1 - Η Κατερίνα
Από μικρή που θυμάμαι τον εαυτό μου ήμουν αντιδραστική με όλο τον κόσμο. Για να είμαι ακριβής, σχεδόν με όλο τον κόσμο, εξαιρούνταν ο πατέρας μου τον οποίο τον έτρεμα. Δεν είχε σηκώσει ποτέ το χέρι του πάνω μου ωστόσο κάτι στη φωνή του, κάτι στο ύφος που με κοίταγε, μου έκοβε τα πόδια. Τον έτρεμα αλλά ταυτόχρονα τον λάτρευα.
Δε στερήθηκα ποτέ την γονική στοργή και ενθάρρυνση, ούτε εγώ ούτε και τα δύο αδέρφια μου. Ωστόσο εγώ, η δεύτερη, η μεσαία, ήμουν το παιδί του μπαμπά της ενώ τόσο ο μεγάλος μου αδερφός όσο και η μικρότερη αδερφή μου ήταν πιο προσκολλημένα στη μητέρα μας.
Με όλους τους άλλους ήμουν Θεός φυλάξει αν μου πατούσαν τον κάλο και είχα διαπιστώσει από μικρή ότι έχω εξαιρετικά ευαίσθητους κάλους. Χάρη στους γονείς μας και οι τρεις μας είχαμε καλλιεργήσει το λόγο μας αφού από μωρά ακόμα όταν κάναμε κάτι καθόντουσαν υπομονετικά να μας το εξηγήσουν ξανά και ξανά και ξανά μέχρι να το καταλάβουμε. Βέβαια όντας άνθρωποι που και που έπεφτε και καμιά φωνή, και αν αυτή ήταν από τον πατέρα μου, μου κοβόντουσαν τα γόνατα, πολύ περισσότερο απ’ ότι τα δύο μου αδέρφια.
Έζησα χαρούμενη τα παιδικά μου χρόνια και την εφηβεία την πέρασα χωρίς πολλά-πολλά δράματα και συγκρούσεις. Όχι ότι δεν υπήρξαν και αυτά αλλά όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι τις πέρασα αναίμακτα.
Η μόνη διαφορά που είχα με τα αδέρφια μου ήταν στις σχέσεις. Ο μεγάλος μου αδερφός, όντας πολύ όμορφος σε όλο το διάστημα από μικρό αγόρι μέχρι άντρας, ήταν περιζήτητος -και εδώ που τα λέμε και άμυαλος, μέχρι που βρήκε τη Σοφία -ευλογημένη η ώρα και η στιγμή που τη συνάντησε- και τον συμμάζεψε. Δηλαδή του έβαλε τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι και ο φανατικός γυναικάς που τις άλλαζε σαν πουκάμισα έγινε σκυλάκι σαλονιού, με την καλή έννοια και πολύ καλός οικογενειάρχης.
Η μικρή μου αδερφή είναι ομοίως τσαχπινογαργαλιάρα σαν τον αδερφό μου και σε όλη την εφηβεία της, όντας η μεγάλη αδερφή, πέρασα μαζί της όλα τα μεγάλα της «δράματα». Τα σκέφτομαι τώρα και γελάω, πόσο αλλάζει η οπτική ενός ανθρώπου μέσα σε λίγα χρόνια ενηλικίωσης. Σε κάθε περίπτωση η μικρή, τσαχπινογαργαλιάρα ή όχι, «απώλεσε ό,τι πολυτιμότερο έχει μία κόρη» σχετικά αργά σε σχέση με το πλήθος των αγοριών που είχε.
Εγώ πάλι όντας αγοροκόριτσο και τσαμπουκαλού οι σχέσεις μου και με τα δύο φύλλα ήταν προβληματικές. Τις συνομήλικές μου ήθελα να τις πλακώσω στα χαστούκια. Γενικά η μόνη που ανεχόμουν ήταν η κατά δύο χρόνια μικρότερη αδερφή μου οπότε αναγκαστικά και μη επωμίστηκε το ρόλο της καλύτερής μου φίλης.
Με τα αγόρια το ίδιο δράμα. Αν ήθελα να πλακώσω τις συνομήλικές μου μία φορά στα χαστούκια, τους συνομήλικούς μου ήθελα να τους ανοίξω το κεφάλι με γκασμά όταν το προσπαθούσαν να το γυρίσουν στο ερωτικό. Από την άλλη όντας αγοροκόριτσο και αθλητικός τύπος σε φιλικό επίπεδο έβρισκα περισσότερα κοινά στοιχεία με τα αγόρια παρά με τα κορίτσια.
Ακούγεται παράξενο αλλά ευτυχώς αν και έχουμε τον ίδιο σωματότυπο δεν φτάνω την ομορφιά που έχει η μικρή γιατί με τα μυαλά που κουβαλάω θα είχα περάσει αρκετά δυσάρεστα την εφηβεία μου. Μπορείς να με πεις γλυκιά αλλά ως εκεί, σε καμία περίπτωση δεν είμαι σαν τη μικρή που από τότε που άρχισε να μεγαλώνει όπου περνάει βλέπεις τα σαγόνια να πέφτουν κάτω.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασα την εφηβεία και έφτασα μέχρι τα 20 και η μόνες φορές που είχα φιληθεί ήταν σε χαζοπαιχνίδια τύπου Πυθία ή μπουκάλα.
That is μέχρι που γνώρισα τον Μανώλη που μου έφερε τον κόσμο κωλοτούμπα.
Ήμασταν στο κλειστό γυμναστήριο και παίζαμε βόλεϊ με τους συμφοιτητές μου. Φυσικά πάντα με τους άντρες γιατί οι σχέσεις μου με το φύλο μου εξακολουθούσαν να είναι προβληματικές. Εγώ από μικρή ήμουν αθλήτρια του βόλεϊ οπότε η συμμετοχή μου στο παιχνίδι ήταν αρκετά παραπάνω από διακοσμητική, αυτά για όσες/όσους διέδιδαν ότι έπαιζα με τα αγόρια μόνο και μόνο για να θαυμάζουν τον άπαυτό μου. Και ψηλή είμαι, και άλμα έχω και δύναμη στα χέρια, όπως διαπίστωναν διάφοροι καλοθελητές τρώγοντας τη μπάλα από το καρφί μου κατακέφαλα.
Ναι, έχω και σημάδι και ζοχάδα. Όχι παίζουμε.
Εκεί λοιπόν σκάει ένας τύπος ξερακιανός με γυαλάκια και κατσαρό μαλλί, γύρω στα 30. Τον χαιρέτησαν δύο-τρεις, οι υπόλοιποι ψαχνόμασταν ποιος είναι.
Παρά την nerdy εμφάνιση του ο τυπάς το κατείχε το άθλημα πράγμα το οποίο διαπίστωσα με το σκληρό τρόπο όταν μου έβγαλε μονή άμυνα σε απόπειρα για καρφί και μου ήρθε η μπάλα στο κεφάλι για να ξεπληρώσω τις αμαρτίες μου.
«Ωχ» είπα και βγήκα nock-out λες και περίμενα το σφύριγμα του διαιτητή για να έρθουν να με μαζέψουν από το ring. Την έφαγα στα μούτρα και αγοροκόριτσο ή όχι ήταν τέτοιος ο πόνος που δάκρυσα.
Ήρθε ανήσυχος δίπλα μου ενώσω εγώ έβλεπα ακόμα πεταλουδίτσες, πουλάκια και αστεράκια.
«Είσαι καλά;» με ρώτησε.
«Τα ύστερα του κόσμου» του είπα.
«Κουράγιο, γερο-Πατριαρχέα» μου απάντησε εντυπωσιάζοντάς με.
«Κατερίνα» του απάντησα μειδιώντας.
«Μανώλης» μου απάντησε μειδιώντας ομοίως και συνεχίζοντας «ή Μανωλιός για να ήμαστε στο κλίμα του Καζαντζάκη.»
«Λοιπόν Κατερίνα, είσαι εντάξει; Να συνεχίσουμε;»
«Πονάν μωρέ τα παλικάρια;» του απάντησα κερδίζοντας το γέλιο του.
Συνεχίσαμε το παιχνίδι κανονικά. Του έβγαλα άμυνα και γλώσσα σε καρφί του και τον έστειλα για ψάρια σε δικό μου καρφί. Έτσι για να δείξω ποιος είναι το αφεντικό.
Ναι… Τελικά δεν ήμουν εγώ. Μπορεί στα νιάτα μου να ήμουν αθλήτρια του βόλεϊ αλλά το ίδιο υπήρξε και αυτός στα δικά του και ας είχαν προηγηθεί μια δεκαετία των δικών μου. Με λίγα λόγια μ’ έκανε άλογο.
Δε με πείραξε αυτό. Παίζοντας τα εφηβικά μου χρόνια σε ομάδα είχα μάθει και να χάνω χωρίς περιττά δράματα.
Κάποιο σαββατόβραδο καμιά δεκαριά μέρες μετά από αυτό το επεισόδιο υποχωρώντας στην γκρίνια της μικρής βγήκαμε μαζί με το αγόρι της. Είχαμε κάνει συμφωνία να μην μου κουβαλήσουν κανένα για έκπληξη γιατί θα τους έπαιρνε και θα τους σήκωνε. Τέλος πάντων για να μην τα πολυλογώ εκεί που κουβεντιάζαμε περί ανέμων και υδάτων βλέπω το Μανώλη να μπαίνεις το μπαρ συνοδευόμενος από μια όμορφη κοκκινομάλλα.
Μην έχοντας αφιερώσει ούτε καν μια δεύτερη σκέψη για την πάρτη του όλο αυτό το χρονικό διάστημα το η χαρά που ένιωσα βλέποντάς τον ήταν το ίδιο ξαφνική και απροσδόκητη όσο το κέντημα της ζήλειας όταν συνειδητοποίησα ότι συνοδευόταν.
Τα ύστερα του κόσμου. Κυριολεκτικά.
Ενώ το ζοχαδιακό μέσα μου είχε στήσει πάρτι η υπόλοιπη κοκάλωσα. Η μικρή με πήρε αμέσως χαμπάρι αλλά δεν το συνέδεσε με την είσοδο του Μανώλη και της συνοδού του.
«Κατερίνα;» με ρωτάει η μικρή.
Το κορόιδο εγώ.
«Κατερίνα» μου έκανε ξανά στον ίδιο τόνο που φώναζε η Καρέζη την ξαδέρφη της στο Δεσποινίς Διευθυντής.
Και εκεί με είδε ο Μανώλης. Τόμπολα.
«Βρε βρε, βουνό με βουνό δε σμίγει» μου είπε χαμογελώντας κάνοντάς με να θέλω να του φέρω το τραπέζι στο κεφάλι.
Η ματιά μου πήγε διαδοχικά σε αυτόν, την αδερφή μου, τη συνοδό του, την αδερφή μου και ξανά σε αυτόν. Η μικρή το έπιασε και χασκογέλασε, βάζοντας υποψηφιότητα να συνοδεύσει το Μανώλη στο παιχνίδι «τραπέζι στο κεφάλι».
«Ναι, είδες μικρός που είναι ο κόσμος;» κατάφερα να απαντήσω βρίσκοντας τη μιλιά μου.
«Λοιπόν, χάρηκα που σε είδα. Τα λέμε» είπε και έφυγε παίρνοντας αγκαλιά από τη μέση τη συνοδό του και αφήνοντάς με στο έλεος του ιεροεξεταστή.
«Ειρήνη, μην πεις κουβέντα» είπα στη μικρή αγριοκοιτώντας την.
Ναι, καλά.
Μπορεί όσο ήμασταν στο μπαρ να έκανε το κορόιδο αλλά όταν πήγαμε σπίτι ποιος είδε τον ντε Τορκεμάδα και δεν τον φοβήθηκε.
Μα όσο και να πίεζε τι να ομολογήσω; Δεν ήξερα καλά-καλά τι μου γινόταν. Αλήθεια λέω, δεν του είχα αφιερώσει ούτε μια δεύτερη σκέψη, δεν μπορούσα ούτε να χωνέψω ούτε να εξηγήσω τι μύγα με είχε τσιμπήσει στα καλά καθούμενα.
Το μόνο που ομολόγησα ήταν ότι ήθελα να τον ξαναδώ. Τώρα τι θα έκανα αν τον ξαναέβλεπα εκείνο το βράδυ έμεινε σε θεωρητικό επίπεδο.
Το Σύμπαν αποφάσισε για κάποιο ξαφνικό λόγο να ασχοληθεί με την πάρτη μου. Δύο μέρες αργότερα, τον ξαναπέτυχα στο βόλεϊ.
Εκείνη τη μέρα του έδωσα και κατάλαβε. Ο φουκαράς δεν μπορούσε να διανοηθεί τη διανοητική μου φουρτούνα και το εξέλαβε ότι απλά προσπαθούσα να ρεφάρω από τον προηγούμενη ήττα.
«Σιγά ρε Κατερίνα» μου φώναξε την τρίτη φορά που έφαγε τη μπάλα σε ευαίσθητο σημείο. «Είπαμε να παίξουμε, όχι να με σκοτώσεις με τη μπάλα.»
«Α, πονάνε δηλαδή τα παλληκάρια» του είπα προκαλώντας τον.
«Αν συνεχίσω να τρώω την μπάλα σε αυτό το σημείο πολύ αμφιβάλλω ότι θα παραμείνω παλληκάρι» μου είπε κάνοντάς με να σκάσω στα γέλια και αφοπλίζοντάς με τελείως.
Το χιούμορ στους άντρες είναι το αδύνατο σημείο μου και ο Μανώλης φαινόταν ότι το διαθέτει με το κιλό. Πραγματικά με αφόπλισε και το υπόλοιπο παιχνίδι κύλισε σαφώς πιο χαλαρά.
Μετά το τέλος του παιχνιδιού ήρθε και με βρήκε στις εξέδρες. Κάθισε δίπλα μου και μου έπιασε χαλαρή κουβέντα και σε δύο λεπτά με είχε κάνει να ξεκαρδιστώ. Πρέπει να πέρασα μία από τις πιο ευχάριστες ώρες στη ζωή μου όταν ξαφνικά εμφανίστηκε η κοκκινομάλλα.
Προς τιμή μου εκείνη τη φορά αν και αιφνιδιάστηκα και πάλι κατάφερα να κρατήσω χαρακτήρα. Η δεύτερη φορά στη ζωή μου -η πρώτη ήταν στο μπαρ- που ένιωσα αντιζηλία για αντίπαλο θηλυκό πέρασε αναίμακτα τις πρώτες άβολες στιγμές.
Και ευτυχώς να λες γιατί ο Μανώλης αποφάσισε να με συστήσει.
«Από εδώ η Κατερίνα» είπε αρχίζοντας από μένα. Γύρισε και έδειξε την κοκκινομάλλα. «Από εδώ η αδερφή μου η Ελένη» είπε.
«Χαίρω πολύ» είπα μέσα μου και, Θεέ μου, πόσο το εννοούσα εκείνη τη στιγμή το «χαίρω». Αδερφή του! Αδερφή του.
Βυσσινί Θύελλα, σούζα το μεταφορικό αλογάκι.
«Γεια σου Κατερίνα» μου είπε η Ελένη με βραχνή φωνή που θα έκανε και τις πιο πετυχημένες ραδιοφωνικές παραγωγούς να σκάσουν από τη ζήλεια τους.
Αδερφή του, είπα μέσα μου. Αδερφή του.
Κάθισε κι αυτή μαζί μας και σε λίγο και οι τρεις είχαμε πιάσει πάλι τα περί ανέμων και υδάτων, με το Μανώλη να μας κάνει και τις δυο μας να ξεκαρδιζόμαστε από τα γέλια.
Χωριστήκαμε έχοντας ανταλλάξει τηλέφωνα και το τέλος της ημέρας με βρήκε σα ζαλισμένο κοτόπουλο.
Ερωτοχτυπημένη για πρώτη φορά στη ζωή μου.
Μα που στο διάολο είναι αυτή η μικρή όταν τη χρειάζεσαι;
2 - Ο Μανώλης
«Άντε, θα μου πεις ή θα με σκάσεις;» με ρώτησε εκνευρισμένα η μικρή. Σχεδόν της είχα ορμήσει όταν μπήκε μέσα στο σπίτι οπότε -και δικαιολογημένα εδώ που τα λέμε- της έκατσε στραβά η βουβαμάρα μου.
«Θα με πάρεις με τις πέτρες» της είπα.
Έβαλε τα γέλια.
«Άσε...» μου λέει «Κατάλαβα, Ο Μανώλης»
Χρουμφ έκανα μέσα μου. Ωραία, τώρα έγινα και ανοιχτό βιβλίο για να γελάει το μικρό μαζί μου.
«Όχι, δεν είναι ο Μανώλης» της είπα φουρκισμένη.
«Τότε τι είναι ρε Κατερίνα; Με γκάστρωσες».
«Ο Μανώλης» της είπα κινδυνεύοντας να φάω το λαμπατέρ στο κεφάλι, τα γονίδια βλέπετε. Την πρόλαβα κάνοντας τη δήλωση του αιώνα.
«Νομίζω πως είμαι ερωτευμένη.»
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο πατέρας μας που μόλις είχε επιστρέψει από τη δουλειά και ήρθε να μας χαιρετήσει.
«Μπαμπά, η Κατερίνα είναι ερωτευμένη με κάποιο Μανώλη» είπε η μικρή σκάζοντας στα γέλια. Πρέπει να μου ανέβηκε η πίεση γύρω στο 30 αλλά πριν προλάβω να πω οτιδήποτε με πρόλαβε ο πατέρας μου.
«Τώρα εγώ ως πατέρας τι να πω;» και συνέχισε αμείλικτος «Πολλή και καλή του τύχη».
Παύση δευτερολέπτων.
«Το φουκαρά…»
Και βγήκε από το δωμάτιο.
«Μην το παίρνεις έτσι» είπε η Ειρήνη. «Χάρηκε. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως είτε είσαι λεσβία είτε θα πρέπει να σου βρει κάποιο ράφι».
Θεέ μου, τι λέγανε για μένα πίσω από την πλάτη μου και δεν είχα πάρει χαμπάρι!
Ποιος είδε την Κατερίνα και δεν την φοβήθηκε.
Η μικρή εξαφανίστηκε τρέχοντας και γελώντας από το δωμάτιο και έμεινα μόνη στο δωμάτιο έτοιμη να εκραγώ με τέτοια ένταση που θα έκανε το Krakatoa να μοιάσει με στράκα-στρούκα.
Το τηλέφωνο που χτύπησε μας γλύτωσε από το να βγούμε στις ειδήσεις ως οικογενειακή τραγωδία. Ήταν ο Μανώλης.
«Καλησπέρα Κατερίνα, ο Μανώλης είμαι. Ενοχλώ;»
Και που υπάρχεις σκέφτηκα μέσα μου και μετά θυμήθηκα τα λόγια του πατέρα μου… «Το φουκαρά»
Ενώ μέσα μου γινόταν της πανικοτρίφιλλης ο Μανώλης περίμενε απάντηση.
Και περίμενε…
«Κατερίνα, μ’ ακούς;»
«Καλησπέρα Μανώλη, σ’ ακούω. Όχι, όχι δεν ενοχλείς, μου έφυγε το Bluetooth» είπα ψέματα. «Ωραία, αρχίσαμε» σκέφτηκα μέσα μου.
«Λοιπόν, πώς πάει;»
Παρίσι-Ντακάρ σαν την καρδιά μου που άρχισε να χτυπάει σαν τρελή.
«Ήσυχα, εδώ ήμουν με την αδερφή μου και τα λέγαμε. Οικογενειακά»
Και που να ‘ξερες αθώε Μανώλη.
Αφού ήμουν τσιμπημένη μαζί του και εφόσον κατά τα φαινόμενα ήταν ελεύθερος και επίσης κατά τα φαινόμενα του άρεσα αποφάσισα στα γρήγορα ότι μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει.
Στο κάτω-κάτω της γραφής πυρ, γυνή και θάλασσα λένε. Ε, εγώ είμαι και τα τρία μαζί. Ας πρόσεχε!
Σε πέντε λεπτά γελούσα σα χαζή.
Σε δεκαπέντε λεπτά κοιτούσα το ταβάνι χωρίς να με νοιάζει το χρώμα του.
Σε εικοσιπέντε λεπτά πέταξα το μαξιλάρι στην Ειρήνη που με κοίταζε χαζογελώντας από την πόρτα.
Στα εικοσιέξι λεπτά σηκώθηκα να μαζέψω το μαξιλάρι γιατί δε βολευόμουν ξαπλωμένη χωρίς αυτό. Δράση και αντίδραση που έλεγε και ο μπάρμπα Νεύτωνας, πανάθεμά τον και αυτόν.
Ναι, δε μου αρέσει η φυσική. Όχι, δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτή όντας φοιτήτρια στο Μηχανολόγων-Μηχανικών του ΕΜΠ.
Ο Μανώλης είναι χημικός-μηχανικός, 32 χρονών, είχε τελειώσει το post doc του στο Berkeley και είχε επιστρέψει στην μαμά πατρίδα για να την υπηρετήσει.
Κρίμα το σγουρό του το μαλλί σκέφτηκα μέσα μου.
«Καλά βρε άνθρωπέ μου, παράτησες ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου και τη ζωή σου στην Αμερική για να γυρίσεις και να πας στρατό;»
«Δεν είσαι η πρώτη που το λέει αυτό» μου απάντησε. «Ναι, έξη μήνες από τη ζωή μου, το ξέρω. Έφυγα στα 17 μου με την ενθάρρυνση των γονιών μου για να πάω να σπουδάσω αυτό που μου άρεσε. Ήρθε η ώρα να δώσω πίσω αυτό που πήρα. Και πες με ανόητα ιδεολόγο, δε με πειράζει, αλλά εφόσον και οι υπόλοιποι άρρενες υποχρεούνται να πάνε στρατό, το ίδιο υποχρέωση είχα κι εγώ.»
Μου έκοψε τα πόδια αυτό. Αν πήγαινε στρατό πόσο εύκολα θα βλεπόμασταν για έξη μήνες;
«Και πότε παρουσιάζεσαι;» τον ρώτησα δαγκωμένη.
Έβαλε τα γέλια. Αν και μου άρεσε το γέλιο φουρκίστηκα. Μέχρι που κατάλαβα γιατί γελούσε και η φούρκα αντικαταστάθηκε από απέραντη ανακούφιση.
«Έχω ένα χρόνο που έχω απολυθεί Κατερίνα.»
Συζητήσαμε για λίγη ώρα ακόμα και μετά μπήκε στο ψητό.
«Λοιπόν, βασικά σε πήρα αν ενδιαφέρεσαι να βγούμε για ένα ποτό μαζί»
Τζον Τραβόλτα, πυρετός το Σαββατόβραδο, you should be dancing. Νομίζω ότι περιέγραψα πλήρως αυτό που ένιωσα.
«Ναι, πολύ θα το ήθελα» του είπα. Ήταν Δευτέρα βράδυ.
«Σε βολεύει αύριο κατά τις 21:00;» με ρώτησε.
Τετάρτη τα μαθήματά μου άρχισαν στις 12:00. Αύριο είχα μάθημα μέχρι τις 14:00 το οποίο σήμαινε ότι θα μου έμενε καιρός να ετοιμαστώ. Δηλαδή να πάρω από τα μαλλιά τη μικρή και να τη βάλω να με σουλουπώσει σα γυναίκα.
«Ναι, μια χαρά είναι» του απάντησα. Δώσαμε ραντεβού κάτω από το σπίτι μου και κλείσαμε το τηλέφωνο.
«Ειρήνηηηηηηηηηη» φώναξα τόσο δυνατά που ο σκύλος άρχισε τα γαυγίσματα.
Η μικρή εμφανίστηκε στην πόρτα. Ο σκύλος ακόμα γαύγιζε.
«Τι συμβαίνει Frau Blucher;» με ρώτησε αλλά ήμουν πολύ χαρούμενη για να το προσέξω.
«Αύριο. Ραντεβού για ποτό στις 21:00. You make Hulk woman μέχρι τότε»
Η μικρά ωστόσο ήταν πολύ περισσότερη έμπειρη από εμένα.
«Hold your horses» μου είπε. «Πέρα από εκείνο το βράδυ στο Escoba και το volley που παίζεις τα απογεύματα, έχετε βρεθεί αλλού;»
«Όχι» της απάντησα μην καταλαβαίνοντας που το πάει.
«Άρα» μου εξήγησε το σκεπτικό της, «του αρέσεις όπως είσαι. Και πέρα από την πλάκα, μια χαρά είναι η θηλυκότητά σου, κανείς δεν θα σε μπέρδευε με το Χουλκ. Θα φορέσεις ένα φόρεμα που τονίζει το σώμα σου χωρίς να προκαλεί και απλά θα περιποιηθείς λίγο περισσότερο τα μαλλιά σου. Από δέρμα δόξα το Θεώ είσαι μια χαρά οπότε ένα πολύ απαλό βάψιμο και θα είσαι εντάξει.»
Και μετά σα να της ήρθε δεύτερη σκέψη στο μυαλό
«Δεν θυμάμαι καλά, τι ύψος έχει;»
Είμαι 1,78 οπότε λογικά αυτός θα πρέπει να ήταν 1,85+ αλλά αυτό το «+» εκείνη την ώρα δεν μπορούσα να το εκτιμήσω. Της το είπα.
«Εντάξει τότε, όχι δωδεκάποντα» μου είπε λες και είχα φορέσει εγώ ποτέ στη ζωή μου δωδεκάποντο.
Εντάξει, είχα τις κατάλληλες γόβες που μέχρι τώρα τις φορούσα σε γιορτές/γάμους/βαφτήσια και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις που απαιτούσαν επίσημη ένδυση.
Βέβαια όντας αυτή που είμαι είχα όλα και όλα τρία φορέματα τα οποία δεν ταίριαζαν σε αυτό που είχε η μικρή στο μυαλό της. Εδώ μας έσωσαν τα γονίδια, καθώς όπως είχα πει και πριν με την αδερφή μου είχα τον ίδιο σωματότυπο. Πράγματι, βρήκαμε το κατάλληλο φόρεμα και αν και ήταν δύο πόντους πιο κοντό -καθότι είμαι ελαφρώς ψηλότερη από τη μικρή- τη δουλειά του την έκανε.
Βέβαια όντας φόρεμα της μικρής ήταν λίγο πιο προκλητικό από τα γούστα μου αλλά η Ειρήνη με διαβεβαίωσε ότι ήταν από τα πιο σεμνά της που τηρούσαν τη γραμμή «τονίζω σώμα, δεν τα βγάζω όλα στη φόρα.»
Το να είσαι γυναίκα δεν είναι απλά φύση. Στα 20μου κατάλαβα ότι είναι και τέχνη.
Κι εγώ αρχάρια…
3 - Το ραντεβού
Η Τρίτη κύλησε βασανιστικά αργά. Αναμενόμενο.
Λόγω της ταραχής μου ήμουν έτοιμη από τις 20:00 οπότε είχα μια ώρα που την πέρασα σαν αγρίμι στο κλουβί. Και είχα και τη μικρή να μου δίνει συμβουλές.
Αλλά θα μου πεις αυτή ήταν η έμπειρη και εγώ το χάπατο. Και είχε και τα δίκια της εδώ που τα λέμε. Πρώτη φορά ένιωθα έτσι στη ζωή μου οπότε ο κίνδυνος να φάω τα μούτρα μου ήταν τεράστιος. Άλλωστε, για να πούμε του στραβού το δίκιο, δεν είχα ακόμα προσδιορίσει τι ακριβώς μου συνέβαινε. Ο Μανώλης με είχε γοητεύσει, είναι αλήθεια. Με είχε γοητεύσει τόσο ώστε να έχω τσιμπηθεί μαζί του. Δεν είχα νιώσει ποτέ τέτοιο πράγμα για άλλον άντρα. Έχω αρκετούς φίλους, μόνο άντρες, αλλά ποτέ κανένας δεν μου έβγαλε αυτό το πράγμα. Σκέφτηκα πόσο με εκνεύριζε όταν κάποιος από τους φίλους μου προσπαθούσε να το γυρίσει στο ερωτικό. Έτσι ένιωθαν για μένα;
Γούστο θα ‘χει να με βλέπει και αυτός μόνο φιλικά. Το είπα στην Ειρήνη και μου είπε ότι, εκτός από χάπατο, είμαι και ηλίθια και ότι ήταν εμφανέστατο ότι ο Μανώλης μόνο φιλικά δε με έβλεπε.
Και αυτός 32 και εγώ 20.
«Και αν απλά του αρέσουν οι μικρούλες και το μόνο που θέλει είναι ξεπέτα;» τη ρώτησα.
«Είναι και αυτό πιθανό Κατερίνα» μου είπε σοβαρεύοντας εντελώς. «Είναι ένα ρίσκο που μόνο εσύ ξέρεις αν θα πρέπει να το πάρεις. Ωστόσο έχεις τρόπο να το καταλάβεις. Μην παρασυρθείς από τον ενθουσιασμό σου, πήγαινε αργά. Αν σε θέλει για ξεπέτα θα φανεί εκεί. Το ξέρω ότι θα πονέσει αλλά τουλάχιστον θα γλυτώσεις τα χειρότερα.»
Και με αυτές τις ευχάριστες και θετικές κουβέντες πέρασε η ώρα.
Στις 21:01, με ένα λεπτό καθυστέρηση, χτύπησε το τηλέφωνό μου.
«Καλησπέρα Κατερίνα, είμαι από κάτω.»
«Η ώρα της αλήθειας» είπα στην Ειρήνη. «Ευχήσου μου καλή τύχη».
Τότε η μικρή με πήρε ξαφνικά αγκαλιά και με φίλησε, κάτι που με ξάφνιασε παντελώς.
«Όλα καλά θα πάνε» μου είπε και κόντεψα να δακρύσω, μα τω Θεώ.
Στο δρόμο προς την έξοδο έπεσα πάνω στον πατέρα μου.
«Μπα, ετοιμάζουστε για έξοδο μαμαζελ;» με ρώτησε περιπαιχτικά.
«Εχμχμμ, ναι» του απάντησα με τα πόδια κομμένα.
«Με το Μανώλη, με το Μανώλη» με ξαναρώτησε.
«Ναι, με τον Μανώλη» του απάντησα.
«Ήρωας! Άξιος!» μου είπε γελαστά και μετά σοβάρεψε. «Να προσέχεις αγάπη μου και καλά να περάσεις.»
«Ευχαριστώ μπαμπά» του είπα και τον πήρα αγκαλιά και τον φίλησα. Έκλεισα την πόρτα και κατέβηκα τις σκάλες.
Ο Μανώλης ήταν κάτω στην είσοδο και με περίμενε. Με αγκάλιασε και με φίλησε σταυρωτά.
Τώρα αν σας πω ότι με ζάλισε η μυρωδιά του τι θα μου πείτε; Αν και αχνή, σχεδόν αδιόρατη, ήταν μεθυστικά ευχάριστη. Χαμογέλασα σα χαζή.
Μου έπιασε τα χέρια και με κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια. «Είσαι στις ομορφιές σου» μου είπε απαλά και έκανε την καρδιά μου να παίζει σαν ταμπούρλο. Μετά, χωρίς να μου αφήσει τα χέρια με ρώτησε κάτι απρόσμενο: «Μήπως θέλεις να ανέβουμε πάνω να με δούνε οι δικοί σου πριν ξεκινήσουμε;»
Αν και αυτό ήταν ένα γερό hint για τους περί ξεπέτας φόβους μου εκείνη τη στιγμή δεν το κατάλαβα αφενός γιατί δεν περίμενα τέτοια ερώτηση και γιατί αφετέρου η καρδιά μου έπαιζε ακόμα ταμπούρλο.
«Ε,εχμ…ε» προσπάθησα να πω.
Με έβγαλε μόνος του από τη δύσκολη θέση. «Καλά, την επόμενη φορά» μου είπε.
Αυτό το έπιασα. Ήμουν που ήμουν thunderstruck αυτό με αποτελείωσε. Εξακολουθώντας να χαμογελώ σα χαζή δεν βρήκα να πω τίποτε άλλο παρά μόνο «Ναι, την επόμενη φορά.»
Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του και μπήκα μέσα. Όταν έσκυψε να κλείσει την πόρτα τον συνέλαβα επ’αυτοφόρω καρφωμένο στο ντεκολτέ μου.
Ταράχτηκα.
Από τη μία άντρας είναι, ψιλοαναμενόμενο να πάει εκεί το μάτι του και στο τέλος-τέλος αυτός είναι ο σκοπός των ντεκολτέ, να προκαλούν δείχνοντας αυτό που κρύβουν. Από την άλλη καθόσον πρωτάρα το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν θυμός. Και όντας αυτή που είμαι δεν κρατήθηκα κινδυνεύοντας έτσι να τα τινάξω όλα στον αέρα.
«Σ’ αρέσουν τα μάτια μου» τον ρώτησα με φούρκα.
Αν ταράχτηκε δεν απάντησε. Έκλεισε την πόρτα μου, έκανε το γύρο και έκατσε στη θέση του οδηγού. Άνοιξε το φωτάκι και με τα δυο του χέρια έπιασε το πρόσωπό μου και με κοίταξε στα μάτια.
«Είναι υπέροχα» μου είπε. «Μελιά και αμυγδαλωτά».
Μετά, χωρίς να πει άλλη κουβέντα, έκλεισε το φωτάκι και έβαλε μπρος αφήνοντάς με χαζή.
Δεν ξεκίνησε. Γυρνώντας, με κοιτάει συνωμοτικά και κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι τι μου λέει ο αφιλότιμος;
«Αλλά και η υπόλοιπη απ΄ όσο πρόφτασα να δω είσαι εξίσου υπέροχη»
Και σα να μην τρέχει τίποτα έβαλε μπροστά και ξεκίνησε.
Δεύτερη φορά που με αφόπλισε τόσο απλά και άκοπα, ποια εμένα; Ήθελα να του κρατήσω φούρκα αλλά ήμουν τόσο γοητευμένη… τόσο γοητευμένη.
Σε όλη τη διαδρομή είχαμε πιάσει πάλι την περί ανέμων και υδάτων κουβέντα και με χαρά είχα διαπιστώσει πως και εγώ τον έκανα να χαμογελάει. Για μένα, τα έχω ξαναπεί, με έκανε να ξεκαρδίζομαι και όσο πιο πολύ γέλαγα τόσο πιο πολύ γοητευόμουν.
Ο Μανώλης ήταν ψηλός και ξερακιανός με πυκνό σγουρό μαλλί και μαύρα μάτια. Φόραγε λεπτά γυαλιά και αυτά του έδιναν ένα σοφιστικέ ύφος που ναι μεν δεν περνούσε απαρατήρητο αλλά δεν ήταν και wow factor. Θα πρέπει να είχε αδυνατήσει από τότε που ήταν αθλητής του βόλεϊ.
Αλλά αυτή η μυρωδιά του… αχ αυτή η μυρωδιά του.
Στα μάτια μου ήταν πιο όμορφος ακόμα και από τον αδερφό μου τον καρδιοκατακτητή.
Πάρκαρε το αυτοκίνητο και αφού περπατήσαμε λίγο φτάσαμε στο ίδιο bar στο οποίο είχαμε συναντηθεί τυχαία την πρώτη φορά.
Εμένα με βόλευε γιατί ο Διόνυσος που μένω είναι σχετικά κοντά στην Κηφισιά αλλά ο Μανώλης δεν ήξερα που μένει. Συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι δεν ήξερα σχεδόν τίποτα γι αυτόν, πέρα από αυτά που είχαμε πει στο τηλέφωνο την προηγούμενη μέρα.
Σχεδόν ποτέ δεν κάθομαι από μέσα. Πάντα κάθομαι απ’ έξω, πάντα θέλω να έχω την επιλογή να σηκωθώ να φύγω.
Ο Μανώλης δε μου έδωσε περιθώρια. Έσπρωξε την εξωτερική καρέκλα στην άκρη και μου έγνεψε να περάσω. Το έκανε τόσο φυσικό τρόπο που ξέχασα να διαολιστώ και χωρίς να το καλοσκεφτώ πέρασα και έκατσα μέσα. Κάθισε δίπλα μου.
«Καλά δεν είναι εδώ;» είπε και αν και ο τόνος ήταν ερωτηματικός στην πραγματικότητα δεν είχε κάνει ερώτηση.
Δεν είχα σκοπό να χαλάσω τη βραδιά λόγω του τρόπου που καθίσαμε. Σε λίγη ώρα το είχα ξεχάσει τελείως και είχα βολευτεί.
Η βραδιά κύλισε πολύ όμορφα. Έφτασε 01:30 και ένιωθα ότι δεν είχε περάσει ούτε καν μία ώρα από τη στιγμή που ξεκίνησε.
«Κατερίνα μου» μου είπε (ναι, είπε ΜΟΥ!!!!!) ήρθε η ώρα να πηγαίνουμε, μην ξεχνάς ότι κάθε πρωί έχω και ταξίδι.
Μεταξύ μας δεν μέναμε μακριά, αυτός Πολιτεία και εγώ Διόνυσο. Όμως κάθε μέρα έπρεπε να πηγαινοέρχεται Μέγαρα, στην εταιρία χημικών, όπου εργαζόταν. Λόγω των προσόντων του -αλλά όπως παραδέχτηκε ο ίδιος και γνωριμιών- και παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας ήταν προϊστάμενος της διεύθυνσης έρευνας και ανάπτυξης. Πολλή χαρτούρα και λιγότερο έρευνα μου είχε εκμυστηρευτεί με παράπονο.
Εγώ του είχα πει τα δικά μου, ότι είμαι τριτοετής στο Μηχανολόγων-Μηχανικών του Πολυτεχνείου και γιατί μου άρεσε και το ήθελα και η ίδια αλλά και γιατί ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να συνεχίσω στην εταιρία του πατέρα μου.
Σε κάθε περίπτωση και μετά μεγάλης μου λύπης είχε έρθει η ώρα να αποχωρήσουμε. Σηκωθήκαμε και βγήκαμε έξω αλλά σε αντίθεση με το όταν είχαμε έρθει με έπιασε αγκαλιά από τη μέση. Ένιωσα σαν ψάρι που από το τηγάνι βρέθηκε πάλι στο νερό. Ένιωθα ασφαλής και προστατευμένη σε εκείνη την απλή αγκαλιά και παρά την ταραχή μου το πρόσεξα. Από τότε που ήμουν μικρό παιδί και χάρη στην οικογένειά μου ποτέ δεν ένιωσα μη ασφαλής και απροστάτευτη, ακόμα και όταν ήμουν μόνη μου οπότε δεν είναι ότι ένιωσα κάτι που δεν είχα ξανανιώσει. Και όμως το βίωνα τόσο διαφορετικά...
Φτάσαμε έξω από το αυτοκίνητο και μου άνοιξε την πόρτα. Με τα χίλια ζόρια και απρόθυμα έφυγα από την αγκάλη του και κάθισα μέσα. Εκείνος έκλεισε την πόρτα, έκανε το γύρω και μπήκε και αυτός μέσα. Έπειτα άνοιξε τον διακόπτη αλλά δεν έβαλε μπρος. Άνοιξε απλά το ραδιόφωνο και το αυτοκίνητο πλημμύρισε με τη βραχνή φωνή της Janis Joplin
4 - Το φιλί
Μόλις είχα επιστρέψει από το πρώτο μου ραντεβού. Είχα δώσει το πρώτο μου φιλί. Και μετά το δεύτερο, όταν ο Μανώλης με άφησε στην είσοδο.
Εκείνος έφυγε και εγώ κοίταζα τα πεύκα απέναντι ενώ το κεφάλι μου βούιζε και η καρδιά μου χοροπηδούσε. Τι ήταν αυτό; Έρωτας; Ενθουσιασμός; Η χαρά της πρωτάρας; Δεν μπορούσα να δώσω απάντηση, δεν είχα παλαιότερες εμπειρίες για να κρίνω και να συγκρίνω. Αυτό έχανα όλα αυτά τα χρόνια; Αλλά πάλι αφού κανείς δε μου είχε γεννήσει αυτά τα αισθήματα, τι είχα χάσει στην πραγματικότητα;
Τα μυαλά μου στα σίγουρα.
Εκείνη τη στιγμή ένιωθα ευτυχισμένη. Και μπερδεμένη.
Είχα συνηθίσει -και με εξαίρεση τη σχέση μου με τον πατέρα μου και σε μικρότερο βαθμό με τη μητέρα μου- να έχω εγώ το πάνω χέρι στις σχέσεις με τα αδέρφια μου και τους λιγοστούς μου φίλους. Σήμερα απλά ακολουθούσα όπου οδηγούσε ο Μανώλης. Αυτό ταυτόχρονα με συνέπαιρνε και με εκνεύριζε. Και όμως δεν ήταν θράσος, έβγαινε τόσο φυσικά από τη μεριά του που με εξαίρεση το βλέμμα στο μπούστο ξέχναγα να επαναστατήσω. Αλλά ακόμα και εκεί με αφόπλισε με τόση ευκολία και τόση φυσικότητα που είχα ξεχάσει τη φούρκα μου σε δευτερόλεπτα. Όντας control freak η όλη αυτή κατάσταση μου ήταν παντελώς άγνωστη, εκνευριστική και αφύσικη.
Και ευχάριστη.
Τα πεύκα δεν είχαν απάντηση.
Χώρια που άρχισα να κρυώνω καθώς συνειδητοποίησα ότι είχα περάσει δέκα λεπτά πευκολαγνείας στη χειμωνιάτικη παγωνιά. Πήρα δυο-τρεις βαθιές ανάσες και ανέβηκα πάνω.
Τα φώτα ήταν κλειστά. Πήγα άλλαξα, ξεβάφτηκα και έβαλα να πιώ ένα ποτήρι ζεστό γάλα για να πέσω να κοιμηθώ. Στο δωμάτιό μου με περίμενε η Ειρήνη.
«Έτσι και παραλείψεις έστω και μια τελεία από αυτά που έγιναν σήμερα με κάποιο τρόπο θα το μάθω και θα σε πάρει και θα σε σηκώσει» μου δήλωσε.
Δεν είχα σκοπό να παραλείψω τίποτα. Ήθελα να τα πω να τα ακούσει όλος ο κόσμος ή έστω ένα μικρό μέρος του που το λένε Ειρήνη και τυγχάνει μικρότερη αδερφή και καλύτερή μου φίλη.
Της είπα πόσο φυσικά με πήρε αγκαλιά και με φίλησε σταυρωτά.
Της είπα πόσο με ξετρέλανε η μυρωδιά του.
«Πώς ήταν;» με διέκοψε.
«Δεν ξέρω πως να την περιγράψω βρε Ειρήνη, πώς να περιγράψεις μια μυρωδιά; Είχε πάνω του κάτι ταυτόχρονα μωρουδίστικο και αντρικό. Ήταν σχεδόν αδιόρατη, ώρες-ώρες νόμιζα ότι ήταν γέννημα του μυαλού μου.»
«Α, καλά…» μου είπε εννοώντας ότι κατάλαβε κάτι που εγώ δεν είχα καταλάβει.
«Άξις και ξερός» απάντησα.
«Α, καλάααααα» είπε ξανά.
Χρουμφ.
«Τέλος πάντων, συνέχισε» μου είπε.
Της είπα πόσο έκανε την καρδιά μου να χτυπάει όταν μου έπιασε και τα δύο χέρια και κάνοντας ένα βήμα πίσω μου είπε ότι είμαι στις ομορφιές μου.
Της είπα πόσο με αιφνιδίασε όταν με ρώτησε αν θέλω να ανέβει πάνω να τον δουν οι δικοί μας.
«Χμμμμ» είπε. «Συνέχισε και θα σου πω πιο μετά.»
Της είπα ότι μου είπε πριν καν ξεκινήσει η βραδιά ότι θα υπάρχει επόμενη φορά.
Της είπα για το ντεκολτέ και πόσο γρήγορα και εύκολα με αφόπλισε.
Σύντομη διακοπή μέχρι να ξεδακρύσει η μικρή από τα γέλια που έβαλε.
«Βρε όργιο» μου είπε «γι αυτό φόρεσες ντεκολτέ και όχι φόρμα γυμναστικής. Το ντεκολτέ δεν το φοράμε για να τα κρύψουμε, το φοράμε για να τα διαφημίσουμε. Πετυχημένο είναι το φόρεμα που κάνει τον άλλον να θέλει να στο βγάλει.»
«Αιφνιδιάστηκα» της είπα.
«Άσε ρε Κατερίνα, λες και δεν ξέρεις πως σε κοιτάνε στο βόλεϊ. Γιατί νομίζεις ότι όταν είσαι επίθεση όλοι θέλουν να κάθονται άμυνα, γιατί φοβούνται πως δεν θα τη βγάλεις;»
«Ρε άει στο διάολο νυχτιάτικα» της είπα καθώς μου πάτησε πολύ ευαίσθητο κάλο.
«Και να πάω και να γυρίσω τα πράγματα είναι απλά. Δείχνουμε για να μας κοιτάξουν. Δυστυχώς η όραση δεν είναι αποκλειστικότητα αυτών που μας ενδιαφέρουν και μόνο άρα όσο δείχνεις θα έχεις και απρόσκλητους θαυμαστές, σ’ αρέσει ή όχι.»
Δεν είπα τίποτα.
«Και τον Μανώλη τον θέλεις στους θαυμαστές σου» είπε τονίζοντας το "θέλεις".
Και συνέχισε
«Τέλος πάντων. Σημασία έχει πως αυτή τη φορά βρήκες το μάστορά σου.»
Και άλλος πατημένος κάλος. Και το πάτημα πονάει περισσότερο όταν ο άλλος σου λέει την αλήθεια.
Ξεφύσησα και συνέχισα.
Της είπα αυτό το πρωτόγνωρο αίσθημα ασφάλειας που ένιωσα όταν με πήρε αγκαλιά από τη μέση και πόσο παράξενο μου φάνηκε.
Επανάληψη του «Α, καλάαααααα»
Με «Α, καλάααα» ή όχι έλαμπα όσο διηγούμουν τα καθέκαστα και σε βαθμό πολύ αναλυτικότερο απ’ όσο περιγράφω περιληπτικά.
Και έφτασε η ώρα που της είπα για το πρώτο μου φιλί. Εκεί δεν έχει περίληψη, έχει πλήρη περιγραφή καθότι η επανάληψη είναι η μητέρα της μαθήσεως και άντε γιατί άντε!
