Όλοι μας κουβαλάμε καθένας το δικό του προσωπικό προπατορικό αμάρτημα. Αυτό το κάτι μέσα μας που μας λερώνει και δεν μπορούμε να το καθαρίσουμε όσο και αν πασχίζουμε.
Αυτή τη σπορά ενοχικότητας που οι θρησκείες εκμεταλλεύονται από τότε που υπάρχουν.
Όταν όμως ο ίδιος σου ο εαυτός είναι ο δικαστής, ο εισαγγελέας και ο ένορκος, πόσες ελπίδες έχεις να συγχωρέσεις τον εαυτό σου;
Πώς να συγχωρήσεις τον εαυτό σου για μια στιγμή που ενώ ξέρεις ότι δε φταίει θα πουλούσες την ψυχή σου στο διάβολο για να μπορέσεις να την αλλάξεις;
Μαθαίνεις να ζεις με τη Νέμεση να σε τυραννάει χωρίς ελπίδα Κάθαρσης, γιατί η Άτροπος, η σκυθρωπή και αμείλικτη κόρη της Νύχτας που κόβει τα νήματα, δεν παίρνει από λόγια. Ό,τι έγραψε έγραψε.
-"Έρχομαι" της λέω. "Θα έχεις κάνει μπάνιο και θα είσαι έτοιμη για μένα. Μην τολμήσεις να πιεις έστω και μια σταγόνα αλκοόλ. Θα σου χτυπήσω το κουδούνι και θα έχεις ελαφρά ανοιχτή την πόρτα. Θα με περιμένεις γυμνή, καθισμένη στα τέσσερα στο κρεββάτι σου."
-"Μάλιστα" μου απαντάει.
Έχω πολύ κακή διάθεση. Η εβδομάδα είχε αρχίσει με τόσες υποσχέσεις...
Μηδένα προ του τέλους μακάριζε.
Ανόητε Κροίσε... ανόητε.
"Ποτέ μα ποτέ μην κάνεις session νευριασμένος" μου είχαν πει. "Ποτέ!"
Δεν είμαι νευριασμένος, κορόιδεψα τον εαυτό μου.
Είναι άλλο να πίνεις ενώ έχεις ήδη κέφι και είναι να πίνεις για να το βρεις όταν είσαι κάτω.
Γιατί όταν είσαι κάτω δεν το πίνεις εσύ, σε πίνει αυτό.
Μαύρες σκέψεις περνούσαν στο μυαλό μου. Όταν είχε απαρνηθεί η Γαλάτειά μου, πολλά χρόνια πριν μου είχαν γυρίσει τα μυαλά. Πολλά χρόνια αργότερα δεν είχαν επιστρέψει στη θέση τους.
Ίσως να μην μπορέσουν ποτέ να επιστρέψουν.
Έφτασα στο σπίτι της και πάρκαρα κάπου κοντά. Ήταν τρεις η ώρα μέσα στη νύχτα, στο δρόμο δεν κυκλοφορούσε ψυχή, ούτε καν κάποιος αδέσποτος σκύλος. Χτύπησα το κουδούνι. Άκουσα το χαρακτηριστικό τζζζ της πόρτας που ξεκλειδώνει. Ανέβηκα τα σκαλιά σαν τον κλέφτη προσέχοντας μη με δει κανείς. Η πόρτα της ήταν ανοιχτή. Μπήκα μέσα και την έκλεισα. Εκείνη ήταν όπως την είχα διατάξει, γυμνή, καθισμένη στα τέσσερα με τον κώλο τουρλωτό προς χρήση. Πήγα και τη διέταξα να χουχουλιάσει στο χέρι μου. Μύρισα το αλκοόλ, δεν με είχε ακούσει.
Για να είμαι ακριβής δε με είχε υπακούσει. Με είχε ακούσει μια χαρά, δεν το έκανε για το παιχνίδι. Το είχε κάνει για να πάρει κουράγιο. Το είχε καταλάβει στη φωνή μου.
Με διάβαζε. Με διάβαζε όταν με κοίταζε, με διάβαζε όταν με άκουγε, λες και γινόμουν διάφανος. Μπορούσε να δει βαθιά μέσα μου και αυτό με τρόμαζε και με εξόργιζε και με γοήτευε. Με είχε αποδεχτεί με το σκοτάδι που κουβαλάω, με το βάρος που εγώ δεν μπορώ να ανεχτώ στον ίδιο μου τον εαυτό.
