Ένα ρεμάλι ήμουν, ένας ρεμπεσκές.
Πουλούσα το σώμα μου και την ψυχή μου σε όποιον αγόραζε για να τα φάω από και από κει εδώ και με όσα μου μένουν να συντηρώ και να περιφέρω χωρίς σκοπό το σαρκίο μου.
Εύκολα λεφτά.
Το είχα ανακαλύψει στα 18 μου με ένα γείτονα, απόστρατο συνταγματάρχη που του άρεσαν τα αγοράκια. Όπως και τώρα έτσι και τότε έδειχνα μικρότερος από την ηλικία μου. Φυσικά και ήξερα τι έλεγαν για λόγου του και φυσικά και ήξερα τι με περίμενε όταν επιτέλους με ξεμονάχιασε. Δε γαμιέται είχα πει, θα του ρίχνω εγώ τους πούτσους μου και αυτός θα ρίχνει τα γκαφρά.
-"Αν είσαι καλός μαζί μου, ό,τι θες θα το έχεις".
Ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε και άρχισε να με χαϊδεύει. Με φίλησε και το ανταπέδωσα καταφέρνοντας να μην ξεράσω. Μου χάιδεψε τον πούτσο αλλά αυτός δεν έλεγε να σηκωθεί.
Δεν χρειάστηκε. Ο μπάρμπας δεν γούσταρε να τον πηδάνε αγοράκια, γούσταρε να τα πηδάει αυτός.
-"Χάιδεψέ με κι εσύ".
Άρχισα να τον χαϊδεύω χωρίς όρεξη και τον ένιωσα να καυλώνει. Έκανε μια κίνηση και τον έβγαλε έξω.
-"Ρούφα τον".
Τον κοίταξα παγωμένος.
-"Ρούφα τον, τι τον κοιτάς; Τι περίμενες αγοράκι, πως θα με γαμήσεις; Ρούφα τον".
Μου έριξε μια σφαλιάρα τόσο δυνατή που γύρισε το κεφάλι μου. Μου έριξε και δεύτερη.
-"Ρούφα τον ρε μαλακισμένο, ρούφα τον".
Είχα χεστεί πάνω μου, πραγματικά. Και τότε το μυαλό μου πήρε στροφές.
Άρχισα να του τον χαϊδεύω.
-"Θα είμαι καλός μαζί σου" του είπα.
-"Κι εγώ θα στο ανταποδώσω" μου υποσχέθηκε.
Τον πήρα στο στόμα μου και δεν ήξερα τι να τον κάνω. Με καθοδήγησε εκείνος. Καθώς τον τσιμπούκωνα ευχόμενος να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα τον άκουσα να μου λέει σχεδόν βογγώντας.
-"Τα καλά αγοράκια καταπίνουν".
Αυτό έκανα. Και αφού έγινε η αρχή ήρθε και η συνέχεια.
Την υπόσχεσή του όμως την κράτησε. Ήταν γενναιόδωρος, όπως το είχε υποσχεθεί, και σχεδόν πάντα η τσέπη μου ήταν γεμάτη από λεφτά. Τα έτρωγα χωρίς να καταλαβαίνω και γύρναγα ξανά σε αυτόν για να τον τσιμπουκώνω και να με γαμάει και ο κύκλος επαναλαμβανόταν.
Έγινα κανονικά η πουτάνα του, είναι να μη βραχείς. Με τα κονέ του πέρασα ζάχαρη στο στρατό, στο σπίτι μου -ο θεός να το κάνει- που λέει ο λόγος.
Ένα βράδυ άφραγκος πήγα στο σπίτι του αλλά ήταν κι άλλος εκεί. Μου άνοιξε σα να μη συνέβαινε τίποτα. Μπήκα μέσα και όταν έφτασα στο σαλόνι που κάθονταν, γύρισε και μου είπε "καλώς το πουτανάκι μου" και δείχνοντάς με είπε στον άλλο μπάρμπα "αυτός είναι που σου έλεγα"
-"Ρε άντε και γαμήσου, σκατόγερε" του είπα.
Ο άλλος ο μπάρμπας γέλασε.
-"Τι γελάς εσύ ρε ψοφίμι;" του είπα. "Καλύτερος περνιέσαι;"
-"Ζόρικο το πουτανάκι".
-"Μα την πίστη μου, πέσε γονατιστός ζήτα μου συγχώρεση γιατί σε βλέπω στον Έβρο να κάνεις το γιουσουφάκι στους Τουρκαλάδες μπας και βγάλεις κανένα φράγκο."
-"Ρε σάλτα και γαμήσου" του είπα. "Σάλτα και γαμήσου κι εσύ και ο φιλαράκος σου. Γαμηθείτε μεταξύ σας" είπα και έφυγα διαολισμένος.
Μεγάλα λόγια.
Τρεις μέρες αργότερα ήμουν στα τέσσερα και τσιμπούκωνα τον έναν και με γαμούσε ο άλλος. Και μετά άλλαζαν.
Ο άλλος ήταν πιο ζόρικος. Και τα πόδια του είχα γλείψει και τον κώλο του είχα γλείψει και τον καλύτερο εαυτό μου είχα δώσει στο πρώτο τσιμπούκι που του πήρα αλλά δεν έφτανε.
Γνώρισα τη ζώνη του στα κωλομέρια μου. Κι εγώ κάθισα και τον άφησα να με χτυπάει ξανά και ξανά και ξανά. Με γάμησε έτσι όπως ήταν χωρίς καλά καλά να με σαλιώσει.
Πουτανάκι...
Σάματις εγώ ήμουν καλύτερος από τους κωλόγερους;
Από τη μια έκανα -όχι, δεν έκανα, ήμουν η πουτάνα στα δυο ραμολιμέντα και από την άλλη ξέσπασα στην Έφη, μια συνομήλικη μου αρραβωνιασμένη με ένα παπάρα η οποία είχε την ατυχία ένα βράδυ μεθυσμένη μετά από ένα πάρτι να μου ζητήσει να τη συνοδέψω σπίτι της.
Ωραίο κομμάτι το Εφάκι. Μέτρια στο πρόσωπο αλλά με τσιμπουκόχειλα, ελαφρά γεματούλα με τουρλωτό κωλαράκι και βυζί μιάμιση χούφτα, όπως διαπίστωσα εκείνο το βράδυ χαμουρεύοντάς την.
Την άλλη μέρα στο δρόμο έκανε ότι δε μ' ήξερε αλλά εγώ είχα ανάγκη να ξεσπάσω.
-"Το απόγευμα σπίτι μου αλλιώς θα κελαηδήσω στο δικό σου και καλά ξεμπερδέματα."
Σπίτι μου...
Ένα στενάχωρο δυάρι κληρονομιά από τους γέρους μου που με είχαν αφήσει χρόνους. Το συντηρούσε το στόμα μου και ο κώλος μου.
Το μεσημέρι ο γέρος με είχε πηδήξει πολύ άγρια και είχα τα νεύρα μου. Την είχα ξεχάσει την Έφη μέχρι που μου χτύπησε την πόρτα υπακούοντας στον εκβιασμό μου.
Της άνοιξα και μπήκε μέσα διστακτικά. Τη χούφτωσα στον κώλο και της είπα να προχωρήσει μέσα.
Κάθισα εγώ στο καναπεδάκι και αυτή όρθια.
-"Τράβα φτιάξε μου ένα καφέ" τη διέταξα. "Μέτριο, χωρίς γάλα"
Η Έφη πήγε αμίλητη, βρήκε τον καφέ και τα ποτήρια, τον χτύπησε, έβαλε κρύο νερό και μου τον έφερε.
-"Παγάκια" της είπα
Η εξουσία που ασκούσα πάνω της με είχε καυλώσει απίστευτα.
Όταν επέστρεψε είχε τα παγάκια.
-"Γδύσου" τη διέταξα και αυτή με κοίταξε. "Μη μου κάνεις τη ζόρικη, αν δε θες εκεί είναι η πόρτα και χαιρετισμούς στον αρραβωνιαστικό" την απείλησα.
Υπάκουσε.
Κατέβασα το παντελόνι μου και την έβαλα να με τσιμπουκώσει.
Οι δικοί της, φτωχομπάσταρδοι με τρία κορίτσια, δεν έχασαν την ευκαιρία να την ξεφορτωθούν στα 16 της όταν γιάλυσε σε έναν παπάρα που είχε μάντρα με οικοδομικά υλικά. Δύο χρόνια μαζί του, ένα αρραβωνιασμένη, νόμιμη και προορισμένη για κρεμάλα δόξη και τιμή, την είχαν κάνει εξπέρ.
Τσιμπούκωνε καλύτερα από εμένα, εγώ δεν μπορούσα να τον πάρω όλο. Η Έφη μπορούσε.
Όταν τελείωσε την έβαλα και τον ξαναπήρε το στόμα της μέχρι που μου έγινε κάγκελο πάλι. Την έβαλα να κάτσει στα τέσσερα, δεν ήθελα μουνί, ήθελα να γαμήσω αυτό που έδινα κι εγώ.
Τον σάλιωσα και τον κάρφωσα μέσα της αλλά εκείνη δεν έβγαλε μιλιά. Της έριξα χαστούκι στον κώλο, τα ίδια.
Τραβήχτηκα.
"Χτύπα ρε" μου είπε. "Με λυπάσαι; Μη με λυπάσαι ρε, δε θέλω να με λυπούνται. Νομίζεις ότι αλλάζει κάτι από το ένα γουρούνι στο άλλο;"
Μαλάκα μου θόλωσα. Έβγαλα τη ζώνη και την έκανα μωβ, βαρούσα χωρίς να βλέπω, όπου να 'ναι...στον κώλο, στην πλάτη, στα πόδια. Είχα αφρίσει, τη χτύπησα μέχρι που πιάστηκε το χέρι μου.
Και όμως η ρουφιάνα δεν είχε κουνηθεί ρούπι.
Της τον ξανάβαλα και την γάμησα άγρια.
Και όταν έχυσα μέσα της τότε... τότε έγινε το πιο περιέργο πράγμα. Έβαλε τα κλάματα.
Μαλάκα μου ταράχτηκα. Την είχα κάνει άλογο με τη ζώνη και δεν είχε βγάλει άχνα. Της ξέσκιζα τον κώλο και δεν είχε βγάλει τσιμουδιά.
Εκείνο το βράδυ εγώ ήμουν που είχα ρίξει το ξύλο, εγώ ήμουν είχα ρίξει τον πούτσο αλλά στο τέλος του εγώ ήμουν που είχα γίνει περισσότερο κουρέλι.
Ένα ρεμάλι ήμουν, ένας ρεμπεσκές. Η Έφη ήταν ένα κοριτσάκι που οι γέροι της αποφάσισαν να την πουλήσουν στον πρώτο που άνοιξε και τους έδειξε το πορτοφόλι του.
Μου είπε για το κτήνος με το οποίο ήταν αρραβωνιασμένη, που την βίαζε και την κακοποιούσε, για τους γέρους της που δεν νοιάζονταν που ο κόρη τους ήταν σκλάβα -με την ευχή τους!!!!- ενός καθικιού που γούσταρε να βγάζει τα κόμπλεξ του στους αδύναμους.
...ακριβώς όπως είχα κάνει κι εγώ εκείνη τη βραδιά.
Την πήρα αγκαλιά μου και την κράτησα και την κανάκεψα και τη χάιδεψα και αυτή έκλαιγε με λυγμούς που μαχαίρωναν τη λερωμένη μου ψυχή.
Το ίδιο βράδυ, πριν κλείσει η μάντρα, πήγα εκεί χωρίς να με δει κανείς και έστησα καραούλι. Τον τσάκισα στο ξύλο μέχρι που έμεινε σέκος και μετά τον έσουρα και τον πέταξα στο λάκκο με τον ασβέστη.
Μετά σα να μην τρέχει τίποτα πήγα σπίτι της και αν οι γέροι της ζουν ακόμα το οφείλουν στη μικρότερη αδερφή της που ήταν εκεί.
"Αν ξανακάνετε τέτοιο πράγμα στην Έφη ή στις δυο σας άλλες κόρες θα σας κόψω κομματάκια και θα σας πετάξω στα σκυλιά."
Χάραξα και τους δύο με το μαχαίρι. Αυτή ήταν η υπόσχεσή μου.
15 χρόνια είπε ο δικαστής.
15 χρόνια. Μπορεί να τη λύτρωσα εκείνο το βράδυ αλλά για όσα της έκανα εκείνο το απόγευμα τα 15 και λίγα ήταν.
Αλλά είπαμε, είναι να μη βραχείς...
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Of Mans First Disobedience, and the Fruit
Of that Forbidden Tree, whose mortal tast
Brought Death into the World, and all our woe,
With loss of Eden, till one greater Man
Restore us, and regain the blissful Seat,
Sing Heav'nly Muse
John Milton, Paradise Lost
Με λένε Άγγελο. Με λένε Άγγελο αλλά είμαι οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Ήμουν ένα ρεμάλι, ένας ρεμπεσκές. Έγινα και φονιάς.
Μία και μοναδική καλή πράξη έκανα στη ζωή μου και ακόμα και αυτή ήταν έγκλημα. Όχι, δε το μετάνιωσα για το φόνο του γουρουνιού που κακοποιούσε την Έφη. Όπως δε μετάνιωσα το φόνο που έκανα στη φυλακή και έφαγα άλλα δέκα χρόνια στην πλάτη μου.
Η φυλακή είναι περίεργο μέρος και όμως τόσο οικείο. Πάτα για να μη σε πατήσουν, σφάξε να μη σε σφάξουν, γάμα μη σε γαμήσουν.
Το τελευταίο δεν ήταν πρόβλημα για μένα. Όπως έδινα τον κώλο μου και το στόμα μου κάνοντας το πουτανάκι στο συνταγματάρχη και το φίλο του, το έκανα και μέσα. Γιουσουφάκι, πουτανίτσα, ψωλαρπάχτρα, πάτος... όλα μειωτικά και όλα χωρίς νόημα για έναν σαν εμένα που έβγαζε το παντεσπάνι του πουλώντας ψυχή, σώμα και περηφάνια.
Στη φυλακή δε βιάζουν για το σεξ, βιάζουν για τη δύναμη. Εγώ είμαι ο πιο δυνατός. Εγώ είμαι ο πιο γαμήκουλας. Εντάξει, είσαι. Γονάτιζα υπάκουα, έστηνα τον κώλο μου υπάκουα και σταματούσα να είμαι ο στόχος.
Όταν ο Ζήσιμος ήρθε να μου επιβάλει τη δύναμη του εγώ έκανα όπως είχα μάθει. Του το είπα ξερά, δε χρειάζεται να με χτυπήσεις. Θες να με γαμήσεις; Γάμα με. Θες να στον ρουφήξω; Φέρτον μου να τον πάρω στο στόμα μου. Γάμα με αλλά άσε με στην ησυχία μου.
Το έκανε. Και έγινε μόνιμος. Έγινα το πουτανάκι του και αυτόματα σταμάτησε να μου κολλάει ο οποιοσδήποτε. Παράξενο πράγμα. Μπορεί να έγινα η δούλα του αλλά γνώρισα έναν άλλο Ζήσιμο, που ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι υπήρχε. Παρά το γεγονός ότι έδινα κώλο για την προστασία ο Ζήσιμος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με έκανε να νιώσω συναισθηματικό ενδιαφέρον γι αυτόν. Και αυτός μου το ανταπέδωσε στο βαθμό που μπορούσε.
Μόνο η Έφη ερχόταν που και που να με δει. Βρήκε ένα καλό παιδί που την αγαπούσε και τον παντρεύτηκε και έκανε μαζί του και δυο κόρες. Μπορεί η μία και μοναδική καλή πράξη της ζωής μου να ήταν έγκλημα αλλά η λύτρωση της Έφης ήταν η ανταμοιβή μου.
Δεν την χάρηκα πολύ. Ένα χρόνο μετά τη γέννηση της δεύτερης κόρης της, στο πέμπτο χρόνο που ήμουν μέσα έφυγε από καρκίνο στη μήτρα. Ήρθε ο ίδιος της ο άντρας να μου το πει, δεν τον είχα δει ξανά. Και είχαμε κάτσει δυο μαντραχαλάδες ο καθένας μόνος του από τη δική του πλευρά να κλαίμε σαν κοριτσάκια.
