Search This Blog

Sunday, March 30, 2008

Μία ακόμη ευκαιρία

Πίσσα σκοτάδι. Κανένας ήχος. Καμιά μυρωδιά. Ένιωσε ξαφνικά ανήσυχος "Τι στο διάολο γίνεται;"

Άκουσε τη φωνή στο μυαλό του "Τι θα 'κανες αν είχες μια ακόμη ευκαιρία;"

Έκλεισε τα μάτια του και τα ξανάνοιξε. Καμία αλλαγή. τα έτριψε. Ούτε καν αστεράκια δεν είδε. Άρχισε ν'ανησυχεί σοβαρά για τα λογικά του. "Τι στο διάολο συμβαίνει"

Και ξανά η περιπαικτική φωνή μέσα στο μυαλό του "Τί θα ‘κανες αν είχες μια ακόμη ευκαιρία;"

Στριφογύρισε ανήσυχος. Κάπου στο βάθος είδε φως. Ένιωσε απέραντη ανακούφιση και αγαλλίαση. Κίνησε σκουντουφλώντας κατά κει. Το φως παρέμενε μακριά αλλά η ανάγκη του και η λαχτάρα του να το φτάσει μεγάλωνε απίστευτα.

Ξανά η φωνή στο μυαλό του: "Άνθρωπε, τι θα ‘κανες αν είχες μια ακόμη ευκαιρία;"

Ξαφνικά το μυαλό του πλημμύρισε εικόνες .Η γυναίκα του, το πρόσωπό του κόκκινο από το κλάμα, η γυναίκα του αγκαλιά με έναν άλλο άνδρα, το πρόσωπό του να κλαίει με δάκρυα από αίμα, η γυναίκα του να γελάει με την καρδιά της, το πρόσωπό του παγωμένο...

Ξανά η φωνή: "Λοιπόν, τι θα ‘κανες αν είχες μια ακόμη ευκαιρία"

Οι εικόνες που πέρασαν από το μυαλό του τον συγκλόνισαν. Ξαφνικά το φως που έβλεπε έχασε τη σημασία του.

"Θέλω την ευκαιρία. Τη θέλω. Τη θέλω. ΤΗ ΘΕΛΩ!"

Άνοιξε τα μάτια του.

Το φως του πόνεσε τα μάτια. Τα έκλεισε και τα ξανάνοιξε. Ήταν στο κρεβάτι του. Δίπλα του η γυναίκα του κοιμόταν. Κοίταξε δεξιά και είδε το ρολόι: 07:33

"Τι εφιάλτης ήταν αυτός που είδα;"

Τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας.

Με πολύ κόπο κατάφερε να κλείσει τα μάτια του και να κοιμηθεί.

Μερικές μέρες αργότερα το όνειρο είχε γίνει μια θαμπή ανάμνηση μέχρι που στο τέλος χάθηκε κι αυτή.

...

"Δε πάει άλλο μεταξύ μας. Δεν το βλέπεις;"
Το έβλεπε. Αλλά ένιωθε ένα κόμπο στο λαιμό του. Ήταν αδύνατο να πει τις λέξεις. Ήταν αδύνατο να φανταστεί τη ζωή του χωρίς αυτήν. Και ας ήταν η ζωή του κόλαση τον τελευταίο καιρό. Απλά είχε προσκολληθεί πάνω της με τη δύναμη του ανθρώπου που προσπαθεί να κρατηθεί από μια σανίδα ενώ τα κύματα τον χτυπάν αμείλικτα.

"Εντάξει" είπε παραιτούμενος. "Ας γίνει έτσι."
Σε μια εβδομάδα είχε φύγει.

...

"Θέλεις να πάμε για καφέ;"
Διάβασε με δυσπιστία το μήνυμά της.

"Βρήκε την μέρα." Ήταν η επέτειος της γνωριμίας τους.
"Βρήκε τη γαμημένη μέρα. Γαμώ το χριστό μου, βρήκε τη γαμημένη μέρα."
Απάντησε ξερά "Όχι, θα το γιορτάσω μόνος μου".