«Το κατάλαβα ότι θα συμβεί όταν γύρισε και με κοίταξε. Είπα μέσα μου Κατερίνα ετοιμάσου. Είχε πάει να σπάσει η καρδιά μου από το άγχος. Με χάιδεψε απαλά στο πρόσωπο. Το κεφάλι μου ενστικτωδώς ακολούθησε αυτό το χάδι. Τρίφτηκα στο χέρι του σα γατάκι. Και τότε έγειρε προς τα εμένα. Έγειρα κι εγώ χωρίς να το καταλάβω. Δεν έβλεπα, τα μάτια μου έκλεισαν μόνα τους και δεν άνοιγαν. Και τότε ένιωσα τα χείλη του στα χείλη μου. Έπαιξε τα χείλη μου με τα χείλη του. Ένιωσα τη γλώσσα του πάνω τους. Το χέρι του άφησε το πρόσωπό μου. Πήγε πίσω από το κεφάλι μου και με χάιδεψε ελαφρά. Και τότε με πίεσε προς τα πάνω του. Η γλώσσα του μπήκε μέσα στο στόμα μου και συνάντησε τη δική μου. Δεν σκεφτόμουν. Ό,τι έκανα ήταν ενστικτώδες. Άρχισα να παίζω και εγώ με τη γλώσσα του και σε λίγο και οι δύο πάλευαν μανιασμένα μέσα στο στόμα μου. Μετά για λίγο, για πολύ λίγο, με άφησε και μπήκα εγώ στο στόμα του. Μέθυσα με την ανάσα του. Μετά ξαναέφερε τη γλώσσα του στο στόμα μου. Με κρατούσε ακίνητη με το χέρι του αλλά δεν χρειαζόταν, δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή άλλο μέρος στον κόσμο στο οποίο θα ήθελα να είμαι. Δεν ξέρω και εγώ πόση ώρα κράτησε αυτό το φιλί. Μετά απαλά άρχισε πάλι να με χαϊδεύει στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Συνειδητοποίησα ότι όσο τον φιλούσα τα χέρια μου τον είχαν αγκαλιάσει και τον κρατούσαν σφιχτά. Δεν ήθελα να τελειώσει αυτό το φιλί. Το φιλί του έγινε σιγά-σιγά πιο απαλό, πιο γλυκό. Χωρίς να το καταλάβω η ίδια τα χέρια μου χαλάρωσαν, και χαλάρωσαν και χαλάρωσαν. Τραβήχτηκε σιγά-σιγά, πήρε τα χέρια μου στα χέρια του, τα έφερε στο στόμα του και τα φίλησε τρυφερά... Και μου χαμογέλασε.»
Η Ειρήνη δεν είπε τίποτα, απλά χαμογελούσε μαζί μου. Όχι με εμένα, μαζί μου.
«Και εκεί με αποτελείωσε με μια απλή φρασούλα» είπα σχεδόν δακρυσμένη από χαρά.
«Τι σου είπε;»
«Καλωσήρθες στον κόσμο μου, Κατερίνα.»
5 - Το επόμενο πρωί
Έφτασα είκοσι μέχρι να φιληθώ πρώτη φορά. Εκείνο το βράδυ είχα και το πρώτο μου ερωτικό όνειρο. Σε αντίθεση με την πλάκα που μου έκανε η Ειρήνη, ότι και καλά ο πατέρας μου πίστευε ότι μπορεί να είμαι λεσβία, ήξερα ότι δεν ήμουν. Παρά το γεγονός ότι η καρδιά μου δεν είχε σκιρτήσει για κανένα μέχρι τώρα είχα φαντασιώσεις και σ’ αυτές οι παρτενέρ μου ήταν άντρας. Κάθε φορά ο ίδιος. Δεν ήταν κάποιος συγκεκριμένος. Δυσκολεύομαι να το περιγράψω ακριβώς, το «φασματική μορφή» είναι ό,τι κοντινότερο μπορώ να σκεφτώ.
Και για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ ο εν λόγω παρτενέρ έβγαλε φασματικά κέρατα γιατί το όνειρό μου ήταν γεμάτο Μανώλη. Μανώλη να με φιλάει και να με χαϊδεύει παντού, Μανώλη πάνω μου, Μανώλη κάτω μου, πέρα-δώθε-κείθε και πλαγίως μου.
Ξύπνησα μέσα στη νύχτα ταραγμένη και μούσκεμα… όχι από τη ζέστη. Το χέρι μου κινήθηκε ασυναίσθητα προς τα κάτω και άρχισα να χαϊδεύομαι χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω μέχρι που τελικά το συνειδητό κατάφερε να ακολουθήσει οπότε κοκκάλωσα. Για κάποιο λόγο και ενώ ήμουν τόσο αναμμένη που θα μπορούσες να τηγανίσεις αυγό πάνω μου, μού ήταν αδύνατο να συνεχίσω με πρωταγωνιστή το Μανώλη.
Δεν είμαστε με τα καλά μας.
Χώρια που έχοντας μόλις μπει στον κόσμο του Μανώλη μου έκανε να μου φαίνεται αδιανόητη η …χρήση του φασματικού μου μέχρι τότε συντρόφου.
Ωραία, σκέφτηκα μέσα μου. Είχαμε που είχαμε αράχνες, θα πιάσουμε και νυχτερίδες.
Αναστέναξα και προσπάθησα να ξαναζήσω το πρώτο μου φιλί. Να θυμηθώ την αίσθηση των χειλιών του πάνω στα δικά μου, την παιχνιδιάρα γλώσσα του, το άρωμα της ανάσας του, τα χέρια του που με είχαν αρπάξει και με κρατούσαν εκεί, δική του.
Δική του;
Χμχμχμμχ.
Δεν είμαστε με τα καλά μας. Ή μήπως είμαστε;
Ο πρώτος που είχε απλώσει χέρι πάνω μου διαπίστωσε ότι υπάρχουν κορίτσια που μπορούν να δείρουν. Δεν υπήρξε δεύτερος μετά από εκείνη τη δημόσια επίδειξη στο προαύλιο.
Το μυαλό μου ταξίδεψε στο παρελθόν.
Ήμουν στο γραφείο του διευθυντή μαζί με το θύτη του χουφτώματος και κατόπιν θύμα ξυλοδαρμού ο οποίος καθόταν σε απόσταση ασφαλείας από εμένα.
Κοίτα κάτι ταξίδια που πάει και σκαρώνει ο νους νυχτιάτικα.
Που είχαμε μείνει; Α, ναι, με κράτησε εκεί δική του. Και αντί να αντιδράσω παραδόθηκα αμαχητί. Και ήθελα να με κρατήσει κι άλλο, δεν ήθελα να με αφήσει.
Και τότε μου έκανε κλικ
Ένιωσα ελεύθερη μέσα στο κράτημά του.
Η αντίφαση ήταν τόσο προφανής που το μισό μου είναι επαναστατούσε. Το άλλο μου μισό είναι έκανε την πάπια.
Τελικά κατάφερα να ηρεμίσω και να κοιμηθώ παίζοντας στο μυαλό μου ξανά και ξανά και ξανά το «Καλωσήρθες στον κόσμο μου, Κατερίνα». Δεν το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή, αλλά το μισό μυαλό που έκανε την πάπια είχε κερδίσει τη μάχη κατά κράτος.
Ξύπνησα το πρωί και είδα ότι είχα μήνυμα στο κινητό μου. Ήταν από το Μανώλη.
«Καλή σου μέρα.»
Λιτό και λακωνικό.
Αχ, θα με τρελάνει αυτός ο άνθρωπος.
Μέσα μου άρχισε να γίνεται πάλι πανζουρλισμός. «Μια καλημέρα σου είπε» έλεγε ένα μέρος μου. «Γιατί, σου είχε ξαναπεί καλημέρα;» ρώταγε ένα άλλο μέρος μου. «Ναι αλλά αυτό δε λέει και τίποτα» επέμενε ένα τρίτο μέρος. «Τι λες ρε ηλίθια» έλεγε ένα τέταρτο μέρος «έχει δίκιο η #2. Δεν σου είχε ξαναστείλει ποτέ μήνυμα και στο έστειλε σήμερα μετά από αυτά που έγιναν χθες». «Για ηρεμίστε όλες» είπε ένα πέμπτο μέρος «και καθίστε κάτω να το συζητήσουμε λογικά»
Πήγα τρέχοντας στο δωμάτιο της Ειρήνης και μπήκα μέσα σαν ανεμοστρόβιλος. Η αναίσθητη κοιμότανε του καλού καιρού.
«Ξύπνα» της είπα «μου έστειλε μήνυμα!»
«Ο χριστός και η παναγία ρε Κατερίνα πρωινιάτικα.»
«Ξύπνα σου λέω» την σκούνταγα εγώ.
«Σταμάτα να χοροπηδάς σαν κατσίκι» μου είπε.
«Αν δεν ξυπνήσεις θα αρχίσω να χοροπηδάω πάνω σου» την απείλησα.
Τι να κάνει η φουκαριάρα με εμένα που έμπλεξε; Αναγκαστικά σηκώθηκε και άκουσε την πλήρη και αναλυτική περιγραφή του εσωτερικού μου διαλόγου.
«Τι λες κι εσύ;» τη ρώτησα γεμάτη προσμονή.
«Σε σκέφτεται» μου είπε. «Και άντε στο διάολο τώρα και άσε με να κοιμηθώ» συμπλήρωσε και γύρισε πλευρό.
«Φίλη σου λέει. Αδερφή σου λέει. Αίμα σου λέει.» είπα μέσα από τα δόντια μου.
«7:30 το πρωί» μου λέει γυρίζοντας. «Αν κάνεις έτσι με ένα μήνυμα λέω να αλλάξω χώρα όταν προχωρήσετε παρακάτω»
Ένα δίκιο το ‘χε.
Της έδωσα ένα ενθουσιώδες φιλί και έφυγα σχεδόν χοροπηδώντας.
«Και τώρα τι απαντάνε» αναρωτήθηκα όταν ηρέμισα. Έχοντας ανεπτυγμένο το αίσθημα της επιβίωσης φυσικά δε γύρισα να πάρω τη συμβουλή της μικρής γιατί το πιθανότερο ήταν να έπαιρνα κάτι άλλο βαρύτερο κατακέφαλα.
Έγραφα κι έσβηνα κανένα δεκάλεπτο μέχρι που τελικά κατέληξα ότι το ασφαλέστερο θα ήταν να απαντήσω με τον ίδιο τρόπο.
«Καλημέρα :happy:» προσθέτοντας και ένα χαμογελάκι.
Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό και μου ήρθε απάντηση.
«www.youtube.com/watch?v=9pQMb2niOO8»
Χτύπησα το link και άνοιξε το youtube
Και μέσα στο καταχείμωνο ξαφνικά καλοκαίριασε.
6 - Μπαμπά μην τρέχεις
Το περιεχόμενο του δεύτερου μηνύματος δε χωρούσε σκέψη καθώς το τραγούδι ήταν η μουσική που έπαιζε το ραδιόφωνο όταν ο Μανώλης πήρε το πρώτο μου φιλί.
Δηλαδή “με φίλησε για πρώτη φορά”. Ίδιο πράγμα, διαφορετική διατύπωση.
Πανάθεμά με.
Για κάποιο λόγο προτιμούσα την πρώτη εκδοχή. Αποφάσισα να αναβάλω την ενδοσκόπηση προσπαθώντας να σκεφτώ τρόπο να του απαντήσω ανάλογα.
«Όχι, δεν θα ξυπνήσεις την Ειρήνη πάλι» είπα μέσα μου. Ήμουν στο νερό, θα έπρεπε να κολυμπήσω, να απαντάω μόνη μου. Άλλωστε αν δεν απαντούσα εγώ τι αξία θα είχε πραγματικά η απάντηση;
Τι του απαντάς τώρα;
Και όχι τίποτε άλλο αλλά ο Μανώλης είχε απαντήσει την καλημέρα μου μέσα σε ένα λεπτό.
Χμμμ, μάλλον θα το είχε προετοιμάσει αποφάσισα. Εμ βέβαια, μέσα σε ένα λεπτό μπήκε, βρήκε το τραγούδι και μου το έστειλε;
Άτιμε Μανώλη!
Παιδί του μπαμπά μου είχα κληρονομήσει τα μουσικά του γούστα αν και όχι το ταλέντο του σε μουσικά όργανα. Μπορεί να μην είμαι η πιο όμορφη της οικογένειας αλλά σίγουρα έχω την καλύτερη φωνή, κι αυτό κληρονομιά από το μπαμπά, όπως τα μάτια. Συνεπώς «μπαμπάς κιθάρα» και «οι δυο μας μαζί τραγούδι» με την υπόλοιπη οικογένεια πρόθυμο ακροατήριο ήταν συχνό event τα προηγούμενα χρόνια.
Τι να του στείλω; Πώς να του δείξω χωρίς να φαίνεται υπερβολή αυτό που νιώθω; Ποιο rock κομμάτι ταιριάζει στην περίσταση;
Η Κατερίνα στη χώρα των θαυμάτων.
Και εκεί μου ήρθε κατακούτελα! Ένα από τα αγαπημένα μας τραγούδια εμένα και του πατέρα μου. Ψυχεδελικό ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων. Ακολούθα το μονοπάτι του νέου κόσμου, εξερεύνησέ τον. Με καλωσόρισε, δε με καλωσόρισε στον κόσμο του; Και τι ήταν αυτός για μένα αν όχι ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων;
Μπήκα στο youtube και από την ταραχή μου χρειάστηκε να γράψω-σβήσω κάμποσες φορές αλλά τα κατάφερα. Έκανα copy το link, και άνοιξα τα μηνύματα πατώντας του reply:
“www.youtube.com/watch?v=WANNqr-vcx0” έκανα paste και πάτησα το send.
Δεν χρειάστηκε να περιμένω παραπάνω από πέντε λεπτά. Πανάθεμά τον ήταν γρήγορος.
«Εντυπωσιάστηκα. Δεν περίμενα να γνωρίζεις τους Jefferson Airplane. Στο ύφος του τραγουδιού σου λοιπόν, ανυπομονώ κι εγώ να γνωρίσω το δικό σου κόσμο στον οποίο ελπίζω να είμαι το ίδιο καλοδεχούμενος όπως κι εσύ στον δικό μου»
Εντάξει, πως να μη χαμογελάσω σαν τη χαζή; Αλλά ο Μανώλης δεν είχε πει την τελευταία του λέξη: “Σ’ έπιασα. www.youtube.com/watch?v=p3VgV31vmUE“ μου έγραψε.
…Και με αποτελείωσε.
Ή τουλάχιστον παραλίγο να με αποτελειώσει γιατί μέσα μου άρχισαν να βαράνε ήχοι συναγερμού.
Ο Μανώλης στο παιχνίδι της αποπλάνησης που λέγεται flirt ήταν φανερά σε άλλο επίπεδο από εμένα. Είχαμε βγει μόνο μια φορά οι δυο μας και μου είχε πάρει το πρώτο μου φιλί με περιφρονητική σχεδόν ευκολία. Μπορεί να είμαι ώριμη για τα χρόνια μου αλλά ψευδαισθήσεις μεγαλείου δεν είχα, αυτός είναι 32 χρονών και εγώ 20. Τι κοινό μπορεί να έχουν οι κόσμοι μας; Αν και είχα ακουστά τον κανόνα x/2 + 7 ποτέ δεν είχα τον είχα πάρει στα σοβαρά. Και όμως ακόμα και με αυτή τη χαζή προσέγγιση, πάλι ήμουν τρία χρόνια μικρότερη ή αν θέλετε, αυτός ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερος, απ΄ όσο έπρεπε.
Θα χάλαγε τόση ενέργεια για μια ξεπέτα; Αλλά και πάλι μπορεί να μην ξόδευε καν δεύτερη σκέψη και όντας τόσο άβγαλτη να με έπαιζε σα φτηνή κιθάρα. Αλλά και πάλι αν ήταν απλή ξεπέτα θα είχε τόσο θράσος ώστε να με ρωτήσει αν θέλω να ανέβει πάνω να τον γνωρίσουν οι γονείς μου;
Και εκεί μέσα στη χαρά μου ένιωσα δυστυχισμένη.
Το βόλεϊ και οι πολεμικές τέχνες -τις οποίες άρχισα μετά το ατυχές περιστατικό στο σχολείο και με σκοπό να μπορώ να αμυνθώ χωρίς κατ’ ανάγκη να αφήσω πτώματα πίσω μου αλλά αν απαιτηθεί να το κάνω και αυτό- με είχαν μάθει την αυτοπειθαρχία.
Ζαλισμένο κοτόπουλο ή όχι κατάφερα να συγκεντρωθώ. Αφού μπήκα στο χορό, θα χορέψω.
Αποφάσιζα να το ζήσω όντας προσεκτική στο βαθμό του δυνατού. Θα έπρεπε να βρω κάποιο τρόπο που και να διατηρήσω την επιφυλακτικότητά μου για να προστατευτώ από τις κακοτοπιές αλλά και να μην την αφήσω να γίνει τροχοπέδη.
Η μικρή όντας σε σχέσεις με αγόρια από τα 14 είχε ζήσει και τις χαρές και τις λύπες που φέρνουν οι σχέσεις. Μπορεί να ήταν “σουρλουλού” αλλά δεν έπεφτε με τα μούτρα και την παρθενιά της την είχε χάσει πολύ πρόσφατα από το αγόρι της με το οποίο είναι μαζί 2 χρόνια.
Εγώ στα 20 ναι μεν ήμουν σαφώς πιο ώριμη αλλά από την άλλη οι σχέσεις που μπαίνει μια εικοσάχρονη είναι σαφώς λιγότερο αθώες από τους έρωτες στις αρχές της εφηβείας. Νομίζω δηλαδή γιατί είχα ακούσει σημεία και τέρατα για τα υποτιθέμενα αθώα πρώτα εφηβικά χρόνια.
Μ’ αυτά και με τούτα πέρασε η ώρα χωρίς να του έχω απαντήσει. Βάλε τώρα με το νου σου τι θα σκέφτηκε. Ή όχι.
Χρουμφ.
Τι να του απαντήσω;
“www.youtube.com/watch?v=D2C6VpMLH24”
Μπαμπά, μην τρέχεις.
7 - Μετά το φράγμα
Σηκώθηκα για να ετοιμαστώ. Το καυτό πρωινό ντους μου έφτιαξε τη διάθεση. Μέχρι να ετοιμαστώ δεν είχε απαντήσει.
«Δε θα κάνεις σα σκυλάκι που περιμένει να του πετάξουν κόκαλο» ατσάλωσα τον εαυτό μου. Μεταξύ μας, η καρδούλα μου το ‘ξερε, αλλά με βάσανα ή χωρίς όταν έπαιρνα μια απόφαση δεν υπήρχε επιστροφή.
Βέβαια το να πάρεις την απόφαση συνήθως είναι το εύκολο κομμάτι. Το δύσκολο είναι να την κρατήσεις. Μέχρι και τις 10:00 που έφυγα δεν είχε απαντήσει.
Τελικά η απάντηση ήρθε στις 10:30
«Συγνώμη για την καθυστέρηση αλλά είχα πρωινή συνάντηση.»
Καμία νύξη για το μήνυμα που του έστειλα.
Ήξερα, γιατί μου το είχε πει, ότι μέχρι και το απόγευμα σπανίως είχε ελεύθερο προσωπικό χρόνο, διευθυντής βλέπετε. Τα ήξερα αυτά από τον πατέρα μου οπότε δεν έδωσα συνέχεια.
«Δεν πειράζει. Κι εγώ τώρα ξεκινάω για τη σχολή. Καλή συνέχεια»
Η απάντηση ήρθε σε λίγα λεπτά
«Καλή συνέχεια Κατερίνα μου»
*ΜΟΥ*
Χαμογελαστή ξεκίνησα να κατέβω στο αυτοκίνητό μου.
…
Δεν θέλω να σας κουράσω αλλά τελικά όλα έδειχναν ότι οι σκοποί του, όποιοι και να ήταν αυτοί, δεν εξαντλούνταν σε μια απλή ξεπέτα. Βγήκαμε ξανά πολλές φορές και όποτε δε βγαίναμε μιλούσαμε τα βράδια με τις ώρες. Και όλες αυτές τις φορές δεν προχώρησε παραπάνω από ένα φιλί. Δεν λέω, τα φιλιά μας γινόντουσαν όλο και πιο παθιασμένα αλλά στο τέλος άρχισα να παρακαλώ μέσα μου επιτέλους να προχωρήσει και λίγο παρακάτω.
Ένας μήνας είχε περάσει σχεδόν!
Τουλάχιστον μπορούσα και τον φαντασιωνόμουν πλέον. Όμως, και προς μεγάλη μου έκπληξη, η φαντασίωση δεν ήταν η ίδια όπως με το φασματικό πρώην μου.
Μία και μόνο φαντασίωση είχα όλη κι όλη μέχρι τότε: να κάθομαι σε μια καρέκλα και ο φασματικός μου σύντροφος να είναι γονατισμένος μπροστά μου και να με ξετρελαίνει με τη γλώσσα του. Με το Μανώλη άρχισα τις πιο προχωρημένες φαντασιώσεις. Να γονατίζω εγώ μπροστά του και να τον παίρνω στο στόμα μου. Να με παίρνει με τον κλασσικό τρόπο. Να με παίρνει στα τέσσερα. Να με παίρνει λυσσασμένα. Να με παίρνει απαλά. Να μου δένει τα χέρια και να είμαι στο έλεός του.
Ομολογώ ότι το τελευταίο, αν και μόνη μου το είχα φαντασιωθεί με σόκαρε. Και πάνω απ’ όλα με σόκαρε ότι σε αυτή τη φαντασίωση είχα τον πιο έντονο οργασμό που είχα νιώσει. Ανακάλυπτα πτυχές του εαυτού μου που δεν είχα καν φανταστεί ότι υπήρχαν. Και πού να τα πεις αυτά; Άλλα όσο εγώ έπλαθα αυτά τα σενάρια στο μυαλό μου εκείνος δεν μου είχε αγγίξει ούτε το στήθος. Τελικά αποφάσισα να πάρω εγώ την κατάσταση στα χέρια μου.
Παρασκευή βράδυ και είχαμε βγει στο Χαλάνδρι. Η βραδιά, όπως και όλες οι βραδιές μαζί του κυλούσε πολύ όμορφα. Τότε έκανα το πρώτο βήμα.
«Μανώλη, φεύγουμε;»
«Από τώρα;» με ρώτησε με ένα ίχνος ανησυχίας που οι κεραίες μου το έπιασαν.
«Δεν λέω να πάμε σπίτια μας αλλά δε θέλω να κάτσουμε άλλο εδώ. Πάμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο;»
Σχεδόν άκουσα το εσωτερικό του ξεφύσημα ανακούφισης.
«Ό,τι θέλει το κορίτσι μου» μου είπε.
Αμ έπος, αμ έργο, πληρώσαμε και φύγαμε. Βέβαια ο Μανώλης όντας Μανώλης ακόμα και μέσα στην τρυφερή και προστατευτική αγκαλιά του που ήμουν έκανε όπως πάντα χαβαλέ με αποτέλεσμα κάθε τρεις και λίγο να σκύβει μαζί μου καθώς δεν μπορούσα να κρατήσω τα γέλια μου. Ξεκινώντας από τα μπαράκια, ως την εφορία, δεν πρέπει να είναι πάνω από 5 λεπτά δρόμος. Με το Μανώλη η ίδια διαδρομή έπαιρνε το διπλάσιο χρόνο και περιλάμβανε εκτός του περπατήματος και ταυτόχρονη άσκηση κοιλιακών.
Πώς να μην είμαι τρελά ερωτευμένη μαζί του;
Ναι, ήμουν. Μόνο στην Ειρήνη το είχα πει η οποία μου είχε απαντήσει «Σώωωωωπα».
Στο Μανώλη δεν είχα πει κουβέντα. Όντας πιο έμπειρος δε νομίζω να μην το είχε καταλάβει αλλά δεν είχε πει τίποτα. Δεν είχε υπάρξει καμιά αλλαγή πάνω του, παρέμενε ο ίδιος όσο την πρώτη μέρα που τον είχα γνωρίσει. Είμαι σίγουρος ότι κι αυτός ένιωθε πράγματα για μένα, το «μου» ήταν σχεδόν πάντα συμπληρωματικό. «Κατερίνα μου», «καρδούλα μου», «μωρό μου»…
…«διαολίξ μου».
Εξακολουθούσα να διαολίζομαι εύκολα, αν και σχεδόν ποτέ μαζί του, οπότε μου έδωσε …γαλατικό όνομα κάνοντας με να ξεκαρδιστώ και να ξεχάσω τη ζοχάδα μου, δεν θυμάμαι καν με τι είχα νευριάσει, όταν μου το είπε πρώτη φορά.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε έτσι, χωρίς προορισμό. Μπήκε στην Αττική οδό και πήραμε το δρόμο προς το αεροδρόμιο. Βγήκε στην Βάρης-Κορωπίου και φτάσαμε Γλυφάδα. Από εκεί πήρε την παραλιακή και κατεβήκαμε μέχρι το Σούνιο και από κει ξανά πάνω μέχρι που φτάσαμε πάλι Μεσογείων και από εκεί πήραμε κατεύθυνση προς Ραφήνα, την οποία περάσαμε και τελικά φτάσαμε στη Νέα Μάκρη, στη διασταύρωση για Διόνυσο.
«Μη στρίψεις εδώ» τον παρακάλεσα. «Πάμε από το φράγμα»
«Ότι θέλεις» μου είπε.
Φτάσαμε το Μαραθώνα και πήραμε το δρόμο προς τον Άγιο Στέφανο.
Προσπαθούσα να βρω το κουράγιο να του πω να σταματήσουμε κάπου απόμερα αλλά κάθε φορά που προσπαθούσα να ξεκινήσω κόμπλαρα και η γλώσσα μου δενόταν κόμπος.
Δεν ξέρω αν διάβαζε το μυαλό μου ή είχε δει κάποια σημάδια ή πολύ απλά έκρινε και ο ίδιος ότι είχε έρθει η ώρα να προχωρήσουμε λίγο παραπάνω αλλά με έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
Λίγο μετά το φράγμα σταμάτησε στην άκρη ενός χωματόδρομου που δεν έδειχνε να πηγαίνει πουθενά.
«Εδώ θα κάνουμε μια μικρή παρανομία» μου είπε συνωμοτικά και μπήκε στο δρόμο οποίος οδηγούσε, χωρίζοντας στη μέση ένα χωράφι, σε ένα πλάτωμα. Η θέα της λίμνης του Μαραθώνα και του φράγματος μου έκοψε την ανάσα.
«Τυπικά είμαστε μέσα σε ξένη ιδιοκτησία αλλά δε φαντάζομαι να έχει νυχτοφύλακα το χωράφι.»
Χμμμ… πώς το ανακάλυψε αυτό το μέρος; Με πόσες έχει έρθει εδώ;
Τον κοίταξα καχύποπτα και αυτός μάλλον κατάλαβε τι γινόταν μέσα στο μυαλό μου και μου είπε:
«Δε σου λέω, δε σου λέω»
«Α, έτσι ε;» του είπα.
«Έτσι και χειρότερα»
Όρμησα πάνω του και άρχισα να τον γαργαλάω.
«Λέγε, πόσες αθώες υπάρξεις έχεις φέρει εδώ για να τις κυλήσεις στο βόρβορο της ακολασίας; Μίλα κάθαρμα»
«Είμαι αθώος αστυνόμε Θεοχάρη» μου είπε πνιγμένος στα γέλια και συνέχισε «Ήμαρτον»
«Άρα παραδέχεσαι ότι αμάρτησες! Κάθαρμα! Μίλα!» προσπάθησα να πω με τη φωνή του Βασιλείου.
«Ποτέ!» μου είπε και όρμησε πάνω μου.
Αλλά δε με γαργάλησε. Μου έπιασε τα χέρια και τα κράτησε ακίνητα. Τα ένιωσα σαν να είναι μέσα σε μέγγενη.
Δεν ντρέπομαι να το πω. Σχεδόν βράχηκα. Αλλά ο Μανώλης... ήταν ο γνωστός λατρεμένος Μανώλης.
«Είσαι στο έλεός μου, μουαχααχααχα» έκανε με υποτιθέμενα σατανικό γέλιο.
Και μετά ο αφιλότιμος μου έγλυψε τη μύτη.
«Νια νια νια νια νια» μου έκανε κοροϊδευτικά.
«Έβγα έξω ρε αν είσαι άντρας» του είπα και καλά τσαμπουκαλεμένη.
«Χαχα, για κορόιδα ψάχνεις;» με ρώτησε γελώντας. «Εσύ έκανες taekwodo όσο εγώ έπαιζα ερασιτεχνικά βόλεϋ μεταξύ σπουδών. Δε σου κάθομαι!»
«Θα μου κάτσεις και θα πεις και ένα τραγούδι» τον απείλησα.
«Ποιο τραγούδι;»
«Τον ύμνο του Ολυμπιακού». Ο Μανώλης είναι φανατικός Παναθηναϊκός και αν και εγώ είμαι ΑΕΚ ήξερα πως η αναφορά στον Ολυμπιακό για το Μανώλη ήταν το ισοδύναμο του πατημένου κάλου.
«Βλάσφημη» μου είπε. «Η προσβολή προς τον Έναν και πραγματικό Θεό, δε θα μείνει αναπάντητη» είπε, σήκωσε τα μανίκια του, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω ξεχνώντας τα περί taekwodo.
«Χα!» του είπα και άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω κι εγώ.
«Τώρα θα λογαριαστούμε σαν άντρες» του είπα.
«Τό ‘ξερα πως κάτι μου έκρυβες εκτός από το ότι είσαι αλλόθρησκη. Τό ‘ξερα» μου απάντησε.
Άντε μετά να παίξεις ξύλο με αυτές τις συνθήκες. Και είχε και συνέχεια.
«Τώρα θα δεις πόσα απίδια χωράει ο σάκος» με απείλησε.
Πήρα θέση μάχης.
Και αυτός μου έκανε το Daniel LaRusso και το πέταγμα του γερανού.
Αυτό ήταν. Δάκρυσα από τα γέλια. Με έπιασε πραγματικά η κοιλιά μου.
Όταν με τα πολλά ηρέμισα του είπα «Παίζεις βρώμικα»
«Στον έρωτα και τον πόλεμο όλα επιτρέπονται» μου είπε.
«Στον έρωτα;» τον ρώτησα σοβαρεύοντας ξαφνικά.
«Στον έρωτα» μου απάντησε το ίδιο σοβαρά. Και με έπιασε αγκαλιά και με κόλλησε στο αυτοκίνητο και μου έδωσε ένα τόσο παθιασμένο φιλί που μου ρούφηξε την ψυχή.
Η πλάτη μου κολλημένη στην πίσω πόρτα του αυτοκινήτου του. Η γλώσσα του μανιασμένη μέσα στο στόμα μου. Μου δάγκωσε τα χείλια. Άφησε το στόμα μου και άρχισε να φιλάει και να γλείφει και να δαγκώνει το λαιμό μου. Εγώ του χάιδευα το κεφάλι.
Τότε για πρώτη φορά τα χέρια του κατέβηκαν στα στήθη μου. Είχα προνοήσει και φορούσα μπλούζα με κουμπιά. Τα ξεκούμπωσε και μου χούφτωσε βίαια και τα δύο στήθη. Όντας μεγαλούτσικα δεν χωρούσαν στην παλάμη του. Πέρασε το χέρι του από πίσω μου προσπαθώντας να μου ξεκουμπώσει το σουτιέν. Είχα προνοήσει και γι αυτό.
«Από μπροστά» του ψιθύρισα με φωνή βραχνή από την προσμονή.
Το βρήκε και το ξεκούμπωσε. Τα στήθη μου ήταν γυμνά και εκτεθειμένα για πρώτη φορά σε άντρα.
«Θεέ μου» είπε επιδοκιμαστικά και όρμησε πάνω τους. Τα χούφτωνε δυνατά και έγλειφε και δάγκωνε τις ερεθισμένες ρώγες μου εναλλάξ. Γλείψιμο, δάγκωμα, γλείψιμο αλλαγή στήθους, και ξανά.
Φυσούσα και ξεφυσούσα από την καύλα. Με ανοιχτή μπλούζα, ανοιγμένο σουτιέν και εκτεθειμένη στο χειμωνιάτικο κρύο η θερμοκρασία μου άγγιζε αυτή του κέντρου του Ήλιου.
Καμία φαντασίωση δεν έφτανε ούτε καν στο δαχτυλάκι της πραγματικότητας.
«Ααααχ» φώναξα καθώς παραδάγκωσε δυνατά και αυτή η φωνή της καύλας και του πόνου τον έκανε ακόμα περισσότερο επιθετικό και όσο περισσότερο με πονούσε τόσο περισσότερο ηδονιζόμουν.
- Θα επανέρθω αργότερα στο κομμάτι αυτό –
Και εκεί που νόμιζα ότι θα φτάσω τα όριά μου σε καύλα αλλά και σε αντοχή στον πόνο που μου προκαλούσε, σταμάτησε.
Έγινε πάλι τρυφερός.
Το βίαιο χούφτωμα έγινε απαλά χάδι και το δάγκωμα ανάλαφρο παιχνίδι με τα χείλη του.
Αυτό συνεχίστηκε για μερικά λεπτά ακόμα ώσπου έγινε πάλι επιθετικός. Είχα χάσει τα μυαλά μου. Αυτή τη φορά το κρεσέντο ήρθε με σπασμούς ηδονής. Αν και δεν το είχα διανοηθεί ποτέ ότι μπορεί να συμβεί αυτό το πράγμα με αυτό τον τρόπο, ένιωθα ότι απέχω ελάχιστα δευτερόλεπτα από το τελείωμα. Του έπιασα το χέρι και του το κατέβασα βίαια ανάμεσα στα πόδια μου, για να με χαϊδέψει, για να μπει μέσα μου, να με κάνει τα τελειώσω.
Ελευθέρωσε το χέρι του από το χέρι μου, το έπιασε και το κόλλησε βίαια πάνω στο τζάμι.
Δε μου είπε τίποτα απλά με κοίταξε και η ματιά του έλεγε «Εγώ κάνω κουμάντο».
Ήταν το πιο γλυκό βασανιστήριο που έχω περάσει. Για πόση ώρα, είχα χάσει το μέτρημα, με έφτανε ένα τσακ από το να τελειώσω και εκεί πάντα σταματούσε και άλλαζε ρυθμό μέχρι να μου φύγει. Και ξανά και ξανά και ξανά.
«Σε θέλω» του είπα χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω. «Σε θέλω μέσα μου».
Εκείνος δεν είπε τίποτα.
Γονάτισε μπροστά μου και μου σήκωσε τη φούστα.
Ναι, όπως σας είπα ξανά και ξανά, είχα προνοήσει.
Έχωσε το κεφάλι μέσα της. Μου κατέβασε αργά και προσεκτικά το καλτσόν. Το κιλοτάκι μου ήταν σα να έχει μόλις βγει από το πλυντήριο. Το μύρισε με χάιδεψε με το μάγουλό του. Μετά γύρισε και το χουχούλιασε. Η καυτή του ανάσα εκεί χαμηλά με αποτρέλανε. Πέρασαν μερικές στιγμές με το Μανώλη να ανασαίνει τη μυρωδιά μου. Μετά άρχισε πάλι να με χουχουλιάζει.
Πέρασε το χέρι του από πίσω και μου κατέβασε και το κιλοτάκι. Μύρισε πάλι τη μυρωδιά μου και το έκανε λες και μύριζε το ακριβότερο άρωμα.
Η παιχνιδιάρα γλώσσα του πέρασε ανάλαφρα πάνω από την κλειτορίδα μου.
Είχα σφιχτά κλεισμένα τα μάτια και έβλεπα αστεράκια. Όχι, δεν ήταν αστεράκια, εγώ ήμουν στα αστέρια. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι μπορεί να υπάρξει τέτοια ηδονή.
Σχεδόν πονούσα.
Του έσφιξα τα μαλλιά. Τον πίεσα με τα χέρια να έρθει πάνω μου. Η μύτη του ακούμπησε τα χείλη μου. Ακολούθησε η γλώσσα του. Έπαιξε με τα χείλη του. Την έβαλε μέσα μου. Την τράβηξε. Την ξαναέβαλε και την ξανατράβηξε. Επιτάχυνε το ρυθμό του. Η γλώσσα του μπαινοέβγαινε μέσα μου και η μύτη του τριβόταν απαλά στην κλειτορίδα μου.
Η έκρηξη που ακολούθησε ήταν ο πιο δυνατός οργασμός που είχα νιώσει. Σε σχέση με αυτή την έκρηξη οι προηγούμενοι οργασμοί, που είχα προκαλέσει παίζοντας με τον εαυτό μου, ήταν απλά πυροτεχνήματα ενώ αυτός ήταν υπερκαινοφανής αστέρας. Τα μουγκρητά μου έγιναν κραυγή ηδονής που πρέπει να ακούστηκε μέχρι την εθνική που φαινόταν εκεί μακριά, στο βάθος.
Τον κράταγα σφιχτά κολλημένο πάνω μου. Μου έπιασε απαλά τα χέρια και τον άφησα ελεύθερο. Με άπειρη φροντίδα με σκούπισε με το ίδιο του το πρόσωπο, μου έβαλε ξανά το κιλοτάκι και μου ανέβασε πάλι αργά και προσεκτικά το καλτσόν. Μετά κατέβασε τη φούστα μου, την έστρωσε και σηκώθηκε προς τα πάνω.
Με φίλησε και ρούφηξα από το πρόσωπό του την ίδια μου τη μυρωδιά.
Έκανε να με κουμπώσει.
«Όχι σε παρακαλώ» του είπα κοιτώντας τον ικετευτικά.
«Μωρό μου θα κρυώσεις, είσαι ήδη παγωμένη» μου είπε.
«Τότε τρίψε με, ζέστανέ με αλλά άσε με έτσι»
Έβγαλα τελείως το σουτιέν μου.
Δεν κρύωνα, είχα τη φωτιά μέσα μου.
«Κατερίνα τι κάνεις;» είπε καθώς έβγαλα τη μπλούζα μου και την πέταξα.
Δεν απάντησα.
Γονάτισα μπροστά του. Ξεκούμπωσα τη ζώνη του.
Έκανε να με σηκώσει.
«Σε παρακαλώ» του ξαναείπα ικετευτικά.
Έγνευσε.
Ξεκούμπωσα το πρώτο κουμπί. Και μετά το δεύτερο. Και μετά το τρίτο. Και μετά όλα.
Έβαλα το χέρι μου μέσα και τον άγγιξα για πρώτη φορά. Τον χάιδεψα. Του κατέβασα ελαφρά το μποξεράκι και το όργανό του ξεπετάχτηκε από μέσα σα θηρίο που είχε στήσει καρτέρι και ορμούσε στη λεία του.
Το έπαιξα λίγο με το χέρι μου. Το κοίταξα με θαυμασμό και το μύρισα. Η μυρωδιά του ανδρισμού του με συνεπήρε. Φίλησα το κεφάλι του διστακτικά. Δεν το είχα ξανακάνει αυτό παρά μόνο στις φαντασιώσεις μου οπότε πήγαινα με το ένστικτο.
Το πήρα στο στόμα μου.
Η γεύση του, Θεέ μου, η γεύση του…
Προσπάθησα να το πάρω όσο πιο βαθιά μπορούσα μέσα μου. Δεν είχα μάθει να ελέγχω την αντανακλαστική αναγούλα, σχεδόν πνίγηκα και τραβήχτηκα απότομα.
Ένιωσα ότι τον απογοήτευσα. Τον κοίταξα δυστυχισμένη.
Με κοίταξε με αυτό το υπέροχο χαμόγελό του.
Με έπιασε από το κεφάλι απαλά και τον έβαλε μέσα στο στόμα μου.
Λίγο, όχι πολύ.
Με τα χέρια του έδωσε ρυθμό στο κεφάλι μου φροντίζοντας να το βάζει τόσο βαθιά όσο να μην πνίγομαι και να μην πυροδοτήσει το αντανακλαστικό.
«Χρησιμοποίησε τη γλώσσα σου» μου είπε ψιθυριστά και τον υπάκουσα. Όπως τον είχα μέσα στο στόμα μου άρχισα να παίζω με τη γλώσσα μου το κεφαλάκι.
Ενστικτωδώς του κατέβασα λίγο το παντελόνι και το μποξεράκι ώστε να απελευθερωθούν οι όρχεις του. Ενώ το πέος του μπαινόβγαινε μέσα στο στόμα μου ακολουθώντας τον ρυθμό που μου έδινε με τα χέρια του, με το δεξί μου χέρι χούφτωσα απαλά τους όρχεις του και τους κράτησα στην παλάμη μου. Ο ρυθμός του άρχισε να γίνεται πιο έντονος και έμπαινε στο στόμα μου όλο και πιο βαθιά. Μέσα στην κλειστή μου παλάμη χάιδευα και έπαιζα με τον υπόλοιπο ανδρισμό του.
Κάποια στιγμή χαλάρωσε το ρυθμό του και τον τράβηξε έξω από το στόμα μου.
Με κοίταξε σαν κάτι να ήθελε να με ρωτήσει.
«Όπου θες» απάντησα ψιθυριστά στην ερώτηση που δεν έκανε και τον πήρα ξανά στο στόμα μου.
Γεύτηκα τα προσπερματικά του υγρά και ένιωσα την ένταση να μεγαλώνει. Ανέβασε το ρυθμό του ακόμα ένα επίπεδο και φρόντιζε να τον βάζει τόσο μέσα όσο μπορούσα.
«Κοίταξέ με» με διέταξε πνιχτά και σήκωσα το βλέμμα μου ενώ το πέος του στο στόμα μου είχε αρχίσει να δονείται.
«Αααχ… αααχ» τον άκουσα να λέει ενώ ο καυτός πίδακας του σπέρματος του πλημμύριζε το στόμα μου. Μου κράτησε το κεφάλι ακίνητο ενώ το πέος του έκανε σπασμούς τινάζοντας το σπέρμα σε ριπές. Κατάπια χωρίς να το σκεφτώ. Παρά το γεγονός ότι με είχε διατάξει να τον κοιτάζω εκείνος είχε σφαλίσει τα μάτια του και δεν με έβλεπε. Εγώ συνέχισα να τον κοιτάζω, δεν κούνησα το βλέμμα μου ούτε χιλιοστό, περιμένοντάς τον.
Λίγες στιγμές αργότερα άνοιξε τα μάτια του με κοίταξε στα δικά μου. Οι ματιές μας θαρρείς και πάλευαν η μία με την άλλη, αυτός όρθιος και ακουμπισμένος πίσω στο αυτοκίνητο και εγώ γονατισμένη μπροστά του με το πέος του ακόμα στο στόμα μου. Τραβήχτηκε και λίγο σπέρμα ξέφυγε από τα χείλη μου. Το σκούπισε με το δάχτυλό του και το έβαλε στο στόμα μου. Του έγλυψα το δάχτυλο αχόρταγα. Δεν ήθελα να χάσω ούτε σταγόνα.
Ποια; Εγώ!
Όταν σηκώθηκα, έσκυψε, έπιασε την πεταμένη κάτω μπλούζα και με βοήθησε να τη βάλω. Με κούμπωσε και με φίλησε βαθιά. Με έτριψε γιατί είχα αρχίσει όντως να παγώνω και με κράτησε στη ζεστή του αγκαλιά.
Μπήκε μέσα και άναψε το καλοριφέρ. Μετά μου έγνεψε να μπούμε στα πίσω καθίσματα. Μπήκα πρώτη και με ακολούθησε. Έγειρα και χώθηκα στην αγκαλιά του.
Δεν μιλήσαμε. Καθίσαμε εκεί και εγώ δεν ξέρω πόση ώρα ακούγοντας μουσική.
Ένιωθα το κεφάλι μου να βουίζει αλλά δεν ήταν δυσφορία. Στο μυαλό μου έπαιζε σε ατέρμονο βρόγχο η σκηνή που είχε παιχτεί πριν από λίγη ώρα.
Τα γλυκά του βασανιστήρια. Η ηδονή. Ο οργασμός, ο τόσο δυνατός οργασμός που μ’ έκανε να πιστέψω ότι παίζοντας με τον εαυτό μου απλά νόμιζα ότι τον είχα νιώσει. Δεν ήταν παρά απλά πυροτεχνήματα μπροστά σε ένα υπέρλαμπρο άστρο, σαν κάρβουνο που τσιτσιρίζει μπροστά σε ένα πύρινο τείχος.
Η ανάγκη που ένιωσα για να τον ικανοποιήσω.
Ποιος να το είχε φανταστεί ποτέ. Εγώ, η Κατερίνα, να γονατίσω μπροστά σε κάποιον άντρα με σκοπό να του προσφέρω το στόμα μου για την απόλαυσή του.
Και όχι απλά να το θέλω, να το έχω ανάγκη, να το αποζητώ τόσο πολύ που να με πονάει και που η προσφορά μου να είναι το μόνο γιατρικό που μπορεί να καταλαγιάσει τον πόνο αυτό.
Τον κοίταξα και του είπα «Σ’ αγαπάω» χωρίς να το σκεφτώ. Το συνειδητό μου ακολούθησε με καθυστέρηση και ο χρόνος πάγωσε.
Τι έκανα Θεέ μου;
«Εγώ να δεις» μου είπε με μάτια που έλαμπαν.
Έγειρε και με φίλησε και ο χρόνος άρχισε να κυλάει και πάλι.
8 - Timeo Danaos
Κοίταζα το ταβάνι και το μυαλό μου ήταν ακόμα σε εκείνο το χωράφι, λίγο μετά το φράγμα του Μαραθώνα.
-Σ’ αγαπάω.
-Εγώ να δεις.
Έπαιζε ξανά και ξανά και ξανά και ξανά.
Δεν είναι ο έρωτας εγωιστικός; Γιατί το μυαλό μου πήγαινε περισσότερο στο «αααχ… αααχ.» όταν τέλειωνε μέσα στο στόμα μου και όχι στον πρώτο μου πραγματικό οργασμό που μου είχε προσφέρει λίγη ώρα νωρίτερα;
Σ’ αυτή τη σχέση ήμουν στη θέση του συνοδηγού. Ή για να είμαι πιο ακριβής στη θέση του επιβάτη ενός τραίνου. Μπορείς να κατέβεις στο ενδιάμεσο αλλά πας όπου σε πάει. Όχι ότι ήθελα να κατέβω, ωστόσο ένα μέρος του εαυτού μου επαναστατούσε.
Ο Μανώλης όμως ούτε απαιτούσε ούτε ζητούσε. Ήταν αυτός που ήταν, έκανε αυτά που έκανε κι εγώ ακολουθούσα. Ο Μανώλης ήταν ο ίδιος, εγώ άλλαζα. Όσο και αν ένα κομμάτι του εαυτού μου επαναστατούσε το υπόλοιπο -και μεγαλύτερο- έβρισκε αυτή την παράδοση λυτρωτική. Όμως μήπως αυτό γινόταν γιατί η διαδρομή του τραίνου τύχαινε απλά να με βολεύει; Τι θα γινόταν αν σε κάποια διασταύρωση άλλαζε ράγες και κινούσε προς αλλού;
Θα σταματούσε να κατέβω, θα έπρεπε να πηδήξω ενώ αυτό έτρεχε ή θα το ακολουθούσα όπου πήγαινε.
Μάλλον θα κατέβαινα ακόμα και αν χρειαζόταν να πηδήξω από κινούμενο τραίνο. Το αίμα νερό δεν γίνεται.
Έβαλα απαλή μουσική να παίζει στο ράδιο και σιγά-σιγά ο Μορφέας, με τη μορφή του Μανώλη, με πήρε στην αγκαλιά του.
Όπως κάθε πρωί ξύπνησα νωρίς. Έβαλα την αθλητική μου περιβολή, βγήκα έξω και ξεκίνησα για το συνηθισμένο πρωινό μου τρέξιμο που έκανα τις μέρες που δεν είχα πολύ πρωί μάθημα. Πέντε χιλιόμετρα κατέβασμα, πέντε χιλιόμετρα ανέβασμα.
Με το μυαλό μου στο χθεσινό δεν κατάλαβα καλά-καλά καλά πότε έφτασα στη Θησέως. Αποφάσισα σήμερα να αλλάξω διαδρομή. Έφτασα μέχρι τη Δροσιά και από εκεί πήρα τη Σταμάτας μέχρι τη Ροδοπόλεως όπου την πήρα πάνω μέχρι πάλι το Διόνυσο.
Ένιωθα απίστευτη ζωντάνια και ενεργητικότητα παρόλο που ο tracker μου τελικά κατέγραψε 13 χιλιόμετρα και όχι τα συνηθισμένα μου 10.
