~ Εκείνος ~
Είχε περάσει λίγος καιρός μετά το θάνατο της Δ. και δεν ήμουν στα καλύτερά μου. Το τελευταίο πράγμα για το οποίο είχα όρεξη ήταν να μπω σε σχέση.Το σύμπαν φυσικά δε δίνει δεκάρα για το τι θέλουμε και δε θέλουμε και κάπως έτσι μπήκε στη ζωή μου η Χ.
Λίγο πιο ψηλή από εμένα, όμορφη, ξανθιά και γαλανομάτα και με ωραίο σώμα, διέθετε ένα ακόμα πιο εντυπωσιακό μυαλό.
Στη ζωή μου έχω γνωρίσει 5 άτομα των οποίων η ευφυΐα μου προκάλεσε δέος. Τη Σούζι που τσούζει, την Ε., δύο ανώνυμους φοιτητές των οποίων είχα διορθώσει τα γραπτά και τη Χ.
Δεδομένου ότι είμαι από τους ανθρώπους που βρίσκουν την ευφυΐα αφροδισιακή η Χ. στη θεωρία είχε όλα τα προσόντα να γίνει ο δεύτερος μου έρωτας μετά τη "Γαλάτεια".
Μόνο που εκείνο τον καιρό με είχε πάρει τόσο από κάτω που ακόμα και η Χ. δεν είχε καμία απολύτως ελπίδα.
Όταν ο διακόπτης των συναισθημάτων σου είναι κλειστός για τους υπόλοιπους ανθρώπους και είσαι σε φάση που -ξεκινώντας με τον εαυτό σου- μισείς το Σύμπαν το καφριλίκι γίνεται modus operandi γιατί απλά δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Η Χ. ήταν συνάδελφος και σε κάποιο πάρτι/εκδήλωση της εταιρίας -από αυτά τα αζμπέτε που κάνουν επειδή πιάσαμε τους στόχους και έχουμε λεφτά για μαλακίες αλλά όχι για bonus-, ούτε κι εγώ κατάλαβα πως έγινε, βρεθήκαμε αγκαλιά να φιλιόμαστε σαν να μην υπάρχει αύριο.
Χαμογελάω αναλογιζόμενος ότι το "σαν να μην υπάρχει αύριο" γιατί για μένα δεν ήταν σχήμα λόγου. Εκείνο τον καιρό πραγματικά δεν υπήρχε αύριο, ούτε μαζί της ούτε με καμία άλλη. Και το ήξερα.
Το τερατάκι όμως μέσα μου ήθελε παιχνίδι και μπορεί το πάνω κεφάλι να μην έχει συναισθήματα αλλά το κάτω έχει. Κάπως έτσι και ελαφρά πιωμένοι καταλήξαμε σπίτι της.
Ποια προκαταρκτικά;
Γδυθήκαμε με κίνδυνο να σκίσουμε τα ρούχα της, θαύμασα λίγο το σώμα της και φύγαμε για τελικό. Την πέταξα στο κρεββάτι, έπεσα πάνω της, άνοιξε τα πόδια της και ολέ ο ταύρος!
Ορθόδοξον ιεραποστολικόν εις τριπλούν -τότε άντεχα.
Τουλάχιστον δεν φώναζε, μου τη δίνουν οι φωνακλούδες. Κρίνοντας από το σώμα της δεν νομίζω ότι έφτασε σε οργασμό καμία από τις τρεις φορές αλλά όντας αυτός που είμαι το γεγονός αυτό ελάχιστα με απασχολεί ακόμα και στις καλές μου.
Όπως και να έχει μετά το τέλος της τρίτης πράξης ήρθε η ώρα του exeunt omnes οπότε σηκώθηκα για να ντυθώ και να φύγω.
-"Δεν θα κάτσεις;" με ρώτησε.
Την κοίταξα εξεταστικά. Το βλέμμα της ήταν μίξη απορίας, δυσπιστίας και αποδοκιμασίας. Μετά έγινε παρακλητικό. Δεν μπορούσα να αποφασίσω, ήθελα εξίσου τόσο να μείνω όσο και να γίνω Λούης.
-"Θέλεις να μείνω;" τη ρώτησα προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο
-"Κάνε ό,τι νομίζεις" μου είπε με ξαφνική φούρκα η οποία έκανε trigger το τέρας μέσα μου.
-"Χ. δεν έχω όρεξη για παιχνιδάκια. Έλεγα να φύγω για να μη σου γίνω βάρος, εμένα το ίδιο μου κάνει."
-"Να πας να γαμηθείς" μου απάντησε.
-"Δεν έχω άλλη δύναμη για απόψε" της απάντησα με κακία.
Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που περίμενα καθώς αντί να το ρίξει στη βλητική, πετώντας μου όποιο βαρύ αντικείμενο ήταν άμεσα προσβάσιμο από τα χέρια της, έβαλε τα γέλια.
Είχε πολύ όμορφο γέλιο και επειδή το γέλιο είναι μεταδοτικό σε λίγο γελάγαμε ντουέτο.
Αυτό ήταν, έβγαλα το παντελόνι που είχα φορέσει και ξάπλωσα δίπλα της.
-"You know how to keep a guy" της είπα χαμογελώντας και την πήρα αγκαλιά.
Κατέβασμα γενικού.
Ξυπνήσαμε μετά από πολλές ώρες -και καθυστερημένα- στην ίδια θέση. Δηλαδή εγώ ξύπνησα, η Χ. ήταν ακόμα στην αγκαλιά μου και κοιμόταν μακαρίως.
Κανένα συναίσθημα.
Just another day of my life.
Το μόνο που αισθανόμουν ήταν το χέρι μου μουδιασμένο και τη φούσκα μου γεμάτη. Σηκώθηκα απαλά για να μην την ξυπνήσω νιώθοντας το γνωστό και ενοχλητικό μυρμήγκιασμα του αίματος που άρχισε πάλι να κυκλοφορεί ελεύθερα στο αριστερό μου χέρι.
Δεδομένου ότι μερικές ώρες πριν ήμουν πολύ απασχολημένος με άλλα πράγματα δεν είχα προσέξει την τοπική γεωγραφία. Το διαμέρισμά της ήταν ένα μικρό τριάρι με ομολογουμένως εξαιρετική διαρρύθμιση που το έκανε να μοιάζει μεγαλύτερο. Υπήρχε άλλο ένα μικρό δωμάτιο το οποίο μέσα είχε μόνο ένα μονό κρεββάτι και μια μεγάλη βιβλιοθήκη, ένα γουστόζικο καθιστικό, επίσης με μεγάλη βιβλιοθήκη, μιας μέτριου μεγέθους κουζίνα και ένα σεβαστού μεγέθους μπάνιο με ακόμα πιο σεβαστού μεγέθους κλειστή μπανιέρα.
Υπήρχε και μία μικρή αποθήκη η οποία είχε μέσα πλυντήριο και ένα ράφι με καθαριστικά το οποίο νόμιζα στην αρχή ότι αυτό ήταν το WC.
Στην κουζίνα είχε μια καφετιέρα γαλλικού καφέ αλλά επειδή ο γαλλικός δεν είναι του γούστου μου αποφάσισα ότι καφέ θα έπινα στο γραφείο.
Στο οποίο αμφότεροι είχαμε αργήσει ήδη δύο ώρες.
Πήγα μέσα στο δωμάτιο που η Χ. κοιμόταν ακόμα. Την σκούντηξα για να την ξυπνήσω αλλά συνέχισε να κοιμάται. Την ξεσκέπασα και την ξανασκούντηξα. Ήταν γυμνή κάτω από τα σκεπάσματα, μουρμούρισε αλλά δεν ξύπνησε.
Το δυνατό τσίμπημα της δεξιάς της ρώγας ήταν αυτό που χρειαζόταν.
Άνοιξε τα μάτια της αλλά η διαδικασία του booting δεν είχε τελειώσει γιατί είδα ακόμα στο βλέμμα της ότι προσπαθούσε να καταλάβει ποιος είναι αυτός που είναι σκυμμένος από πάνω της με το χέρι του στη ρώγα της.
Ωστόσο αυτό έμελλε να είναι από τα μικρότερα προβλήματά της γιατί το μέλλον της περιλάμβανε ένα ακόμα μεγαλύτερο: Είχε μπει στη ζωή μου...
...και πολλές φορές το πιο δύσκολο πράγμα σε ένα πρόβλημα είναι να αναγνωρίσεις την ύπαρξή του.
Το αποτέλεσμα με δικαίωσε.
-"Άου" φώναξε και έκανε να σπρώξει το χέρι μου.
-"Καλημέρα και σε σένα" της είπα χαμογελώντας.
Σήκωσε το σκέπασμα να καλύψει τη γύμνια της περισσότερο από αμηχανία παρά για να προστατευτεί από νέα πιθανά τσιμπήματα.
Το πάνω κεφάλι εξακολουθούσε να μη νιώθει τίποτα αλλά το κάτω ξέχασε τις χθεσινοβραδινές πομπές του και σηκώθηκε εκ νέου, κάτι το οποίο δεν πέρασε απαρατήρητο από τη Χ.
Της έκανα νεύμα να κάνει πιο πέρα και όταν το έκανε σήκωσα το σκέπασμα και ξάπλωσα δίπλα της.
Τη χάιδεψα απαλά στο πρόσωπο και μετά κατέβασα το χέρι μου στο αριστερό της στήθος, το χούφτωσα και άρχισα να το μαλάζω. Η αλήθεια είναι ότι θα το προτιμούσα ελαφρώς μεγαλύτερο -είμαι φαν της μιάμισης χούφτας- αλλά ξέρετε τι λένε περί λεμονιών και λεμονάδας.
Και το λεμόνι, αν εξαιρέσεις τις προτιμήσεις μου στα μεγέθη, ήταν καλό.
-"Θα αργήσουμε" μου είπε κοιτάζοντάς με παιχνιδιάρικα.
-"Έχουμε αργήσει ήδη δύο ώρες" της είπα και της τσίμπησα τη ρώγα.
Τουλάχιστον αυτή είχε το σωστό -αναλογικά- μέγεθος.
Το βογκητό της -δεν ήταν πόνου, δεν την τσίμπησα δυνατά- ήταν ηδονικό.
Άφησα το στήθος της και κατέβασα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια της. Το εφήβαιο της ήταν περιποιημένο και ξανθό όπως και το μαλλί της. Το χέρι μου δεν ακούμπησε κάτω αλλά πέρασε φευγαλέα από την κορυφή του τριχωτού της. Η άλως της με την πετρωμένη ρόγα στο κέντρο με τράβηξε σαν υπνωτισμένο. Ενώ το χέρι μου εξακολουθούσε να χαϊδεύει την κορυφή του τριχωτού του εφηβαίου της πήρα τη ρόγα στο στόμα μου και άρχισα να την πιπιλώ απαλά στην αρχή, πιο δυνατά στη συνέχεια.
Οι κοφτές ανάσες της με έφτιαχναν ακόμα περισσότερο.
Της δάγκωσα τη ρόγα.
Δυνατά.
Η Χ. πόνεσε αλλά πριν προλάβει να κάνει τίποτα τη χούφτωσα χαμηλά και έβαλα μέσα το μεσαίο δάχτυλο. Το σώμα της τεντώθηκε σαν τόξο και τότε άρχισα να παίζω με την κλειτορίδα της.
Έπαιζα μαζί της, σταμάταγα, βούταγα το δάχτυλό μου στην υγρασία της και άρχισα πάλι το παιχνίδι.
Επιβεβαίωσα μέσα μου ότι όντως το βράδυ που κάναμε σεξ δεν είχε τελειώσει.
Η απόδειξη ήταν μπροστά στα μάτια μου, το σώμα τεντωμένο σαν τόξο να κάνει σπασμούς, οι ρώγες της πετρωμένες, η άλως ανατριχιασμένη και η αναπνοή της σχεδόν σταματημένη.
Η φωνή της κορύφωσης δεν είναι φωνή με την συνηθισμένη έννοια. Είναι ανάσα που βγαίνει με φόρα από τις φωνητικές χορδές γιατί το παραδομένο στην ηδονή σώμα έχει ξεχάσει να εκπνέει.
Αυτή την αφηρημάδα συνήθως την πληρώνουν οι γείτονες.
Το χέρι μου είχε πιαστεί αλλά τη δουλειά του την είχε κάνει. Παραδέχομαι πως όσο είναι η δική μου ηδονή στο παιχνίδι οτιδήποτε άλλο -συμπεριλαμβανομένης της ηδονής του/της παρτεναίρ μου- μου είναι αδιάφορο.
Μπορεί να μην έχω εύκολα τα αισθήματα αλλά ένα πράγμα δεν είμαι: αγνώμων.
Ήμουν σίγουρος ότι θα κάνω τη ζωή της μπουρδέλο και μιας και αυτό ήταν αναπόφευκτο, τουλάχιστον ας το ευχαριστιόταν και λίγο.
~ Εκείνη ~
Ενώ πάσχιζα να βρω την ανάσα μου ο Γ. σηκώθηκε από το κρεββάτι.
-"Ποιος διακόπτης είναι του θερμοσίφωνα;" με ρώτησε.
Γύρισα το κεφάλι μου και είδα το ρολόι, έλεγε 11:20. Έξω είχε λιακάδα.
-"Έχω ηλιακό" του απάντησα.
Έδειξε να το σκέφτεται.
-"Θα έχει προλάβει να ζεστάνει;"
-"Αν είναι για απλό ντους θα σου φτάσει."
-"Για σένα θα φτάσει;"
-"Αν κάνεις απλό ντους και όχι μπάνιο θα μου φτάσει."
-"Okey-dokey" μου απάντησε και βγήκε από το δωμάτιο.
Ήμουν ακόμα γυμνή. Οι νυχτερινές μας περιπέτειες ήταν χμμμ... περίεργες, αλλά το πρωινό...
Αχ!
Τον Γ. τον γνώρισα πριν από ένα μήνα όταν χρειάστηκε developer για μια εφαρμογή.
Στη δουλειά ήταν απαιτητικός, πιεστικός και συχνά φωνακλάς. Κυκλοθυμικός όσο δεν πάει, εκνευριζόταν εύκολα και άλλο τόσο εύκολα του περνούσε. Το χιούμορ πάντως δεν του έλειπε αν και είχε μια τάση να το παρακάνει με τον αυτοσαρκασμό.
Αυτό το χιούμορ του ήταν που με είχε κερδίσει. Τα μάτια του ήταν γελαστά αλλά παρόλα αυτά αν τα κοίταζες προσεκτικά έβλεπες ότι κρύβουν μια μελαγχολία.
Στις αρχές με είχε αντιμετωπίσει με επιφυλακτικότητα μέχρι που μια μέρα του πρότεινα μια βελτίωση σε ένα αλγόριθμο που είχε σχεδιάσει. Η αλήθεια είναι ότι του έστειλα το επεξηγηματικό e-mail με την ψυχή στα δόντια.
Ακόμα θυμάμαι λέξη προς λέξη την απάντησή του.
"Αυτή τη στιγμή σε μισώ.
Αύριο που θα μου έχει περάσει η κατάθλιψη που δε το σκέφτηκα εγώ θα σ' αγαπήσω και πάλι"
Κι εκεί που φοβόμουν -πριν του στείλω το e-mail- ότι θα γίνει ψυχρός απέναντί μου το απόγευμα έλαβα δεύτερο e-mail που με εκθείαζε, στον προϊστάμενό μου και τον δικό του, που τους είχα λύσει μέσα σε μια μέρα ένα πρόβλημα που τους παίδευε ένα μήνα.
Και ο αφιλότιμος είχε κλείσει με το εξής:
"Σας αφήνω τώρα, πάω να κλάψω με την ησυχία μου."
Σε mail.
Σε προϊστάμενους.
Είχα γίνει μέλος της πολύ κλειστής του ομάδας.
Τον πρώτο καιρό τα μηνύματα που ανταλλάσσαμε στο messenger αφορούσαν τη δουλειά αλλά έγραφε με τόσο χιούμορ που συχνά έβαζα τα γέλια και έκανε τους γύρω να αναρωτιούνται αν μου έστελνε ανέκδοτα.
Το κινητό μου ούτε το ήξερε ούτε το είχε ζητήσει. Με έπαιρνε πάντα τηλέφωνο στο σταθερό όταν ήθελε να μου μιλήσει για κάτι επείγον. Αν δεν ήταν επείγον απλά μου έστελνε μήνυμα στο messenger.
Αρχίσαμε να μιλάμε και για πιο προσωπικά πράγματα και μου είχε πει ότι είναι χωρισμένος και του είχα πει ότι είμαι ελεύθερη. Ομολογώ ότι είχα τσιμπηθεί μαζί του και του το έδειχνα αλλά αυτός δεν έκανε καμία απολύτως κίνηση. Είτε δεν είχε πάρει χαμπάρι -όχι ασυνήθιστο για άντρα- είτε απλά δεν ενδιαφερόταν.
Χθες στο πάρτι ήρθε και με βρήκε και κάθισε δίπλα μου.
-"Είσαι στις ομορφιές σου" μου είπε
-"Σε ευχαριστώ" του απάντησα χαμογελώντας
-"Μη με παρεξηγήσεις, κάθε μέρα είσαι στις ομορφιές σου αλλά σήμερα... Δεν ξέρω... σήμερα λάμπεις."
Με έβαλε σε σκέψεις.
Φαίνεται ότι του άρεσα, εμφανισιακά τουλάχιστον. Στη δουλειά είναι φοβερά παρατηρητικός, είχα προσέξει στα meetings πως προσπαθούσε να διαβάσει τους άλλους και ελάχιστα πράγματα του ξέφευγαν. Είναι δυνατόν να μην το είχε καταλάβει;
Τι να κάνεις;
Όπως και να έχει όλο το βράδυ στο πάρτι το περάσαμε μαζί. Είχε κέφια και με είχε κάνει να γελάσω με την ψυχή μου. Δεν είχα αυτοκίνητο και είχα έρθει με μια συνάδελφο αλλά όταν ήρθε η ώρα να φύγει ο Γ. μου είχε πει να κάτσω και θα με γυρίσει εκείνος σπίτι μου. Δεν είχε καν ρωτήσει που μένω για να δει αν τον βολεύει.
Άρα του άρεσε η παρέα μου.
Μήπως φοβόταν;
Δεν μπορούσα να τον διαβάσω. Μπορούσα να καταλάβω πότε άλλαζε η διάθεσή του αλλά ως εκεί.
Το χιούμορ του, η καλή του διάθεση και το ποτό με είχαν λύσει τελείως. Έσκυβα προς το μέρος του, τον άγγιζα αλλά αυτός τίποτα.
Πανάθεμά τον.
Τι περίμενε, να του ορμήξω;
Ε, όχι δα!
Στο τέλος μου όρμηξε αυτός.
Ένα παραπάτημα χρειάστηκε. Στην κυριολεξία!
Είχαμε κατέβει να πάμε στο αυτοκίνητο και καθώς πλησιάζαμε παραπάτησα. Με έπιασε πριν πέσω και βρέθηκα στην αγκαλιά του.
Και δεν με άφησε.
Στην αρχή αιφνιδιάστηκα για λίγο από το φιλί αλλά γρήγορα έκανα catch-up και του το ανταπέδωσα.
Το ποτό μου είχε λύσει τις άμυνες και έτσι καταλήξαμε σπίτι μου.
Δεν ήταν κάτι που δεν το είχα ξανακάνει αλλά το σεξ μαζί του ήταν... δεν ξέρω πως να το πω, διαφορετικό. Με ξάπλωσε κάτω και με πήρε. Έτσι απλά.
Ένιωθα σα να με είχε χρησιμοποιήσει όμως ταυτόχρονα ήταν τρυφερός. Με φιλούσε. Με χάιδευε. Με κοίταζε στα μάτια.
Και πριν λίγη ώρα...
Αχ!
Τον άκουσα να με φωνάζει από το ντους: "Έλα να γίνουμε πολλές"
Χαμογέλασα και σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Ο Γ. ήταν γυμνός και κατά τα φαινόμενα είχε κάνει ήδη ντους. Μπήκα κι εγώ στη μπανιέρα και έκλεισα την καμπίνα.
Με έλουσε!
Με το σαμπουάν μου έκανε και το υπόλοιπο σώμα.
Παρόλο που είχε ερεθιστεί και πάλι το έκανε τρυφερά, χωρίς βιάση. Με ξέπλυνε καλά καλά αλλά προς απογοήτευσή μου -δεν το κρύβω- δεν είχε νέο γύρο σεξ.
Σκουπιστήκαμε και βγήκαμε.
-"Βαριέμαι να πάω στη δουλειά" μου είπε και συνέχισε "Είσαι για κοπάνα;"
-"Είμαι" του απάντησα ενθουσιωδώς.
-"Στέγνωσε το μαλλί σου, θα σε περιμένω μέσα" είπε και βγήκε από το μπάνιο.
Λίγη ώρα μετά και με στεγνό μαλλί γύρισα στο δωμάτιο. Περίμενα ότι θα τον βρω ντυμένο αλλά εκείνος απλά είχε χωθεί πάλι κάτω από τα σκεπάσματα. Χώθηκα κι εγώ και με πήρε αγκαλιά.
Και μετά το χέρι του άρχισε να ψαχουλεύει πάλι. Απ' ότι φαίνεται θα τον είχαμε το νέο γύρο.
Όπως με χάιδευε έπιασε το χέρι μου και μου το κατέβασε κάτω. Του χάιδεψα το πέος του που ήταν ήδη ορθωμένο.
Τον κοίταξα.
Με κοίταξε.
Δεν χρειάστηκαν περισσότερα. Το στοματικό δεν είναι και από τα καλύτερά μου αλλά... τι να κάνεις.
Άνδρες!
Κατέβηκα χαμηλά και τον πήρα στο στόμα μου και άρχισα να παίζω με τη γλώσσα μου το κεφαλάκι του. Μετά τον πήρα στο στόμα μου.
Έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου και μου έδωσε ρυθμό. Συνήθως ούτε αυτό μου αρέσει αλλά... δεν ήμουν και ιδιαίτερα φανατική.
Αλλά δεν κατάπινα.
Σταμάτησα για λίγο και τον κοίταξα στα μάτια.
-"Δεν καταπίνω" του είπα.
Το βλέμμα του σκοτείνιασε ελαφρώς.
-"Αν είναι να με κόψεις, σταμάτα τώρα" μου είπε.
-"Δεν θα σε κόψω, απλά δεν θα καταπιώ" του απάντησα.
-"ΟΚ" μου είπε.
Μεγάλες κουβέντες.
Τον ξαναπήρα στο στόμα μου και αφέθηκα στο ρυθμό που μου έδινε με τα χέρια του. Μπορούσα να τον πάρω αρκετά βαθιά στο στόμα μου και αυτό έδειχνε να τον ευχαριστεί.
Ένιωσα τα προσπερματικά του υγρά και σε λίγο τον ένιωσα να τραντάζεται μέσα στο στόμα μου και να τινάζει ριπές καυτού σπέρματος. Το χέρι του ήταν στο κεφάλι μου και με κράταγε καρφωμένη. Δεν ήθελα να τον κόψω και προσπάθησα να τον κρατήσω στο στόμα μου.
Και εκεί, αντανακλαστικά, αντί να ανοίξω το στόμα μου και να το αφήσω να χυθεί, κατάπια.
Μπλιαχ
Μεγάλη η χάρη του κυρίου.
Αλλά είπαμε... μεγάλες κουβέντες.
Και εκείνος όχι απλά δεν με έκανε πέρα, αντιθέτως το ανταπέδωσε με ενθουσιασμό.
Και όχι απλά το ανταπέδωσε με ενθουσιασμό αλλά μου την είπε και από πάνω!
-"I guess you didn't expect that"
Πανάθεμά τον, όχι δεν το περίμενα.
-"Κάθε αρχή και δύσκολη" συνέχισε κοροϊδευτικά.
Πριν προλάβω να του ανταπαντήσω όπως ήμουν στα τέσσερα με έπιασε από το πηγούνι και με κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα του με τάραξε. Δεν ξέρω πως να το περιγράψω, το πρόσωπό του χαμογελούσε αλλά το βλέμμα του είχε κάτι το σκοτεινό. Σα να με μετρούσε, σα να με προκαλούσε και σα να με προειδοποιούσε. Προσπάθησα να γυρίσω το κεφάλι μου αλλά δε με άφησε. Ένιωσα πολύ άβολα και κατέβασα τα μάτια μου παρόλο που ήμουν ακόμα φουρκισμένη με εμένα και με την αντίδρασή του και με την αντίδρασή μου.
Ένα μήνα όλο και όλο τον γνώριζα, δεν τον ήξερα καλά-καλά και όσο και αν είχα τσιμπηθεί μαζί του δεν συνηθίζω να φέρνω άντρες στο σπίτι μου και να τους κάθομαι από το πρώτο ραντεβού.
Και δεν ήταν καν ραντεβού, ένα εταιρικό πάρτι ήταν. Ο Γ. δεν ήταν καν ο φίλος μου, ένας από το περιβάλλον μου ήταν -και ακόμα χειρότερα από το εργασιακό μου περιβάλλον!!- που απλά με είχε γοητεύσει ενώ από τη μεριά του μέχρι χθες το βράδυ δεν είχε δώσει κανένα σημάδι ότι ενδιαφέρεται στο παραμικρό.
-"Κοίταξέ με σε παρακαλώ" μου είπε ευγενικά αλλά επιτακτικά και με τα χίλια ζόρια σήκωσα το βλέμμα μου ξανά και τον κοίταξα. Δεν είχε πλέον το αυτάρεσκο χαμόγελο και η ματιά του ήταν ανεξιχνίαστη.
-"Το μετάνιωσες;"
The million dollar question.
-"Δεν ξέρω." του απάντησα ειλικρινά. "Όλα έγιναν τόσο γρήγορα και δεν... δεν ξέρω."
-"Θες να φύγω;" με ρώτησε.
Απέστρεψα το βλέμμα μου αλλά όχι γιατί ήθελα να φύγει και ντρεπόμουν να του το πω.
Ντρεπόμουν επειδή ήθελα να μείνει.
Δεν τον κοίταζα αλλά ένιωθα το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου.
-"Δε θα σε ρωτήσω δεύτερη φορά και τη συνεχόμενη σιωπή σου θα την εκλάβω σαν κατάφαση. Θες να φύγω;"
-"Εσύ τι θέλεις να κάνεις" τον ρώτησα προσπαθώντας απεγνωσμένα να κερδίσω χρόνο αλλά δυστυχώς δεν μου τη χάρισε.
-"Εγώ ούτε ντρέπομαι ούτε μετανιώνω για όσα έγιναν Χ. αλλά κατά τα φαινόμενα είμαι ο μόνος. Το πρόβλημα το έχεις εσύ, δεν θα στο λύσω εγώ για σένα..." και συνέχισε ακόμα πιο αμείλικτος "Σου έχω πει ότι το πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα είναι από τα πράγματα που δεν ανέχομαι..."
Δεν τολμούσα να τον κοιτάξω και δεν μπορούσα να του απαντήσω.
-"Πρώτη παράβαση" μου είπε.
Αμίλητη, τον παρακολούθησα να σηκώνεται και να ντύνεται.
~ Εκείνος ~
Δεν μπορώ να πω ότι δεν απογοητεύτηκα ωστόσο προσπάθησα να μη το δείξω. Δεν ήθελα όντως να προχωρήσει σε τίποτα περισσότερο η σχέση μου με τη Χ. αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν μου άρεσε αυτό που είχε γίνει.
Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι αυτό ήταν και τέλος ωστόσο η Χ. με διέψευσε.
-"Δε θέλω να φύγεις." μου είπε με χαμηλή φωνή.
Γύρισα να την κοιτάξω. Στο βλέμμα της υπήρχε πρόκληση. Και ικεσία. Ίσως πάλι έβλεπα αυτά που ήθελα να δω αλλά ακόμα και έτσι την απόφαση την είχα πάρει με το που άκουσα τη φωνή της να λέει "Δε θέλω να φύγεις".
-"Σήκω και ντύσου, πάμε για καφέ."
Μου χαμογέλασε και πήγε να ξεκινήσει να ετοιμάζεται. Φόρεσε ένα μακρυμάνικο άσπρο μπλουζάκι με σεβαστό ντεκολτέ και ένα σφιχτό τζιν που τόνιζε τα ομολογουμένως καλοσχηματισμένα οπίσθιά της. Ακόμα και με χαμηλά παπούτσια πάλι μου έριχνε στο ύψος και το παραδέχομαι ότι αυτό με έκανε να αισθάνομαι λίγο άβολα. "Να το ξεπεράσεις"¨είπα μέσα μου.
-"Που θα πάμε;" ρώτησε.
-"Έλεγα για Piu Verde αλλά δε θα με χάλαγε να πάμε και θάλασσα"
-"Το έχω ακούσει το Piu Verde αλλά δεν έχω πάει"
-"Είναι ωραίο μέρος για πρωινό καφέ, ήσυχο και μέσα στο πράσινο"
-"Ωραία, πάμε εκεί" μου είπε και μου χαμογέλασε.
Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και μιας και η Χ. έμενε Χαλάνδρι δεν μας πήρε και πολλή ώρα για να φτάσουμε. Ήταν περίπου 13:00 όταν κάτσαμε και για τόσο όμορφη ανοιξιάτικη μέρα δεν είχε ιδιαίτερο κόσμο. Παραγγείλαμε τους καφέδες μας και μέχρι να τους φέρουν δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα. Ήταν φανερά αμήχανη αλλά δεν είχα όρεξη να κουβεντιάσω το τι συνέβη μεταξύ μας, όχι τουλάχιστον πριν πιω λίγο καφέ!
Την παρατηρούσα όση ώρα ανακάτευε τον καφέ της με το κουταλάκι και όχι επειδή χρειαζόταν άλλο για να λιώσει η ζάχαρη. Άρχισα να το διασκεδάζω και αποφάσισα ότι είχε έρθει η ώρα να τη βάλω σε ακόμα πιο δύσκολη θέση.
Άλλες φορές αυτές οι αντιδράσεις με εξοργίζουν, άλλες φορές με κάνουν να βαριέμαι αφόρητα και άλλες φορές τις βρίσκω χαριτωμένες και η περίπτωση της Χ. -εκείνη την ώρα τουλάχιστον- έπεφτε στην κουρτίνα #3
-"Λοιπόν, πώς τα πέρασες χθες;" τη ρώτησα πειραχτικά.
Με εξαίρεση τους rednecks τα κόκκινα πρόσωπα είναι εξίσου όμορφα με τους κόκκινους κώλους!
-"..."
-"Το πρωί ήσουν περισσότερο ενθουσιώδης" συνέχισα ζορίζοντας την τύχη μου.
-"..."
-"Εγώ πάντως, δεν έχω παράπονο." της είπα και της έκλεισα το μάτι.
-"Αυτό θα σου έλειπε" μου είπε χαμογελώντας και μισομαλώνοντάς με.
-"Μετάνιωσες;"
-"Δεν.. δεν ξέρω. Δεν είναι κάτι που έχω ξανακάνει."
-"Ε καλά, δε θα σου κάτσει και στο στομάχι" της είπα ενώ ήξερα ότι δεν εννοούσε την κατάποση.
Κοκκίνησε ακόμα περισσότερο.
-"Δεν εννοούσα αυτό!" μου είπε φουρκισμένη και συνέχισε "Το ξέρω ότι σ' αρέσει να με πειράζεις αλλά αυτό δεν είναι το κατάλληλο θέμα".
-"Για σένα" της είπα. "Για μένα είναι αστείρευτη πηγή έμπνευσης."
-"..."
-"Κοίτα Χ., αν μετάνιωσες δεν έχεις παρά να μου το πεις. Μεγάλο παιδί είμαι, θα το ξεπεράσω."
-"Δεν... δεν ξέρω που πατάω" μου είπε ειλικρινά.
Δεν απάντησα.
-"Δεν το έχω ξανακάνει."
-"Ναι αλλά δεν σε ρώτησα αυτό, σε ρώτησα αν το μετάνιωσες."
-"Jury is still out on this one."
-"Fair enough, δεν επιμένω."
-"..."
-"Με πόσους έχεις πάει;" τη ρώτησα στην ψύχρα.
-"Τι ερώτηση είναι αυτή;" μου είπε πειραγμένη.
-"Ερώτηση που αν θες την απαντάς τώρα, αν θες δεν την απαντάς τώρα." είπα τονίζοντας δύο φορές το "τώρα".
-"Δεν σε αφορά" μου είπε ψυχρά.
-"Όπως αγαπάς" της είπα χωρίς χρώμα στη φωνή αφήνοντάς την να βράσει κι άλλο στο ζουμί της.
Πέρασε λίγη ακόμα ώρα όπου εγώ απλά χάζευα ενώ εκείνη το είχε ρίξει ξανά στο ανακάτεμα του καφέ.
Άπλωσα το χέρι μου και τη χάιδεψα στα μαλλιά αλλά τραβήχτηκε.
Δεν αντέδρασα, τράβηξα το χέρι μου και απλά την κοίταξα και επιτέλους οι κόποι μου ανταμείφθηκαν.
-"Στο είπα, δεν ξέρω που πατάω. Κοιμηθήκαμε μαζί, ξυπνήσαμε μαζί, είμαστε μαζί για καφέ αλλά δεν ξέρω αν είμαστε μαζί."