Στα τέσσερα δεν καθόταν εκείνη. Στα τέσσερα καθόμουν εγώ.
-"ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ" ούρλιαξε ο δαίμονας μέσα μου.
Έβγαλα τη ζώνη μου. Την άκουσα να ξεροκαταπίνει.
-"Μη μετράς" τη διέταξα. "Η λέξη είναι Άτροπος"
Μία... δύο... τρεις... βογκητό, τέσσερις... πέντε... ανάσα μέσα από τα δόντια.
Θαυμάζω το έργο μου.
-"Σου έχω πει ότι συχαίνομαι το ποτό και συχαίνομαι να το μυρίζω στην ανάσα σου"
-"Συγνώμη" μου είπε δακρυσμένη.
Μου είχε ανοίξει τον κόσμο της, μου είχε δείξει την ψυχή της.
Έπιασα το καλώδιο του USB αλλά το πραγματικό βασανιστήριο δεν ήταν οι βουρδουλιές. Ήταν αυτά που της έλεγα, παίζοντας σαν βιρτουόζος τις ενοχές της και τις ανασφάλειές της. Το κλάμα της με εξόργισε, άρχισα να τη χτυπάω πιο δυνατά, και πιο δυνατά και πιο δυνατά.
Ο κώλος της και η πλάτη της ήταν γεμάτα κοκκινίλες.
Ένιωσα μια δαιμονική ευφορία να με κατακλύζει, οι πύλες είχαν ανοίξει και οι φυλακισμένοι δαίμονες επέστρεφαν από την εξορία τους ξέφρενοι και άπληστοι για αυτά που είχαν στερηθεί.
Το καλώδιο έπεφτε στα μπούτια, στον κώλο, στην πλάτη.
Και εκείνη δεν έλεγε τη λέξη. Μου έδινε το σώμα της δώρο. Λιώσε με, διάλυσέ με, έτσι έχω μάθει να δίνομαι εγώ. Ο πόνος της για τον εξορκισμό των δαιμόνων μου.
Η δαιμονική μπαλάντα του πόνου είχε φτάσει στο κρεσέντο της και τα σκοτάδια μέσα μου με είχαν κυριέψει.
Και εκεί ξαναείδα και ξαναέζησα το ιδιωτικό μου προπατορικό αμάρτημα.
Δεν έχει σημασία ποιο είναι. Συνέβη ακριβώς αυτό που είχε πει ο Νίτσε. Κοίταξα την άβυσσο και με κοίταξε και εκείνη.
Here be dragons. Με τη μορφή ενός πεντάχρονου αγοριού, εμένα, που έκλαιγε με λυγμούς που το ξέσκιζαν γιατί είχε πάρει, άθελά του, το πρώτο σκληρό μάθημα της ζωής του. Είχε μάθει για την Άτροπο.
Τα σκοτάδια μου διαλύθηκαν. Εκείνη γεμάτη κοκκινίλες χτυπημένη από το μαστίγιό μου και βιασμένη από τα λόγια μου με κοιτούσε ανήσυχα. Όχι για εκείνη... για μένα.
Θυμήθηκα την δαιμονική ευφορία που με είχε κατακλείσει όσο το χτυπούσα με χέρια και με λόγια, την σχεδόν απτή έκφανση του Κακού που είχε γεμίσει το χώρο ανταποκρινόμενη στην πρόσκληση μου.
Here be dragons.
-"Είσαι καλά;"
Την κοίταξα χωρίς να απαντήσω.
Το κεφάλι μου καθάρισε. Η αγκαλιά της που άνοιξε ήταν η τιμωρία μου.
Οι τύψεις.
Είμαι σαδιστής αλλά ταυτόχρονα διαθέτω εμπάθεια, νιώθω τον πόνο του άλλου.
Δεν σάδιζα εκείνη, εμένα σάδιζα.
Δικαστής και δήμιος.
Έκλαιγα στην αγκαλιά της σχεδόν μέχρι το ξημέρωμα. Ζούσα και ξαναζούσα και ξαναζούσα τη στιγμή της μετάνοιας, τη στιγμή που νιώθεις αυτά που έκανες σα μαχαιριές στην ίδια σου την καρδιά.
Ξανά και ξανά και ξανά.
Και η αμείλικτη Άτροπος εκεί, φύλακας αυτών που θα πουλούσες την ψυχή σου στο διάβολο για να αλλάξουν.
