, μιας και δεν μπορεί προς το παρόν να πλυθεί, ανακάθεται στο κρεβάτι και ανάβει τσιγάρο.

Είχε ήδη αρχίσει να βαριέται…
________________________________

Ένας σκαντζόχοιρος τον μυρίζει περίεργος. Απομακρύνεται τρέχοντας φοβισμένα από τον άσχημο ήχο που κάνει καθώς πασχίζει να πάρει ακόμα μιαν ανάσα.

Ύβρις, Νέμεσις, Κάθαρσις.

Δεν υπάρχει κάθαρση. Υπάρχει μόνο η Νέμεσις.

Αααα είπε καταλαβαίνοντας.

Την ώρα που την πηδούσε η κοπέλα του κάρφωσε ένα μαχαίρι στο στέρνο.

Δεν το έκανε επειδή τον μισούσε. Δεν το έκανε λόγω του άσβεστου πάθους που της έβγαζε αυτός ο άνδρας. Δεν το έκανε από ζήλεια για τις άλλες κοπέλες που πηδούσε.

Το έκανε επειδή της άρεσε να σκοτώνει.

Έσκυψε και φίλησε τα ματωμένα του χείλη.

«Αντίο αγαπουλίνι» του είπε χαμογελώντας.

Η τελευταία του ανάσα ήταν ένας αποτρόπαιος ήχος που μαγάρισε τους ήχους του δάσους.

Εκεί στο ξέφωτο, τα αστέρια ψυχρά και απόμακρα γέμιζαν φωτεινά σημαδάκια το σκοτάδι της νύχτας.

Τα μάτια του, θαμπά, χωρίς ζωή ατένιζαν το άπειρο. Για εκείνον η Νύχτα είχε πέσει για πάντα.

Η κοπέλα έφτιαξε λίγο το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Άνοιξε το κινητό της και έστειλε μήνυμα σε κάποιον: «Θέλεις να βγούμε;»