-"Και τι είμαστε, χώρια;"
-"Ξέρεις τι εννοώ."
-'"Δεν φαντάζομαι να περιμένεις να σου ζητήσω να τα φτιάξουμε, ε;"
-"Όχι αλλά δεν ξέρω αν τα έχουμε."
-"Όχι, δεν τα έχουμε."
Νεκρική σιγή.
-"Χ. μου αρέσεις και μου αρέσεις πολύ. Σε βρίσκω όμορφη και το μυαλό σου... ειλικρινά ζηλεύω το μυαλό σου. Μου αρέσει που είμαι μαζί σου, μου άρεσε αυτό που κάναμε, αλλά..."
-"Αλλά;"
Πώς να της το έλεγα γαμώτο;
-"Θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου αν μη τι άλλο για να μη λες μετά ότι σε κορόιδεψα. Μου αρέσεις αλλά αυτό τον καιρό τουλάχιστον δεν ξέρω αν μπορώ να δεθώ. Πάντα μου ήταν δύσκολο και... και τη μία φορά που ερωτεύτηκα το πλήρωσα πολύ ακριβά. Πολύ γαμημένα ακριβά."
Και της είπα για το ιδιωτικό μου προπατορικό αμάρτημα.
Όπως κάθε φορά που το λέω έβαλα τα κλάματα. Γιατί ναι, δεν μπορώ να το πω χωρίς να βάλω τα κλάματα. Δε με ενδιαφέρει αν τσαλακώνεται η όποια εικόνα μου, i can't help it.
Όταν ηρέμησα λίγο της είπα πως με επηρέασε. Της είπα για όλες τις σχέσεις που είχα κάνει μέχρι που γνώρισα την "Κ." ή όπως συνήθως αποκαλώ "Γαλάτεια".
Της είπα ότι η προδοσία της σκότωσε ένα κομμάτι της ψυχής μου. Της είπα ότι επέστρεψε και ότι την αρνήθηκα σκοτώνοντας και εγώ ένα ακόμα κομμάτι. Της είπα για το γάμο μου στον οποίο μπήκα με ένα αδιάφορο τίναγμα των ώμων και βγήκα με ένα εξίσου αδιάφορο τίναγμα των ώμων. Της είπα για τη Δ. και για το θάνατό της λίγο καιρό πριν.
Με κοίταγε αμίλητη.
-"Δεν είναι ότι δε σε θέλω. Σε θέλω αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να δεθώ μαζί σου."
Παύση.
Μου χάιδεψε το χέρι τρυφερά.
Έσκυψε και με φίλησε και το ανταπέδωσα.
Της είχα πει την αλήθεια και είχε πάρει τα ρίσκα της.
~ Εκείνη ~
Η εξομολόγηση του Γ. με τάραξε -με συγκλόνισε για να είμαι ακριβής- και περισσότερο από το ίδιο το περιεχόμενό της το γεγονός ότι δε δίστασε να τσαλακωθεί μπροστά μου. Παρά το γεγονός ότι χτυπούσε μέσα μου ό,τι συναγερμός υπήρχε τον χάιδεψα και τον φίλησα και αν δεν τον πήρα αγκαλιά ήταν που δε βόλευε η θέση.
Είχα φτάσει τα 27 αλλά μέχρι σήμερα δεν είχα κάνει κάποια σοβαρή σχέση καθότι είμαι άνθρωπος που έχει αυστηρά καθορισμένη ιεράρχηση στις προτεραιότητές του και μέχρι το τέλος των σπουδών μου οι σχέσεις δεν ήταν στην κορυφή. Έκανα σχέσεις αλλά δεν κρατούσαν πολύ καθώς ο πραγματισμός μου τους έπεφτε βαρύς.
Με είχε γοητεύσει ο Γ. το παραδέχομαι. Δεν ήταν μόνο το χιούμορ του, ήταν ο τρόπος που λειτουργούσε μέσα στο εργασιακό περιβάλλον. Παρά το γεγονός ότι ήταν ευέξαπτος και πολλές φορές φωνακλάς, δεν φοβόταν να ρωτήσει, δεν φοβόταν να παραδεχτεί το λάθος του και δεν φοβόταν να υιοθετήσει διαφορετική προσέγγιση από τη δική του αν την έβρισκε καλύτερη. Έπαιρνε πάντα την ευθύνη για τις αποφάσεις της ομάδας και ομοίως ζητούσε από τον καθένα μας να παίρνει τις προσωπικές του ευθύνες.
Έξω από την δουλειά και με εξαίρεση την χθεσινοβραδινή μας περιπέτεια δεν τον είχα ζήσει. Γιατί ήθελα σχέση μαζί του ειδικά όταν το τελευταίο δεν ήταν ψηλά στη δική του λίστα προτεραιοτήτων;
Ήθελα... θέλω να νιώσω κοντά σε κάποιον άνθρωπο. Θέλω να ερωτευτώ. Θέλω να ζήσω αυτά που δεν είχα ζήσει μέχρι τώρα. Θέλω να κάνω κάποια στιγμή οικογένεια, θέλω να γίνω μητέρα.
Αντιθέτως το πολυαγαπημένο μου σύμπαν μου έριξε στο δρόμο τον Γ. που αυτό τον καιρό δεν ήθελε τίποτα από τα παραπάνω και οπωσδήποτε όχι να γίνει μητέρα
Με το παραπάνω θυμήθηκα το "Life of Brian" και έβαλα τα γέλια με τη σκέψη με αποτέλεσμα ο Γ. να με κοιτάξει με απορία.
-"Θα μου πεις να γελάσω κι εγώ;"
-"Τίποτα, σκέφτομαι ότι δεν σου πάει το Loretta"
Με κοίταξε λίγο σα χαζός και ξαφνικά του έκανε κλικ.
-"Όχι, δεν θέλω να γίνω μανούλα. Εδώ καλά-καλά δεν θέλω να γίνω μπαμπάς."
-"Δεν θέλεις γενικά ή δεν θέλεις τώρα;"
-"Δεν ξέρω αν θέλω παιδιά. Σίγουρα με την Χ. (την πρώην του) δεν ήθελα, μια φορά που είχε καθυστέρηση κόντεψα να βγάλω τον καρκίνο από το άγχος. Δεν το αποκλείω αν κάποια στιγμή γνωρίσω την κατάλληλη -no pun intended- αλλά αυτή τη στιγμή οπωσδήποτε είναι εκτός της λίστας"
Δεν μίλησα.
-"Χωρίς να θέλω να σε προκαταβάλλω, στο ξαναλέω γιατί θέλω να είμαι απολύτως ξεκάθαρος. Μου αρέσεις, μου αρέσει η παρέα σου, μου άρεσαν αυτά που κάναμε αλλά..."
-"Και σε τι διαφέρει αυτό από μια σχέση στην αρχή της;"
-"Εκτός και αν η σχέση είναι φιλία μετά έξτρα οφελών τουλάχιστον υπάρχουν κάποια expectations."
-"Με ρώτησες με πόσους έχω πάει. Έχω κάνει πέντε-έξι σύντομες σχέσεις γιατί κι εγώ τότε είχα άλλες προτεραιότητες. Αυτό δε με εμπόδισε να τις κάνω, ωστόσο."
-"Λαμπρά, άρα καταλαβαίνεις τι εννοώ."
-..."
Έσκυψε και με φίλησε και ήρθε η σειρά μου να ανταποδώσω.
-"Γαία πυρί μιχθήτω" μου είπε.
-"Πυρ, γυνή και θάλασσα" του ανταπάντησα χαμογελώντας.
-"Επιστρέφω αμέσως" είπε και σηκώθηκε και πήγε μέσα, στο μπαρ.
Γύρισε μετά από λίγο. Μου έπιασε το χέρι και με τράβηξε να σηκωθώ.
"Πού πάμε;" τον ρώτησα
"Τη γυνή στη θάλασσα" μου είπε και σηκωθήκαμε και φύγαμε.
Στη Μεσογείων είχε κίνηση και αργήσαμε να φτάσουμε στο Σχοινιά. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και πήγαμε και κάτσαμε σε μια παραλιακή καφετέρια.
Η μέρα κύλισε υπέροχα μα νύχτωσε και ήρθε η ώρα να φύγουμε. Πήγαμε από το δρόμο προς το Διόνυσο και πήραμε τον δρόμο από την πίσω μεριά της Πεντέλης. Εκεί, σταμάτησε σε ένα πλάτωμα με υπέροχη θέα.
-"Μ' αρέσει αυτό το μέρος" μου είπε.
Έβαλε μουσική και άναψε τσιγάρο κατεβάζοντας το παράθυρο γιατί εγώ δεν καπνίζω.
-"Σε λίγο θα αρχίσει να πλακώνει πελατεία" μου είπε χαμογελώντας.
-"Γι αυτό μ' έφερες εδώ;" του είπα μισομαλώνοντάς τον.
-"Μεταξύ άλλων" μου είπε και μου έκλεισε το μάτι.
-"..."
Έσβησε το τσιγάρο και ανέβασε το παράθυρο αλλά άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω.
-"Έλα να κάτσουμε πίσω" μου είπε.
-"Δεν προτιμάς να πάμε σπίτι μου;"
-"Όχι" μου είπε και μπήκε και κάθισε πίσω χωρίς να μου δώσει άλλα περιθώρια. Αναστέναξα, βγήκα έξω και μπήκα κι εγώ στο πίσω κάθισμα.
Άνοιξε την αγκαλιά του και μπήκα μέσα της. Άρχισε να μου χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά τραγουδώντας τους στοίχους από το τραγούδι που έπαιζε στο CD. Ένιωθα όμορφα στην αγκαλιά του. Ήρεμα. Έκλεισα τα μάτια και απολάμβανα το χάδι του και το μυαλό μου σιγά-σιγά άδειαζε. Γύρισα και τον κοίταξα. Με κοίταξε και αυτός και πλησίασε το στόμα του προς το δικό μου. Ασυναίσθητα έγειρα προς το μέρος του και έκλεισα τα μάτια μου. Φίλησε τρυφερά τα χείλη μου. Έπαιξε μαζί τους με τα χείλη του. Μετά αργά, πολύ αργά ακολούθησε και η γλώσσα του και συνάντησε τη δική μου μέσα στο στόμα μου. Οι γλώσσες μας χάιδεψαν η μία την άλλη, χωρίς βιάση. Μετά η δική του έγινε πιο βίαιη, άρχισε να εξερευνεί το στόμα μου. Σταμάτησε να με φιλάει και μου δάγκωσε απαλά το σαγόνι. Γύρισε και άρχισε μου πιπιλάει και να μου γλύφει το λαιμό ενώ το χέρι του μπήκε μέσα από το ντεκολτέ της μπλούζας μου και κάτω από το σουτιέν. Με μάλαζε τρυφερά και σε συνδυασμό με τη γλώσσα του στο λαιμό με έκανε να υγρανθώ. Δεν κατέβασε το χέρι του από το στήθος μου αλλά άρχισε να το μαλάζει πιο δυνατά. Μου τσίμπησε τη ρόγα που είχε πετρώσει και με πόνεσε αλλά μου άρεσε τόσο πολύ που δεν ήθελα να σταματήσει.
Αργά, πολύ αργά το χέρι του έφυγε από το στήθος μου. Κατέβηκε και προσπάθησε να μου βγάλει τη μπλούζα. Ξέχασα ότι ήμουν μέσα σε ένα αυτοκίνητο και σήκωσα τα χέρια μου να τον βοηθήσω. Μου έβγαλε τη μπλούζα και το σουτιέν και έμεινα γυμνή από τη μέση και πάνω. Έσκυψε και πήρε τη μία ρόγα στο στόμα του ενώ το χέρι του μάλαζε το άλλο στήθος. Τη δάγκωσε δυνατά και μου ξέφυγε μια φωνούλα πόνου που φάνηκε να τον ερεθίζει περισσότερο. Κατέβασε το χέρι του και με χάιδεψε πάνω από το παντελόνι. Με χούφτωσε.
Γιατί δεν είχα φορέσει ανοιχτή φούστα ή φόρεμα, γαμώ το;
-"Βγάλε το παντελόνι σου" μου είπε ψιθυριστά. Ήταν νύχτα, ήμασταν ακόμη μόνοι στο πλάτωμα και είχε παρκάρει και σε απόμερη γωνία αλλά ακόμα και έτσι ντράπηκα και δίστασα. Ο Γ. δε σταμάτησε να με χουφτώνει δυνατά κάτω και τέλος ξεπερνώντας τους δισταγμούς μου ξεκούμπωσα το παντελόνι μου και τέντωσα το σώμα μου κατεβάζοντάς το.
-"Βγάλ'το τελείως και το παντελόνι και το κυλοτάκι σου. Θέλω να μείνεις τελείως γυμνή."
Ξεροκατάπια αλλά το έκανα.
Με έβαλε να ακουμπήσω στη μία άκρη, μου άνοιξε τα πόδια και μου όρμισε με το στόμα του. Πέρασε τη γλώσσα του απαλά από την κλειτορίδα μου και μετά την πιπίλησε απαλά. Μετά πιο δυνατά. Μετά σταμάτησε να την πιπιλάει και άρχισε πάλι να τη γλείφει. Σταμάτησε και μου έβαλε δάχτυλο, ήμουν μούσκεμα. Το έβαλε όσο βαθιά μπορούσε, η θέση δε βόλευε και ιδιαίτερα χωρίς να σταματήσει να με γλείφει.
Και τότε έκανε κάτι που το είχαν προσπαθήσει και άλλοι και τους το είχα ξεκόψει. Έβαλε το δάχτυλό του πίσω μου. Δεν το έκανε διστακτικά όπως μου είχε συμβεί μέχρι τώρα, το έκανε με σιγουριά και χωρίς να μου ζητήσει την άδεια και χωρίς να μου δώσει επιλογή. Παρά την καύλα που με είχε κυριεύσει ένιωσα άσχημα. Ο Γ. ωστόσο πέρασε το άλλο του χέρι από πίσω μου για να με κρατήσει ακίνητη και συνέχισε να με γλείφει με το δάχτυλό του πίσω μου να προσπαθεί να κάνει κυκλικές κινήσεις, ή τέλος πάντων όσο μπορούσε καθώς όπως είπα η στάση δε βόλευε.
Προσπάθησα να αγνοήσω την αίσθηση του δαχτύλου του πίσω μου και να επικεντρωθώ στο παιχνίδι της γλώσσας του αλλά δεν το κατάφερα. Ευτυχώς μετά από λίγο σταμάτησε από μόνος του, περισσότερο γιατί φάνηκε να πιάνεται το χέρι του παρά για το ότι με ενοχλούσε, και επικεντρώθηκε με τη γλώσσα του στην κλειτορίδα μου και στα χείλη μου. Λατρεύω να μου κάνουν στοματικό και σε λίγο το σώμα μου άρχισε να τραντάζεται ενώ ο οργασμός μου κορυφωνόταν. Οι κοφτές ανάσες μου και τα αναφιλητά μου τον έκαναν να εντείνει ακόμα περισσότερο μέχρι που ήρθε η κορύφωση και το σώμα μου τεντώθηκε σαν τόξο.
Απαλά, πολύ απαλά, με σκούπισε με το ίδιο του το πρόσωπο. Μετά σηκώθηκε και κάθισε στο κάθισμα βογκώντας γιατί είχε πιαστεί η μέση του και ξέρω ότι έχει πρόβλημα με τη μέση του.
-"Διαλύομαι" μου είπε χαμογελώντας.
Ενώ πάσχισα να βρω την ανάσα μου με πήρε γυμνή όπως ήμουν στην αγκαλιά του.
-"Ελπίζω να σου άρεσε."
-"Δεν κατάλαβες αν μου άρεσε;"
-"Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μ' αρέσει να το ακούω."
-"Αν δε μου είχες βάλει και δάχτυλο πίσω θα μου άρεσε ακόμα περισσότερο" του είπα ειλικρινά.
-"Θα το συνηθίσεις" είπε και δεν ήταν πείραγμα, ήταν δήλωση.
-"Δε... δε μου αρέσει"
-"Ούτε να καταπίνεις σ' αρέσει αλλά το έκανες."
-"Ναι αλλά αυτό.. εεε... δεν... δεν ήθελα, αντανακλαστικά έγινε... δεν... δεν ήθελα να σε κόψω."
-"Και σ' ευχαριστώ γι αυτό" μου είπε και το εννοούσε.
-"Εννοώ ότι έγινε κατά λάθος."
-"Μπορεί, αλλά αυτό που έκανα πριν δεν ήταν κατά λάθος. Το γεγονός ότι δεν με έκοψες, επίσης δεν ήταν κατά λάθος."
-"Είναι γιατί σταμάτησες. Αν συνέχιζες θα σε έκοβα."
-"Όχι, δεν θα με έκοβες" μου είπε με σιγουριά και συνέχισε "Όπως και δε θα με κόψεις αργότερα."
-"Τι εννοείς;" τον ρώτησα πειραγμένη.
-"Αυτό που κατάλαβες" μου είπε, πάλι με σιγουριά που με εκνεύρισε.
-"That remains to be seen" του είπα για να αλλάξω κουβέντα καθώς δεν ήθελα να χαλάσω τη βραδιά που είχε πάει τόσο ωραία.
-"And it will be" μου είπε τονίζοντας κάθε συλλαβή και κοιτάζοντάς με έντονα στα μάτια.
Πάλι αυτό το βλέμμα, το πειρακτικό, το παιχνιδιάρικο μα ταυτόχρονα σκοτεινό, που σε προκαλεί, που σε μετράει. Και πάλι είχα την ίδια αντίδραση, απέστρεψα νικημένη το βλέμμα.
Ο Γ. ανασηκώθηκε και κατέβασε το παντελόνι του και το μποξεράκι του.
-"Πάρε με στο στόμα σου."
Ήταν ήδη ορθωμένος.
Έσκυψα και πήρα το κεφαλάκι του στο στόμα μου παίζοντας το με τη γλώσσα μου.
-"Πιάσε μου σε παρακαλώ ένα χαρτομάντηλο" του είπα.
-"Τι να το κάνεις;"
-"Να... να φτύσω στο τέλος."
-"Δεν θα φτύσεις στο τέλος" είπε και μου πίεσε το κεφάλι ξανά προς το πέος του.
...
Δεν έφτυσα.
~ Εκείνος ~
Η πίπα ήταν πολύ καλή. Το ότι κατάπιε ακόμα καλύτερο. Ο μορφασμός αηδίας ήταν το κερασάκι στην τούρτα.-"Έλα, μην κάνεις έτσι, δε θα σου κάτσει στο στομάχι."
-"Όποιος είναι έξω απ' το χορό πολλά τραγούδια ξέρει. Ας το έκανες εσύ και θα σου 'λεγα"
-"Και ποιος σου είπε ότι δεν το έχω κάνει;" τη ρώτησα.
Η Χ. με κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας να καταλάβει αν μιλάω σοβαρά ή τη δουλεύω.
-"Σοβαρά, τώρα;"
-"Σοβαρότατα."
-"..."
-"Σοκαρίστηκες;"
-"Δεν... δεν ξέρω."
-"Θα το ξεπεράσεις."
Σιωπή.
-"Δεν..." ξεκίνησε να λέει αλλά το άφησε στη μέση.
Έβγαλα τον καπνό και άρχισα να στρίβω ένα τσιγάρο. Όταν τέλειωσα το άναψα και της φύσηξα τον καπνό επίτηδες στο πρόσωπο.
-"Δεν... δεν με σόκαρε ότι το έκανες. Με σοκάρει η άνεση που το λες έτσι απλά."
-"Το οποίο σημαίνει ότι σε σόκαρε η ίδια πράξη αλλιώς γιατί να σοκαριστείς από την άνεσή μου;"
-"Όχι, ειλικρινά, δε σε κρίνω. Απλά... απλά..."
-"Απλά τι, Χ;"
-"Σου άρεσε;"
-"Γιατί να το έκανα αν δε μου άρεσε;"
-"..."
-"Έλα, πες το" της είπα.
-"Δεν έχω να πω κάτι. Με γεια σου με χαρά σου, πραγματικά δεν σε κρίνω... απλά αιφνιδιάστηκα, δεν περίμενα να ακούσω κάτι τέτοιο."
-"I'll take your word for it."
Τέλειωσα το τσιγάρο μου χωρίς να μιλήσουμε άλλο.
-"Ντύσου να φύγουμε" της είπα ανεβάζοντας το μποξεράκι και το παντελόνι μου.
-"Δηλαδή με έφερες εδώ, με γλέντησες και τώρα φεύγουμε;" με ρώτησε πειραχτικά.
-"Ακριβώς" της απάντησα σε σοβαρό τόνο και βγήκα από το αυτοκίνητο για να κάτσω στο μπροστινό κάθισμα.
Η Χ. αναστέναξε, ντύθηκε και βγήκε έξω για να περάσει με τη σειρά της στο μπροστινό κάθισμα.
-"Θα με πας σπίτι;" με ρώτησε.
-"Ναι, αλλά όχι απευθείας. Θα περάσω από το σπίτι μου να πάρω μια αλλαξιά ρούχα μην εμφανιστώ στη δουλειά με το κουστούμι που φόραγα στο πάρτι και μετά θα πάμε σπίτι σου."
-"Θα... θα έρθεις κι εσύ;"
-"Ναι, εκτός και αν δε με θέλεις."
-"Όχι...εννοώ ναι... θέλω... θέλω να έρθεις."
Γυρίσαμε πάλι προς τον Άγιο Πέτρο και κατεβήκαμε προς την Εκάλη. Όταν φτάσαμε έξω από το σπίτι μου, πάρκαρα και της είπα να με περιμένει. Δεν την κάλεσα να έρθει πάνω. Πήγα, έβγαλα το κουστούμι, κρέμασα τη γραβάτα και έβαλα τα υπόλοιπα που φορούσα στα άπλυτα. Ντύθηκα και πάλι στα γρήγορα και κατέβηκα κάτω.
Βγαίνοντας με υποδέχτηκαν τα δύο σκυλιά μου που όταν είχα έρθει με είχαν αγνοήσει επιδεικτικά. Έπαιξα για λίγο μαζί τους και βγήκα να πάω στο αυτοκίνητο όπου με περίμενε υπομονετικά -νομίζω δηλαδή- η Χ.
-"Συγνώμη που καθυστέρησα, τα σκυλιά μου θυμήθηκαν ότι έχουν να με δουν από χθες και δε με άφηναν να φύγω."
-"Δεν πειράζει" μου είπε χαμογελώντας.
-"Δε μου λες κοριτσάρα μου, πεινάς;"
Δεν είχαμε φάει τίποτα όλη μέρα!
-"Ναι!" μου είπε.
-"Ωραία, θα σε πάω για ρομαντικό δείπνο" της είπα κλείνοντας της παιχνιδιάρικα το μάτι.
-"Σουβλατζίδικο ε;" με ρώτησε ενθυμούμενη τους διαλόγους μας στο messenger.
-"Με τζατζίκι και πολύ κρεμμύδι και μετά γλωσσόφιλα μέχρι λιποθυμίας."
-"Έχω βάλει στο στόμα μου και χειρότερα" μου είπε και με κοίταξε παιχνιδιάρικα.
Και η καρδιά μου σκίρτησε. Μα τους Μεγάλους Παλιούς η καρδιά μου σκίρτησε!
-"Πιάσε κόκκινο" της είπα και ξεκαρδιστήκαμε και οι δύο.
Κατεβήκαμε στο Χαλάνδρι και πήγα στο αγαπημένο μου σουβλατζίδικο όταν έμενα κι εγώ εκεί στον πρώτο μου γάμο. Πήραμε τα σουβλάκια και πήγαμε σπίτι της. Τα φάγαμε μιλώντας και γελώντας για διάφορα πράγματα που αφορούσαν κυρίως τη δουλειά και η ώρα πέρασε. Η Χ. έπλυνε τα δόντια της και μιας και δεν είχε δεύτερη οδοντόβουρτσα αναγκαστικά βολεύτηκα με το στοματικό διάλυμα.
-"Θες να χωθούμε στη μπανιέρα";
-"Αμέ!" μου απάντησε ενθουσιωδώς.
-"Άντε, γέμισέ την και θυμήσου ότι εγώ δεν αντέχω στις ίδιες θερμοκρασίες."
Η μπανιέρα ήταν king size και ήταν μέσα σε καμπίνα. Το νερό ήταν λίγο πιο ζεστό απ' όσο το προτιμάω οπότε μια δυσκολία την είχα μέχρι να συνηθίσω τη θερμοκρασία. Η Χ. από την άλλη βολεύτηκε μια χαρά.
Κάθισα πίσω, στο βαθύ μέρος και την έβαλα και ξάπλωσε πάνω μου. Κλείνοντας τα μάτια τη χούφτωσα και άρχισα να της μαλάζω τα στήθη.
Χάθηκε ο κόσμος να ήταν λίγο μεγαλύτερα;
-"Ομολογώ πάντως ότι κάνεις πολύ καλό τσιμπούκι. Μπορείς και τον παίρνεις σχεδόν όλο μέσα σου" της είπα.
Ναι, ήθελα να την πειράξω αλλά η Χ. δε χάριζε κάστανα.
-"Βολεύει και το μέγεθος" μου απάντησε και γύρισε και με κοίταξε βγάζοντας τη γλώσσα της κοροϊδευτικά.
-"Και όχι μόνο για το τσιμπούκι" της είπα επιστρέφοντάς της το μπαλάκι.
-"..."
Φυσικά και το έπιασε.
-"Αυτό είναι κάτι που δε θα το μάθουμε ποτέ. Output only" μου δήλωσε.
-"Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μη λες" της ανταπάντησα.
-"Μεγάλη σιγουριά έχεις" μου είπε.
Τη χούφτωσα δυνατά στο στήθος. Με λύσσα.
-"Ένα από τα πρώτα πράγματα που είχα προσέξει πάνω σου ήταν το κωλαράκι σου" της είπα. "Θυμάμαι, μια φορά που είχες έρθει και είχες σκύψει στο γραφείο μιλώντας με το Μιχάλη, παραλίγο να μου πεταχτούν τα μάτια έξω."
-"..."
-"Έλα, μη σε πιάνουν οι ντροπές σου τώρα, τόσα και τόσα κάναμε."
-"..."
Εξακολουθούσα να της μαλάζω δυνατά και τα δύο στήθη τσιμπώντας της ελαφρά και τις ρώγες.
Που είχαν πετρώσει παρά τη ζέστη του μπάνιου.
-"Θέλω το κωλαράκι σου." της είπα.
-"Κι εγώ θέλω να κερδίσω το λόττο" μου είπε.
-"Η διαφορά είναι πως το να κερδίσεις το λόττο δεν είναι στο χέρι σου."
-"Ούτε το άλλο είναι" μου είπε.
Δεν απάντησα.
Συνέχισα να τη χαϊδεύω και πέρασε έτσι αρκετή ώρα.
Σηκώθηκα όρθιος, άνοιξα το τηλέφωνο και ξέπλυνα τις σαπουνάδες από πάνω μου.
-"Πάω μέσα. Στέγνωσε τα μαλλιά σου και έλα" της είπα και άνοιξα την καμπίνα και βγήκα έξω να σκουπιστώ. Πήγα και ξάπλωσα στο κρεββάτι της και την περίμενα. Άκουσα το πιστολάκι να δουλεύει και μετά από λίγη ώρα ήρθε και αυτή στη δωμάτιο τυλιγμένη στο μπουρνούζι της.
Σήκωσα το σκέπασμα και της έκανα νεύμα να ξαπλώσει. Έβγαλε το μπουρνούζι και ξάπλωσε γυμνή πλάι μου. Ξάπλωσα πάνω της και τη φίλησα. Μετά κατέβηκα στο λαιμό, μετά στο στήθος, μετά στο αιδοίο αλλά δε σταμάτησα. Κατέβηκα κάτω στα πόδια και άρχισα να της πιπιλάω τα δάχτυλα.
Δεν είμαι ιδιαίτερα φετιχιστής με τα γυναικεία πόδια αλλά η Χ. είχε πολύ όμορφα δάχτυλα.
Όπως έμαθα αργότερα δεν ήμουν ο πρώτος που της το έκανε.
Μετά ανέβηκα πάλι με τη γλώσσα μου πιο ψηλά και πιο ψηλά.
Δε βόλευε γι αυτό που ήθελα.
-"Κάτσε στα τέσσερα" της είπα.
-"Γιατί;" με ρώτησε με κάποιο ίχνος ανησυχίας.
-"Θα δεις" της είπα.
Με κοίταξε.
Της ανταπέδωσα το βλέμμα.
-"Έλα, δε θα σε φάω" της είπα.
Μόνο που ακριβώς αυτό σκόπευα να κάνω.
Η Χ. κάθισε στα τέσσερα και μπροστά μου είχα επιτέλους το κωλαράκι που μου είχε πετάξει τα μάτια έξω εκείνο το μεσημέρι στο γραφείο.
Την δάγκωσα απαλά και στους δύο γλουτούς και άρχισα να τη γλείφω και να τη φιλάω πλησιάζοντας όλο και περισσότερο στην τρυπούλα της. Πίεσα το πρόσωπό μου πίσω της και άρχισα να τη γλείφω.
Με τον ήλιο στη ματιά κι η αρμύρα του νοτιά, που λέει και το τραγούδι.
Αυτό δεν της το είχαν ξανακάνει και δεν το είχε φανταστεί ότι θα της το κάνει κάποιος. Αλλά της άρεσε.
Πολύ.
Η γλώσσα μου μπαινόβγαινε στην τρυπούλα της και η Χ. είχε γίνει πύραυλος.
Την έγλειφα μέχρι που πιάστηκε η γλώσσα μου και η Χ. δεν ήταν η μόνη που είχε γίνει πύραυλος.
Όπως ήταν στα τέσσερα μπήκα απαλά (από μπροστά), την άρπαξα από τη μέση και άρχισα να κουνιέμαι, απαλά στην αρχή και πιο γρήγορα μετά.
Ήταν υπέροχη η αίσθηση αλλά εγώ ήθελα τον κώλο της. Σκεφτόμουν ένα σωρό άκυρα πράγματα προσπαθώντας να κρατηθώ και να μην τελειώσω. Η Χ. από την άλλη -κρίνοντας από τα πνιχτά βογγητά της- δεν τράβαγε τα αντίστοιχα ζόρια και τα βογγητά έγιναν αναφιλητά και ο οργασμός της ήρθε ...εκκωφαντικά.
Δε σταμάτησα, συνέχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι τόση ώρα και σε αντίθεση με χθες την έπαιρνα χωρίς προφυλακτικό. Δεν το έκανα επίτηδες, απλά δεν το σκέφτηκα καν ούτε εγώ ούτε κι εκείνη.
Να σου γαμήσω, μαλάκα, είπα χώνοντάς τα στον εαυτό μου.
Παραλίγο να μου έρθει το σημείο μη επιστροφής οπότε πανικόβλητος τραβήχτηκα έξω.
Η Χ. ήταν ακόμα στον κόσμο της και νόμιζε ότι μου βγήκε απλά έξω.
Όταν είδε ότι αργώ γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε ερωτηματικά.
Τώρα ή ποτέ, σκέφτηκα και τον έπιασα στο χέρι μου για να τον οδηγήσω.
Στην πίσω πόρτα.
Τον ακούμπησα στην τρυπούλα της.
-"Γ, όχι."
Τραβήχτηκα.
-"Θα με αφήσεις στα κρύα του λουτρού;" τη ρώτησα ψυχρά.
-"Δεν... δεν θέλω από πίσω."
-"Άρα θα με αφήσεις στα κρύα του λουτρού."
-"Δε... δε θέλω."
-"Το κατάλαβα" της είπα με παγωμένη φωνή.
-"Δε.. δε θέλω να σε αφήσω στα κρύα του λουτρού. Γιατί δε συνεχίζουμε όπως πριν;"
-"Γιατί θέλω το κωλαράκι σου" της είπα.
Ξάπλωσα ανάσκελα ξενερωμένος.
-"Δεν θέλεις, το καταλαβαίνω. Μην περιμένεις ωστόσο να μην ξενερώσω."
-"Γιατί μου το κάνεις αυτό;" με ρώτησε με παράπονο.
-"Δεν σου έκανα τίποτα. Σου ζήτησα κάτι, δεν μου το δίνεις. Σέβομαι την επιλογή σου ωστόσο μην περιμένεις ότι δεν θα έχει συνέπειες."
Σιωπή.
-"Μα αφού δεν μου αρέσει"
-"Ούτε να καταπίνεις σου αρέσει αλλά το έκανες. Και θα το ξανακάνεις. Τέλος πάντων, νά' χαμε να λέγαμε."
-"Δεν είναι το ίδιο."
-"Όπως νομίζεις."
Η Χ. αναστέναξε και πήγε να με φιλήσει. Δεν ανταπέδωσα.
-"Μου κρατάς μούτρα τώρα;"
Εκνευρισμός στη φωνή αλλά απόγνωση στα μάτια.
-"Θα μου περάσει, Χ." είπα πάλι με παγωμένη φωνή.
Σιωπή. Κοίταγμα στα μάτια μου.
-"Θα το έκανες; Αν καθόμουν, θα το έκανες ενώ ξέρεις ότι δε μου αρέσει;" με ρώτησε χαμηλώνοντας το βλέμμα της.
-"Ναι, και θα μου άρεσε ακόμα περισσότερο."