Μου άρεσε να κουράζω το σώμα μου, μου άρεσε το έντονο τρέξιμο και η γυμναστική. Μου αρέσει να φτάνω στα άκρα, συμμετάσχω στους μαραθωνίους της Αθήνας από 15 χρονών και στους τρεις τελευταίους μαραθώνιους της έχω καταφέρει και να τερματίσω. Και φυσικά σαν αθλήτρια αλλά και χάρη στις πολεμικές τέχνες είχα μάθει να αντέχω τον πόνο. Όχι να τον αποζητώ, απλά να τον αντέχω.
Ίσως… ίσως αυτός ο πόνος του δαγκώματος να μην είναι παρά μια άλλη πλευρά του ίδιου πράγματος, όχι ως πόνος τραυματισμού αλλά ως πόνος του να φέρνεις το σώμα σου στα άκρα.
Αλλά οκ, ας πούμε ότι τα λύσαμε τα περί πόνου. Το δέσιμο; Η καύλα που νιώθω κάθε φορά που με κρατά ακίνητη; Αυτό από που στο καλό ξεφύτρωσε;
Και δεν είχα και με ποιον να τα πω αυτά. Πώς να πω τέτοιο πράγμα στην Ειρήνη;
Υπήρχε φυσικά και ο Μανώλης αλλά φοβόμουν ότι είμαστε πολύ στις αρχές για να του ανοιχτώ τόσο πολύ και είναι άλλο πράγμα να ανοίγεις το στόμα σου για να τον πάρεις μέσα σου και να του προσφέρεις ηδονή και άλλο πράγμα για να του μιλήσεις για τις πιο μύχιες σκέψεις σου. Φυσικό δεν είναι; Ποιο εύκολα γδύνεις το σώμα σου παρά την ψυχή σου.
Αλλά λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο. Μπορεί οι Θεοί να γελάνε όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια αλλά καμιά φορά για δικούς τους λόγους αποφασίζουν να ευνοήσουν ένα θνητό ή στην περίπτωσή μου, μία θνητή.
Το ίδιο βράδυ πήγαμε σε ένα karaoke bar και ήταν και η πρώτη μας κοινή έξοδος με περισσότερο κόσμο. Εγώ και ο Μανώλης και η αδελφή του η Ελένη με τον αρραβωνιαστικό της τον Παναγιώτη.
Το karaoke δεν έπαιζε μόνο ελληνικά, είχε και μια πλούσια συλλογή ροκ οπότε η δική σου έδωσα παράσταση. Ως μοναδική κληρονόμος της καλλιφωνίας του πατέρα μου διαθέτω ελαφρά βραχνή φωνή που μπορεί να πιάσει κάμποσες οκτάβες και πλούσιο βιμπράτο. Οι υπόλοιποι, και με εξαίρεση την Ελένη, δεν το είχαν οπότε τα γέλια και τα πειράγματα μεταξύ μας αλλά και με τις υπόλοιπες παρέες πήγαιναν και ερχόντουσαν.
Όταν σηκώθηκε η Ελένη και είπε τι θα τραγουδήσει επικράτησε πανικός, τη φωνή της θα τη ζήλευαν και φτασμένες ραδιοφωνικές παραγωγοί. Μετά σηκώθηκε ένας από μια διπλανή παρέα και έγινε της κακομοίρας από τα γέλια γιατί το φάλτσο του έσπαγε κόκαλα και εκτός από αυτό τον έπιαναν και αυτόν τα γέλια.
Όσο τραγουδούσε ο επόμενος εγώ πήγα στο DJ γεμάτη αγωνία και τον ρώτησα αν έχει το συγκεκριμένο κομμάτι που ήθελα. Γούρλωσε τα μάτια του γεμάτος έκπληξη.
«Είσαι σίγουρη;» με ρώτησε.
«Βάρα αλύπητα» του είπα.
Παραδέχομαι πως το τραγούδι που επέλεξα είναι εξαιρετικά δύσκολο ακόμα και για μένα αλλά πρώτον το είχα ξανακάνει στο οικογενειακό καραόκε -με αρκετή επιτυχία- και επιπλέον τα είχα κοπανίσει οπότε είχα λυθεί.
Παρουσία του Μανώλη ήθελα να δώσω την παράσταση της ζωής μου.
Πήγα στο stand των τραγουδιστών. Μπροστά μου υπήρχε η οθόνη του autocue στην οποία προβάλλονται οι στοίχοι όταν πρέπει να τους πεις. Δεν τους είπα τι είχα σκοπό να προσπαθήσω να τραγουδήσω, θα το μάθαιναν όταν άρχιζε η μουσική.
Έπεσαν οι πρώτες νότες ένα μακρόσυρτο «ωωωω» ακούστηκε από τη μεριά των θαμώνων το οποίο το ακολούθησε χαμήλωμα των φωνών και τελικά ησυχία. Μόνο εγώ, το μικρόφωνο και το τραγούδι που είχε ξεκινήσει. Κοίταξα το Μανώλη και του είπα απλά ανοιγοκλείνοντας το στόμα μου και δείχνοντάς τον με το χέρι «Για σένα»
Στο μαγαζί επικράτησε πανζουρλισμός. Ως αθλήτρια δε μου είχε τύχει ποτέ να ζήσω standing ovation, το έζησα ως ερασιτέχνης τραγουδίστρια σε βραδιά καραόκε. Ήμουν που ήμουν επειδή το τραγούδι το ζούσα και το ένιωθα όσο το έλεγα, ήρθε και αυτή η απροσδόκητη επιβράβευση και με πήραν τα ζουμιά. Έτρεξα γρήγορα στο Μανώλη και χώθηκα στην αγκαλιά του.
Η παράστασή μου είχε τελειώσει παρά τις επίμονες παρακλήσεις των θαμώνων να πω και άλλα τραγούδια. Μια άλλη μέρα ίσως, τραγουδώντας το Kozmic Blues είχα δώσει και ένα κομμάτι της ψυχής μου και έπρεπε να ξεκουραστώ και να το αναπληρώσω.
Φαντάσου δηλαδή τι τράβαγε η Janis. Μάλλον γι αυτό το έριξε στο ποτό και στα ναρκωτικά.
Τρίφτηκα πάνω του σα γατάκι.
«Σ’ άρεσε μωρό μου» τον ρώτησα.
«Αν μου άρεσε; Θα σε ζήλευε και η ίδια η Joplin» είπε με μια δόση υπερβολής.
Αχ, γι αυτό τον αγαπάω.
Και τότε έκανε κάτι τελείως απροσδόκητο.
«Φεύγουμε;» με ρώτησε.
Τον κοίταξα παιχνιδιάρικα στα μάτια. «Να πάμε βόλτα με το αυτοκίνητο;»
«Όχι» μου είπε. «Να πάμε σπίτι μου».
Ανασήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα στα μάτια και απλά του έγνευσα καταφατικά.
«Μας συγχωρείτε» είπε σε Ελένη και Παναγιώτη «αλλά πρέπει να πάμε για τσιγάρα, μας τελείωσαν.»
«Μα δεν καπνίζετε» είπε ο Παναγιώτης.
«Ακριβώς» του είπε ο Μανώλης κλείνοντάς του το μάτι.
Φίλησε στα γρήγορα την αδερφή του και έπιασε φιλικά στον ώμο τον Παναγιώτη, μετά τους χαιρέτησα και εγώ και προς γενική απογοήτευση του νεοαποκτηθέντος fan club μου γίναμε καπνός.
Ήμουν σίγουρη ότι στο τέλος της βραδιάς η παρθενιά θα γινόταν παρελθόν. Δεν με ένοιαξε, αν ήταν να τη χάσω από κάποιον, ας ήταν ο Μανώλης αυτός ο κάποιος.
Σε μισή ώρα ήμασταν σπίτι του. Ο Μανώλης μένει ψηλά στην Πολιτεία, για την ακρίβεια στην κορυφή μιας απότομης και μεγάλης ανηφόρας που είναι ότι πρέπει για κάποιον που θέλει να εξασκηθεί στην ορειβασία. Το διαμέρισμα που μένει είναι ένα μικρό ρετιρέ γιατί ο αρχιτέκτονας -και πολύ σωστά για μένα- αφιέρωσε το μεγαλύτερο κομμάτι του ορόφου σε μια τεράστια βεράντα έχοντας αρχικά στο νου του να κάνει τον προ-τελευταίο και τελευταίο όροφο μεζονέτα. Τελικά για άγνωστους λόγους δεν έγινε η μεζονέτα και έτσι το ρετιρέ άλλαξε σε μικρό τριάρι με τεράστια βεράντα.
«Η προίκα μου» μου έδειξε χαμογελώντας.
Πριν κανένα μήνα είχα τύχει να πέσω πάνω στην επανάληψη του «Με φόβο και πάθος» οπότε μην αναρωτιέστε από πού μου ήρθε η ατάκα.
«Με αυτό το μικρό τριαράκι πας να με τουμπάρεις; Είσαι πολύ μικρός για να τα βάλεις με τους Βιάσκους».
Η απόπειρα για χιούμορ δεν έπιασε γιατί ο Μανώλης κατά τα φαινόμενα είτε δεν είχε δει την ταινία είτε δεν τη θυμόταν.
«Μικρό αλλά με μια βεράντα ναααα… με το συμπάθειο»
Όταν με έβγαλε στη βεράντα και είδα τη θέα χάζεψα. Δυστυχώς είχε πολύ κρύο για να κάτσουμε έξω οπότε μπήκαμε μέσα.
«Θες κάτι να πιείς;» με ρώτησε.
Τα είχα κοπανίσει λίγο στο karaoke και δεν είμαι άνθρωπος που πίνει.
«Κάτι χωρίς αλκοόλ» του ζήτησα.
Περνώντας το πάσο πήγε στην κουζίνα. Εγώ χάζευα το σπίτι του. Λιτά, μοντέρνα και με γούστο επιπλωμένο φώναζε «Μανώλης». Το σπίτι ήταν τακτοποιημένο και πεντακάθαρο. Έχοντας κι εγώ μια ανάλογη μανία με τάξη και καθαριότητα είπα μέσα μου ότι κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.
Σηκώθηκα και περιηγήθηκα στο χώρο. Υπήρχαν άλλα δύο δωμάτια στο σπίτι. Το ένα, το μεγαλύτερο ήταν η κρεβατοκάμαρά του. Το κρεββάτι του ήταν υπέρδιπλο, σιδερένιο και με κάγκελα, ταυτόχρονα μοντέρνο και κλασσικό. Το κρεββάτι ήταν στρωμένο και στο δωμάτιο δεν υπήρχαν πεταμένα ρούχα.
Το άλλο δωμάτιο ήταν το γραφείο του. Καθαρό μεν αλλά πάνω στο γραφείο του υπήρχε ένα χάος από βιβλία καθώς και ένα μικρό laptop. Όλος ο ένας τοίχος ήταν μια τεράστια βιβλιοθήκη γεμάτη από βιβλία, από το πάτωμα μέχρι σχεδόν το ταβάνι. Το σχέδιό της μου έκανε εντύπωση, δεν ήταν κλασσική βιβλιοθήκη, ήταν μακριά ράφια χωρίς πλάτη που έφταναν στον τοίχο από τον οποίο ανά τακτά διαστήματα ξεκινούσαν χοντρά συρματόσκοινα που τα κρατούσαν στη θέση τους.
Γύρισα στο σαλόνι όπου ο Μανώλης είχε κάτσει στον καναπέ και με περίμενε. Είχε κόψει φρούτα σε κομματάκια και τα είχε ρίξει σε μια μεγάλη κανάτα γεμάτη κόκκινο κρασί.
«Μαυροδάφνη είναι αυτό;»
«Όχι» μου απάντησε. «Σαγκρία»
«Έχει αλκοόλ;»
«Ναι, αλλά είναι πολύ ελαφρύ. Μπορείς να πιείς άφοβα, δε θα σε πειράξει.»
«Έχω ήδη πιεί και δεν θέλω άλλο αλκοόλ» του είπα πεισμωμένη.
«Και φοβάσαι μη μου ξαναπείς ότι μ’ αγαπάς;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα.
Τον κοίταξα με μάτια που πετούσαν σπίθες.
«Νομίζεις ότι χρειάζεται να είμαι μεθυσμένη για να το πω;»
«Όχι, χρειάζονται να έχουν λυθεί οι άμυνές σου» μου απάντησε και συνέχισε «Δεν ξέρω τι ακριβώς γίνεται μέσα στο μυαλουδάκι σου αλλά έχω καταλάβει ότι γίνονται πράγματα και θάματα. Το ξέρω ότι μιλάμε με τις ώρες αλλά στην πραγματικότητα δε μιλάς καθόλου για τον εαυτό σου και πάντα βρίσκεις τρόπο και αλλάζεις την κουβέντα. Το κάνεις πολύ έντεχνα, τόσο που κάθε φορά παρασύρομαι. Χθες αυτό το καβούκι άνοιξε, έστω και για ένα απλό σ’ αγαπώ.»
Εντάξει, διαβάζει τις σκέψεις μου αποφάσισα. Αυτά σκεφτόμουν όλο το βράδυ.
«Έχεις δίκιο» ομολόγησα. «Όμως δε χρειάζεται να είμαι μεθυσμένη για να πω σ’ αγαπάω, αν θες μπορώ να βγω τώρα στη βεράντα και να με ακούσει όλη η Πολιτεία. Δεν είναι ότι δε θέλω να σου μιλήσω. Αλλά στην αρχή με είχες γοητεύσει τόσο πολύ… Και μετά σε ερωτεύτηκα. Και φοβόμουν, φοβόμουν τι μπορεί να σημαίνω για εσένα, φοβόμουν μήπως δε σ’ αρέσει το υπόλοιπο κομμάτι της Κατερίνας. Χθες… χθες δεν ξέρω τι έγινε. Ξέρω μόνο ότι με έκανες να αισθανθώ όπως δεν είχα τολμήσει να ελπίσω και στα πιο τρελά μου όνειρα. Το μόνο που ήθελα μετά ήταν να σου προσφέρω, να σου προσφέρω ό,τι μπορώ να σου δώσω και ακόμα παραπάνω, φτάνει να το ζητούσες. Μετά… μετά μου είπες ότι μ΄αγαπάς κι εσύ αλλά τι ν’ αγαπάς σε κάποιαν που σου κρύβει ολόκληρα κομμάτια του εαυτού της;»
Τα μάτια μου χαμήλωσαν στο πάτωμα και ευχόμουν με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να ανοίξει η γη και να με καταπιεί.
«Κατερίνα, κοίταξέ με!» μου είπε με τόνο που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Μέσα πάλευαν οι δαίμονές μου και από τη μια ήθελα να τον υπακούσω και να τρέξω και να πέσω πάνω του και από την άλλη ήθελα να ανοίξω την πόρτα και να σηκωθώ να φύγω τρέχοντας»
Take the first step.
Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα δακρυσμένη.
«Καταλαβαίνω περισσότερα πράγματα απ’ όσο νομίζεις» μου είπε απλά. «Δεν ξέρω τι γίνεται μέσα σου, ξέρω όμως ότι όποιοι δαίμονες και αν παλεύουν μέσα σε αυτό το όμορφο κεφαλάκι, επικρατούν εκείνοι που με έκαναν να το ερωτευτώ. Οι δαίμονες που παλεύουν μέσα σου, είναι δαίμονες που παλεύουν μέσα σε κάθε άνθρωπο, είναι η ευχή και η κατάρα των Θεών που μας έδωσαν ελεύθερη βούληση και μας πέταξαν με τις κλωτσιές από τον παράδεισο όταν κάναμε χρήση αυτού τους του δώρου… έξωση από ένα παράδεισο που υποτίθεται είχανε φτιάξει για εμάς.»
Με χάιδεψε απαλά στο μάγουλο.
«Οι δαίμονές μας μάς κάνουν ανθρώπους. Οι δαίμονές μας μάς κάνουν αυτό που είμαστε.»
«Τελικά θα το πιώ αυτό το ποτήρι» του είπα και το γέμισα το ποτήρι μου από την κανάτα. «Cheers» του είπα και κατέβασα μια γερή γουλιά.
«Λοιπόν τέκνο μου» μου είπε παιχνιδιάρικα, «είσαι έτοιμη να εξομολογηθείς;»
«Είμαι» του είπα «αλλά μάλλον θα πρέπει να πιώ και την υπόλοιπη κανάτα για να ήμαστε σίγουροι. Τώρα βέβαια τι είδους εξομολόγηση θα είναι αυτή με τον εξομολογούμενο ντίρλα… τι να σου πω. Σίγουρα, πάντως, δε θα στέκει ενώπιον δικαστηρίου!»
«Υπάρχουν και πιο απλοί τρόποι» δήλωσε με σιγουριά.
«Δεν βλέπω την ώρα και τη στιγμή» του είπα περιπαιχτικά.
«Πάω στο δωμάτιο να πάρω κάτι πράγματα» μου είπε. «Όταν γυρίσω θέλω να με περιμένεις τελείως γυμνή.»
Ορίστε;
Σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να μου πει άλλη κουβέντα αφήνοντάς με παγωτό. Σοβαρά μιλάει τώρα; Το μυαλό μου πήγε στις νεοανακαλυφθήσες σεξουαλικές μου φαντασιώσεις. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν μιλάει σοβαρά ή μου έδινε έναυσμα για παιχνίδι. Θυμήθηκα τον οργασμό μου. Θυμήθηκα το «Κι εγώ να δεις».
Αν δεν βρέξεις κώλο ψάρι δεν τρως. Ατσάλωσα τον εαυτό μου και έμεινα με την αδαμιαία περιβολή μου. Είδα την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και ταράχτηκα και έκανα κίνηση να προστατέψω τη γύμνια μου αν και η πιθανότητα να κυκλοφορούν μπανιστιρτζίδες ελικοπτεράδες σαββατιάτικα ήταν μάλλον μηδαμινή.
Ακόμα όμως κι έτσι ένιωθα έντονη αμηχανία, στέκοντας γυμνή υπό πλήρη φωτισμό στο σαλόνι του. Ήπια άλλη μια γερή γουλιά από το γλυκό ποτό προσπαθώντας να πάρω θάρρος.
Ο Μανώλης επέστρεψε στο σαλόνι με ένα μαντίλι, κάτι που έμοιαζε με καμτσίκι και κάτι που μου θύμισε έντονα πιγκάλ, μια κοντή χειρολαβή που κατέληγε σε ένα δάσος από σχοινιά; Κομμάτια δέρμα;
Ξεροκατάπια και προσπάθησα να αστειευτώ.
«Αυτά είναι τα δώρα μου;»
“Timeo Danaos et dona ferentes”
«Αν είπες ότι κάποιος τίμιος Δανός θα μας φέρει ντόνατς με γέμιση φερέρο είμαι μέσα αλλά κάτσε πρώτα να ντυθώ» του είπα αστειευόμενη.
Γέλασε με την καρδιά του.
Μάλλον θα το έχεις ακουστά και ως «Φοβοῦ τοὺς Δαναοὺς καὶ δῶρα φέροντας»
Ναι, έτσι το ήξερα.
«Και γιατί δεν το λες στα ελληνικά άνθρωπε μου;»
«Γιατί ο Βιργίλιος έγραψε την Αινειάδα στα λατινικά και όχι στ’ αρχαία ελληνικά» και συνέχισε σε σοβαρό τόνο. «Τώρα τέρμα τα παιδιαρίσματα.»
Ώπα, μάγο στάσου.
«Τι είναι αυτά τα μπιχλιμπίδια;»
«Το μαντήλι είναι για να σου κλείσω τα μάτια. Το καμτσίκι και το flogger…» και έδειξε αυτό το κατασκεύασμα που το είχα περάσει για πιγκάλ «…είναι για να σε κάνουν πιο συνεργάσιμη.»
Τον κοίταξα με αμφιβολία.
«Παιχνίδι» είναι μου είπε. «Είναι παιχνίδι αλλά στο υπόσχομαι θα σου λύσει τη γλώσσα.»
«Σκοπεύεις να αποσπάσεις την ομολογία μου με βασανιστήρια;» τον ρώτησα φανερά φουρκισμένη.
«Ηρέμισε διαολίξ μου, όχι δεν πρόκειται να σε βασανίσω.»
Άφησε τα συμπράγκαλα κάτω, με πλησίασε και με πήρε αγκαλιά. Η γνωστή αίσθηση της ασφάλειας και της ξεγνοιασιάς με πλημμύρισε πάλι κάνοντάς με να ξεχάσω ότι στεκόμουν γυμνή στο σαλόνι του.
Έσκυψε και πήρε το μαντίλι και μου κάλυψε τα μάτια. Μετά με πήρε από το χέρι και με οδήγησε προς την μια πολυθρόνα. Με κρατούσε από το χέρι και όταν κάθισε με τράβηξε προς το μέρος του.
Ένιωσα αμηχανία και υπερδιέγερση. Και ναι, δεν το κρύβω, καύλα. Μετά σηκώθηκε πάλι από την πολυθρόνα και μου ζήτησε να κάτσω ακίνητη. Έμεινα πάλι μόνη μου, όρθια, γυμνή και με τα μάτια δεμένα μέσα στο σαλόνι. Γύρισε μετά από λίγο και έβαλε κάτι στα πόδια μου. Μετά, πιέζοντάς με, μου έδωσε να καταλάβω ότι ήθελε να γονατίσω μπροστά του.
Γονάτισα πάνω σε ένα μαλακό μαξιλάρι. Έκατσε και αυτός στην πολυθρόνα και έσκυψε προς εμένα. Μου χάιδεψε το πρόσωπο και μετά ένιωσα ένα αντικείμενο που από την υφή κατάλαβα ότι ήταν το καμτσίκι να κάνει βόλτες στα γυμνά μου στήθη και να παίζει με τις ρώγες. Σταμάτησε για λίγο και μετά πήρε το πιγκα… δηλαδή το flogger. Οι λεπτές λωρίδες του δέρματος χάιδεψαν τα στήθη μου και την κοιλιά μου με πολύ πιο αισθησιακό τρόπο απ’ ότι το καμτσίκι.
Ένιωσα ξαφνικό πόνο στο αριστερό στήθος καθώς οι άκρες των λωρίδων του flogger ήρθαν σε μια πιο βίαιη επαφή με τη ρόγα μου. Έχοντας δεμένα τα μάτια δεν κατάλαβα πως ακριβώς το έκανε αυτό, κατάλαβα όμως ότι το έκανε.
Και ο πόνος… ο πόνος ήταν ηδονικός.
Σταμάτησε.
«Μπορείς να μιλήσεις μου είπε»
«Τι να σου πω;» ρώτησα;
«Ό,τι θες. Είπες ότι θέλεις να μου ανοίξεις την ψυχή σου, κάνε το. Αν δε μπορείς ακόμα, απλά μίλα για ότι θες».
Θες η αμηχανία; Θες ο ηδονικός πόνος που μου έδινε με το flogger του; Θες το δέσιμο των ματιών; Η αίσθηση της παράδοσης;
Θες όλα τα παραπάνω μαζί;
Είχε δίκιο, υπήρχε πιο απλός τρόπος και από το να μεθύσω.
Του είπα πόσο φοβόμουν και λάτρευα τον πατέρα μου. Του είπα για τη σχέση μου με τη μητέρα μου και τ’ αδέρφια μου. Για το περιστατικό με το χούφτωμα και την αποβολή στο γυμνάσιο. Για το σκληρό αγοροκόριτσο που ήταν το καβούκι που προστάτευε την ευαίσθητη Κατερίνα.
Του είπα για τη σχέση μας και τους περί ξεπέτας φόβους μου, για τη μεγάλη μας διαφορά στην ηλικία, για το γεγονός ότι αυτός πήγαινε μπροστά και εγώ ακολουθούσα πειθήνια, για την πάλη μεταξύ λύτρωσης και πείσματος που μου προκαλούσε αυτή η παράδοση.
Του μίλησα για το φασματικό μου πρώην εραστή, για τις νεοανακαλυφθήσες φαντασιώσεις μου και για μέρη του εαυτού μου τα οποία δεν είχα καν φανταστεί ότι υπάρχουν.
Αυτός δεν μιλούσε, απλά με άκουγε. Όταν υπήρχαν παύσεις τότε σταματούσε το παιχνίδι με το φλόγκερ και με χτυπούσε στα μπούτια και στο πάνω μέρος του στήθους μου με το καμτσίκι, όχι δυνατά αλλά όχι και χωρίς να νιώσω πόνο, πόνο πολύ λιγότερα αισθησιακό από αυτόν του φλόγκερ.
Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα ήμουν γονατισμένη μπροστά του ξεγυμνώνοντας την ψυχή μου.
Μου έλυσε τα μάτια. Ευτυχώς είχε χαμηλώσει τα φώτα πριν ξεκινήσουμε και έτσι δεν τυφλώθηκα. Η ματιά του ήταν ανεξιχνίαστη. Έσκυψε, με έπιασε από το σαγόνι και με έφερε κοντά του. Με φίλησε, με φίλησε απαλά και μετά παθιασμένα και μετά πάλι απαλά.
«Αυτό το ξεγύμνωμα της ψυχής, Κατερίνα μου, είναι το ιερότερο δώρο που μπορεί να προσφέρει ένας άνθρωπος.»
Δεν είπε άλλη κουβέντα. Με έβαλε να κάτσω εγώ στην πολυθρόνα. Μετά από τόση ώρα γονατισμένη η πολυθρόνα ήταν σαν ένα μικρό θαύμα.
Άρχισε να μου τρίβει αισθησιακά τις πατούσες. Ήξερε που να πιέσει και με πόση δύναμη. Έκλεισα τα μάτια μου και χαλάρωσα απολαμβάνοντας το μασάζ στις πατούσες μου.
Τον άκουσα να λέει «Υπέροχα δάχτυλα. Μακριά όσο πρέπει.»
Αγοροκόριτσο ή όχι πάντα είχα περιποιημένα νύχια αν και ποτέ δεν τα έβαφα με έντονα χρώματα. Όντας αθλήτρια η πατούσες μου δεν ζούσαν και την απόλυτη νιρβάνα οπότε πάντα πρόσεχα τα πόδια μου. Αλλά ο Μανώλης τους μιλούσε ερωτικά. Αυτό ήταν κάτι που όχι, δεν το περίμενα.
Σάματι περίμενα και την επόμενη κίνησή του;
Σήκωσε το ένα μου πόδι και μετά ένιωσα τα χείλια του να μου φιλούν τα δάχτυλα. Άνοιξα με έκπληξη τα μάτια μου και τον είδα να παίρνει το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού μου ποδιού στο στόμα του.
«Μανώλη τι κάνεις εκεί;» του είπα προσπαθώντας αντανακλαστικά να τραβήξω το πόδι μου.
«Δεν σου αρέσει;»
«Μ’ αρέσει αλλά… αλλά είναι τα πόδια μου.»
Με κοίταξε στα μάτια γονατισμένος μπροστά μου. «Πες μου κάτι Κατερίνα, αν χθες και πριν με πάρεις στο στόμα σου σού είχα ζητήσει να μου φιλήσεις τα πόδια θα το είχες κάνει ή όχι;»
Συγκλονίστηκα. Χθες στην ανάγκη μου που ένιωσα να του προσφέρω, όχι απλά τα πόδια θα του φιλούσα, θα του έγλειφα τα παπούτσια χωρίς καν δεύτερη σκέψη.
«Ναι» παραδέχτηκα. «Ναι, θα το έκανα.»
«Ωραία, τώρα που το λύσαμε αυτό, χαλάρωσε και αφέσου».
Ξεκίνησε από τα δάχτυλα, μετά στα πόδια ταξιδεύοντάς όλη τη διαδρομή με τη γλώσσα του μέχρι που έφτασε πάνω. Εκεί σταμάτησε.
«Τα πόδια είναι πόδια και το αιδοίο είναι αιδοίο» μου είπε.
«Ορίστε;» του είπα απορημένη.
«Επιστρέφω αμέσως, μην κουνηθείς».
Γύρισε μετά από λίγο.
«Πού πήγες» τον ρώτησα φανερά απορημένη;
«Να πλύνω τα στόμα μου και τα δόντια μου. Η περιοχή εκεί είναι ευαίσθητη.»
Γονάτισε ξανά μπροστά στην πολυθρόνα και άρχισε να με γλείφει.
Όταν τελείωσε είχα ακουστεί πάλι σε όλα τα βόρεια προάστεια. Και ήταν και 2 η ώρα τη νύχτα.
Σηκώθηκε και τον έπιασα από πίσω και τον έφερα κοντά στο πρόσωπό μου.
«Η σειρά μου» του είπα.
«Δεν θα το αρνηθώ» μου είπε χαμογελαστά.
Του ξεκούμπωσα ζώνη και παντελόνι. «Μπορείς να το βγάλεις σε παρακαλώ»;
«Κατέβασέ το μου εσύ» μου είπε και υπάκουσα. Άρχισα να τον φιλάω πάνω από το μποξεράκι και ένιωσα το όργανό του να θεριεύει μανιασμένο μέσα στη φυλακή του. Ήρθα πιο μπροστά στην πολυθρόνα, του κατέβασα το μποξεράκι, του έπιασα με το ένα χέρι τη βάση των όρχεών του και τον πήρα στο στόμα μου. Τον πήρα όσο πιο βαθιά μπορούσα προσπαθώντας να καταπνίξω το ρεφλέξ. Το κατάφερα να το φτάσω μέχρι το λαιμό μου. Τραβήχτηκα σιγά σιγά.
Δεν μπορούσα να τον πάρω κάθε φορά τόσο βαθιά, για να το καταφέρω έπρεπε να κάνω αργή και προσεκτική κίνηση που χαλούσε το ρυθμό.
Όπως και να έχει αυτή τη φορά μάλλον τα είχα καταφέρει καλύτερα και σε λίγη ώρα πήρα την ανταμοιβή μου, το πέος του έκανε σπασμούς στο στόμα μου πλημμυρίζοντάς με καυτό σπέρμα. Έτσι όπως ήμουν σκυμμένη ήταν αδύνατο να τον κοιτάξω στα μάτια, τουλάχιστον όχι όσο τον είχα μέσα στο στόμα μου.
Τον τράβηξα αργά και προσεκτικά από το στόμα μου φροντίζοντας να μη μου ξεφύγει ούτε σταγόνα. Τότε γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια.
Και αντί να μου πει εκείνος ευχαριστώ του είπα εγώ!
9 - I put a spell on you
Ο Μανώλης με τράβηξε απαλά από την πολυθρόνα ώστε να σηκωθώ. Όταν σηκώθηκα με έπιασε από τη μέση, με κόλλησε πάνω του και με φίλησε με πάθος.
«Εγώ, σ’ ευχαριστώ» μου είπε τονίζοντας τη λέξη εγώ. Μετά σηκώθηκε, ανέβασε το μποξεράκι του και το παντελόνι του αλλά δεν το κούμπωσε. Με άφησε και λέγοντάς μου να τον περιμένω πήγε στο δωμάτιό του. Γύρισε φορώντας από πάνω ένα μπλουζάκι και από κάτω πιτζάμα. Μου έφερε και εμένα ένα t-shirt.
«Φόρεσέ το» μου είπε.
Καλά δηλαδή που χαλάμε μια περιουσία σε ακριβά και προκλητικά εσώρουχα!
«Μιας και όταν φύγεις δεν μπορείς να αφήσεις τα ρούχα σου εδώ, ορίστε το δεύτερο δώρο του Δαναού σου: Ένα μπλουζάκι. Είναι δικό σου. Θέλω να το φορέσεις, θέλω όταν φύγεις σήμερα να έχω κάτι δικό σου σπίτι μου.»
Χαμογέλασα κυριολεκτικά σαν ηλίθια.
«Σ’ ευχαριστώ Μανωλιό μου» του είπα λάμποντας. Το «Μανωλιό μου» ήταν το υποκοριστικό που χρησιμοποιούσα όταν ήθελα να του κάνω γλυκουλινιές γιατί τα ζουζουνίστικα με ανακατεύουν.
«Πώς το είπες πριν αυτό με τον τίμιο Δανό που φέρνει ντόνατς;»
«Το timeo Danaos et dona ferentes λες;» με ρώτησε γελώντας.
«Ναι, αυτό» του είπα. «Να φοβάμαι;»
«Μόνο αν είσαι άτακτη» μου είπε κλείνοντας παιχνιδιάρικα το μάτι.
«Εγώ; Ποτέ. Εγώ είμαι η καλύτερη μαθήτρια στην τάξη μου.»
«Ε, γιατί μου το χαλάς τώρα;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα.
«Ε, άμα είναι να στο χαλάσω…» του είπα αλλά δε συνέχισα. Άφησα την πρόταση να αιωρείται.
«Γι αυτό σ’ αγαπάω» μου είπε και συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Φόρεσε το Κατερινιώ μου» μου είπε και με άφησε και πήρε ένα control και άνοιξε την τηλεόραση. Έπαιξε λίγο με κάτι menu, δεν πρόσεχα καθώς ντυνόμουν οπότε και τον άκουσα να λέει «Hey google, play cat people»
«Ορίστε;» ρώτησα με απορία αλλά ξαφνικά από τα ηχεία άρχισε να ακούγεται μουσική. Και ναι, ήταν η εισαγωγή του Cat People
«Χορεύουμε;» με ρώτησε.
Κατέβασα βιαστικά το μπλουζάκι. Ήταν στενό πάνω και έφτανε μέχρι την αρχή του εφηβαίου μου. Πλησίασα, τον αγκάλιασα από τους ώμους και μ’ έπιασε από τη μέση. Έγειρα πάνω του το κεφάλι μου και έκλεισα τα μάτια μου. Αρχίσαμε να χορεύουμε.
Θεέ μου, ήταν υπέροχα!
And I've been putting out fire with gasoline.
Λικνιζόμασταν αργά παρά το γεγονός ότι το τραδούδι είχε μπει στο πιο γρήγορο μέρος του.
...
Έπαψα να προσέχω τους στοίχους όταν το στόμα του αναζήτησε το δικό μου και παραδοθήκαμε σ’ένα γλυκό και παθιασμένο φιλί που κράτησε όσο το τραγούδι. Σταματήσαμε για λίγο καθώς ο Μανώλης άρχισε πάλι τα ταχυδακτυλουργικά του λέγοντας «Ok google, play list bns zero one»
I put a spell on you because you're mine.
You better stop the things that you're doin'.
I said "Watch out! I ain't lyin'
Αρχίσαμε πάλι να λικνιζόμαστε. Ο Μανώλης μου τραγούδησε ψιθυριστά την πρώτη στροφή και μετά σταμάτησε να τραγουδάει και άρχισε να μου μιλάει.
«Την πρώτη φορά που σε είδα σ’ εκείνο το παιχνίδι στο βόλεϊ μου έκανες εντύπωση, εσύ με έντεκα νοματαίους. Είπα μέσα μου “τι κάνει δω τούτο το ζωηρό με τους μαντραχαλάδες”;
«Ο Νικήτας μου είπε ότι ήσουν απλά η καλύτερη παίκτρια στην ομάδα και πως έπαιζες -ή τουλάχιστον έτσι τους είχες πει- από τα δέκα σου.»
«Ναι» του απάντησα, «από τότε περίπου παίζω»
«Όταν τον ρώτησα πόσο είσαι μου είπε 20 ή 21. Μετά, και μη θυμώσεις, του είπα ότι ήσουν ωραία γκόμενα και θα έλεγα ότι συμφώνησε ενθουσιωδώς αναφέροντας τα οπίσθιά σου και το στήθος σου και που να σε έβλεπα σε παραλία, αναφερόμενος σε κάποια εκδρομή που είχατε πάει»
«Ευτυχώς δε χρειάστηκε να περιμένω μέχρι το καλοκαίρι» μου είπε πειρακτικά και συνέχισε: «Τέλος πάντων στο παιχνίδι διαπίστωσα όντως πως ήσουν η καλύτερη παίχτρια και περίμενα πως και πως να βρεθώ απέναντί σου. Λατρεύω τις προκλήσεις. Πάντως σε διαβεβαιώ δεν ήθελα να σε πετύχει από το μπλοκ μου η μπάλα στο πρόσωπο.»
Είχε πονέσει και η μπάλα στο πρόσωπό μου και ο εγωισμός μου. Όχι ότι δεν είχα φάει ποτέ μπλοκ στη ζωή μου αλλά ήταν κυριολεκτικά ο in your face τρόπος που έτσουξε κυριολεκτικά και μεταφορικά.
«Όταν σε ρώτησα αν πόνεσες εντυπωσιάστηκα όταν κατάλαβα ότι έχεις διαβάσει το ο Χριστός ξανασταυρώνεται.»
«Και εγώ» του είπα ειλικρινά. «Μου έκανε φοβερή εντύπωση πως μόλις είπα τα ύστερα του κόσμου αμέσως με είπες γερο-Πατριαρχέα»
«Είπα μέσα μου, μπα απλά θα έτυχε να ακούσει τη φράση. Αλλά αυτό το μειδίαμά σου όταν είπες πως σε λένε Κατερίνα αμέσως μόλις σε αποκάλεσα γερο-Πατριαρχέα με έκανε να πειστώ ότι αν είχες πετύχει κάπου αυτή τη φράση αυτή θα ήταν στο βιβλίο. Όταν συνεχίσαμε θαύμασα το πείσμα σου. Όταν τέλειωσε το παιχνίδι έκανα κανονική ανάκριση στο Νικήτα για σένα. Μου είπε να μη φάω, έχει γλάρο γιατί όσοι στην είχαν πέσει είχαν φάει πόρτα. Εγώ επέμεινα. Μου είπε ότι είσαι πολύ εύστροφη, ετοιμόλογη και φοβερά ευέξαπτη. Το ξέρεις ότι σε φωνάζουν κοντό φυτίλι γιατί κάνεις μπαμ με το που ανάβεις; Μου είπε επίσης ότι παρόλα αυτά έχεις χιούμορ και γενικά είσαι πολύ εντάξει τύπος. Πάντως μέχρι που σε είδαν μαζί μου είχαν πιστέψει πως είτε είσαι λεσβία είτε παθολογικά ανέραστη.»
Χρουμφ!
«Μετά σε πέτυχα κατά τύχη στο Κεφαλάρι που είχα πάει με την αδερφή μου περιμένοντας τον Παναγιώτη. Επειδή ήρθα μαζί με την Ελένη ταράχτηκα γιατί φοβήθηκα πως μιας και δεν την ήξερες μπορεί να την πέρναγες για την κοπέλα μου καθώς δεν μοιάζουμε κιόλας αλλά τελικά μου βγήκε σε καλό.»
«Τι εννοείς;» τον ρώτησα.
«Η Ελένη μου το είπε. Περηφανεύομαι ότι είμαι παρατηρητικός αλλά αυτό δε θα το είχα πάρει χαμπάρι ούτε σε τρεις ζωές. Ρε συ, μου λέει, ποια είναι η πιτσιρίκα με το καρέ που χαιρέτησες; Της είπα ότι σε γνώριζα από το βόλεϊ. Α, μάλιστα μου απαντάει. Το ρίξαμε στις μικρούλες τώρα;»
Εχμ, χμμχμμχ τι πάει να πει «το ρίξαμε στις μικρούλες τώρα;» αλλά σοφά ποιώντας τον άφησα να συνεχίσει.
«Μια φορά την έχω δει ρε Ελένη της είπα. Καλά μου λέει, όπως και να έχει η πιτσιρίκα σε γουστάρει. Από που το κατάλαβες τι ρώτησα; Αχ εσείς οι άντρες μου είπε, είστε τελείως στραβάδια. Από το βλέμμα της ρε χαϊβάνι, μου είπε, από το πώς μας κοίταξε και πώς κινήθηκε το βλέμμα της. Ταράχτηκα, και τι να κάνω, θα καρφωνόμουν αν επέστρεφα και σύστηνα την Ελένη ως αδερφή μου. Γι αυτό και την έφερα μετά στο βόλεϊ, για να στη γνωρίσω και να καταλάβεις ότι είναι η αδερφή μου και να σταματήσεις να πιστεύεις ότι την έχω γκόμενα. Χριστό την έκανα για να έρθει. Και από τον τρόπο που με σημάδευες σε εκείνο το παιχνίδι κατάλαβα ότι η αδερφή μου είχε δίκιο.»
Καλά που δεν ήθελα να καρφωθώ, είπα μέσα μου. Όρσε!
Κινούμασταν αργά και στο ρυθμό της μουσικής που έπαιζε, κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον, με εκείνον να με κρατάει σταθερά και γερά πάνω του ενώ εγώ του χάιδευα το σβέρκο και τα μαλλιά. Ούτε καν ακούγαμε τι έλεγαν τα τραγούδια, ο Μανώλης μου άνοιγε την καρδιά του και τίποτε άλλο στον κόσμο δεν είχε σημασία.
«Είπες ότι είχες γοητευτεί… αμ εγώ τι είχα πάθει, νομίζεις; Είχα γοητευτεί και εγώ από αυτό το αγρίμι, πλουσιοκόριτσο, αλλά όχι κακομαθημένο, από ένα εικοσάχρονο κορίτσι με τσαμπουκά και τσαγανό. Τσαμπουκά και τσαγανό, όχι ξεροκεφαλιά. Εκεί στο πρώτο παιχνίδι, δεν έπαιζες ξεροκέφαλα. Κάθε φορά που έπεφτες σε τοίχο την επόμενη φορά δοκίμαζες διαφορετική προσέγγιση. Δεν τα παρατούσες, δυο φορές έπεφτες τρεις φορές σηκωνόσουν. Και όταν μιλήσαμε μετά το δεύτερο παιχνίδι και στο τηλέφωνο πριν βγούμε έξω… Είκοσι χρονών και να έχεις διαβάσει Καζαντζάκη, Λουντέμη, Remarque, Steinbeck… να ακούς Rock, λες και είχες έρθει από άλλη εποχή. Είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα πριν καν βγούμε μαζί για πρώτη φορά. Και ήσουν αθώα… πως έτρεμε το κορμί σου όταν σε πήρα αγκαλιά, πως… πως ανάσαινες όταν σε φίλησα για πρώτη φορά. Φοβόσουν μη σε θέλω για ξεπέτα. Και εγώ αυτό φοβόμουν: μη φοβηθείς και λακίσεις.»
Η καρδιά μου χτύπαγε δυνατά. Ο Μανώλης μου μού άνοιγε την καρδιά του και έβλεπα ότι είμαι μεγάλο μέρος της. Ο Μανώλης μου, που με είχε καλωσορίσει στον κόσμο του, μου τον άνοιγε, μου τον έδινε να τον γευτώ, να τον ταξιδέψω.
«Σιγά-σιγά άρχισα να σε ανακαλύπτω, να βλέπω πίσω από το προσωπείο παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έκανες για να κρύψεις από πίσω του αυτό τον υπέροχο τρυφερό εαυτό σου. Είμαι μεγαλύτερός σου, πιο έμπειρος και είσαι… είσαι αθώα. Δεν υπάρχει πιο λαμπερό φως από αυτό του πρώτου έρωτα, μάτια μου, δεν υπάρχει. Είπες ότι πάω μπροστά και εσύ ακολουθείς και σε τρομάζει και σε λυτρώνει. Δεν είναι κάποιο χούι μωρό μου, είμαι πιο μεγάλος από εσένα, πιο έμπειρος. Ναι, σε οδηγώ, αλλά σε οδηγώ γιατί εσύ το επιλέγεις. Εσύ το ζητάς. Προσπαθώ να καταλάβω, πασχίζω να καταλάβω αν αυτό το ζητάς επειδή σε βολεύει ή αν είναι κάποια εσωτερική σου ανάγκη αλλά… αλλά ούτε εγώ μπορώ να… να… εννοώ… ούτε εγώ… ούτε εγώ ξέρω. Σε μαθαίνω ακόμα όπως με μαθαίνεις κι εσύ και το λατρεύω να σε ανακαλύπτω.»
«Χθες, εκεί στο φράγμα που σταματήσαμε αρχικά… αρχικά δεν είχα σκοπό… εννοώ ότι δεν σε πήγα εκεί για να κάνουμε αυτά που κάναμε τελικά. Ήθελα να κάτσουμε σε ένα σημείο με όμορφη θέα και να σε πάρω στην αγκαλιά μου και να κάτσουμε εκεί ακούγοντας μουσική και μιλώντας. Όταν… όταν βγήκαμε έξω παίζοντας και σοβάρεψες απότομα και με ρώτησες “Στον έρωτα” ήταν σα να μου έγινε αποκάλυψη. Ξαφνικά ένιωσα σίγουρος ότι ήσουν έτοιμη για το επόμενη βήμα. Και εκεί… έκανα το επόμενη βήμα. Εκεί μου έδειξες κάτι… και σήμερα έδειξες αυτό το κάτι ακόμα εντονότερα…»
Εκεί ο Μανώλης σταμάτησε αλλά ένιωθα με όλο το είναι μου ότι δεν είχε τελειώσει, απλά έψαχνε, προσπαθούσε να βρει τρόπο να συνεχίσει. Δεν μίλησα, δεν τόλμησα να πάρω ανάσα.
«Όταν μου άνοιξες την ψυχή σου, μου είπες για τις φαντασιώσεις σου, για το δέσιμο, για την ερωτική χροιά του πόνου αλλά το τελευταίο… το τελευταίο το κατάλαβα και χθες και σήμερα… σήμερα ήθελα να δω, να καταλάβω αν πάει και κάπου μακρύτερα. Βλέπεις έχω κάποια γούστα τα οποία πολύς κόσμος τα βλέπει εξεζητημένα ή ακόμα και ακραία. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι κάποια από αυτά τα μοιραζόμαστε και σήμερα… σήμερα νομίζω ότι το επιβεβαίωσα.»
Και τότε έγινε και στο μυαλό μου η αποκάλυψη: «Με το καμτσίκι και το φλόγκερ;» τον ρώτησα.
Σταμάτησε τον χορό.
«Ναι, με το καμτσίκι και το φλόγκερ.»
«Δε μου άρεσε τόσο το καμτσίκι» του είπα.
«Μπορεί» μου είπε. «Γι αυτό να είσαι φρόνιμη.»
«Μα μου είπες να μη είμαι για να μη στο χαλά…χμμ χμμ»
«Πώπω Μαδάμ, δουλεύεις με διπλό καρμπυλατέρ » μου είπε χαμογελώντας.
«Ο τίμιος Δανός φέρνει ντόνατς, ε;»
«Είδες τι δυνατή που είναι στο σταυρόλεξο» είπε και όπως με είχε αγκαλιά μου έριξε μια ξυλιά στον δεξί μου γλουτό.
«Αου!» φώναξα αιφνιδιασμένη. Σε κάθε άλλη περίπτωση, όπως και τότε στο Γυμνάσιο, χέρι που έκανε αυτό το πράγμα θα είχε βρεθεί στον κώλο αυτού που το έκανε. Σε κάθε άλλη περίπτωση.
«Όχι αχ… Ένα» μου είπε.
Ορίστε;
Και τότε έπεσε μια πιο δυνατή ξυλιά στον αριστερό μου γλουτό!
«Άααου» ξαναφώναξα. Ο πόνος απέκτησε ξάφνου ευχάριστη υφή.
«Δύο είναι η σωστή απάντηση» μου είπε ρίχνοντάς μου μια τρίτη ξυλιά.
«Τρία;» του είπα ερωτηματικά. Είχα αρχίσει να υγραίνομαι.
«Σωστά» μου είπε και με χάιδεψε απαλά και στους δύο γλουτούς. Μετά μου έριξε την τέταρτη.
Όταν φτάσαμε στο δέκα είχα γίνει μούσκεμα αλλά ένιωθα και το Μανώλη φουσκωμένο πάνω μου.