Και τότε ο Λουκάς από τα μανιάτικα έσφαξε το Ζήσιμο.
Αυτό σε συνδυασμό με το χαμό της Έφης μου γύρισε τα μυαλά.
Ο Λουκάς είχε πολύ άσχημο τέλος. Του τον έκοψα, τον ξεκοίλιασα και τον στραγγάλισα με τα ίδια του τα άντερα. Ζούσε ακόμα, ο σκύλος ζούσε ακόμα, με κομμένο πούτσο και ανοιχτή κοιλιά και κομμένα άντερα. Ζούσε ακόμα όταν του τα τύλιξα γύρω από το λαιμό.
Ο θάνατος ήταν από στραγγαλισμό, αυτό έγραψε το κατηγορητήριο. Όχι ότι θα τη γλίτωνε δηλαδή ακόμα και αν δεν είχα κάνει αυτό που έκανα. Πέντε χρόνια μέσα στη φυλακή ήμουν υπόδειγμα και μου αναγνωρίστηκαν και κάποια ελαφρυντικά. Ωστόσο έφαγα άλλα δέκα χρόνια στην καμπούρα μου.
Δε βαριέσαι. Είναι να μη βραχείς, μετά δε σε νοιάζει και μούσκεμα να γίνεις.
Όλα τα υπόλοιπα χρόνια, βγήκα τελικά στα 22, τα πέρασα μονάχος. Δεν μου ξανακόλλησε κανείς, δεν κόλλησα εγώ σε κανέναν και έτσι απόμεινα πάλι μόνος, λες και ξαναζούσα τα παιδικάτα μου. Για να σκοτώσω το χρόνο το έριξα κι εγώ στο διάβασμα. Όχι, δεν έγινα καλύτερος άνθρωπος, δεν άνοιξαν οι ορίζοντές μου. Αυτό το τραίνο είχε χαθεί εδώ και πολλά χρόνια. Μια παρηγοριά ήταν, μια παρέα τις ατελείωτες ώρες της βαρεμάρας κλεισμένος μέσα στην φυλακή και μέσα στον εαυτό μου.
Όταν βγήκα δεν είχα κανένα να με περιμένει. Το μόνο που είχα ήταν το δυαράκι μου, δηλαδή ήλπιζα να υπάρχει ακόμα και να είναι στη θέση του. Η παλιά γειτονιά είχε αλλάξει. Δύο νέες μοντέρνες πολυκατοικίες είχαν υψωθεί εκεί που ήταν δύο σπίτια με μεγάλες αυλές.
Όταν πήγα στην πολυκατοικία που έμενα διαπίστωσα ότι το εξωτερικό κλειδί είχε αλλάξει. Χτύπησα όλα τα κουδούνια μέχρι που κάποιο μου άνοιξε. Μπήκα μέσα και ανέβηκα τη σκάλα. Αριστερά το διαμέρισμά μου, στη μέση το ανανσέρ, δεξιά η σκάλα και ακόμα πιο δεξιά ένα άλλο διαμέρισμα.
Δεν ήξερα τι θα έκανα αν το κλειδί μου δεν ταίριαζε παρόλα αυτά ένιωσα τεράστια έκπληξη όταν μπήκε μέσα και άνοιξε λες και σαν να ήταν μόλις εχθές που είχα βγει για τελευταία φορά.
Άνοιξα την πόρτα. Μηχανικά γύρισα το διακόπτη. Φυσικά δεν είχε φως.
Και όμως το σπίτι ήταν καθαρό. Δε μύριζε μούχλα. Δεν είχε νερό, δεν είχε φως αλλά ήταν λες και αυτά είχαν κοπεί μόλις χθες. Δεν είχα το κουράγιο και την όρεξη να το ψάξω, η ελευθερία μου μετά από είκοσι χρόνια φυλακής με τρόμαζε και με εξουθένωνε.
Στην αρχή είχα δοκιμάσει να κάνω τα ίδια αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει και εγώ είχα μεγαλώσει. Ποιος θα πάει να πληρώσει ένα σαραντάρη για σεξ όταν μπορεί να βρει πρόθυμους εικοσάριδες να κάνουν το ίδιο και τσάμπα; Ήμουν ακόμα ωραίος άντρας αλλά πλέον δεν μπορούσα να με πουλήσω.
Αναγκάστηκα να κάνω διάφορες δουλειές του ποδαριού μέχρι που με λυπήθηκε ένας γείτονας που είχε σουβλατζίδικο και που είχε και αυτός την ατυχία νέος να έχει κάνει φυλακή και ήξερε τι σημαίνει να χτυπάς πόρτες και να μη σου ανοίγει καμία.
Είχα ρωτήσει τους γείτονες για την κατάσταση που είχα βρει το σπίτι, καθαρό, αερισμένο και περιποιημένο. Μου είχαν πει ότι μια φορά το μήνα ερχόταν μια μεσήλικη γυναίκα και το αέριζε και το καθάριζε και πως αυτό γινόταν τον τελευταίο χρόνο. Που και που τη συνόδευε μια νεαρή κοκκινομάλλα αλλά δεν ήξεραν παραπάνω.
Πέρασαν έτσι πέντε χρόνια. Είχα κάνει κάποιες περιστασιακές σχέσεις αλλά μετά τα πρώτα ενθουσιώδη γαμήσια ξέφτιζαν. Ήμουν ανίκανος να νιώσω αίσθημα είτε με γυναίκα είτε με άντρα και κανείς δεν άντεχε για πολύ εμένα και το παρελθόν που με βάραινε.
Είχαν περάσει ακριβώς 27 χρόνια από τη βραδιά που μου άλλαξε τη ζωή. Τα νέα μου γενέθλια, τα παλιά μου είχαν σβήσει και είχαν χαθεί, πεταμένα στα σκουπίδια του χρόνου. Κάθε χρόνο τα τελευταία χρόνια τα γιόρταζα γινόμενος στουπί στο μεθύσι.
Τα θυμάμαι όλα σα να είχαν συμβεί μόλις χθες.
Η Έφη να κλαίει με λυγμούς που με μαχαίρωναν. Να τη χαϊδεύω και να προσπαθώ μάταια να την ηρεμήσω. Ήμουν το ίδιο γουρούνι με τον αρραβωνιαστικό της, είχα κακοποιήσει και βιάσει ένα κορίτσι που δε μου είχε φταίξει σε τίποτα μόνο και μόνο για να βγάλω τα δικά μου σπασμένα. Μόνο και μόνο γιατί μπορούσα να το κάνω επειδή η ίδια δεν μπορούσε να αντισταθεί.
Δεν είχα τίποτα ιερό να της ορκιστώ, τίποτα αντρίκιο πάνω μου για να της δώσω το λόγο μου.
Της ζήτησα συγνώμη και απλά της δήλωσα τι επρόκειτο να κάνω.
Οι γέροι της χέστηκαν πάνω τους όταν τους χάραξα και στην αστυνομία το πήρα πάνω μου. Είπα ότι ήμουν ο κρυφός δεσμός του μαντρά και ότι ζήτησε να χωρίσουμε και θόλωσα και έγινε ό,τι έγινε. Κανείς στη γειτονιά που ήξερε τι πάρε-δώσε είχα με το στρατιωτικό δεν είχε να πει κάτι άλλο, το μόνο που αναρωτιόνταν ήταν πως η λούγκρα ο μαντράς είχε καταφέρει να κρατήσει κρυφή τη διπλή ζωή του.
Σήμερα ήταν η επέτειος. Σήμερα είχα τα δεύτερα γενέθλιά μου. Σκούπισα και σφουγγάρισα και κλείδωσα το μαγαζί. Γύρισα να φύγω και εκεί με περίμενε μια όμορφη, μινιόν Βαλκυρία.
-"Γεια σου Άγγελε" μου είπε.
Εκείνη την ώρα ήμουν πολύ κουρασμένος για να θυμηθώ την αναφορά των γειτόνων μου για την κοκκινομάλλα.
-"Γνωριζόμαστε;"
-"Κατά κάποιο τρόπο ναι."
Δεν είχα όρεξη.
-"Άκου κοριτσάκι μου, δεν ξέρω τι είσαι και τη ζητάς αλλά άσε με στην ησυχία μου."
-"Κι όμως... σου οφείλω την ύπαρξή μου. Με λένε Αγγελική. Είμαι η μεγάλη κόρη της μακαρίτισσας της μάνας μου, της Έφης"
-"Κοριτσάκι, δεν αφήνεις το δούλεμα; Την πρώτη κόρη της Έφης την ονόμασαν Μαργαρίτα, από τη μάνα του άντρα της. Δεν ξέρω τι έχεις στο μυαλουδάκι σου και τι σκατά ζητάς από εμένα αλλά άσε με στην ησυχία μου, εντάξει;"
-"Μαργαρίτα-Αγγελική. Δύο ονόματα. Η μητέρα μου σου είπε το πρώτο, το δεύτερο το ξέρουν μόνο όσοι ήσαν παρόντες στη βάφτιση. Μου έδωσαν το όνομά σου."
Πάγωσα
-"Εγώ ήμουν που φρόντισα το σπίτι σου να είναι καθαρό και να σε περιμένει. Πρώτα ο πατέρας μου και μετά εγώ σου πλήρωνα τα κοινόχρηστα όλα αυτά τα χρόνια."
-"Και τι θέλεις τώρα, απόδειξη; Ξέρεις ποιος είμαι και τι είμαι, τι σκατά παρτίδες θέλεις να ανοίξεις μαζί μου;"
-"Θέλω να σου ανταποδώσω αυτό που έκανες για τη μητέρα μου" μου είπε ατάραχη και συνέχισε, "Θέλω να σε κάνω άνθρωπο."
Έμεινα να την κοιτάω αποσβολωμένος. Εκείνη απλά μου έδειξε ένα αυτοκίνητο και μου είπε να μπω μέσα. Έκανε μεταβολή και μπήκε στο αυτοκίνητο χωρίς να περιμένει απάντηση. Μουδιασμένος από το σοκ της αποκάλυψης και χωρίς να ξέρω καλά καλά το γιατί την ακολούθησα.
Τον είδα να μπαίνει μηχανικά στο αυτοκίνητό μου σα ρομπότ. Κάθισε στη μεριά του συνοδηγού χωρίς να πει δεύτερη κουβέντα, χωρίς καν να με κοιτάξει. Ξεκίνησα και δεν με ρώτησε καν που πάμε.
Ο μπαγάσας ήταν ωραίος άντρας, τα χρόνια στη φυλακή μπορεί να είχαν σκληρύνει τα χαρακτηριστικά του αλλά δεν τα είχαν χαλάσει. Ο πατέρας μου όταν μεγάλωσα και μας είπε στο νεκροκρέββατό του όλη την ιστορία μας είχε πει ότι αυτός ήταν ο λόγος που η μητέρα μου ήταν μαζί του ερωτευμένη σε όλη της την εφηβεία.
Και εκείνος δεν είχε γυρίσει καν να της ρίξει μια δεύτερη ματιά. Εκτός από εκείνο το βράδυ, εκείνο το βράδυ που τη λύτρωσε.
Μαργαρίτα-Αγγελική. Πώς και πού να πεις ότι το δεύτερο σου όνομα είναι το όνομα ενός φονιά;
Η μητέρα μου γνώρισε τον πατέρα μου μερικούς μήνες μετά από εκείνη τη νύχτα. Δεν τον ερωτεύτηκε και αν δεν τους είχα προκύψει εγώ ως ατύχημα μπορεί καν να μην τον είχε παντρευτεί. Όμως ο πατέρας μου, κύριος όπως πάντα, ήταν εκεί.
Μου είπε πως τον αγάπησε. Δεν ξέρω, δεν πρόλαβα να τη γνωρίσω, όταν έφυγε ήμουν μόλις τριών και κάτι. Ο πατέρας μου έφυγε όπως και η μητέρα μου και αυτός από καρκίνο. Όμως εκεί, στο νεκροκρέββατό του, είπε σε εμένα και την Ελένη όλη την ιστορία και μας όρκισε να συνεχίσουμε εμείς... κρατώντας τον τελευταίο όρκο που είχε δώσει ο ίδιος στη μητέρα μου.
"Του χρωστάω τη ζωή μου. Όταν βγει από τη φυλακή που μπήκε για μένα, θέλω να υπάρχει κάποιος να τον περιμένει"
Ήμουν 20 και κάτι εγώ και 17 η Ελένη όταν βγήκε, ένα χρόνο αφού είχε φύγει και ο πατέρας μου. Η Ελένη ήταν τότε μικρή οπότε αποφάσισα το βάρος να το πάρω πάνω μου. Άλλωστε πέντε χρόνια αργότερα εκείνη έχει βάλει σε δρόμο τη ζωή της, έχει φύγει για έξω για να συνεχίσει τις σπουδές της και δεν βλέπω κάποιο καλό λόγο να γυρίσει.
Δεν μπορούσα να κρατήσω πλήρως τον όρκο. Φρόντισα ωστόσο το σπίτι να είναι καθαρό και συνέχισα εγώ να πληρώνω τα κοινόχρηστά του μέχρι που γύρισε ώστε να μπορεί να βρει το σπίτι του εκεί, να τον περιμένει τουλάχιστον αυτό.
-"Δεν σε ενδιαφέρει που πάμε;" τον ρώτησα χωρίς να τον κοιτάξω.
-"Έχει πάψει να με νοιάζει εδώ και 27 χρόνια και για να εμφανιστείς ειδικά σήμερα νομίζω ότι το ξέρεις κι εσύ."
Δεν είπαμε άλλη κουβέντα μέχρι που φτάσαμε στο ήσυχο μπαράκι που ήταν ο προορισμός μας.
-"Σ'αρέσει";
-"Τι θέλεις από εμένα;"
-"Σου είπα, αλλά όλα στην ώρα τους."
Μπήκαμε μέσα και κάτσαμε σε μια απόμερη γωνιά. Μετά από πέντε λεπτά σιωπής πήγε να μιλήσει.
-"Άκου, κοριτσάκι μου, δεν ξέ-"
-"Θέλω να βγάλεις τον σκασμό και να με ακούσεις" του είπα νευριασμένη.
Ταράχτηκε και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα ύφος αδιόρατου φόβου, σαν ένα σκυλί που έχει φάει ξύλο στη ζωή του και φοβάται ότι θέλεις να το χτυπήσεις. Μαζεύτηκε στη γωνία του.
Εγώ καύλωσα.
-"Η μητέρα μου τα είπε όλα στον πατέρα μου και αυτός μου τα μετέφερε. Δεν ξέρω τι άνθρωπος ήσουν και τι άνθρωπος είσαι, αλλά αυτό που έκανες εκείνη τη βραδιά μας γέννησε μια υποχρέωση που δεν μπορούμε να ξεπληρώσουμε."
Με κοίταξε με φανερή απορία, σα να μην καταλαβαίνει.
-"Η μητέρα μου που ήταν ερωτευμένη μαζί σου κι εσύ δεν της είχες ρίξει ούτε μια δεύτερη ματιά, πήρε εκείνο το απόγευμα το θάρρος και ήρθε και σε βρήκε. Δεν είχε σκοπό τα πράγματα να πάρουν την κατάληξη που πήραν, δεν ήθελε να βάψεις με αίμα τα χέρια σου. Μου είπε ότι κατά λάθος τον σκότωσες, ότι δεν ήθελες να το πας τόσο μακριά και μου είπε ότι το πήρες αποκλειστικά πάνω σου. Πήρες το σταυρό της και τον έκανες δικό σου. Ούτε τον πατέρα μου δεν αγάπησε όπως εσένα."
Το βλέμμα του σκοτείνιασε αλλά δεν τον άφησα να μιλήσει.
-"Ο πατέρας μου την αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο. Το ξέρεις ότι δεν ξαναπαντρεύτηκε και μεγάλωσε εμένα και την αδερφή μου μόνος του; Την αγάπησε τόσο πολύ που της ορκίστηκε στο νεκροκρέββατό της όταν αποφυλακιστείς να έχεις κάποιον να σε περιμένει και πέρασε αυτόν τον όρκο σε εμένα και την αδερφή μου όταν είδε ότι δεν θα ζούσε για να τον εκπληρώσει".
-"Δεν είμαι αυτό που νομίζεις" απάντησε απλά. "Φύγε, άσε με στην ησυχία μου όσο προλαβαίνεις... δεν είμαι αυτός που νομίζεις"
-"Ναι, ξέρω, μισείς τον εαυτό σου γιατί έκανες αυτά που έκανες. Όμως λυτρώθηκες και σου αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία."