Παύση.
Κοίταγμα στα μάτια μου.
-"Γιατί;"
-"Γιατί θα το έκανες επειδή το θέλω εγώ."
Παύση
-"Δεν μπορώ να σε καταλάβω" είπε χαμηλώνοντας και πάλι το βλέμμα.
-"Όχι, δεν μπορείς."
Ήμουν άδικος μαζί της, το ξέρω. Μου έδινε αυτό που μπορούσε αλλά εγώ ήθελα περισσότερο. Πάντα θέλω περισσότερο, όλο και περισσότερο.
Μέχρι να μην έχουν άλλο να μου δώσουν.
Είχα πάρει απόφαση ότι το κωλαράκι της Χ. θα μείνει απλά στη φαντασίωσή μου αλλά...
Σίγουρα δεν μπορεί να είναι καλός ο Θεός που ακούει τις όποιες προσευχές μου. Αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή με βλέπω στη σούβλα.
Η Χ. κάθισε πάλι στα τέσσερα, αναστέναξε και μου είπε "Έλα"
Ποτέ δεν κοίταξα γάιδαρο που μου χαρίστηκε στα δόντια. Τον έπαιξα λίγο για να σηκωθεί και πάλι, τον έφτυσα και τον ακούμπησα πίσω της.
Για κάποιο ανεξήγητο για την ψυχοσύνθεσή μου λόγο δεν ήθελα να την πονέσω εκείνη τη στιγμή. Έσπρωξα μεν να μπει αλλά όσο πιο σιγά γινόταν. Λίγο-λίγο. Σιγά-σιγά κατάφερα να τον βάλω μέχρι τη μέση.
Τραβήχτηκα σιγά και ξαναμπήκα σιγά σιγά προχωρώντας λίγο πιο μέσα.
Τα πνιχτά από τον πόνο βογγητά με ξετρέλλαναν αλλά παρ'όλα αυτά συγκρατήθηκα και πήγα σιγά-σιγά μέχρι να καταφέρω να μπω όλος μέσα της.
Ξεκίνησα σιγά-σιγά να μπαινοβγαίνω όλος μέσα της και αύξησα σταδιακά το ρυθμό μου. Η Χ. είχε σκύψει το κεφάλι παραδομένη και το θέαμα της λυγισμένης μέσης της με το κεφάλι χαμηλά έσπασε τους φραγμούς μέσα και άρχισα να την παίρνω πιο γρήγορα...
Ξέφρενα... άπληστα...
Αχόρταγα....
Έβγαινα σχεδόν όλος και την κάρφωνα με δύναμη.
Κι εκείνη καθόταν με το κεφάλι χαμηλωμένο χωρίς να βγάζει τσιμουδιά.
Η έκρηξη ήρθε ξαφνικά και ήταν από τους εντονότερους οργασμούς που είχα νιώσει στη ζωή μου. Καθόμουν καρφωμένος πίσω της, ακίνητος, με το πέος μου να κάνει σπασμούς βαθιά μέσα στο κωλαράκι της.
Τραβήχτηκα σιγά-σιγά και η Χ. σηκώθηκε και πήγε τρέχοντας στην τουαλέτα.
Ξάπλωσα θριαμβευτικά με σταυρωτά τα χέρια πίσω από το κεφάλι και την περίμενα.
Η Χ. άργησε να γυρίσει και όταν το έκανε ήταν φανερά κλαμένη.
Και τότε η καρδιά μου ξανασκίρτησε!
~ Εκείνη ~
Κατάπια.Δεν κατάφερα να πνίξω την αηδία που μου προκάλεσε.
Αλλά κατάπια. Πάλι.
Γιατί το έκανα αυτό στον εαυτό μου; Γιατί;
Η πειραχτική φωνή του Γ. με έβγαλε από τις σκέψεις μου
-"Έλα, μην κάνεις έτσι, δε θα σου κάτσει στο στομάχι."
Ήθελα να τον πνίξω.
Αλλά τι μου φταίει αυτός; Εγώ κατάπια, ας τα έφτυνα. Αλλά όχι και να μου πουλάει και πνεύμα ο κύριος από πάνω!
-"Για σένα μια χαρά είναι, ας το έκανες κι εσύ να σ' έβλεπα"
-"Και ποιος σου είπε ότι δεν το έχω κάνει;" ρώτησε σε σοβαρό τόνο.
-"Πλάκα μου κάνεις, έτσι;"
-"Είμαι σοβαρός σαν έμφραγμα του μυοκαρδίου" μου είπε.
Σοβαρολογούσε!
Έμεινα να τον κοιτάω με ανοιχτό το στόμα.
-"Σε σόκαρε;" με ρώτησε με ακαδημαϊκό ενδιαφέρον.
Να πω ότι περίμενα να ακούσω τέτοιο πράγμα θα ήμουν μεγάλη ψεύτρα. Δεν ήταν η πράξη καθαυτή, δεν είμαι τόσο οπισθοδρομική, αλλά ο τρόπος που το είπε τόσο ελαφρά την καρδία. Δεν ακούς και κάθε μέρα το... χμμμ... το αγόρι σου (?????) να σου λέει ότι έχει κάνει πίπα και ότι έχει καταπιεί.
Πού έμπλεξα;
Όχι, δεν με πειράζει που το έκανε. Αλλά...
Συγκεντρώσου. Ειλικρίνεια δεν ζήταγες πάντα; Ειλικρίνεια πήρες.
-"Δεν... όχι... Δεν... δεν περίμενα να ακούσω κάτι τέτοιο" του είπα.
-"Να το ξεπεράσεις" μου είπε.
Τι να ξεπεράσω; Πραγματικά αυτό που με σόκαρε ήταν η άνεση με την οποία μου το είπε, όχι το γεγονός καθαυτό.
-"Δεν..."
Τι "δεν" ρε Χ. μάλωσα τον εαυτό μου.
Ο Γ. δεν είπε τίποτα. Έστριψε ένα τσιγάρο και το άναψε. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και φύσηξε τον καπνό κατά πάνω μου.
Αν ήταν αυτό τιμωρία, την άξιζα. Δε μου ομολόγησε κάποιο έγκλημα, η αντίδρασή μου ήταν απαράδεκτη. Προσπάθησα να το μπαλώσω.
-"Δεν... Δεν ήταν η πράξη που με σόκαρε. Ήταν... ήταν η άνεση με την οποία αναφέρθηκες σ' αυτό σαν να μην τρέχει τίποτα".
Απάντησε αμέσως.
-"Αν δεν σε σόκαρε η πράξη τότε γιατί σε σόκαρε η αποκάλυψή της;"
Δίκιο είχε. Ο Γ. είναι αυτός που είναι, έκανε αυτό που ήθελε and the world be damned!
-"Δεν σε κρίνω... απλά... απλά..."
-"Απλά, τι;"
Ξεκόλλα είπα μέσα μου. Ξεκόλλα.
-"Σου άρεσε;" τον ρώτησα. Δεν το έκανα για να κερδίσω χρόνο, ειλικρινά!
-"Γιατί θα το έκανα αν δε μου άρεσε;"
Έλα ντε; Γιατί να κάνεις κάτι αν δε σου αρέσει;
Γιατί κατάπια;
Ο Γ. εξέλαβε τη σιωπή μου αλλιώς.
-"Έλα, πες το."
-"Δεν έχω να πω κάτι. Με γεια σου με χαρά σου. Αιφνιδιάστηκα, απλά, αιφνιδιάστηκα" του είπα ειλικρινά.
-"I'll take your word for it" είπε και συνέχισε να καπνίζει αρειμανίως.
Το έσβησε και άρχισε να ντύνεται. "Έλα, ντύσου να φύγουμε" είπε.
Ένιωσα χρησιμοποιημένη. Με έφερε εδώ, πήρε αυτό που ήθελε και... και...
"Και τι;" ρώτησε το άλλο μισό του εαυτού μου; "Δε σε άφησε παραπονεμένη, πόσο καιρό είχαν να σου κάνουν στοματικό;"
-"Με έφερες εδώ στις ερημιές να με γλεντήσεις και τώρα που πήρες αυτό που θες αμέσως να φύγουμε;" τον ρώτησα και καλά πειραγμένη αλλά με τόνο που έδειχνε ότι αστειεύομαι.
-"Ακριβώς" μου απάντησε.
Αλλά ο τόνος του δεν ήταν παιχνιδιάρικος, ήταν σοβαρός.
Αναστέναξα και άρχισα να ντύνομαι κι εγώ. Στο μεταξύ ο Γ. είχε ήδη κάτσει μπροστά. Βγήκα κι εγώ έξω και πέρασα στο μπροστινό κάθισμα.
-"Θα με πας σπίτι;" ρώτησα αφηρημένα.
-"Ναι, αλλά θα κάνουμε μια παράκαμψη. Θα περάσουμε πρώτα από το δικό μου να αλλάξω ρούχα, μην σκάσω αύριο στη δουλειά με το κουστούμι που ήμουν στο πάρτι και μετά θα πάμε σπίτι σου."
Ειλικρινά δεν το περίμενα αυτό.
-"Θα... θα έρθεις σπίτι μου;" τον ρώτησα παρά το γεγονός ότι ως αιφνιδιασμός ήταν από τους ευχάριστους!
-"Εκτός και αν δε θέλεις" μου είπε.
Βιάστηκα να απαντήσω μπερδεύοντας τις λέξεις
-"Όχι! Ναι, εννοώ... ναι, θέλω να έρθεις!"
"Πώς κάνεις έτσι μωρή;" μάλωσα τον εαυτό μου.
Χωρίς να πει άλλη κουβέντα έβαλε μπρος και ξεκίνησε.
Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής δε μιλούσαμε. Είχε βάλει ένα CD με rock μπαλάντες και σιγοτραγουδούσε τους στίχους τους.
Παρόλο που τον κοίταζα δε γύρισε να με κοιτάξει ούτε μια φορά.
Τι θέλω από αυτόν τον άνθρωπο;
Ήταν ο ίδιος, πάντα ο ίδιος. Στη μία μέρα που ήμασταν μαζί-
Είμαστε μαζί;
Πόσο "μαζί" είμαστε; Εγώ ήθελα...
Τι ήθελα; Τι θέλω; Τι σκατά θέλω;
Μέχρι να τελειώσω το διδακτορικό μου οι προτεραιότητές μου ήταν καθορισμένες. Οι σχέσεις...
Έκανα σχέσεις αλλά δεν... δεν αφοσιωνόμουν. Δεν ήθελα να μονάσω αλλά όταν έχω ένα στόχο μένω αυτιστικά προσηλωμένη σε αυτόν και σχεδόν οτιδήποτε άλλο δεν έχει σημασία. Δεν το έκρυβα, ποτέ δεν το έκρυψα και οι σχέσεις που έκανα απλά δεν δούλευαν. Είτε δεν άντεχαν τον πραγματισμό μου είτε δεν άντεχαν εμένα.
Ο Γ. ήταν αλλιώς. Δεν μ' αρέσει να τσουβαλιάζω αλλά... αλλά μέχρι σήμερα το μυαλό μου έδειχνε είτε να τρομάζει είτε να απωθεί τους άντρες με τους οποίους είχα σχετιστεί. Ο Γ. αντιθέτως το θαύμαζε, δεν έχανε ευκαιρία να μου το λέει.
Θυμάμαι τι είχε πει σε μια συνάντηση.
-"Λοιπόν, καλά μου παιδιά, ας το σκεφτούμε καλά το Σ/Κ και τα ξαναλέμε τη Δευτέρα που η Χ. ως συνήθως θα μας κάνει να νιώσουμε ομαδικώς κρετίνοι"
Και μου είχε χαμογελάσει και το χαμόγελό του ήταν ειλικρινές. Μετά μου είχε κλείσει παιχνιδιάρικα το μάτι κι εγώ είχα γίνει κόκκινη ενώ όλοι οι υπόλοιποι χαμογελούσαν.
Ψεύτικα...
Όλοι ψεύτικα, εκτός από τον Γ.
Πώς να μην την έχω δαγκώσει μαζί του;
Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά στην συνειδητοποίηση πως δεν με γοήτευε απλά, όοοοχι, είχα αρχίσει να τον ερωτεύομαι!
Πανάθεμά τον και αυτόν κι εμένα.
Ούτε που κατάλαβα πότε φτάσαμε έξω από το σπίτι του.
-"Επιστρέφω αμέσως" μου είπε και κατέβηκε, ευτυχώς χωρίς να με προσκαλέσει. Μπορεί να έπεφτα σε κανένα δικό του και δεν είχα απολύτως καμία όρεξη.
Είχε νυχτώσει και είχε ησυχία αν εξαιρέσεις τους ήχους του δάσους στη γλυκιά ανοιξιάτικη βραδιά.
Ένιωσα το στομάχι μου να γουργουρίζει, δεν είχαμε φάει τίποτα.
Γούστο θα έχει να θέλει να του μαγειρέψω σκέφτηκα και ξαφνικά τρομοκρατήθηκα στη σκέψη. Δεν είναι ότι δε μαγειρεύω αλλά δεν είναι και το φόρτε μου. Έχοντας πρόχειρο το εστιατόριο της Εταιρίας, μόνο τα σαββατοκύριακα μαγείρευα και αυτό μόνο αν είχα διάθεση.
Και δεν είχα πάει και για ψώνια, στο ψυγείο είχα μόνο φρούτα και λαχανικά για σαλάτα που φτιάχνω μερικές φορές το βράδυ.
Ενώ έκανα αυτές τις ευχάριστες σκέψεις ο Γ. γύρισε και μπήκε στο αυτοκίνητο.
-"Συγνώμη που άργησα, τα σκυλιά μου δε με άφηναν να φύγω."
-"Δεν πειράζει" του είπα χαμογελώντας. Μου αρέσουν τα σκυλιά αν και ποτέ δεν είχα κάποιο δικό μου. Ο Γ. μου είχε πει ότι δεν υπήρξε εποχή στη ζωή του που να μην έχει τουλάχιστον ένα σκύλο.
-"Πεινάς κοριτσάρα μου;" με ρώτησε
-"Ναι" του είπα κάπως διστακτικά.
-"Θαυμάσια. Θα σε βγάλω για ρομαντικό δείπνο" μου είπε παιχνιδιάρικα.
Θυμάμαι τι γέλιο είχα κάνει όταν μου είχε πει μια ιστορία του στο messenger περί ρομαντικού δείπνου.
-"Σουβλάκια ε;" του είπα με ανακούφιση που δεν μπόρεσα να κρύψω. Γύρευε τώρα αυτός τι θα βάλει στο μυαλό του.
-"Με τζατζίκι και πολύ κρεμμύδι και γλωσσόφιλα μέχρι να πέσουμε ξεροί."
-"Έχω βάλει στο στόμα μου και χειρότερα" του είπα πειρακτικά.
Με κοίταξε παιχνιδιάρικα αλλά... αλλά το πρόσωπό του έλαμπε. Δεν τον είχα δει ποτέ να λάμπει έτσι!
-"Κι εγώ, πιάσε κόκκινο" είπε και με ακούμπησε στο πρόσωπο.
Έβαλα τα γέλια και αμέσως με ακολούθησε.
Ήταν τόσο όμορφα.
Όταν φτάσαμε σπίτι πέσαμε να φάμε σαν λύκοι.
Όταν τελειώσαμε πήγα να πλύνω τα δόντια μου. Δυστυχώς δεν είχα δεύτερη οδοντόβουρτσα και η αγορά της μπήκε στα to-do χωρίς καλά-καλά να σκεφτώ τι σήμαινε αυτό.
Το συνειδητοποίησα μετά.
Αλλά μην προτρέχω.
Ο Γ. αρκέστηκε στο ξέπλυμα με το στοματικό διάλυμα.
-"Θέλεις να μπούμε στο μπάνιο μέχρι να μουλιάσουμε;" με ρώτησε.
-"Ναιιιι" του απάντησα με ενθουσιασμό.
-"Ωραία, κάνε τα κουμάντα σου και θυμήσου ότι δεν αντέχω το καυτό νερό."
Η μπανιέρα είναι μεγάλη και πήρε αρκετή ώρα να γεμίσει μέχρι τη μέση. Δεδομένου ότι θα μπαίναμε και οι δύο μέσα δεν χρειάστηκε να τη γεμίσω πολύ παραπάνω. Έριξα μέσα αφρόλουτρο και χαμογέλασα στη σκέψη ότι ο Γ. θα μύριζε μετά μέλι με καρύδα.
Το νερό δεν ήταν καυτό για τα δικά μου μέτρα αλλά είδα ότι ο Γ. δαγκώθηκε όταν έβαλε μέσα το πόδι του. Παρόλα αυτά δεν μου ζήτησε να βάλω κι άλλο κρύο νερό και μπήκε μέσα και κάθισε.
-"Κάι κάι κάι" μου έκανε σαν πονεμένο σκυλάκι και έβαλα τα γέλια. Ήταν τόσο τρυφερό!
Κάθισε στη βαθιά άκρη της μπανιέρας και κάθισα μπροστά του. Μετά έγειρα την πλάτη μου πίσω του.
Τον ένιωσα να σηκώνεται.
Ο Γ. άρχισε πρώτα να χαϊδεύει και μετά να μαλάζει αισθησιακά και τα δύο μου στήθη.
Έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας τον αισθησιασμό της στιγμής.
Σιγά μην κράταγε.
-"Κάνεις πολύ καλό τσιμπούκι" μου είπε και συνέχισε "Μ' αρέσει που μπορείς να τον πάρεις σχεδόν όλο μέσα."
Ναι μπορώ. Το έχω κάνει και με μεγαλύτερους.
-"Βολεύει και το μέγεθος" είπα με κάποια δόση κακίας και χωρίς να το σκεφτώ καλά-καλά. Φοβήθηκα πως θα το πάρει και αμέσως γύρισα και του έβγαλα τη γλώσσα κοροϊδευτικά.
-"Και όχι μόνο στο τσιμπούκι" μου απάντησε κοιτάζοντάς με στα μάτια.
Να το πάλι αυτό το σκοτεινό βλέμμα. Δεν ήταν θυμωμένο. Δεν...
Και τότε έγινε μέσα μου η αποκάλυψη. Κατάλαβα τι ήταν αυτό που με τάραζε.
Με μετρούσε.
Με μετρούσε αλλά... όχι... όχι με ανταγωνιστική διάθεση. Με μετρούσε σα θήραμα. Ναι, σα θήραμα! Ψυχρά, υπολογιστικά... χωρίς συναίσθημα.
Έστρεψα ταραγμένη το κεφάλι μου. Θυμήθηκα το δάχτυλο που μου είχε βάλει πίσω μου χωρίς δισταγμό. Πόσο άσχημα με έκανε να νιώσω. Και όμως... και όμως ούτε του φώναξα, ούτε τραβήχτηκα, ούτε το διέκοψα.
Γιατί;
Δεν ήταν ο πρώτος ο οποίος είχε βάλει στο μάτι του την πίσω πόρτα μου. Ήταν όμως ο πρώτος που είχε... πως να το πω, είχε δοκιμάσει να ανοίξει την πόρτα. Και την είχε ανοίξει. Και δεν την έκλεισα εγώ, αυτός την έκλεισε.
Όχι... όχι, δεν την έκλεισε. Ήταν σαν η πόρτα να είχε αλυσιδάκι και την τράβηξε όχι να κλείσει, αλλά για να βγάλω το αλυσιδάκι και να του... να του ανοίξω εγώ.
Επαναστάτησα μέσα μου. Όχι, εδώ τραβάς γραμμή Χ. Εδώ τραβάς γραμμή.
Μεγάλες κουβέντες...
-"Αυτό δε θα το μάθουμε ποτέ" του είπα ψυχρά και συμπλήρωσα, με μια δόση χιούμορ για να αλαφρύνω λίγο την απάντηση "Output only."
Απάντησε αμέσως λες και ήταν μέσα στο μυαλό που μερικές στιγμές πριν είχε πει "Μεγάλες κουβέντες"
-"Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μη λες".
Νευρίασα μέσα μου. Μαζί του και μαζί μου. Στη δουλειά μου άρεσε η σιγουριά του. Έξω...
Όχι.
Ναι.
Γαμώτο!
-"Πολύ μου αρέσει η σιγουριά σου" είπα.
Και μου άρεσε. Και τη μισούσα.
Ένιωσα τα χέρια του να σφίγγουν σαν μέγγενη και τα δύο μου στήθη.
Άρχισε να μου λέει πόσο του άρεσε ο κώλος μου. Δεν με έβλεπε αλλά είχα κοκκινήσει και πάλι. Γιατί μου άρεσε που μου το έλεγε. Γιατί δεν μου άρεσε αυτό που σκεφτόταν.
Γιατί; Γιατί όμως;
Για τον Γ. ξεκάθαρα ήμουν κάτι περισσότερο από ένας κώλος. Μου είχε πει... μου είχε πει το πρωί ότι δεν δένεται εύκολα. Αλλά του άρεσα. Ξεκάθαρα του άρεσα.
Όλη.
Μου μίλαγε αλλά χαμένη στη σκέψεις μου δεν άκουγα τι μου έλεγε.
Εκτός του τέλους. Αυτό το άκουσα.
-"Θέλω να πάρω το κωλαράκι σου" μου δήλωσε.
Εγώ ήθελα ξαφνικά να πάρω τα βουνά.
-"Κι εγώ να κερδίσω το λόττο" του απάντησα.
-"Μπορεί, αλλά αυτό δεν είναι στο χέρι σου" μου είπε υπονοώντας ξεκάθαρα ότι το να με πάρει από πίσω ήταν στο δικό του.
Νευρίασα μαζί του.
Και μαζί μου.
Γιατί δεν ήθελα.
Αλλά... ήθελα. Ήθελα να τον ικανοποιήσω.
Γι αυτό και κατάπια.
Και θα το ξαναέκανα. Και θα το ξανακάνω.
Πάλευα με τον εαυτό μου και ο εγωισμός μου κέρδισε.
-"Ούτε το άλλο είναι" του δήλωσα.
Δεν είπε τίποτα, συνέχισε να με χαϊδεύει και να μου μαλάζει τα στήθη.
Πέρασε κάμποση ώρα από τη μία απολαμβάνοντας τα χάδια του και από την άλλη βράζοντας στο ζουμί μου.
Ξαφνικά σηκώθηκε, άνοιξε το τηλέφωνο και άρχισε να ξεπλένεται.
-"Πάω μέσα" μου είπε, "στέγνωσε τα μαλλιά σου" και βγήκε χωρίς να πει άλλη κουβέντα.
Περίμενα μέχρι που βγήκε από το μπάνιο και σηκώθηκα. Ξέπλυνα κι εγώ τις σαπουνάδες. Είχα μακρύ μαλλί και όταν είχα ξαπλώσει είχε βραχεί και παρόλο που δεν είχα όρεξη για νέο λούσιμο, το έκανα αναγκαστικά.
Βγήκα από το μπάνιο και τυλίχτηκα στο μπουρνούζι μου.
Αναστέναξα και άνοιξα το μπιστολάκι ξεκινώντας τη χρονοβόρο διαδικασία να στεγνώσω τα μαλλιά μου.
Όταν τέλειωσα, φορώντας ακόμα το μπουρνούζι, σφουγγάρισα το λίγο νερό που είχε χυθεί έξω όταν βγήκε και εκείνος και εγώ και πήγα στο δωμάτιο. Ο Γ. ήταν ήδη ξαπλωμένος. Σήκωσε το σκέπασμα και μου έκανε νεύμα να ξαπλώσω. Ήταν γυμνός. Έβγαλα το μπουρνούζι και ξάπλωσα δίπλα του.
Ήθελα να με πάρει αγκαλιά αλλά ο Γ. είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του. Έπεσε πάνω μου και με φίλησε. Μετά άρχισε να μου γλείφει το λαιμό και κατέβηκε σιγά σιγά πότε γλείφοντας, πότε δαγκώνοντας προς τα στήθη μου. Δεν σταμάτησε εκεί, συνέχισε πιο κάτω... και πιο κάτω... μέχρι που έφτασε στο αιδοίο μου. Ανατρίχιασα όταν η γλώσσα του πέρασε ανάλαφρα πάνω από την κλειτορίδα μου αλλά ο Γ. δεν έμεινε εκεί. Πάλι, πότε γλείφοντας και πότε δαγκώνοντας κατέβηκε στα μπούτια μου, και μετά στις γάμπες μου και μετά στο πάνω μέρος της καμάρας.
Και μετά πήρε το πόδι μου στο στόμα του.
Μου το έχουν ξανακάνει αυτό και αν και την πρώτη φορά είχα νιώσει αμηχανία, μου άρεσε. Αφέθηκα στο παιχνίδι των χειλιών του και της γλώσσας του. Τα φιλούσε, τα πιπιλούσε, τα δάγκωνε, ήταν υπέροχο.
Μετά πήρε το άλλο πόδι μου στο στόμα του και άρχισε το ίδιο.
Είχα υγρανθεί, τον ήθελα... τον ήθελα μέσα μου!
Και τότε μου ζήτησε να κάτσω στα τέσσερα.
Ταράχτηκα. Είχε φτάσει η στιγμή; Τι να κάνω; Τι να κάνω;
-"Γιατί" τον ρώτησα -δεν το κρύβω- με μια δόση πανικού.
-"Θα δεις" μου είπε.
Τον κοίταξα στα μάτια.
Και όμως... αυτή τη φορά το βλέμμα του δεν ήταν σκοτεινό. Ήταν παιχνιδιάρικο.
-"Έλα, δε θα σε φάω" μου είπε.
Έπνιξα ένα αναστεναγμό και κάθισα όπως μου ζήτησε.
Μου δάγκωσε απαλά τους γλουτούς, με δυσκολία έπνιξα ένα γελάκι.
Και τότε έχωσε όλο το πρόσωπό του στην πίσω μεριά μου και άρχισε να με γλείφει. Έβαλε τη γλώσσα του στην πίσω τρυπούλα μου και...
Ήταν υπέροχο. Δεν... δεν μου το είχε κάνει κανείς αυτό. Δεν...
Παρά το γεγονός ότι ήξερα πως δεν θα αρκεστεί σε αυτό είχα παραδοθεί στα χάδια της παιχνιδιάρας γλώσσας του.
Με έγλειφε, με ρουφούσε, μου έβαζε τη γλώσσα του μέσα και έξω και ξανά πάλι.
Μου ξέφυγε ένα βογκητό ηδονής.
Σταμάτησε και ήρθε και κάθισε πίσω μου. Πανικοβλήθηκα προς στιγμή αλλά ο Γ. μπήκε μέσα μου από μπροστά.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανα στα τέσσερα αλλά ήταν η πρώτη φορά που μου άρεσε. Το έκανα αλλά... αλλά ένιωθα ταπείνωση. Με το Γ. δεν ένιωσα ταπείνωση.
Καθόλου.
Έκανε αυτά που του άρεσαν χωρίς δεύτερες σκέψεις και χωρίς περιττές ντροπές.
Αφέθηκα να το απολαύσω. Το προηγούμενο βράδυ... Το προηγούμενο βράδυ είχε μπει μέσα μου, έτσι απλά. Δεν ήταν ότι δε μου άρεσε αλλά... είχα νιώσει σα να με χρησιμοποιεί. Δεν είχα τελειώσει.
Αυτή τη φορά όμως...
Πρέπει να με άκουσε όλη η πολυκατοικία αλλά εκείνη τη στιγμή δε με ένοιαζε καθόλου. Στο διάολο όλοι τους.
Ήταν... ήταν υπέροχο. Υπέροχο!
Ο Γ. συνέχιζε χωρίς να σταματήσει και πάνω που πλησίαζα σε δεύτερο οργασμό βγήκε έξω. Νόμιζα ότι βγήκε έξω να τελειώσει αλλά δεν τον άκουσα να βογκάει και ούτε ένιωσα πιτσιλιές πίσω μου. Γύρισα και τον κοίταξα ερωτηματικά.
Με κοίταξε... με κοίταξε όπως ένα φίδι κοιτάζει ένα ζουμερό βατραχάκι. Τον έπιασε και τον ακούμπησε στην πίσω τρυπούλα μου συνεχίζοντας να με κοιτάει.
-"Όχι. Γ, όχι!" του είπα και τραβήχτηκα ενστικτωδώς.
Το βλέμμα του άλλαξε. Πάγωσε και πάγωσα κι εγώ μαζί του.
-"Θα με αφήσεις στα κρύα του λουτρού;" με ρώτησε και ένιωσα λες και η θερμοκρασία έπεσε 20 βαθμούς μέσα σε μια στιγμή.
Δεν ήθελα να τον αφήσω στα κρύα του λουτρού. Δεν ήθελα όμως να... δεν ήθελα να του δοθώ έτσι.
Όχι... όχι ακόμα, τουλάχιστον.
-"Δεν... δε θέλω από πίσω" του είπα με σπασμένη φωνή.
-"Συνεπώς θα με αφήσεις στα κρύα του λουτρού" είπε και η θερμοκρασία έπεσε άλλους 20 βαθμούς.
-"Δε... δε θέλω"
Δε θέλω να σε αφήσω στα κρύα του λουτρού ήθελα να του πω αλλά... αλλά το άφησα στη μέση.
-"Το κατάλαβα" μου είπε τόσο ψυχρά που μου ένιωσα να μου παγώνει την ψυχή.
-"Δεν θέλω να σε αφήσω στα κρύα του λουτρού. Γιατί... γιατί δεν συνεχίζεις όπως πριν;"
-"Γιατί θέλω το κωλαράκι σου" μου είπε.
"Αλλά δε θα σε παρακαλέσω κιόλας" δεν είπε. Απλά ξάπλωσε δίπλα μου φανερά απογοητευμένος.
Ένιωσα απαίσια. Ξάπλωσα μπρούμητα και τον κοίταξα.
...δυστυχισμένη.
-"Δεν θέλεις. Το καταλαβαίνω. Ξενέρωσα, θα μου περάσει."
Γιατί... γιατί το έκανε αυτό;
-"Γιατί μου το κάνεις αυτό;" τον ρώτησα με οργή και παράπονο ταυτόχρονα.
-"Δεν σου έκανα τίποτα. Σου ζήτησα κάτι που δεν θέλεις να μου δώσεις. Σέβομαι την επιλογή σου αλλά οι επιλογές έχουν και συνέπειες."
Με εκβίαζε;
Όχι. Ο Γ. ήταν αυτός που ήταν πάντα. Ζητούσε κάτι και γινόταν. Αν δεν γινόταν χάλαγε η διάθεσή του αλλά... αλλά πάντα μετά επανερχόταν. Και το ζητούσε και πάλι. Στη δουλειά... στη δουλειά δεν έχει όχι. Αν δεν τον πείσεις και δεν κάνεις αυτό που ζητάει δεν δίνει τρίτη ευκαιρία. Αν δεν το κάνεις εσύ τότε θα ψάξει να βρει κάποιον άλλο που μπορεί να το κάνει. Ουδείς αναντικατάστατος.
Αλλά πάλι, πάντα σου έδινε την ευκαιρία να υπερασπιστείς το όχι σου. Αν τον έπειθες, το όχι σου γινόταν και δικό του.
Αλλά εδώ; Έξω;
Πάλευα με τον εαυτό μου. Ήθελα, ναι, ήθελα να τον ικανοποιήσω αλλά δε με άφηνε ο εγωισμός μου.
-"Αφού δε μου αρέσει" του είπα με σπασμένη φωνή.
-"Ούτε να καταπίνεις σου αρέσει, αλλά το έκανες. Και θα το κάνεις ξανά."
Ταράχτηκα. Όχι για τη σιγουριά της δήλωσής του, όχι.
Γιατί...
Πανάθεμά τον.
Ένιωσα ανακούφιση από το "ξανά" αλλά προσπάθησα να μην το δείξω.
-"Δεν είναι το ίδιο" του είπα.
-"Όπως νομίζεις" μου είπε και ήταν τέτοια η αδιαφορία στο "όπως νομίζεις" που με τάραξε.
Σε μία μέρα είχα φάει τόσες ψυχρολουσίες όσες δεν είχα φάει σε όλες μου τις σχέσεις μαζί, μια στο καρφί και μια στο πέταλο!
Ανασηκώθηκα και πήγα να τον φιλήσω.
Δεν ανταπέδωσε.
Νευρίασα.
-"Μου κρατάς μούτρα τώρα" του είπα εμφανώς νευριασμένη.
Αλλά η ματιά μου δεν έκρυβε νεύρα.
Όχι.
Απόγνωση.
-"Θα μου περάσει" είπε χωρίς κανένα χρώμα στη φωνή.
Παγωμένα.
Τον κοίταξα στα μάτια.
-"Θα το έκανες; Αν... αν καθόμουν, θα το έκανες ενώ ξέρεις ότι δε μου αρέσει;"
-"Ναι, θα το έκανα. Θα το έκανα και θα μου άρεσε ακόμα περισσότερο."
-"Γιατί;" τον ρώτησα γεμάτη απελπισία.
-"Γιατί θα το έκανες για μένα" είπε και το βλέμμα του μου ρούφηξε την ψυχή.
-"Δεν μπορώ να σε καταλάβω" του είπα με φωνή που έτρεμε.
-"Όχι, δε μπορείς" μου είπε.