Με άφησε από την αγκαλιά του. Έκανε ένα βήμα πίσω και με κοίταξε. Η μπλούζα ήταν στενή και όπως έχω πει το στήθος μου μεγαλούτσικο οπότε οι ρώγες μου που είχαν πετρώσει διαγραφόντουσαν φανερά από κάτω της. Μου έβγαλε τη μπλούζα και έχωσε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου. Με χάιδεψε και μου έβαλε δάχτυλο. Μπήκε κάπως βαθιά και ένιωσα πόνο αλλά η καύλα μου ήταν τέτοια που δε με ένοιαξε καθόλου. Άρχισε να παίζει με το δάχτυλό του μέσα μου. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω αυτό που ένιωθα, τις τελευταίες μέρες είχα ζήσει στιγμές απίστευτης ηδονής. Ένιωθα τον οργασμό να έρχεται και τα βογγητά μου άρχισαν να γίνονται πιο δυνατά.
«Σ’ αρέσει μωρό μου»
«Μμμμμ» μπόρεσα να πω.
«Το νιώθεις; Το νιώθεις που έρχεται;»
«Μμμμμ μμμμμ αααχ αααχ» εγώ.
«Σου απαγορεύω να τελειώσεις» μου είπε.
Ναι, καλά χοροπήδα είπα από μέσα μου. Με είχε τρελάνει το χέρι του.
«Άμα τελειώσεις χωρίς άδεια δε θα είσαι φρόνιμη, θα είσαι άτακτη» μου είπε.
«Ο δανός με τα ντόνατς» είπα μέσα μου αλλά δεν μπορούσα να το ελέγξω. Δεν… δεν μπορούσα να το ελέγξω.
Τρίτη φορά μέσα σε ένα 24ωρο, δεύτερη φορά απόψε. Να δω με τι μάτια θα αντικρύσω τους γείτονες του Μανώλη.
«Παίζεις βρώμικα» του είπα παραπονιάρικα, όταν κατόρθωσα να ηρεμίσω.
«Είπαμε, στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται.»
Είδα το καμτσίκι και ξεροκατάπια. Αυτό θα πονέσει είπα μέσα μου. Ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό να πω όχι.
«Ανέβα στον καναπέ και κάτσε στα τέσσερα με τα χέρια σου στην πλάτη του και τούρλωσε το κωλαράκι σου» με διέταξε.
Έκανα ότι μου ζήτησε.
«Χμμμ.» είπε και ήρθε κοντά μου. «Για κάτσε καλύτερα, η πλάτη πρέπει να καμπυλώνει προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω» είπε πιέζοντάς με ταυτόχρονα με το χέρι του.
«Έτσι μπράβο» μου είπε όταν πήρα τη στάση που ήθελε. «Όταν θα κάθεσαι στα τέσσερα θα κάθεσαι πάντα με αυτό τον τρόπο. Έχεις υπέροχο κωλαράκι και αν κάθεσαι λάθος το αδικείς.»
Η αναφορά στον απαυτό μου με εκνεύριζε αλλά…
Ήμουν ακόμα υγρή ή για να είμαι ειλικρινής ήμουν πάλι υγρή. Ο Μανώλης ήρθε από πίσω μου, έβαλε από κάτω το χέρι του και άρχισε να παίζει με ένα δάχτυλο την κλειτορίδα μου. Μετά το ίδιο δάχτυλο το έφερε στην πίσω τρυπούλα μου και άρχισε να το βάζει σιγά-σιγά μέσα.
Το συναίσθημα ήταν ηδονικά δυσάρεστο… δεν μπορώ να το περιγράψω καλύτερα. Ασυναίσθητα σφίχτηκα.
«Χαλάρωσε» μου είπε ο Μανώλης συνεχίζοντας να παίζει με το δάχτυλό του. Το έβαζε μέσα-έξω, όχι όλο, ένα μέρος του. Πονούσα, μου άρεσε και μου έφερνε μια απίστευτη δυσάρεστη αίσθηση ότι θέλω να πάω τουαλέτα.
Μου έβαλε με μια απότομη κίνηση όλο το δάχτυλο μέσα.
Βόγκηξα αλλά κάθισα ακίνητη καθώς το δάχτυλό του έκανε κυκλικές κινήσεις μέσα μου.
Το τράβηξε σιγά-σιγά, αυτό ναι, ήταν ηδονικά ανακουφιστικό.
Μετά με άφησε. Υπέθεσα ότι πήγε να φέρει το καμτσίκι.
Έσφιξα τα δόντια μου.
Ο Μανώλης χάιδεψε τους γλουτούς μου και μου είπε «Αν νιώθεις ότι δεν αντέχεις, πες μου Μανώλη σταμάτα. Μη διστάσεις να το πεις, αν μου το πεις θα σταματήσω αμέσως και δεν υπάρχει κανένας λόγος να αισθανθείς άσχημα.»
Δεν μίλησα.
«Κατερίνα μου, είναι πολύ σημαντικό αυτό που σου λέω. Μπορείς να μου πεις οποιαδήποτε στιγμή, ακόμα και τώρα που δεν έχουμε αρχίσει “Μανώλη σταμάτα”. Δε θα πέσεις στα μάτια μου. Θέλω να το καταλάβεις αυτό.»
Παιχνίδι είναι, παιχνίδι. Ερωτικό. Μου έδωσε. Θυμήθηκα δύο φορές την ανάγκη μου να τον ικανοποιήσω παίρνοντάς τον στο στόμα μου. Ότι ήθελες, φτάνει να μου το ζητούσες. Η ίδια το είχα πει. Έσφιξα τα δόντια.
«Ήμουν άτακτη» του είπα.
Το κάψιμο της πρώτης βουρδουλιάς ήταν πόνος που δεν είχα ξαναζήσει. Αυτά που έκανε κατά την εξομολόγησή μου στα πόδια μου ήταν απλά χάδια. Αυτό πόνεσε. Πολύ.
«Χμμμφφ Ένα» του είπα.
Στο τρία είχα δακρύσει.
Και όμως ταυτόχρονα ένιωθα ηδονή και ντροπή. Όχι, αυτός ο πόνος δεν μου προκαλούσε ηδονή, ψυχική ηδονή μου προκαλούσε η ντροπή από τη συνειδητοποίηση της θέσης μου: Εγώ στα τέσσερα για να με δείρει ο Μανώλης με το καμτσίκι του όχι γιατί δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να γλιτώσω αλλά γιατί δεν ήθελα να κάνω κάτι για να γλιτώσω. Γιατί ήθελα να τον ικανοποιήσω.
Στο πέντε σταμάτησε από μόνος του.
«Κάτσε ακίνητη, καρδούλα μου.»
Έφυγε και γύρισε σε μισό λεπτό. Ένιωσα ένα πιτσίλισμα στους γλουτούς μου και μετά ο Μανώλης άρχισε αργά και απαλά να απλώνει το υγρό πάνω μου. Το έκανε τόσο τρυφερά και τόσο απαλά που παρά το τσούξιμο που ακόμα ένιωθα στα μέρη που είχε χτυπήσει το καμτσίκι του κόντεψα να αρχίσω να χουρχουρίζω σα γατούλα. Μετά φίλησε απαλά κάθε σημείο… και ξανά… και ξανά…
Κάν’το μάκια να περάσει λες και ήμουν μικρό κοριτσάκι.
«Σήκω από τον καναπέ μωρό μου» μου είπε απαλά. Είχα κοκκινήσει από πίσω και άρχισα ξαφνικά να κρυώνω. Έβγαλε το παντελόνι της πιτζάμας που φορούσε μένοντας γυμνός από κάτω. Μου ζήτησε να το φορέσω όπως και το μπλουζάκι. Με πήρε σφιχτά αγκαλιά και άρχισε να με τρίβει ενώ φιλιόμασταν όρθιοι δίπλα από τον καναπέ.
Τραβήχτηκε. Πήγε και κάθισε στην πολυθρόνα. Μου έγνεψε να τον πλησιάσω και όταν το έκανα, να γονατίσω.
Γονάτισα και τον κοίταξα στα μάτια.
«Δε μου άρεσε το καμτσίκι» του είπα.
«Το κατάλαβα» μου είπε. «Δεν θα το ξαναχρησιμοποιήσω»
«Αφού σου αρέσει» του είπα με σπασμένη φωνή.
«Εσύ μου αρέσεις περισσότερο και δε σε αλλάζω ούτε με όλα τα γαμημένα καμτσίκια του κόσμου. Τα παιχνίδια είναι παιχνίδια όσο τα ευχαριστιούνται και οι δύο. Αν δεν τα ευχαριστιούνται και οι δύο, δεν είναι παιχνίδια. Γι αυτό έχει σημασία όταν παίζουμε και δεις ότι δε θες ή ότι δεν αντέχεις άλλο να μου λες “Μανώλη σταμάτα”. Κατάλαβες Κατερινιώ μου;»
«Σε θέλω» του είπα αντί άλλης απάντησης.
«Απλά με θέλεις;» μου έκανε παραπονιάρικα, μην καταλαβαίνοντας τι του είπα.
«Σε θέλω» του είπα. «Σε θέλω.»
Σηκώθηκα και κατάλαβε. Σηκώθηκε και εκείνος διστακτικά.
«Σε θέλω» του είπα.
Μετά, πιο σίγουρος με έπιασε από το χέρι και με πήγε στο δωμάτιο του με το υπέρδιπλο σιδερένιο κρεβάτι.
Είχε έρθει η ώρα να με κάνει δική του.
10 - Το στοίχημα
Όπως μπαίναμε στο δωμάτιο του με έπιασαν οι αμφιβολίες μου. Το τραίνο έγινε υπερταχεία και εγώ ήμουν που είχα πει στο μηχανοδηγό να πατήσει το γκάζι. Βίωνα το ισοδύναμο του runner's high όταν μετά από έντονο τρέξιμο μεγάλης διάρκειας υπάρχει ένα σημείο που από εκεί και πέρα το σώμα πάει σχεδόν μόνο του, με το μυαλό σε μια κατάσταση μουδιασμένης ευφορίας, υπάκουο αυτό στο πόδια και όχι το αντίθετο.
Δίστασα και ο δισταγμός αυτός φάνηκε στο βηματισμό μου και ο Μανώλης το κατάλαβε.
«Μήπως το μετάνιωσες;»
«Όχι…»
Παύση.
«Ναι…» είπα τελικά και συνέχισα «Συγνώμη Μανώλη μου, εγώ… εγώ σε ξεσήκωσα το ξέρω και όταν το έκανα ήμουν σίγουρη. Σε θέλω… σε θέλω αλλά νιώθω σαν να είμαι σε μια κατηφόρα με σπασμένα φρένα. Η ταχύτητα με ζάλισε και με μέθυσε. Έχουν γίνει όλα μαζί… τόσο γρήγορα… Σε θέλω, ειλικρινά σε θέλω. Όμως όταν σου δοθώ πρέπει να έχω σιγουρευτεί ότι αυτό δεν οφείλεται στον ενθουσιασμό της στιγμής. Γιατί ο ενθουσιασμός σε παρασέρνει και μετά… και μετά περνάει και τότε έχεις να λογοδοτήσεις στον εαυτό σου.»
Γύρισε και με χάιδεψε τρυφερά. Άνοιξε τη ντουλάπα και από το συρτάρι και έβγαλε ένα παρδαλό μποξεράκι με looney toons. «Φόρεσέ το και έλα να σε πάρω αγκαλιά.»
Χαμογέλασα και φόρεσα το μποξεράκι που η αλήθεια είναι πως μου ήταν κάπως στενό. Ο Μανώλης στο μεταξύ είχε χωθεί κάτω από το πάπλωμα. Πήγα κι εγώ από την άλλη μεριά, σήκωσα το πάπλωμα και όρμησα στην αγκαλιά του και άρχισε να μου μιλάει.
«Δικό μου είναι το σφάλμα γιατί παρασύρθηκα και σε παρέσυρα και είσαι άβγαλτη, εγώ θα έπρεπε να έχω το πόδι στο φρένο. Είναι η δεύτερη φορά που ήσουν εσύ η νηφάλια τη στιγμή που έπρεπε να χαλιναγωγηθεί ο ενθουσιασμός. Όπως τότε, με το “μπαμπά μην τρέχεις”. Έχεις δίκιο, δε χρειάζεται τρέξιμο, η απόλαυση είναι στη διαδρομή.»
Χαμογέλασα χαρούμενη και έτριψα το πρόσωπό μου πάνω του ρουφώντας τη μυρωδιά του και μετά άρχισα να του κάνω «χρρρρ χρρρ χρρρ» οπότε έσκασε στα γέλια.
Ξαφνικά μου ήρθε μια ιδέα.
«Ήσουν παρορμητικός και πρέπει να τιμωρηθείς.»
Τον έβαλα και ξάπλωσε ανάσκελα.
«Επιστρέφω αμέσως» του είπα και πήγα μέσα στο σαλόνι τρέχοντας. Γύρισα με το μαντήλι που μου είχε τυλίξει τα μάτια στα χέρια μου.
Ανέβηκα στο κρεβάτι και του έπιασα τα χέρια και του τα έβαλα πίσω από κάγκελα του κρεβατιού. Μετά κατάλαβα ότι το σχέδιό μου έμπαζε γιατί τα χέρια είναι δύο και το μαντήλι ένα, οπότε αναγκάστηκα να αυτοσχεδιάσω. Του έφερα τα χέρια σταυρωτά πίσω και τα έδεσα με το μαντίλι και μετά έδεσα το μαντίλι στα κάγκελα. Έβγαλα τη μπλούζα μου και έμεινα μόνο με το μποξεράκι του. Κάθισα πάνω του, έσκυψα και άρχισα να του τρίβω πρώτα το ένα και μετά το άλλο τα στήθη μου στο πρόσωπό του. Μετά ούσα σκυμμένη πάνω του πίεσα με τα χέρια μου τα δυο μου στήθη το ένα προς το άλλο με το πρόσωπό του ανάμεσά τους. Του έφερα και του ακούμπησα τη ρώγα του ενός μου στήθους στα χείλη του. Πρώτα την έγλειψε απαλά και μετά την πήρε αχόρταγα στο στόμα του πιπιλώντας την τόσο δυνατά που με πόνεσε, αλλά ο πόνος αυτή τη φορά ήταν πάλι ηδονικός. Συνέχισα με το άλλο μου στήθος για λίγη ώρα και μετά ξανασηκώθηκα.
Κοιτάζοντάς τον προκλητικά και όπως ήμουν καθισμένη πάνω του με τα πόδια ανοιχτά ώστε να μην του πλακώσω το στήθος, έγειρα ελαφριά προς τα πίσω χαρίζοντάς του την πλήρη θέα, και περνώντας το χέρι μου από πίσω πήρα το φουσκωμένο πέος του στο χέρι μου αρχίζοντας να το παίζω.
«Σ’ αρέσει που με βλέπεις; Πόσο θα ήθελες να έχεις τα χέρια σου ελεύθερα για να μπορείς να χουφτώσεις τα βυζιά μου;»
«Πολύ… με τρελαίνει που είναι δεμένα και δε μπορώ να στα χουφτώσω και να στα σφίξω. Θέλω να σπάσω τα κάγκελα» είπε παίζοντας το ρόλο του γιατί φυσικά το δέσιμο που του είχα κάνει ήταν απλά για την ιδέα του πράγματος και όχι δέσιμο της προκοπής.
Μετά πήγα αργά προς τα πίσω και κάθισα πίσω από το θεριεμένο μέλος του. Μόνο το λεπτό -και ομολογώ ιδιαίτερα βρεγμένο- ύφασμα του boxer με χώριζε το πέος του. Άρχισα να τρίβομαι πάνω του, κουνώντας μπρος-πίσω τη λεκάνη μου, με περιορισμένη επιτυχία στην αρχή είναι η αλήθεια. Κάποια στιγμή βρήκα το ρυθμό μου και ο Μανώλης φυσούσε και ξεφυσούσε ενώ το πέος του που τριβόταν πάνω στην ευαίσθητη περιοχή μου έκανε και εμένα να τρέμω.
Σταμάτησα και πήγα λίγο πιο κάτω προς το μέρος των μηρών του και έσκυψα πάνω του και τον φίλησα αλλά σταμάτησα γρήγορα το φιλί. Του δάγκωσα τα χείλη και μετά το σαγόνι. Μετά άρχισα να τον φιλάω και να τον πιπιλάω στο λαιμό κατεβαίνοντας προς το δεξί του στήθος. Του πιπίλησα τη ρόγα του και η άλως ανατρίχιασε. Μετά έκανα το ίδιο με το αριστερό του στήθος. Τότε σιγά-σιγά και πότε πιπιλώντας, πότε γλείφοντας και πότε δαγκώνοντας κατέβηκα προς τα κάτω. Έφερα το ορθωμένο μέλος του μπροστά από το πρόσωπό μου και το κοίταξα. Η γλώσσα μου άρχισε να παίζει με το κεφαλάκι και το σώμα του Μανώλη έκανε σπασμό. Μετά σιγά-σιγά, προσεκτικά για να μην πνιγώ και καταφέρνοντας να καταπνίξω το ρεφλέξ, τον πήρα στο στόμα μου μέχρι που έφτασε στο βάθος του. Τον κράτησα εκεί για μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταφέρω να πάρω ανάσα από τη μύτη. Μετά σιγά-σιγά τραβήχτηκα μέχρι που βγήκε όλος έξω. Τον κράτησα με το χέρι μου και άρχισα να γλείφω τη βάση πιέζοντάς τον πάνω στο πρόσωπό μου.
«Αν τελειώσεις χωρίς άδεια…» ξεκίνησα να του λέω και σταμάτησα.
«Τι;» με ρώτησε με πνιγμένη φωνή από την κάβλα.
«Πρέπει να μάθεις αυτοσυγκράτηση.» του είπα σχεδόν ψιθυριστά. «Αν τελειώσεις προτού σου πω ότι μπορείς να τελειώσεις αντί να τα καταπιώ, θα τα μαζέψω στο στόμα μου και θα φτύσω στο πρόσωπό σου»
Μετά τον ξαναπήρα στο στόμα.
Επανάληψη μήτηρ μαθήσεως και ως αθλήτρια ήξερα από μικρή την αναγκαιότητα της προπόνησης. Τον έπαιρνα όσο βαθιά γινόταν αλλά για να το καταφέρω αυτό έπρεπε να μπορώ να καταπνίξω το ρεφλέξ και ταυτόχρονα να καταφέρω να αναπνεύσω πράγμα το οποίο ήταν αξιοσημείωτα δύσκολο ακόμα. Τα σάλια που έπρεπε να καταπίνω και η μύτη μου που άρχισε να βουλώνει έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα οπότε από άποψη ταχύτητας ήταν δράμα.
Αποφάσισα να αλλάξω τακτική γιατί αλλιώς θα κέρδιζε με κάτω τα χέρια, με αυτό το ρυθμό μάλλον θα ήταν αδύνατο να τελειώσει. Τον πήρα όσο πιο βαθιά μπορούσα χουφτώνοντάς τον ταυτόχρονα με το χέρι μου και άρχισα να τον παίζω.
Ο αφιλότιμος έχει απίστευτο έλεγχο στον οργασμό του αλλά τότε δεν το ήξερα. Συνέχισα μέχρι που άρχισε να πιάνεται το σαγόνι μου.
Όπως και στο βόλεϊ έτσι και σήμερα παραδέχτηκα την ήττα μου.
«Κέρδισες» του είπα απλά και τον ξαναπήρα στο στόμα μου.
Σε δύο λεπτά είχε τελειώσει οπότε μιας και είχα χάσει αυτό το ιδιότυπο στοίχημα, κατάπια.
11 - Περί μερικών διαφορικών εξισώσεων
Πέρασαν έτσι τρεις ήρεμες εβδομάδες. Ο Μανώλης με εξαίρεση τις Τρίτες σπανίως έφτανε σπίτι του πριν τις 20:00. Ομοίως κι εγώ με τα μαθήματα, τα διαβάσματα και τις αθλητικές μου δραστηριότητες δεν είχα ελεύθερο χρόνο, καθώς πριν το Μανώλη και ούσα μονάχη είχα φτιάξει το πρόγραμμά μου έτσι ώστε να μην υπάρχουν κενές ώρες. Βλεπόμασταν τις Τρίτες και όποτε τύχαινε να μπορούμε να ξεκλέψουμε μια-δυο ώρες από εδώ και από εκεί.
Βέβαια τα ξενύχτια μου τις Παρασκευές και τα Σάββατα δεν είχαν περάσει απαρατήρητα από τους γονείς μου. Ήξεραν ότι υπήρχε ένας Μανώλης στη ζωή μου αλλά από την άλλη τους καθησύχαζε το γεγονός πως ούτε τα διαβάσματά μου είχα παρατήσει, ούτε τις αθλητικές μου δραστηριότητες και φυσικά βλέποντας με και εμένα χαρούμενη δεν είχαν πιέσει να μάθουν περισσότερα.
Ήταν Τετάρτη απόγευμα και διάβαζα για τη σχολή. Είχα πέσει σε μια πολύ ζόρικη μερική διαφορική και από εδώ το πήγαινα, από εκεί το έφερνα δε μου έβγαινε. Είχα αρχίσει να βγάζω καπνούς από τ’ αυτιά. Είμαι πολύ καλή στα μαθηματικά και το είχα πάρει βαριά και καθώς ήταν και η τελευταία άσκηση που μου είχε μείνει, δεν είχα να ασχοληθώ με κάτι άλλο για να καθαρίσει το μυαλό μου και μετά να επιστρέψω σε αυτή. Πήγα στη κουζίνα για να γεμίσω την κούπα μου με γαλλικό καφέ και εκεί ήταν ο πατέρας μου που έφτιαχνε φρουτοσαλάτα.
«Μπαμπά θυμάσαι τίποτα από μερικές διαφορικές;» τον ρώτησα χωρίς ιδιαίτερη ελπίδα.
«Ναι, ότι υπάρχουν και αυτές.»
«Μπφφφφ» ξεφύσησα απελπισμένη. «Κάπου κάτι έχω κάνει λάθος γιατί αυτό που βγαίνει δεν έχει νόημα και το βλέπω. Που είναι το λάθος δεν καταλαβαίνω.»
Ο πατέρας μου πέταξε το δόλωμα. «Γιατί δε ρωτάς το Μανώλη;»
Το Μανώλη… χμμμμμμ σκέφτηκα αφηρημένη, μπορεί να θυμάται, δεν μπορεί να μην έκανε ΜΔΕ στις σπουδές του ως Χημικός Μηχανικός. Και μετά συνειδητοποίησα ότι ο πατέρας μου μου είπε για τον Μανώλη. Και με κοιτούσε.
«Το…. Τον…. Εεεε.. εεεε» ψέλλισα καθώς η λαλιά μου αποφάσισε να πάρει άδεια άνευ αποδοχών.
Η μητέρα μου μπήκε και αυτή στην κουζίνα την ώρα που εγώ προσπαθούσα να μιλήσω.
«Τι έπαθε;» ρώτησε κοιτώντας τον πατέρα μου.
«Της ανέφερα τον Μανώλη» είπε ο πατέρας μου και συνέχισε με το γνωστό πειραχτικό του χιούμορ «και νομίζω πως τώρα κάνει επανεκκίνηση.»
Έχοντας ατυχή εμπειρία από το κινητό της η μητέρα μου συνέχισε το πείραγμα που άρχισε ο πατέρας μου. «Λες να χρειαστεί σέρβις;»
«Ελπίζω όχι, είναι και εκτός εγγύησης εδώ και δύο χρόνια.» απάντησε συνεχίζοντας το ανελέητο trolling.
Βέβαια αυτό ήταν καλό σημάδι, όταν οι γονείς μου μας πειράζαν σημαίνει ό,τι όλα ήταν καλά.
«Κατερίνα μου, ανάσα» είπε η μητέρα μου.
«Το χάσαμε το κορμί, πατριώτισσα» συνέχισε ο πατέρας μου.
«Την έχει δαγκώσει γερά τη λαμαρίνα» συμφώνησε η μητέρα μου.
«Ποια λαμαρίνα Έλσα μου, κομμάτι από εξάρα A36 έχει κόψει».
«Είμαι κι εγώ εδώ» κατόρθωσα να πω βρίσκοντας τη μιλιά μου.
«It’s alive!!!!» συνέχισε απτόητος ο πατέρας μου.
«Λοιπόν, Αλέξανδρε, εγώ θα κάνω τον κακό μπάτσο.» είπε η μητέρα μου.
«Κι εγώ θα κάνω τον καλό;»
«Όχι, εσύ θα κάνεις τον χειρότερο.»
«Γι αυτό σ’ αγαπάω» της είπε.
Το γεγονός ότι αστειεύονταν όπως είπα και παραπάνω ήταν καλό αλλά εγώ δεν ήμουν προετοιμασμένη ψυχολογικά για να τους μιλήσω για τη σχέση μου. Εκτός από την πρώτη φορά, ο Μανώλης με είχε ρωτήσει άλλες δύο φορές αν ήθελα να ανέβω πάνω να τον γνωρίσουν οι δικοί μου και το είχα αναβάλλει για επόμενη φορά και τις δύο, οπότε δεν είχε επιμείνει περισσότερο, αφήνοντας σε εμένα την επιλογή όταν θα ήμουν έτοιμη.
Και σήμερα δεν ήμουν έτοιμη.
Από την άλλη ωστόσο δεν μπορούσα να τον αποφύγω.
«Λοιπόν, Κατερίνα;» ρώτησε ο πατέρας μου.
Ξεροκατάπια και άρχισα. Είπα ότι τον λένε Μανώλη, πράγμα που ήδη ήξεραν, είπα ότι είναι χημικός μηχανικός και είπα ότι δουλεύει σε μια μεγάλη εταιρία χημικών.
«Επίθετο δεν έχει;»
«Δασκαλάκης» τους απάντησα.
«Έχει καμιά σχέση με τον Κωνσταντίνο Δασκαλάκη;»
«Όχι, συνωνυμία»
«Και πόσων χρονών είναι;»
Εδώ ήταν τα δύσκολα.
«Εεε… 32»
Σιγή.
«Είναι καταπληκτικός άνθρωπος μπαμπά. Κέρδισε υποτροφία στο Berkeley. Έμεινε εκεί μέχρι τα 30 ως μεταδιδακτορικός και μετά γύρισε Ελλάδα.»
«Γιατί γύρισε Ελλάδα;» με έκοψε ο πατέρας μου.
«Τον είχα ρωτήσει κι εγώ όταν τον γνώρισα. Όσο και αν φαίνεται απίστευτο γύρισε για να πάει στρατό. Σκόπευε να επιστρέψει μετά στην Καλιφόρνια αλλά όταν τελείωσε του έκαναν μια πολύ καλή προσφορά να αναλάβει τη διεύθυνση Έρευνας και Ανάπτυξης της εταιρίας στην οποία εργάζεται και έμεινε Ελλάδα.»
Μίλησε η μητέρα μου.
«Κατερίνα μου, είναι μεγάλος για σένα.»
Πάγωσα.
«Κατερίνα, είσαι ενήλικη. Δε θα σου πούμε εμείς με ποιον να βγαίνεις, αλλά αγάπη μου… είναι μεγάλη η διαφορά σας στην ηλικία σε σχέση με τις ηλικίες σας. Δεν είστε 42 με 30, είστε 32 με 20.» συνέχισε η μητέρα μου.
Οι γονείς μου κοιτάχτηκαν μεταξύ τους για λίγο.
«Μη σπέρνουμε την καταστροφή» είπε ο λατρεμένος μου πατέρας. «Θέλουμε ωστόσο να τον γνωρίσουμε.»
«Μου το είχε προτείνει και ο ίδιος τις τρεις πρώτες φορές που είχαμε βγει, να ανέβει πάνω να τον γνωρίσετε, για να ξέρετε με ποιον άνθρωπο βγαίνω έξω. Εγώ… Ε… εγώ το ανέβαλα και τις τρεις φορές.»
«Κοίτα, δεν λέμε να έρθει να δώσει λόγο ο άνθρωπος. Απλά, την επόμενη φορά που θα βγείτε, όταν έρθει να σε πάρει κάντε αυτό που σου είχε προτείνει.»
«Μάλιστα» είπα.
«Τους ζυγούς λύσατε» είπε ο πατέρας μου και εγώ γύρισα στο δωμάτιό μου για να πάρω το Μανώλη τηλέφωνο και να του πω τι έγινε.
Το μόνο παρήγορο σε όλη αυτή την ιστορία ήταν ότι ο Μανώλης με βοήθησε να βρω που είχα κάνει λάθος. Ο άτιμος το βρήκε με τη μία αλλά σωστά πράττοντας με καθοδήγησε ώστε να το βρω η ίδια. Με έβαλε να ξαναδιαβάσω πέντε φορές το ίδιο σημείο σε μια πράξη μέχρι τελικά να ανάψει το λαμπάκι: Λάθος σειρά στην μερική παραγώγιση.
Άτιμες μερικές διαφορικές. Την Παρασκευή έπρεπε να περάσω την ταραχή του να γνωρίσω το Μανώλη στους δικούς μου και μετά… πέντε με τη βίτσα για να μάθω να είμαι προσεκτική.
Βαριά η μηχανική!
12 - Netflix & chill
Ήρθε το βράδυ της Παρασκευής και κατέβηκα στην είσοδο να υποδεχτώ το Μανώλη, ο οποίος ήρθε με ένα κουτί γλυκά.
«…και πρόσεξε μη χαχανίσεις όταν σου πει το όνομά του, το αστείο είναι πολύ παλιό και τον εκνευρίζει.»
«Γιατί να χαχανίσω; Αλέξανδρο τον λένε, όχι Χαμογελάιδα!» μου είπε απορημένος ο Μανώλης.
«Πώς με λένε εμένα;» τον ρώτησα.
«Τι ερώτηση είναι αυτή ρε Κατερίνα;»
«Ποιο είναι το πλήρες όνομα μου;»
«Κατερίνα Βιάσκου» μου είπε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Ε και τον πατέρα μου τον λένε Αλέξανδρο Βιάσκο.»
«Και;»
«Να υποθέσω ότι δεν έχεις δει το “Με φόβο και πάθος” του Φώσκολου, ε;»
«Τι να σου πω, ακόμα και αν το έχω δει δεν το θυμάμαι. Τι σχέση έχει;»
«Στην ταινία αυτή ένας τίμιος εισαγγελέας τα βάζει με μια μεγαλοοικογένεια: Τους Βιάσκους. Ε, ο πατριάρχης της οικογένειας αυτής λεγόταν Αλέξανδρος.»
«Δεν αφήνουμε το trivia να πάμε πάνω;»
«Καλά δεν περνάμε εδώ;» του είπα προσπαθώντας να το αναβάλω όσο πήγαινε.
Ουφ!
«Πάμε φοβητσιάρα»
Άπαξ και μπεις στο χορό, θα χορέψεις. Προς το παρόν το μόνο πράγμα που χόρευε ήταν η καρδούλα μου.
Άνοιξε την πόρτα ο πατέρας μου και μας κοίταξε.
Μάλλον κάτι αντίστοιχο θα είχε συμβεί και στον Έλβις πριν δημιουργήσει τη χαρακτηριστική του χορευτική κίνηση με τους γοφούς του.
«Καλησπέρα» είπε με ανεξιχνίαστη φωνή. «Περάστε μέσα»
«Καλησπέρα» είπε ο Μανώλης και μπήκαμε μέσα όπου στο σαλόνι μας περίμενε και η μητέρα μου.
Ο Μανώλης μου έδωσε τα γλυκά γύρισε προς τον πατέρα μου.
«Μανώλης Δασκαλάκης» του είπε δίνοντάς του το χέρι, «χαίρω πολύ».
«Αλέξανδρος Βιάσκος» είπε ο πατέρας μου σφίγγοντάς του το χέρι. Μετά έδειξε την μητέρα μου. «Από εδώ η σύζυγός μου, Έλσα»
Ο Μανώλης γύρισε και της έδωσε το χέρι του. «Χαίρω πολύ, κυρία Βιάσκου»
Μετά ο πατέρας μου, ο λατρεμένος μου μπαμπάς, έσπασε τον πάγο.
«Εγώ και η Έλσα είμαστε σε ηλικία που αρχίζουμε να μπάζουμε και εσείς δεν θα ψηλώσετε άλλο. Δεν περνάτε να κάτσουμε;»
Ολοφάνερο ψέμα! πατέρας μου είναι μόλις 55 και η μητέρα μου 49.
«Ευχαρίστως» είπε ο Μανώλης.
Η μητέρα μου μας έδειξε να κάτσουμε στο μικρό καναπέ ενώ εκείνη και ο πατέρας μου κάθισαν στο μεγάλο.
«Ευτυχώς που υπάρχει κάποιος που θυμάται να λύνει μερικές διαφορικές εξισώσεις» ξεκίνησε ο πατέρας μου στο χαλαρό. «Έπρεπε να τη δεις προχθές, έβγαζε καπνούς από τ’ αφτιά»
«Σας πιστεύω» είπε ο Μανώλης. «Άλλωστε δεν της έχει βγει άδικα το παρατσούκλι “κοντό φυτίλι” από τους φίλους της» συνέχισε δίνοντάς με στεγνά.
Οι γονείς μου χαμογέλασαν και οι δύο.
«Εγώ πάλι κ. Βιάσκο, προσέχω για να έχω. Ως χημικός μηχανικός έχω μάθει από διαχείριση εύφλεκτων υλικών και η Κατερίνα αρπάζει αμέσως. Δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν, ήταν από τα πρώτα πράγματα που θαύμασα πάνω της όταν τη γνώρισα.»
«Πως γνωριστήκατε;» ρώτησε η μητέρα μου.
«Δεν σας έχει πει;» ρώτησε απορημένος ο Μανώλης
«Η Κατερίνα; Έχεις δοκιμάσει να την ανακρίνεις;»
Ooops.
«Ξεφεύγει σα χέλι όταν το θέλει. Πας να της ζητήσεις αύξηση και στο τέλος φεύγεις ευχαριστημένος με μείωση ξεχνώντας για τι πήγες και τι ζητούσες.»
Ε, ρε και να ήξεραν τι κάνει ένα flogger και ένα καμτσίκι σκέφτηκα ντροπιασμένη.
«Ναι, καλά, σε έπιασαν οι ντροπές σου τώρα» είπε η μάνα μου, χωρίς φυσικά να έχει ιδέα γιατί με είχε πιάσει ντροπή.
«Τελείως τυχαία σε ένα παιχνίδι βόλεϊ. Έπαιζα κι εγώ ερασιτεχνικά βόλεϊ όταν σπούδαζα στην Αμερική και ένας κοινός μας γνωστός με είχε προσκαλέσει σε προπόνηση της ομάδας βόλεϊ των μηχανολόγων.»
«Και πόσο καιρό βγαίνετε;» ρώτησε η μητέρα μου ενώ μια χαρά ήξερε την απάντηση.
«Κοντά δύο μήνες» απάντησε ο Μανώλης.
«Αμάν, που είναι οι τρόποι μας βρε Αλέξανδρε» είπε η μητέρα μου. «Θέλετε να πιείτε τίποτα;»
Εγώ δαγκώθηκα, πόση ώρα ήθελαν να μας κρατήσουν εδώ;
«Ευχαρίστως, αν έχετε κάτι μη αλκοολούχο ή κάτι ελαφρύ και γλυκό, δεν είμαι φαν του αλκοόλ»
Παρά τους φόβους μου δεν καθίσαμε παραπάνω από 15 λεπτά. Ο Μανώλης με το χιούμορ του, τη ζεστασιά του και την άνεσή του να μπορεί να μιλάει σε αγνώστους λες και είναι παλιοί του γνωστοί γίνεται πολύ εύκολα συμπαθής και οι γονείς μου δεν αποτέλεσαν εξαίρεση.
«Καλή διασκέδαση» μας είπε ο πατέρας μου κλείνοντας την πόρτα.
«Καλά πήγε» είπα ανακουφισμένη.
«Γιατί να μην πήγαινε καλά, Κατερινιώ μου;»
Ουφ, αυτοί οι άντρες!
Μπήκαμε στο αυτοκίνητό του. Συνήθως δεν κανονίζαμε από πριν που θα πάμε, αποφασίζαμε στην πορεία.
Διόρθωση: Δεν κανονίζαμε που θα πάμε, πρότεινε και πηγαίναμε.
Άρχισε να μου αραδιάζει πιθανά μέρη αλλά τον έκοψα.
«Μανωλιό μου, δεν έχω όρεξη για κόσμο. Θέλεις να πάμε μια μικρή βόλτα με το αυτοκίνητο και μετά να πάμε σπίτι σου να κάτσουμε;» τον ρώτησα.
«Ό,τι θέλει η Κατερίνα μου» είπε και με φίλησε απαλά.
Κανονικά από το σπίτι μου στο σπίτι του είναι μικρή σχετικά απόσταση. Κατεβαίνεις μέχρι τη Ρέα και παίρνεις την Ρόδων που σε βγάζει στην πλατεία της Πολιτείας. Ο Μανώλης μας πήγε το γύρο της Πεντέλης. Αντί να κατέβει προς Ρέα ανέβηκε προς Νέα Μάκρη και όταν φτάσαμε στο Πανόραμα στρίψαμε και πήραμε τον πίσω δρόμο της Πεντέλης, προς την ομώνυμη Μονή. Φτάσαμε στη Νέα Πεντέλη και από και πάλι Πολιτεία.
Αν και είχε κρύο είχα κατεβάσει λίγο το παράθυρο και ο φρέσκος και παγωμένος αέρας με είχε αναζωογονήσει.
Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά του αλλά ήταν ακόμα σχετικά νωρίς και προς κακή μου τύχη συναντήσαμε μία γηραιά ένοικο της πολυκατοικίας. Κρίνοντας από το βλέμμα της κατάλαβα ότι είχα ακουστεί κάθε φορά που είχα τελειώσει, και δεν είχαμε πάει μόνο μια φορά στο σπίτι του.
Δεν είχαμε κάνει ακόμα έρωτα αλλά σχεδόν όλα τα άλλα τα είχαμε κάνει. Από το παιχνίδι με τον πόνο είχα ανακαλύψει ότι με ερεθίζει το φλόγκερ, το χέρι του και το δάγκωμα και στρίψιμο στις ρώγες μου. Με τη βίτσα η σχέση ήταν πιο περίεργη, την είχαμε αρχίσει και αυτή και δεν είχα ξετρελαθεί αν και ομολογουμένως ήταν πολύ προτιμότερη από το καμτσίκι. Του άρεσε όμως η βίτσα οπότε μιας και μπορούσα να την ανεχθώ δεν είχα διαμαρτυρηθεί.
Τα παιχνίδια ήταν πάντα δίκην τιμωρίας για κάτι απλό και χαζό ή αφορούσε έλεγχο του οργασμού μου. Ήθελε να με μάθει να κρατιέμαι μέχρι να με ελευθερώσει εκείνος αλλά σε αυτό, σε αντίθεση με τα μαθηματικά ήμουν σκράπας, εξ ου και το δολοφονικό βλέμμα της γριάς στο ασανσέρ.
Με τα παραπάνω είχα ανακαλύψει ότι είμαι δοτική, μου άρεσε να του προσφέρω και η ηδονή μέσα μου όταν γινόταν αυτό δεν ήταν απλά σωματική. Ο Μανώλης μου είχε δείξει διάφορες σελίδες στο internet, εγώ σύμφωνα με αυτές ανήκω στην κατηγορία που λέγεται bottom, κάτι το οποίο στην αρχή έβρισκα ιδιαίτερα μειωτικό. «Μην κοιτάς τις ταμπέλες» μου είχε πει «δεν κάνουν αυτές τον άνθρωπο, ο άνθρωπος κάνει τις ταμπέλες.»
Επιπλέον είχα διακρίνει κάποιες ομοιότητες στη σχέση μου με τον πατέρα μου και τον Μανώλη. Τον πατέρα μου τον λατρεύω όσο τίποτα στον κόσμο αλλά όταν αγριεύει μου κόβονται τα ύπατα, παρά το γεγονός ότι δεν έχει σηκώσει ούτε μια φορά το χέρι πάνω μου. Τον Μανώλη τον αγαπούσα με διαφορετικό τρόπο φυσικά, αλλά είχαν κάτι κοινό, όταν ζητούσαν κάτι εγώ εκτελούσα χωρίς πολλές κουβέντες. Για διαφορετικούς λόγους στον καθένα αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.
Καθώς είμαι άτομο που δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του αυτό με είχε προβληματίσει πολύ στις αρχές. Από την άλλη κάτι μέσα μου με έσπρωχνε να υπακούσω και η πράξη αυτή της υπακοής μου έφερνε, όχι ακριβώς ψυχική ανάταση, αλλά μια αίσθηση που δεν μπορώ να περιγράψω επακριβώς. Η κοντινότερη λέξη είναι η πλήρωση αλλά ακόμα και τώρα μου φαίνεται πολύ βαριά σα λέξη.
Φυσικά όλα αυτά τα είχα συζητήσει με το Μανώλη που είχε άλλη θεώρηση των πραγμάτων. «Νιώθεις ανακούφιση που κάποιος οδηγεί και παίρνει αποφάσεις, όχι γιατί δεν μπορείς η ίδια, αλλά γιατί νιώθεις σαν τον επιβάτη που μπορεί να χαζεύει το τοπίο ενώ ο οδηγός πρέπει να είναι προσηλωμένος στο δρόμο. Σ’ αρέσει να προσφέρεις ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, είσαι άνθρωπος που θέλει να είσαι ίσα-βάρκα ίσα-πανιά στα πάρε δώσε σου με άλλους ανθρώπους και σε κάνει να νιώθεις άσχημα όταν κρίνεις ότι το ισοζύγιο παλατζάρει υπέρ σου.»
Δεν ήταν μακριά από την πραγματικότητα η παραπάνω εκτίμηση, πάντα ένιωθα άσχημα όταν είχα υποχρέωση σε κάποιον άνθρωπο οπότε φρόντιζα να μην έχω.
Γεγονός είναι ότι ακόμα και αν ήμασταν μόλις δύο μήνες μαζί κοντά του ένιωθα ασφάλεια, ζεστασιά και αγάπη και ένιωθα την ανάγκη μέσα μου να το ανταποδώσω στο βαθμό και με τον τρόπο που μπορώ. Κάπως έτσι και από τη στιγμή που όχι απλά απολάμβανα αλλά ένιωθα ανάγκη να του προσφέρω είχα πάρει απόφαση να μην τα πολυσκέφτομαι, ακόμα και αν αυτό κάποιες φορές με έφερνε σε αμηχανία.
Κάποια βραδιά για παράδειγμα, είχαμε βγει με κάτι φίλους έξω, κάποια στιγμή έγειρε και μου είπε στο αυτί: «Πήγαινε στην τουαλέτα και βγάλε το κιλοτάκι σου και μετά έλα να μου το δώσεις με τρόπο.»
Δεν ξέρω κι εγώ πόσα χρώματα άλλαξα εκείνη τη στιγμή ωστόσο όπως το ζήτησε έτσι κι έγινε. Το είχα βάλει στο τσαντάκι μου και όταν κάθισα του το έδωσα κάτω από το τραπέζι. Εκείνος το πήρε στα χέρια του, ευτυχώς κρύβοντάς του, και πήγε στην τουαλέτα όπου γύρισε μετά από λίγο.
«Ήθελα μια ρουφηξιά Κατερίνας» μου είπε και με φίλησε. Το είχε τρίψει στο πρόσωπό του, χωρίς να τον νοιάζει ότι ήμαστε μέσα σε κόσμο.
Κάποια άλλη φορά σε κάποιο πάρτι με ακολούθησε στην τουαλέτα που πήγα και μπήκε και εκείνος μαζί μου μέσα. Κατέβασε το παντελόνι του και μου ζήτησε να του πάρω πίπα. Μας είχε δει κόσμος να μπαίνουμε μαζί στην τουαλέτα. Του το είπα. Και τι σε νοιάζει μου λέει, τους ξέρεις από χθες; Θέλω να όταν βγούμε έξω να έχεις ακόμα τη γεύση του πούτσου μου στο στόμα σου. «Γονάτισε» με διέταξε και εγώ υπάκουσα. Ελπίζω να μην ακούστηκε έξω το «αααχ, χύνω… χύνω στο στοματάκι σου». Κατάπια πρόθυμα αλλά όταν βγήκαμε έξω νόμιζα ότι όλοι μας κοιτούσαν και ότι όλοι ήξεραν ότι μόλις είχα κάνει πίπα στο Μανώλη.
Και όχι τίποτε άλλο αλλά μ’ αυτά και μ’ αυτά είχα ξεχάσει να κατουρήσω οπότε δέκα λεπτά αργότερα και κατακόκκινη επέστρεψα στην τουαλέτα, αυτή τη φορά ευτυχώς μόνη μου!
Είχα μάθει επιτέλους να μπορώ να τον παίρνω όλο μέσα στο στόμα μου κρατώντας ικανοποιητικό ρυθμό και οι πίπες -όπως φαντάζομαι κάθε άντρα- τον ξετρέλαιναν. Είδες τι κάνει η πολλή εξάσκηση;
Όχι ότι με άφηνε παραπονεμένη, αυτά τα παιχνίδια με την απόπειρα ελέγχου του οργασμού μου με ξετρέλαιναν, και δυστυχώς είχα αυτήκοες μάρτυρες τους ένοικους στην πολυκατοικία του Μανώλη. Αν καμιά φορά όχλος οπλισμένος με δαυλούς του γκρέμιζε την πόρτα θα έφταιγε αυτός και το ξερό του το κεφάλι, άμα πια!
«…κάνουμε;»
Ποιος ήρθε;
«This is ground control to Katerina. »
«Ναι ποιος;» τον ρώτησα αφηρημένη.
«Σε ρώτησα τι θες να κάνουμε» μου απάντησε.
«Να ξεχάσουμε τις μερικές διαφορικές για σήμερα;» τον ρώτησα αθώα. «Κατερίνα θέλει αγκαλίτσες» συνέχισα.
«Ο τόκος υπερημερίας είναι 30% μου είπε»
«Είσαι τοκογλύφος» τον κατηγόρησα και συνέχισα « το 30% δεν βγάζει νόημα, 1,5 ξυλιά παραπάνω θα μου δώσεις; Το 20% φαίνεται πιο σωστό»
«Δίκιο έχεις, 40%»
«Ουφ, εκμεταλλεύεσαι την ανάγκη μου» τον κατηγόρησα.
«Αλλά και το 60% καλό ακούγεται» συνέχισε απτόητος.
«Το 40% μου φαίνεται καλή ιδέα» του απάντησα.
«Deal» μου είπε «κόλλα το.»
Και μου κόλλησε μια στα πισινά που χοροπήδησα.
Άθλιε Μανώλη!
«Θέλεις να δούμε καμιά ταινία;» με ρώτησε.
«Ναι αμέ!» του είπα ενθουσιασμένη.
«Βολέψου, πάω να ετοιμάσω pop corn»
«Θέλεις βοήθεια;»
«Όχι μωρό μου, πήγαινε βολέψου. Θέλεις πορτοκαλάδα με ανθρακικό ή coca cola zero?»
«Ό,τι έχεις ανοιχτό» του απάντησα. Δεν πολυπίνω αναψυκτικά είναι η αλήθεια και ο Μανώλης πίνει μόνο πορτοκαλάδα με ανθρακικό από μια μάρκα που του φέρνει ένας φίλος του από την Καρδίτσα και κόκα κόλα zero. Πού και πού πίνει, μα πως το πίνει αυτό το πράγμα, κόκα κόλα βανίλια αλλά ευτυχώς δεν είναι τόσο σαδιστής ώστε να βάλει κι εμένα να κάνω το ίδιο.