-"Πάμε να φύγουμε" μου είπε. "Σε παρακαλώ, πάμε να φύγουμε. Πήγαινέ με σπίτι μου, και φύγε, χάσου από τη ζωή μου. Φύγε μακρυά μου όσο προλαβαίνεις. Δεν... δεν μπορείς..."
-"Δε θα σε παρακαλέσω" του είπα. "Θες να σε πάω σπίτι σου, θα σε πάω σπίτι σου".
Πληρώσαμε και φύγαμε χωρίς καν να έχουμε αγγίξει τα ποτά μας. Πάρκαρα έξω από το σπίτι του.
-"Κατέβα" του είπα.
Εκείνος άνοιξε την πόρτα και χωρίς να πει άλλη κουβέντα βγήκε από το αυτοκίνητο. Δεν ξέρω τι με έπιασε αλλά βγήκα και εγώ έξω και τον ακολούθησα. Η εξώπορτα δεν είχε προλάβει να κλείσει, την πρόλαβα και μπήκα μέσα και ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες.
Με κοίταξε γεμάτος απορία
-"Προχώρα" του είπα.
Κούνησε το κεφάλι του και άνοιξε την πόρτα και μου έκανε να περάσω.
Είχα ξαναμπεί στο σπίτι του, δεν είχε αλλάξει σχεδόν τίποτα.
-"Γιατί με διώχνεις;" τον ρώτησα.
-"Για να σε προστατεύσω" μου απάντησε. "Έχεις ακόμα χρόνο, φύγε, φύγε και μη γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω σου"
Είχε γίνει χλωμός.
-"Είμαι μεγάλο κορίτσι, δε χρειάζομαι προστασία" είπα και πήγα και κάθισα στον καναπέ.
Σκλήρυνε απότομα.
-"Είναι η τελευταία σου ευκαιρία" μου είπε ψυχρά.
-"Γιατί, θα με κάνεις ντα ή θα φωνάξεις την αστυνομία;" του είπα περιπαιχτικά.
-"Ούτε το ένα ούτε το άλλο" είπε σκληρά και συνέχισε "Θα σε ξυπνήσω".
-"Εσύ εμένα;"
-"Ωραίο το παραμυθάκι που σου είπε η μανούλα σου, μικρή, αλλά τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Δεν βρήκε κανένα κουράγιο να έρθει, ήρθε στο σπίτι μου επειδή την εκβίασα. Ναι, κοίτα με σα χαζή τώρα. Σε αυτό τον καναπέ που κάθεσαι ξέρεις τι έγινε;"
Τον κοίταξα αβέβαιη.
-"Ναι, αυτός που πας να σώσεις εκβίασε τη μητέρα σου και στον ίδιο καναπέ που κάθεσαι την έβαλε και του πήρε τσιμπούκι, και ξέρεις τι καλά τσιμπούκια την είχε μάθει να κάνει ο αρραβωνιάρης της;"
-"ΣΚΑΣΕ" του φώναξα και σηκώθηκα όρθια.
-"Και μετά, μετά να δεις τι έγινε. Μετά τη μαστίγωσα με τη ζώνη μου και την πήρα από πίσω. Ναι, ένα γλυκό κωλαράκι σαν το δικό σου είχε η μάνα σου"
-"ΣΚΑΣΕ, ΣΚΑΣΕ"
-"Την αλήθεια δεν ήθελες να μάθεις; Ε; Γκρεμίστηκε ο μύθος ε; Ε βέβαια, που να τα πει αυτά η Έφη"
Τον χαστούκισα δυνατά. Και ξανά. Και ξανά.
Δεν έκανε τον κόπο να προστατεύσει τον εαυτό του.
Είχα δακρύσει και είχα κοκαλώσει από το σοκ της αποκάλυψης.
-"Δεν αξίζω τίποτα. Τίποτα. Το φονικό που έκανα... το ήθελα, ήθελα να τον σκοτώσω. Και... και το ευχαριστήθηκα. Το ευχαριστήθηκα γιατί δεν προσπαθούσα να σκοτώσω αυτό το καθίκι, εμένα προσπαθούσα να σκοτώσω. Το δικό μου πτώμα πέταξα στον ασβέστη."
Σιγή.
-"Γιατί δεν ήμουν... δεν ήμουν καλύτερος απ' αυτόν. Γιατί εγώ ήμουν ένα ρεμάλι και η μάνα σου ένα κοριτσάκι."
Έπεσε γονατιστός και άρχισε να κλαίει.
Μέσα από τους λυγμούς του μου είπε "Τώρα ξέρεις, φύγε... φύγε".
Στο μυαλό μου ήρθαν οι στοίχοι του Σκαρίμπα.
...
Να `ν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι να `ναι
και τα βράχια κατάπληχτα και τ’ αστέρια μακριά
να κοιτάνε
Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι
...
Εκεί, γονατιστός, μου αγκάλιασε τα πόδια κλαίγοντας.
Ήθελα να τον χτυπήσω. Ήθελα να τον σκοτώσω.
Του χάιδεψα τα μαλλιά.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
οὐλομένην, ἣ μυρί᾽ Ἀχαιοῖς ἄλγε᾽ ἔθηκε,
πολλὰς δ᾽ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν
Ομήρου Ιλιάδα, Α 1-3
Θυμήθηκα...
Μιλούσα περισσότερο στον εαυτό μου παρά σε εκείνη ωστόσο έγινε ο πρώτος άνθρωπος που έμαθε τα πραγματικά γεγονότα εκείνης της νύχτας.
Έφτασα στη μάντρα χωρίς να με δει κανείς. Η είσοδος ήταν κλειστή αλλά το λυόμενο που χρησιμοποιούσε το γουρούνι για γραφείο είχε φως. Πήγα από την πίσω μεριά και σκαρφάλωσα τον τοίχο και μπήκα μέσα. Ήθελα να τον τσακίσω στο ξύλο μέχρι να φτύσει το γάλα της μάνας του αλλά θα έπρεπε να τον πετύχω μόνο του. Πλησίασα σα γάτα και κρυφοκοίταξα από την πόρτα.
Αυτό που είδα ήταν η θανατική του καταδίκη.
Σκυμμένος πάνω στο γραφείο ήταν ο παραγιός του. Το βλέμμα του ήταν στο άπειρο. Από πίσω του και γαμώντας τον με μανία ήταν ο μαντράς.
Σα να άκουσα ξανά τη φωνή του συνταγματάρχη. "Τι νόμιζες αγοράκι, πως θα με γαμήσεις;"
Θυμήθηκα τη ντροπή μου όταν τον πήρα για πρώτη φορά στο στόμα μου. Την αηδία που ένιωσα. Την ξεφτίλα. Το πούτσο του να δονείται στο στόμα μου γεμίζοντάς το με πικρό σπέρμα. Την αναγούλα που ένιωσα όταν κατάπια. Και μόλις είχε αρχίσει μαζί μου.
Θυμήθηκα που κατέβασα το παντελόνι μου και το σλιπ μου μηχανικά. Θυμήθηκα το πρόστυχο γέλιο του. Που τον ξαναέβαλε στο στόμα μου. Που με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα και να τουρλώσω τον κώλο μου. Θυμήθηκα την πρώτη φορά που τον ακούμπησε στον κώλο μου. Που τον βύθισε αργά και βασανιστικά μέσα μου κάνοντας με να ουρλιάξω από τον πόνο. Τον θυμήθηκα να με ξεσκίζει και να βογκάει. Θυμήθηκα την ταπείνωση της συνειδητοποίησης της θέσης μου. Θυμήθηκα που καρφώθηκε μέσα μου και τέλειωσε με σπασμούς. Που πήγα τρέχοντας στην τουαλέτα με τον κώλο μου να κρατιέται με τα χίλια ζόρια να μην αδειάσει τα περιεχόμενά του μέχρι να κάτσω στη λεκάνη. Τον εμετό... ξανά και ξανά και ξανά.
Μου ήρθε αναγούλα και δεν κρατήθηκα. Ξέρασα μπροστά από την πόρτα του χωρίς να με νοιάζει αν θα ακουστώ. Όταν σηκώθηκα και ξανακοίταξα από το παράθυρο, ο παραγιός ήταν γονατισμένος με το στόμα ανοιχτό και ο μαντράς τον έπαιζε χύνοντας τον στο στόμα και στο πρόσωπο.
Άνοιξα την πόρτα και τον πέτυχα με το παντελόνι κατεβασμένο. Με κοίταξε σαν ηλίθιος αλλά δεν πρόλαβε να πει κουβέντα. Η πρώτη μου γροθιά έπεσε στη μύτη του και του την έχωσε μέσα στο κεφάλι σχεδόν. Έπεσε κάτω και εγώ πήγα από πάνω του και τον κλώτσησα στο κεφάλι. Το βρήκα πολύ απόμακρο.
Όχι.
Κάθησα πάνω στο στέρνο του και του έκανα το κεφάλι πελτέ από τις γροθιές. Τον χτύπησα μέχρι που μάτωσαν οι γροθιές μου. Όταν τέλειωσα μαζί του δεν ήταν αναγνωρίσιμος.
Ο παραγιός με κοιτούσε κοκαλωμένος.
-"Ντύσου και φύγε σα να μην τρέχει τίποτα." του είπα και συνέχισα "Πήγαινε στο σουβλατζίδικο να πάρεις κάτι να φας και πάρε τηλέφωνο εδώ. Θα σου απαντήσω εγώ. Κάνε σα να μιλάς στο αφεντικό σου, ρώτα τον αν θέλει να του φέρεις να φάει. Θα σου πω εγώ όχι και θα ρωτήσεις αν είμαι σίγουρος."
Εξακολουθούσε να με κοιτάει σα χαζός.
-"Θα έρθει η αστυνομία. Πρέπει να έχεις άλλοθι. Δεν χρειάζεται να μπλέξεις κι εσύ. Αρκετά σου έκανε όσα ζούσε. Φύγε, πήγαινε και κάνε ότι σου είπα."
Ντύθηκε και έφυγε χωρίς να πει δεύτερη κουβέντα. Σε πέντε λεπτά χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα. Ο παραγιός ήταν ψύχραιμος και ακολούθησε τις οδηγίες μου. Το άλλοθί του το είχε εξασφαλίσει.
Δεν έφτανε όμως αυτό.
Πήρα τηλέφωνο μια πιτσαρία γνωστή για τη βραδύτητά της και παράγγειλα μια πίτσα κάνοντας το μαντρά. Μετά έσυρα το πτώμα του με δυσκολία και το πέταξα στο λάκκο με τον ασβέστη.
Δεν είχα πολλή ώρα ακόμα.
Έφυγα πηδώντας από πίσω από τον τοίχο και πήγα στο σπίτι της Έφης. Άνοιξε το Λενιώ, η μικρή κόρη της οικογένειας.
Σ' αυτήν οφείλουν τη ζωή τους οι κωλόγεροι.
-"Φώναξε τον πατέρα σου, αγάπη μου" της είπα γλυκά και η μικρή πήγε μέσα και τον φώναξε.
Ήρθε και με αντίκρισε με περιέργεια. Του έβαλα το μαχαίρι στο λαιμό. "Φώναξε τη γριά και μην κάνεις άλλο ήχο γιατί θα σε κόψω σε φέτες"
Υπάκουσε και σε λίγο ήρθε και η μάνα της Έφης.
-"Έτσι και βγάλεις την παραμικρή φωνή θα του ανοίξω το λαιμό εδώ που είμαστε, κατάλαβες;"
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
-"Θα πάμε μέσα σιγά-σιγά" είπα κατεβάζοντας το μαχαίρι και φέρνοντάς το στο νεφρό του "χωρίς να πείτε κουβέντα. Θα στείλεις τη μικρή για ύπνο και μετά θα τα πούμε ήσυχα οι τρεις μας."
Με υπάκουσαν.
Τους έβαλα και έκατσαν στον καναπέ και κάθησα απέναντι σε μια πολυθρόνα. Τους εξιστόρησα αυτά που μου είχε εξομολογηθεί η Έφη. Τους είπα τι έκανα στο γαμπρουδάκι τους.
Χάραξα με το μαχαίρι την πλάτη και της γριάς και του γέρου μέχρι που έβγαλαν αίμα. Τους ορκίστηκα ότι έτσι και ξανακάνουν αυτό που έκαναν στην Έφη είτε στην ίδια είτε στις άλλες δυο τους κόρες θα τους έσφαζα χωρίς οίκτο.
Τους έφτυσα στα μούτρα και βγήκα έξω, ασφυκτιούσα εκεί.
Πήγα στο παρκάκι όπου είχα χαμουρέψει την Έφη και σκέφτηκα από όλες τις πλευρές τι θα πω στους μπάτσους. Δικός μου ο φόνος, δε θα επέτρεπα στον εαυτό μου να πάρει κανείς άλλος το βάρος.
Περπάτησα αργά-αργά για δέκα λεπτά, τα τελευταία δέκα λεπτά της ελευθερίας μου για πολλά χρόνια, μέχρι που έφτασα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Ζήτησα από το φρουρό να με πάει στον αξιωματικό υπηρεσίας για να του καταγγείλω ένα έγκλημα.
Μπήκα σα το ρομπότ στο γραφείο του Α.Υ.
-"Ήρθα να παραδωθώ. Πριν 20 λεπτά σκότωσα τον Χριστόπουλο, τον ιδιοκτήτη της μάντρας με τα οικοδομικά υλικά."
Ο αξιωματικός με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια μα εγώ για πρώτη στη ζωή ένιωσα λεύτερος.
Επανήλθα στο παρόν.
Ένα τρεμάμενο χέρι χάιδευε τα μαλλιά μου. Σήκωσα το κεφάλι και είδα τη Βαλκυρία μου να με κοιτάζει δακρυσμένη.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Οι βέρες ήταν χρυσές,
χρυσές και οι αλυσσίδες
που δέσανε τα νειάτα μας·
πώς δεν τις είδες;
27 χρόνια πριν...
Δεν ξέρω πώς με άφησε να βγω. Είναι πολύ ζηλιάρης, δε με αφήνει σχεδόν να αναπνεύσω. Θέλω να πιω, θέλω να χορέψω, θέλω να ξεχάσω. Δύο χρόνια σχεδόν μαζί του, σε λίγο παραπάνω από δυο μήνες είναι ο γάμος. Θεέ μου πώς θα αντέξω; Πού να πάω; Την πρώτη φορά που με έδειρε έφυγα αμέσως από το σπίτι του και γύρισα στους γονείς μου.
Και μ' έστειλαν πίσω.
. . . . .
- "Πρέπει να τον ακούς τον Μάρκο, Έφη. Σε αγαπάει αλλά είναι αράθυμος, δεν πρέπει να του εναντιώνεσαι. Θα γίνει ο άντρας σου, θα γίνει ο πατέρας των παιδιών σου."
- "Με χτύπησε!" είπα κλαίγοντας.
- "Το ξύλο βγήκε απ' τον παράδεισο. Νομίζεις εγώ δεν έχω φάει χαστούκια από τον πατέρα σου; Είδες όμως; Τίποτα δε σας έλειψε, πάντα ήταν καλός μαζί σας, ποτέ δε σήκωσε χέρι πάνω σας. Είναι δύσκολη η ζωή Έφη, το να φας καμιά σφαλιάρα που και που είναι το λιγότερο που μπορείς να πάθεις. Δες τη Σούλα την ξαδέρφη σου πώς κατάντησε."
- "Πώς κατάντησε; Μια χαρά είναι η Σούλα, κάνει τη ζωή της, είναι ευτυχισμένη."
- "Μια πουτάνα και μισή είναι που πηδιέται με τον ένα και με τον άλλον. Αυτό θέλεις να γίνεις; Πουτάνα;"
- "Τι λες ρε μάνα; Η Σούλα δεν είναι πουτάνα, τι είναι αυτά που λες;"
- "Πουτάνα είναι" είπε σχεδόν φτύνοντας. "Μια βρωμερή πουτάνα. Αν θες να γίνεις κι εσύ τέτοια με γεια σου και χαρά σου αλλά σε αυτό το σπίτι δεν έχεις θέση. Γύρισε στο Μάρκο ή σήκω και φύγε."