Αυτή η μελαγχολία που είδα μέσα στα μάτια του με συγκλόνισε. Θυμήθηκα το κλάμα του το πρωί. Την εξομολόγησή του. Ήθελα... ήθελα να τον πάρω στην αγκαλιά μου. Να τον σφίξω. Να τον κανακέψω. Να τον παρηγορήσω. Πόση μοναξιά, πόση απόγνωση μπορούσαν να κρύψουν μέσα τους τρεις λεξούλες;
Πώς είναι να ζεις έτσι; Να κουβαλάς μέσα σου ένα αμάρτημα που να σου έχει ρημάξει την ψυχή και να μην έχει αφήσει τίποτα; Και να πεις... να πεις ότι ήταν και κάτι φοβερό; Μικρό παιδάκι ήταν. Δεν ήξερε, πώς θα μπορούσε να ξέρει; Απλά ήταν ένα αγοράκι που είχε τρέξει στη μαμά του όταν γύρισε από τη δουλειά της.
Πώς να ήξερε ότι δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά ζωντανό τον παππού του όταν του αρνήθηκε, αγνοώντας τον, το φιλάκι που του ζήτησε τρέχοντας χαρούμενο στη μαμά του;
Τον παππού του που τον υπεραγαπούσε και που ο θάνατός το ίδιο το βράδυ το αφάνισε;
Δεν είμαι ψυχολόγος αλλά δεν ήταν παράξενο που δεν μπορούσε... φοβόταν... δεν ήθελε να δένεται. Και όταν... όταν άφησε τον εαυτό του...
Ένιωσα μίσος για την Κ.
Μίσος γιατί την είχε ερωτευτεί.
Δεν ξέρω τι μέλλον μπορεί να είχα μαζί του. Στο διάολο όλα.
Είχα πάρει την απόφασή μου πριν καν το συνειδητοποιήσω.
Κάθισα στα τέσσερα με τον τρόπο που του άρεσε.
-"Έλα" του είπα απλά.
Γιατί τον κοίταξα;
Μίσησα τον εαυτό μου την ίδια στιγμή.
Ο Γ. σηκώθηκε και ήρθε από πίσω μου. Έσφιξα τα δόντια. Τον ακούμπησε πίσω μου. Σφάλισα τα μάτια μου.
Και μπήκε σιγά και βασανιστικά μέσα μου.
Γιατί το έκανα αυτό; Γιατί;
Γιατί το ήθελα. Ήθελα να τον ικανοποιήσω. Ήθελα να του δώσω. Ο μισός μου εαυτός ούρλιαζε με λύσσα "τι κάνεις; τι κάνεις;" και ο άλλος μισός "Πάρε με... πάρε με όπως θέλεις."
Πονούσα. Πονούσα στο σώμα και πονούσα στην ψυχή.
Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Επειδή.-
Χαμήλωσα παραδομένη το κεφάλι και ο ρυθμός του επιταγχύθηκε. Με έτσουζε και με πόναγε.
Και μου άρεσε. Μου άρεσε που του δινόμουν.
Παραδέξου το είπα μέσα μου. Παραδέξου το και αφέσου.
Άρχισα να νιώθω ηδονή. Και ντροπή. Και η ντροπή αύξανε την ηδονή. Δεν... δεν ήθελα να το δείξω. Κράταγα το στόμα μου σφαλιστό. Ο Γ. είχε γίνει ξέφρενος. Έμπαινε και έβγαινε μέσα μου με λύσσα.
Και το μισούσα. Και το λάτρευα.
Μου έσφιξε τη μέση και τον ένιωσα να τελειώνει βαθιά μέσα μου. Με πολύ δυσκολία συγκρατήθηκα και δε φώναξα πάλι. Ήταν τόσο δυσάρεστο μα συνάμα τόσο ηδονικά ευχάριστο που άδειαζε το είναι του μέσα μου.
Τραβήχτηκε σιγά-σιγά και ένιωσα ότι δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο. Σηκώθηκα και πήγα τρέχοντας στην τουαλέτα.
...
Σκουπίστηκα αλλά δε σηκώθηκα, έμεινα καθιστή, πνιγμένη στις σκέψεις μου.
Ήθελα να πλυθώ ξανά. Μπήκα στο μπάνιο, άνοιξα το ντους και άρχισα να τρίβομαι με μανία.
Ένιωθα λερωμένη.
Μα -τι παράξενο- δεν ένιωθα βρώμικη.
Έβαλα τα κλάματα. Προσπάθησα να συγκρατήσω τους λυγμούς μου, δεν ήθελα να με ακούσει. Δεν.. δεν ξέρω γιατί έκλαιγα. Του έδωσα αυτό που ήθελε. Πάλαιψα με τον εαυτό μου αλλά... αλλά δεν ξέρω ποιος νίκησε.
Κοροϊδεύω τον εαυτό μου.
Ξέρω γιατί έκλαιγα.
Το ξέρω.
...γιατί όταν κάθισα στα τέσσερα και του είπα "έλα" τον κοίταξα.
Τον κοίταξα... και...
...
Το βλέμμα του ήταν θριαμβευτικό.
~ Εκείνος ~
Δεν μπήκε στο δωμάτιο. Καθόταν και με κοίταζε από την πόρτα.
Η καρδιά μου είχε σκιρτήσει. Πάλι. Λες;
Δεν πρόλαβα να μιλήσω.
-"Γ. θέλω να φύγεις."
-"Όχι."
Το βλέμμα της ήταν γεμάτο οργή αλλά αυτή η οργή δεν ήταν στραμμένη προς εμένα.
-"Τι πάει να πει όχι γαμώτο;" με ρώτησε σηκώνοντας μου για πρώτη φορά τη φωνή.
-"Πάει να πει αυτό που κατάλαβες. Όχι."
-"Γιατί;" με ρώτησε αλλά η φωνή της ήταν σπασμένη.
-"Γιατί δεν είμαι εγώ αυτός με τον οποίο έχεις θυμώσει."
-"Θέλω να μείνω μόνη μου."
-"Κι εγώ δεν θέλω να μείνεις μόνη σου."
-"Δε με ενδιαφέρει τι θέλεις."
-"Oh, but it does."
Η Χ. πάγωσε.
-"Αν θέλεις να με διώξεις, έλα, διώξε με. Χτύπα με. Πέτα μου πράγματα. Πάρε αυτό που θέλεις."
-"Εγώ δεν είμαι σαν εσένα."
-"Δεν θυμάμαι να σε έβαλα να κάνεις κάτι με το ζόρι."
-"Άντε στο διάολο."
-"Και να πάω, το γεγονός δεν θα αλλάξει. Δεν σε έβαλα να κάνεις κάτι με το ζόρι."
-"..."
-"Το έκανες επειδή εσύ το θέλησες. Εγώ στο ζήτησα κι εσύ μου το έδωσες και τώρα μισείς τον εαυτό σου γι αυτό."
-"Λες κι εσύ τον αγαπάς τον δικό σου."
Ήταν η σειρά μου να παγώσω ωστόσο κατάφερα γρήγορα να βρω την αυτοκυριαρχία μου.
-"Be that as it may, αυτός δεν είναι λόγος για να μισείς εσύ τον δικό σου."
-"..."
-"Έκανες αυτό που έκανες γιατί ήθελες να με ευχαριστήσεις. Αυτός δεν είναι λόγος ούτε να ντρέπεσαι ούτε να μισείς τον εαυτό σου. Δεν έκανες κακό σε κανέναν πλέον του εγωισμού σου."
-"ΔΕ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ, ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ;" φώναξε και πρέπει να ακούστηκε μέχρι το Μαρούσι.
-"Τότε έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία."
-"Για ποιον;" ρώτησε πικρά στο πουθενά, βρίσκοντας την αυτοκυριαρχία της.
-"Για μένα, Χ."
-"Δεν μου είσαι τίποτα."
Δεν το είπε με κακία, το είπε γιατί το εννοούσε.
-"Και αυτό σε κάνει λιγότερο άνθρωπο; Καλύτερο σε κάνει. Πολύ καλύτερο απ' όσο θα μπορούσα να να ελπίσω ποτέ μου να γίνω."
Και τότε μου έκανε κλικ. Άλλο ήθελε να ακούσει.
Ναι, θα μπορούσα να της πω αυτά που ήθελε να ακούσει, όπως το είχα κάνει σε όλες της άλλες εκτός της Κ. Όμως κάτι τέτοιο δεν άξιζε στη Χ.
Σε κανέναν άνθρωπο δεν αξίζει, το ξέρω, αλλά μέχρι τότε δε με είχε νοιάξει. Έπαιρνα πάντα αυτό που ήθελα by any means necessary, χωρίς τύψεις, χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Σε αυτό τον άνθρωπο δε μπορούσα να το κάνω.
Απλά δεν μπορούσα.
-"Μακάρι να είχα το μυαλό σου. Το ζηλεύω. Μου προκαλεί δέος όταν δουλεύει σε πλήρη ταχύτητα. Είσαι όμορφη, είσαι... είσαι... είσαι ό,τι θα μπορούσα να ονειρευτώ σε μια γυναίκα..."
Κόμπιασα.
Η Χ. με κοίταγε αμίλητη.
-"Αν θέλεις πραγματικά να φύγω, Χ. θα φύγω και πέραν της δουλειάς δεν θα σε ενοχλήσω ξανά. Αλλά αν είναι να φύγω, να το κάνω όχι γιατί έχεις θυμώσει με τον εαυτό σου."
Δεν μίλησε. Συνέχισε να με κοιτάει.
-"Αν με διώξεις, να με διώξεις γιατί σου αξίζει κάτι πολύ παραπάνω από αυτά που μπορώ τώρα να σου δώσω."
Ήταν η δική μου σειρά να χαμηλώσω τα μάτια.
-"Και που ξέρεις ότι δεν είναι αυτός ο λόγος που έχω θυμώσει με τον εαυτό μου;"
Δεν το ήξερα, όντως δεν το ήξερα. Είχα υποθέσει ότι ο λόγος που είχε επαναστατήσει ο εγωισμός της ήταν η πράξη της καθαυτή, επειδή το έκανε μόνο και μόνο για να με ευχαριστήσει. Είχα καταλάβει ότι την είχα γοητεύσει, δεν είμαι από τους ανθρώπους που βάζουν το κεφάλι τους στο ντορβά στα κουτουρού, όπως είχα καταλάβει και ότι έχει τσιμπηθεί μαζί μου.
Δεν είχα παίξει με τα κουμπιά της όμως.
Όχι συνειδητά, τουλάχιστον.
Μήπως το είχα κάνει χωρίς να το καταλάβω; Ο λύκος και εγέρασε και άσπρισε το μαλλί του μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του λέει ο λαός.
Όταν με κάλεσε να πάρω αυτό ζητούσα ήταν... ήταν οργασμικό, τόσο σχεδόν όσο και η ίδια η πράξη. Δεν κάθισα να το σκεφτώ περισσότερο, όρμισα με τη μία στο ψαχνό.
Πώς θα ήταν από τη μεριά της;
Η Χ. ήταν ακόμα στην πόρτα και με κοίταγε. Ένιωσα ανεπιθύμητος.
-"Πες το μου κοιτώντας με στα μάτια και θα το κάνω."
Όχι! Όχι! Αυτό ήταν παιχνίδι με τα κουμπιά της.
-"Όχι, μην πεις τίποτα." της είπα.
Δεν ήθελα να φύγω. Όμως... όμως αυτή τη φορά δεν μπορούσα να μείνω απλά επειδή το θέλω εγώ.
Δεν ήθελα να είμαι χειριστικός, όχι με τη Χ. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
Αναστέναξα και σηκώθηκα να ντυθώ ενώ η Χ. με κοιτούσε αμίλητη.
-"Σε ευχαριστώ για όλα" της είπα και το εννοούσα όπως κάποτε είχα εννοήσει το "Σ' αγαπώ Κ."
Ντύθηκα και προχώρησα προς την έξοδο αλλά όπως περνούσα δίπλα της η Χ. άπλωσε το χέρι και με κράτησε.
Και τότε η καρδιά μου σκίρτησε για τρίτη φορά.
~ Εκείνη ~
Στάθηκα στην πόρτα και τον κοίταξα. Είχε κλειστά τα μάτια του και καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια του πίσω από το κεφάλι.
Από το μυαλό μου δεν μπορούσε να φύγει το βλέμμα του, το πως σπινθηροβόλησε όταν του του είπα "έλα". Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα πως με έπαιξε σα φτηνή κιθάρα.
He got what he wanted and the world be damned!
I got damned.
Δεν τον σταμάτησα. Γιατί δεν τον σταμάτησα;
Γιατί ρωτάς αφού την ξέρεις ήδη την απάντηση; Γιατί είσαι αυτή που είσαι, γιατί όταν πεις ότι θα κάνεις κάτι το κάνεις.
And the world be damned.
Και σου άρεσε, παραδέξου το. Σου άρεσε που το έκανες, όχι για εκείνον αλλά για εσένα την ίδια. Να αποδείξεις... να αποδείξεις στον εαυτό σου, τι; Ό,τι μπορείς να βάλεις κάποιον πάνω από εσένα;
Ως τι; Ως "θυσία" στη σχέση;
Σε ποια σχέση;
Τι σου είναι;
Γιατί ρωτάς αφού ξέρεις την απάντηση; Ερωτοχτυπημένη είσαι.
Και σου άρεσε. Σου άρεσε.
Μου άρεσε.
Την πρώτη φορά... την πρώτη φορά ήταν ατύχημα. Αλλά τη δεύτερη; Τη δεύτερη κατάπια, κατάπια επειδή μου το ζήτησε. Και πριν από λίγο, κάθισα και με πήρε όπως δεν με είχε πάρει άλλος άντρας.
Και το μισούσα. Και μου άρεσε. Και ντρεπόμουν. Και όσο πιο πολύ ντρεπόμουν τόσο πιο πολύ μου άρεσε.
Feedback loop το λένε αυτό.
Positive? Negative?
Both?
Δεν μπορούσα να σκεφτώ. Δεν μπορούσα να τον αντικρίσω, ήθελα να μείνω μόνη μου. Του το είπα.
Η απάντησή του ήρθε αμέσως: "Όχι"
Έχασα την ψυχραιμία μου: "Τι πάει να πει όχι γαμώ το;"
-"Όχι πάει να πει όχι" είπε ήρεμα.
Κάτι έσπασε μέσα μου.
-"Γιατί;"
Γιατί ρε Γ. γιατί;
-"Γιατί δεν τα έχεις με εμένα, τα έχεις με τον εαυτό σου Χ." μου είπε σε ήρεμο τόνο.
Με όλους τα έχω. Και με μένα και με σένα και με το σύμπαν όλο.
Ψεύτρα!
Ναι, μαζί μου τα έχω.
Γαμώ το.
Φύγε πανάθεμά σε.
-"Θέλω να μείνω μόνη μου."
-"Κι εγώ δεν θέλω να μείνεις μόνη σου" μου είπε πάντα με την ίδια ήρεμη φωνή.
Νευρίασα.
-"Δε με νοιάζει τι θέλεις!" του είπα.
-"Oh, but it does!" μου είπε μειδιώντας και κοιτώντας με κατάματα.
Δεν ήταν σκοτεινό το βλέμμα του. Δε με μετρούσε.
Η καρδιά μου άρχισε να χοροπηδάει μέσα στο στήθος μου.
Τον ερωτευόμουν.
-"Αν θες να με διώξεις, μη μένεις στα λόγια. Δείξε το με πράξεις, Χ. Χτύπα με. Πέτα μου ότι βρεις πρόχειρο, κάν' το πράξη. Αν το θες πραγματικά, πάρτο."
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
Γιατί είχε δίκιο. Αν θες κάτι πραγματικά τότε δε μένεις στα λόγια. Το προσπαθείς.
Και αν είσαι ικανός το παίρνεις.
And the world be damned.
-"Εγώ δεν είμαι σαν κι εσένα" του είπα ψυχρά.
-"Δεν σε έβαλα να κάνεις κάτι με το ζόρι αν θυμάμαι καλά" μου είπε με ειρωνικό τόνο και μου γύρισε το μάτι.
-"Ρε άντε στο διάολο."
-"Και να πάω και να μην πάω η ουσία δεν αλλάζει: Δεν σε έβαλα να κάνεις κάτι με το ζόρι."
Ναι, δεν με έβαλες με το ζόρι. Μου έπαιξες το ντέφι κι εγώ χόρεψα.
-"Εσύ το έκανες, επειδή εσύ το ήθελες" είπε τονίζοντας δύο φορές τη λέξη "εσύ" και συνέχισε: " Εγώ απλά στο ζήτησα και εσύ το έδωσες και τώρα μισείς τον εαυτό σου."
-"Λες κι εσύ τον αγαπάς τον δικό σου" του είπα με κάποια ανεξήγητη πίκρα. Αμ τι νόμιζες κύριε, μόνο εσύ μπορείς να με διαβάσεις; Η πρωινή συζήτηση ήταν εξόχως διαφωτιστική.
Ήταν η σειρά του να παγώσει, γρήγορα όμως βρήκε την αυτοκυριαρχία του.
-"Be that as it may, αυτός δεν είναι λόγος να κάνεις το ίδιο."
Δεν απάντησα.
-"Έκανες αυτό που έκανες γιατί ήθελες να με ευχαριστήσεις, Χ και αυτός δεν είναι ούτε λόγος να ντρέπεσαι, ούτε λόγος να μισείς τον εαυτό σου."
ΠΑΝΑΘΕΜΑ ΤΟΝ!
-"ΕΚΑΝΑ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ, ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ;"
Liar. Δεν σου άρεσε σαν ιδέα πριν. Όταν το έκανες, σου άρεσε.
Ο Γ. απάντησε πολύ ήρεμα: "Τότε έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία."
-"Για ποιον;" τον ρώτησα με πίκρα που δεν μπορούσα να κρύψω.
-"Για εμένα, Χ".
-"Δεν μου είσαι τίποτα" είπα με ακόμα μεγαλύτερη πίκρα.
Δεν είσαι και δεν θέλεις να γίνεις, Γ.
Αλλά δεν τόλμησα να πω αυτό που σκέφτηκα.
-"Αυτό σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, Χ. Πολύ καλύτερο απ' όσο ποτέ θα μπορούσα να ελπίσω ότι θα γίνω."
Δεν καταλαβαίνεις... δεν καταλαβαίνεις.
Δεν έβγαινε μιλιά από το στόμα μου. Απλά τον κοίταζα.
-"Το ζηλεύω το μυαλό σου, μου προκαλεί... μου προκαλεί δέος όταν είναι σε πλήρη λειτουργία. Και είσαι όμορφη, πολύ όμορφη. Είσαι ότι... είσαι περισσότερο από αυτό που θα τολμούσα να ονειρευτώ σε μια γυναίκα"
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.
-"Αν θέλεις να φύγω, αν θες πραγματικά να φύγω, θα το κάνω και δε σε ενοχλήσω για τίποτε άλλο πέραν της δουλειάς. Αλλά όχι γιατί είσαι θυμωμένη με τον εαυτό σου."
Κόμπιασε.
-"Αν είναι να με διώξεις Χ... να με διώξεις γιατί σου αξίζει κάτι καλύτερο." είπε και χαμήλωσε τα μάτια.
Fool me once, shame on you, fool me twice, shame on me.
Ήθελα να τον πιστέψω.
-"Και που ξέρεις ότι δεν είναι αυτός ο λόγος που έχω θυμώσει με εαυτό μου;" τον ρώτησα προσπαθώντας να κρύψω την πίκρα μου.
Τον κοίταξα στα μάτια και για πρώτη φορά το βλέμμα μου τον νίκησε.
Χαμήλωσε πάλι το βλέμμα του.
Το ξανασήκωσε: "Κοίτα με στα μάτια και ζήτησέ μου να φύγω και θα το κάνω."
Τον κοίταξα στα μάτια θαρρετά. Χαμήλωσε το βλέμμα του σχεδόν αμέσως και κοιτώντας το πάτωμα είπε "Όχι... όχι... δεν χρειάζεται να το κάνεις. Δε χρειάζεται να πεις τίποτα."
Αναστέναξε, σηκώθηκε και πήγε να ξεκινήσει να ντύνεται μα πριν το κάνει αυτό και με κοίταξε και μου είπε "Σε ευχαριστώ Χ... σε ευχαριστώ για όλα."
Άρχισε να ντύνεται με το βλέμμα μου καρφωμένο πάνω του.
Αν αξιωθώ να ακούσω ποτέ το "σ' αγαπώ Χ." από κάποιον άνθρωπο θα ήθελα να μου το πει έτσι. Με αυτό τον τόνο της φωνής. Με αυτό το βλέμμα στα μάτια. Με αυτό το χαμόγελο.
Προχώρησε προς την έξοδο μα όταν πέρασε δίπλα μου του έπιασα το χέρι.
Γύρισε και με κοίταξε...
...και η καρδιά μου άρχισε πάλι το ταμπούρλο.
~ Εκείνος ~
Η καρδιά μου χτυπούσε, Θεέ μου, είχαν περάσει 6 χρόνια από τη μέρα που με απαρνήθηκε η Κ.
Ήθελα να την πάρω στην αγκαλιά μου, να τη σφίξω, να την χαϊδέψω, να τη φιλήσω. Να την κάνω δική μου ξανά.
Όχι.
Σήκωσα το βλέμμα μου προς τα μάτια της, χάθηκα στο γαλάζιο τους αλλά το σώμα μου αρνιόνταν να κουνηθεί.
Όχι.
Εκείνη πρέπει να αποφασίσει. Μην κουνηθείς ρούπι, μην κάνεις τίποτα. Τα βάρη σου είναι δικά σου, δεν του αξίζει αυτού του ανθρώπου να τα φορτωθεί, δεν μπορείς, δεν έχεις το γαμημένο δικαίωμα να παίξεις μαζί της για να ξορκίσεις τους δαίμονές σου.
Αυτό της το μυαλό, Θεέ μου, αυτό της το μυαλό. Πόσο το ζήλευα, πόσο το θαύμαζα.
Πόσο μικρός ένιωθα μπροστά του.
Αυτό το μυαλό σε θέλει. Στο έδειξε με πράξεις. Τι θέλεις, τι άλλο θέλεις;
Φοβάσαι!!!
Φοβάσαι μην το πληγώσεις. Φοβάσαι, φοβάσαι για κάποιον άλλον!
Τι άλλο σημάδι θες ρε ηλίθιε;
Της χαμογέλασα αβέβαια. Μου χαμογέλασε αβέβαια.
-"Πάμε να περπατήσουμε;"
-"Νυχτιάτικα;"
-"Ναι!"
-"Πάμε" μου είπε χαμογελώντας.
Ντύθηκε στο τσάκα-τσάκα.
Μόλις βγήκαμε στην έξοδο της έπιασα το χέρι.
Χεράκι-χεράκι.
Χαμογελούσα σαν ηλίθιος. Πόσα χρόνια είχες να το κάνεις αυτό; Να το κάνεις και να το εννοείς;
Χεράκι-χεράκι κατεβήκαμε μέχρι την πλατεία. Πήγα στο περίπτερο και μας πήρα παγωτά και πήγαμε και κάτσαμε μπροστά στην εκκλησία και τα φάγαμε.
Δεν μιλάγαμε, φάγαμε τα παγωτά μας απολαμβάνοντας ο ένας την σιωπή του άλλου.
Τα λόγια είναι φτώχεια.
Αυτές οι στιγμές, χρυσός.
Ήξερα ότι αυτό που χτυπούσε στην καρδιά μου δεν ήταν έρωτας. Ήξερα μέσα μου ότι ποτέ δε θα γίνει και ότι το "fake it until you make it" δεν λειτουργεί σε αυτές τις περιπτώσεις.
Όμως η καρδιά μου χτύπαγε. Όχι όσο με την Κ. και όχι όπως πολύ αργότερα θα χτυπούσε για την σύντροφό μου αλλά χτύπαγε. Δεν χρειαζόταν κάτι άλλο.
Σηκωθήκαμε και χεράκι-χεράκι γυρίσαμε σπίτι της.
Την έγδυσα φιλώντας την σε όλο της το σώμα, από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
Με έγδυσε φιλώντας με σε όλο μου το σώμα, από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
Εκείνη τη βραδιά, σε εκείνο το κρεβάτι, μετά από έξι ολόκληρα χρόνια, μέσα στα οποία μεσολάβησαν ένας γάμος, δυο-τρεις αρπαχτές και δυο-τρεις επιπόλαιες σχέσεις, έκανα ξανά έρωτα σε μια γυναίκα.
~ Εκείνη ~
Όπως δεν με είχε κοιτάξει ποτέ κανείς.
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Πώς είναι δυνατόν; Ούτε ένα μήνα δεν τον ήξερα. Πώς είναι δυνατόν;
Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα δικά μου αλλά το βλέμμα του άρχισε να σβήνει και να χάνεται σαν τον ήλιο που χάνεται στη θάλασσα πριν πέσει η νύχτα. Με κοίταζε αλλά δε με έβλεπε.
Το έβλεπα, πάλευε μέσα του. Για ποιο πράγμα; Δεν τολμούσα να μαντέψω.
Θυμάμαι που μου είχε γράψει μια θεωρία του στο τσατ για το ποιο ήταν το πραγματικό νόημα πίσω από το μύθο του πιθαριού της Πανδώρας.
-"Το κουτί εννοείς;" τον είχα ρωτήσει.
-"Δεν ήταν κουτί, πιθάρι ήταν" μου απάντησε και συνέχισε "αλλά αυτό είναι λεπτομέρεια. Αλλού είναι η ουσία."
-"Ποια είναι για σένα η ουσία;"
-"Θυμάσαι τι έκανε η Πανδώρα; Έβγαλε το σφράγισμα του πιθαριού και όλα τα κακά και οι αρρώστιες ξεχύθηκαν στον κόσμο. Πρόλαβε και το καπάκωσε όμως και κράτησε μέσα του την ελπίδα."
-"Ναι" του είχα απαντήσει μηχανικά.
-"Σκέψου Χ, σκέψου."
Αρχικά δεν κατάλαβα τι ήθελε να πει. Ξαναδιάβασα προσεκτικά τι μου έγραψε.
Και τότε έγινε μέσα μου το κλικ
-"Τι δουλειά είχε η ελπίδα στο πιθάρι;"
-"Θα με ρίξεις σε κατάθλιψη" μου έγραψε.
-"Το κατάλαβα λάθος;" τον ρώτησα.
-"Ίσα-ίσα, το κατάλαβες σωστά."
Και εκεί τέλειωσε η κουβέντα.
Τι δουλειά είχε η ελπίδα στο πιθάρι με όλα τα κακά;
Μα... μα εκείνη τη στιγμή μου χαμογέλασε. Του χαμογέλασα κι εγώ.
-"Θες να βγούμε έξω να περπατήσουμε, να πάρουμε λίγο αέρα;"
Ούτε που κοίταξα την ώρα, πρέπει να ήταν περασμένα μεσάνυχτα. "Νυχτιάτικα;" τον ρώτησα.
-"Ναι" μου είπε και το πρόσωπό που άρχισε ξαφνικά να λάμπει με έκανε να χαμογελάσω σαν κοριτσόπουλο.
-"Πάμε!" του είπα και ντύθηκα στο τσάκα-τσάκα.
Όταν κατεβήκαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας μου έπιασε το χέρι και ήταν τόσο όμορφο, τόσο τρυφερό. Περπατήσαμε αργά-αργά χωρίς να μιλάμε ρουφώντας τη νύχτα. Από τα αδειανά σοκάκια φτάσαμε σιγά-σιγά στην πλατεία, μια πλατεία που ποτέ δεν κοιμάται. Εκεί, στο περίπτερο πήγε και πήρε δύο παγωτά. Καθίσαμε και τα φάγαμε μπροστά από την εκκλησία, καθισμένοι στο πεζούλι.
Είχα γαληνέψει. Απολάμβανα την παρουσία του, απολάμβανα την άηχη συντροφιά του.
Τον ερωτευόμουν. Δεν είχα ερωτευτεί ποτέ ξανά στη ζωή μου. Το ένιωθα, δεν είχα νιώθει έτσι με άλλον άνθρωπο.
Πάντα ήμουν μόνη μου, αυτάρκης και με αυτιστική προσήλωση στους στόχους τους οποίους έβαζα.
Μα ήμουν μόνη μου.
Ήταν μόνος του. Πάντα ήταν μόνος του.
Μου είχε πει το πρωί ότι του είναι δύσκολο να δεθεί, δύσκολο να ερωτευτεί, να αγαπήσει...
Αλλά όχι αδύνατο.
Τι δουλειά είχε η ελπίδα στο πιθάρι με τα κακά και τις αρρώστιες;
Γιατί ρωτάς αφού το ξέρεις;
Μου χάιδεψε απαλά το πρόσωπο και μου χαμογέλασε. Σηκώθηκε και μου έδωσε το χέρι του και το πήρα στο δικό μου.
Περπατώντας αργά-αργά γυρίσαμε στο σπίτι.
Χεράκι-χεράκι.
Δεν ήμουν πρωτάρα. Έχω κάνει σεξ σε όλες μου τις σχέσεις.
...μα εκείνη τη νυχτιά για πρώτη φορά στη ζωή μου έκανα έρωτα.
~ Εκείνος ~
Πέρασαν δυο μέρες χωρίς να βρεθούμε εκτός της δουλειάς καθώς ήμουν πολύ πηγμένος, είχα φύγει αργά και με όχι ιδιαίτερα καλή διάθεση και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν θέλω παρέα πέραν των σκυλιών μου. Ευτυχώς -και πάλι λόγω της δουλειάς- η Χ. ήξερε ότι όταν είμαι σε διάθεση "μη του μιλάτε του παιδιού" το πλέον φρόνιμο είναι να μου δίνεις πολύ χώρο.
Πέρασε και τρίτη μέρα και αυτή τη φορά το να πάω σπίτι μου χωρίς καν να την πάρω ένα τηλέφωνο ήταν προϊόν γνήσιας, αγνής αφηρημάδας.
Ooops!
Η όποια εμπειρία μου με το αντίθετο φύλο με είχε διδάξει ότι υπάρχουν καταστάσεις που δεν σώζονται με τίποτα και οπωσδήποτε όχι με απλή και άδολη ειλικρίνεια. Τι να της πω "Έλα Χ., συγνώμη αλλά δύο μέρες δεν ήθελα να σε δω και σήμερα ξέχασα ότι υπάρχεις;"
Δε θα το έπαιρνε καλά.
Αποφάσισα λοιπόν, να κάνω αυτό που κάνω πάντα σε loose-loose καταστάσεις: Το μαλάκα με θράσος, χωρίς φόβο, χωρίς πάθος.
Την πήρα τηλέφωνο σα να μην τρέχει τίποτα.
-"Ναι;" εκνευρισμός στη φωνή.
-"Έλα Χ. μου, τι κάνεις;" --τον μαλάκα εγώ.
-"Μπα; Με θυμήθηκες;" με περισσότερα νεύρα.
-"Ξεχνιέσαι κοριτσάρα μου;" --τον μαλάκα πάλι.
Άκουσα κάτι σε "Χρμφμφμμφμφμμφμ"
-"Είπες κάτι Χρουμφίτα μου;" τη ρώτησα αθώα.
-"M. άσε τα κόλπα σε μένα" μου είπε χρησιμοποιώντας το επίθετό μου. Κακό σημάδι "πρόεδρε".
-"Ποια κόλπα; Να φάω τα κόκαλα του Βύντρα αν κάνω κόλπα!"
-"Ποιος είναι πάλι αυτός;"
-"Ο καλύτερος αμυντικός της Πανάθας" της είπα μισοπεριμένοντας να πέσει φωτιά από τον ουρανό και να με κάψει.
-"Με κοροϊδεύεις;" με ρώτησε εκνευρισμένη.
-"Δεν επικαλούμαι το όνομα του Θεού επί ματαίω" της είπα σοβαρά-σοβαρά.
-"Ποιανού Θεού μωρέ, θα με τρελάνεις;"
-"Του Παναθηναϊκού, ποιου άλλου;"
-"..."
-"Δεν σε άκουσα, είπες κάτι;" τη ρώτησα γεμάτος αθωότητα.
-"Θα σου πω τίποτα βαρύ" μου είπε αλλά πλέον χωρίς εκνευρισμό.
-"Εμένα; Που μ' αγαπάς τόσο πολύ-πολύ;" της πέταξα αθώα πριν καν σκεφτώ τι είπα. Τι μαλάκας Θεέ μου, δεν ήταν η μέρα μου. Είχα καταλάβει ότι η Χ. είχε αρχίσει και την δάγκωνε γερά και είχα ορκιστεί στον εαυτό μου να είμαι πολύ προσεκτικός μαζί της, αλλά από την άλλη είμαι και άνθρωπος που έχει βάλει τυρόπιτα στο πλυντήριο.
Νεκρική σιγή.
Δεν σώζεται με τίποτα, το μαλάκα πάλι.
-"Το είχα καταλάβει ότι με ποθείς μόνο και μόνο για το βουδιστικό κορμί μου."
Γέλιο. Λες;
-"Η αλήθεια είναι ότι μου έλειψες τρεις μέρες" της είπα.
Η αλήθεια είναι ότι δεν μου έλειψε τρεις μέρες που ήμουν στην κοσμάρα μου αλλά όταν το συνειδητοποίησα ήθελα να τη δω και να την ακούσω.
-"Δε μου το δείχνεις" είπε με ελαφρύ παράπονο στη φωνή.