Πήγα στον καναπέ στο σαλόνι και άνοιξα την τηλεόραση αλλά ο Μανώλης μου είπε να πάμε να δούμε στο δωμάτιό του συμπληρώνοντας «Αγκαλίτσες δε θέλεις; Πολύ πιο βολικά και ζεστά είναι μέσα»
Δε διαφωνώ!
Πήγα στο δωμάτιό του και άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα το μπλουζάκι και το μποξεράκι που μου είχε χαρίσει. Σήμερα δε χρειαζόταν να μου πει να τα βάλω, το έκανα μοναχή μου. Γδύθηκα στα γρήγορα και μετά τα φόρεσα. Το μποξεράκι ήταν στενό αλλά του Μανώλη του άρεσε γιατί καθότι ελαστικό τονιζόταν ο πισινός μου. Εδώ φοράω γόβες, το στενό σορτσάκι θα με πειράξει;
Χώθηκα κάτω από το πάπλωμα και άνοιξα την τηλεόραση. Ήταν μικρότερη από αυτή του σαλονιού αλλά για το χώρο στον οποίο βρισκόταν ήταν μια χαρά. Χαζολογούσα κάνοντας ζάπινγκ όταν ήρθε ο Μανώλης μέσα. Είδε τα ρούχα μου διπλωμένα στην καρέκλα και χαμογέλασε.
Ta-dah! του έκανα κατεβάζοντας το πάπλωμα ώστε να δει ότι φορούσα το μπλουζάκι. Ήρθε και άφησε στο κομοδίνο μου ένα μισόλιτρο μπουκάλι πορτοκαλάδα και πήγε στο δικό του κομοδίνο και άφησε και αυτός την πορτοκαλάδα του. Μου έδωσε να κρατήσω τη γαβάθα με τα ποκ-κορν και χώθηκε και αυτός κάτω από τα σκεπάσματα.
Χώθηκα στην αγκαλιά του και μετά εκείνος έβαλε τα ποπ-κορν πάνω του και το γύρισε στο Netflix. Δεν αργήσαμε να επιλέξουμε μια χαλαρή χαζοκωμωδία και ξεκίνησε να παίζει.
Και εκεί κάποια στιγμή μου το ξεφούρνισε.
«Την άλλη εβδομάδα θα φύγω για δώδεκα μέρες εκτός Ελλάδας. Θα πάω Γερμανία 5 μέρες και μετά Αμερική για άλλες επτά.»
«Πού; Γιατί;»
«Λούντβιχσχάφεν και μετά Χιούστον, πρόκειται να κάνουμε μια μεγάλη αγορά από την BASF και είμαι επικεφαλής της ομάδας αξιολόγησης»
«Και θα λείπεις για δύο σχεδόν εβδομάδες;» τον ρώτησα παραπονεμένη.
«Δεν θέλω, καρδούλα μου, αλλά δεν έχω και επιλογή σε αυτό το ζήτημα.»
Ουφ ☹
«Και πότε φεύγεις;»
«Δευτέρα πρωί για Γερμανία. Σάββατο πρωί θα φύγουμε από Φρανκφούρτη για Χιούστον και θα επιστρέψουμε τον ερχόμενο Σάββατο Αθήνα, μέσω Φρανκφούρτης» μου απάντησε.
Τι να κάνεις;
Σφίχτηκα πάνω του και κοίταζα χωρίς να βλέπω την τηλεόραση. Κατερίνα, συμμαζέψου έλεγα στον εαυτό μου. Χωρίς να το σκεφτώ πήρα το ποπ-κορν και το έβαλα στο κομοδίνο και του όρμισα. Τον φίλησα με πάθος και του δάγκωσα (δυνατά!) τα χείλη. Μετά άρχισα να τον δαγκώνω στο σαγόνι και κατέβηκα προς το λαιμό του. Ένιωσα το χέρι του στο ένα μου στήθος και άρχισε να μου το μαλάζει καθώς του φιλούσα και του έγλειφα το λαιμό. Τον έβαλα να σηκωθεί και να βγάλει το μπλουζάκι του και όρμισα στο στέρνο το και φιλώντας, δαγκώνοντας και γλείφοντας κατέβηκα προς τα κάτω. Του κατέβασα το μποξεράκι και τον πήρα στο στόμα μου.
Ο Μανώλης με σταμάτησε και με τράβηξε προς τα πάνω. Μου έβγαλε το μπλουζάκι και έπεσε πάνω μου φιλώντας με, με ανάλογο πάθος. Το χέρι του μάλαζε δυνατά πότε το ένα και πότε το άλλο μου στήθος ενώ ξεκινώντας από το αυτί, κατέβηκε προς το λαιμό και από εκεί προς τα στήθη μου. Πιπίλησε και δάγκωσε για λίγο τις ρώγες μου και συνέχισε να με φιλάει κατεβαίνοντας προς τα κάτω. Όταν έφτασε χαμηλά μου κατέβασε το μποξεράκι του και εγώ σήκωσα τη λεκάνη μου για να τον βοηθήσω.
Μου το έβγαλε τελείως και άρχισε να με γλείφει γύρω-γύρω αλλά όχι εκεί που ήθελα. Πλησίαζε, ένιωθα την καυτή του ανάσα αλλά κάθε φορά που έφτανε μερικά χιλιοστά απόσταση από την κλειτορίδα μου, απομακρυνόταν και πάλι. Όταν η γλώσσα του επιτέλους άγγιξε την κλειτορίδα μου άρχισα να τραντάζομαι. Μετά με τη γλώσσα του πήγε προς τα κάτω και την έβαλε μέσα μου ενώ μάλαζε με δύναμη το στήθος μου και μου τσιμπούσε τη ρώγα.
Τρανταζόμουν σύγκορμη λες και ήμουν πύραυλος στην αρχή της εκτόξευσής του. Τέλειωσα ξεφωνίζοντας (πάλι!) αλλά δε σταμάτησε, συνέχισε να το κάνει μέχρι που δεν άντεχα, και τον τράβηξα να σταματήσει. Δε μου έκανε το χατίρι, ακριβώς, ανέβηκε προς τα πάνω μου και έφτασε πάλι το κεφάλι του στο στήθος μου και άρχισε πάλι να το πιπιλάει ενώ το χέρι του με χάιδευε στα χαμηλά και σε άτακτα διαστήματα έβαζε το δάχτυλό του μέσα μου.
Αυτή τη φορά δεν είχε επιστροφή.
«Σε θέλω… μέσα μου…»
«Με θέλεις μωρό μου; Με θέλεις πολύ;» είπε συνεχίζοντας να με βασανίζει με το πιο γλυκό βασανιστήριο.
«Ναι, σε θέλω. Σε θέλω» του είπα βογκώντας.
«Παρακάλεσέ με» με διέταξε.
«Σε παρακαλώ, σε θέλω μέσα μου. Πάρε με, κάνε με δικιά σου, σε παρακαλώ». Το είχα χάσει τελείως.
Ο Μανώλης έκανε να πάει προς το κομοδίνο, μάλλον για να βάλει προφυλακτικό αλλά τον σταμάτησα.
«Παίρνω αντισυλληπτικά για τα ινομυώματα, το ξέχασες;»
Δίστασε
«Εγώ είμαι παρθένα κι εσύ αιμοδότης. Πριν δύο εβδομάδες έδωσες αίμα.»
Με κοίταξε.
Ήμουν έτοιμη. Ήξερα ότι η πρώτη φορά συνοδεύεται από έντονο πόνο, μου το είχε διαβεβαιώσει αυτό και η αδερφή μου αν και η τελευταία είναι πολύ πιο μη μου άπτου και με σημαντικά μικρότερες αντοχές στον πόνο από μένα.
…που κάποια ήδη πόνου μου προκαλούσαν ηδονή.
«Κάνε με δική σου» του είπα.
Ανέβηκε πάνω μου. Το βάρος του πάνω μου… θεέ μου το βάρος του πάνω μου.
Άνοιξα τα πόδια μου για να τον υποδεχτώ. Τον ένιωσα στα χείλη μου. Μετά με μια απαλή κίνηση μπήκε μέσα μου.
Ο πόνος ήταν οξύς και μου ξέφυγε μια φωνούλα.
Όμως η αίσθηση μέσα μου… ναι, αυτό ήταν πληρότητα. Αυτό ήταν πληρότητα.
Άρχισε σιγά-σιγά να μπαίνει πιο βαθιά και για πρώτη φορά η ηδονή άρχισε να υπερκαλύπτει το τσούξιμο. Μετά άρχισε να μπαίνει πιο βαθιά και το βογγητό που βγήκε δεν ήταν πόνου αυτή τη φορά.
Ήταν βογγητό ηδονής.
Ο Μανώλης πότε επιτάχυνε και πότε επιβράδυνε το ρυθμό του κάνοντάς με να βγάζω αναφιλητά που δεν ήταν από κλάμα. Καρφώθηκε όλος μέσα μου και παρά τον πόνο ξεφώνησα πάλι από την καύλα. Δεν είχα φανταστεί, δε μπορούσα να φανταστώ ότι μπορούσε να υπάρξει τέτοια ηδονική καύλα, ήταν σχεδόν μαρτύριο.
Αυτό έγινε για αρκετή ώρα αλλά παρά τα όσα ένιωθα η κορύφωση δεν ερχόταν. Κοίταξα το ιδρωμένο του κούτελο και τα μάτια του που έλαμπαν από έρωτα. Τον κοίταζα στα μάτια ενώ μπαινόβγαινε μέσα μου και δεν υπήρχε τίποτε άλλο στον κόσμο από αυτά τα μάτια. Δε με ένοιαζε που δεν είχε έρθει ακόμα ο οργασμός, ας μην ερχόταν. Μπροστά σε ότι ένιωθα εκείνη τη στιγμή σε ψυχή και σώμα ο οργασμός δεν ήταν παρά το κερασάκι στην τούρτα.
«Μην κρατιέσαι άλλο» του είπα. «Τέλειωσε… τέλειωσε μέσα μου».
«Κατερίνα μου… αγάπη μου… αααχ αααχ» είπε και καρφώθηκε μέσα μου και έμεινε ακίνητος. Ένιωσα τους σπασμούς της ηδονής του σαν διαδοχικά κύματα θερμότητας και ήξερα ότι άδειαζε το είναι του μέσα μου… αυτή την έκρηξη ηδονής που είναι το πρώτο πράγμα κάθε νέας ζωής. Ήταν τόσο απίστευτο αυτό το συναίσθημα, αυτή η ζεστασιά.
«Σ’ αγαπάω Μανώλη μου» του είπα. «Σ’ αγαπάω». Όντας ακόμα μέσα μου, σωριάστηκε σχεδόν πάνω μου, λες και είχε αδειάσει προσφέροντας όλο το ζωτικό του ρευστό. Τον αγκάλιασα σφιχτά.
Καθίσαμε για λίγη ώρα ακόμα και το ένιωσα μέσα μου να μαλακώνει και να ζαρώνει. Τραβήχτηκε έξω και ξάπλωσε δίπλα μου ανάσκελα. Γύρισα και έπεσα εγώ πάνω του.
«Σ’ ευχαριστώ» του είπα απλά εννοώντας το με όλη μου την καρδιά.
«Σ’ ευχαριστώ» μου απάντησε απλά εκείνος εννοώντας το με όλη του την καρδιά.
Με είχε κάνει δική του και εκείνη τη στιγμή τίποτε άλλο δεν είχε σημασία.
13 - Hell's kitchen
Γνωρίζοντας ότι τη Δευτέρα θα έφευγε για Γερμανία όλο το Σ/Κ δεν ξεκολλήσαμε ο ένας από τον άλλον παρά μόνο για να με γυρίσει ο Μανώλης σπίτι μου να ρίξω ένα σύντομο ύπνο και από νωρίς το μεσημέρι ξανά μαζί. Την Κυριακή δε, πήγα μόνη μου σπίτι του μετά το πρωινό μου τρέξιμο -ή για να είμαι ακριβής μετά το ντους- με αποτέλεσμα η μητέρα μου να μου βάλει τις φωνές που πήγα να βγω με βρεγμένο μαλλί έξω.
Κάναμε έρωτα πολλές φορές και κάθε φορά ήταν σαν την πρώτη αν εξαιρέσουμε τον πόνο. Να νιώθω το βάρος του πάνω μου, την καυτή του ανάσα στο πρόσωπό μου, να ανοίγω τα πόδια μου για να τον υποδεχτώ, να τον νιώθω να τρίβεται πάνω μου, να τον νιώθω να μπαίνει μέσα μου, να νιώθω τους σπασμούς του οργασμού του σαν διαδοχικά κύματα θερμότητας…
Να με κάνει δικιά του και να γινόμαστε ένα.
Το Σαββατοκύριακο πέρασε το ίδιο γρήγορα με ένα πεντάλεπτο αλλά οι επόμενες δεκατρείς μέρες φάνηκαν σαν δεκατρείς εβδομάδες. Αν εξαιρέσεις τις Τρίτες που το πρόγραμμά μας μας επιτρέπει να βρεθούμε αρκετές ώρες μαζί, τις υπόλοιπες μέρες τις περνάμε ανταλλάσσοντας μηνύματα, σύντομα τηλεφωνήματα και τα βράδια skype εκτός και αν τύχει να μπορούμε να ξεκλέψουμε μια δυο ώρες οπότε πηγαίνουμε για ένα χαλαρό ποτό. Αν εξαιρέσεις την Τρίτη και το ΠΣΚ δεν άλλαξε κάτι αυτό το ταξίδι από την απλή καθημερινότητα και όμως ο χρόνος φαινόταν να σέρνεται.
Το Σάββατο που ερχόταν πήγα η ίδια στο αεροδρόμιο να τον υποδεχτώ, δεν ήθελα να χάσω ούτε δευτερόλεπτο από τη στιγμή που γύριζε. Όταν τον είδα να βγαίνει όρμισα πάνω του. Με είδε και παράτησε κάτω τα πράγματά του, άνοιξε την αγκαλιά του και πήγα και χώθηκα μέσα της. Φιληθήκαμε με τόσο πάθος που κοντέψαμε να γίνουμε θέαμα, αν και φαντάζομαι ότι τα αεροδρόμια ζουν συχνά τέτοιες σκηνές.
Αν και ήταν φανερά κουρασμένος από τα διαδοχικά ταξίδια και το jet-lag δεν είχε χάσει τη φόρμα του και η διαδρομή προς το σπίτι πέρασε χωρίς να νιώσω σαν ταξιτζού. Όταν φτάσαμε στο σπίτι όμως και μπήκαμε μέσα, σχεδόν κατέρρευσε καθώς του βγήκε όλη η κούραση και η υπερένταση. Τον είδα πως δεν είχε δυνάμεις και παρόλο που τον ήθελα σαν τρελή αποφάσισα να τον αφήσω να ξεκουραστεί.
Τον βοήθησα να βάλει τις πιτζάμες του και τον έβαλα να ξαπλώσει και μετά πήγα και του έφτιαξα ένα ζεστό γάλα. Ήπιε το γάλα και κούρνιασα στην αγκαλιά του χαϊδεύοντάς τον. Παρόλη την κούρασή του δεν μπορούσε να χαλαρώσει και να κοιμηθεί οπότε αποφάσισα να τον βοηθήσω.
Χωρίς παιχνίδια και χάδια κατέβηκα χαμηλά και του κατέβασα το παντελόνι της πιτζάμας του και το μποξεράκι του. Τον πήρα μη ερεθισμένο στο στόμα μου και άρχισα να πιπιλάω και να το γλείφω ενώ το χέρι μου αγκάλιασε τη βάση του και άρχισα να τον παίζω. Άκουσα την ανάσα του να γίνεται πιο κοφτή ενώ το πέος του θέριευε στο στόμα μου και στο χέρι μου. Τράβηξα το χέρι μου και τον πήρα όλο στο στόμα μου και άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου πάνω-κάτω. Ένιωσα το χέρι του στο κεφάλι μου και ακολούθησα το ρυθμό του μέχρι που άρχισα να νιώθω τους γνώριμους σπασμούς και ανταμείφθηκα με μια σεβαστή ποσότητα σπέρματος από την οποία δεν έχασα ούτε στάλα.
Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα και του χαμογέλασα. Μου έκανε νεύμα να ανέβω αλλά αυτή τη φορά κούρνιασε αυτός στην αγκαλιά μου. Σε μερικά λεπτά κοιμόταν και το ελαφρύ ροχαλητό του ήταν ο μόνος ήχος που ακουγόταν στο δωμάτιο. Εγώ δε νύσταζα οπότε μετά από λίγη ώρα σηκώθηκα σιγά-σιγά για να μην τον ξυπνήσω και πήγα μέσα.
Το ψυγείο ήταν άδειο. Του άφησα ένα σημείωμα για την περίπτωση που ξυπνήσει και δε με βρει και κατέβηκα στο Βασιλόπουλο στην Κηφισιά όπου γινόταν της τρελής. Πήρα μακαρόνια, μανιτάρια, μπέικον, πιπεριές, σάλτσα με ελιά καθώς και ένα βαζάκι ελιές και μια σακούλα με τρία είδη τριμμένων τυριών ένα μπουκάλι coca-cola zero και ένα χυμό φράουλας για μένα. Φεύγοντας από το Βασιλόπουλο πήγα άλλη μια μεγάλη βόλτα μέχρι το περίπτερο που έφερνε αυτό το ανοσιούργημα με το όνομα coca-cola vanilla που τόσο του αρέσει.
Όταν γύρισα κοιμόταν ακόμα. Έκανα κάποιες δουλειές αλλά δεν έβαλα σκούπα για να μην τον ξυπνήσω. Κυρίως ξεσκόνισμα στο σαλόνι και στα δύο δωμάτια και πλύσιμο στο μπάνιο. Μετά πήγα στην κουζίνα και έβαλα να φτιάξω γαλλικό καφέ. Έβαλα νερό να βράζει και μετά έριξα τα μακαρόνια. Όσο έβραζαν τα μακαρόνια έβαλα το bacon να τσιγαρίζεται και μετά πρόσθεσα μανιτάρια και πιπεριές και προς το τέλος ελιές και τα περιέχυσα με την έτοιμη σάλτσα και τα ανακάτευσα μέχρι να πάρουν την υφή που ήθελαν. Στο μεταξύ είχαν γίνει τα μακαρόνια, τα σούρωσα και τα ξαναέριξα στην κατσαρόλα. Σκέπασα και το κατσαρολάκι με τη σάλτσα και μιας και στο μεταξύ ο γαλλικός είχε γίνει, έβαλα μια κούπα καφέ, πήγα και φόρεσα το μπλουζάκι και το μποξεράκι που μου είχε κάνει δώρο και κάθισα στην τηλεόραση. Επειδή το σπίτι ήταν κλειστό για αρκετές μέρες έκανε κρύο ακόμα οπότε είχα τυλιχτεί σε μια κουβέρτα. Χωρίς να το καταλάβω με πήρε ο ύπνος.
Με ξύπνησε το χάδι του Μανώλη. Τον κοίταξα και τον είδα από πάνω μου να μου χαμογελάει.
«Με πήρε ο ύπνος» του είπα με κοιμισμένη φωνή.
«Μαγείρεψες καρδούλα μου;»
«Ναι, σου έφτιαξα τη μακαρονάδα με τη σάλτσα που σου αρέσει.»
Αντί απάντησης έσκυψε και με φίλησε.
«Πεινάς μωρό μου;» τον ρώτησα.
«Ναι, και δεν βλέπω την ώρα να φάω το φαγητό που μαγείρεψες.»
«Famous last words» του είπα χαμογελαστή και σηκώθηκα για να σερβίρω. Ο Μανώλης κάθισε στο τραπεζάκι. Ευτυχώς τα μακαρόνια και η σάλτσα ήταν ακόμα ζεστά. Του έβαλα στο πιάτο του, έβαλα και στο δικό μου και του έβαλα ένα ποτήρι zero, την coca-cola βανίλια δεν την έπινε ποτέ σε φαγητό.
Μιας και του είχα μαγειρέψει για πρώτη φορά είχα αγωνία. Είχα φυσικά δοκιμάσει τη σάλτσα και την είχα βρει ικανοποιητική αλλά δεν είχα μαγειρέψει για εμένα, είχα μαγειρέψει για εκείνον.
Έφαγε μια πιρουνιά και έκανε ότι δηλητηριάστηκε. Αναμενόμενο!
«Είναι υπέροχο, σ’ ευχαριστώ Κατερίνα μου»
Είτε είναι πολύ καλός ηθοποιός, είτε από την πείνα του θα έτρωγε και φελιζόλ είτε είχα πραγματικά πετύχει τη μακαρονάδα γιατί μου ζήτησε και του έβαλα και δεύτερο πιάτο. Πού τα βάζει ήθελα να ‘ξερα, είναι λεπτός σα στύλος.
«Όταν ξύπνησα έβαλα το θερμοσίφωνα» μου είπε. «Θέλω να πάμε να χωθούμε στη μπανιέρα μέχρι να μουλιάσουμε.»
Σιγά που θα έλεγα όχι!
Βέβαια έπρεπε να περιμένουμε λίγη ακόμα ώρα μέχρι να ζεσταθεί το νερό παρά το γεγονός ότι η θέρμανση δούλευε στο full και περάσαμε την ώρα μας χαζολογώντας στην τηλεόραση. Μετά σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο και άρχισα να γεμίζω τη μπανιέρα. Βρήκα τη θερμοκρασία ικανοποιητική αλλά ο Μανώλης μου είπε ότι σε αυτή τη θερμοκρασία εκείνος θα ξεφλούδιζε -δυνατό φύλο σου λέει μετά- οπότε αναγκάστηκα να βάλω και κρύο νερό. Έριξα και μπόλικο αφρόλουτρο και σε λίγο το μπάνιο ήταν έτοιμο.
Μετά μπήκαμε και οι δυο μας μέσα, και η αλήθεια είναι ότι μας πήρε κάμποση προσπάθεια ώστε να βολευτούμε. Τελικά κάθισε με την πλάτη του στην βαθιά άκρη της μπανιέρας και εγώ ήρθα και κάθισα με πλάτη προς εκείνον ανάμεσα στα πόδια του. Ευτυχώς το μπάνιο είναι μεγάλο και έτσι χωρούσε king size μπανιέρα, ο Μανώλης λατρεύει να έχει άπλα.
Εγώ έγειρα πάνω του και αυτός άρχισε χαϊδεύοντας τα στήθη μου να μου λέει το πως πέρασε. Καθίσαμε αρκετή ώρα έτσι. Μετά σηκωθήκαμε και οι δύο και εγώ βούτηξα το απαλό σφουγγάρι μέσα στο νερό και άρχισα να τον πλένω. Αργά και σχολαστικά ξεκίνησα από τους ώμους του, μετά τα χέρια του, τις μασχάλες του, το στέρνο του και μετά την πλάτη του. Όσο το έκανα αυτό είχα βάλει το νερό να αδειάζει. Όταν η μπανιέρα ήταν σχεδόν άδεια έσκυψα και άρχισα να του τρίβω τα πόδια και μετά τους γλουτούς. Άνοιξα το τηλέφωνο και όταν είδα ότι το νερό ήταν εντάξει του έβρεξα το κεφάλι και στράγγισα σχολαστικά το σφουγγάρι.
Τον έλουσα και μετά το καθαρό σφουγγάρι τον έπλυνα στα χαμηλά του και μετά το έφερα από πίσω του και τον έπλυνα και εκεί. Τινάχτηκε λίγο όταν το σφουγγάρι μπήκε ελαφρά πίσω του αλλά δε με σταμάτησε. Όταν τέλειωσα τον ξέπλυνα προσεκτικά. Το χαμόγελό του και η χαλάρωσή του όλη αυτή την ώρα ήταν η ανταμοιβή μου, το λάτρευα που μπορούσα να τον περιποιηθώ.
«Η σειρά μου» μου είπε.
«Δε χρειάζεται Μανωλιό μου» πήγα να του πω αλλά με διέκοψε.
«Μικρή, λες πολλά» και μου έριξε ένα απαλό χαστούκι στο δεξί μου γλουτό.
Βγήκε από τη μπανιέρα και πήγε στο έπιπλο κάτω από το νιπτήρα και έσκυψε ψάχνοντας κάτι.
«Τι ψάχνεις;» τον ρώτησα.
«Σφουγγάρι»
«Γιατί, αυτό εδώ τι έχει;»
Πρώτη φορά που τον είδα να κοκκινίζει και να τρώει τα λόγια του.
«Εεε… να… το… με έπλυνες… μπήκε… εε, ξέρεις.»
Έβαλα τα γέλια.
«Έλα εδώ βρε χαζούλη. Ορίστε, να, το ξεπλένω για να μην έχεις άγχος. Νομίζεις ότι σιχαίνομαι; Χαζούλη!»
Ακόμα κόκκινος επέστρεψε στην μπανιέρα όπου έκανε ακόμα ένα σχολαστικό ξέπλυμα/στύψιμο του σφουγγαριού. Μετά άνοιξε το νερό στη θερμοκρασία που προτιμούσα εγώ φροντίζοντας να κάτσει αρκετά μακριά μου ώστε να μην πιτσιλισθεί. Αφού με έβρεξε καλά-καλά έκλεισε το νερό, έβαλε αφρόλουτρο στο χέρι του και κόλλησε από πίσω μου. Άρχισε να το απλώνει στο στήθος μου και την κοιλιά μου και τον ένιωσα πίσω μου να ορθώνεται.
«Εχμ, αντιμετωπίζουμε μερικές τεχνικές δυσκολίες» μου είπε.
«Μμμμμ» του απάντησα.
Πήρε το σφουγγάρι και άρχισε να με τρίβει απαλά μπροστά. Μετά μου έτριψε την πλάτη και μετά ξανά μπροστά. Ο Μανώλης λάτρευε τα στήθη μου ήταν ικανός να ασχολείται με τις ώρες μαζί τους και όσο το έκανε αυτό τόσο μεγάλωνε η ανάγκη μου να τον νιώσω μέσα μου. Ευτυχώς σαν να με άκουσε κατέβηκε χαμηλότερα. Εκεί δε χρησιμοποίησε σφουγγάρι, μόνο τα χέρια του και μετά συνέχισε από πίσω μου. Πέρασε το δάχτυλό του από την πίσω μου σχισμή και μετά το έβαλε μέσα της.
Με το αριστερό του χέρι μου χούφτωνε το αριστερό μου στήθος και με το δεξί του μου χάιδευε τον πισινό βάζοντάς μου πότε πότε δάχτυλο στην πίσω μου τρυπούλα. Είχα γίνει πύραυλος. Με ξέπλυνε προσεκτικά και από μπροστά και από πίσω για να φύγουν όλες οι σαπουνάδες.
Κόλλησε από πίσω μου και μου χούφτωσε βίαια και τα δύο στήθη ενώ ταυτόχρονα με έγλυφε πίσω από τα αφτιά, το λαιμό και το σβέρκο. Μετά άφησε το ένα στήθος και κατέβασε το χέρι του χαμηλά, χάιδεψε και λίγη ώρα την κλειτορίδα μου και το έβαλε μέσα μου. Ήμουν ήδη ερεθισμένη και έτοιμη για εκείνον ωστόσο με παίδεψε λίγη ώρα ακόμα πριν με βάλει να σκύψω με τους πήχεις μου στον τοίχο. Με τράβηξε από τη λεκάνη ώστε να τουρλωθώ και μετά τον έτριψε και μπήκε μέσα στον κόλπο μου.
Δε το είχαμε ξανακάνει έτσι και όταν μπήκε μέσα μου ξεφώνισα από ηδονή. Άρχισε να κινείται με το ένα χέρι του μπροστά από τη λεκάνη μου ώστε να με σπρώχνει πάνω του και με το άλλο να μου μαλάζει το στήθος και να μου τσιμπάει τη ρόγα με δύναμη.
Ήταν η πρώτη φορά που τελείωσα με διείσδυση. Και η δεύτερη. Και η τρίτη. Είχα απανωτούς οργασμούς και αυτή τη φορά δεν είχα καν τη δύναμη να φωνάξω, μου έβγαιναν μόνο πνιχτά βογγητά.
Εκείνος δεν είχε τελειώσει. Τραβήχτηκε έξω και μου ψιθύρισε στ’ αυτί «Θέλω να σε πάρω από πίσω»
«Πάρε με όπως θέλεις» του απάντησα επίσης ψιθυριστά.
Έχοντας βγει μόλις από μπροστά μου δεν χρειαζόταν άλλη λίπανση ωστόσο έβαλε το δάχτυλό του ξανά μπροστά μου και μετά το έβαλε πίσω μου και άρχισε πάλι τις κυκλικές κινήσεις. Με πονούσε και με ενοχλούσε αλλά δεν ήθελα να τον σταματήσω, ήθελα να του δοθώ με τον τρόπο που επιθυμούσε. Σταμάτησε, τον έπιασε με το χέρι του τον ένιωσα όταν το κεφαλάκι του ακούμπησε την τρυπούλα μου.
Μπήκε σιγά-σιγά μέσα μου κάνοντάς με να βογκίζω από τον πόνο. Ένιωθα να με σκίζουν. Ταυτόχρονα όμως ένιωθα ευφορία που του δινόμουν με αυτό τον τρόπο. Μα κάθε τρόπο. «Ό,τι ήθελες φτάνει να μου το είχες ζητήσει» του είχα πει στην εξομολόγησή μου.
Ο σφικτήρας μου παραδόθηκε και ο Μανώλης έχοντας μπει για τα καλά μέσα πίσω μου κάθισε ακίνητος. Μετά έφερε πάλι το χέρι του στη λεκάνη μου τραβώντας με προς αυτόν. Και τότε άρχισε να κινείται. Ο πόνος υπήρχε αλλά πλέον δεν του έδινα σημασία. Κάνε με ό,τι θέλεις. Πάρε με όπως θέλεις. Είμαι δική σου… δική σου.
Καρφώθηκε μέσα μου και το ξεφωνητό μου δεν ήταν πόνου, ήταν ηδονής. Τα βογγητά του με ξετρέλαιναν. Με έπαιρνε από πίσω, ο τυχερός, ο εκλεκτός που πραγματοποιούσε το όνειρο των συμμαθητών μου και μετά των συμφοιτητών μου. Ένιωσα στιγμιαία ντροπή στη σκέψη ότι ήμουν ακουμπισμένη στον τοίχο και έδινα τον κώλο μου σε κάποιον και η ντροπή εξαφανίστηκε το ίδιο στιγμιαία γιατί αυτός ο κάποιος ήταν ο Μανώλης.
Το είχα φαντασιωθεί αυτό για πρώτη φορά με το Μανώλη.
Το ζούσα για πρώτη φορά με το Μανώλη.
Ο σφικτήρας μου είχε χαλαρώσει και πλέον μπορούσε και μπαινοέβγαινε πιο εύκολα, πιο βαθιά. Παράτησε τη λεκάνη μου και με τράβηξε πίσω χουφτώνοντας και τα δυο μου στήθη.
Τον άκουσα να βογκάει δυνατά και ένιωσα τους πίδακες από το σπέρμα του βαθιά μέσα… πίσω μου. Δεν μπορούσα ποτέ μου να το φανταστώ ότι θα συμβεί αλλά εκεί είχα τον τέταρτο οργασμό της βραδιάς. Όχι τόσο έντονος ή τόσης μεγάλης διάρκειας όσο οι πρώτοι τρεις, αλλά οργασμός.
Μου ήρθε έντονα να πάω τουαλέτα αλλά κρατήθηκα, έστω και με δυσκολία.
«Σου άρεσε, μωρό μου;» τον ρώτησα.
«Αν μου άρεσε; Αν μου άρεσε; Δεν στο έχω πει αλλά την πρώτη φορά που τον έπαιξα για πάρτη σου, αυτό φαντασιώθηκα, ότι γαμούσα αυτό το υπέροχο κωλαράκι.»
«Αυτό το κωλαράκι, και το μουνάκι, και το στοματάκι είναι δικά σου» του είπα.
Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια.
«Όλα πάνω μου είναι δικά σου. Όλη είμαι δική σου.»
Από μικρή που θυμάμαι τον εαυτό μου ήμουν αντιδραστική με όλο τον κόσμο. Για να είμαι ακριβής, σχεδόν με όλο τον κόσμο, εξαιρούνταν ο πατέρας μου τον οποίο τον έτρεμα. Δεν είχε σηκώσει ποτέ το χέρι του πάνω μου ωστόσο κάτι στη φωνή του, κάτι στο ύφος που με κοίταγε, μου έκοβε τα πόδια. Τον έτρεμα αλλά ταυτόχρονα τον λάτρευα.
Δε στερήθηκα ποτέ την γονική στοργή και ενθάρρυνση, ούτε εγώ ούτε και τα δύο αδέρφια μου. Ωστόσο εγώ, η δεύτερη, η μεσαία, ήμουν το παιδί του μπαμπά της ενώ τόσο ο μεγάλος μου αδερφός όσο και η μικρότερη αδερφή μου ήταν πιο προσκολλημένα στη μητέρα μας.
Με όλους τους άλλους ήμουν Θεός φυλάξει αν μου πατούσαν τον κάλο και είχα διαπιστώσει από μικρή ότι έχω εξαιρετικά ευαίσθητους κάλους. Χάρη στους γονείς μας και οι τρεις μας είχαμε καλλιεργήσει το λόγο μας αφού από μωρά ακόμα όταν κάναμε κάτι καθόντουσαν υπομονετικά να μας το εξηγήσουν ξανά και ξανά και ξανά μέχρι να το καταλάβουμε. Βέβαια όντας άνθρωποι που και που έπεφτε και καμιά φωνή, και αν αυτή ήταν από τον πατέρα μου, μου κοβόντουσαν τα γόνατα, πολύ περισσότερο απ’ ότι τα δύο μου αδέρφια.
Έζησα χαρούμενη τα παιδικά μου χρόνια και την εφηβεία την πέρασα χωρίς πολλά-πολλά δράματα και συγκρούσεις. Όχι ότι δεν υπήρξαν και αυτά αλλά όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι τις πέρασα αναίμακτα.
Η μόνη διαφορά που είχα με τα αδέρφια μου ήταν στις σχέσεις. Ο μεγάλος μου αδερφός, όντας πολύ όμορφος σε όλο το διάστημα από μικρό αγόρι μέχρι άντρας, ήταν περιζήτητος -και εδώ που τα λέμε και άμυαλος, μέχρι που βρήκε τη Σοφία -ευλογημένη η ώρα και η στιγμή που τη συνάντησε- και τον συμμάζεψε. Δηλαδή του έβαλε τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι και ο φανατικός γυναικάς που τις άλλαζε σαν πουκάμισα έγινε σκυλάκι σαλονιού, με την καλή έννοια και πολύ καλός οικογενειάρχης.
Η μικρή μου αδερφή είναι ομοίως τσαχπινογαργαλιάρα σαν τον αδερφό μου και σε όλη την εφηβεία της, όντας η μεγάλη αδερφή, πέρασα μαζί της όλα τα μεγάλα της «δράματα». Τα σκέφτομαι τώρα και γελάω, πόσο αλλάζει η οπτική ενός ανθρώπου μέσα σε λίγα χρόνια ενηλικίωσης. Σε κάθε περίπτωση η μικρή, τσαχπινογαργαλιάρα ή όχι, «απώλεσε ό,τι πολυτιμότερο έχει μία κόρη» σχετικά αργά σε σχέση με το πλήθος των αγοριών που είχε.
Εγώ πάλι όντας αγοροκόριτσο και τσαμπουκαλού οι σχέσεις μου και με τα δύο φύλλα ήταν προβληματικές. Τις συνομήλικές μου ήθελα να τις πλακώσω στα χαστούκια. Γενικά η μόνη που ανεχόμουν ήταν η κατά δύο χρόνια μικρότερη αδερφή μου οπότε αναγκαστικά και μη επωμίστηκε το ρόλο της καλύτερής μου φίλης.
Με τα αγόρια το ίδιο δράμα. Αν ήθελα να πλακώσω τις συνομήλικές μου μία φορά στα χαστούκια, τους συνομήλικούς μου ήθελα να τους ανοίξω το κεφάλι με γκασμά όταν το προσπαθούσαν να το γυρίσουν στο ερωτικό. Από την άλλη όντας αγοροκόριτσο και αθλητικός τύπος σε φιλικό επίπεδο έβρισκα περισσότερα κοινά στοιχεία με τα αγόρια παρά με τα κορίτσια.
Ακούγεται παράξενο αλλά ευτυχώς αν και έχουμε τον ίδιο σωματότυπο δεν φτάνω την ομορφιά που έχει η μικρή γιατί με τα μυαλά που κουβαλάω θα είχα περάσει αρκετά δυσάρεστα την εφηβεία μου. Μπορείς να με πεις γλυκιά αλλά ως εκεί, σε καμία περίπτωση δεν είμαι σαν τη μικρή που από τότε που άρχισε να μεγαλώνει όπου περνάει βλέπεις τα σαγόνια να πέφτουν κάτω.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασα την εφηβεία και έφτασα μέχρι τα 20 και η μόνες φορές που είχα φιληθεί ήταν σε χαζοπαιχνίδια τύπου Πυθία ή μπουκάλα.
That is μέχρι που γνώρισα τον Μανώλη που μου έφερε τον κόσμο κωλοτούμπα.
Ήμασταν στο κλειστό γυμναστήριο και παίζαμε βόλεϊ με τους συμφοιτητές μου. Φυσικά πάντα με τους άντρες γιατί οι σχέσεις μου με το φύλο μου εξακολουθούσαν να είναι προβληματικές. Εγώ από μικρή ήμουν αθλήτρια του βόλεϊ οπότε η συμμετοχή μου στο παιχνίδι ήταν αρκετά παραπάνω από διακοσμητική, αυτά για όσες/όσους διέδιδαν ότι έπαιζα με τα αγόρια μόνο και μόνο για να θαυμάζουν τον άπαυτό μου. Και ψηλή είμαι, και άλμα έχω και δύναμη στα χέρια, όπως διαπίστωναν διάφοροι καλοθελητές τρώγοντας τη μπάλα από το καρφί μου κατακέφαλα.
Ναι, έχω και σημάδι και ζοχάδα. Όχι παίζουμε.
Εκεί λοιπόν σκάει ένας τύπος ξερακιανός με γυαλάκια και κατσαρό μαλλί, γύρω στα 30. Τον χαιρέτησαν δύο-τρεις, οι υπόλοιποι ψαχνόμασταν ποιος είναι.
Παρά την nerdy εμφάνιση του ο τυπάς το κατείχε το άθλημα πράγμα το οποίο διαπίστωσα με το σκληρό τρόπο όταν μου έβγαλε μονή άμυνα σε απόπειρα για καρφί και μου ήρθε η μπάλα στο κεφάλι για να ξεπληρώσω τις αμαρτίες μου.
«Ωχ» είπα και βγήκα nock-out λες και περίμενα το σφύριγμα του διαιτητή για να έρθουν να με μαζέψουν από το ring. Την έφαγα στα μούτρα και αγοροκόριτσο ή όχι ήταν τέτοιος ο πόνος που δάκρυσα.
Ήρθε ανήσυχος δίπλα μου ενώσω εγώ έβλεπα ακόμα πεταλουδίτσες, πουλάκια και αστεράκια.
«Είσαι καλά;» με ρώτησε.
«Τα ύστερα του κόσμου» του είπα.
«Κουράγιο, γερο-Πατριαρχέα» μου απάντησε εντυπωσιάζοντάς με.
«Κατερίνα» του απάντησα μειδιώντας.
«Μανώλης» μου απάντησε μειδιώντας ομοίως και συνεχίζοντας «ή Μανωλιός για να ήμαστε στο κλίμα του Καζαντζάκη.»
«Λοιπόν Κατερίνα, είσαι εντάξει; Να συνεχίσουμε;»
«Πονάν μωρέ τα παλικάρια;» του απάντησα κερδίζοντας το γέλιο του.
Συνεχίσαμε το παιχνίδι κανονικά. Του έβγαλα άμυνα και γλώσσα σε καρφί του και τον έστειλα για ψάρια σε δικό μου καρφί. Έτσι για να δείξω ποιος είναι το αφεντικό.
Ναι… Τελικά δεν ήμουν εγώ. Μπορεί στα νιάτα μου να ήμουν αθλήτρια του βόλεϊ αλλά το ίδιο υπήρξε και αυτός στα δικά του και ας είχαν προηγηθεί μια δεκαετία των δικών μου. Με λίγα λόγια μ’ έκανε άλογο.
Δε με πείραξε αυτό. Παίζοντας τα εφηβικά μου χρόνια σε ομάδα είχα μάθει και να χάνω χωρίς περιττά δράματα.
Κάποιο σαββατόβραδο καμιά δεκαριά μέρες μετά από αυτό το επεισόδιο υποχωρώντας στην γκρίνια της μικρής βγήκαμε μαζί με το αγόρι της. Είχαμε κάνει συμφωνία να μην μου κουβαλήσουν κανένα για έκπληξη γιατί θα τους έπαιρνε και θα τους σήκωνε. Τέλος πάντων για να μην τα πολυλογώ εκεί που κουβεντιάζαμε περί ανέμων και υδάτων βλέπω το Μανώλη να μπαίνεις το μπαρ συνοδευόμενος από μια όμορφη κοκκινομάλλα.
Μην έχοντας αφιερώσει ούτε καν μια δεύτερη σκέψη για την πάρτη του όλο αυτό το χρονικό διάστημα το η χαρά που ένιωσα βλέποντάς τον ήταν το ίδιο ξαφνική και απροσδόκητη όσο το κέντημα της ζήλειας όταν συνειδητοποίησα ότι συνοδευόταν.
Τα ύστερα του κόσμου. Κυριολεκτικά.
Ενώ το ζοχαδιακό μέσα μου είχε στήσει πάρτι η υπόλοιπη κοκάλωσα. Η μικρή με πήρε αμέσως χαμπάρι αλλά δεν το συνέδεσε με την είσοδο του Μανώλη και της συνοδού του.
«Κατερίνα;» με ρωτάει η μικρή.
Το κορόιδο εγώ.
«Κατερίνα» μου έκανε ξανά στον ίδιο τόνο που φώναζε η Καρέζη την ξαδέρφη της στο Δεσποινίς Διευθυντής.
Και εκεί με είδε ο Μανώλης. Τόμπολα.
«Βρε βρε, βουνό με βουνό δε σμίγει» μου είπε χαμογελώντας κάνοντάς με να θέλω να του φέρω το τραπέζι στο κεφάλι.
Η ματιά μου πήγε διαδοχικά σε αυτόν, την αδερφή μου, τη συνοδό του, την αδερφή μου και ξανά σε αυτόν. Η μικρή το έπιασε και χασκογέλασε, βάζοντας υποψηφιότητα να συνοδεύσει το Μανώλη στο παιχνίδι «τραπέζι στο κεφάλι».
«Ναι, είδες μικρός που είναι ο κόσμος;» κατάφερα να απαντήσω βρίσκοντας τη μιλιά μου.
«Λοιπόν, χάρηκα που σε είδα. Τα λέμε» είπε και έφυγε παίρνοντας αγκαλιά από τη μέση τη συνοδό του και αφήνοντάς με στο έλεος του ιεροεξεταστή.
«Ειρήνη, μην πεις κουβέντα» είπα στη μικρή αγριοκοιτώντας την.
Ναι, καλά.
Μπορεί όσο ήμασταν στο μπαρ να έκανε το κορόιδο αλλά όταν πήγαμε σπίτι ποιος είδε τον ντε Τορκεμάδα και δεν τον φοβήθηκε.
Μα όσο και να πίεζε τι να ομολογήσω; Δεν ήξερα καλά-καλά τι μου γινόταν. Αλήθεια λέω, δεν του είχα αφιερώσει ούτε μια δεύτερη σκέψη, δεν μπορούσα ούτε να χωνέψω ούτε να εξηγήσω τι μύγα με είχε τσιμπήσει στα καλά καθούμενα.
Το μόνο που ομολόγησα ήταν ότι ήθελα να τον ξαναδώ. Τώρα τι θα έκανα αν τον ξαναέβλεπα εκείνο το βράδυ έμεινε σε θεωρητικό επίπεδο.
Το Σύμπαν αποφάσισε για κάποιο ξαφνικό λόγο να ασχοληθεί με την πάρτη μου. Δύο μέρες αργότερα, τον ξαναπέτυχα στο βόλεϊ.
Εκείνη τη μέρα του έδωσα και κατάλαβε. Ο φουκαράς δεν μπορούσε να διανοηθεί τη διανοητική μου φουρτούνα και το εξέλαβε ότι απλά προσπαθούσα να ρεφάρω από τον προηγούμενη ήττα.
«Σιγά ρε Κατερίνα» μου φώναξε την τρίτη φορά που έφαγε τη μπάλα σε ευαίσθητο σημείο. «Είπαμε να παίξουμε, όχι να με σκοτώσεις με τη μπάλα.»
«Α, πονάνε δηλαδή τα παλληκάρια» του είπα προκαλώντας τον.
«Αν συνεχίσω να τρώω την μπάλα σε αυτό το σημείο πολύ αμφιβάλλω ότι θα παραμείνω παλληκάρι» μου είπε κάνοντάς με να σκάσω στα γέλια και αφοπλίζοντάς με τελείως.
Το χιούμορ στους άντρες είναι το αδύνατο σημείο μου και ο Μανώλης φαινόταν ότι το διαθέτει με το κιλό. Πραγματικά με αφόπλισε και το υπόλοιπο παιχνίδι κύλισε σαφώς πιο χαλαρά.
Μετά το τέλος του παιχνιδιού ήρθε και με βρήκε στις εξέδρες. Κάθισε δίπλα μου και μου έπιασε χαλαρή κουβέντα και σε δύο λεπτά με είχε κάνει να ξεκαρδιστώ. Πρέπει να πέρασα μία από τις πιο ευχάριστες ώρες στη ζωή μου όταν ξαφνικά εμφανίστηκε η κοκκινομάλλα.
Προς τιμή μου εκείνη τη φορά αν και αιφνιδιάστηκα και πάλι κατάφερα να κρατήσω χαρακτήρα. Η δεύτερη φορά στη ζωή μου -η πρώτη ήταν στο μπαρ- που ένιωσα αντιζηλία για αντίπαλο θηλυκό πέρασε αναίμακτα τις πρώτες άβολες στιγμές.
Και ευτυχώς να λες γιατί ο Μανώλης αποφάσισε να με συστήσει.
«Από εδώ η Κατερίνα» είπε αρχίζοντας από μένα. Γύρισε και έδειξε την κοκκινομάλλα. «Από εδώ η αδερφή μου η Ελένη» είπε.
«Χαίρω πολύ» είπα μέσα μου και, Θεέ μου, πόσο το εννοούσα εκείνη τη στιγμή το «χαίρω». Αδερφή του! Αδερφή του.
Βυσσινί Θύελλα, σούζα το μεταφορικό αλογάκι.
«Γεια σου Κατερίνα» μου είπε η Ελένη με βραχνή φωνή που θα έκανε και τις πιο πετυχημένες ραδιοφωνικές παραγωγούς να σκάσουν από τη ζήλεια τους.
Αδερφή του, είπα μέσα μου. Αδερφή του.
Κάθισε κι αυτή μαζί μας και σε λίγο και οι τρεις είχαμε πιάσει πάλι τα περί ανέμων και υδάτων, με το Μανώλη να μας κάνει και τις δυο μας να ξεκαρδιζόμαστε από τα γέλια.
Χωριστήκαμε έχοντας ανταλλάξει τηλέφωνα και το τέλος της ημέρας με βρήκε σα ζαλισμένο κοτόπουλο.