Έβαλα τα κλάματα αλλά η μάνα μου δεν άκουγε κουβέντα. Με πέταξε έξω με τις κλωτσιές. Δεν είχα που να πάω, η Σούλα δε μένει πια στην Αθήνα. Γύρισα στο Μάρκο σα βρεγμένη γάτα. Άνοιξε την πόρτα και με κοίταξε χαμογελαστός κόβοντάς μου τα πόδια. Μου μίλησε γλυκά, λες και δεν ήταν ο ίδιος που πριν δύο ώρες με είχε ταράξει στα χαστούκια.
- "Έλα, πέρνα μέσα, μη στέκεσαι στην πόρτα."
Πέρασα διστακτική μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
- "Έχεις να μου πεις κάτι;" με ρώτησε.
- "Σαν τι περιμένεις να σου πω;"
- "Να μου ζητήσεις συγνώμη που σηκώθηκες και έφυγες."
- "Εγώ να σου ζητήσω συγνώμη; Με χτύπησες!"
- "Έχεις δίκιο αλλά κι εσύ δεν έπρεπε να μου μιλήσεις έτσι. Ξέρεις πόσο εύκολα νευριάζω. Ας το κάνουμε και οι δύο λοιπόν, εγώ να σου ζητήσω συγνώμη που σε χτύπησα κι εσύ να μου ζητήσεις συγνώμη για το πώς μου μίλησες και σηκώθηκες και έφυγες."
Δεν ένιωθα ότι φταίω, δεν ήθελα να του ζητήσω συγνώμη.
Δεν είχα όμως άλλη επιλογή.
- "Λοιπόν;" με ρώτησε κοιτάζοντάς με με τρόπο που μου έκοψε τα γόνατα.
- "Συγνώμη Μάρκο."
- "Σκέτο Μάρκο;"
- "Συγνώμη Μάρκο μου" είπα προσπαθώντας να φανώ πειστική αλλά δε νομίζω ότι τον ένοιαξε ιδιαίτερα που δεν το εννοούσα, ίσα-ίσα, αυτό φάνηκε να τον διασκεδάζει περισσότερο.
- "Μπράβο το καλό το κορίτσι. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις τώρα, έτσι;"
Ήξερα...
Παραιτημένη έβγαλα τη μπλούζα που φόραγα και το σουτιέν μου και γονάτισα μπροστά του. Του κατέβασα την πιτζάμα και το σλιπ που φορούσε και τον πήρα στο στόμα μου. Τουλάχιστον αυτή τη φορά είχε πλυθεί, δεν το κάνει πάντα και όταν ανακατεύομαι φαίνεται ότι του αρέσει περισσότερο.
- "Σιγά-σιγά" μου είπε, δε βιαζόμαστε.
Ήθελα να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να μου κάνει τη χάρη.
- "Έλα να βλέπω ενθουσιασμό. Παίξε με με τη γλώσσα σου"
Όπως είχα το πέος του στο στόμα μου του χάιδεψα με τη γλώσσα το κεφαλάκι. Μετά κουνώντας το κεφάλι μου τον πήρα σιγά-σιγά όλον μέσα του, μέχρι τη ρίζα. Ευτυχώς δεν είχε μεγάλο μέγεθος αλλά και πάλι ο τρόπος με τον οποίο έμαθα να τον παίρνω μέχρι το λαιμό μου καταφέρνοντας να μην ξεράσω, είναι κάτι που δε θέλω να επαναλάβω.
Τον ρούφαγα μηχανικά ενώ το μυαλό μου ταξίδευε στην πρώτη φορά που με έβαλε και τον πήρα στο στόμα μου, μόλις δυο μήνες πριν, την πρώτη φορά που ήρθα στο σπίτι του. Δεν είχα ξαναφιλήσει κάποιον, πόσο μάλλον να με χουφτώσουν και να με χαμουρέψουν. Ο Μάρκος ήταν πολύ καλός όταν ήθελε, ακόμα θυμάμαι πως έτρεμα από ηδονή όταν με φιλούσε στο λοβό του αυτιού και με έγλειφε απαλά στο λαιμό ενώ το χέρι του χούφτωνε πότε το ένα και πότε το άλλο από τα στήθη μου. Πως μου είχε χαμηλώσει το φόρεμα, πως μου έβγαλε το σουτιέν και πήρε τα στήθη μου στο στόμα του.
Είχα λιώσει στα χέρια του αλλά δεν έμεινε εκεί. Με χάιδεψε ανάμεσα στα πόδια και ένιωσα όπως δεν είχα ξανανιώσει. Το αιδοίο μου είχε υγρανθεί και αυτός χαμήλωσε, μου έβγαλε το κιλοτάκι και με έπαιξε με το στόμα του και τη γλώσσα του. Δεν... δεν είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια ευχαρίστηση, τέτοιο απίστευτο συναίσθημα. Σα φωτιά ανάμεσα στα πόδια μου και χαμηλά στο στομάχι μου. Δεν μπορούσα να ανασάνω καλά-καλά και δάγκωνα τα χείλη μου και οι ρώγες μου είχαν πετρώσει. Το σώμα μου τρανταζόταν σε σπασμούς που δεν μπορούσα να ελέγξω, ήταν τόσο υπέροχο... τόσο υπέροχο.
- "Θα μου το κάνεις κι εσύ;" με ρώτησε με απίστευτη γλυκύτητα. Ήταν τόσο γλυκός ο τρόπος του και μου είχε προσφέρει τόση ευχαρίστηση που δε μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα να του αρνηθώ.
Κατέβασε το παντελόνι του και το μποξεράκι του και όπως ήταν καθιστός στον καναπέ μου ζήτησε να σκύψω από πάνω του και να τον πάρω στο στόμα μου. Προσπάθησα να το κάνω όσο καλύτερα μπορούσα αλλά με πίεζε και μου ερχόταν αναγούλα και η μύτη μου είχε βουλώσει και το στόμα μου είχε γεμίσει σάλια. Με σταμάτησε.
- "Δεν πειράζει, για πρώτη φορά καλά είναι. Θα μάθεις σιγά-σιγά" μου είπε και άρχισε να τον παίζει. "Όταν σου πω θα σκύψεις και θα με πάρεις στο στόμα σου, κατάλαβες;"
- "Ναι" του είπα αβέβαιη.
- "Μάλιστα θα μου λες, όχι ναι, κατάλαβες;"
- "Μα... μάλιστα."
- "Όταν τελειώσω ξέρεις τι θα γίνει;"
Δεν είχα ιδέα.
- "Όταν τελειώσω θα βγει ένα υγρό από το πέος μου. Λέγεται χύσι, είναι το σπέρμα μου. Θα τελειώσω στο στόμα σου και εσύ θα το καταπιείς, πάντα θα το καταπίνεις. Έγινα κατανοητός;"
- "Να το καταπιώ; Δε... δε θα με πειράξει;"
- "Όχι, δε θα σε πειράξει. Πάντα θα καταπίνεις, έγινα κατανοητός;"
- "Ναι... μάλιστα."
- "Μπράβο το κορίτσι μου" είπε και άρχισε και πάλι να τον παίζει με αυξανόμενο ρυθμό. Είχε κλείσει τα μάτια, με το ένα χέρι τον έπαιζε και με το άλλο μου μάλαζε και μου τσίμπαγε τα στήθη. Άρχισε να βογγάει. "Αααχ... σκύψε... σκύψε" είπε και με έπιασε από το κεφάλι και με χαμήλωσε βίαια προς το όργανό του. Άνοιξα το στόμα μου όπως με διέταξε και τον πήρα ελαφρά μέσα μου, το παιχνίδι που έκανε με το χέρι του με εμπόδιζε να τον πάρω πιο βαθιά. Ένιωσα το μέλος του να δονείται, το έσπρωξε μέσα στο στόμα μου κρατώντας με ακίνητη και οι σπασμοί πολλαπλασιάστηκαν και ένα καυτό υγρό πλημμύρισε το στόμα μου. Μου ήρθε αναγούλα, είχε πικρή, απαίσια γεύση και κατάπινα την κάθε ριπή προσπαθώντας να συγκρατήσω την αναγούλα μου. Κάποια στιγμή σταμάτησε να πετάει άλλο υγρό, κατάπια με δυσκολία την ποσότητα που είχε απομείνει και τραβήχτηκα.
- "Κοίτα με στα μάτια" με διέταξε και τον υπάκουσα. "Αυτό που μου έκανες μόλις τώρα λέγεται τσιμπούκι και μ' αρέσει πολύ το τσιμπούκι. Σιγά-σιγά σε μάθω να το κάνεις σωστά και να τον παίρνεις όλο μέσα σου και να μη βάζεις δόντια. Θα το μάθεις και θα το μάθεις καλά."
- "Μάλιστα" του είπα.
- "Μάλιστα τι;"
- "Θα το μάθω και θα το μάθω καλά."
- "Τι θα μάθεις;"
- "Να σου κάνω τσιμπούκι με τον τρόπο που σ' αρέσει."
- "Μπράβο το κορίτσι μου"
. . . .
Και το έμαθα... Αργά και βασανιστικά το έμαθα. Έμαθα να καταπνίγω την αηδία μου, έμαθα να καταπίνω την αναγούλα μου, έμαθα να καταπίνω το σπέρμα του και να προσποιούμαι ότι μου αρέσει. Στις αρχές ήταν το μόνο πράγμα που κάναμε σε κάθε ραντεβού, ποτέ δε μου έκανε ξανά αυτό που μου είχε κάνει εκείνη την βραδιά που τον πήρα πρώτη φορά στο στόμα μου. Από τότε αρχίσαμε να μένουμε μαζί ήταν το πρώτο πράγμα που έκανα κάθε πρωί όταν έπινε τον καφέ του και το τελευταίο πράγμα που έκανα το βράδυ πριν πέσει για ύπνο.
Μα μέχρι τότε τον είχε μάθει και το αιδοίο μου και ο κώλος μου.
Δεν ξέρω πώς με άφησε. Με είχε πάρει από πίσω και το είχε ευχαριστηθεί πολύ, είχα μάθει πια να προσποιούμαι ότι μ' αρέσουν τα πρόστυχα χάδια του, ότι μ' αρέσουν τα βίαια παιχνίδια του. Είχε κάμποσο καιρό να με χτυπήσει είτε με γροθιές είτε με τη ζώνη του είτε με κάποιο καλώδιο, είχε τρομάξει από την τελευταία φορά που με χτύπησε τόσο άσχημα που είχα λιποθυμήσει. Τον ένιωσα να τελειώνει με σπασμούς μέσα μου αλλά αυτή τη φορά κρατήθηκα και δεν πήγα τουαλέτα. Γύρισα και τον κοίταξα.
- "Σου άρεσε Μάρκο μου;"
- "Ναι μωρό μου, ξέρεις πόσο μ' αρέσει το κωλαράκι σου και χαίρομαι που έμαθες να σ' αρέσει και σένα."
Δε μου άρεσε και ούτε πιστεύω ότι δεν είχε καταλάβει ότι προσποιούμαι. Δε φαινόταν να τον νοιάζει.
Έτρεμα όταν τον ρώτησα: "Μάρκο μου, αύριο το βράδυ έχει πάρτη η Μαρία η Καταροπούλου."
- "Ναι, και;"
- "Μου... μου επιτρέπεις να πάω;"
- "Θέλεις να πας;"
- "Ναι, πολύ θα το ήθελα."
- "Πολύ;"
- "Σε παρακαλώ."
- "Πρέπει να το κερδίσεις."
- "Τι θες να κάνω; Πες μου τι θες να κάνω."
- "Πάρε με στο στόμα σου."
- "Δεν... δεν πλύθηκες."
- "Θες να πας ή όχι;"
Αναστέναξα αλλά ευτυχώς δεν τον είχα λερώσει. Το ήξερα γιατί δε με είχε σπάσει στο ξύλο, γίνεται έξαλλος κάθε φορά που συμβαίνει. Προσπαθώ πάντα να καθαρίζομαι... αλλά... δεν είναι φτιαγμένο γι αυτή τη δουλειά γαμώ το. Όπως και να έχει, όπως ήταν ξαπλωμένος στο κρεββάτι τον πήρα -όπως είχε βγει από πίσω μου- στο στόμα μου. Δεν ήταν ερεθισμένος, με κούρασε πολύ να τον καταφέρω να τελειώσει.
- "Μπράβο το πουτανάκι μου."
Την πρώτη φορά που του είπα ότι δε μ' αρέσει να με λέει έτσι μου μαύρισε το μάτι. Δεν έκανα ξανά το ίδιο λάθος.
Άλλωστε... αυτό ήμουν. Το πουτανάκι του. Η σκλάβα του, που του καθάριζε, του μαγείρευε και που με είχε όπως ήθελε, όποτε ήθελε. Από τη στιγμή που δεν είχα το κουράγιο να σηκωθώ να φύγω -αλλά αλήθεια, που να πάω;- αυτό ήμουν. Μια φτηνή πουτάνα.
Δε μου άξιζε τίποτα παραπάνω από αυτό που είχα.
- "Μέχρι τις 03:00" θα έχεις γυρίσει πίσω μου είπε εκπλήσσοντας με, δεν περίμενα να με αφήσει περισσότερο από τα μεσάνυχτα.
- "Σ' ευχαριστώ πολύ Μάρκο μου"
Ήθελα να πιω, ήθελα να χορέψω, ήθελα να ξεχάσω.
- "Βρε βρε, το Εφάκι" άκουσα μια φωνή και γύρισα. Ήταν ο Άγγελος, ο εφηβικός μου έρωτας. Ήταν όμορφο αγόρι, είχε γίνει όμορφος άντρας. Ακούγονταν διάφορα στη γειτονιά, ότι ήταν πούστης, ήταν αλήτης, ότι ήταν πρεζόνι. Μακριές γλώσσες, δεν πίστεψα ποτέ τα φίδια της γειτονιάς. Ο Άγγελος ήταν μελαχρινός θεός, ψηλός, γραμμωμένος με υπέροχα πράσινα μάτια. Όλες στο σχολείο ήμασταν ερωτευμένες μαζί του αλλά αυτός δεν είχε καταδεχτεί ούτε μια ματιά να μας ρίξει. Δηλαδή όσο έμεινε, στην πρώτη λυκείου τα παράτησε.
- "Τι κάνεις Άγγελε; Χρόνια και ζαμάνια!"
- "Ε, μια εδώ μια εκεί... ξέρεις πως είναι αυτά."
- "Δεν ξέρω" του είπα ειλικρινά.
- "Χαχα ναι" είπε γελώντας. "Εσύ είσαι αρραβωνιασμένη με το Χριστόπουλο, σωστά;"
- "Ναι, είμαι."
- "Μπράβο, και πότε ο γάμος;"
- "Σε δύο μήνες."
- "Ντάλα Ιούλη θα παντρευτείτε;"
- "Ναι, τέλη Ιούλη για να πάμε τον Αύγουστο και το γαμήλιο ταξίδι."
- "Άντε, με το καλό τότε και καλούς απογόνους."
- "Σ' ευχαριστώ" του είπα προσπαθώντας να μη δείξω ότι αυτός ο γάμος θα ήταν και η οριστική και αμετάκλητη καταδίκη μου.
Ισόβια πορνεία.
Ήπια και χόρεψα και στο τέλος έγινα κουδούνι. Ο Άγγελος προσφέρθηκε να με γυρίσει σπίτι. Ούτε που κατάλαβα πως βρεθήκαμε στο παρκάκι. Θεέ μου, τον ήθελα τόσο πολύ, τον είχα ανάγκη τόσο πολύ. Δεν προχωρήσαμε παραπάνω από ένα απλό χαμούρεμα, ούτε που τολμώ να φανταστώ τι θα γινόταν έτσι και το μάθαινε ο Μάρκος, νοσοκομείο θα μ' έστελνε στην καλύτερη.
Την επόμενη μέρα είχα βγει για ψώνια και συνάντησα τον Άγγελο κατά τύχη έξω από το μπακάλη. Είχε κόσμο και δεν ήθελα να δώσω δικαιώματα και όταν μου μίλησε δεν τον χαιρέτησα. Σκοτείνιασε αλλά δεν έδωσε συνέχεια, τουλάχιστον αυτό νόμιζα μέχρι που με στρίμωξε στη γωνία.
- "Μη μου κάνεις εμένα την κινέζα, Εφάκι."