-"Δεν το έχω εύκολο Χ. μου" της είπα ειλικρινά.
-"Ουφ, τι θα κάνω με σένα πού 'μπλεξα;"
-"Έχω μερικά πράγματα στο μυαλό μου" της είπα πειρακτικά.
"..."
-"Κόκκινο, δεν ήταν κόκκινο λα λα λα" άρχισα να της τραγουδάω καθώς ένιωσα πως κοκκίνισαν μέχρι και οι πατούσες της. Είναι τόσο χαριτωμένο!
-"Α στα διάλα" είπε βάζοντας τα γέλια.
Γατάκι Neo, έλα να μάθεις μπαλίτσα!
-"Τι κάνεις εσύ;"
-"Τίποτα, γύρισα από το γυμναστήριο, έφαγα μια σαλάτα, θα κάνω ένα ντουζάκι και μετά θα κάτσω να διαβάσω. Εσύ τι θα κάνεις;"
-"Θα σου χαλάσω τα σχέδια. Μην μπεις ακόμα στο ντουζ, σε μισή ώρα θα είμαι εκεί."
-"Είμαι από το γυμναστήριο" μου είπε με απόγνωση.
-"Μ' αρέσει που μου μιλάς βρώμικα" της είπα. "Μη διανοηθείς και μπεις στο ντουζ, σ' έφαγα!" της είπα μιλώντας πολύ σοβαρά.
Ούτε καν της πέρασε από το μυαλό να μου πει "Όχι."
Είτε της πέρασε και δεν το έκανε. Δεν έχει σημασία, το αποτέλεσμα μετράει.
-"Ξεκινάω τώρα" της είπα.
-"Μάλιστα" μου είπε με τόσο φυσικό τρόπο που μου έγινε κάγκελο.
Μου πήρε λίγη παραπάνω ώρα πανάθεμά την Κηφισίας μου μέσα αλλά έφτασα σπίτι της. Μου άνοιξε, ήταν ακόμα με τη φόρμα. Την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα με πάθος και ανταπέδωσε με ενθουσιασμό. Μετά συνειδητοποιήσαμε ότι η πόρτα ήταν ακόμα ανοιχτή ενώ απ' έξω περνούσε ένας γείτονάς της.
Μα τι υπέροχο χρώμα είναι αυτό το κόκκινο;
Εξαιρείται ο ολυμπιακός, εκεί μισούμε για λόγους αρχής.
Κλείσαμε την πόρτα αλλά πριν πάμε στο μπάνιο, κάναμε μια επίσκεψη στο δωμάτιό της. Βασικά την έγδυσα, γδύθηκα, την έριξα στο κρεββάτι και έπεσα πάνω της. Τη φίλησα από το λαιμό μέχρι τα νύχια, εντάξει, όχι τα νύχια, είμαι βιτσιόζος αλλά όχι αυτοκτονικός, από το γυμναστήριο είχε γυρίσει! Όπως και να έχει αυτό δεν με πείραξε καθόλου, η αλήθεια είναι ότι σε αυτό βοήθησαν και τα κρεατάκια τα οποία ξεφορτώθηκα δύο χρόνια αργότερα, για δεύτερη φορά, πανάθεμά τα κι αυτά.
Δεν ήταν έρωτας αυτή τη φορά, ήταν αγνό άγριο σεξ.
Τη γύρισα και κάθισε πάνω μου, τη χούφτωνα και την τσιμπούσα και εκείνη χόρευε, -ναι, χόρευε- πάνω μου.
Μεγάλο ταλέντο η κορασίς, το παραδέχομαι.
Όσο και να το ευχαριστιέμαι το lady on top μου είναι σχεδόν αδύνατο να τελειώσω έτσι αλλά η Χ. δεν είχε αυτούς τους περιορισμούς.
Την έβαλα να κάτσει στα τέσσερα, πράγμα που όπως διαπίστωσα έκανε χωρίς ενδοιασμό αλλά δεν της έκανα και κάποια δυσάρεστη έκπληξη, μπήκα από μπροστά της.
Αυτό που ξεχνάω το προφυλακτικό πρέπει να το λύσω!
Όπως και να έχει επειδή ήταν πολύ αργά για δάκρυα συνέχισα να την παίρνω και όταν ένιωθα ότι πλησιάζει στο τέλος τον έβγαλα έξω και της έκανα πλάτη και κώλο άσπρα. Έτσι κι αλλιώς ντους θα κάναμε.
Η Χ. δεν είπε τίποτα, σηκωθήκαμε και πήγαμε στο ντους. Άνοιξε το νερό και χώθηκε από κάτω και με κοίταξε που την κοίταζα.
-"Δεν θα έρθεις;"
-"Είναι καλό το νερό;"
-"Μια χαρά είναι."
-"You are a hell spawn, εγώ θα λιώσω σ' αυτή τη θερμοκρασία!"
Έβαλε τα γέλια και κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία χαμήλωσε το νερό σε κάτι που το θεωρούσε χλιαρό ενώ εγώ ήθελα να βάλω τα κλάματα. Γυναίκες, τι να πεις;
Είχα εξαιρετική διάθεση και με είχε πιάσει η μαλακία μου οπότε μας έφαγε αρκετή ώρα να κάνουμε αυτό το ρημαδοντούζ αλλά από τις αντιδράσεις της είδα ότι το διασκέδαζε εξίσου. Βέβαια όταν βγήκα από το ντους χωρίς την πετσέτα προκαλώντας μια μικρή Βενετία σταμάτησε να το διασκεδάζει αλλά της χαμογέλασα αθώα και έδωσε τόπο στην οργή.
Και τότε παρατήρησα ότι είχε πάρει δεύτερη οδοντόβουρτσα.
Τον τυφλό μαλάκα με θράσος, χωρίς φόβο, χωρίς πάθος, γιατί εκείνη τη στιγμή δεν είχα καμία απολύτως διάθεση να το διαχειριστώ. Θα χρησιμοποιούσα αργότερα στοματικό διάλυμα, χά!
Χου! μου είπε το αγαπητό μου σύμπαν.
-"Δε θα πλύνεις τα δόντια σου;" με ρώτησε με -κρυμμένη από μερικούς τόνους αμαρτίας- αθωότητα στη φωνή.
Βγαλ' τη σκούφια σου και βάρα την. Καλή κατάποση κύριε Μ. είπα στον εαυτό μου.
-"Σ' ευχαριστώ που με σκέφτηκες" της είπα προσπαθώντας να το εννοήσω, νομίζω ότι τα κατάφερα πάντως.
Πλύναμε τα δόντια μας και πρώτος εγώ και μετά εκείνη γυρίσαμε στο δωμάτιο. Μου έδωσε το laptop της και χαζολόγησα στο δίκτυο ενώ εκείνη διάβαζε το "Θείο Πέτρο" του Δοξιάδη που της είχα συστήσει.
-"Με χαρά παρατηρώ ότι είσαι λιγότερο τζαζεμένος απ' ότι ο Θείος Πέτρος" μου είπε ξαφνικά.
-"Ευχαρίστως θα το αντάλλαζα με το μυαλό του."
πάυση
-"Η το δικό σου" συμπλήρωσα.
Με κοίταξε εξεταστικά.
-"Μια χαρά είναι και το δικό σου. Έχει πάρει λίγο σασί αλλά γι αυτό μ' αρέσεις" μου είχε χαμογελώντας.
Ξυστά μου πέρασε.
-"Ίσως, αλλά δεν είναι σαν το δικό σου, Χ. μου" της είπα "και άσε τις περιττές μετριοφροσύνες."
-"Συνέχεια μου το λες αυτό" μου απάντησε.
-"Ναι, και αν νομίζεις ότι μ' ενοχλεί κάνεις λάθος. Well, μ' ενοχλεί που το δικό μου δεν είναι αυτού του διαμετρήματος αλλά το θαυμάζω με όλη μου την ψυχή."
-"Αφού είσαι άθεος" μου είπε πειράζοντάς με.
-"Αγνωστικιστής είμαι μικρό μου πόνυ, αλλά you get the idea!"
Δεν της το είπα για να την καλοπιάσω, πραγματικά το εννοούσα. Το θαύμαζα αυτό το μυαλό.
Κάτι πήγε να πει αλλά την έκοψα. "Μην πεις κάτι, μη μου το χαλάς. Σε θαυμάζω, άσε με να σε θαυμάζω."
-"Δε θα μιλήσω" μου είπε και συνέχισε "θα κάνω κάτι άλλο με το στόμα μου" και παρόλο που κοκκίνησε μου έκλεισε το μάτι πονηρά.
Όχι, δεν το περίμενα.
Με πήρε στο στόμα της και το ευχαριστήθηκα με την ψυχή μου. Έβαλε όλη της την τέχνη και το κεφάλι της κινούνταν υπάκουα στο ρυθμό που της έδινε το χέρι μου. Λόγω του ότι επίσης μου είναι δύσκολο να τελειώσω έτσι και επειδή πραγματικά το απολάμβανα δεν ήθελα να σφιχτώ αλλά δίνοντας τον καλύτερό της εαυτό για τόση ώρα άρχισε να κουράζεται. Σφίχτηκα, κράτησα την ανάσα μου για λίγο και της πλημμύρισα το στόμα με ότι είχε μείνει από τον προηγούμενο γύρο.
Με κοίταξε, μου χαμογέλασε και κατάπιε κρατώντας το χαμόγελό της.
...και η καρδιά μου έλιωσε.
~ Εκείνη ~
Ο Γ. κοιμόταν δίπλα μου του καλού καιρού κι εγώ το είχα ρίξει στην ταβανοθεραπεία.
Τρεις μέρες με είχε αφήσει να βράζω στο ζουμί μου ο κύριος. Και τις δύο πρώτες να του τις συγχωρήσω αλλά σήμερα; Ευτυχώς είχα το γυμναστήριο και ξέσπασα εκεί. Γύρισα σπίτι και έφτιαξα να φάω μια σαλάτα την οποία έφαγα μηχανικά. Ήμουν έτοιμη να μπω στο μπάνιο όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Στην αρχή σκέφτηκα να μην απαντήσω αλλά αυτά είναι παιχνιδάκια για μικρότερες ηλικίες. Τον εκνευρισμό μου πάντως δεν τον έκρυψα όταν του απάντησα.
Η διάθεσή μου καλυτέρεψε όταν συνειδητοποίησα ότι ο Γ. είχε καταλάβει ότι είχε κάνει γκάφα από αυτά που μου έλεγε και κυρίως από τον τρόπο που μου τα έλεγε. Τον άφησα να βράσει κι αυτός λίγο στο ζουμί του ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζα αλλά δεν μπόρεσα να κρύψω το παράπονο στη φωνή μου όταν του είπα ότι δεν μου δείχνει ότι του είμαι κάτι.
-"Δεν το έχω εύκολο Χ. μου"
Τι θα κάνω μαζί του; Είχα αρχίσει που είχα αρχίσει να τον ερωτεύομαι ήρθε και το προχθεσινό μετά τη βραδινή βόλτα και με απόκανε. Ο ίδιος ήταν στην κοσμάρα του αλλά εδώ που τα λέμε ο Γ. είναι πάντα στην κοσμάρα του. Δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω του, ακριβώς το αντίθετο αλλιώς δεν θα επιβίωνε στη θέση του, είναι ότι αρνείται σχεδόν με πάθος να δώσει δεκάρα για πράγματα που είναι έξω από την άμεση οπτική του. Κάνει χαβαλέ σε όλους, τους πειράζει όλους, τσακώνεται με όλους και μετά από δευτερόλεπτα το έχει ξεχάσει-
Τις προάλλες είχε τσακωθεί με τον προϊστάμενό του, τους άκουσε όλο το κτήριο. Όταν τέλειωσαν τα μπινελίκια, ξαφνικά χαμογελάει και του λέει: "Πάμε για τσιγάρο γιατί γκαγκάνιασα;"
"Δε γαμιέται", λέει ο άλλος, "πάμε" και πήγαν στο καπνιστήριο και άρχισαν να μιλάνε για το Galactica.
Είναι τρελλοί αυτοί οι Ρωμαίοι.
-"Ουφ, τι θα κάνω μαζί σου;"
-"Έχω κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες" μου είπε με πειρακτική φωνή.
Και όχι μόνο εσύ, μοσιού.
Μου είχε λείψει αλλά με έβγαλε από τη δύσκολη θέση να του ζητήσω να έρθει καθώς αυτοπροσκλήθηκε!
Ούτε να πλυθώ δε με άφησε ο λυσσάρης! Όχι ότι με χάλασε, μην είμαι ψεύτρα.
Είχα πολύ καλή διάθεση, τόσο από το σεξ που κάναμε όσο και από τα καραγκιοζιλίκια που έκανε στο ντουζ. Επίσης μοσιού, να ξέρεις κοκκινίζεις κι εσύ, αμ τι νόμιζες; Σε είδα με την οδοντόβουρτσα!
Είχε κάτσει δίπλα μου και χαζολογούσε στο δίκτυο ενώ εγώ διάβαζα το Θείο Πέτρο και την εικασία του Γκόλντμπαχ που μου είχε προτείνει. Έχω γνωρίσει κάμποσους τζαζεμένους μαθηματικούς, τόσο εδώ όσο και στο Στάντφορντ που έκανα το διδακτορικό μου στη θεωρία υπλογισμού. Ο Γ. δεν ήταν ακριβώς τζαζεμένος, ήταν απλά στην κοσμάρα του αλλά με διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικούς λόγους. Τα tabs του browser που είχε ανοιχτά ήταν ένα ασύλληπτο ανακάτεμα από τα πιο ετερόκλητα πράγματα και πήδαγε από τη μία καρτέλα στην άλλη δείχνοντας το ίδιο ενδιαφέρον.
Του το είπα κιόλας αλλά εκείνος το γύρισε πάλι σε μένα. Δεν ήταν ο πρώτος που είχε προσέξει το μυαλό μου αλλά σίγουρα ήταν ο μόνος που τον είχε μαγνητίσει τόσο. Μπορεί να γίνομαι στερεοτυπική και ομολογώ ότι η κρίση μου βασίζεται μόνο σε προσωπικές μου εμπειρίες αλλά στους άνδρες που είχα σχετιστεί δεν τους άρεσε που ήμουν πιο έξυπνη. Ο Γ. με θαύμαζε χωρίς να με φθονεί και αν και ομολογώ ότι ο τρόπος που μου συμπεριφερόταν με προβλημάτιζε έντονα ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήταν από κάποιο κόμπλεξ.
Από τον τρόπο που λειτουργούσε είχα γρήγορα καταλάβει ότι είναι άνθρωπος που θέλει να γίνεται το δικό του και στην εργασιακή αλλά και στην προσωπική του ζωή και αν και στην εργασιακή σου έδινε πάντα χρόνο και χώρο να διαφωνήσεις και να τον πείσεις στην προσωπική του ζωή ήταν επέλαση και όποιον πάρει ο χάρος, του εαυτού του συμπεριλαμβανομένου.
Ή τουλάχιστον έτσι είχα καταλάβει.
Δεν είμαι άνθρωπος που του αρέσει να άγεται από άλλους αλλά μαζί του δε μου έβγαινε αλλιώς και αυτό με προβλημάτιζε και με γοήτευε ταυτόχρονα και ήταν και η πηγή των προβληματισμών μου καθώς δεν μπορούσα να το εξηγήσω.
Δεν ξέρω.
Ίσως η εξήγηση να είναι στο πως χοροπήδησε η καρδιά μου όταν τον κοίταξα στα μάτια και κατάπια κρατώντας το χαμόγελο μου.
-"Έχει αξία γιατί το κάνεις για μένα"
Αυτή η φράση κλωθογύριζε στο μυαλό μου συνεχώς και δεν έλεγε να φύγει.
Και ο κύριος δίπλα μου ροχάλιζε του καλού καιρού!
. . .
Πέρασε έτσι μία εβδομάδα. Στη δουλειά -πέραν του χαβαλέ που έκανε όπως και με όλους τους υπόλοιπους- ήταν πολύ τυπικός μαζί μου και η Ε. είναι και η μόνη που το ήξερε. Ο ίδιος μου είχε πει ότι δεν το είχε πει σε κανέναν στη δουλειά και ότι δεν έβρισκε κάποιο λόγο να το κάνει. Ευτυχώς δύο-τρεις φορές που είχαμε πάει μαζί δεν μας είχε πετύχει κάποιος στο parking αλλά αργά ή γρήγορα η τύχη μας θα τελείωνε.
Ήμουν σε μια πολύ βαρετή συνάντηση και η ειδοποίηση ότι είχα μήνυμα ήταν πολύ ευχάριστο distraction. Ήταν από τον Γ. και το άνοιξα για να το διαβάσω.
Τι το ήθελα;
"Θέλω να γονατίσεις γυμνή μπροστά μου και να στον καρφώσω μέχρι το λαιμό."
Κοκκίνισα και υγράνθηκα.
-"Τι έπαθες εσύ;" με ρώτησε ο Ν. γεμάτος περιέργεια.
Τι να του απαντήσω; Τι να κάνω;
-"Με συγχωρείτε για λίγο" είπα και σηκώθηκα να βγω σχεδόν τρέχοντας.
-"Είσαι καλά;" με ρώτησαν με ανησυχία.
-"Ναι, καλά είμαι, συγνώμη, επιστρέφω αμέσως."
Πανάθεμά τον.
Ο Γ. ήταν ακουμπισμένος στην πόρτα απέναντι από το meeting room και μου χαμογέλαγε αυτάρεσκα.
-"Θα σε πνίξω" του είπα ψιθυριστά.
-"Να δούμε ποιος ποιον" μου είπε χαμογελώντας ακόμα περισσότερο.
Και να ήταν μόνο αυτό;
Μία ώρα μετά πήγα να του κάνω παρέα στο κλιμακοστάσιο απέναντι από την είσοδο του γραφείου του. Αφού έκανε το τσιγάρο του, έβγαλε το πουκάμισο από το παντελόνι, ξέσφιξε τη γραβάτα, ανακάτεψε τα μαλλιά του και βγήκε φωνάζοντας από την πόρτα "Πίσω λυσσάρα, θα με γκανιάσεις!" κάνοντας με τα χέρια του το σταυρό.
Ήθελα να ανοίξει η Γη να με καταπιεί καθώς όλοι στο γραφείο του γύρισαν και μας κοίταξαν.
Μου έστειλε ένα άηχο φιλάκι και πήγε και κάθισε στο γραφείο του γελώντας.
Από τη μία ήθελα να τον πνίξω και από την άλλη...
Ήμουν ερωτευμένη.
Yeap.
Το ίδιο βράδυ στο σπίτι μου είχαμε περίπου τη σκηνή που μου είχε περιγράψει στο SMS. Ο κύριος καθισμένος σαν πασάς στα Γιάννενα στην πολυθρόνα, με το ένα χέρι στο τσιγάρο και το άλλο στην πορτοκαλάδα του και εγώ γυμνή, γονατισμένη μπροστά του και με το πέος του στο στόμα μου.
...και μετά με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα.
...και μετά με ξαναπήρε από πίσω.
Και να σας πω; Μπορεί να με πόνεσε πάλι το ίδιο αλλά αυτή τη φορά...
...αυτή τη φορά το ευχαριστήθηκα.
~ Εκείνος ~
Όταν λέμε η καρδιά μου έλιωσε το εννοούμε. Η εικόνα της Χ. να χαμογελάει καθώς κατάπινε δεν ήταν απλά ερωτική. Ήταν… ήταν κάτι άλλο.Η καρδιά μου χτύπαγε. Είχε χρόνια να το κάνει, είχε χρόνια να μου θυμίσει ότι υπάρχει.
Και η Χ. χαμογέλαγε.
Της έκανα νόημα να έρθει σε μένα και ξάπλωσε στην αγκαλιά μου. Την κράτησα σφιχτά και τη χάιδεψα.
-«Σ’ ευχαριστώ.» της είπα.
Δεν απάντησε, δεν υπήρχε λόγος να απαντήσει. Τη χάιδευα απαλά και χωρίς να το καταλάβω βυθίστηκα στον ύπνο.
Πέρασαν μερικές μέρες έτσι. Δεν βλεπόμασταν κάθε βράδυ και η αλήθεια είναι ότι χρειάζομαι το δικό μου χρόνο ωστόσο ακόμα και τις μέρες που δεν βλεπόμασταν δεν την ξεχνούσα.
Ποιος να μου το ‘λεγε!
Προσπαθούσα να καταλάβω τι ένιωθα για τη Χ.
Καταρχάς ένιωθα και αυτό πήγαινε βαθύτερα από τη σαγήνη που μου προκαλούσε το μυαλό της.
Θυμάμαι ωστόσο πώς ένιωθα για την Κ.
Η μνήμη δεν είναι αξιόπιστη, το ξέρω. Μήπως τα θυμάμαι λάθος; Μήπως τα όσα έγιναν αλλοίωσαν την μνήμη και αντί να θυμάμαι την πραγματικότητα θυμάμαι μια εξιδανικευμένη εκδοχή της;
Αλλά πάλι με την Κ. δεν ήθελα, δεν χρειαζόμουν, κανένα “alone time”. Θυμάμαι πως χτύπαγε δυνατά η καρδιά μου κάθε στιγμή που ήμουν μαζί της και πόσο μου έλειπε όταν δεν ήμουν. Δεν την χόρταινα, δε μπορούσα να τη χορτάσω.
Η Χ. με ερωτευόταν αν δε με είχε ήδη ερωτευτεί.
Κι εγώ;
Τι θα έκανα αν μου πέταγε κανένα «Σ’ αγαπάω;»
Αν μια κατάσταση μπορείς να την ελέγξεις τότε έλεγξέ την και σταμάτα να ανησυχείς. Αν μια κατάσταση είναι πέρα από τον έλεγχό σου τότε πάρε μέτρα για όλα τα ενδεχόμενα και σταμάτα να ανησυχείς.
Το μόνο μέτρο που μπορούσα να πάρω ωστόσο δεν ήθελα να το πάρω.
Πώς να της δείξω να καταλάβει ότι πρέπει να κρατήσει πράγματα για τον εαυτό της; Πώς πρέπει να της δείξω ότι δεν πρέπει να αφεθεί με βάρκα την ελπίδα;
Μια τρύπια βάρκα που μπάζει νερά εδώ και 30 χρόνια;
Επιλογές… όλα είναι επιλογές. Την έκανε τη δική της, την έκανες τη δική σου. Σταμάτα να ανησυχείς.
Είχα ανέβει τυχαία στο 2ο όροφο και την είδα να μπαίνει στο meeting room με καμιά δεκαριά άλλους νοματαίους. Ήταν τόσο όμορφη.
Το διαβολάκι ξύπνησε μέσα μου. Πήγα εκεί που έπρεπε να πάω, τους ξεπέταξα στα γρήγορα και μετά πήγα έξω από το meeting room. Δυστυχώς είχαν τα ρολά κατεβασμένα.
Γαμώτο!
Άνοιξα το κινητό μου και της έστειλα μήνυμα. «Θέλω να γονατίσεις γυμνή μπροστά μου και να στον καρφώσω μέχρι το λαιμό.»
Καύλωσα στη σκέψη.
Πάτησα το “Send” και ακούμπησα στην κάσα περιμένοντας την αντίδρασή της.
Δεν πρέπει να πέρασε πάνω από μισό λεπτό όταν άνοιξε η πόρτα και βγήκε από μέσα η Χ. κόκκινη σαν αστακός πράγμα το οποίο με έκανε να χαμογελάσω σαν κρετίνος.
«Θα σε πνίξω» μου είπε άηχα.
«Άντε και θα δούμε ποιος» της είπα κλείνοντας της το μάτι και συνέχισα «Όταν τελειώσεις τη συνάντηση, έλα από το γραφείο μου να μου κάνεις παρέα στο τσιγάρο.»
Πήρε μερικές ανάσες και επανήλθε στο χρώμα της. Της έστειλα ένα άηχο φιλάκι και κίνησα προς το ασανσέρ.
Πράγματι, περίπου μία ώρα αργότερα κατέβηκε στο γραφείο μου. Όσο με περίμενε στην πόρτα έστριψα το τσιγάρο, πήρα τον αναπτήρα και σηκώθηκα.
Αλλά δεν την πήγα στο καπνιστήριο.
Πήγα στο κλιμακοστάσιο απέναντι ακριβώς από το γραφείο. Τυπικά απαγορεύεται το κάπνισμα εκεί αλλά ήθελα να τη δω μόνη της.
Μπήκαμε στο κλιμακοστάσιο και κάθισα πίσω ακριβώς από την πόρτα ώστε να την εμποδίσω να ανοίξει. Της έκανα νόημα να με πλησιάσει και όταν το έκανε την έσφιξα πάνω μου και της έδωσα ένα παθιασμένο φιλί που της έκοψε την ανάσα ενώ το χέρι μου χούφτωσε από κάτω τα οπίσθιά της.
Αν κατέβαινε κάποιος από το κλιμακοστάσιο θα έβλεπε μια πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα.
Η Χ. ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό.
Σταμάτησα το φιλί και κάθισα στα σκαλιά ενώ εκείνη στεκόταν όρθια μπροστά μου. Ήθελα να τη γλείψω όπως είναι αλλά… Αντιθέτως άναψα το τσιγάρο.
-«Ρεζίλι έγινα» μου είπε μισομαλώνοντάς με.
-«Γιατί μωρό μου;» της είπα αθώα.
Δεν την είχα ξαναπεί μωρό μου. Το βλέμμα της σπινθήρισε.
-«Αφού ξέρεις ότι κοκκινίζω.» μου είπε παραπονεμένα.
-«Γι αυτό ακριβώς το κάνω» της είπα και της έκλεισα το μάτι.
-«Ουφ, τι θα κάνω με σένα;»
-«Θα χαλαρώσεις και θα το απολαύσεις.» της είπα.
-«Εσύ το απολαμβάνεις;» με ρώτησε
-«Όσο δεν φαντάζεσαι, κοριτσάρα μου. Όσο δεν φαντάζεσαι.»
Μου χαμογέλασε.
Έβγαλα το μισό μου πουκάμισο από το παντελόνι.
Η Χ. με κοιτούσε με απορία.
Χαλάρωσα τη γραβάτα.
Ανακάτεψα το μαλλί μου.
Πριν προλάβει να με ρωτήσει τι κάνω άνοιξα την πόρτα με ύφος ανθρώπου που ετοιμάζεται να γίνει γεύμα από πεινασμένο βρικόλακα.
«Πίσω, λυσσάρα, θα με ξεζουμίσεις»
Όλοι στο γραφείο μας κοίταξαν με ενδιαφέρον.
Έκανα με τα χέρια μου σταυρό.
Δεν την έχω ξαναδεί τόσο κόκκινη. Έβαλα τα γέλια. Η Χ. από τη μία φαινόταν να εύχεται να ανοίξει η γη να την καταπιεί και από την άλλη να με ξεκοιλιάσει και να με στραγγαλίσει με τα ίδια μου τα άντερα.
Της έστειλα ένα φιλάκι και κάθισα γελώντας στο γραφείο μου.
Δεν έβλεπα την ώρα να έρθει η ώρα να σηκωθούμε να φύγουμε. Της έγραψα στο messenger πως όταν ήταν να φύγει να με πάρει τηλέφωνο.
Η ώρα πέρασε βασανιστικά αργά αλλά πέρασε. Κατεβήκαμε μαζί στο πάρκινγκ, δεν μας είδε κανείς αλλά ειλικρινά; Στα @@ μου και αν μας έβλεπαν.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και βγήκαμε στην απογευματινή κίνηση μιλώντας περί χαλαρά για θέματα της δουλειάς.
-«Τι θα κάνουμε;» με ρώτησε.
-«Αυτό που σου έστειλα στο μήνυμα.» της δήλωσα.
-«Είσαι τόσο ρομαντικός» μου είπε πειρακτικά.
-«Σουβλάκια μετά» της είπα εξίσου πειρακτικά.
Η γλυκιά προσμονή, η καρδιά μου που επιτέλους χτυπούσε, η καλή της διάθεση, η όμορφη μέρα μου είχαν φτιάξει απίστευτα τη διάθεση.
Ανεβήκαμε σπίτι της, μπήκαμε μέσα αλλά δεν πήγαμε στο δωμάτιό της.
Όχι.
Κάθισα αναπαυτικά στην πολυθρόνα και τη διέταξα να γδυθεί.
Δίστασε για λίγο αλλά υπάκουσε.
Έστριψα ένα τσιγάρο και το άναψα. Η Χ. ήταν γυμνή και στέκονταν όρθια μπροστά μου.
Ξεκούμπωσα το παντελόνι μου και το μποξεράκι μου και τα έβγαλα.
-«Γονάτισε» τη διέταξα.
Η Χ. γονάτισε μπροστά μου χαμογελώντας και ήμουν που ήμουν, απέγινα.
Με κοίταξε.
-«Πάρε με στο στόμα σου, μωρό μου» της είπα. «Πάρε με και σάλιωσέ τον καλά.»
Αυτή τη φορά δεν θα είχαμε «δράματα». Κατάλαβε τι είχα στο μυαλό μου. Έπιασε τα μαλλιά της πίσω και με πήρε στο στόμα της.
Την άτιμη!
Το έκανε τόσο καλά που δεν μου έκανε καρδιά να τη σταματήσω.
Με τα χίλια ζόρια τη σταμάτησα. Σηκώθηκα όρθιος και έβγαλα και τα από πάνω μου και έμεινα τελείως γυμνός.
Όπως ήταν γονατισμένη τον ακούμπησα στο στόμα της. Το άνοιξε και με πήρε όλο μέσα της και άρχισε πάλι να με τσιμπουκώνει βάζοντας όλη της την τέχνη.
Την άτιμη!
-«Λατρεύω τον ενθουσιασμό σου αλλά ξέρεις τι θέλω.» της είπα σταματώντας την εκ νέου.
Με κοίταξε στα μάτια.
Ναι, ήξερε τι θέλω και θα μου το έδινε με την καρδιά της.
Την έβαλα να κάτσει στην πολυθρόνα ακουμπώντας την πλάτη της και τουρλώνοντας το κωλαράκι της. Της έβαλα δάχτυλο μπροστά και άρχισα να παίζω με το μουνάκι της μέχρι που το έκανα να στάζει. Μετά το έβαλα απαλά στην πίσω της τρυπούλα και σιγά-σιγά το έβαλα όλο μέσα.
Ήθελα να την πάρω από πίσω αλλά δεν ήθελα να την πονέσω.
Πάει, χάλασα!
Όπως και την πρώτη φορά μπήκα σιγά-σιγά μέσα της. Όταν μπήκα όλος, τραβήχτηκα σχεδόν μέχρι έξω και ξανά πάλι μέσα, εξίσου σιγά. Η Χ. στέναξε και ο στεναγμός της ήταν μείξη πόνου και καύλας.
Άρχισα να κινούμαι πιο γρήγορα και πιο γρήγορα και πιο γρήγορα. Έμπαινα μέσα της όλος και έβγαινα μέχρι έξω και με τη μανία που είχα δυο-τρεις φορές μου βγήκε τελείως.
Είχα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών μου καθώς την έπαιρνα και είχαν αρχίσει να πονάνε αλλά δε με ένοιαζε. Το ευχαριστιόμουν και το ευχαριστιόταν και εκείνη.
Ήταν ακόμα καλύτερο από την πρώτη φορά που την πήρα από πίσω. Τέλειωσα βαθιά μέσα της με σπασμούς χωρίς να σταματήσω να κινούμαι. Ήταν πολύ έντονος οργασμός και κράτησε παραπάνω από το συνηθισμένο μου.
Ήταν…
Τραβήχτηκα και αφηρημένος της έριξα μια δυνατή στα κωλομέρια χωρίς να καταλάβω καλά-καλά τι έκανα.
Με κοίταξε.
Την κοίταξα.
-«Ένα» της είπα.
Της έριξα και δεύτερη.
-«Δύο» μου είπε χαμογελώντας.
~ Εκείνη ~
-"Γονάτισε" με διέταξε.Το σεξ με το Γ. ήταν... τι ήταν;
Εννοώ το σεξ είναι σεξ. Ναι, μαζί του έκανα πράγματα που δεν είχα ξανακάνει αλλά ωστόσο ακόμα και αυτά που είχα ξανακάνει γινόντουσαν με διαφορετικό τρόπο από αυτό που είχα μάθει. Δεν ήταν ότι πως οι προηγούμενοι δεν μου είχαν ζητήσει να κάνω γι αυτούς αλλά ήταν... ήταν τελείως διαφορετικό. Είναι που ζητούσαν παρακλητικά; Ήταν ο δισταγμός που έδειχναν; Ο Γ. έκανε σεξ με τον ίδιο τρόπο που θα ζητούσε ένα ποτήρι νερό. Το έκανε με μια αδιάφορη βεβαιότητα ότι θα ζητήσει κάτι και θα γίνει. Ακόμα και την πρώτη φορά που χμμμμ που με πήρε από πίσω, το ζήτησε, το απαίτησε καλύτερα και έκαμψε όλες τις αντιρρήσεις μου με τρόπο που με είχε εξοργίσει. Με έκανε να θέλω εγώ η ίδια να του το δώσω παρά το γεγονός ότι ο άλλος μου μισός εαυτός ούρλιαζε με λύσσα.