Ερωτοχτυπημένη για πρώτη φορά στη ζωή μου.
Μα που στο διάολο είναι αυτή η μικρή όταν τη χρειάζεσαι;
2 - Ο Μανώλης
«Άντε, θα μου πεις ή θα με σκάσεις;» με ρώτησε εκνευρισμένα η μικρή. Σχεδόν της είχα ορμήσει όταν μπήκε μέσα στο σπίτι οπότε -και δικαιολογημένα εδώ που τα λέμε- της έκατσε στραβά η βουβαμάρα μου.
«Θα με πάρεις με τις πέτρες» της είπα.
Έβαλε τα γέλια.
«Άσε...» μου λέει «Κατάλαβα, Ο Μανώλης»
Χρουμφ έκανα μέσα μου. Ωραία, τώρα έγινα και ανοιχτό βιβλίο για να γελάει το μικρό μαζί μου.
«Όχι, δεν είναι ο Μανώλης» της είπα φουρκισμένη.
«Τότε τι είναι ρε Κατερίνα; Με γκάστρωσες».
«Ο Μανώλης» της είπα κινδυνεύοντας να φάω το λαμπατέρ στο κεφάλι, τα γονίδια βλέπετε. Την πρόλαβα κάνοντας τη δήλωση του αιώνα.
«Νομίζω πως είμαι ερωτευμένη.»
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο πατέρας μας που μόλις είχε επιστρέψει από τη δουλειά και ήρθε να μας χαιρετήσει.
«Μπαμπά, η Κατερίνα είναι ερωτευμένη με κάποιο Μανώλη» είπε η μικρή σκάζοντας στα γέλια. Πρέπει να μου ανέβηκε η πίεση γύρω στο 30 αλλά πριν προλάβω να πω οτιδήποτε με πρόλαβε ο πατέρας μου.
«Τώρα εγώ ως πατέρας τι να πω;» και συνέχισε αμείλικτος «Πολλή και καλή του τύχη».
Παύση δευτερολέπτων.
«Το φουκαρά…»
Και βγήκε από το δωμάτιο.
«Μην το παίρνεις έτσι» είπε η Ειρήνη. «Χάρηκε. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως είτε είσαι λεσβία είτε θα πρέπει να σου βρει κάποιο ράφι».
Θεέ μου, τι λέγανε για μένα πίσω από την πλάτη μου και δεν είχα πάρει χαμπάρι!
Ποιος είδε την Κατερίνα και δεν την φοβήθηκε.
Η μικρή εξαφανίστηκε τρέχοντας και γελώντας από το δωμάτιο και έμεινα μόνη στο δωμάτιο έτοιμη να εκραγώ με τέτοια ένταση που θα έκανε το Krakatoa να μοιάσει με στράκα-στρούκα.
Το τηλέφωνο που χτύπησε μας γλύτωσε από το να βγούμε στις ειδήσεις ως οικογενειακή τραγωδία. Ήταν ο Μανώλης.
«Καλησπέρα Κατερίνα, ο Μανώλης είμαι. Ενοχλώ;»
Και που υπάρχεις σκέφτηκα μέσα μου και μετά θυμήθηκα τα λόγια του πατέρα μου… «Το φουκαρά»
Ενώ μέσα μου γινόταν της πανικοτρίφιλλης ο Μανώλης περίμενε απάντηση.
Και περίμενε…
«Κατερίνα, μ’ ακούς;»
«Καλησπέρα Μανώλη, σ’ ακούω. Όχι, όχι δεν ενοχλείς, μου έφυγε το Bluetooth» είπα ψέματα. «Ωραία, αρχίσαμε» σκέφτηκα μέσα μου.
«Λοιπόν, πώς πάει;»
Παρίσι-Ντακάρ σαν την καρδιά μου που άρχισε να χτυπάει σαν τρελή.
«Ήσυχα, εδώ ήμουν με την αδερφή μου και τα λέγαμε. Οικογενειακά»
Και που να ‘ξερες αθώε Μανώλη.
Αφού ήμουν τσιμπημένη μαζί του και εφόσον κατά τα φαινόμενα ήταν ελεύθερος και επίσης κατά τα φαινόμενα του άρεσα αποφάσισα στα γρήγορα ότι μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει.
Στο κάτω-κάτω της γραφής πυρ, γυνή και θάλασσα λένε. Ε, εγώ είμαι και τα τρία μαζί. Ας πρόσεχε!
Σε πέντε λεπτά γελούσα σα χαζή.
Σε δεκαπέντε λεπτά κοιτούσα το ταβάνι χωρίς να με νοιάζει το χρώμα του.
Σε εικοσιπέντε λεπτά πέταξα το μαξιλάρι στην Ειρήνη που με κοίταζε χαζογελώντας από την πόρτα.
Στα εικοσιέξι λεπτά σηκώθηκα να μαζέψω το μαξιλάρι γιατί δε βολευόμουν ξαπλωμένη χωρίς αυτό. Δράση και αντίδραση που έλεγε και ο μπάρμπα Νεύτωνας, πανάθεμά τον και αυτόν.
Ναι, δε μου αρέσει η φυσική. Όχι, δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτή όντας φοιτήτρια στο Μηχανολόγων-Μηχανικών του ΕΜΠ.
Ο Μανώλης είναι χημικός-μηχανικός, 32 χρονών, είχε τελειώσει το post doc του στο Berkeley και είχε επιστρέψει στην μαμά πατρίδα για να την υπηρετήσει.
Κρίμα το σγουρό του το μαλλί σκέφτηκα μέσα μου.
«Καλά βρε άνθρωπέ μου, παράτησες ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου και τη ζωή σου στην Αμερική για να γυρίσεις και να πας στρατό;»
«Δεν είσαι η πρώτη που το λέει αυτό» μου απάντησε. «Ναι, έξη μήνες από τη ζωή μου, το ξέρω. Έφυγα στα 17 μου με την ενθάρρυνση των γονιών μου για να πάω να σπουδάσω αυτό που μου άρεσε. Ήρθε η ώρα να δώσω πίσω αυτό που πήρα. Και πες με ανόητα ιδεολόγο, δε με πειράζει, αλλά εφόσον και οι υπόλοιποι άρρενες υποχρεούνται να πάνε στρατό, το ίδιο υποχρέωση είχα κι εγώ.»
Μου έκοψε τα πόδια αυτό. Αν πήγαινε στρατό πόσο εύκολα θα βλεπόμασταν για έξη μήνες;
«Και πότε παρουσιάζεσαι;» τον ρώτησα δαγκωμένη.
Έβαλε τα γέλια. Αν και μου άρεσε το γέλιο φουρκίστηκα. Μέχρι που κατάλαβα γιατί γελούσε και η φούρκα αντικαταστάθηκε από απέραντη ανακούφιση.
«Έχω ένα χρόνο που έχω απολυθεί Κατερίνα.»
Συζητήσαμε για λίγη ώρα ακόμα και μετά μπήκε στο ψητό.
«Λοιπόν, βασικά σε πήρα αν ενδιαφέρεσαι να βγούμε για ένα ποτό μαζί»
Τζον Τραβόλτα, πυρετός το Σαββατόβραδο, you should be dancing. Νομίζω ότι περιέγραψα πλήρως αυτό που ένιωσα.
«Ναι, πολύ θα το ήθελα» του είπα. Ήταν Δευτέρα βράδυ.
«Σε βολεύει αύριο κατά τις 21:00;» με ρώτησε.
Τετάρτη τα μαθήματά μου άρχισαν στις 12:00. Αύριο είχα μάθημα μέχρι τις 14:00 το οποίο σήμαινε ότι θα μου έμενε καιρός να ετοιμαστώ. Δηλαδή να πάρω από τα μαλλιά τη μικρή και να τη βάλω να με σουλουπώσει σα γυναίκα.
«Ναι, μια χαρά είναι» του απάντησα. Δώσαμε ραντεβού κάτω από το σπίτι μου και κλείσαμε το τηλέφωνο.
«Ειρήνηηηηηηηηηη» φώναξα τόσο δυνατά που ο σκύλος άρχισε τα γαυγίσματα.
Η μικρή εμφανίστηκε στην πόρτα. Ο σκύλος ακόμα γαύγιζε.
«Τι συμβαίνει Frau Blucher;» με ρώτησε αλλά ήμουν πολύ χαρούμενη για να το προσέξω.
«Αύριο. Ραντεβού για ποτό στις 21:00. You make Hulk woman μέχρι τότε»
Η μικρά ωστόσο ήταν πολύ περισσότερη έμπειρη από εμένα.
«Hold your horses» μου είπε. «Πέρα από εκείνο το βράδυ στο Escoba και το volley που παίζεις τα απογεύματα, έχετε βρεθεί αλλού;»
«Όχι» της απάντησα μην καταλαβαίνοντας που το πάει.
«Άρα» μου εξήγησε το σκεπτικό της, «του αρέσεις όπως είσαι. Και πέρα από την πλάκα, μια χαρά είναι η θηλυκότητά σου, κανείς δεν θα σε μπέρδευε με το Χουλκ. Θα φορέσεις ένα φόρεμα που τονίζει το σώμα σου χωρίς να προκαλεί και απλά θα περιποιηθείς λίγο περισσότερο τα μαλλιά σου. Από δέρμα δόξα το Θεώ είσαι μια χαρά οπότε ένα πολύ απαλό βάψιμο και θα είσαι εντάξει.»
Και μετά σα να της ήρθε δεύτερη σκέψη στο μυαλό
«Δεν θυμάμαι καλά, τι ύψος έχει;»
Είμαι 1,78 οπότε λογικά αυτός θα πρέπει να ήταν 1,85+ αλλά αυτό το «+» εκείνη την ώρα δεν μπορούσα να το εκτιμήσω. Της το είπα.
«Εντάξει τότε, όχι δωδεκάποντα» μου είπε λες και είχα φορέσει εγώ ποτέ στη ζωή μου δωδεκάποντο.
Εντάξει, είχα τις κατάλληλες γόβες που μέχρι τώρα τις φορούσα σε γιορτές/γάμους/βαφτήσια και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις που απαιτούσαν επίσημη ένδυση.
Βέβαια όντας αυτή που είμαι είχα όλα και όλα τρία φορέματα τα οποία δεν ταίριαζαν σε αυτό που είχε η μικρή στο μυαλό της. Εδώ μας έσωσαν τα γονίδια, καθώς όπως είχα πει και πριν με την αδερφή μου είχα τον ίδιο σωματότυπο. Πράγματι, βρήκαμε το κατάλληλο φόρεμα και αν και ήταν δύο πόντους πιο κοντό -καθότι είμαι ελαφρώς ψηλότερη από τη μικρή- τη δουλειά του την έκανε.
Βέβαια όντας φόρεμα της μικρής ήταν λίγο πιο προκλητικό από τα γούστα μου αλλά η Ειρήνη με διαβεβαίωσε ότι ήταν από τα πιο σεμνά της που τηρούσαν τη γραμμή «τονίζω σώμα, δεν τα βγάζω όλα στη φόρα.»
Το να είσαι γυναίκα δεν είναι απλά φύση. Στα 20μου κατάλαβα ότι είναι και τέχνη.
Κι εγώ αρχάρια…
3 - Το ραντεβού
Η Τρίτη κύλησε βασανιστικά αργά. Αναμενόμενο.
Λόγω της ταραχής μου ήμουν έτοιμη από τις 20:00 οπότε είχα μια ώρα που την πέρασα σαν αγρίμι στο κλουβί. Και είχα και τη μικρή να μου δίνει συμβουλές.
Αλλά θα μου πεις αυτή ήταν η έμπειρη και εγώ το χάπατο. Και είχε και τα δίκια της εδώ που τα λέμε. Πρώτη φορά ένιωθα έτσι στη ζωή μου οπότε ο κίνδυνος να φάω τα μούτρα μου ήταν τεράστιος. Άλλωστε, για να πούμε του στραβού το δίκιο, δεν είχα ακόμα προσδιορίσει τι ακριβώς μου συνέβαινε. Ο Μανώλης με είχε γοητεύσει, είναι αλήθεια. Με είχε γοητεύσει τόσο ώστε να έχω τσιμπηθεί μαζί του. Δεν είχα νιώσει ποτέ τέτοιο πράγμα για άλλον άντρα. Έχω αρκετούς φίλους, μόνο άντρες, αλλά ποτέ κανένας δεν μου έβγαλε αυτό το πράγμα. Σκέφτηκα πόσο με εκνεύριζε όταν κάποιος από τους φίλους μου προσπαθούσε να το γυρίσει στο ερωτικό. Έτσι ένιωθαν για μένα;
Γούστο θα ‘χει να με βλέπει και αυτός μόνο φιλικά. Το είπα στην Ειρήνη και μου είπε ότι, εκτός από χάπατο, είμαι και ηλίθια και ότι ήταν εμφανέστατο ότι ο Μανώλης μόνο φιλικά δε με έβλεπε.
Και αυτός 32 και εγώ 20.
«Και αν απλά του αρέσουν οι μικρούλες και το μόνο που θέλει είναι ξεπέτα;» τη ρώτησα.
«Είναι και αυτό πιθανό Κατερίνα» μου είπε σοβαρεύοντας εντελώς. «Είναι ένα ρίσκο που μόνο εσύ ξέρεις αν θα πρέπει να το πάρεις. Ωστόσο έχεις τρόπο να το καταλάβεις. Μην παρασυρθείς από τον ενθουσιασμό σου, πήγαινε αργά. Αν σε θέλει για ξεπέτα θα φανεί εκεί. Το ξέρω ότι θα πονέσει αλλά τουλάχιστον θα γλυτώσεις τα χειρότερα.»
Και με αυτές τις ευχάριστες και θετικές κουβέντες πέρασε η ώρα.
Στις 21:01, με ένα λεπτό καθυστέρηση, χτύπησε το τηλέφωνό μου.
«Καλησπέρα Κατερίνα, είμαι από κάτω.»
«Η ώρα της αλήθειας» είπα στην Ειρήνη. «Ευχήσου μου καλή τύχη».
Τότε η μικρή με πήρε ξαφνικά αγκαλιά και με φίλησε, κάτι που με ξάφνιασε παντελώς.
«Όλα καλά θα πάνε» μου είπε και κόντεψα να δακρύσω, μα τω Θεώ.
Στο δρόμο προς την έξοδο έπεσα πάνω στον πατέρα μου.
«Μπα, ετοιμάζουστε για έξοδο μαμαζελ;» με ρώτησε περιπαιχτικά.
«Εχμχμμ, ναι» του απάντησα με τα πόδια κομμένα.
«Με το Μανώλη, με το Μανώλη» με ξαναρώτησε.
«Ναι, με τον Μανώλη» του απάντησα.
«Ήρωας! Άξιος!» μου είπε γελαστά και μετά σοβάρεψε. «Να προσέχεις αγάπη μου και καλά να περάσεις.»
«Ευχαριστώ μπαμπά» του είπα και τον πήρα αγκαλιά και τον φίλησα. Έκλεισα την πόρτα και κατέβηκα τις σκάλες.
Ο Μανώλης ήταν κάτω στην είσοδο και με περίμενε. Με αγκάλιασε και με φίλησε σταυρωτά.
Τώρα αν σας πω ότι με ζάλισε η μυρωδιά του τι θα μου πείτε; Αν και αχνή, σχεδόν αδιόρατη, ήταν μεθυστικά ευχάριστη. Χαμογέλασα σα χαζή.
Μου έπιασε τα χέρια και με κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια. «Είσαι στις ομορφιές σου» μου είπε απαλά και έκανε την καρδιά μου να παίζει σαν ταμπούρλο. Μετά, χωρίς να μου αφήσει τα χέρια με ρώτησε κάτι απρόσμενο: «Μήπως θέλεις να ανέβουμε πάνω να με δούνε οι δικοί σου πριν ξεκινήσουμε;»
Αν και αυτό ήταν ένα γερό hint για τους περί ξεπέτας φόβους μου εκείνη τη στιγμή δεν το κατάλαβα αφενός γιατί δεν περίμενα τέτοια ερώτηση και γιατί αφετέρου η καρδιά μου έπαιζε ακόμα ταμπούρλο.
«Ε,εχμ…ε» προσπάθησα να πω.
Με έβγαλε μόνος του από τη δύσκολη θέση. «Καλά, την επόμενη φορά» μου είπε.
Αυτό το έπιασα. Ήμουν που ήμουν thunderstruck αυτό με αποτελείωσε. Εξακολουθώντας να χαμογελώ σα χαζή δεν βρήκα να πω τίποτε άλλο παρά μόνο «Ναι, την επόμενη φορά.»
Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του και μπήκα μέσα. Όταν έσκυψε να κλείσει την πόρτα τον συνέλαβα επ’αυτοφόρω καρφωμένο στο ντεκολτέ μου.
Ταράχτηκα.
Από τη μία άντρας είναι, ψιλοαναμενόμενο να πάει εκεί το μάτι του και στο τέλος-τέλος αυτός είναι ο σκοπός των ντεκολτέ, να προκαλούν δείχνοντας αυτό που κρύβουν. Από την άλλη καθόσον πρωτάρα το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν θυμός. Και όντας αυτή που είμαι δεν κρατήθηκα κινδυνεύοντας έτσι να τα τινάξω όλα στον αέρα.
«Σ’ αρέσουν τα μάτια μου» τον ρώτησα με φούρκα.
Αν ταράχτηκε δεν απάντησε. Έκλεισε την πόρτα μου, έκανε το γύρο και έκατσε στη θέση του οδηγού. Άνοιξε το φωτάκι και με τα δυο του χέρια έπιασε το πρόσωπό μου και με κοίταξε στα μάτια.
«Είναι υπέροχα» μου είπε. «Μελιά και αμυγδαλωτά».
Μετά, χωρίς να πει άλλη κουβέντα, έκλεισε το φωτάκι και έβαλε μπρος αφήνοντάς με χαζή.
Δεν ξεκίνησε. Γυρνώντας, με κοιτάει συνωμοτικά και κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι τι μου λέει ο αφιλότιμος;
«Αλλά και η υπόλοιπη απ΄ όσο πρόφτασα να δω είσαι εξίσου υπέροχη»
Και σα να μην τρέχει τίποτα έβαλε μπροστά και ξεκίνησε.
Δεύτερη φορά που με αφόπλισε τόσο απλά και άκοπα, ποια εμένα; Ήθελα να του κρατήσω φούρκα αλλά ήμουν τόσο γοητευμένη… τόσο γοητευμένη.
Σε όλη τη διαδρομή είχαμε πιάσει πάλι την περί ανέμων και υδάτων κουβέντα και με χαρά είχα διαπιστώσει πως και εγώ τον έκανα να χαμογελάει. Για μένα, τα έχω ξαναπεί, με έκανε να ξεκαρδίζομαι και όσο πιο πολύ γέλαγα τόσο πιο πολύ γοητευόμουν.
Ο Μανώλης ήταν ψηλός και ξερακιανός με πυκνό σγουρό μαλλί και μαύρα μάτια. Φόραγε λεπτά γυαλιά και αυτά του έδιναν ένα σοφιστικέ ύφος που ναι μεν δεν περνούσε απαρατήρητο αλλά δεν ήταν και wow factor. Θα πρέπει να είχε αδυνατήσει από τότε που ήταν αθλητής του βόλεϊ.
Αλλά αυτή η μυρωδιά του… αχ αυτή η μυρωδιά του.
Στα μάτια μου ήταν πιο όμορφος ακόμα και από τον αδερφό μου τον καρδιοκατακτητή.
Πάρκαρε το αυτοκίνητο και αφού περπατήσαμε λίγο φτάσαμε στο ίδιο bar στο οποίο είχαμε συναντηθεί τυχαία την πρώτη φορά.
Εμένα με βόλευε γιατί ο Διόνυσος που μένω είναι σχετικά κοντά στην Κηφισιά αλλά ο Μανώλης δεν ήξερα που μένει. Συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι δεν ήξερα σχεδόν τίποτα γι αυτόν, πέρα από αυτά που είχαμε πει στο τηλέφωνο την προηγούμενη μέρα.
Σχεδόν ποτέ δεν κάθομαι από μέσα. Πάντα κάθομαι απ’ έξω, πάντα θέλω να έχω την επιλογή να σηκωθώ να φύγω.
Ο Μανώλης δε μου έδωσε περιθώρια. Έσπρωξε την εξωτερική καρέκλα στην άκρη και μου έγνεψε να περάσω. Το έκανε τόσο φυσικό τρόπο που ξέχασα να διαολιστώ και χωρίς να το καλοσκεφτώ πέρασα και έκατσα μέσα. Κάθισε δίπλα μου.
«Καλά δεν είναι εδώ;» είπε και αν και ο τόνος ήταν ερωτηματικός στην πραγματικότητα δεν είχε κάνει ερώτηση.
Δεν είχα σκοπό να χαλάσω τη βραδιά λόγω του τρόπου που καθίσαμε. Σε λίγη ώρα το είχα ξεχάσει τελείως και είχα βολευτεί.
Η βραδιά κύλισε πολύ όμορφα. Έφτασε 01:30 και ένιωθα ότι δεν είχε περάσει ούτε καν μία ώρα από τη στιγμή που ξεκίνησε.
«Κατερίνα μου» μου είπε (ναι, είπε ΜΟΥ!!!!!) ήρθε η ώρα να πηγαίνουμε, μην ξεχνάς ότι κάθε πρωί έχω και ταξίδι.
Μεταξύ μας δεν μέναμε μακριά, αυτός Πολιτεία και εγώ Διόνυσο. Όμως κάθε μέρα έπρεπε να πηγαινοέρχεται Μέγαρα, στην εταιρία χημικών, όπου εργαζόταν. Λόγω των προσόντων του -αλλά όπως παραδέχτηκε ο ίδιος και γνωριμιών- και παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας ήταν προϊστάμενος της διεύθυνσης έρευνας και ανάπτυξης. Πολλή χαρτούρα και λιγότερο έρευνα μου είχε εκμυστηρευτεί με παράπονο.
Εγώ του είχα πει τα δικά μου, ότι είμαι τριτοετής στο Μηχανολόγων-Μηχανικών του Πολυτεχνείου και γιατί μου άρεσε και το ήθελα και η ίδια αλλά και γιατί ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να συνεχίσω στην εταιρία του πατέρα μου.
Σε κάθε περίπτωση και μετά μεγάλης μου λύπης είχε έρθει η ώρα να αποχωρήσουμε. Σηκωθήκαμε και βγήκαμε έξω αλλά σε αντίθεση με το όταν είχαμε έρθει με έπιασε αγκαλιά από τη μέση. Ένιωσα σαν ψάρι που από το τηγάνι βρέθηκε πάλι στο νερό. Ένιωθα ασφαλής και προστατευμένη σε εκείνη την απλή αγκαλιά και παρά την ταραχή μου το πρόσεξα. Από τότε που ήμουν μικρό παιδί και χάρη στην οικογένειά μου ποτέ δεν ένιωσα μη ασφαλής και απροστάτευτη, ακόμα και όταν ήμουν μόνη μου οπότε δεν είναι ότι ένιωσα κάτι που δεν είχα ξανανιώσει. Και όμως το βίωνα τόσο διαφορετικά...
Φτάσαμε έξω από το αυτοκίνητο και μου άνοιξε την πόρτα. Με τα χίλια ζόρια και απρόθυμα έφυγα από την αγκάλη του και κάθισα μέσα. Εκείνος έκλεισε την πόρτα, έκανε το γύρω και μπήκε και αυτός μέσα. Έπειτα άνοιξε τον διακόπτη αλλά δεν έβαλε μπρος. Άνοιξε απλά το ραδιόφωνο και το αυτοκίνητο πλημμύρισε με τη βραχνή φωνή της Janis Joplin
One of these morningsΚαι εκεί σκύβοντας προς εμένα και χαϊδεύοντάς με απαλά στο πρόσωπο πήρε το πρώτο μου φιλί.
You're gonna rise, rise up singing
You're gonna spread your wings, child
And take, take to the sky
Lord, the sky
But until that morning
Honey, n-n-nothing's going to harm ya
No, no, no no, no no, no...
Don't you cry, cry
4 - Το φιλί
Μόλις είχα επιστρέψει από το πρώτο μου ραντεβού. Είχα δώσει το πρώτο μου φιλί. Και μετά το δεύτερο, όταν ο Μανώλης με άφησε στην είσοδο.
Εκείνος έφυγε και εγώ κοίταζα τα πεύκα απέναντι ενώ το κεφάλι μου βούιζε και η καρδιά μου χοροπηδούσε. Τι ήταν αυτό; Έρωτας; Ενθουσιασμός; Η χαρά της πρωτάρας; Δεν μπορούσα να δώσω απάντηση, δεν είχα παλαιότερες εμπειρίες για να κρίνω και να συγκρίνω. Αυτό έχανα όλα αυτά τα χρόνια; Αλλά πάλι αφού κανείς δε μου είχε γεννήσει αυτά τα αισθήματα, τι είχα χάσει στην πραγματικότητα;
Τα μυαλά μου στα σίγουρα.
Εκείνη τη στιγμή ένιωθα ευτυχισμένη. Και μπερδεμένη.
Είχα συνηθίσει -και με εξαίρεση τη σχέση μου με τον πατέρα μου και σε μικρότερο βαθμό με τη μητέρα μου- να έχω εγώ το πάνω χέρι στις σχέσεις με τα αδέρφια μου και τους λιγοστούς μου φίλους. Σήμερα απλά ακολουθούσα όπου οδηγούσε ο Μανώλης. Αυτό ταυτόχρονα με συνέπαιρνε και με εκνεύριζε. Και όμως δεν ήταν θράσος, έβγαινε τόσο φυσικά από τη μεριά του που με εξαίρεση το βλέμμα στο μπούστο ξέχναγα να επαναστατήσω. Αλλά ακόμα και εκεί με αφόπλισε με τόση ευκολία και τόση φυσικότητα που είχα ξεχάσει τη φούρκα μου σε δευτερόλεπτα. Όντας control freak η όλη αυτή κατάσταση μου ήταν παντελώς άγνωστη, εκνευριστική και αφύσικη.
Και ευχάριστη.
Τα πεύκα δεν είχαν απάντηση.
Χώρια που άρχισα να κρυώνω καθώς συνειδητοποίησα ότι είχα περάσει δέκα λεπτά πευκολαγνείας στη χειμωνιάτικη παγωνιά. Πήρα δυο-τρεις βαθιές ανάσες και ανέβηκα πάνω.
Τα φώτα ήταν κλειστά. Πήγα άλλαξα, ξεβάφτηκα και έβαλα να πιώ ένα ποτήρι ζεστό γάλα για να πέσω να κοιμηθώ. Στο δωμάτιό μου με περίμενε η Ειρήνη.
«Έτσι και παραλείψεις έστω και μια τελεία από αυτά που έγιναν σήμερα με κάποιο τρόπο θα το μάθω και θα σε πάρει και θα σε σηκώσει» μου δήλωσε.
Δεν είχα σκοπό να παραλείψω τίποτα. Ήθελα να τα πω να τα ακούσει όλος ο κόσμος ή έστω ένα μικρό μέρος του που το λένε Ειρήνη και τυγχάνει μικρότερη αδερφή και καλύτερή μου φίλη.
Της είπα πόσο φυσικά με πήρε αγκαλιά και με φίλησε σταυρωτά.
Της είπα πόσο με ξετρέλανε η μυρωδιά του.
«Πώς ήταν;» με διέκοψε.
«Δεν ξέρω πως να την περιγράψω βρε Ειρήνη, πώς να περιγράψεις μια μυρωδιά; Είχε πάνω του κάτι ταυτόχρονα μωρουδίστικο και αντρικό. Ήταν σχεδόν αδιόρατη, ώρες-ώρες νόμιζα ότι ήταν γέννημα του μυαλού μου.»
«Α, καλά…» μου είπε εννοώντας ότι κατάλαβε κάτι που εγώ δεν είχα καταλάβει.
«Άξις και ξερός» απάντησα.
«Α, καλάααααα» είπε ξανά.
Χρουμφ.
«Τέλος πάντων, συνέχισε» μου είπε.
Της είπα πόσο έκανε την καρδιά μου να χτυπάει όταν μου έπιασε και τα δύο χέρια και κάνοντας ένα βήμα πίσω μου είπε ότι είμαι στις ομορφιές μου.
Της είπα πόσο με αιφνιδίασε όταν με ρώτησε αν θέλω να ανέβει πάνω να τον δουν οι δικοί μας.
«Χμμμμ» είπε. «Συνέχισε και θα σου πω πιο μετά.»
Της είπα ότι μου είπε πριν καν ξεκινήσει η βραδιά ότι θα υπάρχει επόμενη φορά.
Της είπα για το ντεκολτέ και πόσο γρήγορα και εύκολα με αφόπλισε.
Σύντομη διακοπή μέχρι να ξεδακρύσει η μικρή από τα γέλια που έβαλε.
«Βρε όργιο» μου είπε «γι αυτό φόρεσες ντεκολτέ και όχι φόρμα γυμναστικής. Το ντεκολτέ δεν το φοράμε για να τα κρύψουμε, το φοράμε για να τα διαφημίσουμε. Πετυχημένο είναι το φόρεμα που κάνει τον άλλον να θέλει να στο βγάλει.»
«Αιφνιδιάστηκα» της είπα.
«Άσε ρε Κατερίνα, λες και δεν ξέρεις πως σε κοιτάνε στο βόλεϊ. Γιατί νομίζεις ότι όταν είσαι επίθεση όλοι θέλουν να κάθονται άμυνα, γιατί φοβούνται πως δεν θα τη βγάλεις;»
«Ρε άει στο διάολο νυχτιάτικα» της είπα καθώς μου πάτησε πολύ ευαίσθητο κάλο.
«Και να πάω και να γυρίσω τα πράγματα είναι απλά. Δείχνουμε για να μας κοιτάξουν. Δυστυχώς η όραση δεν είναι αποκλειστικότητα αυτών που μας ενδιαφέρουν και μόνο άρα όσο δείχνεις θα έχεις και απρόσκλητους θαυμαστές, σ’ αρέσει ή όχι.»
Δεν είπα τίποτα.
«Και τον Μανώλη τον θέλεις στους θαυμαστές σου» είπε τονίζοντας το "θέλεις".
Και συνέχισε
«Τέλος πάντων. Σημασία έχει πως αυτή τη φορά βρήκες το μάστορά σου.»
Και άλλος πατημένος κάλος. Και το πάτημα πονάει περισσότερο όταν ο άλλος σου λέει την αλήθεια.
Ξεφύσησα και συνέχισα.
Της είπα αυτό το πρωτόγνωρο αίσθημα ασφάλειας που ένιωσα όταν με πήρε αγκαλιά από τη μέση και πόσο παράξενο μου φάνηκε.
Επανάληψη του «Α, καλάαααααα»
Με «Α, καλάααα» ή όχι έλαμπα όσο διηγούμουν τα καθέκαστα και σε βαθμό πολύ αναλυτικότερο απ’ όσο περιγράφω περιληπτικά.
Και έφτασε η ώρα που της είπα για το πρώτο μου φιλί. Εκεί δεν έχει περίληψη, έχει πλήρη περιγραφή καθότι η επανάληψη είναι η μητέρα της μαθήσεως και άντε γιατί άντε!
«Το κατάλαβα ότι θα συμβεί όταν γύρισε και με κοίταξε. Είπα μέσα μου Κατερίνα ετοιμάσου. Είχε πάει να σπάσει η καρδιά μου από το άγχος. Με χάιδεψε απαλά στο πρόσωπο. Το κεφάλι μου ενστικτωδώς ακολούθησε αυτό το χάδι. Τρίφτηκα στο χέρι του σα γατάκι. Και τότε έγειρε προς τα εμένα. Έγειρα κι εγώ χωρίς να το καταλάβω. Δεν έβλεπα, τα μάτια μου έκλεισαν μόνα τους και δεν άνοιγαν. Και τότε ένιωσα τα χείλη του στα χείλη μου. Έπαιξε τα χείλη μου με τα χείλη του. Ένιωσα τη γλώσσα του πάνω τους. Το χέρι του άφησε το πρόσωπό μου. Πήγε πίσω από το κεφάλι μου και με χάιδεψε ελαφρά. Και τότε με πίεσε προς τα πάνω του. Η γλώσσα του μπήκε μέσα στο στόμα μου και συνάντησε τη δική μου. Δεν σκεφτόμουν. Ό,τι έκανα ήταν ενστικτώδες. Άρχισα να παίζω και εγώ με τη γλώσσα του και σε λίγο και οι δύο πάλευαν μανιασμένα μέσα στο στόμα μου. Μετά για λίγο, για πολύ λίγο, με άφησε και μπήκα εγώ στο στόμα του. Μέθυσα με την ανάσα του. Μετά ξαναέφερε τη γλώσσα του στο στόμα μου. Με κρατούσε ακίνητη με το χέρι του αλλά δεν χρειαζόταν, δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή άλλο μέρος στον κόσμο στο οποίο θα ήθελα να είμαι. Δεν ξέρω και εγώ πόση ώρα κράτησε αυτό το φιλί. Μετά απαλά άρχισε πάλι να με χαϊδεύει στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Συνειδητοποίησα ότι όσο τον φιλούσα τα χέρια μου τον είχαν αγκαλιάσει και τον κρατούσαν σφιχτά. Δεν ήθελα να τελειώσει αυτό το φιλί. Το φιλί του έγινε σιγά-σιγά πιο απαλό, πιο γλυκό. Χωρίς να το καταλάβω η ίδια τα χέρια μου χαλάρωσαν, και χαλάρωσαν και χαλάρωσαν. Τραβήχτηκε σιγά-σιγά, πήρε τα χέρια μου στα χέρια του, τα έφερε στο στόμα του και τα φίλησε τρυφερά... Και μου χαμογέλασε.»
Η Ειρήνη δεν είπε τίποτα, απλά χαμογελούσε μαζί μου. Όχι με εμένα, μαζί μου.
«Και εκεί με αποτελείωσε με μια απλή φρασούλα» είπα σχεδόν δακρυσμένη από χαρά.
«Τι σου είπε;»
«Καλωσήρθες στον κόσμο μου, Κατερίνα.»
5 - Το επόμενο πρωί
Έφτασα είκοσι μέχρι να φιληθώ πρώτη φορά. Εκείνο το βράδυ είχα και το πρώτο μου ερωτικό όνειρο. Σε αντίθεση με την πλάκα που μου έκανε η Ειρήνη, ότι και καλά ο πατέρας μου πίστευε ότι μπορεί να είμαι λεσβία, ήξερα ότι δεν ήμουν. Παρά το γεγονός ότι η καρδιά μου δεν είχε σκιρτήσει για κανένα μέχρι τώρα είχα φαντασιώσεις και σ’ αυτές οι παρτενέρ μου ήταν άντρας. Κάθε φορά ο ίδιος. Δεν ήταν κάποιος συγκεκριμένος. Δυσκολεύομαι να το περιγράψω ακριβώς, το «φασματική μορφή» είναι ό,τι κοντινότερο μπορώ να σκεφτώ.
Και για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ ο εν λόγω παρτενέρ έβγαλε φασματικά κέρατα γιατί το όνειρό μου ήταν γεμάτο Μανώλη. Μανώλη να με φιλάει και να με χαϊδεύει παντού, Μανώλη πάνω μου, Μανώλη κάτω μου, πέρα-δώθε-κείθε και πλαγίως μου.
Ξύπνησα μέσα στη νύχτα ταραγμένη και μούσκεμα… όχι από τη ζέστη. Το χέρι μου κινήθηκε ασυναίσθητα προς τα κάτω και άρχισα να χαϊδεύομαι χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω μέχρι που τελικά το συνειδητό κατάφερε να ακολουθήσει οπότε κοκκάλωσα. Για κάποιο λόγο και ενώ ήμουν τόσο αναμμένη που θα μπορούσες να τηγανίσεις αυγό πάνω μου, μού ήταν αδύνατο να συνεχίσω με πρωταγωνιστή το Μανώλη.
Δεν είμαστε με τα καλά μας.
Χώρια που έχοντας μόλις μπει στον κόσμο του Μανώλη μου έκανε να μου φαίνεται αδιανόητη η …χρήση του φασματικού μου μέχρι τότε συντρόφου.
Ωραία, σκέφτηκα μέσα μου. Είχαμε που είχαμε αράχνες, θα πιάσουμε και νυχτερίδες.
Αναστέναξα και προσπάθησα να ξαναζήσω το πρώτο μου φιλί. Να θυμηθώ την αίσθηση των χειλιών του πάνω στα δικά μου, την παιχνιδιάρα γλώσσα του, το άρωμα της ανάσας του, τα χέρια του που με είχαν αρπάξει και με κρατούσαν εκεί, δική του.
Δική του;
Χμχμχμμχ.
Δεν είμαστε με τα καλά μας. Ή μήπως είμαστε;
Ο πρώτος που είχε απλώσει χέρι πάνω μου διαπίστωσε ότι υπάρχουν κορίτσια που μπορούν να δείρουν. Δεν υπήρξε δεύτερος μετά από εκείνη τη δημόσια επίδειξη στο προαύλιο.
Το μυαλό μου ταξίδεψε στο παρελθόν.
Ήμουν στο γραφείο του διευθυντή μαζί με το θύτη του χουφτώματος και κατόπιν θύμα ξυλοδαρμού ο οποίος καθόταν σε απόσταση ασφαλείας από εμένα.
«Τι έγινε» ρώτησε;Επέστρεψα στο παρόν.
«Μου έβαλε χέρι κύριε Ευαγγέλου» του είπα. «Μου έβαλε χέρι και εγώ του το έβγαλα.»
«Έτσι έγινε;» ρώτησε τον άλλον.
Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε.
«Δεν κατάλαβα, με θεωρείτε ψεύτρα κύριε Ευαγγέλου; Θεωρείτε ότι με τσίμπησε αλογόμυγα ή μήπως ότι δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω από το να βαρέσω κάποιον στην τύχη, έτσι για το άθλημα;»
Ο Διευθυντής πρέπει να άλλαξε πέντε έξι χρώματα. Αλήθεια το λέω, μου θύμισε σουπιά σε ντοκιμαντέρ για τη θαλάσσια ζωή.
Και όμως κράτησε την ψυχραιμία του.
«Δεν σε αποκαλώ ψεύτρα παιδί μου. Ωστόσο δεν μπορώ να βασιστώ μόνο στο λόγο του ενός. Η κατηγορία που του προσάπτεις είναι βαρύτατη αλλά αδίκημα βαρύ είναι και η χειροδικία. Πρέπει να ακούσω και τους δυο σας.»
Μου μίλησε όπως θα μου μιλούσε και ο πατέρας μου και αυτό με ηρέμισε κάπως.
«Η χειροδικία είναι αδίκημα αν την κάνεις χωρίς λόγο» του ανταπάντησα.
«Η χειροδικία είναι αδίκημα έτσι κι αλλιώς» μου απάντησε εκείνος. «Τα κίνητρά της μπορεί να την επιβαρύνουν ή να την ελαφρύνουν αλλά αυτό δεν την κάνει λιγότερο αδίκημα.»
«Γιατί, το ότι μου έβαλε χέρι δεν είναι αδίκημα;» τον ρώτησα φουρκισμένη
«Φυσικά και είναι αδίκημα και μάλιστα βαρύτατο. Αλλά η καταφυγή στην αυτοδικία δεν είναι η λύση.»
«Όποιος είναι έξω από το χορό πολλά τραγούδια ξέρει» του είπα ακόμα πιο φουρκισμένη.
Πάλι διατήρησε την ψυχραιμία του. «Ίσως» μου απάντησε. «Όπως και να έχει σε παρακαλώ ησύχασε τώρα και άσε με να κάνω τη δουλειά μου.»
«Λοιπόν, Χριστοφιά, έτσι έγινε;»
«Περίπου» είπε αλλά πριν προλάβω να του ορμήσω μου έκανε νόημα ο διευθυντής να κάτσω κάτω.
«Τι εννοείς περίπου; Δεν έχει περίπου, το έκανες ή δεν το έκανες;»
«Το έκανα κ. Διευθυντά αλλά όχι με σκοπό να τη χουφτώσω. Έβγαλε μια καταπληκτική άμυνα και το έκανα σαν επιβράβευση, σα χάδι.»
Γύρισε και με κοίταξε. «Συγνώμη Κατερίνα, ειλικρινά συγνώμη. Δεν το σκέφτηκα, το έκανα αυθόρμητα.»
Εγώ παρέμεινα παγωμένη.
Πέντε μέρες αποβολή αυτός μία μέρα αποβολή εγώ.
Θυμάμαι που έκλαιγα με λυγμούς στην αγκαλιά του πατέρα μου φωνάζοντας πως είναι άδικο… άδικο. Θυμάμαι να με κρατάει σφιχτά πάνω του και να με χαϊδεύει και να με κανακεύει χωρίς να με κόβει. Έκλαιγα και έκλαιγα. Έκλαιγα από θυμό. Έκλαιγα από δυστυχία. Έκλαιγα από την αδικία και από αυτό το αβάσταχτο συναίσθημα της ανημποριάς απέναντί της. Ήταν το πρώτο και το τελευταίο κλάμα των εφηβικών μου χρόνων.
Κοίτα κάτι ταξίδια που πάει και σκαρώνει ο νους νυχτιάτικα.
Που είχαμε μείνει; Α, ναι, με κράτησε εκεί δική του. Και αντί να αντιδράσω παραδόθηκα αμαχητί. Και ήθελα να με κρατήσει κι άλλο, δεν ήθελα να με αφήσει.
Και τότε μου έκανε κλικ
Ένιωσα ελεύθερη μέσα στο κράτημά του.
Η αντίφαση ήταν τόσο προφανής που το μισό μου είναι επαναστατούσε. Το άλλο μου μισό είναι έκανε την πάπια.
Τελικά κατάφερα να ηρεμίσω και να κοιμηθώ παίζοντας στο μυαλό μου ξανά και ξανά και ξανά το «Καλωσήρθες στον κόσμο μου, Κατερίνα». Δεν το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή, αλλά το μισό μυαλό που έκανε την πάπια είχε κερδίσει τη μάχη κατά κράτος.
Ξύπνησα το πρωί και είδα ότι είχα μήνυμα στο κινητό μου. Ήταν από το Μανώλη.
«Καλή σου μέρα.»
Λιτό και λακωνικό.
Αχ, θα με τρελάνει αυτός ο άνθρωπος.
Μέσα μου άρχισε να γίνεται πάλι πανζουρλισμός. «Μια καλημέρα σου είπε» έλεγε ένα μέρος μου. «Γιατί, σου είχε ξαναπεί καλημέρα;» ρώταγε ένα άλλο μέρος μου. «Ναι αλλά αυτό δε λέει και τίποτα» επέμενε ένα τρίτο μέρος. «Τι λες ρε ηλίθια» έλεγε ένα τέταρτο μέρος «έχει δίκιο η #2. Δεν σου είχε ξαναστείλει ποτέ μήνυμα και στο έστειλε σήμερα μετά από αυτά που έγιναν χθες». «Για ηρεμίστε όλες» είπε ένα πέμπτο μέρος «και καθίστε κάτω να το συζητήσουμε λογικά»
Πήγα τρέχοντας στο δωμάτιο της Ειρήνης και μπήκα μέσα σαν ανεμοστρόβιλος. Η αναίσθητη κοιμότανε του καλού καιρού.
«Ξύπνα» της είπα «μου έστειλε μήνυμα!»
«Ο χριστός και η παναγία ρε Κατερίνα πρωινιάτικα.»
«Ξύπνα σου λέω» την σκούνταγα εγώ.
«Σταμάτα να χοροπηδάς σαν κατσίκι» μου είπε.
«Αν δεν ξυπνήσεις θα αρχίσω να χοροπηδάω πάνω σου» την απείλησα.
Τι να κάνει η φουκαριάρα με εμένα που έμπλεξε; Αναγκαστικά σηκώθηκε και άκουσε την πλήρη και αναλυτική περιγραφή του εσωτερικού μου διαλόγου.
«Τι λες κι εσύ;» τη ρώτησα γεμάτη προσμονή.
«Σε σκέφτεται» μου είπε. «Και άντε στο διάολο τώρα και άσε με να κοιμηθώ» συμπλήρωσε και γύρισε πλευρό.
«Φίλη σου λέει. Αδερφή σου λέει. Αίμα σου λέει.» είπα μέσα από τα δόντια μου.
«7:30 το πρωί» μου λέει γυρίζοντας. «Αν κάνεις έτσι με ένα μήνυμα λέω να αλλάξω χώρα όταν προχωρήσετε παρακάτω»
Ένα δίκιο το ‘χε.
Της έδωσα ένα ενθουσιώδες φιλί και έφυγα σχεδόν χοροπηδώντας.
«Και τώρα τι απαντάνε» αναρωτήθηκα όταν ηρέμισα. Έχοντας ανεπτυγμένο το αίσθημα της επιβίωσης φυσικά δε γύρισα να πάρω τη συμβουλή της μικρής γιατί το πιθανότερο ήταν να έπαιρνα κάτι άλλο βαρύτερο κατακέφαλα.
Έγραφα κι έσβηνα κανένα δεκάλεπτο μέχρι που τελικά κατέληξα ότι το ασφαλέστερο θα ήταν να απαντήσω με τον ίδιο τρόπο.
«Καλημέρα :happy:» προσθέτοντας και ένα χαμογελάκι.
Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό και μου ήρθε απάντηση.
«www.youtube.com/watch?v=9pQMb2niOO8»
Χτύπησα το link και άνοιξε το youtube
Και μέσα στο καταχείμωνο ξαφνικά καλοκαίριασε.
6 - Μπαμπά μην τρέχεις
Το περιεχόμενο του δεύτερου μηνύματος δε χωρούσε σκέψη καθώς το τραγούδι ήταν η μουσική που έπαιζε το ραδιόφωνο όταν ο Μανώλης πήρε το πρώτο μου φιλί.
Δηλαδή “με φίλησε για πρώτη φορά”. Ίδιο πράγμα, διαφορετική διατύπωση.
Πανάθεμά με.
Για κάποιο λόγο προτιμούσα την πρώτη εκδοχή. Αποφάσισα να αναβάλω την ενδοσκόπηση προσπαθώντας να σκεφτώ τρόπο να του απαντήσω ανάλογα.
«Όχι, δεν θα ξυπνήσεις την Ειρήνη πάλι» είπα μέσα μου. Ήμουν στο νερό, θα έπρεπε να κολυμπήσω, να απαντάω μόνη μου. Άλλωστε αν δεν απαντούσα εγώ τι αξία θα είχε πραγματικά η απάντηση;
Τι του απαντάς τώρα;
Και όχι τίποτε άλλο αλλά ο Μανώλης είχε απαντήσει την καλημέρα μου μέσα σε ένα λεπτό.
Χμμμ, μάλλον θα το είχε προετοιμάσει αποφάσισα. Εμ βέβαια, μέσα σε ένα λεπτό μπήκε, βρήκε το τραγούδι και μου το έστειλε;
Άτιμε Μανώλη!
Παιδί του μπαμπά μου είχα κληρονομήσει τα μουσικά του γούστα αν και όχι το ταλέντο του σε μουσικά όργανα. Μπορεί να μην είμαι η πιο όμορφη της οικογένειας αλλά σίγουρα έχω την καλύτερη φωνή, κι αυτό κληρονομιά από το μπαμπά, όπως τα μάτια. Συνεπώς «μπαμπάς κιθάρα» και «οι δυο μας μαζί τραγούδι» με την υπόλοιπη οικογένεια πρόθυμο ακροατήριο ήταν συχνό event τα προηγούμενα χρόνια.