- "Άγγελε... δεν... συγνώμη, δεν ήθελα να δώσω αφορμές στις κουτσομπόλες της γειτονιάς... τα ξέρεις αυτά τα πράγματα..."
- "Χθες το βράδυ άλλα έκανες."
- "Είχα... είχα πιει... δεν ήμουν εγώ..."
- "Μπα, και εγώ ποια χαμούρεψα; Τη σκιά σου;"
- "Σε παρακαλώ... είχα μεθύσει... δεν..."
- "Το σπίτι μου ξέρεις που είναι. Σε περιμένω το απόγευμα."
- "Δε... δε μπορώ! Είμαι αρραβωνιασμένη, θα παντρευτώ σε δύο μήνες..."
- "Σκασμός. Αυτά να τα σκεφτόσουν χθες. Σε περιμένω στις πέντε, αν δεν έρθεις δώσε χαιρετισμούς στον αρραβωνιάρη, γκέγκε;"
- "Σε παρακαλώ..."
- "Στις πέντε" είπε και έκανε μεταβολή και έφυγε.
Θεέ μου τι έκανα; Πώς θα ξεμπλέξω από αυτό; Έτσι και το μάθει ο Μάρκος θα με σκοτώσει, θα με γδάρει ζωντανή. Και αν δε με σκοτώσει θα με πετάξει με τις κλωτσιές από το σπίτι του, τι θα πω στους γονείς μου; Που θα πάω;
Δεν πήγα στις πέντε ακριβώς, περίμενα μέχρι να φύγει ο Μάρκος να πάει στη μάντρα, έφυγε στις πέντε παρά δέκα. Όταν σιγουρεύτηκα ότι είχε φύγει και προσευχόμενη σε όποιον άγιο γνώριζα βγήκα από το σπίτι και πήγα στο σπίτι του Άγγελου ελπίζοντας να μη με δει κανένα μάτι. Η τύχη με βοήθησε, για Μάη είχε ασυνήθιστα ψηλή θερμοκρασία, κοντά 40 βαθμούς και έτσι ελάχιστοι κυκλοφορούσαν στο δρόμο. Χτύπησα το κουδούνι του και μπήκα σαν τον κλέφτη στην πολυκατοικία του. Έμενε στο ισόγειο. Μου άνοιξε την πόρτα.
- "Πέρνα μέσα" είπε και μπήκα στα γρήγορα. Έκλεισε την πόρτα και περνώντας από δίπλα του με χούφτωσε στον κώλο. Πήγε και κάθισε στον καναπέ, τον ακολούθισα αλλά δεν κάθισα, απλά έμεινα όρθια να τον κοιτάζω. "Πήγαινε φτιάξε μου ένα καφέ, μέτριο, χωρίς γάλα."
- "Πόσο καφέ, πόσο ζάχαρη θες;"
- "Μιάμιση καφέ, μία ζάχαρη."
Πήγα στην κουζίνα του, δηλαδή τι κουζίνα... ήταν τόσο μικρή. Είχε ένα λερωμένο σέηκερ, το έπλυνα. Άνοιξα το ένα από τα δύο ντουλάπια που είχε όλα κι όλα και βρήκα τον καφέ και τη ζάχαρη. Του έβαλα τη δόση που μου ζήτησε και του έφτιαξα τον καφέ του. Το συμπλήρωσα με κρύο νερό μα όταν του τον πήγα μου ζήτησε να του βάλω και παγάκια. Γύρισα πίσω στην κουζίνα, το ψυγειάκι του είχε μια μικρή κατάψυξη μέσα στην οποία είχε παγοσακούλα. Έβαλα τρία-τέσσερα παγάκια και επέστρεψα. Του έδωσα τον καφέ του.
- "Γδύσου" με διέταξε. Παρόλο που ο Άγγελος ήταν ο μοναδικός άντρας, εκτός από τον Μάρκο, που με είχε δει γυμνή από πάνω και που με είχε χαϊδέψει, δίστασα.
- "Σε παρακαλώ" του είπα κλαψουρίζοντας προσπαθώντας να τον κάνω να με λυπηθεί.
- "Μη μου κάνεις τη δύσκολη Εφάκι. Γδύσου γιατί θα κελαηδήσω στο Χριστόπουλό και δε θα χεις που να κρυφτείς."
Ηττημένη, γδύθηκα μπροστά του. Εκείνος κατέβασε το παντελόνι του.
- "Έλα να μου πάρεις τσιμπουκάκι."
Γονάτισα μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου. Μαθημένη από το Μάρκο πρέπει να το έκανα πολύ καλά και να του άρεσε. Ήταν μεγαλύτερος στο μέγεθος από το Μάρκο αλλά μπόρεσα να τον πάρω όλο στο στόμα μου χωρίς δυσκολία.
- "Κοίτα να δεις ταλέντο το Εφάκι! Σ' έχει κάνει αστέρι ο Χριστόπουλος" μου είπε περιπαικτικά. Δε με μαχαίρωνε απλά, το στριφογύριζε και μέσα μου. Ναι, αστέρι με είχε κάνει... Ήθελα να τελειώνω μια ώρα αρχύτερα, έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου χωρίς να σκεφτώ ότι αυτό θα τον έκανε να ζητήσει κι άλλα πράγματα. Ήθελα να τον κάνω να τελειώσει να σηκωθώ να φύγω να με αφήσει στην μιζέρια μου. "Έτσι...αααχ... αααχ... μη διανοηθείς να φτύσεις... αααααχ... χύνωωωωω αααααχ ααααααχ αααααχ" είπε ενώ ο πούτσος του τίναζε ριπές σπέρματος μέσα στο στόμα μου. Σε αντίθεση με τον Μάρκο, του Άγγελου ήταν γλυκό, είχε σχεδόν ωραία γεύση. Κατάπια χωρίς να με πιάσει αναγούλα αλλά δε με άφησε. "Συνέχισε να με γλείφεις μέχρι να καυλώσει και πάλι". Το έκανα και όταν καύλωσε και πάλι με σήκωσε και με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα στον καναπέ.
Ήταν μεγαλύτερος από το Μάρκο, ήλπιζα να θέλει να με πάρει κανονικά. Τον άκουσα να φτύνει και όταν τον ακούμπισε στην πίσω τρυπούλα μου σταμάτησα να έχω αυταπάτες για το τι θα με περίμενε. Σφίχτηκα, δεν θα του έδινα την ικανοποίηση ούτε να φωνάξω, ούτε να κλάψω. Τον βύθισε σιγά-σιγά μέσα μου και πονούσα τόσο πολύ που ήθελα να ουρλιάξω, ένιωθα σα να με διαπερνά πυρωμένο σίδερο. Με τα χίλια ζόρια κρατήθηκα και δεν έβγαλα άχνα. Τραβήχτηκε όλος και ξαναμπήκε αργά και βασανιστικά πίσω μου. Και ξανά. Και ξανά. Είχα σφαλίσει το στόμα μου και δεν έβγαζα άχνα.
Μου έριξε μια δυνατή σφαλιάρα στον κώλο. Και μετά μια δεύτερη. Και μετά μια τρίτη.
Τραβήχτηκε. Γύρισα και τον κοίταξα. Με κοιτούσε με ένα βλέμμα ανάμεσα σε περιφρόνηση και συμπόνια που με έκανε να χάσω τα μυαλά μου. Η δεύτερή μου επανάσταση σε 18 χρόνια ζωής, η πρώτη ήταν όταν είχα φύγει από το σπίτι του Μάρκου την πρώτη φορά που με έδειρε, μόνο και μόνο για να γυρίσω μετά σα βρεγμένη γάτα.
- "Χτύπα ρε. Με λυπάσαι; Δε θέλω να με λυπάσαι ρε. Δε θέλω να με λυπάται κανένα γουρούνι. Γουρούνια είστε όλοι, νομίζεις ότι είσαι καλύτερος; Το ίδιο γουρούνι είσαι, το ίδιο γουρούνι..."
Το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από τη λύσσα. Έβγαλε τη ζώνη του και άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε όπως έβρισκε. Στον κώλο, στην πλάτη, στο πίσω μέρος των μπουτιών, στο σβέρκο... παντού... παντού...
Είχα κλείσει πάλι το στόμα μου, το είχα σφαλίσει. Ας με σκότωνε, ας με χτυπούσε μέχρι να πέσω και να μην ξανασηκωθώ, δε θα του έδινα την όμως ικανοποίηση να με ακούσει να τον εκλιπαρήσω να με λυπηθεί.
Πονούσα σε όλο μου το σώμα, ο Άγγελος με χτυπούσε μανιασμένος χωρίς να βλέπει που χτυπάει. Κάποιες πέφταν στον καναπέ αλλά οι πιο πολλές πέφταν πάνω μου. Έκαιγα παντού αλλά δεν έβγαζα άχνα. Και τα χτυπήματα πέφταν ασταμάτητα... ξανά και ξανά και ξανά...
Δε με έσπασε. Έσπασε εκείνος, του κόπηκε η ανάσα αλλά δε με έσπασε. Κάθισα εκεί, στα τέσσερα, ακίνητη, στη μοναδική πράξη περηφάνιας σε όλη μου τη ζωή.
Η μοναδική μου πράξη περηφάνιας: καθισμένη στα τέσσερα με τον κώλο τουρλωμένο έτοιμο για χρήση, με όλο μου το σώμα κόκκινο από τα χτυπήματα της ζώνης του. Μπήκε ξανά μέσα μου και άρχισε να με γαμάει με μανία αλλά ο πόνος στα σωθικά μου, ο πόνος από τα χτυπήματα στην πλάτη, στον κώλο και στα πόδια δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που πραγματικά μ' έσφαξε όταν το συνειδητοποίησα: Η μοναδική πράξη περηφάνιας στη ζωή μου ήταν να μη βγάλω άχνα ενώ με χτύπησε και να μη βγάλω άχνα που με γαμούσε παρά φύσιν. Τον ένιωσα να τελειώνει με σπασμούς βαθιά μέσα στον κώλο μου και τελειώνοντας εκείνος τέλειωσαν και οι δικές μου οι αντοχές.
Έσπασα. Έσπασα όπως δεν είχα σπάσει ποτέ στη ζωή μου.
Ο Άγγελος ταράχτηκε.
- "Έφη..."
- "Σκάσε. Μη μου ζητήσεις κι εσύ συγνώμη... Μη..." προσπάθησα να πω μέσα σε λυγμούς που με τράνταζαν και με ρήμαζαν. "Αυτή θα είναι η ζωή μου... δεν έκανες... τίποτα... από αυτό που ... που ζω κάθε... κάθε... μέρα... οι γονείς μου... δε.. δε με θέλουν... κανείς δε με θέλει... σκότωσέ με... δεν έχω δύναμη να το κάνω η ίδια... σε παρακαλώ σκότωσέ με... λύτρωσέ με... σε παρακαλώ... σε παρακαλώ..."
Ο Άγγελος, αυτός που πριν από λίγο με είχε χτυπήσει και με είχε αναγκάσει εκβιάζοντάς με να του δοθώ ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μου άνοιξε την αγκαλιά του. Χώθηκα μέσα της και έκλαιγα με λυγμούς που μου έκοβαν την ανάσα και εκείνος με χάιδευε χωρίς να με κόβει.
- "Θέλω να πεθάνω... σε παρακαλώ... σκότωσέ με... δε μπορώ... δε μπορώ..."
- "Σσσστ" μου έλεγε τρυφερά και με χάιδευε και μου μιλούσε γλυκά χωρίς να τον ακούω... Δεν ήθελα να με χαϊδέψει, δεν ήθελα να με παρηγορήσει... να με σκότωνε, να μου πρόσφερε την Λύτρωση, ναι, τη Λύτρωση.
- "Σώπα ματάκια μου... Σώπα Έφη μου... Έχεις δίκιο, ένα γουρούνι είμαι... Και είμαι ακόμα χειρότερο γουρούνι γιατί ζω τα ίδια... και τι έκανα στο μοναδικό άνθρωπο που θα μπορούσε να με καταλάβει; Τι έκανα; Φέρθηκα ακόμα χειρότερα, ακόμα πιο άνανδρα, ακόμα πιο σιχαμένα. Γιατί οι άλλοι... οι άλλοι δεν ξέρουν Έφη μου... αλλά εγώ... αλλά εγώ ξέρω... Ξέρω γαμώ το χριστό μου, ξέρω! Δεν έχω τίποτα ιερό να σου ορκιστώ, δεν έχω τιμή για να σου δώσω το λόγο μου, αλλά θα σε λυτρώσω ρε Έφη. Θα σε λυτρώσω ακόμα και αν αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω σ' αυτόν τον κόσμο."
Γύρισα και τον κοίταξα. Το πρόσωπό του ήταν απίστευτα ήρεμο. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε πάρει την απόφασή του. Δε με ενδιαφέρει πως θα με σκότωνε, το μόνο που με ένοιαζε ήταν ότι εκείνο το απόγευμα θα ήταν το τελευταίο μου, θα μου πρόσφερε τη Λύτρωση και τη Λησμονιά.
- "Πήγαινε σπίτι σου Έφη."
- "Δε θέλω... είπες θα με λυτρώσεις... Σκότωσέ με... δε με νοιάζει πως, μη με διώχνεις. Δώσε μου το τέλος που δε μπορώ να δώσω η ίδια... σε παρακαλώ..."
- "Τι λες ρε 'Εφη;"
- "Είπες θα με λυτρώσεις!" του είπα απελπισμένη.
- "Δε θα ξανακουμπήσει χέρι πάνω σου ο αρραβωνιάρης σου, σου δίνω το λόγω της όποιας τιμής μου. Γύρνα σπίτι σου και μάζεψε τα πράγματά σου και το βράδυ γύρνα στους δικούς σου. Δε θα σε διώξει ποτέ κανένας και δε θα σε απειλείσει ποτέ κανένας και δε θα σηκώσει ποτέ ξανά το χέρι του πάνω σου κανένας."
- "Τι... τι θα κάνεις;"
- "Αυτό που θα έπρεπε να κάνουν οι δικοί σου. Θα του κόψω τα χέρια σύριζα και μετά θα λογαριαστώ και με τους δικούς σου. Δεν είσαι μόνο εσύ, είναι και οι δυο σου αδερφές. Στο ορκίζομαι σε ό,τι ιερό μου έχει απομείνει ότι θα σε γλιτώσω και εσένα και τις αδερφές σου από παρόμοια μοίρα."
Τα μάτια του έλαμπαν.
- "Σε πιστεύω... σε παρακαλώ μη..."
- "Δε θα σε προδώσω, Έφη" είπε κόβοντάς με.
Ντύθηκα και πήγα στο σπίτι να μαζέψω τα πράγματα. Όταν γύρισα στους γονείς μου ήταν και οι δύο τρομαγμένοι.
- "Γύρισα σπίτι και δε σκοπεύω να γυρίσω πίσω στο Μάρκο" τους είπα προσπαθώντας να δείξω περισσότερη γενναιότητα από αυτή που πραγματικά είχα.
Δεν μίλησαν.
- "Δε μιλάτε ε;"
- "Έφη... ο... ο Νικητόπουλος... ο... ο Άγγελος..."
- "Τι;"
- "..."
- "Τι γαμώ το;" ρώτησα ουρλιάζοντας.
- "Σκότωσε το Μάρκο..."
Εκείνο το βράδυ ο Άγγελος, ο δικός μου άγγελος, μου χάρισε τη λύτρωση από την προσωπική μου κόλαση ανταλλάσσοντας την με την πτώση του στη δική του.
Άνοιξε το παράθυρο να μπει,
δροσιά να μπει του Μάη.
Εμείς γι αλλού κινήσαμε γι αλλού
κι αλλού η ζωή μας πάει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
23 χρόνια πριν...
Από τα δεκαέξι και μισό, από τότε που οι γονείς μου με αρραβώνιασαν με το ζόρι με το Μάρκο ευχόμουν να πεθάνω. Ήμουν δειλή, δεν είχα το κουράγιο να το κάνω μόνη μου. Εδώ δεν είχα το κουράγιο να σηκωθώ να φύγω, να αφήσω πίσω μου το ξύλο και τους βιασμούς. Έλεγε πως με αγαπούσε αλλά έτσι είναι η αγάπη; Δεν ήμουν τίποτα παραπάνω γι αυτόν από δούλα.
. . . .