Και το χειρότερο ήταν η συνειδητοποίηση ότι όταν το έκανα μου άρεσε παρόλο που ταυτόχρονα το μισούσα. Αλλά τι πραγματικά μισούσα; Την πράξη; Το γεγονός ότι το έκανα γι αυτόν; Ο άλλος μου μισός εαυτός ήθελε να τον ικανοποιήσει, γιατί; Τι με έσπρωχνε να το κάνω;
Ήθελα ταυτόχρονα να γονατίσω μπροστά του και να τον ικανοποιήσει με όποιο τρόπο του άρεσε και από την άλλη να του φέρω το τραπεζάκι στο κεφάλι.
Ναι, ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Κι έπειτα;
Ήταν ο έρωτας που ένιωθα για εκείνον ή ήταν κάποιο εσωτερικό, αυτιστικό μου challenge να αποδείξω ότι μπορώ να κάνω θυσίες για... για ποιο πράγμα;
Δεν ήξερα τι νιώθει ή για να είμαι ακριβής, δεν ήξερα την ένταση των συναισθημάτων του. Τις τελευταίες μέρες ήταν διαφορετικός μαζί μου, αποζητούσε την παρέα μου, ακόμα και όταν πήγαινε σπίτι του και δεν βλεπόμασταν, με έπαιρνε τηλέφωνο και μιλούσαμε και στο messenger.
Ο Γ. με κοίταζε με το γνωστό του "σκοτεινό" -δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω αλλιώς- χαμόγελο. Η ματιά του είχε προσμονή, είχε πρόκληση, είχε παιχνίδισμα, είχε μελαγχολία... αλλά τέλος πάντων το τελευταίο είναι μόνιμο αν έχεις τα μάτια να το δεις.
Δεν είχε όμως παράκληση.
Αφού θέλεις να το κάνεις, γιατί το ζαλίζεις;
Του χαμογέλασα και γονάτισα μπροστά του. Νά' το πάλι αυτό το σπινθήρισμα στο βλέμμα που με κάνει και λιώνω. Πανάθεμά τον και αυτόν κι εμένα μαζί.
-"Πάρε με στο στόμα σου μωρό μου. Σάλιωσέ με καλά."
Ήταν ταυτόχρονα τρυφερός και απαιτητικός. Δεν ξέρω... δεν ξέρω πως να το πω. Κατάλαβα που το πήγαινε, ήθελε να με πάρει πάλι από πίσω και αυτή τη φορά... αυτή τη φορά ήθελα να του το δώσω...
...μόνο και μόνο γιατί μου το ζήτησε.
"Έχει αξία για μένα, Χ."
Έπιασα τα μαλλιά μου από πίσω και τον πήρα στο στόμα μου. Έβαλα όλη μου την τέχνη γιατί... γιατί ήθελα να το ευχαριστηθεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.
Ο Γ. το πήρε αλλιώς και μετά από λίγο με σταμάτησε.
-"Μ' αρέσει ο ενθουσιασμός σου αλλά ξέρεις τι θέλω."
Ναι, ξέρω, δεν το κάνω για να το αποφύγω, βλάκα! Το κάνω για να σε ευχαριστήσω όσο περισσότερο μπορώ.
Τον κοίταξα στα μάτια και η ματιά μου του είπε "ναι, ξέρω τι θέλεις και θα το κάνω. Για σένα."
Με σήκωσε και με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα στην πολυθρόνα. Έβαλε το δάχτυλό του μέσα μου και άρχισε να με παίζει μέχρι που άρχισα να ξεφυσάω από την καύλα και την προσμονή. Μετά έβαλε το δάχτυλό του στην πίσω μου τρυπούλα και έσπρωξε σιγά και απαλά μέχρι που μπήκε όλο μέσα. Πονούσα και εκτός από τον πόνο η αίσθηση ήταν εξαιρετικά ενοχλητική. Ωστόσο... ωστόσο...
Τον ήθελα να μπει μέσα μου όχι όμως με το δάχτυλό του. Τον ήθελα μέσα μου.
Τράβηξε το δάχτυλό του και ακούμπησε το πέος του στην τρυπούλα μου. Έσφιξα τα δόντια. Ένιωσα τα χέρια του στα μεριά μου καθώς προσπαθούσε να οδηγήσει σωστά το πέος του. Μπήκε λίγο μέσα μου και άρχισε να πιέζει. Ο σφιχτήρας μου πάλευε με τον εισβολέα και αυτό ταυτόχρονα με πονούσε και με ηδόνιζε. Μπήκε σιγά-σιγά όλος μέσα μου και μου ξέφυγε ένα βογκητό πόνου και ηδονής. Τραβήχτηκε σιγά σιγά και ξαναμπήκε σιγά-σιγά και το επανέλαβε κάμποσες φορές μέχρι που με άνοιξε. Και τότε άρχισε να κινείται πιο γρήγορα.
Ήταν ηδονικά απαίσιο, δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς. Με κράταγε πότε από τους ώμους μου, πότε από τη μέση μου, πότε από τα μαλλιά μου και με έπαιρνε με λυσσώδη ενθουσιασμό, τόσο ώστε κάποιες φορές του βγήκε έξω. Το όλο σκηνικό ήταν ταυτόχρονα ερωτικό και αστείο, δεν ξέρω γιατί. Παραλίγο να μου φύγει ένα γελάκι αλλά κρατήθηκα γιατί φοβήθηκα πως θα το πάρει.
Ο Γ. με έπαιρνε με λύσσα και ο πόνος είχε αντικατασταθεί από τσούξιμο και ηδονή. Ένιωσα τα χέρια του να σφίγγουν σα μέγγενη τη μέση μου και το πέος του να κάνει σπασμούς βαθιά μέσα μου χωρίς να σταματήσει να μπαινοβγαίνει. Μπορεί να μην ήταν χμμμ οργασμικό, αλλά ήταν πολύ... πως να το πω; Πολύ όμορφο και ερωτικό.
Με το ζόρι κρατήθηκα, γούστο έχει να έχουμε κανένα ατύχημα στο σαλόνι.
Ευτυχώς, ευτυχώς δεν είχαμε.
Και τότε ο αφιλότιμος μου τράβηξε μια σφαλιάρα στα πισινά που χοροπήδησα με θυμό και απορία.
...και καύλα.
Δεν είμαστε καλά.
Ήταν τόσο απρόσμενο το τελευταίο που ξέχασα να θυμώσω. Γύρισα και τον κοίταξα και τον είδα να χαμογελάει αλλά... τι ήταν αυτό πάλι;
-"Ένα" μου είπε χαμογελώντας με ένα απειλητικά εύθυμο χαμόγελο.
Μετά μου έριξε και δεύτερη, πιο σιγανή αλλά...
Μου άρεσε!!!!
Οκ, αυτό το παιχνίδι το ξέρω κι εγώ μοσιού.
-"Δύο" του είπα με πονηρό χαμόγελο.
Και μετά έπεσε και τρίτη... και τέταρτη... και πέμπτη...
Και δέκατη.
Μετράγαμε εναλλάξ.
Οι σφαλιάρες στα πισινά δεν ήταν όλες με την ίδια ένταση ούτε σε τακτά χρονικά διαστήματα και ήταν... ήταν απίστευτα ερωτικές.
Πάει, τό'χασα τελείως.
Στη δέκατη σταμάτησε και άρχισε να με φιλάει και να με χαϊδεύει με τη γλώσσα του εκεί που πριν λίγο έπεφταν οι σφαλιάρες.
Με σήκωσε από την πολυθρόνα και με φίλησε με πάθος και ανταπέδωσα με το ίδιο πάθος και ενθουσιασμό.
Και μετά... μετά γονάτισε εκείνος μπροστά μου και άρχισε να με φιλάει και να με γλείφει από το πάνω μέρος της καμάρας μέχρι το μουνάκι μου που δεν ντρέπομαι να το πω σχεδόν έσταζε.
Δεν μου είχαν ξανακάνει καλύτερο στοματικό.
Ναι, πρέπει να ακούστηκα... πάλι.
Και μετά, αφού κάναμε μπάνιο με πήγε για σουβλάκια.
Και δεν ξέρω τι λέτε εσείς αλλά ήταν ρομαντικό!
~ Εκείνος ~
Ήταν Σάββατο και ήμασταν καλεσμένοι σε μια μάζωξη. Για την ακρίβεια η μάζωξη ήταν στο σπίτι μιας φίλης της και την είχε καλέσει και έτσι βρεθήκαμε ψηλά στην Πετρούπολη όπου έμενε η φίλη της. Δεν είχα ιδιαίτερη διάθεση, δε μου άρεσαν και δε μου αρέσουν οι μαζώξεις αλλά δεν είχαμε κάνει καμία δημόσια εμφάνιση και είχα δει ότι την έτρωγε και έτσι αποφάσισα να μην της χαλάσω το χατήρι. Φόρεσα ή έστω προσπάθησα να φορέσω την καλή μου διάθεση, την πήρα αλά μπρατσέτα και φύγαμε για τελικό.
Η Χ. που έτσι και αλλιώς ήταν πολύ όμορφη κοπέλα, εκείνο το βράδυ έλαμπε. Παρά το γεγονός ότι ήταν μια απλή μάζωξη είχε ντυθεί λες και θα πηγαίναμε σε δεξίωση του πρέσβη και όταν μου άνοιξε και την είδα μου κόπηκε η ανάσα. Δεν λέω, είμαι φαν του καλού περιτυλίγματος αλλά αυτό που με μαγνήτιζε και με γοήτευε και το θαύμαζα και το ζήλευα και το μακάριζα πάνω της ήταν το μυαλό που κρυβόταν μέσα σε αυτό το όμορφο κεφάλι. Όμως αυτό το περιτύλιγμα εκείνη την βραδιά ήταν...
Θεέ μου, ήταν τόσο όμορφη!
Και όμως αυτή η ρημάδα η καρδιά μου αρνιόταν να χτυπήσει με το ίδιο πάθος που χοροπήδαγε κάποτε με την Κ. και πολύ αργότερα με μια άθλια μαϊμού. Δεν μπορούσα να καταλάβω το λόγο, είχε πάνω της ό,τι θα μπορούσα να ονειρευτώ και ακόμα περισσότερο αλλά η γαμιόλα δε χοροπήδαγε.
Είναι ώρες που μισώ τον εαυτό μου με πάθος για διάφορους λόγους και ένας από αυτούς ήταν αυτό που ένιωθα ή για να είμαι ακριβής αυτό που ΔΕΝ ένιωθα στο βαθμό που επιθυμούσα για τη Χ. Ίσως... ίσως γιατί της έκρυβα ένα μεγάλο μέρος του εαυτού μου; Ίσως γιατί δεν μπορούσε να διαπεράσει αυτό το άβατο που μόνο δύο γυναίκες στη ζωή μου κατάφεραν να το περάσουν;
Δεν ξέρω. Ένιωθα πράγματα γι αυτή που δεν είχα νιώσει για καμίαν άλλη μέχρι τότε εκτός της Κ αλλά...
Μισοερωτευμένος;
Μου πήρε χρόνια να καταλάβω το λόγο, η Χ. δεν ήταν ούτε Κ. ούτε Μ. Και οι δύο ήταν σκληρές μέσα τους, survivors, μεγαλωμένες σε ένα περιβάλλον που ούτε τις κατανοούσε ούτε τις αποδεχόταν πραγματικά.
Γιατί ήταν διαφορετικές.
Η Χ. ήταν επίσης διαφορετική αλλά με άλλο τρόπο. Ήταν ένας άνθρωπος σχεδόν απόκοσμης ιδιοφυΐας που ναι μεν αγαπούσε τη μοναξιά του αλλά πέρα από τις σχέσεις της με αγοράκια -ναι, δεν είναι άντρας αυτός που φοβάται μια πιο έξυπνη γυναίκα, αγοράκι είναι, για να μην πω τίποτα βαρύτερο-, είχε μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον που είχε αναγνωρίσει και καλλιεργήσει το ταλέντο της.
Δε φοβόμουν μόνο για τον εαυτό μου με αυτά που είχα περάσει από την Κ. Φοβόμουν... φοβόμουν ακόμα περισσότερο μην κάνω κάτι και πληγώσω εκείνο το υπέροχο μυαλό.
Όχι γιατί ήθελα να της κάνω κάποιο κακό, όχι.
Οι προθέσεις μπορεί να μετράνε αλλά ακόμα περισσότερο μετράει το αποτέλεσμα.
Η Χ. δεν έφταιγε σε τίποτα να πέσει θύμα της αυτοκαταστροφικότητάς μου.
. . .
Η βραδιά περνούσε σχετικά καλά μέχρι... μέχρι που παίξαμε αλήθεια ή θάρρος.
-"Αλήθεια" είπε η Χ.
-"Είσαι ερωτευμένη;" ήταν η ερώτηση που της έγινε.
Δαγκώθηκα και η Χ. με κοίταξε.
-"Ναι" είπε εξακολουθώντας να με κοιτάει και ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί.
Έκανα ό,τι μαλακία μπορούσα εκείνο το βράδυ, έπαιζα συνέχεια θάρρος. Βγήκα στο μπαλκόνι και τραγούδησα το "Έχω ένα μυστικό", χτύπησα κουδούνια στη γειτονιά και τους ζητούσα κωλόχαρτο, πήρα ένα άγνωστο τηλέφωνο και του είπα "είμαι γκέι και με καίει".
Δεν ήθελα να πω αλήθεια, δεν ήθελα να μου γίνει τέτοια ερώτηση.
Ανοησίες... και η Χ. δεν ήταν χαζή.
Στο αυτοκίνητο όταν φύγαμε ήμασταν αμίλητοι και η μουσική... η μουσική δε βοηθούσε καθόλου. Η Χ. τραγουδούσε και με κοίταζε.
Άννα δεν είναι η βροχή που σου χαράκωσε το βλέμμα.Σταμάτησε να μου τραγουδάει.
Είναι που είσαι μοναχή κι αν τ' αρνηθείς θα είναι ψέμα.
Ξέρω, ξέρω το δάκρυ το καυτό άμα το δω σε μάτια ξένα.
Άννα γιατί να σου κρυφτώ είμαι μονάχος σαν κι εσένα.
Έλα λοιπόν και μην ντραπείς, μα σε παρακαλώ μονάχα.Και μετά ήρθε η σειρά μου.
Πες ότι θες όμως μην πεις, πως μ έχεις αγαπήσει τάχα.
Άννα οι άνθρωποι πονούν και τους φοβίζει το σκοτάδι.Πόσοι για αγάπη δεν μιλούν για να περάσουν ένα βράδυ.Πόσοι δεν λένε σ' αγαπώ και το ξεχνάνε μόλις φέξει.Άννα ποτέ δεν θα στην πω αν δεν την νιώσω αυτή τη λέξη.Άλλαξα σταθμό και φτάσαμε σπίτι της χωρίς να πούμε άλλη κουβέντα.
-"Καληνύχτα" μου είπε και βγήκε από το αυτοκίνητο.
~ Εκείνη ~
Το μυαλό μου είχε μουδιάσει.
Πόσοι δε λένε σ' αγαπώ και το ξεχνάνε μόλις φέξει.Άννα, ποτέ δεν θα στην πω αν δεν τη νιώσω αυτή τη λέξη.Το άκουγα μέσα στο μυαλό μου ξανά και ξανά και ξανά. Με είχε προειδοποιήσει, μου το είχε πει με χίλιους διαφορετικούς τρόπους.
Τι δουλειά είχε η ελπίδα στο πιθάρι;
"Τα όνειρα είναι δωρεάν" μου είχε πει, "το ξύπνημα είναι που κοστίζει".
Συμμαζέψου, είπα στον εαυτό μου. Ενάμιση μήνα τον γνώριζες και δεν τα είχατε καλά καλά ούτε μισό μήνα. Τι περίμενες, να πέσει ξερός από έρωτα επειδή εσύ έχεις πέσει με τα μούτρα στον πρώτο άνθρωπο που δεν σε ήθελε για τον κώλο σου;
Λάθος παράδειγμα.
Ή σωστό. Του άρεσα, το ξέρω, όμως σχεδόν ποτέ δεν με κολάκευε για την εμφάνισή μου σε αντίθεση με το μυαλό μου για το οποίο δεν έχανε ευκαιρία να εκφράζει το θαυμασμό του.
Μήπως τον κόμπλαρε; Μήπως είχε το ίδιο πρόβλημα με όλους μου τους πρώην αλλά από την ανάποδη;
Έπαιζα ναρκαλιευτή στο λάπτοπ μου και δεν τον είχα δει που είχε έρθει από πίσω μου και με κοίταζε. Ένιωσα το βλέμμα του και γύρισα και του χαμογέλασα αλλά αυτός έκανε σα να είχε δει φάντασμα.Μήπως θα έπρεπε να είχα δώσει;
-"Τι;" τον ρώτησα.-"Σημαδεύεις πιο γρήγορα τις νάρκες απ' ότι αν το έκανα εγώ πατώντας στην τύχη σε οποιοδήποτε τετραγωνάκι."-"Χεχε είμαι τυχερή" του είπα.-"Όχι, δεν είσαι."
Όχι, δεν ήμουν.
Μου χάιδεψε το μαλλί και με φίλησε τρυφερά στο κεφάλι.
-"Σε αφήνω, πάω να κλάψω" μου είπε παιχνιδιάρικα και δεν έδωσα περισσότερη σημασία.
Φτάσαμε έξω από το σπίτι μου. Το μυαλό μου ήταν ακόμα μουδιασμένο, αρνούνταν να πάρει στροφές.
Ήθελα να μείνω και πάλι μόνη μου... και δεν ήθελα.
-"Καληνύχτα" του είπα και βγήκα από το αυτοκίνητο.
Δε με ακολούθησε. Μακάρι να με ακολουθούσε αλλά... έπρεπε να το θέλει και ο ίδιος, δεν έχει αξία αλλιώς. Άνοιξα την είσοδο και μπήκα μέσα χωρίς να γυρίσω να ρίξω ούτε ένα βλέμμα.
Μπήκα στο σπίτι μου. Γδύθηκα, ξεβάφτηκα και έπεσα να ξαπλώσω αλλά ο ύπνος δεν ερχόταν. Πήρα ένα βιβλίο και άρχισα να το διαβάζω, μηχανικά στην αρχή αλλά κατάφερε να με απορροφήσει. Με επανέφερε ο χτύπος του κινητού μου. Ήταν ο Γ. και το σήκωσα μηχανικά.
-"Κοιμάσαι;" με ρώτησε.
-"Όχι, δεν έχω κοιμηθεί ακόμα."
-"Μήπως... μήπως ενοχλώ; Θέλεις να κλείσουμε;"
-"Δεν ξέρω τι έχουμε να πούμε Γ. Νομίζω ότι ήσουν εκκωφαντικά ξεκάθαρος."
-"Ναι, ήμουν" μου είπε.
-"Δεν τα έχω μαζί σου Γ. Από την αρχή ήσουν εκκωφαντικά ξεκάθαρος, εγώ ήμουν που έκλεινα τα αφτιά μου."
-"Μετάνιωσες;"
-"Όχι, Γ. δεν μετάνιωσα. Έγινα σοφότερη."
-"Fair."
Σιωπή.
-"Χ. δεν... δεν..."
-"Δε χρειάζεται να πεις κάτι. Θα το ξεπεράσω."
-"Δεν... πώς... πώς να σου δώσω να καταλάβεις;"
-"Νομίζω ότι κατάλαβα ό,τι έπρεπε να καταλάβω" του είπα ψυχρά.
-"Δεν σου αξίζω" μουρμούρισε.
Νευρίασα.
-"Και το αποφασίζεις εσύ για μένα, Γ;"
-"Ναι!" μου είπε και φουντώνοντάς με ακόμα περισσότερο.
-"Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου."
-"Ναι έχω. Και έχω ακόμα μεγαλύτερη για το δικό σου."
-"Ξέρεις κάτι; Μπορεί η πρόθεση να είναι τελείως διαφορετική αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Δε με αντέχεις."
-"Δεν φαντάζεσαι πόσο λάθος έχεις."
-"Δεν φαντάζεσαι πόσο αδιάφορο μου είναι αυτή τη στιγμή κύριε Project Manager! Το αποτέλεσμα μετράει."
Ξεσπούσα πάνω του τον θυμό μου. Ξεσπούσα πάνω του γιατί τον είχα ερωτευτεί ενώ εκείνος όχι. Ξεσπούσα πάνω του γιατί αγνοώντας όσα μου είχε πει πίστευα ότι κάτι... κάτι θα τον αλλάξει. Ξεσπούσα πάνω του γιατί εγώ του έδινα περισσότερα από αυτά που έδινε ή που θα μπορούσε να δώσει.
Κάτω από το σπίτι μου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέρμα τη μουσική. Το άκουσα και από το παράθυρο και από το κινητό.
-"Γ. που είσαι;"
-"Από κάτω."
Πρέπει να είχε περάσει πάνω από μια ώρα που βγήκα από το αυτοκίνητό του. Κοίταξα το ρολόι.
Διόρθωση, ήταν δύο ώρες και κάτι.
-"Δεν έφυγες;" τον ρώτησα με φανερή απορία.
-"Όχι" μου είπε.
-"Και τι κάνεις;"
-"Μιλάω μαζί σου."
-"Και πριν τι έκανες;"
-"Τίποτα."
-"Γιατί δεν έφυγες;"
-"Γιατί δεν έχω που να πάω."
-"Σπίτι σου;"
-"Και με όλο το σύμπαν διαθέσιμο Χ, πάλι δεν έχω που να πάω."
-"Τι θες από εμένα ρε Γ;" τον ρώτησα με πίκρα.
-"Τίποτα."
-"Και τότε τι θες;"
-"Έχει σημασία;"
-"Ναι, έχει. Για μένα τουλάχιστον έχει."
-"Γιατί;"
Σιωπή.
-"Δεν... δεν σου αξίζει να περνάς το μαρτύριο της σταγόνας. Ίσως είναι καλύτερα έτσι" μου είπε.
Σιωπή.
-"Πριν φύγω θέλω να σου πω κάτι, μπορείς να μου ανοίξεις λίγο την πόρτα; Δεν θα μπω μέσα αλλά θέλω να σε κοιτάζω στα μάτια."
-"Όχι."
Πέρασε ένα λεπτό ίσως και δύο.
-"Ακόμα κι έτσι... Ναι, δεν είμαι ερωτευμένος... αλλά να με πάρει ο διάολος αν δεν νιώθω για σένα όπως δεν είχα νιώσει ποτέ τα τελευταία έξι χρόνια. Δεν σου αρκεί, το δέχομαι, εγώ πρώτος λέω ότι σου αξίζει κάτι πολύ παραπάνω από αυτό που μπορώ να σου δώσω..."
Σιωπή.
-"Κάνεις... κάνεις την καρδιά μου να χτυπάει. Μακάρι... μακάρι να μπορούσε να χτυπήσει τόσο δυνατά μέχρι που να σπάσει... να σπάσει, να διαλυθεί... δε με νοιάζει. Μακάρι... μακάρι να μπορούσε."
-"..."
-"Δεν ξέρω, δεν ξέρω τι σκατά είναι λάθος πάνω μου. Αλλά είναι *πάνω* μου, όχι πάνω σου."
Σιωπή.
-"Δεν έχω να πω κάτι άλλο Χ."
-"Τι περιμένεις να σου πω;"
-"Ότι με άκουσες Χ. Τίποτα περισσότερο."
Ξαφνικά δε με χώραγε ο τόπος.
Δεν με έπαιζε. Το ξέρω. Δεν με έπαιζε και όχι δεν κορόιδευα τον εαυτό μου. Ήταν απόλυτα ειλικρινής, ήταν αυτό που ήταν πάντα. Έπαιρνε ό,τι του ερχόταν, όπως του ερχόταν και μπορεί να βλαστήμαγε αλλά προχωρούσε. Πάντα προχωρούσε. "Δυο φορές να πέσεις τρεις φορές να σηκωθείς" έλεγε και ας μην είχε αριθμητικά νόημα.
Αν σου κάνει αυτό που σου δίνει πάρ'το και συνέχισε. Αν δε σου κάνει άστο και προχώρα.
Ήμουν ερωτευμένη αλλά δεν έβλεπα τι μέλλον μπορεί να είχα μαζί του.
Choices... it's all about choices.
-"Μη φύγεις" του είπα. "Κατεβαίνω κάτω."
-"..." -δισταγμός.
-"Με άκουσες;"
-"Ναι, σε άκουσα."
Σηκώθηκα και ντύθηκα στα γρήγορα και κατέβηκα κάτω. Ήταν ακόμα με το κουστούμι του αν και είχε ξεσφύξει τη γραβάτα. Εγώ πάλι ήμουν με τη φόρμα. Του χτύπησα το τζάμι και μου άνοιξε την πόρτα. Μπήκα μέσα.
-"Ξεκίνα" του είπα.
-"Πού πάμε;" με ρώτησε.
-"Σπίτι σου να αλλάξεις."
-"Και μετά;"
-"Όπου νά 'ναι."
Έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε.
~ Εκείνος ~
Όλο μου το είναι ούρλιαζε να την ακολουθήσω. Έσφιξα τα δόντια και δεν κουνήθηκα ρούπι. Το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο στο κενό.Δεν ξεκίνησα, δεν είχα που να πάω. Ακόμα και στην άκρη του σύμπαντος θα είχα το βλέμμα της να με κυνηγάει και να με στοιχειώνει. Το βλέμμα της όταν με είδε να αλλάζω χρώμα ενώ απαντούσε "Είμαι".
Τον νοιάζεσαι αυτό τον άνθρωπο έστω και με τον τρόπο σου. Είναι ένα σπάνιο λουλούδι που θες να το κοιτάς, να το προσέχεις αλλά όχι να το μαγαρίσεις.
Η Χ. ήταν όπως όλες οι κοπέλες με τις οποίες είχα σχετιστεί. Δοτική, πρόθυμη να ικανοποιήσει, να δώσει. Όμως... όμως γιατί το έκανε αυτό; Ήταν γιατί αυτός ήταν ο πραγματικός της εαυτός ή γιατί δεν άντεχε πλέον τη μοναξιά της και έπεσε με τα μούτρα στον πρώτο άνθρωπο που το μυαλό της τον μαγνήτισε αντί να τον τρομάξει;
Πόση μοναξιά μπορούσε να κρύβει μέσα της; Ναι, ήταν πραγματίστρια, κι έπειτα;
Τι ζόρι τραβάς μωρέ μαλάκα με μάλωσε ο μισός μου εαυτός; Εντάξει, δεν νιώθεις όπως με την Κ. Ίσως ποτέ δε θα νιώσεις, και;
Και τι; Να θυσιάσω χρόνια από τη ζωή μου όπως με την πρώην γυναίκα μου επειδή της έδωσα το λόγο μου; Γιατί να μην το κόψω εδώ και να πάω για άλλα;
Κάλιο πέντε και στο χέρι;
Τι δουλειά είχε η ελπίδα στο πιθάρι, μεγάλε;
Carpe fucking diem minimum credula fucking postero.
Αργά ή γρήγορα οι δαίμονες μέσα σου θα θα ξυπνήσουν και θα ζητήσουν την τροφή τους. Και τι θα κάνεις τότε; Αυτό που κάνεις πάντα, θα τους ταΐσεις με κομμάτια που θα σκίσεις από την ίδια σου τη σάρκα, καταστρέφοντας τα πάντα γύρω σου. Δεν της αξίζει αυτό, δεν της αξίζει. Δεν μπορείς να το μαγαρίσεις αυτό το λουλούδι, ΓΤΧΣ μέσα, δεν έχεις το δικαίωμα.
Είχα πέσει πάνω στο τιμόνι.
ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ ούρλιαξε ο δαίμονάς μου.
Και ότι σε μελέταγα, του απάντησα.
Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα έμεινα πάνω στο τιμόνι. Ήθελα να την ακούσω.
Της όφειλα μια εξήγηση.
-"Ναι;"
-"Κοιμάσαι;" --τι ηλίθια ερώτηση...
-"Όχι, δεν έχω κοιμηθεί."
-"Μήπως ενοχλώ;" --εμ τι κάνεις;
-"Δεν ξέρω τι έχουμε να πούμε Γ." μου είπε και συνέχισε "Ήσουν εκκωφαντικά ξεκάθαρος."
-"Ναι, ήμουν" της είπα στενάζοντας.
-"Δε μου φταις εσύ. Από την αρχή ήσουν, εγώ δεν σε άκουγα."
-"Το μετάνιωσες;"
-"Όχι, Γ. δεν το μετάνιωσα... αν μη τι άλλο έγινα σοφότερη" μου είπε με πίκρα που δεν κρυβόταν.
-"Fair." --τι να πεις... τι μπορείς να πεις;
-"Άκου Χ... εγώ..."
-"Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα περισσότερο. Μεγάλο κορίτσι είμαι, θα το ξεπεράσω."
-"Δεν... όχι... δεν με καταλαβαίνεις... Θέλω-" αλλά δεν πρόλαβα να τελειώσω με έκοψε.
-"Κατάλαβα ό,τι χρειαζόταν να καταλάβω."
-"Δεν σου αξίζει κάποιος σαν εμένα, Χ. μου"
-"Και το αποφασίζεις εσύ για μένα ρε Γ;" μου είπε νευριασμένη.
-"Ναι" --ναι, και ας κοπανίσω και το κεφάλι μου στον τοίχο αν χρειαστεί.
-"Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου" μου είπε ακόμα πιο νευριασμένη.
-"Ναι, έχω Χ. και έχω ακόμα μεγαλύτερη ιδέα για το δικό σου εαυτό."
-"Ξέρεις κάτι; Στο τέλος της ημέρας όποιος και αν είναι ο λόγος το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, δε με αντέχεις."
Εξοργίστηκα. Μπορούσε να με κατηγορήσει για τα πάντα αλλά όχι γι αυτό. ΟΧΙ ΓΙ ΑΥΤΟ. Πήρα βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ανακτήσω την ψυχραιμία μου.
-"Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο λάθος είσαι" της είπα σιγανά.
-"Εσύ δε μπορείς να φανταστείς πόσο αδιάφορο μου είναι. Το αποτέλεσμα μετράει. Εσύ το λες συνέχεια κύριε Project Manager, το αποτέλεσμα μετράει."
Μου γύρισε το μάτι. Προσπάθησα πάλι να πάρω βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω. Την κατάσταση δεν βοήθησε ένας κάγκουρας που πέρασε με τη μουσική στο τέρμα.
-"Γ. που είσαι;" με ρώτησε με φανερή απορία.
Δεν είχε νόημα να της πω ψέμματα, θα πρέπει ο μαλάκας να ακούστηκε και από το τηλέφωνο.
-"Από κάτω."
Παύση.
-"Δεν έφυγες;"
-"Δεν έχω που να πάω."
-"Δεν έχεις σπίτι;"
-"Όλο το Σύμπαν είναι διαθέσιμο αλλά δεν έχω που να πάω."
Παύση.
-"Τι θες από εμένα ρε Γ." με ρώτησε μην κρύβοντας την πίκρα της.
"Εσένα θέλω. Αλλά δεν μπορώ να σε έχω... γιατί δεν μπορώ να σου δώσω όσα επιθυμείς, όσα αξίζεις" ήθελα να της πω αλλά...
...αλλά δεν το είπα.
-"Τίποτα".
-"Και τότε τι κάνεις εδώ; Τι θες;"
-"Έχει σημασία;"
-"Ναι, για εμένα έχει" μου είπε.
-"Γιατί;" --τι ηλίθια ερώτηση.
Δεν πήρα απάντηση. Τι να μου πει.
Αν είναι να πονέσει, να πονέσει τώρα και να τελειώσει.
-"Δεν σου αξίζει να περάσεις το μαρτύριο της σταγόνας. Ίσως... ίσως να είναι καλύτερα έτσι."
Σιωπή...
Δες την μια τελευταία φορά έτσι, κοίταξέ την στα μάτια, πες της την αλήθεια σου και φύγε σαν κύριος... όσο είσαι ακόμα κύριος.
-"Θέλω... θέλω να σου πω κάτι αλλά... αλλά θέλω να σε κοιτάζω στα μάτια όταν στο πω. Μπορείς να μου ανοίξεις; Δεν θα μπω μέσα... απλά θα σου πω αυτό που έχω να σου πω και θα φύγω."
-"Όχι."
Φοβάται ότι θα προσπαθήσεις να παίξεις μαζί της πάλι. Δεν θέλεις, ποτέ σου δεν το θέλησες με εκείνη αλλά το έκανες. Εσύ φταις.
Ναι, έφταιγα. Ωστόσο όφειλα και σε εκείνη και στον εαυτό μου να της πω αυτό που ήθελα. Όχι για να την κάνω να νιώσει καλύτερα, αλλά για να πάρει το closure που της αξίζει.
Για να πάρουμε και οι δύο το closure μας.
-"Ακόμα κι έτσι... Ναι, Χ. δεν είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Όμως... όμως να με πάρει ο διάολος αν δε νιώθω για σένα όπως δεν έχω νιώσει τα τελευταία 6 χρόνια. Δεν σου αρκεί, το δέχομαι, εγώ πρώτος σου είπα ότι αξίζεις περισσότερα απ' όσα μπορούσα να σου δώσω. Κάνεις... κάνεις την καρδιά μου να χτυπάει και πάλι. Μακάρι να χτύπαγε τόσο δυνατά που να σπάσει, να σπάσει. Να γίνει χίλια κομμάτια, δε με νοιάζει, μακάρι... μακάρι να μπορούσε."