Τι να του στείλω; Πώς να του δείξω χωρίς να φαίνεται υπερβολή αυτό που νιώθω; Ποιο rock κομμάτι ταιριάζει στην περίσταση;
Η Κατερίνα στη χώρα των θαυμάτων.
Και εκεί μου ήρθε κατακούτελα! Ένα από τα αγαπημένα μας τραγούδια εμένα και του πατέρα μου. Ψυχεδελικό ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων. Ακολούθα το μονοπάτι του νέου κόσμου, εξερεύνησέ τον. Με καλωσόρισε, δε με καλωσόρισε στον κόσμο του; Και τι ήταν αυτός για μένα αν όχι ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων;
Μπήκα στο youtube και από την ταραχή μου χρειάστηκε να γράψω-σβήσω κάμποσες φορές αλλά τα κατάφερα. Έκανα copy το link, και άνοιξα τα μηνύματα πατώντας του reply:
“www.youtube.com/watch?v=WANNqr-vcx0” έκανα paste και πάτησα το send.
Δεν χρειάστηκε να περιμένω παραπάνω από πέντε λεπτά. Πανάθεμά τον ήταν γρήγορος.
«Εντυπωσιάστηκα. Δεν περίμενα να γνωρίζεις τους Jefferson Airplane. Στο ύφος του τραγουδιού σου λοιπόν, ανυπομονώ κι εγώ να γνωρίσω το δικό σου κόσμο στον οποίο ελπίζω να είμαι το ίδιο καλοδεχούμενος όπως κι εσύ στον δικό μου»
Εντάξει, πως να μη χαμογελάσω σαν τη χαζή; Αλλά ο Μανώλης δεν είχε πει την τελευταία του λέξη: “Σ’ έπιασα. www.youtube.com/watch?v=p3VgV31vmUE“ μου έγραψε.
…Και με αποτελείωσε.
Ή τουλάχιστον παραλίγο να με αποτελειώσει γιατί μέσα μου άρχισαν να βαράνε ήχοι συναγερμού.
Ο Μανώλης στο παιχνίδι της αποπλάνησης που λέγεται flirt ήταν φανερά σε άλλο επίπεδο από εμένα. Είχαμε βγει μόνο μια φορά οι δυο μας και μου είχε πάρει το πρώτο μου φιλί με περιφρονητική σχεδόν ευκολία. Μπορεί να είμαι ώριμη για τα χρόνια μου αλλά ψευδαισθήσεις μεγαλείου δεν είχα, αυτός είναι 32 χρονών και εγώ 20. Τι κοινό μπορεί να έχουν οι κόσμοι μας; Αν και είχα ακουστά τον κανόνα x/2 + 7 ποτέ δεν είχα τον είχα πάρει στα σοβαρά. Και όμως ακόμα και με αυτή τη χαζή προσέγγιση, πάλι ήμουν τρία χρόνια μικρότερη ή αν θέλετε, αυτός ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερος, απ΄ όσο έπρεπε.
Θα χάλαγε τόση ενέργεια για μια ξεπέτα; Αλλά και πάλι μπορεί να μην ξόδευε καν δεύτερη σκέψη και όντας τόσο άβγαλτη να με έπαιζε σα φτηνή κιθάρα. Αλλά και πάλι αν ήταν απλή ξεπέτα θα είχε τόσο θράσος ώστε να με ρωτήσει αν θέλω να ανέβει πάνω να τον γνωρίσουν οι γονείς μου;
Και εκεί μέσα στη χαρά μου ένιωσα δυστυχισμένη.
Το βόλεϊ και οι πολεμικές τέχνες -τις οποίες άρχισα μετά το ατυχές περιστατικό στο σχολείο και με σκοπό να μπορώ να αμυνθώ χωρίς κατ’ ανάγκη να αφήσω πτώματα πίσω μου αλλά αν απαιτηθεί να το κάνω και αυτό- με είχαν μάθει την αυτοπειθαρχία.
Ζαλισμένο κοτόπουλο ή όχι κατάφερα να συγκεντρωθώ. Αφού μπήκα στο χορό, θα χορέψω.
Αποφάσιζα να το ζήσω όντας προσεκτική στο βαθμό του δυνατού. Θα έπρεπε να βρω κάποιο τρόπο που και να διατηρήσω την επιφυλακτικότητά μου για να προστατευτώ από τις κακοτοπιές αλλά και να μην την αφήσω να γίνει τροχοπέδη.
Η μικρή όντας σε σχέσεις με αγόρια από τα 14 είχε ζήσει και τις χαρές και τις λύπες που φέρνουν οι σχέσεις. Μπορεί να ήταν “σουρλουλού” αλλά δεν έπεφτε με τα μούτρα και την παρθενιά της την είχε χάσει πολύ πρόσφατα από το αγόρι της με το οποίο είναι μαζί 2 χρόνια.
Εγώ στα 20 ναι μεν ήμουν σαφώς πιο ώριμη αλλά από την άλλη οι σχέσεις που μπαίνει μια εικοσάχρονη είναι σαφώς λιγότερο αθώες από τους έρωτες στις αρχές της εφηβείας. Νομίζω δηλαδή γιατί είχα ακούσει σημεία και τέρατα για τα υποτιθέμενα αθώα πρώτα εφηβικά χρόνια.
Μ’ αυτά και με τούτα πέρασε η ώρα χωρίς να του έχω απαντήσει. Βάλε τώρα με το νου σου τι θα σκέφτηκε. Ή όχι.
Χρουμφ.
Τι να του απαντήσω;
“www.youtube.com/watch?v=D2C6VpMLH24”
Μπαμπά, μην τρέχεις.
7 - Μετά το φράγμα
Σηκώθηκα για να ετοιμαστώ. Το καυτό πρωινό ντους μου έφτιαξε τη διάθεση. Μέχρι να ετοιμαστώ δεν είχε απαντήσει.
«Δε θα κάνεις σα σκυλάκι που περιμένει να του πετάξουν κόκαλο» ατσάλωσα τον εαυτό μου. Μεταξύ μας, η καρδούλα μου το ‘ξερε, αλλά με βάσανα ή χωρίς όταν έπαιρνα μια απόφαση δεν υπήρχε επιστροφή.
Βέβαια το να πάρεις την απόφαση συνήθως είναι το εύκολο κομμάτι. Το δύσκολο είναι να την κρατήσεις. Μέχρι και τις 10:00 που έφυγα δεν είχε απαντήσει.
Τελικά η απάντηση ήρθε στις 10:30
«Συγνώμη για την καθυστέρηση αλλά είχα πρωινή συνάντηση.»
Καμία νύξη για το μήνυμα που του έστειλα.
Ήξερα, γιατί μου το είχε πει, ότι μέχρι και το απόγευμα σπανίως είχε ελεύθερο προσωπικό χρόνο, διευθυντής βλέπετε. Τα ήξερα αυτά από τον πατέρα μου οπότε δεν έδωσα συνέχεια.
«Δεν πειράζει. Κι εγώ τώρα ξεκινάω για τη σχολή. Καλή συνέχεια»
Η απάντηση ήρθε σε λίγα λεπτά
«Καλή συνέχεια Κατερίνα μου»
*ΜΟΥ*
Χαμογελαστή ξεκίνησα να κατέβω στο αυτοκίνητό μου.
…
Δεν θέλω να σας κουράσω αλλά τελικά όλα έδειχναν ότι οι σκοποί του, όποιοι και να ήταν αυτοί, δεν εξαντλούνταν σε μια απλή ξεπέτα. Βγήκαμε ξανά πολλές φορές και όποτε δε βγαίναμε μιλούσαμε τα βράδια με τις ώρες. Και όλες αυτές τις φορές δεν προχώρησε παραπάνω από ένα φιλί. Δεν λέω, τα φιλιά μας γινόντουσαν όλο και πιο παθιασμένα αλλά στο τέλος άρχισα να παρακαλώ μέσα μου επιτέλους να προχωρήσει και λίγο παρακάτω.
Ένας μήνας είχε περάσει σχεδόν!
Τουλάχιστον μπορούσα και τον φαντασιωνόμουν πλέον. Όμως, και προς μεγάλη μου έκπληξη, η φαντασίωση δεν ήταν η ίδια όπως με το φασματικό πρώην μου.
Μία και μόνο φαντασίωση είχα όλη κι όλη μέχρι τότε: να κάθομαι σε μια καρέκλα και ο φασματικός μου σύντροφος να είναι γονατισμένος μπροστά μου και να με ξετρελαίνει με τη γλώσσα του. Με το Μανώλη άρχισα τις πιο προχωρημένες φαντασιώσεις. Να γονατίζω εγώ μπροστά του και να τον παίρνω στο στόμα μου. Να με παίρνει με τον κλασσικό τρόπο. Να με παίρνει στα τέσσερα. Να με παίρνει λυσσασμένα. Να με παίρνει απαλά. Να μου δένει τα χέρια και να είμαι στο έλεός του.
Ομολογώ ότι το τελευταίο, αν και μόνη μου το είχα φαντασιωθεί με σόκαρε. Και πάνω απ’ όλα με σόκαρε ότι σε αυτή τη φαντασίωση είχα τον πιο έντονο οργασμό που είχα νιώσει. Ανακάλυπτα πτυχές του εαυτού μου που δεν είχα καν φανταστεί ότι υπήρχαν. Και πού να τα πεις αυτά; Άλλα όσο εγώ έπλαθα αυτά τα σενάρια στο μυαλό μου εκείνος δεν μου είχε αγγίξει ούτε το στήθος. Τελικά αποφάσισα να πάρω εγώ την κατάσταση στα χέρια μου.
Παρασκευή βράδυ και είχαμε βγει στο Χαλάνδρι. Η βραδιά, όπως και όλες οι βραδιές μαζί του κυλούσε πολύ όμορφα. Τότε έκανα το πρώτο βήμα.
«Μανώλη, φεύγουμε;»
«Από τώρα;» με ρώτησε με ένα ίχνος ανησυχίας που οι κεραίες μου το έπιασαν.
«Δεν λέω να πάμε σπίτια μας αλλά δε θέλω να κάτσουμε άλλο εδώ. Πάμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο;»
Σχεδόν άκουσα το εσωτερικό του ξεφύσημα ανακούφισης.
«Ό,τι θέλει το κορίτσι μου» μου είπε.
Αμ έπος, αμ έργο, πληρώσαμε και φύγαμε. Βέβαια ο Μανώλης όντας Μανώλης ακόμα και μέσα στην τρυφερή και προστατευτική αγκαλιά του που ήμουν έκανε όπως πάντα χαβαλέ με αποτέλεσμα κάθε τρεις και λίγο να σκύβει μαζί μου καθώς δεν μπορούσα να κρατήσω τα γέλια μου. Ξεκινώντας από τα μπαράκια, ως την εφορία, δεν πρέπει να είναι πάνω από 5 λεπτά δρόμος. Με το Μανώλη η ίδια διαδρομή έπαιρνε το διπλάσιο χρόνο και περιλάμβανε εκτός του περπατήματος και ταυτόχρονη άσκηση κοιλιακών.
Πώς να μην είμαι τρελά ερωτευμένη μαζί του;
Ναι, ήμουν. Μόνο στην Ειρήνη το είχα πει η οποία μου είχε απαντήσει «Σώωωωωπα».
Στο Μανώλη δεν είχα πει κουβέντα. Όντας πιο έμπειρος δε νομίζω να μην το είχε καταλάβει αλλά δεν είχε πει τίποτα. Δεν είχε υπάρξει καμιά αλλαγή πάνω του, παρέμενε ο ίδιος όσο την πρώτη μέρα που τον είχα γνωρίσει. Είμαι σίγουρος ότι κι αυτός ένιωθε πράγματα για μένα, το «μου» ήταν σχεδόν πάντα συμπληρωματικό. «Κατερίνα μου», «καρδούλα μου», «μωρό μου»…
…«διαολίξ μου».
Εξακολουθούσα να διαολίζομαι εύκολα, αν και σχεδόν ποτέ μαζί του, οπότε μου έδωσε …γαλατικό όνομα κάνοντας με να ξεκαρδιστώ και να ξεχάσω τη ζοχάδα μου, δεν θυμάμαι καν με τι είχα νευριάσει, όταν μου το είπε πρώτη φορά.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε έτσι, χωρίς προορισμό. Μπήκε στην Αττική οδό και πήραμε το δρόμο προς το αεροδρόμιο. Βγήκε στην Βάρης-Κορωπίου και φτάσαμε Γλυφάδα. Από εκεί πήρε την παραλιακή και κατεβήκαμε μέχρι το Σούνιο και από κει ξανά πάνω μέχρι που φτάσαμε πάλι Μεσογείων και από εκεί πήραμε κατεύθυνση προς Ραφήνα, την οποία περάσαμε και τελικά φτάσαμε στη Νέα Μάκρη, στη διασταύρωση για Διόνυσο.
«Μη στρίψεις εδώ» τον παρακάλεσα. «Πάμε από το φράγμα»
«Ότι θέλεις» μου είπε.
Φτάσαμε το Μαραθώνα και πήραμε το δρόμο προς τον Άγιο Στέφανο.
Προσπαθούσα να βρω το κουράγιο να του πω να σταματήσουμε κάπου απόμερα αλλά κάθε φορά που προσπαθούσα να ξεκινήσω κόμπλαρα και η γλώσσα μου δενόταν κόμπος.
Δεν ξέρω αν διάβαζε το μυαλό μου ή είχε δει κάποια σημάδια ή πολύ απλά έκρινε και ο ίδιος ότι είχε έρθει η ώρα να προχωρήσουμε λίγο παραπάνω αλλά με έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
Λίγο μετά το φράγμα σταμάτησε στην άκρη ενός χωματόδρομου που δεν έδειχνε να πηγαίνει πουθενά.
«Εδώ θα κάνουμε μια μικρή παρανομία» μου είπε συνωμοτικά και μπήκε στο δρόμο οποίος οδηγούσε, χωρίζοντας στη μέση ένα χωράφι, σε ένα πλάτωμα. Η θέα της λίμνης του Μαραθώνα και του φράγματος μου έκοψε την ανάσα.
«Τυπικά είμαστε μέσα σε ξένη ιδιοκτησία αλλά δε φαντάζομαι να έχει νυχτοφύλακα το χωράφι.»
Χμμμ… πώς το ανακάλυψε αυτό το μέρος; Με πόσες έχει έρθει εδώ;
Τον κοίταξα καχύποπτα και αυτός μάλλον κατάλαβε τι γινόταν μέσα στο μυαλό μου και μου είπε:
«Δε σου λέω, δε σου λέω»
«Α, έτσι ε;» του είπα.
«Έτσι και χειρότερα»
Όρμησα πάνω του και άρχισα να τον γαργαλάω.
«Λέγε, πόσες αθώες υπάρξεις έχεις φέρει εδώ για να τις κυλήσεις στο βόρβορο της ακολασίας; Μίλα κάθαρμα»
«Είμαι αθώος αστυνόμε Θεοχάρη» μου είπε πνιγμένος στα γέλια και συνέχισε «Ήμαρτον»
«Άρα παραδέχεσαι ότι αμάρτησες! Κάθαρμα! Μίλα!» προσπάθησα να πω με τη φωνή του Βασιλείου.
«Ποτέ!» μου είπε και όρμησε πάνω μου.
Αλλά δε με γαργάλησε. Μου έπιασε τα χέρια και τα κράτησε ακίνητα. Τα ένιωσα σαν να είναι μέσα σε μέγγενη.
Δεν ντρέπομαι να το πω. Σχεδόν βράχηκα. Αλλά ο Μανώλης... ήταν ο γνωστός λατρεμένος Μανώλης.
«Είσαι στο έλεός μου, μουαχααχααχα» έκανε με υποτιθέμενα σατανικό γέλιο.
Και μετά ο αφιλότιμος μου έγλυψε τη μύτη.
«Νια νια νια νια νια» μου έκανε κοροϊδευτικά.
«Έβγα έξω ρε αν είσαι άντρας» του είπα και καλά τσαμπουκαλεμένη.
«Χαχα, για κορόιδα ψάχνεις;» με ρώτησε γελώντας. «Εσύ έκανες taekwodo όσο εγώ έπαιζα ερασιτεχνικά βόλεϋ μεταξύ σπουδών. Δε σου κάθομαι!»
«Θα μου κάτσεις και θα πεις και ένα τραγούδι» τον απείλησα.
«Ποιο τραγούδι;»
«Τον ύμνο του Ολυμπιακού». Ο Μανώλης είναι φανατικός Παναθηναϊκός και αν και εγώ είμαι ΑΕΚ ήξερα πως η αναφορά στον Ολυμπιακό για το Μανώλη ήταν το ισοδύναμο του πατημένου κάλου.
«Βλάσφημη» μου είπε. «Η προσβολή προς τον Έναν και πραγματικό Θεό, δε θα μείνει αναπάντητη» είπε, σήκωσε τα μανίκια του, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω ξεχνώντας τα περί taekwodo.
«Χα!» του είπα και άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω κι εγώ.
«Τώρα θα λογαριαστούμε σαν άντρες» του είπα.
«Τό ‘ξερα πως κάτι μου έκρυβες εκτός από το ότι είσαι αλλόθρησκη. Τό ‘ξερα» μου απάντησε.
Άντε μετά να παίξεις ξύλο με αυτές τις συνθήκες. Και είχε και συνέχεια.
«Τώρα θα δεις πόσα απίδια χωράει ο σάκος» με απείλησε.
Πήρα θέση μάχης.
Και αυτός μου έκανε το Daniel LaRusso και το πέταγμα του γερανού.
Αυτό ήταν. Δάκρυσα από τα γέλια. Με έπιασε πραγματικά η κοιλιά μου.
Όταν με τα πολλά ηρέμισα του είπα «Παίζεις βρώμικα»
«Στον έρωτα και τον πόλεμο όλα επιτρέπονται» μου είπε.
«Στον έρωτα;» τον ρώτησα σοβαρεύοντας ξαφνικά.
«Στον έρωτα» μου απάντησε το ίδιο σοβαρά. Και με έπιασε αγκαλιά και με κόλλησε στο αυτοκίνητο και μου έδωσε ένα τόσο παθιασμένο φιλί που μου ρούφηξε την ψυχή.
Η πλάτη μου κολλημένη στην πίσω πόρτα του αυτοκινήτου του. Η γλώσσα του μανιασμένη μέσα στο στόμα μου. Μου δάγκωσε τα χείλια. Άφησε το στόμα μου και άρχισε να φιλάει και να γλείφει και να δαγκώνει το λαιμό μου. Εγώ του χάιδευα το κεφάλι.
Τότε για πρώτη φορά τα χέρια του κατέβηκαν στα στήθη μου. Είχα προνοήσει και φορούσα μπλούζα με κουμπιά. Τα ξεκούμπωσε και μου χούφτωσε βίαια και τα δύο στήθη. Όντας μεγαλούτσικα δεν χωρούσαν στην παλάμη του. Πέρασε το χέρι του από πίσω μου προσπαθώντας να μου ξεκουμπώσει το σουτιέν. Είχα προνοήσει και γι αυτό.
«Από μπροστά» του ψιθύρισα με φωνή βραχνή από την προσμονή.
Το βρήκε και το ξεκούμπωσε. Τα στήθη μου ήταν γυμνά και εκτεθειμένα για πρώτη φορά σε άντρα.
«Θεέ μου» είπε επιδοκιμαστικά και όρμησε πάνω τους. Τα χούφτωνε δυνατά και έγλειφε και δάγκωνε τις ερεθισμένες ρώγες μου εναλλάξ. Γλείψιμο, δάγκωμα, γλείψιμο αλλαγή στήθους, και ξανά.
Φυσούσα και ξεφυσούσα από την καύλα. Με ανοιχτή μπλούζα, ανοιγμένο σουτιέν και εκτεθειμένη στο χειμωνιάτικο κρύο η θερμοκρασία μου άγγιζε αυτή του κέντρου του Ήλιου.
Καμία φαντασίωση δεν έφτανε ούτε καν στο δαχτυλάκι της πραγματικότητας.
«Ααααχ» φώναξα καθώς παραδάγκωσε δυνατά και αυτή η φωνή της καύλας και του πόνου τον έκανε ακόμα περισσότερο επιθετικό και όσο περισσότερο με πονούσε τόσο περισσότερο ηδονιζόμουν.
- Θα επανέρθω αργότερα στο κομμάτι αυτό –
Και εκεί που νόμιζα ότι θα φτάσω τα όριά μου σε καύλα αλλά και σε αντοχή στον πόνο που μου προκαλούσε, σταμάτησε.
Έγινε πάλι τρυφερός.
Το βίαιο χούφτωμα έγινε απαλά χάδι και το δάγκωμα ανάλαφρο παιχνίδι με τα χείλη του.
Αυτό συνεχίστηκε για μερικά λεπτά ακόμα ώσπου έγινε πάλι επιθετικός. Είχα χάσει τα μυαλά μου. Αυτή τη φορά το κρεσέντο ήρθε με σπασμούς ηδονής. Αν και δεν το είχα διανοηθεί ποτέ ότι μπορεί να συμβεί αυτό το πράγμα με αυτό τον τρόπο, ένιωθα ότι απέχω ελάχιστα δευτερόλεπτα από το τελείωμα. Του έπιασα το χέρι και του το κατέβασα βίαια ανάμεσα στα πόδια μου, για να με χαϊδέψει, για να μπει μέσα μου, να με κάνει τα τελειώσω.
Ελευθέρωσε το χέρι του από το χέρι μου, το έπιασε και το κόλλησε βίαια πάνω στο τζάμι.
Δε μου είπε τίποτα απλά με κοίταξε και η ματιά του έλεγε «Εγώ κάνω κουμάντο».
Ήταν το πιο γλυκό βασανιστήριο που έχω περάσει. Για πόση ώρα, είχα χάσει το μέτρημα, με έφτανε ένα τσακ από το να τελειώσω και εκεί πάντα σταματούσε και άλλαζε ρυθμό μέχρι να μου φύγει. Και ξανά και ξανά και ξανά.
«Σε θέλω» του είπα χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω. «Σε θέλω μέσα μου».
Εκείνος δεν είπε τίποτα.
Γονάτισε μπροστά μου και μου σήκωσε τη φούστα.
Ναι, όπως σας είπα ξανά και ξανά, είχα προνοήσει.
Έχωσε το κεφάλι μέσα της. Μου κατέβασε αργά και προσεκτικά το καλτσόν. Το κιλοτάκι μου ήταν σα να έχει μόλις βγει από το πλυντήριο. Το μύρισε με χάιδεψε με το μάγουλό του. Μετά γύρισε και το χουχούλιασε. Η καυτή του ανάσα εκεί χαμηλά με αποτρέλανε. Πέρασαν μερικές στιγμές με το Μανώλη να ανασαίνει τη μυρωδιά μου. Μετά άρχισε πάλι να με χουχουλιάζει.
Πέρασε το χέρι του από πίσω και μου κατέβασε και το κιλοτάκι. Μύρισε πάλι τη μυρωδιά μου και το έκανε λες και μύριζε το ακριβότερο άρωμα.
Η παιχνιδιάρα γλώσσα του πέρασε ανάλαφρα πάνω από την κλειτορίδα μου.
Είχα σφιχτά κλεισμένα τα μάτια και έβλεπα αστεράκια. Όχι, δεν ήταν αστεράκια, εγώ ήμουν στα αστέρια. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι μπορεί να υπάρξει τέτοια ηδονή.
Σχεδόν πονούσα.
Του έσφιξα τα μαλλιά. Τον πίεσα με τα χέρια να έρθει πάνω μου. Η μύτη του ακούμπησε τα χείλη μου. Ακολούθησε η γλώσσα του. Έπαιξε με τα χείλη του. Την έβαλε μέσα μου. Την τράβηξε. Την ξαναέβαλε και την ξανατράβηξε. Επιτάχυνε το ρυθμό του. Η γλώσσα του μπαινοέβγαινε μέσα μου και η μύτη του τριβόταν απαλά στην κλειτορίδα μου.
Η έκρηξη που ακολούθησε ήταν ο πιο δυνατός οργασμός που είχα νιώσει. Σε σχέση με αυτή την έκρηξη οι προηγούμενοι οργασμοί, που είχα προκαλέσει παίζοντας με τον εαυτό μου, ήταν απλά πυροτεχνήματα ενώ αυτός ήταν υπερκαινοφανής αστέρας. Τα μουγκρητά μου έγιναν κραυγή ηδονής που πρέπει να ακούστηκε μέχρι την εθνική που φαινόταν εκεί μακριά, στο βάθος.
Τον κράταγα σφιχτά κολλημένο πάνω μου. Μου έπιασε απαλά τα χέρια και τον άφησα ελεύθερο. Με άπειρη φροντίδα με σκούπισε με το ίδιο του το πρόσωπο, μου έβαλε ξανά το κιλοτάκι και μου ανέβασε πάλι αργά και προσεκτικά το καλτσόν. Μετά κατέβασε τη φούστα μου, την έστρωσε και σηκώθηκε προς τα πάνω.
Με φίλησε και ρούφηξα από το πρόσωπό του την ίδια μου τη μυρωδιά.
Έκανε να με κουμπώσει.
«Όχι σε παρακαλώ» του είπα κοιτώντας τον ικετευτικά.
«Μωρό μου θα κρυώσεις, είσαι ήδη παγωμένη» μου είπε.
«Τότε τρίψε με, ζέστανέ με αλλά άσε με έτσι»
Έβγαλα τελείως το σουτιέν μου.
Δεν κρύωνα, είχα τη φωτιά μέσα μου.
«Κατερίνα τι κάνεις;» είπε καθώς έβγαλα τη μπλούζα μου και την πέταξα.
Δεν απάντησα.
Γονάτισα μπροστά του. Ξεκούμπωσα τη ζώνη του.
Έκανε να με σηκώσει.
«Σε παρακαλώ» του ξαναείπα ικετευτικά.
Έγνευσε.
Ξεκούμπωσα το πρώτο κουμπί. Και μετά το δεύτερο. Και μετά το τρίτο. Και μετά όλα.
Έβαλα το χέρι μου μέσα και τον άγγιξα για πρώτη φορά. Τον χάιδεψα. Του κατέβασα ελαφρά το μποξεράκι και το όργανό του ξεπετάχτηκε από μέσα σα θηρίο που είχε στήσει καρτέρι και ορμούσε στη λεία του.
Το έπαιξα λίγο με το χέρι μου. Το κοίταξα με θαυμασμό και το μύρισα. Η μυρωδιά του ανδρισμού του με συνεπήρε. Φίλησα το κεφάλι του διστακτικά. Δεν το είχα ξανακάνει αυτό παρά μόνο στις φαντασιώσεις μου οπότε πήγαινα με το ένστικτο.
Το πήρα στο στόμα μου.
Η γεύση του, Θεέ μου, η γεύση του…
Προσπάθησα να το πάρω όσο πιο βαθιά μπορούσα μέσα μου. Δεν είχα μάθει να ελέγχω την αντανακλαστική αναγούλα, σχεδόν πνίγηκα και τραβήχτηκα απότομα.
Ένιωσα ότι τον απογοήτευσα. Τον κοίταξα δυστυχισμένη.
Με κοίταξε με αυτό το υπέροχο χαμόγελό του.
Με έπιασε από το κεφάλι απαλά και τον έβαλε μέσα στο στόμα μου.
Λίγο, όχι πολύ.
Με τα χέρια του έδωσε ρυθμό στο κεφάλι μου φροντίζοντας να το βάζει τόσο βαθιά όσο να μην πνίγομαι και να μην πυροδοτήσει το αντανακλαστικό.
«Χρησιμοποίησε τη γλώσσα σου» μου είπε ψιθυριστά και τον υπάκουσα. Όπως τον είχα μέσα στο στόμα μου άρχισα να παίζω με τη γλώσσα μου το κεφαλάκι.
Ενστικτωδώς του κατέβασα λίγο το παντελόνι και το μποξεράκι ώστε να απελευθερωθούν οι όρχεις του. Ενώ το πέος του μπαινόβγαινε μέσα στο στόμα μου ακολουθώντας τον ρυθμό που μου έδινε με τα χέρια του, με το δεξί μου χέρι χούφτωσα απαλά τους όρχεις του και τους κράτησα στην παλάμη μου. Ο ρυθμός του άρχισε να γίνεται πιο έντονος και έμπαινε στο στόμα μου όλο και πιο βαθιά. Μέσα στην κλειστή μου παλάμη χάιδευα και έπαιζα με τον υπόλοιπο ανδρισμό του.
Κάποια στιγμή χαλάρωσε το ρυθμό του και τον τράβηξε έξω από το στόμα μου.
Με κοίταξε σαν κάτι να ήθελε να με ρωτήσει.
«Όπου θες» απάντησα ψιθυριστά στην ερώτηση που δεν έκανε και τον πήρα ξανά στο στόμα μου.
Γεύτηκα τα προσπερματικά του υγρά και ένιωσα την ένταση να μεγαλώνει. Ανέβασε το ρυθμό του ακόμα ένα επίπεδο και φρόντιζε να τον βάζει τόσο μέσα όσο μπορούσα.
«Κοίταξέ με» με διέταξε πνιχτά και σήκωσα το βλέμμα μου ενώ το πέος του στο στόμα μου είχε αρχίσει να δονείται.
«Αααχ… αααχ» τον άκουσα να λέει ενώ ο καυτός πίδακας του σπέρματος του πλημμύριζε το στόμα μου. Μου κράτησε το κεφάλι ακίνητο ενώ το πέος του έκανε σπασμούς τινάζοντας το σπέρμα σε ριπές. Κατάπια χωρίς να το σκεφτώ. Παρά το γεγονός ότι με είχε διατάξει να τον κοιτάζω εκείνος είχε σφαλίσει τα μάτια του και δεν με έβλεπε. Εγώ συνέχισα να τον κοιτάζω, δεν κούνησα το βλέμμα μου ούτε χιλιοστό, περιμένοντάς τον.
Λίγες στιγμές αργότερα άνοιξε τα μάτια του με κοίταξε στα δικά μου. Οι ματιές μας θαρρείς και πάλευαν η μία με την άλλη, αυτός όρθιος και ακουμπισμένος πίσω στο αυτοκίνητο και εγώ γονατισμένη μπροστά του με το πέος του ακόμα στο στόμα μου. Τραβήχτηκε και λίγο σπέρμα ξέφυγε από τα χείλη μου. Το σκούπισε με το δάχτυλό του και το έβαλε στο στόμα μου. Του έγλυψα το δάχτυλο αχόρταγα. Δεν ήθελα να χάσω ούτε σταγόνα.
Ποια; Εγώ!
Όταν σηκώθηκα, έσκυψε, έπιασε την πεταμένη κάτω μπλούζα και με βοήθησε να τη βάλω. Με κούμπωσε και με φίλησε βαθιά. Με έτριψε γιατί είχα αρχίσει όντως να παγώνω και με κράτησε στη ζεστή του αγκαλιά.
Μπήκε μέσα και άναψε το καλοριφέρ. Μετά μου έγνεψε να μπούμε στα πίσω καθίσματα. Μπήκα πρώτη και με ακολούθησε. Έγειρα και χώθηκα στην αγκαλιά του.
Δεν μιλήσαμε. Καθίσαμε εκεί και εγώ δεν ξέρω πόση ώρα ακούγοντας μουσική.
Ένιωθα το κεφάλι μου να βουίζει αλλά δεν ήταν δυσφορία. Στο μυαλό μου έπαιζε σε ατέρμονο βρόγχο η σκηνή που είχε παιχτεί πριν από λίγη ώρα.
Τα γλυκά του βασανιστήρια. Η ηδονή. Ο οργασμός, ο τόσο δυνατός οργασμός που μ’ έκανε να πιστέψω ότι παίζοντας με τον εαυτό μου απλά νόμιζα ότι τον είχα νιώσει. Δεν ήταν παρά απλά πυροτεχνήματα μπροστά σε ένα υπέρλαμπρο άστρο, σαν κάρβουνο που τσιτσιρίζει μπροστά σε ένα πύρινο τείχος.
Η ανάγκη που ένιωσα για να τον ικανοποιήσω.
Ποιος να το είχε φανταστεί ποτέ. Εγώ, η Κατερίνα, να γονατίσω μπροστά σε κάποιον άντρα με σκοπό να του προσφέρω το στόμα μου για την απόλαυσή του.
Και όχι απλά να το θέλω, να το έχω ανάγκη, να το αποζητώ τόσο πολύ που να με πονάει και που η προσφορά μου να είναι το μόνο γιατρικό που μπορεί να καταλαγιάσει τον πόνο αυτό.
Τον κοίταξα και του είπα «Σ’ αγαπάω» χωρίς να το σκεφτώ. Το συνειδητό μου ακολούθησε με καθυστέρηση και ο χρόνος πάγωσε.
Τι έκανα Θεέ μου;
«Εγώ να δεις» μου είπε με μάτια που έλαμπαν.
Έγειρε και με φίλησε και ο χρόνος άρχισε να κυλάει και πάλι.
8 - Timeo Danaos
Κοίταζα το ταβάνι και το μυαλό μου ήταν ακόμα σε εκείνο το χωράφι, λίγο μετά το φράγμα του Μαραθώνα.
-Σ’ αγαπάω.
-Εγώ να δεις.
Έπαιζε ξανά και ξανά και ξανά και ξανά.
Δεν είναι ο έρωτας εγωιστικός; Γιατί το μυαλό μου πήγαινε περισσότερο στο «αααχ… αααχ.» όταν τέλειωνε μέσα στο στόμα μου και όχι στον πρώτο μου πραγματικό οργασμό που μου είχε προσφέρει λίγη ώρα νωρίτερα;
Σ’ αυτή τη σχέση ήμουν στη θέση του συνοδηγού. Ή για να είμαι πιο ακριβής στη θέση του επιβάτη ενός τραίνου. Μπορείς να κατέβεις στο ενδιάμεσο αλλά πας όπου σε πάει. Όχι ότι ήθελα να κατέβω, ωστόσο ένα μέρος του εαυτού μου επαναστατούσε.
Ο Μανώλης όμως ούτε απαιτούσε ούτε ζητούσε. Ήταν αυτός που ήταν, έκανε αυτά που έκανε κι εγώ ακολουθούσα. Ο Μανώλης ήταν ο ίδιος, εγώ άλλαζα. Όσο και αν ένα κομμάτι του εαυτού μου επαναστατούσε το υπόλοιπο -και μεγαλύτερο- έβρισκε αυτή την παράδοση λυτρωτική. Όμως μήπως αυτό γινόταν γιατί η διαδρομή του τραίνου τύχαινε απλά να με βολεύει; Τι θα γινόταν αν σε κάποια διασταύρωση άλλαζε ράγες και κινούσε προς αλλού;
Θα σταματούσε να κατέβω, θα έπρεπε να πηδήξω ενώ αυτό έτρεχε ή θα το ακολουθούσα όπου πήγαινε.
Μάλλον θα κατέβαινα ακόμα και αν χρειαζόταν να πηδήξω από κινούμενο τραίνο. Το αίμα νερό δεν γίνεται.
Έβαλα απαλή μουσική να παίζει στο ράδιο και σιγά-σιγά ο Μορφέας, με τη μορφή του Μανώλη, με πήρε στην αγκαλιά του.
Όπως κάθε πρωί ξύπνησα νωρίς. Έβαλα την αθλητική μου περιβολή, βγήκα έξω και ξεκίνησα για το συνηθισμένο πρωινό μου τρέξιμο που έκανα τις μέρες που δεν είχα πολύ πρωί μάθημα. Πέντε χιλιόμετρα κατέβασμα, πέντε χιλιόμετρα ανέβασμα.
Με το μυαλό μου στο χθεσινό δεν κατάλαβα καλά-καλά καλά πότε έφτασα στη Θησέως. Αποφάσισα σήμερα να αλλάξω διαδρομή. Έφτασα μέχρι τη Δροσιά και από εκεί πήρα τη Σταμάτας μέχρι τη Ροδοπόλεως όπου την πήρα πάνω μέχρι πάλι το Διόνυσο.
Ένιωθα απίστευτη ζωντάνια και ενεργητικότητα παρόλο που ο tracker μου τελικά κατέγραψε 13 χιλιόμετρα και όχι τα συνηθισμένα μου 10.
Μου άρεσε να κουράζω το σώμα μου, μου άρεσε το έντονο τρέξιμο και η γυμναστική. Μου αρέσει να φτάνω στα άκρα, συμμετάσχω στους μαραθωνίους της Αθήνας από 15 χρονών και στους τρεις τελευταίους μαραθώνιους της έχω καταφέρει και να τερματίσω. Και φυσικά σαν αθλήτρια αλλά και χάρη στις πολεμικές τέχνες είχα μάθει να αντέχω τον πόνο. Όχι να τον αποζητώ, απλά να τον αντέχω.
Ίσως… ίσως αυτός ο πόνος του δαγκώματος να μην είναι παρά μια άλλη πλευρά του ίδιου πράγματος, όχι ως πόνος τραυματισμού αλλά ως πόνος του να φέρνεις το σώμα σου στα άκρα.
Αλλά οκ, ας πούμε ότι τα λύσαμε τα περί πόνου. Το δέσιμο; Η καύλα που νιώθω κάθε φορά που με κρατά ακίνητη; Αυτό από που στο καλό ξεφύτρωσε;
Και δεν είχα και με ποιον να τα πω αυτά. Πώς να πω τέτοιο πράγμα στην Ειρήνη;
Υπήρχε φυσικά και ο Μανώλης αλλά φοβόμουν ότι είμαστε πολύ στις αρχές για να του ανοιχτώ τόσο πολύ και είναι άλλο πράγμα να ανοίγεις το στόμα σου για να τον πάρεις μέσα σου και να του προσφέρεις ηδονή και άλλο πράγμα για να του μιλήσεις για τις πιο μύχιες σκέψεις σου. Φυσικό δεν είναι; Ποιο εύκολα γδύνεις το σώμα σου παρά την ψυχή σου.
Αλλά λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο. Μπορεί οι Θεοί να γελάνε όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια αλλά καμιά φορά για δικούς τους λόγους αποφασίζουν να ευνοήσουν ένα θνητό ή στην περίπτωσή μου, μία θνητή.
Το ίδιο βράδυ πήγαμε σε ένα karaoke bar και ήταν και η πρώτη μας κοινή έξοδος με περισσότερο κόσμο. Εγώ και ο Μανώλης και η αδελφή του η Ελένη με τον αρραβωνιαστικό της τον Παναγιώτη.
Το karaoke δεν έπαιζε μόνο ελληνικά, είχε και μια πλούσια συλλογή ροκ οπότε η δική σου έδωσα παράσταση. Ως μοναδική κληρονόμος της καλλιφωνίας του πατέρα μου διαθέτω ελαφρά βραχνή φωνή που μπορεί να πιάσει κάμποσες οκτάβες και πλούσιο βιμπράτο. Οι υπόλοιποι, και με εξαίρεση την Ελένη, δεν το είχαν οπότε τα γέλια και τα πειράγματα μεταξύ μας αλλά και με τις υπόλοιπες παρέες πήγαιναν και ερχόντουσαν.
Όταν σηκώθηκε η Ελένη και είπε τι θα τραγουδήσει επικράτησε πανικός, τη φωνή της θα τη ζήλευαν και φτασμένες ραδιοφωνικές παραγωγοί. Μετά σηκώθηκε ένας από μια διπλανή παρέα και έγινε της κακομοίρας από τα γέλια γιατί το φάλτσο του έσπαγε κόκαλα και εκτός από αυτό τον έπιαναν και αυτόν τα γέλια.
Όσο τραγουδούσε ο επόμενος εγώ πήγα στο DJ γεμάτη αγωνία και τον ρώτησα αν έχει το συγκεκριμένο κομμάτι που ήθελα. Γούρλωσε τα μάτια του γεμάτος έκπληξη.
«Είσαι σίγουρη;» με ρώτησε.
«Βάρα αλύπητα» του είπα.
Παραδέχομαι πως το τραγούδι που επέλεξα είναι εξαιρετικά δύσκολο ακόμα και για μένα αλλά πρώτον το είχα ξανακάνει στο οικογενειακό καραόκε -με αρκετή επιτυχία- και επιπλέον τα είχα κοπανίσει οπότε είχα λυθεί.
Παρουσία του Μανώλη ήθελα να δώσω την παράσταση της ζωής μου.
Πήγα στο stand των τραγουδιστών. Μπροστά μου υπήρχε η οθόνη του autocue στην οποία προβάλλονται οι στοίχοι όταν πρέπει να τους πεις. Δεν τους είπα τι είχα σκοπό να προσπαθήσω να τραγουδήσω, θα το μάθαιναν όταν άρχιζε η μουσική.
Έπεσαν οι πρώτες νότες ένα μακρόσυρτο «ωωωω» ακούστηκε από τη μεριά των θαμώνων το οποίο το ακολούθησε χαμήλωμα των φωνών και τελικά ησυχία. Μόνο εγώ, το μικρόφωνο και το τραγούδι που είχε ξεκινήσει. Κοίταξα το Μανώλη και του είπα απλά ανοιγοκλείνοντας το στόμα μου και δείχνοντάς τον με το χέρι «Για σένα»
Time keeps movin' on,Η σιγή ήταν τόσο έντονη που μπορούσες να την κόψεις με το μαχαίρι. Συνέχισα παίρνοντας θάρρος μην έχοντας ρίξει ούτε καν μια ματιά στο autocue. Τα μάτια μου ήταν καρφωμένα πάνω στο Μανώλη, ο κόσμος μου αυτή τη στιγμή ήταν το μικρόφωνο, η μουσική και ο Μανώλης.
Friends they turn away.
I keep movin' on
But I never found out why
I keep pushing so hard the dream,
I keep tryin' to make it right
Through another lonely day, whoaa.
Dawn has come at last,
Twenty-five years, honey just in one night, oh yeah.
Well, I'm twenty-five years older now
So I know we can't be right
And I'm no better, baby,
And I can't help you no more
Than I did when just a girl.
Aww, but it don't make no difference, baby, no, no,
And I know that I could always try.
It don't make no difference, baby, yeah,
I better hold it now,
I better need it, yeah,
I better use it till the day I die, whoa.
Don't expect any answers, dear,
For I know that they don't come with age, no, no.
Well, ain't never gonna love you any better, babe.
And I'm never gonna love you right,
So you'd better take it now, right now.
Oh! But it don't make no difference, babe, hey,
And I know that I could always try.
There's a fire inside everyone of us,
You'd better need it now,
I got to hold it, yeah,
I better use it till the day I die.
Don't make no difference, babe, no, no, no,
And it never ever will, hey,
I wanna talk about a little bit of loving, yeah,
I got to hold it, baby,
I'm gonna need it now,
I'm gonna use it, say, aaaah,
Don't make no difference, babe, yeah,
Ah honey, I'd hate to be the one.
I said you're gonna live your life
And you're gonna love your life
Or babe, someday you're gonna have to cry.
Yes indeed, yes indeed, yes indeed,
Ah, baby, yes indeed.
I said you, you're always gonna hurt me,
I said you're always gonna let me down,
I said everywhere, every day, every day
And every way, every way.
Ah honey won't you hold on to what's gonna move.
I said it's gonna disappear when you turn your back.
I said you know it ain't gonna be there
When you wanna reach out and grab on.
Whoa babe,
Whoa babe,
Whoa babe,
Oh but keep truckin' on.
Whoa yeah,
Whoa yeah,
Whoa yeah,
Whoa,
Whoa,
Whoa,
Whoa,
Whoaaaaaa.
Στο μαγαζί επικράτησε πανζουρλισμός. Ως αθλήτρια δε μου είχε τύχει ποτέ να ζήσω standing ovation, το έζησα ως ερασιτέχνης τραγουδίστρια σε βραδιά καραόκε. Ήμουν που ήμουν επειδή το τραγούδι το ζούσα και το ένιωθα όσο το έλεγα, ήρθε και αυτή η απροσδόκητη επιβράβευση και με πήραν τα ζουμιά. Έτρεξα γρήγορα στο Μανώλη και χώθηκα στην αγκαλιά του.
Η παράστασή μου είχε τελειώσει παρά τις επίμονες παρακλήσεις των θαμώνων να πω και άλλα τραγούδια. Μια άλλη μέρα ίσως, τραγουδώντας το Kozmic Blues είχα δώσει και ένα κομμάτι της ψυχής μου και έπρεπε να ξεκουραστώ και να το αναπληρώσω.
Φαντάσου δηλαδή τι τράβαγε η Janis. Μάλλον γι αυτό το έριξε στο ποτό και στα ναρκωτικά.
Τρίφτηκα πάνω του σα γατάκι.
«Σ’ άρεσε μωρό μου» τον ρώτησα.
«Αν μου άρεσε; Θα σε ζήλευε και η ίδια η Joplin» είπε με μια δόση υπερβολής.
Αχ, γι αυτό τον αγαπάω.
Και τότε έκανε κάτι τελείως απροσδόκητο.
«Φεύγουμε;» με ρώτησε.
Τον κοίταξα παιχνιδιάρικα στα μάτια. «Να πάμε βόλτα με το αυτοκίνητο;»
«Όχι» μου είπε. «Να πάμε σπίτι μου».
Ανασήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα στα μάτια και απλά του έγνευσα καταφατικά.
«Μας συγχωρείτε» είπε σε Ελένη και Παναγιώτη «αλλά πρέπει να πάμε για τσιγάρα, μας τελείωσαν.»
«Μα δεν καπνίζετε» είπε ο Παναγιώτης.
«Ακριβώς» του είπε ο Μανώλης κλείνοντάς του το μάτι.
Φίλησε στα γρήγορα την αδερφή του και έπιασε φιλικά στον ώμο τον Παναγιώτη, μετά τους χαιρέτησα και εγώ και προς γενική απογοήτευση του νεοαποκτηθέντος fan club μου γίναμε καπνός.
Ήμουν σίγουρη ότι στο τέλος της βραδιάς η παρθενιά θα γινόταν παρελθόν. Δεν με ένοιαξε, αν ήταν να τη χάσω από κάποιον, ας ήταν ο Μανώλης αυτός ο κάποιος.
Σε μισή ώρα ήμασταν σπίτι του. Ο Μανώλης μένει ψηλά στην Πολιτεία, για την ακρίβεια στην κορυφή μιας απότομης και μεγάλης ανηφόρας που είναι ότι πρέπει για κάποιον που θέλει να εξασκηθεί στην ορειβασία. Το διαμέρισμα που μένει είναι ένα μικρό ρετιρέ γιατί ο αρχιτέκτονας -και πολύ σωστά για μένα- αφιέρωσε το μεγαλύτερο κομμάτι του ορόφου σε μια τεράστια βεράντα έχοντας αρχικά στο νου του να κάνει τον προ-τελευταίο και τελευταίο όροφο μεζονέτα. Τελικά για άγνωστους λόγους δεν έγινε η μεζονέτα και έτσι το ρετιρέ άλλαξε σε μικρό τριάρι με τεράστια βεράντα.
«Η προίκα μου» μου έδειξε χαμογελώντας.
Πριν κανένα μήνα είχα τύχει να πέσω πάνω στην επανάληψη του «Με φόβο και πάθος» οπότε μην αναρωτιέστε από πού μου ήρθε η ατάκα.
«Με αυτό το μικρό τριαράκι πας να με τουμπάρεις; Είσαι πολύ μικρός για να τα βάλεις με τους Βιάσκους».
Η απόπειρα για χιούμορ δεν έπιασε γιατί ο Μανώλης κατά τα φαινόμενα είτε δεν είχε δει την ταινία είτε δεν τη θυμόταν.