Όσο βίαιος ήταν ωστόσο μαζί μου άλλο τόσο καλή εικόνα είχε έξω. Δεν ήταν γυναικάς, δεν έπινε, δεν ξενυχτούσε, έβγαζε αρκετά χρήματα ώστε να μη λείπει τίποτα από το χρυσό κλουβί μου.
- "Δε μου λείπει τίποτα, Έφη. Καλό σπίτι, καλό αυτοκίνητο, υπάκουη και νοικοκυρά γυναίκα. Και εσένα δε σου λείπει τίποτα, είσαι με ένα νοικοκύρη, που δεν πίνει, δεν χαρτοπαίζει, δεν ξενυχτάει, βγάζει λεφτά και δεν τα ξοδεύει, τα φέρνει στο σπίτι."
Υπάκουη και νοικοκυρά. Νοικοκυρά ήμουν, υπάκουη έγινα... αργά και βίαια. Είχε αρχίσει με απλά χαστούκια. Τα χαστούκια έγιναν μπουνιές -αν και πρόσεχε που βάραγε, συνήθως δηλαδή- και μετά ζώνη και μετά καλώδιο.
Δεν ήταν πάντα βίαιος, μόνο αν του εναντιωνόμουν ή έκανα κάτι που το θεωρούσε μεγάλο λάθος. Αν πήγαινα με τα νερά του ήταν σχεδόν γλυκός. Κάθε πρωί έπρεπε να ξυπνάω, να του φτιάχνω τον καφέ του και να τον ξυπνάω. Έπινε πάντα τον καφέ του στο σαλόνι και εκτός πολύ σπάνιων περιστάσεων, ήθελε να του κάνω τσιμπούκι όσο τον έπινε. Όταν έφευγε από το σπίτι έκανα τις καθημερινές δουλειές, έβγαινα για ψώνια και αλήθεια είναι ότι πάντα είχα λεφτά, ό,τι και αν ήθελα να αγοράσω μου το έδινε. Δεν τολμούσα να το παρακάνω και δεν μου το έδινε δωρεάν.
Το συνήθες ήταν να μου ζητάει να με πάρει από πίσω. Όχι ότι είχε ανάγκη να με περιμένει να θέλω κάτι για να το κάνει αλλά του άρεσε ιδιαίτερα να με χρησιμοποιεί ακριβώς σαν πουτάνα. Να πουλάω σ' αυτόν το κορμί μου για να μου δώσει λεφτά να αγοράσω αυτό που θέλω.
Τι βρεγμένη, τι μούσκεμα.
Του άρεσε να ντύνομαι καλά, του άρεσε να με περιφέρει αριστερά και δεξιά σαν τρόπαιο. Δεν ήμουν όμορφη, μπορούσες να με πεις γλυκιά αλλά ως εκεί, αλλά είχα ωραίο σώμα, τουλάχιστον όταν του πρωτογιάλυσα και ήρθε και με ζήτησε από τους γονείς μου. Ήταν 25 και ήμουν 16, πήγαινα ακόμα πρώτη λυκείου. Τον ήξερα φυσικά, όλοι στη γειτονιά τον ξέραμε και η αλήθεια είναι ότι εμφανισιακά ήταν ωραίος άντρας. Καστανόξανθος με ανοιχτά καστανά μάτια, δουλευταράς και με γεμάτο πορτοφόλι, φαντάζομαι ότι θα ήταν το όνειρο πολλών που θέλαν να κουκουλωθούν.
Εγώ είχα άλλα όνειρα, ήθελα να σπουδάσω. Ήθελα να γίνω χημικός. Ήμουν καλή μαθήτρια, ήμουν κάθε χρονιά στους αριστούχους αλλά η πραγματική μου αγάπη ήταν η χημεία. Όλα αυτά τα όνειρα κόπηκαν μαχαίρι. Ο Μάρκος, ήρθε στους δικούς μου και χωρίς πολλές περιστροφές είπε ότι είχε έρθει ο καιρός να νοικοκυρευτεί και ήθελε ένα καλό κορίτσι από καλή οικογένεια και του άρεσα και πληρούσα όλα τα χαρακτηριστικά.
Η μητέρα μου δε δούλευε και ο πατέρας μου με πολύ ζόρι τα έφερνε βόλτα. Εκτός από εμένα, είχα και τις άλλες δύο αδερφές μου, την Κωνσταντίνα που ήταν 13 και την Ελένη που ήταν 8. Στα δικά τους μάτια ήταν μεγάλη τύχη. Δε με ρώτησαν αν τον θέλω ή όχι, μου ανακοίνωσαν ότι σε μερικούς μήνες θα μας αρραβώνιαζαν. Εμ βέβαια, γουρούνι στο σακί θα έπαιρνε το γαμπρουδάκι τους; Να μη με δοκίμαζε πρώτα; Μου το ξέκοψαν χωρίς περιστροφές:
- "Δε θα γίνουν αμέσως οι αρραβώνες, θέλει να δει αν ταιριάζετε. Πρόσεξε φουκαριάρα μου μην κάνεις κάτι και το τινάξεις στον αέρα!"
- "Δε θέλω να παντρευτώ τόση μικρή. Ναι, είναι ωραίος άντρας δε λέω, αλλά θέλω να σπουδάσω!"
- "Το σχολείο σου θα το τελειώσεις κανονικά και μας είπε πως αν θέλεις να σπουδάσεις, αν δηλαδή καταφέρεις να περάσεις στην Αθήνα, θα σε υποστηρίξει. Δεν είμαστε τέρατα, Έφη, το καλό σου θέλουμε. Είναι μεγάλη τύχη!"
Δεν είχα κάτι να ανταπαντήσω. Μου άρεσε σαν άντρας, λεφτά είχε, κατά τα φαινόμενα θα με άφηνε να σπουδάσω οπότε δέχτηκα. Όχι ότι θα μπορούσα να κάνω και αλλιώς δηλαδή, η απόφαση ήταν ειλημμένη και η έγκρισή μου ήταν καθαρά διαδικαστικού χαρακτήρα.
Τις πρώτες φορές που βγήκαμε ήταν ευγενικός μαζί μου και τρυφερός. Μέχρι που με πήγε σπίτι του δε με είχε καν φιλήσει στο στόμα. Και ακόμα και εκεί ήταν τρυφερός και όσο και αν δε μου άρεσε το τσιμπούκι που με έβαλε και του έκανα δεν είχα κανένα παράπονο. Λίγη πικρίλα στο στόμα δεν ήταν και τίποτε το φοβερό.
Από τότε όμως άλλαξε. Σταμάτησε να είναι τρυφερός και έγινε απαιτητικός. Σε κάθε έξοδο μας, στο τέλος της καταλήγαμε είτε στο σπίτι του είτε στο βουνό και με έβαζε να του κάνω τσιμπούκι με τις ώρες. Μέχρι να μάθω να πνίγω την αναγούλα μου, μέχρι να μάθω να τον παίρνω όλον στο στόμα μου. Του είχα πει ότι δε μου αρέσει και μου είχε πει ότι αρέσει πολύ σε εκείνον και αυτό ήταν. Αφού το ήθελε, θα το είχε, αν δεν τον ήθελα ο δρόμος ήταν ελεύθερος και τα σκυλιά δεμένα.
Πώς να πω αυτά τα πράγματα στους γονείς μου; Έκανα προσπάθειες να τους πω ότι δεν ήμουν ευτυχισμένη μαζί του αλλά έκλειναν τα αφτιά τους και δε με άκουγαν.
Όταν πήρε την παρθενιά μου μπήκε και η υπογραφή στην καταδίκη μου.
Δεν ήταν καν τρυφερός όπως την πρώτη φορά που με έφερε στο σπίτι του. Με είχε βάλει να γδυθώ από πάνω, πάντα με έβαζε να γδύνομαι από πάνω και να γονατίζω μπροστά του όταν του το έκανα αυτό. Εκείνη τη φορά όμως δε με άφησε να τελειώσω. Τραβήχτηκε, με πήρε από το χέρι και με πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Με έβαλε χωρίς πολλά-πολλά να γδυθώ τελείως, με έβαλε να ξαπλώσω ανάσκελα και έπεσε πάνω μου.
Δεν ήθελα, όχι έτσι, αλλά δε μου έδωσε περιθώρια επιλογής. Μπήκε μέσα μου απότομα και ένιωσα σα να με τρυπάει σίδερο, πόνεσα τόσο πολύ που φώναξα.
- "Μη φωνάζεις, θα νομίζουν ότι σε σφάζω."
- "Πονάει... σε παρακαλώ βγες."
- "Πάντα πονάει την πρώτη φορά. Θα δεις, μετά θα είναι καλύτερα" και μου έκλεισε το στόμα με το χέρι του και συνέχισε.
Δε μπορούσα να ανασάνω καλά-καλά και επικεντρώθηκα στο να προσπαθώ να πάρω ανάσα. Όταν τραβήχτηκε και τον έπαιξε γεμίζοντας με το σπέρμα του στην κοιλιά μου, πιο πολύ είχα εγώ κομμένη ανάσα παρά εκείνος.
Ούτε τη δεύτερη φορά ήταν καλύτερα, ούτε την τρίτη ούτε καμία. Δεν προσπαθούσε να με ερεθίσει, του άρεσε που με έβλεπε να ζορίζομαι.
Και όχι τίποτε άλλο, μετά με έβαλε να του πλύνω στο χέρι το σεντόνι που είχε λερωθεί από το παρθενικό μου αίμα.
- "Αύριο θα έρθω στους δικούς σου και θα ορίσω ημερομηνία γάμου. Θα σε αρραβωνιαστώ για να μπορείς να ζήσεις εδώ μαζί μου χωρίς να λέει τίποτα ο κόσμος και όλοι θα μάθουν ότι θα σε παντρευτώ."
Δεν απάντησα, δεν είχα τι να απαντήσω.
Δύο εβδομάδες μετά μετακόμισα στο σπίτι του, αρραβωνιασμένη και προορισμένη για κρεμάλα δόξη και τιμή. Τότε ήταν που άρχισε να με χτυπάει. Την πρώτη φορά το έκανε γιατί του σιδέρωσα λάθος πουκάμισο.
- "Τι είναι αυτό;"
- "Το πουκάμισο που μου ζήτησες να σου σιδερώσω."
- "Το άσπρο σου ζήτησα!"
- "Το άσπρο ήταν λερωμένο, Μάρκο μου, το έβαλα να το πλύνω."
- "Δε μου λες, είσαι βλαμμένο; Γιατί δεν το έπλυνες; Χθες στο ζήτησα, θα είχες προλάβει και να το πλύνεις και να στεγνώσει και να το σιδερώσεις."
- "Δε... δε το θεώρησα τόσο σημαντικό. Τόσα πουκάμισα έχεις!"
- "Και ποια είσαι εσύ μωρή να αποφασίζεις τι είναι σημαντικό και τι όχι;"
Εκεί επαναστάτησα.
- "Μη με βρίζεις, γαμώ το. Για όνομα του Θεού, πώς κάνεις έτσι για ένα κωλοπουκάμισο;"
Η σφαλιάρα ήταν τόσο απότομη και τόσο δυνατή που μου γύρισε το κεφάλι. Ξαφνιάστηκα τόσο πολύ που κοκάλωσα. Και μετά έριξε και δεύτερη και μετά έριξε και τρίτη. Σήκωσα τα χέρια μου να προστατευτώ αλλά μου τα κατέβασε βίαια και μου έριξε κι άλλα. Του ξέφυγα και τον παράτησα σύξυλο, βγήκα και πήγα σπίτι μου σχεδόν τρέχοντας.
Και τι έκαναν οι δικοί μου; Με έστειλαν πακέτο πίσω, μόνο κορδέλα δεν έβαλαν.
Το ίδιο βράδυ ήταν η πρώτη φορά που με πήρε και παρά φύσιν. Στην αρχή με έβαλε και του έκανα τσιμπούκι αλλά δεν του αρκούσε. Ήθελε να με ταπεινώσει και να με πονέσει ακόμα περισσότερο.
- "Πάμε μέσα" μου είπε.
Αναστέναξα και τον ακολούθησα πιστεύοντας ότι απλά θέλει να με πάρει κανονικά. Όταν μου ζήτησε να κάτσω στα τέσσερα δεν έβαλα κάποιο μεγαλύτερο κακό στο μυαλό μου, του άρεσε πιο πολύ να με παίρνει έτσι παρά κανονικά. Εμένα το ίδιο μου έκανε, έτσι και αλλιώς η συμμετοχή μου ήταν πάντα παθητική και μιας και δεν έκανε τον κόπο να με ερεθίσει ο πόνος δεν ήταν διαφορετικός.
Κάθισα στα τέσσερα με τον τρόπο που του άρεσε. Όμως όταν τον ακούμπησε πίσω μου άρχισαν να βαράνε καμπανάκια.
- "Μάρκο μου... πας να το βάλεις λάθος."
- "Όχι, πάω να το βάλω ακριβώς εκεί που θέλω. Και τώρα βγάλε το σκασμό."
Τον έβαλε σιγά-σιγά πίσω μου και παρόλο που δεν τον έβαλε από την αρχή όλο μέσα μου πόνεσα τόσο πολύ που μου ξέφυγε πάλι φωνή. Δεν τον ένοιαξε, τον έβαλε όλο μέσα μου ξεσκίζοντάς με. Πονούσα... πονούσα πολύ μα δεν τον έννοιαζε. Άρχισε να κινείται μέσα μου και οι κραυγές του πόνου μου τον ερέθιζαν ακόμα περισσότερο. Άρχισε να κινείται πιο γρήγορα, άρχισε να μπαίνει πιο βαθιά. Και δεν έφτανε μόνο ο πόνος, ένιωθα σα να θέλω να ενεργηθώ και φοβόμουν μη μου ξεφύγει και Θεέ μου πόσο ντρεπόμουν. Όταν τέλειωσε μέσα μου δεν ξέρω κι εγώ πως κρατήθηκα και πήγα τρέχοντας στην τουαλέτα.
Ο κώλος μου έκαιγε αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα σε αυτό που ένιωθα μέσα μου. Εκεί ευχήθηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου να πεθάνω. Και ήταν να μη γίνει η αρχή...
Μέχρι εκείνη τη βραδιά που ο Άγγελος με λύτρωσε κάθε πρωί και κάθε βράδυ, σε κάθε χαστούκι, σε κάθε χτύπημα με τη ζώνη ή με το καλώδιο, στο κάθε τσιμπούκι, κάθε φορά που με έπαιρνε κανονικά ή από τον κώλο, κάθε φορά ευχόμουν να πεθάνω.
. . . .
Και η ευχή μου πραγματοποιήθηκε όταν είχα πια λόγο να ζήσω. Όταν είχα ένα άντρα που με αγαπούσε -και ας μην τον αγαπούσα εγώ το ίδιο- και δύο κόρες. Όταν είχα και τις δυο αδερφές μου να φροντίσω μετά το θάνατο πρώτα του πατέρα μου και ύστερα της μητέρας μου. Άρχισε μερικούς μήνες μετά τη γέννηση της Ελένης, ακόμα τη θήλαζα. Άρχισε με μικρές αιμορραγίες εκτός περιόδου αλλά όταν έμαθα τι έχω ο καρκίνος είχε πια κάνει μεταστάσεις σχεδόν παντού. Ακόμα και η πιο επιθετική χημειοθεραπεία δε θα μου χάριζε παρά λίγους παραπάνω μήνες μιζέριας. Ο Μάνθος μου ζητούσε κλαίγοντας να την κάνω αλλά είχα αποφασίσει. Την ελάχιστη ζωή που μου είχε απομείνει δε θα την περνούσα έτσι, δε θα σταματούσα να θηλάζω την Ελένη. Όσο ζήσω.
Είχα αδυνατίσει πολύ την τελευταία φορά που πήγα σε επισκεπτήριο στον Άγγελο. Είχε να με δει από πριν τη γέννα, τρόμαξε όταν με είδε.
- "Ρε συ Έφη, γιατί έχεις γίνει σα συλφίδα; Είπαμε να χάσεις τα κιλά της εγκυμοσύνης αλλά όχι κι έτσι!"
- "Δεν ξέρω πως να στο πω ρε Άγγελε. Δεν ξέρω πως να σου πω ότι άδικα θυσίασες τη ζωή σου."