Γιατί αυτό που με λερώνει δεν είναι το ιδιωτικό μου προπατορικό αμάρτημα.
Είναι αυτό που με έκανε να γίνω.
Αυτή τη σπορά ενοχικότητας που οι θρησκείες εκμεταλλεύονται από τότε που υπάρχουν.
Όταν όμως ο ίδιος σου ο εαυτός είναι ο δικαστής, ο εισαγγελέας και ο ένορκος, πόσες ελπίδες έχεις να συγχωρέσεις τον εαυτό σου;
Πώς να συγχωρήσεις τον εαυτό σου για μια στιγμή που ενώ ξέρεις ότι δε φταίει θα πουλούσες την ψυχή σου στο διάβολο για να μπορέσεις να την αλλάξεις;
Μαθαίνεις να ζεις με τη Νέμεση να σε τυραννάει χωρίς ελπίδα Κάθαρσης, γιατί η Άτροπος, η σκυθρωπή και αμείλικτη κόρη της Νύχτας που κόβει τα νήματα, δεν παίρνει από λόγια. Ό,τι έγραψε έγραψε.
-"Έρχομαι" της λέω. "Θα έχεις κάνει μπάνιο και θα είσαι έτοιμη για μένα. Μην τολμήσεις να πιεις έστω και μια σταγόνα αλκοόλ. Θα σου χτυπήσω το κουδούνι και θα έχεις ελαφρά ανοιχτή την πόρτα. Θα με περιμένεις γυμνή, καθισμένη στα τέσσερα στο κρεββάτι σου."
-"Μάλιστα" μου απαντάει.
Έχω πολύ κακή διάθεση. Η εβδομάδα είχε αρχίσει με τόσες υποσχέσεις...
Μηδένα προ του τέλους μακάριζε.
Ανόητε Κροίσε... ανόητε.
"Ποτέ μα ποτέ μην κάνεις session νευριασμένος" μου είχαν πει. "Ποτέ!"
Δεν είμαι νευριασμένος, κορόιδεψα τον εαυτό μου.
Είναι άλλο να πίνεις ενώ έχεις ήδη κέφι και είναι να πίνεις για να το βρεις όταν είσαι κάτω.
Γιατί όταν είσαι κάτω δεν το πίνεις εσύ, σε πίνει αυτό.
Μαύρες σκέψεις περνούσαν στο μυαλό μου. Όταν είχε απαρνηθεί η Γαλάτειά μου, πολλά χρόνια πριν μου είχαν γυρίσει τα μυαλά. Πολλά χρόνια αργότερα δεν είχαν επιστρέψει στη θέση τους.
Ίσως να μην μπορέσουν ποτέ να επιστρέψουν.
Έφτασα στο σπίτι της και πάρκαρα κάπου κοντά. Ήταν τρεις η ώρα μέσα στη νύχτα, στο δρόμο δεν κυκλοφορούσε ψυχή, ούτε καν κάποιος αδέσποτος σκύλος. Χτύπησα το κουδούνι. Άκουσα το χαρακτηριστικό τζζζ της πόρτας που ξεκλειδώνει. Ανέβηκα τα σκαλιά σαν τον κλέφτη προσέχοντας μη με δει κανείς. Η πόρτα της ήταν ανοιχτή. Μπήκα μέσα και την έκλεισα. Εκείνη ήταν όπως την είχα διατάξει, γυμνή, καθισμένη στα τέσσερα με τον κώλο τουρλωτό προς χρήση. Πήγα και τη διέταξα να χουχουλιάσει στο χέρι μου. Μύρισα το αλκοόλ, δεν με είχε ακούσει.
Για να είμαι ακριβής δε με είχε υπακούσει. Με είχε ακούσει μια χαρά, δεν το έκανε για το παιχνίδι. Το είχε κάνει για να πάρει κουράγιο. Το είχε καταλάβει στη φωνή μου.
Με διάβαζε. Με διάβαζε όταν με κοίταζε, με διάβαζε όταν με άκουγε, λες και γινόμουν διάφανος. Μπορούσε να δει βαθιά μέσα μου και αυτό με τρόμαζε και με εξόργιζε και με γοήτευε. Με είχε αποδεχτεί με το σκοτάδι που κουβαλάω, με το βάρος που εγώ δεν μπορώ να ανεχτώ στον ίδιο μου τον εαυτό.
Στα τέσσερα δεν καθόταν εκείνη. Στα τέσσερα καθόμουν εγώ.
-"ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ" ούρλιαξε ο δαίμονας μέσα μου.