...

Την είδε να έρχεται προς το μέρος του διστακτική. Την άρπαξε και τη φίλησε. Μερικές ώρες αργότερα ούρλιαζαν και οι δύο σα σκυλιά στο κρεβάτι.

"Πάρε τα όποια απομεινάρια της αξιοπρέπειάς σου και κοπάνα την" φώναζε μέσα του ο εαυτός του. "Φύγε, μην ξανακάνεις το ίδιο λάθος. Φύγε. Φύγε".

Την πήρε αγκαλιά, έπεσε πάνω της και την ξανάκανε δικιά του. "Να πας να γαμηθείς" είπε στον εαυτό του.

...
Καθόντουσαν στον καναπέ. Κλειδιά στην πόρτα ακούστηκαν και ένας άντρας μπήκε μέσα. Κοιτάχτηκαν για λίγο εμβρόντητοι και οι τρεις. Ενώ ο άλλος άντρας με τα κλειδιά στο χέρι τους κοίταζε σα χαζός, αυτός βρήκε την ψυχραιμία του και με θράσος χιλίων πιθήκων σηκώθηκε και χαιρέτησε τον άγνωστο άνδρα που εξακολουθούσε να τον κοιτάει σα χαζός. "Χαίρω πολύ..." και είπε το όνομά του.

...
"Γαμώ το σουρεαλισμό μου!" σκέφτηκε κοιτώντας το ζευγάρι να φιλιέται. "Μάζεψε τα ελάχιστα υπολείμματα του εγωισμού σου και κάν’την μαλάκα. Κάν’την"

Ψιθύρισε μια βιαστική δικαιολογία και έφυγε σα να τον κυνηγάν όλοι οι δαίμονες της κόλασης. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και κίνησε για το σπίτι του τρέχοντας σα δαιμονισμένος. Ένα φορτηγό παραβίασε το STOP και του’κλεισε το δρόμο. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει...

Πίσσα σκοτάδι. Κανένας ήχος. Καμιά μυρωδιά. Ένιωσε ξαφνικά ανήσυχος "Τι στο διάολο γίνεται;"

Άκουσε τη φωνή στο μυαλό του "Τι θα 'κανες αν είχες μια ακόμη ευκαιρία;"

Έκλεισε τα μάτια του και τα ξανάνοιξε. Καμία αλλαγή. τα έτριψε. Ούτε καν αστεράκια δεν είδε. Άρχισε ν'ανησυχεί σοβαρά για τα λογικά του. "Τι στο διάολο συμβαίνει"

Και ξανά η περιπαικτική φωνή μέσα στο μυαλό του "Τί θα ‘κανες αν είχες μια ακόμη ευκαιρία;"

Στριφογύρισε ανήσυχος. Κάπου στο βάθος είδε φως. Ένιωσε απέραντη ανακούφιση και αγαλλίαση. Κίνησε σκουντουφλώντας κατά κει. Το φως παρέμενε μακριά αλλά η ανάγκη του και η λαχτάρα του να το φτάσει μεγάλωνε απίστευτα.

Ξανά η φωνή στο μυαλό του: "Άνθρωπε, τι θα ‘κανες αν είχες μια ακόμη ευκαιρία;"

Ξαφνικά το μυαλό του πλημμύρισε εικόνες .Η γυναίκα του, το πρόσωπό του κόκκινο από το κλάμα, η γυναίκα του αγκαλιά με έναν άλλο άνδρα, το πρόσωπό του να κλαίει με δάκρυα από αίμα, η γυναίκα του να γελάει με την καρδιά της, το πρόσωπό του παγωμένο...

Ξανά η φωνή: "Λοιπόν, τι θα ‘κανες αν είχες μια ακόμη ευκαιρία"

Πλημμυρισμένος από ευγνωμοσύνη είπε "Σ'ευχαριστώ!"

Κίνησε αποφασιστικά προς το φως.