- "Τι λες ρε συ Έφη; Έχεις το Μάνθο, έχεις την Μαργαρίτα και την μικρή σου κόρη... αλήθεια, πώς θα τη βγάλετε;"
- "Ελένη"
- "Δεν το μετανιώνω Έφη και η τιμωρία μου είναι δίκαιη, μη σου πω και ελαφριά. Όχι γι αυτό που έκανα στο Μάρκο, αλλά γι αυτό που έκανα σε σένα. Μην το ξαναπείς αυτό, μην το ξαναπείς."
- "Από τότε που άρχισα να ζω μαζί του παρακαλούσα να πεθάνω. Τελικά ο Θεός είναι μεγάλο καθίκι, αποφάσισε να μου πραγματοποιήσει την ευχή τώρα που έχω κάθε λόγο να ζήσω."
- "Τι λες; Τι είναι αυτά που λες;"
- "Έχω καρκίνο Άγγελε. Έχει σχεδόν καθολική μετάσταση, δεν έχω πάνω από ένα ελάχιστους μήνες ζωής."
- "Όχι... όχι αυτό... όχι γαμώ το χριστό μου... όχιιι" είπε και άρχισε να χτυπάει τα τζάμια μέχρι που ήρθε ο φύλακας να τον μαζέψει.
- "Δε... θα είμαι εδώ όταν θα βγεις..." φώναξα ενώ οι φύλακες πάλευαν να τον μαζέψουν. "Στο ορκίζομαι όμως, στο ορκίζομαι στην λύτρωση που μου χάρισες πως όταν βγεις θα έχεις κάποιον να σε περιμένει. Στο ορκίζομαι."
Δεν τον ξαναείδα... η τελευταία μου εικόνα από αυτόν είναι να παλεύει με τους φύλακες. Ο Άγγελος, ο άγγελός μου, να σέρνεται βίαια πίσω στην κόλαση στην οποία κατέβηκε για μένα.
Ο κόσμος είχε σκοτεινιάσει. Δεν είχα πολύ χρόνο ακόμα. Ο Μάνθος ήξερε τι είχε κάνει ο Άγγελος αλλά ήξερε αυτά που είχαν ειπωθεί στο δικαστήριο, όχι την αλήθεια. Με πίκραινε ότι θα φύγω λέγοντάς του όχι την πλήρη αλήθεια αλλά μια πιο εύπεπτη εκδοχή της.
Είναι να μη βραχείς: Η αμαρτία μου, η Ύβρις προς τον ίδιο μου τον εαυτό που κάθισε να υπομείνει όλα αυτά ήταν πολύ βαρύτερη από μια απλή ωραιοποίηση της αλήθειας προς όφελος αυτού που μου χάρισε την Κάθαρση.
- "Μάνθο μου..." είπα αδύναμα.
- "Τι είναι αγάπη μου;"
- "Σου οφείλω την αλήθεια... έστω και την τελευταία... την τελευταία στιγμή... έστω και αν... αν αυτό είναι... αυτό είναι το τελευταίο πράγμα... το τελευταίο που θα κάνω σε αυτόν τον κόσμο."
Ένα ψέμα έζησα με ένα ψέμα θα έφευγα και αν μετάνιωσα για το πρώτο δεν μετανιώνω για το τελευταίο και αν υπάρχει ζωή μετά και σταθώ ενώποιον του Κριτή μου το ίδιο θα πω. Αν είναι να καώ στα καζάνια της κόλασης για αυτό, ας είναι.
- "Ο Άγγελος... δεν... δεν ήταν δεσμός του Μάρκου... Δεν τον σκότωσε από τη ζήλια του."
- "Τι πράγμα;"
- "Δεν μπορούσα... δε μπορούσα να σου πω...να σου πω την αλήθεια, όχι όσο ζούσαν... όσο ζούσαν οι γονείς μου... γιατί... γιατί θα τους μισούσες. Τώρα... τώρα δεν έχει σημασία."
- "..."
- "Ξέρεις πως ήμουν... ήμουν αρραβωνιασμένη... με το Μάρκο, ξέρεις πως ο Άγγελος... ο Άγγελος τον σκότωσε... δύο μήνες... δύο μήνες πριν το γάμο..."
- "..."
- "Αυτό που δεν ξέρεις... αυτό που ποτέ... ποτέ δε σου είχα πει... ήταν... ήταν ότι με είχαν αρραβωνιάσει με το ζόρι... Αυτό που δεν ξέρεις... είναι... είναι ότι ο Μάρκος... με κακοποιούσε εν γνώση τους."
- "ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;"
- "Είναι άδικο να πέφτει πάνω σου το βάρος... με τις δυο μας κόρες και τις δυο μου αδερφές. Είσαι υπέροχος άνθρωπος. Μακάρι... μακάρι να σε είχα γνωρίσει πριν... μακάρι να είχα χρόνια να σου δώσω..."
- "Δεν είναι βάρος, ποτέ δε το λογάριασα σα βάρος..."
- "Το ξέρω Μάνθο μου... Το ξέρω και μακαρίζω... μακαρίζω την τύχη μου για όσα χρόνια... όσα χρόνια μου έδωσε... μου έδωσε μαζί σου. Αλλά... αλλά έχω ακόμα ένα χρέος... ένα ακόμα βάρος που πρέπει να πάρεις πάνω σου... γιατί εγώ... δε θα μπορέσω... δε θα μπορέσω να το ξεπληρώσω..."
- "..."
- "Σε όλη την εφηβεία μου... ήμουν ερωτευμένη με τον Άγγελο... αλλά εκείνος... αλλά εκείνος δε μου είχε ρίξει... ούτε μια δεύτερη ματιά. Δεν είχε... καλό όνομα στη γειτονιά, τον έλεγαν αλήτη, πούστη, πρεζάκι... αλλά ήταν ο μόνος άνθρωπος... ο μόνος που με άκουσε. Ο μόνος που μου στάθηκε. Εκείνο το βράδυ... με την ψυχή στα δόντια... βρήκα... βρήκα το θάρρος και πήγα σπίτι του... Ξέρεις γιατί πήγα; Πήγα... πήγα να του ζητήσω... να του ζητήσω να με σκοτώσει, ναι... να του ζητήσω να με σκοτώσει. Του είπα... γι αυτά που μου έκανε ο Μάρκος, του είπα γι αυτά... γι αυτά που δεν έκαναν... οι δικοί μου που το γνώριζαν. Που με χτύπαγε, που με βίαζε...που με είχε σκλάβα... που το μόνο που ζητούσε... το μόνο που ζητούσα... ήταν κάποιος... κάποιος να με λυτρώσει... να με βγάλει από τη μιζέρια μου. Και ο Άγγελος... όχι απλά με άκουσε αλλά ήταν και ο μόνος... ο μόνος που έκανε κάτι γι αυτό. Δεν είχε σκοπό... δεν ήθελε... δεν ήθελε να τον σκοτώσει αλλά ήταν... ήταν εξοργισμένος και ο Μάρκος... ήταν ο Μάρκος. Το πήρε πάνω του... δεν είπε καν την αλήθεια... την αλήθεια ότι... ότι ο Μάρκος με κακοποιούσε... εν γνώση των γονιών μου... γιατί... γιατί οι λειτουργοί θα τους έπαιρναν τις μικρές. Αυτή είναι η αλήθεια..."
- "Τα καθίκια... ελπίζω να σαπίσουν στην κόλαση"
- "Δεν ήταν κακοί άνθρωποι... Αν φταίνε σε κάτι... ήταν που δε με πίστεψαν... που νόμιζαν ότι υπερβάλλω. Πραγματικά... πραγματικά πίστευαν ότι ο Μάρκος... ήταν σπάνια τύχη. Δεν μπορούσα... συγνώμη αγάπη μου... δε μπορούσα να σου πω... την αλήθεια όσο... όσο ζούσαν."
Οι ελάχιστες δυνάμεις που μου είχαν μείνει μ' εγκατέλειψαν. Ο χρόνος μου τελείωσε, ένα πράγμα είχε μείνει μονάχα...
- "Μάνθο μου... Ορκίσου μου... ορκίσου μου πως όταν βγει... θα έχει... κάποιον να τον περιμένει... Ορκίσου τό μου... ορκίσου το... στην ψυχή μου..."
Έβαλε τα κλάματα. Τα άκουγα από μακρυά... το φως άρχισε να σβήνει.
- "Κράτα μου το χέρι... και ορκίσου μου... ορκίσου μου..."
- "Στο ορκίζομαι... στο ορκίζομαι..."
Το τελευταίο μου χρέος... ήμουν ελεύθερη... σκοτείνιασε...
...τίποτα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
23 χρόνια πριν...
Όχιιιιιιιιιιιι... όχι γαμώ το χριστό μου, όχι, όχι, όχι!
Έπεσα πάνω στο τζάμι που μας χώριζε και άρχισα να το χτυπάω. Ήθελα να το σπάσω, να περάσω από μέσα του. Όχι εκείνη, όχι, όχι, όχι.
Οι φύλακες ήρθαν και προσπάθησαν να με τραβήξουν. Ξάπλωσα τον πρώτο κάτω με μια γροθιά. Ήρθαν και άλλοι. Τα γκλομπ με χτυπούσαν σε όλο μου το σώμα αλλά δεν υπήρχε πόνος, υπήρχε μόνο οργή και λύσσα.
-"Στο ορκίζομαι... στο ορκίζομαι στη λύτρωση που μου χάρισες. Στο ορκίζομαι..." ούρλιαζε πίσω από το τζάμι κλαίγοντας. Οι φύλακες με τράβηξαν πίσω και μισολιπόθυμος από τα χτυπήματα δεν έπαιρνα το βλέμμα μου από πάνω της. Δεν θα την ξαναέβλεπα, το ήξερα.
Γαμώ το χριστό μου... ένα κοριτσάκι ήταν... ένα κοριτσάκι... κι εγώ ένα ρεμάλι. Δεν είχα καταφέρει να συγχωρέσω ακόμα τον εαυτό μου. Ποτέ δε θα μπορούσα να τον συγχωρέσω. Μια καλή πράξη έκανα στη ζωή μου και αυτή ήταν φόνος. Λίγα χρόνια ευτυχίας, όλα όσα τράβηξε για λίγα γαμημένα χρόνια ηρεμίας και πάνω που έκανε το δεύτερο παιδί της...
Γαμώ το θεό και το σύμπαν όλο. Γιατί; Γιατί;
...
Ξύπνησα με ένα συναίσθημα πανικού. Ξύπνησα με τη βεβαιότητα ότι κάτι κακό έχει συμβεί. Ξύπνησα νιώθοντας ότι το σύμπαν πέφτει πάνω μου να με λιώσει.
- "Έχεις επισκεπτήριο" μου ανακοίνωσαν δύο μέρες αργότερα, επιβεβαιώνοντας το προχθεσινό μου φόβο. "Κανόνισε να χρειαστεί να σε πετάξουμε πάλι στην απομόνωση" συνέχισαν.
Πίσω από το τζάμι καθόταν ένας άγνωστος άντρας με πρόσωπο σκαμμένο από τη λύπη.
- "Είμαι ο Μάνθος" μου είπε.
- "Η Έφη;" τον ρώτησα αλλά μέσα μου το ήξερα, το ήξερα.
- "Έφυγε..." μου είπε και έσπασε.
Έσπασα κι εγώ. Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα κλαίγαμε και οι δύο, με ένα τζάμι να μας χωρίζει.
- "Αυτό που έκανες για εκείνη..."
Δαγκώθηκα γιατί ήξερα τι του είχε πει. Ένευσα ενώ από μέσα μου ένιωθα τις φωτιές των εννέα κολάσεων να με τρώνε για αυτά που έκανα σε εκείνη πριν κάνω αυτό που έκανα για εκείνη.
Τα δεκαπέντε χρόνια μου είχαν φανεί αστεία. Ούτε δεκαπέντε, ούτε εικοσιπέντε, ούτε εφτά φορές εφτά δεκαπέντε χρόνια δεν ήταν αρκετή τιμωρία γι αυτό που της έκανα.
- "Να ξέρεις, θα έχεις κάποιον να σε περιμένει όταν βγεις. Το ορκίστηκα στην ψυχή της, θα έχεις κάποιον να σε περιμένει."
- "Δεν χρειάζεται. Μου αρκεί να ξέρω ότι έζησε όσο έζησε ευτυχισμένη και μου αρκεί να ξέρω ότι τα παιδιά της και οι αδερφές της είναι καλά."
- "Το ξέρω ότι δε με αγάπησε όσο εσένα αλλά μου έδωσε όσα μπορούσε να μου δώσει. Δεν είχε μόνο η Έφη χρέος σε εσένα. Έχω κι εγώ και έχουν και οι κόρες μας. Αυτό το χρέος δε θα μπορέσω ποτέ να στο ξεπληρώσω, το μόνο που μπορώ να σου υποσχεθώ είναι ότι όταν βγεις θα έχεις κάποιον να σε περιμένει."
Δεν είχαμε τίποτε άλλο να πούμε και έτσι δεν είπαμε τίποτε άλλο.
Έψαξα το Ζήσιμο.
- "Σε θέλω" του είπα. Σε θέλω τώρα.
Με κοίταξε με περιέργεια. Πάντα με είχε όποτε ήθελε αλλά μέχρι τότε ποτέ δεν το είχα ξεκινήσει εγώ. Δεν το ήξερε αλλά τον είχα ανάγκη. Ήταν ο μόνος άνθρωπος μέχρι τότε που δέθηκα μαζί του.
Ο μόνος εκτός της Έφης.
Είμαστε περίεργα ζώα οι άνθρωποι. Ο πρώτος άνθρωπος που δέθηκα μαζί του είχε υποστεί εξευτελισμό και ταπείνωση από εμένα. Ο δεύτερος άνθρωπος που δέθηκα μαζί του μου τα πρόσφερε ο ίδιος. Με γαμούσε όπως ήθελε, όποτε ήθελε και που και που έπεφτε και ξύλο. Τα δεχόμουν όλα μηχανικά, ασυναίσθητα. Κάνε με ό,τι θες, άσε με όμως στην ησυχία μου.
Αυτή τη στιγμή όμως τον είχα ανάγκη, τον ήθελα.
Γονάτισα μπροστά του και του κατέβασα τη φόρμα. Τον πήρα στο στόμα μου και άρχισα να τον ρουφάω με ενθουσιασμό που δεν είχα δείξει ποτέ ως τότε. Τον έπαιρνα όσο βαθιά δεν τον είχα πάρει ποτέ και ούτε αναγούλα ένιωσα, ούτε πνίξημο ούτε τίποτα. Τον είχα τόση ανάγκη που δεν καταλάβαινα χριστό. Σε λίγη ώρα τον ένιωσα να δονείται μέσα στο στόμα μου και να με πλημμυρίζει με καυτό σπέρμα το οποίο το κατάπια αχόρταγα. Όταν τέλειωσε δεν τον άφησα να τραβηχτεί, συνέχισα να τον γλείφω μέχρι που τον καύλωσα πάλι.
- "Σε θέλω" του είπα. "Θέλω να με γαμήσεις, θέλω να με σκίσεις. Θέλω να με χτυπήσεις. Σε θέλω, σε θέλω."
Έσκυψα πάνω στον τοίχο. Ο Ζήσιμος άρχισε να μου ρίχνει δυνατές στον κώλο. Πονούσα και καιγόμουν, και όσο πιο πολύ πονούσα τόσο πιο πολύ καιγόμουν και τόσο μεγάλωνε η ανάγκη μου για εκείνον. Σταμάτησε να με χτυπάει και μου τον κάρφωσε μέχρι τη ρίζα στον κώλο. Ένιωθα να με σκίζει αλλά τον καλωσόρισα και αυτό τον πόνο.
- "Γάμα με, σκίσε με... σκίσε με."
Δεν απάντησε, μόνο συνέχισε να κινείται πιο γρήγορα και πιο γρήγορα και πιο γρήγορα.
Χύσαμε μαζί... για την ακρίβεια έχυσα όταν τον ένιωσα να αδειάζει βαθιά μέσα στον κώλο μου. Δεν μου είχε ξανατύχει, δεν το περίμενα και ήταν... ήταν υπέροχο.
Εκείνη την ημέρα έχασα το λογαριασμό πόσες φορές με γάμησε και με χτύπησε. Με γαμούσε σα να μην υπήρχε αύριο.
... που να ήξερα. Πού να ξέραμε ότι εκείνη η μέρα ήταν η τελευταία μας.