Αναστέναξα.
-"Δεν ξέρω ποιο σκατά είναι το πρόβλημά μου αλλά είναι δικό μου... δεν είναι δικό σου και δε θέλω να γίνει δικό σου."
Μια φορά μου 'χες πει, δεν μπορεί θα το νιώσανε κι άλλοι.Πριν το τέλος πως μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάλη."Δεν έχω κάτι άλλο Χ."
-"Τι περιμένεις να σου πω;"
-"Ότι με άκουσες. Τίποτα περισσότερο."
Κι εγώ που ζω για πάντα εδώ κι όλο φεύγω, το τέλος πριν να δω,κάθε νύχτα που περνάει, γυρίζω ξανά, σκοτάδι γίνομαι και παραδίνομαι,Exeunt omnes.
στο ρυθμό σου που καίει ακόμα, αυτό το σώμα, που μένει χρόνια χωρίς σκιά.Κάθε νύχτα που περνάει σαν ταινία κι ό,τι ζήσαμε προβάλλεται με φόντο την πλατεία.Κάθε νύχτα που περνάει πάντα εδώ κι όλο φεύγω πριν μείνουμε μόνοι το τέλος μη δω.
Πριν προλάβω να την καληνυχτίσω όμως...
-"Μη φύγεις. Κατεβαίνω."
Δίστασα, δεν έβλεπα το νόημα.
-"Με άκουσες;"
-"Ναι, σε άκουσα-" ξεκίνησα να λέω μα μου έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβω να τελειώσω.
Μου χτύπησε το τζάμι και μπήκε μέσα φουριόζα. Δεν με άφησε να μιλήσω.
-"Ξεκίνα" μου είπε.
-"Πού πάμε;"
-"Σπίτι σου να αλλάξεις."
-"Και μετά;"
-"Όπου νά' ναι."
Τι θέλεις από εμένα ρε Χ. Τι θέλεις; Γιατί μου το κάνεις δύσκολο; Γιατί το κάνεις αυτό... και σε μένα και σε σένα;
Δεν μίλησα. Έβαλα μπρος και ξεκίνησα. Οι δρόμοι ήταν άδειοι και λίγη ώρα μετά είχαμε φτάσει έξω από το σπίτι μου. Ανέβηκα μηχανικά και πέταξα τα ρούχα μου βγάζοντάς τα. Φόρεσα κι εγώ μια παλιά φόρμα και κατέβηκα. Μπήκα μέσα και έβαλα μπρος. Δε με ρώτησε που πάμε και ούτε κι εγώ καλά καλά ήξερα.
Ξεκίνησα χωρίς να σκέφτομαι, σαν το αυτόματο. Άγιος Στέφανος, Φράγμα, Μαραθώνας, Σχοινιάς... Μύτη. Σταμάτησα το αυτοκίνητο μπροστά από τη θάλασσα. Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο.
Έστριψα μηχανικά ένα τσιγάρο και το άναψα. Η Χ. με κοίταζε, το ένιωθα, αλλά δεν... δεν είχα το κουράγιο να σηκώσω τα μάτια μου.
-"Αλήθεια ή Θάρρος;"
Δείξε θάρρος, είπα στον εαυτό μου... δείξε θάρρος και διάλεξε αλήθεια.
-"Αλήθεια."
-"Τι νιώθεις για εμένα Γ;"
-"Μου αρέσεις Χ. Όλα πάνω σου μου αρέσουν. Κάνεις την καρδιά μου να χτυπάει και πάλι... δε θα σου πω ψέμματα όμως, δεν... δεν χτυπάει όσο δυνατά... όσο δυνατά..."
-"Όσο δυνατά τι;"
-"Δεν ξέρω. Όσο θα... όσο θα ήθελα. Όσο είχε χτυπήσει κάποτε... μέχρι... μέχρι που έσπασε."
-"Δεν θέλω να σπάσει Γ. Μου αρκεί που χτυπάει."
-"Όχι, δεν αρκεί. Δεν... σου..."
Μου έκλεισε το στόμα με το στόμα της και το φιλί... Θεέ μου, ένιωσα να μου ρουφάει την ψυχή.
ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ, να' τος πάλι.
Δοκίμασα να τραβηχτώ αλλά με άρπαξε από το σβέρκο και με κράτησε πάνω της.
ΧΜΜΜ... ΑΘΩΟΣ ΜΕΧΡΙ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΑΛΛΑ ΘΑ ΤΑ ΞΑΝΑΠΟΥΜΕ ΟΙ ΔΥΟ ΜΑΣ... ΣΥΝΤΟΜΑ!
Το χάραμα μας βρήκε εμένα γυρτό στην αγκαλιά της και εκείνη να με χαϊδεύει απαλά στα μαλλιά.
~ Εκείνη ~
Ο Γ. έστριψε το τσιγάρο του και το άναψε. Πάλευα με τον εαυτό μου και δεν μπορούσα να αποφασίσω. Είχε ένα δίκιο, ό,τι είναι να γίνει δεν μπορεί να γίνει τηλεφωνικά. Πρέπει να γίνει με τον έναν να κοιτάζει τον άλλο στα μάτια.-"Κοίτα με" του είπα και γύρισε απρόθυμα το βλέμμα του προς εμένα. Η ώρα της αλήθειας, λοιπόν.
-"Αλήθεια ή θάρρος;"
Παύση. Ξεφύσημα. Τράβηγμα βαθιάς ρουφηξιάς από το τσιγάρο του.
-"Αλήθεια."
-"Τι νιώθεις για μένα;"
Μου απάντησε χωρίς καν να το σκεφτεί.
-"Μου αρέσεις Χ, δεν υπάρχει κάτι πάνω σου που να μη μου αρέσει. Έκανες... κάνεις την καρδιά μου να χτυπήσει ξανά..."
Κόμπιασε. Τράβηξε βαθιά ρουφηξιά ενώ το χέρι του έτρεμε.
-"Δε.. δε θέλω να σου πω ψέμματα όμως. Δεν χτυπάει... δεν χτυπάει τόσο δυνατά όσο... όσο..."
Η φωνή του έτρεμε. Έσφιξα τα δόντια μου και πίεσα τον εαυτό μου να κάνει την ερώτηση.
-"Όσο τι;"
Χαμήλωσε το βλέμμα.
-"Δεν ξέρω" είπε αναστενάζοντας. "Όσο... όσο θα ήθελα... όσο χτύπησε... όσο χτύπησε κάποτε..."
Παύση.
-"Μέχρι που έσπασε."
Κοίταζε στο πουθενά.
Σχεδόν ένιωσα τη μοναξιά του σαν ένα κύμα ψύχους που τον πάγωνε και τον έπνιγε.
-"Δε θέλω να σπάσει Γ. Θέλω να συνεχίσει να χτυπάει, μου αρκεί που χτυπάει."
-"Όχι... δεν αρκεί. Δεν σου..."
Έσκυψα και τον φίλησα κόβοντάς τον. Έβαλα τη γλώσσα μου μέσα στο στόμα του, πήρα για πρώτη φορά μαζί του την κατάσταση στα χέρια μου. Ο Γ. προσπάθησε να τραβηχτεί αλλά τον έπιασα από το σβέρκο και τον κράτησα.
Εδώ θα μείνεις ρε βλάκα μαζί μου. Γιατί σε θέλω. Γιατί δε μου πούλησες έρωτες, δε μου πούλησες παραμύθια. Τόσο μπορείς να δώσεις, θα το πάρω. Εγώ αποφασίζω για μένα.
Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό το φιλί. Δεν προσπάθησε να ξαναφύγει, σταμάτησε όταν το σταμάτησα εγώ. Τον κοίταξα στα μάτια.
-"Σ' αγαπάω" του είπα.
Δεν απάντησε αλλά το πρόσωπό του αυτή τη φορά φωτίστηκε. Δεν χρειαζόμουν άλλη απάντηση.
-"Πάμε να περπατήσουμε;" με ρώτησε.
-"Πάμε" του είπα.
Βγήκαμε έξω στη νύχτα και περπατήσαμε χεράκι-χεράκι την παραλία. Γυρίσαμε στο αυτοκίνητο και κάτσαμε στο πίσω κάθισμα αλλά αυτή τη φορά δεν είχε "παιχνίδι". Έπεσε εκείνος στην αγκαλιά μου και τον χάιδευα απαλά στα μαλλιά μέχρι που μας βρήκε το ξημέρωμα.
Ανασηκώθηκε από την αγκαλιά μου.
-"Σε θέλω" μου είπε και χαμογέλασα.
-"Εδώ;" τον ρώτησα.
-"Εδώ" μου απάντησε.
Ήμασταν σε απόμερο σημείο αλλά ειλικρινά ούτε που κοίταξα. Του κατέβασα τη φόρμα και χωρίς καν να μου το ζητήσει έπεσα και τον πήρα στο στόμα μου. Μετά γδύθηκα και ανέβηκα πάνω του. Μας πήρε λίγη ώρα να βρούμε το ρυθμό μας αλλά όταν τον βρήκαμε του δώσαμε και κατάλαβε. Είχα πλεγμένα τα χέρια μου στο σβέρκο του, τα μάτια μου κλειστά και τον Γ. να με γεμίζει με το πέος του βαθιά μέσα μου. Ήταν από τους πιο έντονους οργασμούς μου, αλλά ήταν το ίδιο το σκηνικό που το έκανε απλά ανεπανάληπτο. Σταμάτησα και τον κοίταξα στα μάτια. Με κοίταξε κι αυτός και το χαμόγελό του με έκανε να λιώσω ακόμα περισσότερα.
Μη το πεις αφού φοβάσαι. Δε χρειάζεται. Μου αρκεί που το καταλαβαίνω εγώ.
Κατέβηκα από πάνω του, έσκυψα και τον πήρα στο στόμα μου και δοκίμασα την ίδια μου τη γεύση. Τον πήρα βαθιά μέσα μου, τον έπαιξα με τη γλώσσα μου μέχρι που δεν άντεχε και μετά άρχισα πάλι να κουνιέμαι στο ρυθμό που μου έδινε το χέρι του. Τον άκουσα να βογκά και μετά σταμάτησε αλλά εγώ συνέχισα και με το χέρι του μου έδινε όλο και πιο γρήγορο ρυθμό μέχρι που ένιωσα πάλι τους γνώριμους σπασμούς μέσα στο στόμα μου και το σπέρμα του να γεμίζει με ριπές το στόμα μου. Με κράτησε ακίνητη και κατάπινα την κάθε ριπή και όχι απλά δεν ένιωθα αηδία, ένιωθα υπέροχα.
Τραβήχτηκα απαλά και του έδωσα ένα πεταχτό φιλάκι στο κεφαλάκι που τον έκανε να γελάσει. Με σήκωσε και με φίλησε με πάθος χωρίς να τον νοιάξει που πριν λίγο το στόμα μου είχε μέσα του το πέος του και μετά το σπέρμα του. Με φίλησε βαθιά και η γλώσσα του εξερεύνησε όλο μου το στόμα. Με φιλούσε και με χάιδευε και εκείνη την ώρα τίποτε άλλο στον κόσμο δεν είχε σημασία.
~ Εκείνος ~
Είχε περάσει μια εβδομάδα. Ήμασταν σπίτι μου και η Χ. κοιμόταν του καλού καιρού. Εγώ είχα ξυπνήσει από το όνειρο που είχα δει.Φοβισμένος και καυλωμένος.
Είχα κάμποσα χρόνια που είχα μάθει για το BDSM και προσπαθούσα να εντάξω τον εαυτό μου κάπου... κάπου. Το D/s και το M/s δε μου πήγαιναν και το έβλεπα αλλά νόμιζα ότι το λάθος είμαι εγώ, πώς εγώ δεν κάνω κάτι καλά, εγώ δεν το βλέπω σωστά.
Τα όνειρα ήταν πάντα τα ίδια μα δε μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που με έφτιαχνε γιατί ήξερα ότι δεν είναι ο πόνος. Τι ήταν;
Παρά το γεγονός ότι είχα ξυπνήσει στα αφτιά μου άκουγα ακόμα τον ήχο του μαστιγίου που έπεφτε σε μια πλάτη και τον πνιχτό ήχο του πόνου μέσα από το φιμωμένο στόμα. Στα μάτια μου είχα ακόμα τα σημάδια από την κάφτρα του τσιγάρου στην πλάτη και στο στήθος, το ποτάμι του λιωμένου κεριού στο εσωτερικό των μηρών...
Στη Χ. δεν είχα πει τίποτα γι αυτά. Δεν το είχα προχωρήσει από εκείνο το παιχνίδι με τις σφαλιάρες στον κώλο παρά το χαμόγελό της. Δεν του είχα δώσει καν σημασία και έπειτα... κι έπειτα φοβόμουν.
Δε φοβόμουν την απόρριψή της, όχι. Φοβόμουν... δεν ξέρω κι εγώ καλά-καλά τι φοβόμουν. Είχα παίξει με την πρώην γυναίκα μου και παρόλο που μπορούσα να μαζέψω τον εαυτό μου, εύκολα ή δύσκολα, ήξερα ότι είχα την τάση να ξεφεύγω. Αυτή την ευδαιμονία δεν μπορούσα να την κατατάξω, δεν ήξερα να την κατατάξω. Δεν ήταν σεξουαλικής υφής, ήταν... είναι... κάτι άλλο. Κάτι... κάτι δαιμονικά ηδονικό και ταυτόχρονα τρομαχτικό. Πώς μπορούσε να είναι ηδονικό και να μην είναι σεξουαλικό; Δεν έβρισκα απαντήσεις όσο και αν έψαχνα.
Σηκώθηκα από το κρεββάτι και πήγα και κάθισα στον υπολογιστή. Τον άνοιξα και μπήκα να χαζέψω στο φόρουμ ενώ ταυτόχρονα είχα ανοίξει δυο-τρεις άλλες σελίδες με φωτογραφίες S/m περιεχομένου. Δεν την κατάλαβα που ξύπνησε, ούτε την κατάλαβα που ήρθε από πίσω μου. Δεν την είδα, την ένιωσα κι εννοώ αυτό το περίεργο συναίσθημα που έχουμε ότι κάποιος μας κοιτάζει.
Η Χ. κοιτούσε σαν υπνωτισμένη. Εγώ έχασα το χρώμα μου και για μερικές στιγμές επικράτησε νεκρική σιγή μέχρι που την έσπασε η Χ.
-"Τι είναι αυτά;"
Αυτή τη φορά δεν είχε αλήθεια ή θάρρος καθότι η περίσταση απαιτούσε και τα δύο. Έκανα να κλείσω τον υπολογιστή για να κάτσουμε να μιλήσουμε, δηλαδή να της πω αυτά που είχα να της πω και αυτή να φύγει τρέχοντας.
-"Μη τον κλείσεις" μου είπε.
-"Δεν ξέρω τι να σου πω" της είπα απολογητικά.
-"Είσαι σαδιστής;" με ρώτησε ορθά-κοφτά και το ομολογώ ένας ντουβρουτζάς μου ήρθε.
-"Εεε.. εεχχμμ...εεεε" προσπάθησα να πω αλλά είχα μείνει τόσο μαλάκας που το στόμα μου αρνούνταν να συνεργαστεί με το μυαλό.
Μέχρι το τέλος της αιωνιότητας να προσπαθούσα να μαντέψω την αντίδρασή της δεν θα την είχα προβλέψει. Έβαλε τα γέλια.
-"Από τον Άρη νομίζεις ότι έπεσα Γ. μου;"
-"Τι... τι εννοείς; Εννοώ... τι... τι εννοείς;"
-"Βαθιές ανάσες μωρό μου" μου είπε εξακολουθώντας να γελά.
Πήρα βαθιές ανάσες.
-"Ξέρεις... ξέρεις από BDSM?"
-"Από τι;"
-"Από... που... που ξέρεις ότι είμαι σαδιστής;"
-"Δεν είναι φανερό;"
-"Πού; Εννοώ... πώς; τι;"
-"Είδα πως κοίταζες τη οθόνη, αστραχάν μου" μου είπε και μου έδειξε με το χέρι της φωτογραφία που έβλεπα με τα σημάδια από τσιγάρο σε μια γυμνή πλάτη. Έβαλε τα γέλια πάλι. "Και μετά λες ότι εγώ κοκκινίζω."
Έκλεισα τον υπολογιστή από το κουμπί, ούτε καν shutdown δεν έκανα.
Τι να κάνω; Αυτό που κάνω πάντα σε loose loose καταστάσεις: το μαλάκα χωρίς φόβο, χωρίς πάθος.
-"Με παρακολουθείς τυροπιτάκι μου;"
-"Όχι, ντολμαδάκι μου, απλά ξύπνησα και δε σε είδα δίπλα μου και ήρθα να δω τι κάνεις. Είχες τα χέρια πάνω στο γραφείο πάντως, στο αναγνωρίζω."
-"Συνέχισε και θα στο κάνω το πωπουδάκι μπλε μαρέν σπανακοπιτάκι μου" της είπα.
-"Όλο υποσχέσεις είσαι μπουρεκάκι μου" μου είπε χαμογελώντας παιχνιδιάρικα!
Έτσι όπως ήταν σκυφτή δίπλα μου της έριξα μια μέτριας δύναμης στα μεριά της.
-"Ένα" μου είπε.
ΩΠΑ!ΜΑΓΟ!ΣΤΑΣΟΥ!
Έχετε πάθει ποτέ σας Παπαδόπουλο; Εγώ το έπαθα εκείνη τη στιγμή σε όλο του το μεγαλείο.
-"Τι έγινε ρε παιδιά;"
Η Χ. *ΔΑΚΡΥΣΕ* από τα γέλια.
Εκεί κατάλαβα πως νιώθει ένας σκύλος που κυνηγάει την ουρά του και ξαφνικά την πιάνει: Δεν ξέρει τι σκατά να την κάνει.
-"Σ' αρέσει αυτό;!;!;!" και ήταν περισσότερο δήλωση παρά ερώτηση.
Η Χ. σοβάρεψε.
-"Μέχρι που μετρήσαμε ως το δέκα δεν το είχα καν διανοηθεί, δεν είναι κάτι που μου είχε ξανατύχει. Αλλά... αλλά όταν έγινε... μου άρεσε."
-"Μιλάς σοβαρά;" τη ρώτησα αποσβολωμένος.
-"Είμαι σοβαρή σαν έμφραγμα του μυοκαρδίου που λέει και μια ψυχή."
Τη θυμάμαι, τη θυμάμαι που είχε χαμογελάσει. Και δεν είχε γίνει επίτηδες, είχε γίνει σε φάση "τυρόπιτα σε πλυντήριο", ήταν κάτι που έγινε χωρίς καν να το σκεφτώ. Και είχε συνεχιστεί.
ΠΩΣ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΜΟΥ ΔΙΕΦΥΓΕ;
Η Χ. ήταν δοτική, οκ. Αυτό ωστόσο ήταν τελείως διαφορετικό. ΠΩΣ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΜΟΥ ΔΙΕΦΥΓΕ;
-"Μη μου μείνεις και δεν μπορώ και να σε κουβαλήσω μέχρι το αυτοκίνητο" μου είπε κοροϊδευτικά.
Ε, όχι να μας δουλεύει και το ινδιανάκι!
-"Αλήθεια ή θάρρος;" τη ρώτησα.
-"Αλήθεια."
-"Είσαι μαζοχίστρια;"
-"Δεν νομίζω."
-"Είσαι αλγολάγνα;"
-"Εεεπ, σειρά σου. Αλήθεια ή θάρρος;"
-"Αλήθεια με θάρρος."
-"Είσαι σαδιστής;"
-"Μεταξύ άλλων, ναι."
-"Ποιων άλλων;"
-"Επ, μην κλέβεις. Σειρά σου, αλήθεια ή θάρρος;"
-"Αλήθεια."
-"Είσαι αλγολάγνα;"
-"Όχι... όχι, δε νομίζω. Σειρά σου, αλήθεια ή θάρρος;"
-"Αλήθεια."
-"Ποια ήταν τα άλλα στα μεταξύ άλλων;"
-"Κυριαρχικός... νομίζω δηλαδή. Αλήθεια ή θάρρος;"
-"Αλήθεια."
-"Δεν είσαι σίγουρη ότι είσαι αλγολάγνα ή απλά δεν το ξέρεις;"
-"Δεν μου άρεσε ο πόνος αν εννοείς αυτό. Μου άρεσε όμως έτσι όπως έγινε. Αλήθεια ή θάρρος;"
-"Αλήθεια."
-"Νομίζεις ότι είσαι Κυριαρχικός ή απλά δεν το ξέρεις; Και μετά να μου πεις τι είναι αυτό."
-"Μου... μου αρέσει να έχω το πάνω χέρι για να το πω απλά."
-"Ναι, το έχω καταλάβει αυτό."
-"Αλήθεια ή θάρρος;"
-"Αλήθεια."
-"Πώς σε κάνει να νιώθεις αυτό Χ;"
-"Ευχάριστα άβολα."
-"Τι εννοείς;"
-"Επ κλέβεις, σειρά σου. Αλήθεια ή θάρρος;"
-"Αλήθεια."
-"Αυτά που βλέπεις τα έχεις κάνει;"
-"Ναι, αλήθεια ή θάρρος;"
-"Αλήθεια."
-"Τι εννοούσες με το ευχάριστα άβολα;"
-"Από τη μία θέλω να σου σπάσω το κεφάλι αλλά από την άλλη... δεν ξέρω πως να στο πω, μου αρέσει. Αλήθεια ή θάρρος;"
-"Αλήθεια."
-"Αυτά... εννοώ αυτά... σου είναι απαραίτητα;"
-"Ναι και όχι. Αλήθεια ή θάρρος;"
-"Χμμμ... θα επιστρέψω σε αυτό. Αλήθεια."
-"Τι εννοείς με το <<μου αρέσει>>. Τι είναι αυτό που σου αρέσει;"
-"Άλλαξα γνώμη, θάρρος."
-"Όχι, γαλακτομπουρεκάκι μου. Θα απαντήσεις αλλιώς θα σου μαυρίσω το πωπουδάκι... με τη ζώνη!"
Αν και ΔΕΝ μου ξέφυγε δαγκώθηκα. Την κοίταξα στα μάτια και ανταπέδωσε το βλέμμα μου.
Η Χ. κατέβασε το μποξεράκι που της είχα δώσει μένοντας γυμνή από κάτω και μου έβγαλε τη γλώσσα της. Μετά σοβάρεψε απότομα.
-"Πάρε με" μου είπε. "Θέλω να με πάρεις από πίσω."
Σηκώθηκα σαν το αυτόματο. Κατέβασα κι εγώ το μποξεράκι μου. Δε χρειαζόταν καμιά απολύτως προετοιμασία, κόντευε να σπάσει. Η Χ. έσκυψε στο γραφείο και μπροστά μου είχα το υπέροχο κωλαράκι της. Έσκυψα από πίσω της και άρχισα να τη γλείφω με μανία. Ήθελα να της τον φάω. Την έγλειψα πίσω μέχρι που πιάστηκε η γλώσσα μου. Μετά έβαλα το χέρι μου μπροστά της και άρχισα να παίζω με το αιδοίο της μέχρι που την έκανα να τελειώσει με σπασμούς.
Τραβήχτηκα.
Της έριξα μια μέτριας δύναμης σφαλιάρα στον κώλο.
-"Ένα" μου είπε με βραχνή φωνή. Της έριξα δεύτερη.
-"Δύο. Δεν σε τάισα απόψε;"
Έτσι ε;
Η τρίτη ήταν πολύ δυνατή.
-"Αχχχ τρία" μου είπε με πόνο και καύλα. Της έριξα και τέταρτη. Και πέμπτη. Το πέος μου κόντευε να σπάσει. Το σάλιωσα και χωρίς άλλα το ακούμπησα στην πίσω τρυπούλα της.
-"Θες να μπει μέσα σου, μωρό μου;" τη ρώτησα.
-"Ναι, θέλω. Θέλω να με πάρεις."
-"Παρακάλεσέ με τσουλάκι" --ooops αυτό μου ξέφυγε.
-"Σε παρακαλώ πάρε με. Σκίσε με."
-"Είσαι τσουλάκι, μωρό μου;" τη ρώτησα.
-"Ναι είμαι... είμαι."
-"Πες μου <<το πουτανάκι σου σε παρακαλάει να του σκίσεις το κωλαράκι>>. Πες το!"
-"Το πουτανάκι σου σε παρακαλάει να του σκίσεις το κωλαράκι. Πάρε με γαμιά μου, σκίσε με!"
Αφού δεν έχυσα και μόνο που το άκουσα πάλι καλά να λέω. Τον έσπρωξα βίαια μέσα της, αυτή τη φορά δεν το έκανα απαλά, το είχα χάσει τελείως.
-"Αααααχ... ναι... ααααχ..." μου είπε μέσα στην καύλα παρά τον πόνο της.
Τραβήχτηκα σχεδόν όλος έξω και την ξανακάρφωσα.
-"Ααααχ ααααααααααχ" ήταν η αντίδρασή της.
Άρχισα να μπαινοβγαίνω σα μανιακός μέσα στο κωλαράκι της... δε μου πήρε ούτε λεπτό για να τελειώσω. Δεν τραβήχτηκα, κάθισα ακίνητος ενώ το πέος μου έκανε σπασμούς βαθιά μέσα της.
Το "ατυχηματάκι" ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Κόντεψε να με πιάσει η κοιλιά μου από τα γέλια, ω ναι, μου είχε ξανασυμβεί, αλλά της Χ. όχι. Έφυγε σαν κόκκινος σίφουνας για την τουαλέτα.
Well, οι μικρές απρόοπτες συγκινήσεις είναι που κάνουν τη ζωή ενδιαφέρουσα!
~ Εκείνη ~
Ποιος να μου το έλεγε και που να το είχα φανταστεί! Έσφιξα τα δόντια.Η ζώνη έπεσε πάνω μου.
-"ΜΜμμμ Επτά" είπα μέσα από τα δόντια μου. Η προηγούμενη ήταν πολύ δυνατή.
Οκτώ... εννιά... δεκαπέντε... σε ακαθόριστα διαστήματα με διαφορετική κάθε φορά δύναμη.
Οι γλουτοί μου έκαιγαν. Η ζώνη έπεσε πάλι.
-"Δεκαέξι" είπα δακρυσμένη από τον πόνο.
Δακρυσμένη πάνω, μούσκεμα κάτω.
Στις 30 σταμάτησε. Ένιωσα το χάδι του στους πονεμένους μου γλουτούς.
-"Σας απογοήτευσα, Κύριε."-"Ξέρεις τι σημαίνει αυτό."-"Μάλιστα Κύριε, το γνωρίζω"-"Τι θα έκανες στη θέση μου;"-"Δέκα Κύριε. Δέκα με τη ζώνη σας."-"Και μετά;"-"Ο,τι θέλετε Κύριε."-"Άλλες είκοσι τότε."-"Ό,τι αποφασίσετε Κύριε."
-"Να σου πω, μη το βρεις δικαιολογία για να αρχίζεις να χάνεις προθεσμίες!"
Έβαλα τα γέλια. Ο Γ. έκανε χαβαλέ παντού και πάντα.
-"Επιστρέφω, μην κουνηθείς!"
-"Μάλιστα Κύριε."
-"Κεριά και λιβάνια!"
Έφυγε από το δωμάτιο και με άφησε γυμνή, καθισμένη στα τέσσερα με τον κώλο κόκκινο και τα μάτια δεμένα. Ξεφύσησα, το όλο σκηνικό με είχε κάνει πύραυλο. Τον ήθελα μέσα μου και... ο τρόπος αδιάφορος.
Είχαν περάσει δύο εβδομάδες από εκείνο το βράδυ που... που παίξαμε "Θάρρος ή Αλήθεια".
-"Πώς σου φάνηκε;" με ρώτησε.-"Τι... δεν το είχα... δεν το είχα ποτέ φανταστεί."-"Δεν απάντησες."-"Μου άρεσε" του ομολόγησα. "Μου άρεσε πολύ."-"Τι σου άρεσε, μωρό μου;"-"Δεν... δεν ξέρω. Δεν ήταν ο πόνος... ήταν το όλο σκηνικό. Εννοώ... ο πόνος είχε μια περίεργα ευχάριστη χροιά αλλά δεν ήταν αυτό. Δεν ξέρω... μου άρεσε...".Τον άκουσα να επιστρέφει. Ένιωσα το πέος του στα χείλη μου και αμέσως άνοιξα το στόμα μου. Μου έλυσε το μαντίλι, και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια στο πάτωμα. Χωρίς να μου πει τίποτα σηκώθηκα και γονάτισα μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου βάζοντας όλη μου την τέχνη. Δεν χρειάστηκε πολύ ώρα να τον κάνω να τελειώσει αλλά αυτή τη φορά δεν τέλειωσε στο στόμα μου, τραβήχτηκε και τέλειωσε στο πρόσωπό μου. Μετά πέρασε το δάχτυλό του πάνω στο πρόσωπό μου και με έβαλε να το γλείψω. Το έκανε ξανά και ξανά, μέχρι που στο πρόσωπό μου έμεινε απλά η υγρασία.
Κόμπιασα.
-"Μου άρεσε που μου μίλησες βρώμικα. Μου άρεσε... μου άρεσε που με πήρες άγρια."-"Δεν το είχες φαντασιωθεί ποτέ κάτι τέτοιο;"-"Όχι, ειλικρινά. Δεν το είχα καν διανοηθεί. Το ξέρεις, δεν έχω μεγάλη εμπειρία και ποτέ δεν... δεν μου είχε τύχει κάτι τέτοιο."-"Τέτοιο; Τι τέτοιο;"-"Ξέρεις τι εννοώ!"-"Όχι, δεν ξέρω. Θέλω να καταλάβω ακριβώς τι νιώθεις."-"Μου άρεσε. Τι σημασία έχει;"-"Φυσικά και έχει."-"Μου άρεσε που το έκανα έτσι μαζί σου, Γ."-"Σου άρεσε που το έκανες ή που το έκανες για μένα;"-"Και τα δύο."-"Χ. έχει μεγάλη σημασία. Θυμάσαι τι συνέβη την πρώτη φορά που σε πήρα από πίσω."-"Ναι θυμάμαι. Τα είχα με τον εαυτό μου και τα είχα με σένα. Δεν... εννοώ ήταν κάτι που δεν είχα ξανακάνει και το... μου το απέσπασες κάνοντάς με να συγκρουστώ με τον εαυτό μου. Όμως..."-"Όμως;"-"Πώς να στο πω..."-"Όπως σου βγαίνει."-"Είχα τα νεύρα μου γιατί... γιατί κέρδισες κάτι που δεν ήθελα να σου δώσω, Γ. Ωστόσο μέσα μου..."
Κόμπιασα και πάλι. Ο Γ. δεν μίλησε.
-"Μου άρεσε... μου άρεσε που με νίκησες."-"Δεν σε νίκησα σε κάτι, καρδούλα μου. Δεν έπαιζα πόλεμο μαζί σου."-"Πήρες αυτό που ήθελες Γ. Με έκανες να στο δώσω χωρίς να το αποσπάσεις με βία."-"Αυτό θα έλειπε" μου είπε εμφανώς ενοχλημένος.-"Όχι μωρό μου... δεν... εννοώ αυτό. Ήταν σαν να παλέψαμε και να με έβαλες κάτω."-"Τι λες ρε Χ.;"-"Όχι, όχι... δεν με κατάλαβες. Δεν εννοώ ότι έγινε κάτι με τη βία, ίσα-ίσα. Δεν ξέρω πως να στο πω... ζήτησες κάτι και το πήρες. Μου άρεσε που με έκανες να στο δώσω."
Με κοίταξε σκεφτικός.
-"Στο είπα και πριν... ο τρόπος που λειτουργείς, με κάνει ώρες-ώρες να θέλω να σου ανοίξω το κεφάλι αλλά... αλλά μ' αρέσει. Μ' αρέσει που λειτουργείς έτσι.
-"Δε θα σκουπιστείς. Έτσι θα κοιμηθούμε και το πρωί θα με ξυπνήσεις με τσιμπούκι. Αν είσαι καλό κορίτσι θα τελειώσω στο στόμα σου αλλιώς... αλλιώς θα τελειώσω στο πρόσωπό σου και θα πάμε έτσι στη δουλειά."
-"Μάλιστα" απάντησα.
Ξάπλωσε, άνοιξε την αγκαλιά του και χώθηκα μέσα της. Γύρισα και τον κοίταξα.
-"Σ' αγαπάω" του είπα.
Με χάιδεψε απαλά το πρόσωπο.
-"Καληνύχτα μωρό μου" μου είπε τρυφερά.
-"Καληνύχτα Γ. μου" του είπα.
Θα ήθελα να σε ακούσω να μου το πεις κι εσύ... αλλά ας είναι... ας το ακούω ακόμα και αν είναι μόνο από τα μάτια σου. Εγώ σ' αγαπάω.
Το πρωί ξύπνησα πρώτη. Σηκώθηκα και του έφτιαξα τον καφέ του και πρωινό για μένα. Όταν τελείωσα με το πρωινό μου, πήγα στο κρεβάτι και τον ξεσκέπασα. Πήρα το στο στόμα μου το πέος του και άρχισα να παίζω μαζί του μέχρι που ξύπνησε... με το Γ. να ακολουθεί μετά από λίγη ώρα. Με σταμάτησε για να στρίψει ένα τσιγάρο και να το ανάψει. Τράβηξε μια ρουφηξιά από τον καφέ του και μου έκανε νόημα να τον ξαναπάρω στο στόμα μου.