Έβγαλα τη ζώνη μου. Την άκουσα να ξεροκαταπίνει.
-"Μη μετράς" τη διέταξα. "Η λέξη είναι Άτροπος"
Μία... δύο... τρεις... βογκητό, τέσσερις... πέντε... ανάσα μέσα από τα δόντια.
Θαυμάζω το έργο μου.
-"Σου έχω πει ότι συχαίνομαι το ποτό και συχαίνομαι να το μυρίζω στην ανάσα σου"
-"Συγνώμη" μου είπε δακρυσμένη.
Μου είχε ανοίξει τον κόσμο της, μου είχε δείξει την ψυχή της.
Έπιασα το καλώδιο του USB αλλά το πραγματικό βασανιστήριο δεν ήταν οι βουρδουλιές. Ήταν αυτά που της έλεγα, παίζοντας σαν βιρτουόζος τις ενοχές της και τις ανασφάλειές της. Το κλάμα της με εξόργισε, άρχισα να τη χτυπάω πιο δυνατά, και πιο δυνατά και πιο δυνατά.
Ο κώλος της και η πλάτη της ήταν γεμάτα κοκκινίλες.
Ένιωσα μια δαιμονική ευφορία να με κατακλύζει, οι πύλες είχαν ανοίξει και οι φυλακισμένοι δαίμονες επέστρεφαν από την εξορία τους ξέφρενοι και άπληστοι για αυτά που είχαν στερηθεί.
Το καλώδιο έπεφτε στα μπούτια, στον κώλο, στην πλάτη.
Και εκείνη δεν έλεγε τη λέξη. Μου έδινε το σώμα της δώρο. Λιώσε με, διάλυσέ με, έτσι έχω μάθει να δίνομαι εγώ. Ο πόνος της για τον εξορκισμό των δαιμόνων μου.
Η δαιμονική μπαλάντα του πόνου είχε φτάσει στο κρεσέντο της και τα σκοτάδια μέσα μου με είχαν κυριέψει.
Και εκεί ξαναείδα και ξαναέζησα το ιδιωτικό μου προπατορικό αμάρτημα.
Δεν έχει σημασία ποιο είναι. Συνέβη ακριβώς αυτό που είχε πει ο Νίτσε. Κοίταξα την άβυσσο και με κοίταξε και εκείνη.
Here be dragons. Με τη μορφή ενός πεντάχρονου αγοριού, εμένα, που έκλαιγε με λυγμούς που το ξέσκιζαν γιατί είχε πάρει, άθελά του, το πρώτο σκληρό μάθημα της ζωής του. Είχε μάθει για την Άτροπο.
Τα σκοτάδια μου διαλύθηκαν. Εκείνη γεμάτη κοκκινίλες χτυπημένη από το μαστίγιό μου και βιασμένη από τα λόγια μου με κοιτούσε ανήσυχα. Όχι για εκείνη... για μένα.
Θυμήθηκα την δαιμονική ευφορία που με είχε κατακλείσει όσο το χτυπούσα με χέρια και με λόγια, την σχεδόν απτή έκφανση του Κακού που είχε γεμίσει το χώρο ανταποκρινόμενη στην πρόσκληση μου.
Here be dragons.
-"Είσαι καλά;"
Την κοίταξα χωρίς να απαντήσω.
Το κεφάλι μου καθάρισε. Η αγκαλιά της που άνοιξε ήταν η τιμωρία μου.
Οι τύψεις.
Είμαι σαδιστής αλλά ταυτόχρονα διαθέτω εμπάθεια, νιώθω τον πόνο του άλλου.
Δεν σάδιζα εκείνη, εμένα σάδιζα.
Δικαστής και δήμιος.
Έκλαιγα στην αγκαλιά της σχεδόν μέχρι το ξημέρωμα. Ζούσα και ξαναζούσα και ξαναζούσα τη στιγμή της μετάνοιας, τη στιγμή που νιώθεις αυτά που έκανες σα μαχαιριές στην ίδια σου την καρδιά.
Ξανά και ξανά και ξανά.
Και η αμείλικτη Άτροπος εκεί, φύλακας αυτών που θα πουλούσες την ψυχή σου στο διάβολο για να αλλάξουν.
Γιατί αυτό που με λερώνει δεν είναι το ιδιωτικό μου προπατορικό αμάρτημα.
Είναι αυτό που με έκανε να γίνω.
No comments:
Post a Comment