Δεν πρόλαβαν οι φύλακες να συλλάβουν το Λουκά. Τον στρίμωξα εγώ. Μου έριχνε τουλάχιστον ένα κεφάλι και ήταν δυνατός σα βόδι αλλά είχα τόσο μένος μέσα μου που δεν είχε καμία ελπίδα. Τον ξάπλωσα κάτω με γροθιές και του έκανα τη μούρη πελτέ, όπως του Χριστόπουλου. Αλλά δε σταμάτησα εκεί, του τον έκοψα με στομωμένο μαχαίρι και του τον έχωσα στο στόμα. Μετά τον ξεκοίλιασα και τον στραγγάλισα με τα ίδια του τα άντερα. Δεν... δε θυμάμαι λεπτομέρειες. Θυμάμαι μόνο που είχα καθίσει απέναντι από το πτώμα του και γέλαγα σαν τρελός μέχρι που ήρθαν και με μάζεψαν, εμένα και τα κομμάτια του Λουκά.
Ποιος να το φανταζόταν ότι ο Λουκάς, ο σκληρός βαρυποινίτης, το αφεντικό της φυλακής θα έβρισκε τέτοιο φρικτό τέλος και μάλιστα από τα χέρια μιας λούγκρας. Αν μπορούσαν θα με είχαν αθωώσει αλλά αντί γι αυτό έφαγα άλλα δέκα χρόνια στη καμπούρα μου.
Δύο φόνοι, καμία τύψη παρά μόνο για όσα είχα κάνει εκείνο το μαγιάτικο απόγευμα.
Είναι να μη βραχείς...
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σήμερα
Το μυαλό μου καθαρίζει και επιστρέφει στο παρόν. Είμαι γονατισμένος μπροστά από τη Μαργαρίτα... δεν τολμώ να την σκεφτώ ως Αγγελική. Θα τη λερώσω. Θα τη λερώσω όπως λέρωσα κάθε πράγμα που άγγιξα στη ζωή μου. Η Έφη... Θεέ μου η Έφη. Ένα μικρό κορίτσι ήταν. Γαμημένε, καριόλη Θεέ... Η Έφη... η Έφη μου... έδωσε στην κόρη της το όνομά μου. Ένα ρεμάλι ήμουν, ένας ρεμπεσκές. Το όνομά της δεν με τιμάει... Τη λερώνει. Τη λερώνει...
Ένιωσα σα να μου μπήγονται μαχαιριές στο στήθος και στην πλάτη. Ο πόνος είναι φρικτός.
Ο πόνος είναι υπέροχος.
In the shuffling madnessOf the locomotive breathRuns the all-time loserHeadlong to his death
Δυσκολεύομαι να ανασάνω.
Oh, he feels the piston scrapingSteam breaking on his browOld Charlie stole the handleAnd the train it won't stopOh no way to slow down
Ακούω από μακριά μια φωνή να με καλεί... "Άγγελε; Άγγελε;". Με τεράστια δυσκολία προσπαθώ να εστιάσω το βλέμμα μου. Η Μαργαρίτα... Δε μοιάζει με τη μητέρα της. Τα μάτια μου θαμπώνουν και πάλι.
-"Άγγελε;"
-"Έφη; Εσύ είσαι;"
Η Έφη μου χαμογελάει.
27 χρόνια πριν...
Κρατάω την Έφη στην αγκαλιά μου και στριφογυρίζουμε αργά στο ρυθμό της μπαλάντας. Δεν τους ξέρω τους στίχους αλλά το τραγούδι, το Stairway to heaven είναι από τα αγαπημένα μου. Η Έφη έχει παραπιεί, είναι ζαλισμένη και έχει κοκκινίσει. Είναι τόσο γλυκιά... τόσο αθώα...Είχαμε πιάσει την κουβέντα. "Τι κάνεις", "τι κάνω" και τα ρέστα. Δε μιλάει με ιδιαίτερο ενθουσιασμό ούτε για τον αρραβωνιάρη της ούτε για τον επικείμενο γάμο. Η αλήθεια είναι ότι δεν τον ξέρω τον Χριστόπουλο, ξέρω όμως ότι όλες οι ελεύθερες τον θεωρούν εξαιρετική τύχη. Είναι ωραίος άντρας, ξέρω ότι είναι εργατικός και επίσης ξέρω από τα κουτσομπολιά της γειτονιάς ότι ούτε πίνει, ούτε ξενυχτάει. Λεφτά έχει με το τσουβάλι, δεν μπορούσα να καταλάβω προς τι αυτή η έλλειψη ενθουσιασμού. Θα μου πεις μικρή είναι, μπορεί να νιώθει ότι πνίγεται.Χαζομάρες. Σήμερα με γάμησαν μαζί και ο γέρος και ο φίλος του. Τσιμπούκωνα το γέρο και με γάμαγε το έταιρο σάψαλο. Πού στο διάολο τις βρίσκουν τις αντοχές οι σκατόγεροι γαμώ το χριστό μου;-"Είμαι ζαλισμένη. Πώς θα πάω σπίτι;"-"Θα σε πάω εγώ."-"Όχι! Αν μας δει ο Μάρκος δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει!"-"Τι θα γίνει ρε συ Έφη; Θα του πω ότι σε συνόδεψα σπίτι για να μη γυρίζεις μόνη σου μέσα στη νύχτα."-"Δεν... δεν τον ξέρεις τον Μάρκο. Είναι πολύ ζηλιάρης. Θα... θα γίνει μεγάλη φασαρία."-"Ε τότε δεν έχω να σου πω κάτι."-"Δε... δε θέλω να γυρίσω στο σπίτι έτσι."-"Άκου... μπορούμε αν θες να πάμε στο πάρκο, τέτοια ώρα δε θα μας δει ψυχή. Ε, θα ρίξεις λίγο νερό από το βρυσάκι στο πρόσωπό σου και όταν ξεζαλιστείς θα πας στο σπίτι σου. Εγώ θα σε ακολουθώ διακριτικά από μακριά."-"Αν μας δουν να φεύγουμε μαζί ξέρεις τι θα γίνει;"-"Ωραία, τότε να φύγω εγώ και θα σε περιμένω στη γωνία. Φύγε μετά από 10 λεπτά εσύ και ξεκίνα προς το πάρκο. Θα σε ακολουθήσω από απόσταση."-"Σ' ευχαριστώ ρε συ Άγγελε."-"Δεν κάνει τίποτα. Λοιπόν, πάω να πουλήσω το παραμύθι. Τα λέμε κάτω σε λιγάκι."Πάω και χαιρετάω τον κόσμο. Κάποια βλέμματα είναι εχθρικά, κάποια βλέμματα περιφρονητικά. Έχουν κελαηδήσει για τα καλά τα παπαγαλάκια. Δεν πάνε να γαμηθούν όλοι τους, τι ξέρουν αυτοί; Κατεβαίνω κάτω και προχωράω προς την άκρη του δρόμου. Στρίβω στη γωνία και ανάβω ένα τσιγάρο.Όσα τσιγάρα και να καπνίσω δε φεύγει η πικρίλα των γέρων από το στόμα μου. Έχυσε ο κωλόγερος που τσιμπούκωνα και αφού κατάπια τραβήχτηκε και ο άλλος ο κωλόγερος και όπως βγήκε από τον κώλο μου ήρθε και τον έχωσε στο στόμα μου. Τα έχω μάθει τα κόλπα τους και φροντίζω να είμαι πάντα καθαρός. Μια φορά που δοκίμασα τα ίδια μου τα σκατά ήταν αρκετή για να με κάνει φανατικό στην καθαριότητα και στην προετοιμασία.Τι τα θες; Πληρώνουν και πληρώνουν καλά. Πώς στο διάολο καταφέρνω κάθε φορά και είμαι μπατίρης και βρίσκομαι συνεχώς να ρουφάω ένα πούτσο στο στόμα και ένα πούτσο στο κώλο; Σβήνω το τσιγάρο μου. Α, να και η Έφη. Γελάω σαν τον μαλάκα, η Έφη κάνει οχτάρια, έχει γίνει ντίρλα. Την αφήνω να προσπεράσει και την ακολουθώ από απόσταση μέχρι που φτάνουμε στο πάρκο. Είναι κοντά 1:30, δεν υπάρχει ψυχή και το πάρκο έχει πυκνή βλάστηση, δεν κινδυνεύει να μας δει κανένα μάτι. Η Έφη σκύβει στην άκρη και ξερνάει τα άντερά της.Ωραίο κομμάτι η Έφη. Έχει παχύνει ελαφρά από τότε που τη θυμάμαι στο λύκειο, πριν δηλαδή τα παρατήσω. Γλυκό, πολύ γλυκό πρόσωπο, όμορφα χείλια και πολύ καλό βυζί, όπως τουλάχιστον μπορούσα να διακρίνω. Και από κώλο δεν πάει άσχημα. Παρόλο που με πηδάνε οι γέροι μου αρέσουν οι γυναίκες. Τον έχω παίξει κάμποσες φορές για πάρτη της, πώς θα ήταν να με τσιμπουκώσει και να σκίσω το κωλαράκι της; Δε βαριέσαι, είναι κάτι που δε θα μάθουμε ποτέ.Η Έφη είναι ακόμα σκυφτή και ξερνάει. Έχει σηκωθεί η φούστα της και δεν το έχει πάρει χαμπάρι. Όντως, έχει γαμώ τα κωλαράκια. Τυχερός ο Χριστόπουλος, αν δηλαδή του δίνει κώλο η μικρή. Την πλησιάζω και της κρατάω τα μαλλιά για να μη λερωθεί. Νιώθω τους σπασμούς της αλλά δεν έχει τι άλλο να βγάλει. Την πιάνω αγκαλιά και την πάω προς τη βρύση. Σκύβει και πίνει λίγο νερό, καταφέρνει να μην κάνει εμετό. Ρίχνει νερό στο πρόσωπό της. Κρατώντας της πάμε προς ένα παγκάκι και καθόμαστε.-"Πόσο ήπιες ρε συ Έφη;"-"Δεν ήπια πολύ αλλά δεν έχει σημασία, δεν συνηθίζω να πίνω, στο σπίτι δεν πίνουμε τίποτα πέρα από καμιά μπύρα."-"Δε σε ακούω πολύ ενθουσιώδη πάντως όσον αφορά το Χριστόπουλο."Δεν απάντησε-"Άκου Έφη... μικροί είμαστε και οι δύο, κάπου σε καταλαβαίνω ότι θέλεις να ζήσεις τη ζωή σου. Ξέρεις όμως πόσες στη γειτονιά θα έκοβαν και το δεξί τους χέρι να είναι στη θέση σου; Ωραίος είναι, δουλευταράς είναι, δεν πίνει, δεν ξενυχτάει, λεφτά έχει... Τι σου λείπει;"-"Ένα χρυσό κλουβί είναι ρε Άγγελε. Μπορεί να είναι χρυσό και διαμαντοποίκιλτο αλλά δεν παύει να είναι κλουβί."-"Μπορεί και να είναι έτσι αλλά ξέρεις κάτι; Υπάρχουν και πολύ χειρότερα από ένα χρυσό κλουβί" της είπα πικρά αναλογιζόμενος τα χαΐρια μου.-"Ναι αλλά υπάρχουν και καλύτερα. Να γνωρίσεις τον κόσμο. Να ερωτευτείς. Να αγαπήσεις και να σε αγαπήσουν."-"Γιατί εσύ δεν τον αγαπάς τον δικό σου; Δε σ' αγαπάει;"Η Έφη αναστέναξε-"Μ' αγαπάει... Ο Μάρκος το μόνο που αγαπάει είναι ο εαυτός του."-"Εσύ τον αγαπάς, Έφη" την ρώτησα κοιτώντας την στα μάτια.-"Όχι."-"Γιατί είσαι μαζί του τότε;'-"Γιατί δε μπορώ να κάνω αλλιώς, Άγγελε. Οι γονείς μου μετά βίας μπορούν να συντηρηθούν και έχουν και τις μικρές. Δεν τον αγαπάω, δε με αγαπάει αλλά..."-"Αλλά;"-"Μια εμπορική συναλλαγή είναι. Έχω ό,τι του ζητήσω, έχει ό,τι μου ζητήσει και οι γονείς μου δεν έχουν το βάρος μου. Είχε πει ότι θα με στήριζε αν περάσω στο Χημικό στην Αθήνα και να σου πω κάτι; Τον πιστεύω. Αλλά πρώτα πρέπει να περάσω και με το σπίτι και με το να τον βοηθάω στη μάντρα δε μου μένει και πολύς χρόνος. Πάντως η αλήθεια είναι ότι πήρε ένα πιτσιρικά για να έχω ελεύθερα τα απογεύματα. Δε βαριέσαι... μια εμπορική συναλλαγή είναι, μου δίνει ό,τι του ζητάω και του προσφέρω αντάλλαγμα σε είδος."Η φωνή της δεν είχε χρώμα. Θα μπορούσα να καταλάβω θυμό, ή πίκρα ή απελπισία αλλά η φωνή της δεν είχε ίχνος συναισθήματος. Λες και μιλούσε για κάποιον άλλον. Και αυτό ήταν το χειρότερο... Η αποδοχή της. Ντράπηκα αλλά αυτό με καύλωσε. Θυμήθηκα τις φαντασιώσεις μου. Γύρισα και την κοίταξα.-"Σε καταλαβαίνω, Έφη, πίστεψέ με σε καταλαβαίνω. Τέλος πάντων, άστο αυτό τώρα. Νιώθεις καλύτερα;"-"Το στομάχι μου είναι καλύτερα αλλά η γεύση στο στόμα μου... μου έρχεται να ξεράσω και πάλι μόνο και μόνο από τη γεύση."Ήξερα πολύ καλά αυτή την αίσθηση, ήταν σχεδόν η καθημερινότητά μου. Της έδωσα μια καραμέλα να πιπιλήσει. Άναψα ένα τσιγάρο μηχανικά και το κάπνισα, και οι δύο αμίλητοι χαμένοι στις σκέψεις μας. Πέταξα το τσιγάρο στο χώμα και το πάτησα να λιώσει. Δε θα πω ότι δεν ήξερα πως μου ήρθε, ήξερα πολύ καλά τι έκανα. Το έβλεπα στον τρόπο που με κοίταζε. Έσκυψα και τη φίλησα. Ανταπέδωσε. Έβαλα τη γλώσσα μου στο στόμα της και με υποδέχτηκε πρόθυμα. Την έσφιξα πάνω μου ενώ η ένταση του φιλιού γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Άρχισα να τη χαϊδεύω, αρχικά στη μέση και στην πλάτη και μετά σιγά σιγά έφερα το χέρι μου στο στήθος της. Δεν τραβήχτηκε, δε με σταμάτησε. Άρχισα να μαλάζω τα στήθη της και μετά αφήνοντας το στόμα της άρχισα να τη φιλάω στο λαιμό και στα αυτιά και οι κοφτές της ανάσες με ξετρέλαναν. Της έβγαλα τη μπλούζα που φορούσε και της έβγαλα και το σουτιέν. Τα στήθη της ήταν ακόμα πιο όμορφα απ' όσο τα είχα φανταστεί. Έσκυψα και πήρα και πιπίλισα τις ρώγες της. Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα χαμουρευόμασταν έτσι αλλά όταν έκανα να βάλω το χέρι μου κάτω της με έκοψε.-"Άγγελε όχι... Ως εδώ."Σταμάτησα χωρίς να πω τίποτε περισσότερο. Είχα πάρει την απόφασή μου. Με τη θέλησή της ή χωρίς θα την έπαιρνα με τον τρόπο που ήθελα.
Σήμερα
-"Έφη, συγχώρεσέ με. Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με"
He hears the silence howlingCatches angels as they fallAnd the all-time winnerHas got him by the balls
Η Έφη χαμογελάει. Νιώθω μέσα μου απίστευτη ηρεμία. Ακούω να φωνάζουν το όνομά μου από μακριά. Η Έφη χαμογελάει, δεν υπάρχει τίποτε άλλο για μένα, μόνο αυτό το χαμόγελο.
Oh, he picks up Gideons bibleOpen at page oneI think God he stole the handleAnd the train it won't stop goingNo way to slow down
Δεν νιώθω πόνο πια. Δε νιώθω τίποτα, μόνο γαλήνη. Η Έφη μου χαμογελάει... Η Έφη...
Τίποτα...
No comments:
Post a Comment