Ποιος να μου το έλεγε και που να το είχα φανταστεί!
~ Εκείνος ~
Είχε πάει 21:00 και ήμουν ακόμα στο γραφείο, ήταν μια από εκείνες τις μέρες που όλα πάνε κατά διαόλου και δεν μπορείς να το συμμαζέψεις με τίποτα. Ήμουν μόνος στο γραφείο και πιθανότατα σε όλο τον όροφο. Άναψα ένα τσιγάρο και για πολλοστή φορά κοίταξα την οθόνη πασχίζοντας να καταλάβω τι μου λένε οι αριθμοί.Δεν ήταν η μέρα μου.
Η Χ. με είχε ρωτήσει αν θέλω να με περιμένει να φύγουμε μαζί και της είπα να πάει σπίτι της. Πήρα επιτέλους απόφαση ότι δεν δεν θα έβγαζα άκρη, όχι τουλάχιστον σήμερα, και έσβησα το τσιγάρο. Χτύπησε το τηλέφωνό μου.
-"Ναι;" --κουρασμένο, ήξερα ότι ήταν η Χ.
-"Κομμάτια ακούγεσαι."
-"Και είμαι."
-"Έβγαλες άκρη;"
-"Όχι... όχι ακόμα."
-"Θέλεις... θέλεις βοήθεια με το μοντέλο;"
-"Όσο τίποτα, καρδούλα μου, αλλά πρέπει να το λύσω μόνος μου, δεν θα σε έχω πάντα πρόχειρη."
-"Μη γίνεσαι ξεροκέφαλος τώρα!"
-"Δεν γίνομαι. Είναι κάτι που πρέπει να το κάνω μόνος μου, χωρίς βοήθεια από εξωτερικές υπερδυνάμεις."
-"..."
-"Καρδούλα μου καταλαβαίνω ότι θέλεις να με βοηθήσεις και ξέρεις ότι δεν έχω πρόβλημα ψωροϋπερηφάνειας. Πρέπει να το κάνω μόνος μου."
-"Εντάξει, δεν επιμένω. Τι θα κάνεις;"
-"Δεν ξέρω, έχω ένα μυαλό σούπα αυτή τη στιγμή."
-"Θα έρθεις από δω;"
-"Όχι, πρέπει να πάω σπίτι. Αφενός έχω να ταΐσω τα σκυλιά και αφετέρου σήμερα δεν θα είμαι και η καλύτερη παρέα."
-"Σε καταλαβαίνω" μου είπε με φωνή που δεν έκρυβε την απογοήτευσή της.
-"Εσύ τι θα κάνεις;"
-"Μπανάκι, μόλις γύρισα από το γυμναστήριο και μετά θα ξαπλώσω να διαβάσω μέχρι να με πάρει ο ύπνος."
-"Οκ. Θα σε πάρω κι εγώ αργότερα πριν πέσεις για ύπνο."
-"Εντάξει Γ. μου. Φιλιά, σ' αγαπάω."
-"Σμουτς" της είπα και έκλεισα.
Μου άρεσε που άκουγα το "σ'αγαπώ" της. Και... και με το δικό μου τρόπο ανταπέδιδα.
Μ. είσαι ερωτευμένος;
Προσπαθούσα εις μάτην να καταλάβω τι γινόταν μέσα μου αλλά όπως με το SPSS που είχα μπροστά μου τα νούμερα δε μου έβγαιναν ή για να είμαι ακριβής δεν μπορούσα να τα ερμηνεύσω. Και δεν ήταν μόνο αυτό, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν ένιωθα μαζί της όπως με την Κ.
Μου πήρε πολύ καιρό να καταλάβω το γιατί και όταν το κατάλαβα το πουλί είχε πετάξει και δεν κρύβει μέσα της κάποια πίκρα αυτή η παρατήρηση. Η Κ. ήταν γήινη, ανθρώπινη, η Χ. ήταν... ήταν ξωτικιά. Ένιωθα σχεδόν θρησκευτικό δέος για το μυαλό της, ένιωθα σαν κοινός χωριάτης μπροστά σε High Elf. Ίσως είχε δίκιο, δεν την άντεχα.
Ίσως πάλι... να ήταν αυτός ο μηχανισμός άμυνας που ενεργοποιήθηκε μία εβδομάδα αφού έχασα τον παππού μου. Ο μηχανισμός που με εμπόδιζε να αφεθώ να νιώσω... γιατί... γιατί θα λάτρευα και τον αέρα που ανέπνεε. Και ναι, δεν το έχω εύκολο αλλά όταν το κάνω πέφτω με τα μούτρα και η επαφή με τον τοίχο είναι εξαιρετικά βίαιη.
Ωστόσο ακόμα και με αυτό το μηχανισμό κόντρα η καρδιά μου χτύπαγε για εκείνη.
Σηκώθηκα από το γραφείο, μάζεψα τα πράγματά μου και κατέβηκα στο πάρκινγκ στο υπόγειο. Είχε ακόμα κίνηση στο δρόμο παρά το γεγονός ότι ήταν περασμένη η ώρα. Τα σκυλιά μου με υποδέχτηκαν με χαρά, πήγα και άλλαξα και κατέβηκα να παίξω μαζί τους. Το καλοκαίρι είχε σχεδόν έρθει και η νύχτα ήταν ζεστή. Ατσούμπαλα και τα δύο έπεσαν πάνω μου όπως κάθισα στην καρέκλα και με αναποδογύρισαν. Βρέθηκα ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο πάτωμα και αυτά δεν έχασαν ευκαιρία και μου την έπεσαν και άρχισαν να με γλείφουν στο πρόσωπο.
Αφού παίξαμε και όσο ήμουν ακόμα ξαπλωμένος, ο Μάξιμος ξάπλωσε την κεφάλα του στην κοιλιά μου και ο Ηρακλής στον ώμο μου. Κάθισα κάτω μαζί τους, χωρίς να τα διώξω, πάνω από 10 λεπτά, μέχρι που πιάστηκα. Σηκώθηκα, πήγα πάνω και άναψα το θερμοσίφωνα. Ενώ περίμενα το νερό να ζεστάνει παράγγειλα μια πίτσα η οποία παραδόξως για το κατάστημα ήρθε γρήγορα. Έφαγα, χωρίς όρεξη είναι η αλήθεια, τη μισή και μπήκα στο μπάνιο.
Ξαφνικά ήθελα να τη δω.
Ντύθηκα στα γρήγορα, πήρα και ρούχα για να έχω να φορέσω αύριο στη δουλειά και χωρίς να της πω τίποτα ξεκίνησα και πήγα σπίτι της. Χωρίς να βγω από το αυτοκίνητη, έβγαλα το κινητό και την πήρα τηλέφωνο.
-"Ναι;"
-"Έλα καρδούλα μου τι κάνεις;"
-"Εδώ διαβάζω."
-"Τι φοράς;"
-"Τι να φοράω, μπλουζάκι."
-"Και από κάτω;"
-"Χμμμ..."
-"Χμούξις!"
-"Ορεξούλες έχεις;"
-"Δεν απάντησες"
-"Ένα κυλοτάκι."
-"Ποιο;"
-"Ένα άσπρο."
-"Να το αλλάξεις, να φορέσεις το μαύρο το δαντελωτό που μ' αρέσει."
-"..."
-"Άκουσες τι σου είπα;"
-"Ναι... ναι σε άκουσα. Περίμενε."
Μου είχε σηκωθεί. Τον χάιδεψα πάνω από τη φόρμα.
-"Το φόρεσα."
-"Βγάλε το μπλουζάκι σου, δε φαντάζομαι να φοράς σουτιέν;"
-"Αφού ξέρεις ότι το βγάζω το βράδυ."
-"Φόρεσε το ασορτί δαντελωτό σουτιέν."
-"Μάλιστα."
-"Το φόρεσες;"
-"Το φόρεσα."
-"Χάιδεψε τις ρώγες σου κάτω από το σουτιέν."
-"Γιατί με έβαλες να το βάλω;"
-"Γιατί έτσι. Χάιδεψε τις ρώγες σου κάτω από το σουτιέν."
Στεναγμός
-"Τσίμπησέ την."
-"Την τσιμπάω."
-"Δεν σ' ακούω!"
-"Τι εννοείς;"
-"Τσίμπα την δυνατά."
-"Την τσιμπάω δυνατά."
-"Πιο δυνατά."
Άκουσα ένα πνιχτό ήχο.
-"Σταμάτα."
-"Σταμάτησα."
-"Βάλε το χέρι σου μέσα από το κυλοτάκι σου και χαϊδέψου."
-"..."
-"Το κάνεις;"
-"Ναι."
-"Θέλω να σε ακούω... θέλω να παίξεις για μένα και θέλω να σε ακούω."
Άκουγα την κοφτή της ανάσα. Μετά βογγητά ηδονής.
Σηκώθηκα και βγήκα από το αυτοκίνητο κλείνοντας απαλά την πόρτα. Δεν ήθελα να με ακούσει.
Η Χ. είχε αρχίσει να κορυφώνει. Πάτησα το κουδούνι. Την άκουσα που ταράχτηκε.
-"Ε... χτύπησε το κουδούνι μου."
-"Έχεις παραγγείλει φαγητό;"
-"Όχι."
-"Περιμένεις κάποιον και μου το κρύβεις;"
-"Όχι... όχι τι είναι αυτά που λες;"
-"Τότε γιατί σταματάς. Συνέχισε."
-"Μα..."
-"Είπα συνέχισε."
Αναστέναξε και άρχισε να χαϊδεύεται πάλι.
-"Βάλε το δάχτυλό σου μέσα σου."
Δεν απάντησε, άκουσα το ηδονικό βογκητό της.
-"Πιο γρήγορα."
Ξαναχτύπησα το κουδούνι.
-"Μου... μου χτυπάνε πάλι."
-"Σου είπα εγώ να σταματήσεις;" της είπα και ξαναχτύπησα.
-"Χτυπάει... πάλι."
-"Δε με ενδιαφέρει. Σάλιωσε το δάχτυλό σου."
-"..."
-"Το έκανες;"
-"Το έκανα."
-"Κάτσε στα τέσσερα."
-"Δε... δε θα μπορώ να σου μιλήσω."
-"Βάλτο σε ανοιχτή ακρόαση. Μη μου φέρεις ξανά αντίρρηση γιατί θα στον μαυρίσω."
-"Το έβαλα" την άκουσα από μακρυά.
-"Κάθισες στα τέσσερα;"
-"Κάθισα."
-"Κατέβασε το κιλοτάκι σου και Βάλε το δάχτυλό σου πίσω."
-"..."
-"Άκουσες τι είπα;"
Πνιχτό βογκητό.
-"Το έβαλα" μου είπε.
-"Σπρώχτο βαθιά μέσα σου." της είπα και ξαναχτύπησα το κουδούνι.
-"Μμμμ... χτυπάει... το κουδούνι."
-"Μου είναι αδιάφορο. Πώς είσαι;"
-"Όπως μου ζήτησες."
-"Πού είναι το δάχτυλό σου;"
-"Εκεί που μου είπες."
-"Πού;"
-"Πίσω... πίσω μου."
-"Τι είσαι;"
-"Το πουτανάκι σου."
-"Δεν σε άκουσα."
-"ΤΟ ΠΟΥΤΑΝΑΚΙ ΣΟΥ."
Χτύπησα ξανά το κουδούνι, το άκουσα από το κινητό της. Η Χ. δε μου είπε τίποτα.
-"Χτυπάει πάλι το κουδούνι;"
-"Ναι."
-"Ποιος είναι Χ. Ποιον περιμένεις τέτοια ώρα;"
-"ΚΑΝΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΩ, ΤΙ ΛΕΣ;"
-"Και τότε γιατί σου χτυπάνε;"
-"Μπορεί... να κάνουν λάθος."
-"Και είναι τόσο επίμονοι;"
-"Δεν... δεν ξέρω."
Χτύπητα πάλι το κουδούνι.
-"Χτυπάει πάλι."
-"Σήκω και πήγαινε αλλά μην ανοίξεις. Βάλε το χέρι πίσω σου και ρώτα ποιος είναι;"
-"ΤΙ ΛΕΣ;"
-"Αυτό που σου είπα. Σήκω, πήγαινε στο κουδούνι, σκύψε, βάλε όλο το δάχτυλό σου πίσω σου και ρώτα ποιος είναι."
-"Μάλιστα."
-"Πάρε και το κινητό μαζί σου, θέλω να σε ακούω."
-"Μάλιστα."
Ξαναχτύπησα το κουδούνι. Άκουσα τη φωνή της από το μεγαφωνάκι. "Ποιος είναι;"
-"Ο γαμιάς σου. Άνοιξε"
Καμία κίνηση.
Ξαναχτύπησα το κουδούνι και της μίλησα στο τηλέφωνο: "Θα μ' έχεις να περιμένω έξω;"
Άκουσα το βουητό της πόρτας που ξεκλείδωνε. "Θα ξεκλειδώσεις την πόρτα σου, θα την ανοίξεις ελαφριά και θα με περιμένεις στα τέσσερα στο κρεβάτι σου. Κατανοητός;"
-"Μάλιστα."
Άνοιξα την πόρτα αλλά δεν μπήκα μέσα. Έστριψα στα γρήγορα ένα τσιγάρο και το κάπνισα. Ήθελα να με περιμένει γυμνή, στα τέσσερα, μέσα στο δωμάτιό της με την πόρτα του σπιτιού της ξεκλείδωτη. Χαμογέλασα, πέταξα το τσιγάρο και ανέβηκα. Η εξωτερική της πόρτα ήταν μια χαραμάδα ανοιχτή. Μπήκα μέσα και την έκλεισα πίσω μου. Πήγα στο δωμάτιό της. Η Χ. ήταν στα τέσσερα όπως την είχα διατάξει. Γύρισε και μου χαμογέλασε.
-"Τι θα κάνω μαζί σου;" μου είπε.
-"Θα το απολαύσεις" απάντησα.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι και της έκανα νόημα να έρθει στην αγκαλιά μου. Τη χάιδεψα, της φίλησα τα μαλλιά, και μετά το στόμα και μετά το λαιμό και το στήθος και το μπούτι και το πόδι και τα δάχτυλα του ποδιού. Την έγλειψα ξανά μέχρι πάνω. Μύριζε υπέροχα. Της έγλειψα απαλά την κλειτορίδα και της φίλησα τα χείλη. Χουχούλιασα πάνω τους και έβαλα τη γλώσσα μου μέσα της. Τη ρούφηξα. Πήρα την κλειτορίδα της απαλά στα χείλη μου και την πίεσα ενώ ταυτόχρονα την έπαιζα με τη γλώσσα μου. Το σώμα της είχε τεντωθεί μα δεν την άφησα να τελειώσει. Σταμάτησα για λίγο και μετά άρχισα πάλι από την αρχή. Μέχρι που το σώμα της τεντώθηκε πάλι. Αυτή τη φορά δεν σταμάτησα, την άφησα να τελειώσει.
Μετά ανέβηκα πάνω της. Δεν χρειαζόμουν τίποτε άλλο. Μπήκα με μια απαλή κίνηση μέσα της και η ματιά της στα μάτια μου την ώρα που μπήκα μέσα της έκανε την καρδιά μου να χοροπηδήσει... και ξαφνικά οι αριθμοί απέκτησαν το νόημα που έψαχνα απεγνωσμένα να βρω!
-"Κι εγώ σ' αγαπάω" της είπα και άρχισα να κινούμαι πιο γρήγορα.
~ Εκείνη ~
Ήμουν χωμένη στην αγκαλιά του και με χάιδευε στα μαλλιά. Που και που έσκυβε και με φίλαγε στο πάνω μέρος του κεφαλιού και μετά άρχιζε και πάλι να με χαϊδεύει. Τον κράταγα σφιχτά, δεν ήθελα να τελειώσει εκείνη η νύχτα. Η σκηνή έπαιζε στο μυαλό μου ξανά και ξανά και ξανά.Μπήκε μέσα μου και με κοίταξε στα μάτια. Σ' αγαπάω του είπα άηχα.
-"Κι εγώ σ' αγαπάω" μου είπε, με φίλησε κλείνοντάς μου το στόμα με το στόμα του και άρχισε να κινείται. Τα μάτια μου δάκρυσαν κι εκείνος σταμάτησε. Με φίλησε τρυφερά και με χάιδεψε και στα γελαστά του μάτια η μελαγχολία είχε εξαφανιστεί. Μου έγλειψε τη μύτη και έβαλε τα γέλια με το σάστισμά μου. Μετά με φίλησε τρυφερά και άρχισε να κινείται μέσα μου. Τον έσφιξα πάνω μου σχεδόν εμποδίζοντάς τον και σταμάτησε. Του έπιασα το πρόσωπο. Έλαμπε, Θεέ μου, έλαμπε. Άρχισε πάλι να κινείται απαλά στην αρχή, πιο γρήγορα και πιο γρήγορα και πιο γρήγορα...
Ξάπλωσε δίπλα μου και άνοιξε την αγκαλιά του και χώθηκα μέσα της, με χάιδευε και σιγοτραγουδούσε:
Νύχτα ασημένιακι η κάθε μου η έννοιασ' απόχη μεταξένιααπό ξανθά μαλλιά.
Γλυκοχαράζειαλλά δε σε πειράζειπου γέμισε μαράζιη άδεια μου αγκαλιά.Το χαμόγελο δεν έλεγε να σβήσει από τα χείλη μου. Πόσο όμορφη είναι η ζωή κάτι τέτοιες στιγμές; Ήμουν ερωτευμένη και ήμουν στην αγκαλιά του. Και... και ήταν και εκείνος. Ναι, είχα ξεμυαλιστεί και αυτό ποτέ δεν βγάζει σε καλό αλλά για μια νύχτα, έστω και μόνο για μια νύχτα, δε μ' ένοιαζε. Τίποτε δεν είχε σημασία, μόνο οι ανάσες του και το χάδι του.
"Κι εγώ σ' αγαπάω."Χωρίς να το θέλω έβαλα τα κλάματα. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη...
-"Τι έχεις ματάκια μου;" με ρώτησε.
-"Το εννοείς Γ; Το εννοείς αυτό που είπες;"
-"Πόσοι δεν λένε σ' αγαπώ και το ξεχνάνε μόλις φέξει. Χ ποτέ δε θα σου πω αν δε τη νιώσω αυτή τη λέξη" μου είπε τραγουδιστά.
-"Μου την είπες."
-"Άρα έχεις την απάντησή σου."
-"Πες το μου ξανά, θέλω να το ακούσω ξανά!"
Ανασηκώθηκε και η καρδιά μου έχασε μερικούς χτύπους
-"Εγώ ο Γ.Μ. έχοντας γνώση των συνεπειών του νόμου περί ψευδούς δηλώσεως δηλώνω υπεύθυνα ενώπιον Μεγάλων Παλαιών, Πρεσβύτερων Θεών, ανθρώπων και λοιπών Λαβκραφτιανών δυνάμεων ότι σε αγαπάω Χ.Ρ." είπε και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει και πάλι.
-"Πόσο;"
-"Μέχρι την άκρη της μυτόγκας μου."
-"Τόσο λίγο;"
-"Ε όχι και λίγο, μη μου προσβάλλεις την υπέροχη τριπλή γαλλική μου μύτη!"
-"Έχεις δίκιο Γ. μου, συγνώμη. Στο είχα πει εξ αρχής ότι χαραμίζεσαι σαν T.P.M."
-"Τι σχέση έχει πάλι αυτό;"
-"Έχει, πώς δεν έχει;"
-"Τι σκέφτεται πάλι το σατανικά πολύπλοκο μυαλό σου;"
-"Πρόταση για αλλαγή καριέρας."
-"Ωραία, πώς πιστεύει η αυτού εξοχότης ότι θα πρέπει να βγάζω το παντεσπάνι μου;"
-"Κάνε το λαγωνικό, μην πάνε χαμένα τόσα στρέμματα μύτη!" του είπα και του έβγαλα τη γλώσσα και ο Γ. έσκασε στα γέλια.
-"Ωραία, μας τη λέει τώρα και το ινδιανάκι. Κάτσε καλά γιατί χλωμό πρόσωπο με μεγάλη μύτη θα πάρει ζώνη και θα σου κάνει κώλο ασορτί με πρόσωπο."
-"Προς το παρόν να μου κάνει αγκαλίτσα" του είπα.
-"Όρμα Τζακ" είπε ανοίγοντας την αγκαλιά του.
-"Να σου εξομολογηθώ κάτι;"
-"Άνοιξε την ψυχή σου τέκνο μου, εξομολογήσου τις αμαρτίες σου."
-"Με ξετρέλανες σήμερα."
-"Ναι, κάτι κατάλαβα" μου είπε.
-"Όχι, δεν εννοώ το <<σ' αγαπώ>>. Εννοώ όλο το παιχνίδι που μου έστησες. Το άλλο απλά με αποτελείωσε."
-"Τι σου άρεσε περισσότερο;"
-"Τα πάντα. Στην αρχή νόμιζα ότι θες να κάνουμε τηλεφωνικό σεξ και μου έκανε εντύπωση γιατί μου είχες πει ότι δεν είσαι φαν. Έπαιξες μαζί μου, έπαιξες με το μυαλό μου, με τις αισθήσεις μου και το έκανες... το έκανες υπέροχα... και μετά... ουφ."
-"Ε, θα αφήναμε ολόκληρη τούρτα χωρίς κερασάκι;"
-"Γ" του είπα σοβαρεύοντας απότομα "το κερασάκι ήταν πριν. Η τούρτα ήταν... ήταν το άλλο."
-"Χ. μου το είπα γιατί το ένιωσα και το νιώθω. Δεν το λέω εύκολα και δεν... νιώθω... εννοώ το νιώθω αλλά δεν θέλω να μιλάω γι αυτό. Είναι... είναι σαν να το ευτελίζω. Είναι σαν σπάνιο κρασί, δεν είναι για όλες ώρες, δεν είναι για χόρταση."
-"Εγώ δεν χορταίνω να του ακούω" του έκανα παραπονιάρικα αλλά καταλάβαινα τι εννοούσε.
-"Κάτσε καλά θα πάρω πέτρα" μου είπε με ψεύτικα απειλητικό ύφος.
-"Κάτσε καλά θα πάρω χαρτί" του είπα.
-"Κι εγώ ψαλίδι" μου απάντησε.
-"Κάπου εδώ πέφτουμε σε endless loop".
-"Touche, κάτσε καλά θα πάρω μαστίγιο."
-"Με 9 ουρές;"
-"Με 9 ουρές και τρεις σπάλες, έχω λυσσάξει και στην πείνα."
-"Δεν έφαγες;"
-"Έφαγα μισή πίτσα αλλά η αμαρτία μου ανοίγει την όρεξη."
-"Τι θα ήθελες;"
-"Τέτοια ώρα;"
-"Ναι."
-"Ξέρω εγώ; Πρέπει να κατεβούμε κέντρο."
-"Θέλεις να σου φτιάξω μια μακαρονάδα στα γρήγορα;"
-"Χμμμ... μακαρονάδα ε; Με τι;"
-"Με κόκκινη σάλτσα."
-"Sold" μου είπε.
Σηκώθηκα, έβαλα ένα μπλουζάκι πάνω μου και πήγα να του ετοιμάσω τα μακαρόνια και σε μισή ώρα περίπου ήταν έτοιμα. Του έβαλα στο πιάτο, έριξα από πάνω τυρί, του γέμισα ένα ποτήρι νερό, τα έβαλα σε δίσκο και πήγα στο δωμάτιο.
-"Μου τέλειωσε το ψωμί" του είπα απολογητικά.
-"Δεν πειράζει μωρό μου."
Του έδωσα το δίσκο και άρχισε να τρώει. Στο μεταξύ άνοιξα το laptop μου και πήγα στα προσωπικά μου mail.
-"Huh" είπα αφηρημένη, "μου έστειλε mail ο <X>"
-"Ποιος <X>? Ο γνωστός <X>;"
-"Υπάρχει κι άλλος;"
Με κοίταξε για λίγο σαν χαζός.
-"Λες για τον <X> που έχει γράψει τα <B1> και <B2>."
-"Ναι, αυτόν λέω."
Γούρλωσε τα μάτια του.
-"Πού τον ξέρεις αυτόν;"
-"Τι που τον ξέρω, αυτός ήταν ο επιβλέπων καθηγητής μου."
Γούρλωσε κι άλλο τα μάτια του.
-"Μιλάς σοβαρά;"
-"Δε στο είχα πει;"
-"Εδώ καλά καλά δεν καταλαβαίνω τι πραγματεύεται η διατριβή σου."
-"Αφού την διάβασες."
-"Και Λακάν έχω διαβάσει, it didn't register."
-"Τέλος πάντων."
-"ΟΚ, και προς τι η τιμή;"
-"Δεν διάβασα το mail ακόμα."
-"Σου έστειλε ο <X> mail και καθόμαστε και το συζητάμε;"
-"Κάτσε να δω."
Άνοιξα το mail και τα πόδια μου κόπηκαν.
Ο <X> μου έλεγε για ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα σε συνεργασία με την εταιρία <Y> που θα ξεκινούσε το Σεπτέμβρη και το οποίο θα βασιζόταν στη διατριβή μου.
...και μου ζητούσε να επιστρέψω στην Αμερική.
~ Εκείνος ~
Ήταν κλωτσιά στ' αρχίδια.Δεν μπορούσε να γίνει πριν, δε μπορούσε να γίνει στις αρχές... όχι. Το γαμημένο το σύμπαν περίμενε πρώτα να ξανανιώσω μετά από 6 χρόνια και ήρθε τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια. Τι αγαπάς κύριε Μ.? Τον παππού σου; Πουφ. Την Κ? Πουφ... Ξανάνιωσες; Ξανάνιωσες, πήρες θάρρος; Πουφ.
Η πρώτη μου παράβαση ήταν όταν αρνήθηκα να δώσω ένα φιλάκι στον παππού μου και η ποινή ήταν να μην τον ξαναδώ ζωντανό.
Η δεύτερη μου παράβασή ήταν να ερωτευτώ την Κ. και η ποινή μου ήταν να με παρατήσει για κάποιον άλλον.
Η τρίτη μου παράβαση;
Να πω "σ' αγαπώ" σε ένα High Elf που τίποτα δεν μπορούσε να το κρατήσει μακρυά από τη γη της Eldamar.
Η Χ. ήταν πραγματίστρια και όσο και ερωτευμένη και αν ήταν μαζί μου αυτό μόνο του δεν μπορούσε με τίποτα να την κρατήσει εδώ. Ακόμα και αν το αρνιόταν θα την πήγαινα ο ίδιος kicking and screaming να τη βάλω στο αεροπλάνο για Αμερική. Η Χ. είχε όλα αυτά πάνω της που θα πουλούσα την ψυχή μου στον ίδιο το διάβολο για να έχω. Δεν τα είχα, συμβιβάστηκα σε μια ζωή που δεν ήταν αυτή που ονειρευόμουν όταν αποφάσισα ότι θέλω να σπουδάσω μαθηματικά. Δεν ήθελα να είμαι μια χρυσή μετριότητα αλλά δεν είχα το ταλέντο και την ωμή ιδιοφυΐα που απαιτείται για κάτι παραπάνω. Η Χ. ξεχείλιζε και από τα δύο.
Μεγάλωσε στην Αμερική. Οι γονείς της, φτασμένοι πανεπιστημιακοί και οι δύο την έκαναν μεγάλοι. Όταν πήραν τη σύνταξή τους αποφάσισαν να αφήσουν την παλιά ζωή τους πίσω και να γυρίσουν στην Ελλάδα, τόπο καταγωγής του πατέρα της να ασχοληθούν με τη γη. Η Χ. μετά το διδακτορικό της και ένα χρόνο μεταδιδακτορική έρευνα αποφάσισε να πάρει το Σαββατικό της και έτσι βρέθηκε στην Ελλάδα. Ήταν ωστόσο μικρή ακόμα και η ζωή της υπαίθρου δεν την τράβαγε. Ούσα άνθρωπος που δεν μπορεί να κάθεται βρήκε τυχαία δουλειά στην εταιρία που δούλευα κι εγώ.
Ωστόσο τα μικρά και ασήμαντα προβλήματα μιας εταιρίας πληροφορικής στην Ελλάδα δεν ήταν τέτοια που θα μπορούσαν να την κρατήσουν εδώ χωρίς να μαραθεί ακόμα και αν είχε τέτοιες "αυτοκτονικές" τάσεις. Ξεχώριζε σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, κανείς μας δεν καταλάβαινε τι κάθεται και κάνει μαζί μας.
Η Χ. απλά ήθελε να ξεκουραστεί πριν επιστρέψει στο πραγματικό της κάλεσμα: Την έρευνα.
Μα ήταν ωστόσο και ένας άνθρωπος που δεν είχε ερωτευτεί, δεν είχε ζήσει όσα θα έπρεπε να έχει ζήσει στην ηλικία της και δεν ήξερε πως να το χειριστεί. Σκέφτηκε σοβαρά να αρνηθεί την πρόταση, μάλιστα στα νεύρα της μου είπε ότι απλά ήθελα να την ξεφορτωθώ. Κάθισα και έφαγα το ξύλο μου αδιαμαρτύρητα, προσπαθώντας να την ηρεμήσω και προσπαθώντας να τη δείξω αυτό που βαθιά μέσα της ήξερε: Ήμουν απλά ένα stepping stone στη ζωή της, μια ζωή για την οποία εγώ δεν ήμουν συμβατός.
Δεν χωρίσαμε τότε. Δεν χωρίσαμε μέχρι που έφυγε.
-"Η ζωή είναι ένα πολύχρωμο λούνα παρκ. Αυτό μεταξύ μας..."Ίσως το προδιαγεγραμμένο τέλος να ήταν αυτό που μας απελευθέρωσε. Πέρασα τρεις από τους πιο όμορφους μήνες της μέχρι τότε μου ζωής.
-"Τι;" με ρώτησε.
-"Είναι ένα καρουζέλ στο Λούνα Πάρκ. Θα ανέβουμε, θα κάνουμε το γύρο μας, θα φωνάξουμε, θα γελάσουμε, αλλά... αλλά ο γύρος θα σταματήσει. Ο γύρος θα σταματήσει και θα πρέπει να κατεβούμε."
-"..."
-"Δε θέλω να πηδήσω στη μέση, Χ. Αν μη τι άλλο, θέλω να ζήσω το γύρο μου μέχρι το τέλος και ας...και ας πονέσει."
-"Κι εγώ" μου είπε δακρυσμένη.
-"Θα πονέσει όμως Χ. μου."
-"Δε με νοιάζει."
-"Νοιάζει όμως εμένα."
-"Το ξέρω. Το ξέρω μα δε με νοιάζει. Δεν θα κατέβω ωστόσο, δεν θα κατέβω όσο η μουσική παίζει και καρουζέλ μου γυρίζει ακόμα."
...τρεις μήνες πέρασαν πιο γρήγορα και από τρία λεπτά.
Το τελευταίο βράδυ το περάσαμε μαζί. Το σπίτι της θα το κρατούσαν οι γονείς της για όταν χρειαζόταν να έρθουν Αθήνα, δεν είχαν οικονομικό πρόβλημα και τους έπαιρνε να το αφήσουν ξενοίκιαστο. Πήγε και τους είδε δυο μέρες και γύρισε για να περάσουμε μαζί την τελευταία εβδομάδα. Πήρα άδεια και οι μέρες μας πέρασαν ανάμεσα σε πυρετώδη ετοιμασία και άγριο σεξ, όπου βρίσκαμε, όπως βρίσκαμε. Δεν την χόρταινα, δε μπορούσα να τη χορτάσω.
Εκείνο το βράδυ κάναμε έρωτα ξανά και ξανά και ξανά. Η Χ. έκλαιγε στην αγκαλιά μου και εγώ έμπηγα τα νύχια μου στο σώμα μου για να μην ουρλιάξω.
Μα είμαι κι εγώ άνθρωπος γαμώτο, έσπασα.
Πλήρωνα την τρίτη μου παράβαση.
Ας είναι, άξιζε το γαμημένο το τίμημα, άξιζε.
Η μουσική έπαψε και το καρουζέλ σταμάτησε να γυρίζει. Την πήγα στο αεροδρόμιο. Την φίλησα για τελευταία φορά, με φίλησε για τελευταία φορά, πήρε το βαλιτσάκι της και προχώρησε προς το check in.
Η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα. Έκανα μεταβολή και κίνησα προς την έξοδο. Πήγα και πάρκαρα έξω από τα ΙΚΕΑ και περίμενα το μήνυμά της. Ήθελα να δω το αεροπλάνο της να χάνεται στα σύννεφα ξεκινώντας το ταξίδι της νέας της ζωής.
Το τηλέφωνό μου βούιξε: "Ξεκινάμε."
"Αντίο αγάπη μου" ψιθύρισα και παρακολούθησα το αεροπλάνο της να σηκώνεται ψηλά και το βλέμμα μου το ακολούθησε μέχρι που έσμιξε και έγινε ένα με το ατελείωτο γαλάζιο του καλοκαιρινού ουρανού.
No comments:
Post a Comment