«Μικρό αλλά με μια βεράντα ναααα… με το συμπάθειο»
Όταν με έβγαλε στη βεράντα και είδα τη θέα χάζεψα. Δυστυχώς είχε πολύ κρύο για να κάτσουμε έξω οπότε μπήκαμε μέσα.
«Θες κάτι να πιείς;» με ρώτησε.
Τα είχα κοπανίσει λίγο στο karaoke και δεν είμαι άνθρωπος που πίνει.
«Κάτι χωρίς αλκοόλ» του ζήτησα.
Περνώντας το πάσο πήγε στην κουζίνα. Εγώ χάζευα το σπίτι του. Λιτά, μοντέρνα και με γούστο επιπλωμένο φώναζε «Μανώλης». Το σπίτι ήταν τακτοποιημένο και πεντακάθαρο. Έχοντας κι εγώ μια ανάλογη μανία με τάξη και καθαριότητα είπα μέσα μου ότι κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.
Σηκώθηκα και περιηγήθηκα στο χώρο. Υπήρχαν άλλα δύο δωμάτια στο σπίτι. Το ένα, το μεγαλύτερο ήταν η κρεβατοκάμαρά του. Το κρεββάτι του ήταν υπέρδιπλο, σιδερένιο και με κάγκελα, ταυτόχρονα μοντέρνο και κλασσικό. Το κρεββάτι ήταν στρωμένο και στο δωμάτιο δεν υπήρχαν πεταμένα ρούχα.
Το άλλο δωμάτιο ήταν το γραφείο του. Καθαρό μεν αλλά πάνω στο γραφείο του υπήρχε ένα χάος από βιβλία καθώς και ένα μικρό laptop. Όλος ο ένας τοίχος ήταν μια τεράστια βιβλιοθήκη γεμάτη από βιβλία, από το πάτωμα μέχρι σχεδόν το ταβάνι. Το σχέδιό της μου έκανε εντύπωση, δεν ήταν κλασσική βιβλιοθήκη, ήταν μακριά ράφια χωρίς πλάτη που έφταναν στον τοίχο από τον οποίο ανά τακτά διαστήματα ξεκινούσαν χοντρά συρματόσκοινα που τα κρατούσαν στη θέση τους.
Γύρισα στο σαλόνι όπου ο Μανώλης είχε κάτσει στον καναπέ και με περίμενε. Είχε κόψει φρούτα σε κομματάκια και τα είχε ρίξει σε μια μεγάλη κανάτα γεμάτη κόκκινο κρασί.
«Μαυροδάφνη είναι αυτό;»
«Όχι» μου απάντησε. «Σαγκρία»
«Έχει αλκοόλ;»
«Ναι, αλλά είναι πολύ ελαφρύ. Μπορείς να πιείς άφοβα, δε θα σε πειράξει.»
«Έχω ήδη πιεί και δεν θέλω άλλο αλκοόλ» του είπα πεισμωμένη.
«Και φοβάσαι μη μου ξαναπείς ότι μ’ αγαπάς;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα.
Τον κοίταξα με μάτια που πετούσαν σπίθες.
«Νομίζεις ότι χρειάζεται να είμαι μεθυσμένη για να το πω;»
«Όχι, χρειάζονται να έχουν λυθεί οι άμυνές σου» μου απάντησε και συνέχισε «Δεν ξέρω τι ακριβώς γίνεται μέσα στο μυαλουδάκι σου αλλά έχω καταλάβει ότι γίνονται πράγματα και θάματα. Το ξέρω ότι μιλάμε με τις ώρες αλλά στην πραγματικότητα δε μιλάς καθόλου για τον εαυτό σου και πάντα βρίσκεις τρόπο και αλλάζεις την κουβέντα. Το κάνεις πολύ έντεχνα, τόσο που κάθε φορά παρασύρομαι. Χθες αυτό το καβούκι άνοιξε, έστω και για ένα απλό σ’ αγαπώ.»
Εντάξει, διαβάζει τις σκέψεις μου αποφάσισα. Αυτά σκεφτόμουν όλο το βράδυ.
«Έχεις δίκιο» ομολόγησα. «Όμως δε χρειάζεται να είμαι μεθυσμένη για να πω σ’ αγαπάω, αν θες μπορώ να βγω τώρα στη βεράντα και να με ακούσει όλη η Πολιτεία. Δεν είναι ότι δε θέλω να σου μιλήσω. Αλλά στην αρχή με είχες γοητεύσει τόσο πολύ… Και μετά σε ερωτεύτηκα. Και φοβόμουν, φοβόμουν τι μπορεί να σημαίνω για εσένα, φοβόμουν μήπως δε σ’ αρέσει το υπόλοιπο κομμάτι της Κατερίνας. Χθες… χθες δεν ξέρω τι έγινε. Ξέρω μόνο ότι με έκανες να αισθανθώ όπως δεν είχα τολμήσει να ελπίσω και στα πιο τρελά μου όνειρα. Το μόνο που ήθελα μετά ήταν να σου προσφέρω, να σου προσφέρω ό,τι μπορώ να σου δώσω και ακόμα παραπάνω, φτάνει να το ζητούσες. Μετά… μετά μου είπες ότι μ΄αγαπάς κι εσύ αλλά τι ν’ αγαπάς σε κάποιαν που σου κρύβει ολόκληρα κομμάτια του εαυτού της;»
Τα μάτια μου χαμήλωσαν στο πάτωμα και ευχόμουν με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να ανοίξει η γη και να με καταπιεί.
«Κατερίνα, κοίταξέ με!» μου είπε με τόνο που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Μέσα πάλευαν οι δαίμονές μου και από τη μια ήθελα να τον υπακούσω και να τρέξω και να πέσω πάνω του και από την άλλη ήθελα να ανοίξω την πόρτα και να σηκωθώ να φύγω τρέχοντας»
Take the first step.
Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα δακρυσμένη.
«Καταλαβαίνω περισσότερα πράγματα απ’ όσο νομίζεις» μου είπε απλά. «Δεν ξέρω τι γίνεται μέσα σου, ξέρω όμως ότι όποιοι δαίμονες και αν παλεύουν μέσα σε αυτό το όμορφο κεφαλάκι, επικρατούν εκείνοι που με έκαναν να το ερωτευτώ. Οι δαίμονες που παλεύουν μέσα σου, είναι δαίμονες που παλεύουν μέσα σε κάθε άνθρωπο, είναι η ευχή και η κατάρα των Θεών που μας έδωσαν ελεύθερη βούληση και μας πέταξαν με τις κλωτσιές από τον παράδεισο όταν κάναμε χρήση αυτού τους του δώρου… έξωση από ένα παράδεισο που υποτίθεται είχανε φτιάξει για εμάς.»
Με χάιδεψε απαλά στο μάγουλο.
«Οι δαίμονές μας μάς κάνουν ανθρώπους. Οι δαίμονές μας μάς κάνουν αυτό που είμαστε.»
«Τελικά θα το πιώ αυτό το ποτήρι» του είπα και το γέμισα το ποτήρι μου από την κανάτα. «Cheers» του είπα και κατέβασα μια γερή γουλιά.
«Λοιπόν τέκνο μου» μου είπε παιχνιδιάρικα, «είσαι έτοιμη να εξομολογηθείς;»
«Είμαι» του είπα «αλλά μάλλον θα πρέπει να πιώ και την υπόλοιπη κανάτα για να ήμαστε σίγουροι. Τώρα βέβαια τι είδους εξομολόγηση θα είναι αυτή με τον εξομολογούμενο ντίρλα… τι να σου πω. Σίγουρα, πάντως, δε θα στέκει ενώπιον δικαστηρίου!»
«Υπάρχουν και πιο απλοί τρόποι» δήλωσε με σιγουριά.
«Δεν βλέπω την ώρα και τη στιγμή» του είπα περιπαιχτικά.
«Πάω στο δωμάτιο να πάρω κάτι πράγματα» μου είπε. «Όταν γυρίσω θέλω να με περιμένεις τελείως γυμνή.»
Ορίστε;
Σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να μου πει άλλη κουβέντα αφήνοντάς με παγωτό. Σοβαρά μιλάει τώρα; Το μυαλό μου πήγε στις νεοανακαλυφθήσες σεξουαλικές μου φαντασιώσεις. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν μιλάει σοβαρά ή μου έδινε έναυσμα για παιχνίδι. Θυμήθηκα τον οργασμό μου. Θυμήθηκα το «Κι εγώ να δεις».
Αν δεν βρέξεις κώλο ψάρι δεν τρως. Ατσάλωσα τον εαυτό μου και έμεινα με την αδαμιαία περιβολή μου. Είδα την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και ταράχτηκα και έκανα κίνηση να προστατέψω τη γύμνια μου αν και η πιθανότητα να κυκλοφορούν μπανιστιρτζίδες ελικοπτεράδες σαββατιάτικα ήταν μάλλον μηδαμινή.
Ακόμα όμως κι έτσι ένιωθα έντονη αμηχανία, στέκοντας γυμνή υπό πλήρη φωτισμό στο σαλόνι του. Ήπια άλλη μια γερή γουλιά από το γλυκό ποτό προσπαθώντας να πάρω θάρρος.
Ο Μανώλης επέστρεψε στο σαλόνι με ένα μαντίλι, κάτι που έμοιαζε με καμτσίκι και κάτι που μου θύμισε έντονα πιγκάλ, μια κοντή χειρολαβή που κατέληγε σε ένα δάσος από σχοινιά; Κομμάτια δέρμα;
Ξεροκατάπια και προσπάθησα να αστειευτώ.
«Αυτά είναι τα δώρα μου;»
“Timeo Danaos et dona ferentes”
«Αν είπες ότι κάποιος τίμιος Δανός θα μας φέρει ντόνατς με γέμιση φερέρο είμαι μέσα αλλά κάτσε πρώτα να ντυθώ» του είπα αστειευόμενη.
Γέλασε με την καρδιά του.
Μάλλον θα το έχεις ακουστά και ως «Φοβοῦ τοὺς Δαναοὺς καὶ δῶρα φέροντας»
Ναι, έτσι το ήξερα.
«Και γιατί δεν το λες στα ελληνικά άνθρωπε μου;»
«Γιατί ο Βιργίλιος έγραψε την Αινειάδα στα λατινικά και όχι στ’ αρχαία ελληνικά» και συνέχισε σε σοβαρό τόνο. «Τώρα τέρμα τα παιδιαρίσματα.»
Ώπα, μάγο στάσου.
«Τι είναι αυτά τα μπιχλιμπίδια;»
«Το μαντήλι είναι για να σου κλείσω τα μάτια. Το καμτσίκι και το flogger…» και έδειξε αυτό το κατασκεύασμα που το είχα περάσει για πιγκάλ «…είναι για να σε κάνουν πιο συνεργάσιμη.»
Τον κοίταξα με αμφιβολία.
«Παιχνίδι» είναι μου είπε. «Είναι παιχνίδι αλλά στο υπόσχομαι θα σου λύσει τη γλώσσα.»
«Σκοπεύεις να αποσπάσεις την ομολογία μου με βασανιστήρια;» τον ρώτησα φανερά φουρκισμένη.
«Ηρέμισε διαολίξ μου, όχι δεν πρόκειται να σε βασανίσω.»
Άφησε τα συμπράγκαλα κάτω, με πλησίασε και με πήρε αγκαλιά. Η γνωστή αίσθηση της ασφάλειας και της ξεγνοιασιάς με πλημμύρισε πάλι κάνοντάς με να ξεχάσω ότι στεκόμουν γυμνή στο σαλόνι του.
Έσκυψε και πήρε το μαντίλι και μου κάλυψε τα μάτια. Μετά με πήρε από το χέρι και με οδήγησε προς την μια πολυθρόνα. Με κρατούσε από το χέρι και όταν κάθισε με τράβηξε προς το μέρος του.
Ένιωσα αμηχανία και υπερδιέγερση. Και ναι, δεν το κρύβω, καύλα. Μετά σηκώθηκε πάλι από την πολυθρόνα και μου ζήτησε να κάτσω ακίνητη. Έμεινα πάλι μόνη μου, όρθια, γυμνή και με τα μάτια δεμένα μέσα στο σαλόνι. Γύρισε μετά από λίγο και έβαλε κάτι στα πόδια μου. Μετά, πιέζοντάς με, μου έδωσε να καταλάβω ότι ήθελε να γονατίσω μπροστά του.
Γονάτισα πάνω σε ένα μαλακό μαξιλάρι. Έκατσε και αυτός στην πολυθρόνα και έσκυψε προς εμένα. Μου χάιδεψε το πρόσωπο και μετά ένιωσα ένα αντικείμενο που από την υφή κατάλαβα ότι ήταν το καμτσίκι να κάνει βόλτες στα γυμνά μου στήθη και να παίζει με τις ρώγες. Σταμάτησε για λίγο και μετά πήρε το πιγκα… δηλαδή το flogger. Οι λεπτές λωρίδες του δέρματος χάιδεψαν τα στήθη μου και την κοιλιά μου με πολύ πιο αισθησιακό τρόπο απ’ ότι το καμτσίκι.
Ένιωσα ξαφνικό πόνο στο αριστερό στήθος καθώς οι άκρες των λωρίδων του flogger ήρθαν σε μια πιο βίαιη επαφή με τη ρόγα μου. Έχοντας δεμένα τα μάτια δεν κατάλαβα πως ακριβώς το έκανε αυτό, κατάλαβα όμως ότι το έκανε.
Και ο πόνος… ο πόνος ήταν ηδονικός.
Σταμάτησε.
«Μπορείς να μιλήσεις μου είπε»
«Τι να σου πω;» ρώτησα;
«Ό,τι θες. Είπες ότι θέλεις να μου ανοίξεις την ψυχή σου, κάνε το. Αν δε μπορείς ακόμα, απλά μίλα για ότι θες».
Θες η αμηχανία; Θες ο ηδονικός πόνος που μου έδινε με το flogger του; Θες το δέσιμο των ματιών; Η αίσθηση της παράδοσης;
Θες όλα τα παραπάνω μαζί;
Είχε δίκιο, υπήρχε πιο απλός τρόπος και από το να μεθύσω.
Του είπα πόσο φοβόμουν και λάτρευα τον πατέρα μου. Του είπα για τη σχέση μου με τη μητέρα μου και τ’ αδέρφια μου. Για το περιστατικό με το χούφτωμα και την αποβολή στο γυμνάσιο. Για το σκληρό αγοροκόριτσο που ήταν το καβούκι που προστάτευε την ευαίσθητη Κατερίνα.
Του είπα για τη σχέση μας και τους περί ξεπέτας φόβους μου, για τη μεγάλη μας διαφορά στην ηλικία, για το γεγονός ότι αυτός πήγαινε μπροστά και εγώ ακολουθούσα πειθήνια, για την πάλη μεταξύ λύτρωσης και πείσματος που μου προκαλούσε αυτή η παράδοση.
Του μίλησα για το φασματικό μου πρώην εραστή, για τις νεοανακαλυφθήσες φαντασιώσεις μου και για μέρη του εαυτού μου τα οποία δεν είχα καν φανταστεί ότι υπάρχουν.
Αυτός δεν μιλούσε, απλά με άκουγε. Όταν υπήρχαν παύσεις τότε σταματούσε το παιχνίδι με το φλόγκερ και με χτυπούσε στα μπούτια και στο πάνω μέρος του στήθους μου με το καμτσίκι, όχι δυνατά αλλά όχι και χωρίς να νιώσω πόνο, πόνο πολύ λιγότερα αισθησιακό από αυτόν του φλόγκερ.
Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα ήμουν γονατισμένη μπροστά του ξεγυμνώνοντας την ψυχή μου.
Μου έλυσε τα μάτια. Ευτυχώς είχε χαμηλώσει τα φώτα πριν ξεκινήσουμε και έτσι δεν τυφλώθηκα. Η ματιά του ήταν ανεξιχνίαστη. Έσκυψε, με έπιασε από το σαγόνι και με έφερε κοντά του. Με φίλησε, με φίλησε απαλά και μετά παθιασμένα και μετά πάλι απαλά.
«Αυτό το ξεγύμνωμα της ψυχής, Κατερίνα μου, είναι το ιερότερο δώρο που μπορεί να προσφέρει ένας άνθρωπος.»
Δεν είπε άλλη κουβέντα. Με έβαλε να κάτσω εγώ στην πολυθρόνα. Μετά από τόση ώρα γονατισμένη η πολυθρόνα ήταν σαν ένα μικρό θαύμα.
Άρχισε να μου τρίβει αισθησιακά τις πατούσες. Ήξερε που να πιέσει και με πόση δύναμη. Έκλεισα τα μάτια μου και χαλάρωσα απολαμβάνοντας το μασάζ στις πατούσες μου.
Τον άκουσα να λέει «Υπέροχα δάχτυλα. Μακριά όσο πρέπει.»
Αγοροκόριτσο ή όχι πάντα είχα περιποιημένα νύχια αν και ποτέ δεν τα έβαφα με έντονα χρώματα. Όντας αθλήτρια η πατούσες μου δεν ζούσαν και την απόλυτη νιρβάνα οπότε πάντα πρόσεχα τα πόδια μου. Αλλά ο Μανώλης τους μιλούσε ερωτικά. Αυτό ήταν κάτι που όχι, δεν το περίμενα.
Σάματι περίμενα και την επόμενη κίνησή του;
Σήκωσε το ένα μου πόδι και μετά ένιωσα τα χείλια του να μου φιλούν τα δάχτυλα. Άνοιξα με έκπληξη τα μάτια μου και τον είδα να παίρνει το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού μου ποδιού στο στόμα του.
«Μανώλη τι κάνεις εκεί;» του είπα προσπαθώντας αντανακλαστικά να τραβήξω το πόδι μου.
«Δεν σου αρέσει;»
«Μ’ αρέσει αλλά… αλλά είναι τα πόδια μου.»
Με κοίταξε στα μάτια γονατισμένος μπροστά μου. «Πες μου κάτι Κατερίνα, αν χθες και πριν με πάρεις στο στόμα σου σού είχα ζητήσει να μου φιλήσεις τα πόδια θα το είχες κάνει ή όχι;»
Συγκλονίστηκα. Χθες στην ανάγκη μου που ένιωσα να του προσφέρω, όχι απλά τα πόδια θα του φιλούσα, θα του έγλειφα τα παπούτσια χωρίς καν δεύτερη σκέψη.
«Ναι» παραδέχτηκα. «Ναι, θα το έκανα.»
«Ωραία, τώρα που το λύσαμε αυτό, χαλάρωσε και αφέσου».
Ξεκίνησε από τα δάχτυλα, μετά στα πόδια ταξιδεύοντάς όλη τη διαδρομή με τη γλώσσα του μέχρι που έφτασε πάνω. Εκεί σταμάτησε.
«Τα πόδια είναι πόδια και το αιδοίο είναι αιδοίο» μου είπε.
«Ορίστε;» του είπα απορημένη.
«Επιστρέφω αμέσως, μην κουνηθείς».
Γύρισε μετά από λίγο.
«Πού πήγες» τον ρώτησα φανερά απορημένη;
«Να πλύνω τα στόμα μου και τα δόντια μου. Η περιοχή εκεί είναι ευαίσθητη.»
Γονάτισε ξανά μπροστά στην πολυθρόνα και άρχισε να με γλείφει.
Όταν τελείωσε είχα ακουστεί πάλι σε όλα τα βόρεια προάστεια. Και ήταν και 2 η ώρα τη νύχτα.
Σηκώθηκε και τον έπιασα από πίσω και τον έφερα κοντά στο πρόσωπό μου.
«Η σειρά μου» του είπα.
«Δεν θα το αρνηθώ» μου είπε χαμογελαστά.
Του ξεκούμπωσα ζώνη και παντελόνι. «Μπορείς να το βγάλεις σε παρακαλώ»;
«Κατέβασέ το μου εσύ» μου είπε και υπάκουσα. Άρχισα να τον φιλάω πάνω από το μποξεράκι και ένιωσα το όργανό του να θεριεύει μανιασμένο μέσα στη φυλακή του. Ήρθα πιο μπροστά στην πολυθρόνα, του κατέβασα το μποξεράκι, του έπιασα με το ένα χέρι τη βάση των όρχεών του και τον πήρα στο στόμα μου. Τον πήρα όσο πιο βαθιά μπορούσα προσπαθώντας να καταπνίξω το ρεφλέξ. Το κατάφερα να το φτάσω μέχρι το λαιμό μου. Τραβήχτηκα σιγά σιγά.
Δεν μπορούσα να τον πάρω κάθε φορά τόσο βαθιά, για να το καταφέρω έπρεπε να κάνω αργή και προσεκτική κίνηση που χαλούσε το ρυθμό.
Όπως και να έχει αυτή τη φορά μάλλον τα είχα καταφέρει καλύτερα και σε λίγη ώρα πήρα την ανταμοιβή μου, το πέος του έκανε σπασμούς στο στόμα μου πλημμυρίζοντάς με καυτό σπέρμα. Έτσι όπως ήμουν σκυμμένη ήταν αδύνατο να τον κοιτάξω στα μάτια, τουλάχιστον όχι όσο τον είχα μέσα στο στόμα μου.
Τον τράβηξα αργά και προσεκτικά από το στόμα μου φροντίζοντας να μη μου ξεφύγει ούτε σταγόνα. Τότε γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια.
Και αντί να μου πει εκείνος ευχαριστώ του είπα εγώ!
9 - I put a spell on you
Ο Μανώλης με τράβηξε απαλά από την πολυθρόνα ώστε να σηκωθώ. Όταν σηκώθηκα με έπιασε από τη μέση, με κόλλησε πάνω του και με φίλησε με πάθος.
«Εγώ, σ’ ευχαριστώ» μου είπε τονίζοντας τη λέξη εγώ. Μετά σηκώθηκε, ανέβασε το μποξεράκι του και το παντελόνι του αλλά δεν το κούμπωσε. Με άφησε και λέγοντάς μου να τον περιμένω πήγε στο δωμάτιό του. Γύρισε φορώντας από πάνω ένα μπλουζάκι και από κάτω πιτζάμα. Μου έφερε και εμένα ένα t-shirt.
«Φόρεσέ το» μου είπε.
Καλά δηλαδή που χαλάμε μια περιουσία σε ακριβά και προκλητικά εσώρουχα!
«Μιας και όταν φύγεις δεν μπορείς να αφήσεις τα ρούχα σου εδώ, ορίστε το δεύτερο δώρο του Δαναού σου: Ένα μπλουζάκι. Είναι δικό σου. Θέλω να το φορέσεις, θέλω όταν φύγεις σήμερα να έχω κάτι δικό σου σπίτι μου.»
Χαμογέλασα κυριολεκτικά σαν ηλίθια.
«Σ’ ευχαριστώ Μανωλιό μου» του είπα λάμποντας. Το «Μανωλιό μου» ήταν το υποκοριστικό που χρησιμοποιούσα όταν ήθελα να του κάνω γλυκουλινιές γιατί τα ζουζουνίστικα με ανακατεύουν.
«Πώς το είπες πριν αυτό με τον τίμιο Δανό που φέρνει ντόνατς;»
«Το timeo Danaos et dona ferentes λες;» με ρώτησε γελώντας.
«Ναι, αυτό» του είπα. «Να φοβάμαι;»
«Μόνο αν είσαι άτακτη» μου είπε κλείνοντας παιχνιδιάρικα το μάτι.
«Εγώ; Ποτέ. Εγώ είμαι η καλύτερη μαθήτρια στην τάξη μου.»
«Ε, γιατί μου το χαλάς τώρα;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα.
«Ε, άμα είναι να στο χαλάσω…» του είπα αλλά δε συνέχισα. Άφησα την πρόταση να αιωρείται.
«Γι αυτό σ’ αγαπάω» μου είπε και συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Φόρεσε το Κατερινιώ μου» μου είπε και με άφησε και πήρε ένα control και άνοιξε την τηλεόραση. Έπαιξε λίγο με κάτι menu, δεν πρόσεχα καθώς ντυνόμουν οπότε και τον άκουσα να λέει «Hey google, play cat people»
«Ορίστε;» ρώτησα με απορία αλλά ξαφνικά από τα ηχεία άρχισε να ακούγεται μουσική. Και ναι, ήταν η εισαγωγή του Cat People
«Χορεύουμε;» με ρώτησε.
Κατέβασα βιαστικά το μπλουζάκι. Ήταν στενό πάνω και έφτανε μέχρι την αρχή του εφηβαίου μου. Πλησίασα, τον αγκάλιασα από τους ώμους και μ’ έπιασε από τη μέση. Έγειρα πάνω του το κεφάλι μου και έκλεισα τα μάτια μου. Αρχίσαμε να χορεύουμε.
See these eyes so green...
I can stare for a thousand years
Colder than the moon
It's been so long
Θεέ μου, ήταν υπέροχα!
And I've been putting out fire with gasoline.
Λικνιζόμασταν αργά παρά το γεγονός ότι το τραδούδι είχε μπει στο πιο γρήγορο μέρος του.
...
See these tears so blue
An ageless heart that can never mend
These tears can never dry
A judgment made can never bend
See these eyes so green...
I can stare for a thousand years
Just be still with me
You wouldn't believe what I've been through
Έπαψα να προσέχω τους στοίχους όταν το στόμα του αναζήτησε το δικό μου και παραδοθήκαμε σ’ένα γλυκό και παθιασμένο φιλί που κράτησε όσο το τραγούδι. Σταματήσαμε για λίγο καθώς ο Μανώλης άρχισε πάλι τα ταχυδακτυλουργικά του λέγοντας «Ok google, play list bns zero one»
I put a spell on you because you're mine.
You better stop the things that you're doin'.
I said "Watch out! I ain't lyin'
Αρχίσαμε πάλι να λικνιζόμαστε. Ο Μανώλης μου τραγούδησε ψιθυριστά την πρώτη στροφή και μετά σταμάτησε να τραγουδάει και άρχισε να μου μιλάει.
«Την πρώτη φορά που σε είδα σ’ εκείνο το παιχνίδι στο βόλεϊ μου έκανες εντύπωση, εσύ με έντεκα νοματαίους. Είπα μέσα μου “τι κάνει δω τούτο το ζωηρό με τους μαντραχαλάδες”;
«Ο Νικήτας μου είπε ότι ήσουν απλά η καλύτερη παίκτρια στην ομάδα και πως έπαιζες -ή τουλάχιστον έτσι τους είχες πει- από τα δέκα σου.»
«Ναι» του απάντησα, «από τότε περίπου παίζω»
«Όταν τον ρώτησα πόσο είσαι μου είπε 20 ή 21. Μετά, και μη θυμώσεις, του είπα ότι ήσουν ωραία γκόμενα και θα έλεγα ότι συμφώνησε ενθουσιωδώς αναφέροντας τα οπίσθιά σου και το στήθος σου και που να σε έβλεπα σε παραλία, αναφερόμενος σε κάποια εκδρομή που είχατε πάει»
«Ευτυχώς δε χρειάστηκε να περιμένω μέχρι το καλοκαίρι» μου είπε πειρακτικά και συνέχισε: «Τέλος πάντων στο παιχνίδι διαπίστωσα όντως πως ήσουν η καλύτερη παίχτρια και περίμενα πως και πως να βρεθώ απέναντί σου. Λατρεύω τις προκλήσεις. Πάντως σε διαβεβαιώ δεν ήθελα να σε πετύχει από το μπλοκ μου η μπάλα στο πρόσωπο.»
Είχε πονέσει και η μπάλα στο πρόσωπό μου και ο εγωισμός μου. Όχι ότι δεν είχα φάει ποτέ μπλοκ στη ζωή μου αλλά ήταν κυριολεκτικά ο in your face τρόπος που έτσουξε κυριολεκτικά και μεταφορικά.
«Όταν σε ρώτησα αν πόνεσες εντυπωσιάστηκα όταν κατάλαβα ότι έχεις διαβάσει το ο Χριστός ξανασταυρώνεται.»
«Και εγώ» του είπα ειλικρινά. «Μου έκανε φοβερή εντύπωση πως μόλις είπα τα ύστερα του κόσμου αμέσως με είπες γερο-Πατριαρχέα»
«Είπα μέσα μου, μπα απλά θα έτυχε να ακούσει τη φράση. Αλλά αυτό το μειδίαμά σου όταν είπες πως σε λένε Κατερίνα αμέσως μόλις σε αποκάλεσα γερο-Πατριαρχέα με έκανε να πειστώ ότι αν είχες πετύχει κάπου αυτή τη φράση αυτή θα ήταν στο βιβλίο. Όταν συνεχίσαμε θαύμασα το πείσμα σου. Όταν τέλειωσε το παιχνίδι έκανα κανονική ανάκριση στο Νικήτα για σένα. Μου είπε να μη φάω, έχει γλάρο γιατί όσοι στην είχαν πέσει είχαν φάει πόρτα. Εγώ επέμεινα. Μου είπε ότι είσαι πολύ εύστροφη, ετοιμόλογη και φοβερά ευέξαπτη. Το ξέρεις ότι σε φωνάζουν κοντό φυτίλι γιατί κάνεις μπαμ με το που ανάβεις; Μου είπε επίσης ότι παρόλα αυτά έχεις χιούμορ και γενικά είσαι πολύ εντάξει τύπος. Πάντως μέχρι που σε είδαν μαζί μου είχαν πιστέψει πως είτε είσαι λεσβία είτε παθολογικά ανέραστη.»
Χρουμφ!
«Μετά σε πέτυχα κατά τύχη στο Κεφαλάρι που είχα πάει με την αδερφή μου περιμένοντας τον Παναγιώτη. Επειδή ήρθα μαζί με την Ελένη ταράχτηκα γιατί φοβήθηκα πως μιας και δεν την ήξερες μπορεί να την πέρναγες για την κοπέλα μου καθώς δεν μοιάζουμε κιόλας αλλά τελικά μου βγήκε σε καλό.»
«Τι εννοείς;» τον ρώτησα.
«Η Ελένη μου το είπε. Περηφανεύομαι ότι είμαι παρατηρητικός αλλά αυτό δε θα το είχα πάρει χαμπάρι ούτε σε τρεις ζωές. Ρε συ, μου λέει, ποια είναι η πιτσιρίκα με το καρέ που χαιρέτησες; Της είπα ότι σε γνώριζα από το βόλεϊ. Α, μάλιστα μου απαντάει. Το ρίξαμε στις μικρούλες τώρα;»
Εχμ, χμμχμμχ τι πάει να πει «το ρίξαμε στις μικρούλες τώρα;» αλλά σοφά ποιώντας τον άφησα να συνεχίσει.
«Μια φορά την έχω δει ρε Ελένη της είπα. Καλά μου λέει, όπως και να έχει η πιτσιρίκα σε γουστάρει. Από που το κατάλαβες τι ρώτησα; Αχ εσείς οι άντρες μου είπε, είστε τελείως στραβάδια. Από το βλέμμα της ρε χαϊβάνι, μου είπε, από το πώς μας κοίταξε και πώς κινήθηκε το βλέμμα της. Ταράχτηκα, και τι να κάνω, θα καρφωνόμουν αν επέστρεφα και σύστηνα την Ελένη ως αδερφή μου. Γι αυτό και την έφερα μετά στο βόλεϊ, για να στη γνωρίσω και να καταλάβεις ότι είναι η αδερφή μου και να σταματήσεις να πιστεύεις ότι την έχω γκόμενα. Χριστό την έκανα για να έρθει. Και από τον τρόπο που με σημάδευες σε εκείνο το παιχνίδι κατάλαβα ότι η αδερφή μου είχε δίκιο.»
Καλά που δεν ήθελα να καρφωθώ, είπα μέσα μου. Όρσε!
Κινούμασταν αργά και στο ρυθμό της μουσικής που έπαιζε, κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον, με εκείνον να με κρατάει σταθερά και γερά πάνω του ενώ εγώ του χάιδευα το σβέρκο και τα μαλλιά. Ούτε καν ακούγαμε τι έλεγαν τα τραγούδια, ο Μανώλης μου άνοιγε την καρδιά του και τίποτε άλλο στον κόσμο δεν είχε σημασία.
«Είπες ότι είχες γοητευτεί… αμ εγώ τι είχα πάθει, νομίζεις; Είχα γοητευτεί και εγώ από αυτό το αγρίμι, πλουσιοκόριτσο, αλλά όχι κακομαθημένο, από ένα εικοσάχρονο κορίτσι με τσαμπουκά και τσαγανό. Τσαμπουκά και τσαγανό, όχι ξεροκεφαλιά. Εκεί στο πρώτο παιχνίδι, δεν έπαιζες ξεροκέφαλα. Κάθε φορά που έπεφτες σε τοίχο την επόμενη φορά δοκίμαζες διαφορετική προσέγγιση. Δεν τα παρατούσες, δυο φορές έπεφτες τρεις φορές σηκωνόσουν. Και όταν μιλήσαμε μετά το δεύτερο παιχνίδι και στο τηλέφωνο πριν βγούμε έξω… Είκοσι χρονών και να έχεις διαβάσει Καζαντζάκη, Λουντέμη, Remarque, Steinbeck… να ακούς Rock, λες και είχες έρθει από άλλη εποχή. Είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα πριν καν βγούμε μαζί για πρώτη φορά. Και ήσουν αθώα… πως έτρεμε το κορμί σου όταν σε πήρα αγκαλιά, πως… πως ανάσαινες όταν σε φίλησα για πρώτη φορά. Φοβόσουν μη σε θέλω για ξεπέτα. Και εγώ αυτό φοβόμουν: μη φοβηθείς και λακίσεις.»
Η καρδιά μου χτύπαγε δυνατά. Ο Μανώλης μου μού άνοιγε την καρδιά του και έβλεπα ότι είμαι μεγάλο μέρος της. Ο Μανώλης μου, που με είχε καλωσορίσει στον κόσμο του, μου τον άνοιγε, μου τον έδινε να τον γευτώ, να τον ταξιδέψω.
«Σιγά-σιγά άρχισα να σε ανακαλύπτω, να βλέπω πίσω από το προσωπείο παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έκανες για να κρύψεις από πίσω του αυτό τον υπέροχο τρυφερό εαυτό σου. Είμαι μεγαλύτερός σου, πιο έμπειρος και είσαι… είσαι αθώα. Δεν υπάρχει πιο λαμπερό φως από αυτό του πρώτου έρωτα, μάτια μου, δεν υπάρχει. Είπες ότι πάω μπροστά και εσύ ακολουθείς και σε τρομάζει και σε λυτρώνει. Δεν είναι κάποιο χούι μωρό μου, είμαι πιο μεγάλος από εσένα, πιο έμπειρος. Ναι, σε οδηγώ, αλλά σε οδηγώ γιατί εσύ το επιλέγεις. Εσύ το ζητάς. Προσπαθώ να καταλάβω, πασχίζω να καταλάβω αν αυτό το ζητάς επειδή σε βολεύει ή αν είναι κάποια εσωτερική σου ανάγκη αλλά… αλλά ούτε εγώ μπορώ να… να… εννοώ… ούτε εγώ… ούτε εγώ ξέρω. Σε μαθαίνω ακόμα όπως με μαθαίνεις κι εσύ και το λατρεύω να σε ανακαλύπτω.»
«Χθες, εκεί στο φράγμα που σταματήσαμε αρχικά… αρχικά δεν είχα σκοπό… εννοώ ότι δεν σε πήγα εκεί για να κάνουμε αυτά που κάναμε τελικά. Ήθελα να κάτσουμε σε ένα σημείο με όμορφη θέα και να σε πάρω στην αγκαλιά μου και να κάτσουμε εκεί ακούγοντας μουσική και μιλώντας. Όταν… όταν βγήκαμε έξω παίζοντας και σοβάρεψες απότομα και με ρώτησες “Στον έρωτα” ήταν σα να μου έγινε αποκάλυψη. Ξαφνικά ένιωσα σίγουρος ότι ήσουν έτοιμη για το επόμενη βήμα. Και εκεί… έκανα το επόμενη βήμα. Εκεί μου έδειξες κάτι… και σήμερα έδειξες αυτό το κάτι ακόμα εντονότερα…»
Εκεί ο Μανώλης σταμάτησε αλλά ένιωθα με όλο το είναι μου ότι δεν είχε τελειώσει, απλά έψαχνε, προσπαθούσε να βρει τρόπο να συνεχίσει. Δεν μίλησα, δεν τόλμησα να πάρω ανάσα.
«Όταν μου άνοιξες την ψυχή σου, μου είπες για τις φαντασιώσεις σου, για το δέσιμο, για την ερωτική χροιά του πόνου αλλά το τελευταίο… το τελευταίο το κατάλαβα και χθες και σήμερα… σήμερα ήθελα να δω, να καταλάβω αν πάει και κάπου μακρύτερα. Βλέπεις έχω κάποια γούστα τα οποία πολύς κόσμος τα βλέπει εξεζητημένα ή ακόμα και ακραία. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι κάποια από αυτά τα μοιραζόμαστε και σήμερα… σήμερα νομίζω ότι το επιβεβαίωσα.»
Και τότε έγινε και στο μυαλό μου η αποκάλυψη: «Με το καμτσίκι και το φλόγκερ;» τον ρώτησα.
Σταμάτησε τον χορό.
«Ναι, με το καμτσίκι και το φλόγκερ.»
«Δε μου άρεσε τόσο το καμτσίκι» του είπα.
«Μπορεί» μου είπε. «Γι αυτό να είσαι φρόνιμη.»
«Μα μου είπες να μη είμαι για να μη στο χαλά…χμμ χμμ»
«Πώπω Μαδάμ, δουλεύεις με διπλό καρμπυλατέρ » μου είπε χαμογελώντας.
«Ο τίμιος Δανός φέρνει ντόνατς, ε;»
«Είδες τι δυνατή που είναι στο σταυρόλεξο» είπε και όπως με είχε αγκαλιά μου έριξε μια ξυλιά στον δεξί μου γλουτό.
«Αου!» φώναξα αιφνιδιασμένη. Σε κάθε άλλη περίπτωση, όπως και τότε στο Γυμνάσιο, χέρι που έκανε αυτό το πράγμα θα είχε βρεθεί στον κώλο αυτού που το έκανε. Σε κάθε άλλη περίπτωση.
«Όχι αχ… Ένα» μου είπε.
Ορίστε;
Και τότε έπεσε μια πιο δυνατή ξυλιά στον αριστερό μου γλουτό!
«Άααου» ξαναφώναξα. Ο πόνος απέκτησε ξάφνου ευχάριστη υφή.
«Δύο είναι η σωστή απάντηση» μου είπε ρίχνοντάς μου μια τρίτη ξυλιά.
«Τρία;» του είπα ερωτηματικά. Είχα αρχίσει να υγραίνομαι.
«Σωστά» μου είπε και με χάιδεψε απαλά και στους δύο γλουτούς. Μετά μου έριξε την τέταρτη.
Όταν φτάσαμε στο δέκα είχα γίνει μούσκεμα αλλά ένιωθα και το Μανώλη φουσκωμένο πάνω μου.
Με άφησε από την αγκαλιά του. Έκανε ένα βήμα πίσω και με κοίταξε. Η μπλούζα ήταν στενή και όπως έχω πει το στήθος μου μεγαλούτσικο οπότε οι ρώγες μου που είχαν πετρώσει διαγραφόντουσαν φανερά από κάτω της. Μου έβγαλε τη μπλούζα και έχωσε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου. Με χάιδεψε και μου έβαλε δάχτυλο. Μπήκε κάπως βαθιά και ένιωσα πόνο αλλά η καύλα μου ήταν τέτοια που δε με ένοιαξε καθόλου. Άρχισε να παίζει με το δάχτυλό του μέσα μου. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω αυτό που ένιωθα, τις τελευταίες μέρες είχα ζήσει στιγμές απίστευτης ηδονής. Ένιωθα τον οργασμό να έρχεται και τα βογγητά μου άρχισαν να γίνονται πιο δυνατά.
«Σ’ αρέσει μωρό μου»
«Μμμμμ» μπόρεσα να πω.
«Το νιώθεις; Το νιώθεις που έρχεται;»
«Μμμμμ μμμμμ αααχ αααχ» εγώ.
«Σου απαγορεύω να τελειώσεις» μου είπε.
Ναι, καλά χοροπήδα είπα από μέσα μου. Με είχε τρελάνει το χέρι του.
«Άμα τελειώσεις χωρίς άδεια δε θα είσαι φρόνιμη, θα είσαι άτακτη» μου είπε.
«Ο δανός με τα ντόνατς» είπα μέσα μου αλλά δεν μπορούσα να το ελέγξω. Δεν… δεν μπορούσα να το ελέγξω.
Τρίτη φορά μέσα σε ένα 24ωρο, δεύτερη φορά απόψε. Να δω με τι μάτια θα αντικρύσω τους γείτονες του Μανώλη.
«Παίζεις βρώμικα» του είπα παραπονιάρικα, όταν κατόρθωσα να ηρεμίσω.
«Είπαμε, στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται.»
Είδα το καμτσίκι και ξεροκατάπια. Αυτό θα πονέσει είπα μέσα μου. Ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό να πω όχι.
«Ανέβα στον καναπέ και κάτσε στα τέσσερα με τα χέρια σου στην πλάτη του και τούρλωσε το κωλαράκι σου» με διέταξε.
Έκανα ότι μου ζήτησε.
«Χμμμ.» είπε και ήρθε κοντά μου. «Για κάτσε καλύτερα, η πλάτη πρέπει να καμπυλώνει προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω» είπε πιέζοντάς με ταυτόχρονα με το χέρι του.
«Έτσι μπράβο» μου είπε όταν πήρα τη στάση που ήθελε. «Όταν θα κάθεσαι στα τέσσερα θα κάθεσαι πάντα με αυτό τον τρόπο. Έχεις υπέροχο κωλαράκι και αν κάθεσαι λάθος το αδικείς.»
Η αναφορά στον απαυτό μου με εκνεύριζε αλλά…
Ήμουν ακόμα υγρή ή για να είμαι ειλικρινής ήμουν πάλι υγρή. Ο Μανώλης ήρθε από πίσω μου, έβαλε από κάτω το χέρι του και άρχισε να παίζει με ένα δάχτυλο την κλειτορίδα μου. Μετά το ίδιο δάχτυλο το έφερε στην πίσω τρυπούλα μου και άρχισε να το βάζει σιγά-σιγά μέσα.
Το συναίσθημα ήταν ηδονικά δυσάρεστο… δεν μπορώ να το περιγράψω καλύτερα. Ασυναίσθητα σφίχτηκα.
«Χαλάρωσε» μου είπε ο Μανώλης συνεχίζοντας να παίζει με το δάχτυλό του. Το έβαζε μέσα-έξω, όχι όλο, ένα μέρος του. Πονούσα, μου άρεσε και μου έφερνε μια απίστευτη δυσάρεστη αίσθηση ότι θέλω να πάω τουαλέτα.
Μου έβαλε με μια απότομη κίνηση όλο το δάχτυλο μέσα.
Βόγκηξα αλλά κάθισα ακίνητη καθώς το δάχτυλό του έκανε κυκλικές κινήσεις μέσα μου.
Το τράβηξε σιγά-σιγά, αυτό ναι, ήταν ηδονικά ανακουφιστικό.
Μετά με άφησε. Υπέθεσα ότι πήγε να φέρει το καμτσίκι.
Έσφιξα τα δόντια μου.
Ο Μανώλης χάιδεψε τους γλουτούς μου και μου είπε «Αν νιώθεις ότι δεν αντέχεις, πες μου Μανώλη σταμάτα. Μη διστάσεις να το πεις, αν μου το πεις θα σταματήσω αμέσως και δεν υπάρχει κανένας λόγος να αισθανθείς άσχημα.»
Δεν μίλησα.
«Κατερίνα μου, είναι πολύ σημαντικό αυτό που σου λέω. Μπορείς να μου πεις οποιαδήποτε στιγμή, ακόμα και τώρα που δεν έχουμε αρχίσει “Μανώλη σταμάτα”. Δε θα πέσεις στα μάτια μου. Θέλω να το καταλάβεις αυτό.»
Παιχνίδι είναι, παιχνίδι. Ερωτικό. Μου έδωσε. Θυμήθηκα δύο φορές την ανάγκη μου να τον ικανοποιήσω παίρνοντάς τον στο στόμα μου. Ότι ήθελες, φτάνει να μου το ζητούσες. Η ίδια το είχα πει. Έσφιξα τα δόντια.
«Ήμουν άτακτη» του είπα.
Το κάψιμο της πρώτης βουρδουλιάς ήταν πόνος που δεν είχα ξαναζήσει. Αυτά που έκανε κατά την εξομολόγησή μου στα πόδια μου ήταν απλά χάδια. Αυτό πόνεσε. Πολύ.
«Χμμμφφ Ένα» του είπα.
Στο τρία είχα δακρύσει.
Και όμως ταυτόχρονα ένιωθα ηδονή και ντροπή. Όχι, αυτός ο πόνος δεν μου προκαλούσε ηδονή, ψυχική ηδονή μου προκαλούσε η ντροπή από τη συνειδητοποίηση της θέσης μου: Εγώ στα τέσσερα για να με δείρει ο Μανώλης με το καμτσίκι του όχι γιατί δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να γλιτώσω αλλά γιατί δεν ήθελα να κάνω κάτι για να γλιτώσω. Γιατί ήθελα να τον ικανοποιήσω.
Στο πέντε σταμάτησε από μόνος του.
«Κάτσε ακίνητη, καρδούλα μου.»
Έφυγε και γύρισε σε μισό λεπτό. Ένιωσα ένα πιτσίλισμα στους γλουτούς μου και μετά ο Μανώλης άρχισε αργά και απαλά να απλώνει το υγρό πάνω μου. Το έκανε τόσο τρυφερά και τόσο απαλά που παρά το τσούξιμο που ακόμα ένιωθα στα μέρη που είχε χτυπήσει το καμτσίκι του κόντεψα να αρχίσω να χουρχουρίζω σα γατούλα. Μετά φίλησε απαλά κάθε σημείο… και ξανά… και ξανά…
Κάν’το μάκια να περάσει λες και ήμουν μικρό κοριτσάκι.
«Σήκω από τον καναπέ μωρό μου» μου είπε απαλά. Είχα κοκκινήσει από πίσω και άρχισα ξαφνικά να κρυώνω. Έβγαλε το παντελόνι της πιτζάμας που φορούσε μένοντας γυμνός από κάτω. Μου ζήτησε να το φορέσω όπως και το μπλουζάκι. Με πήρε σφιχτά αγκαλιά και άρχισε να με τρίβει ενώ φιλιόμασταν όρθιοι δίπλα από τον καναπέ.
Τραβήχτηκε. Πήγε και κάθισε στην πολυθρόνα. Μου έγνεψε να τον πλησιάσω και όταν το έκανα, να γονατίσω.
Γονάτισα και τον κοίταξα στα μάτια.
«Δε μου άρεσε το καμτσίκι» του είπα.
«Το κατάλαβα» μου είπε. «Δεν θα το ξαναχρησιμοποιήσω»
«Αφού σου αρέσει» του είπα με σπασμένη φωνή.
«Εσύ μου αρέσεις περισσότερο και δε σε αλλάζω ούτε με όλα τα γαμημένα καμτσίκια του κόσμου. Τα παιχνίδια είναι παιχνίδια όσο τα ευχαριστιούνται και οι δύο. Αν δεν τα ευχαριστιούνται και οι δύο, δεν είναι παιχνίδια. Γι αυτό έχει σημασία όταν παίζουμε και δεις ότι δε θες ή ότι δεν αντέχεις άλλο να μου λες “Μανώλη σταμάτα”. Κατάλαβες Κατερινιώ μου;»
«Σε θέλω» του είπα αντί άλλης απάντησης.
«Απλά με θέλεις;» μου έκανε παραπονιάρικα, μην καταλαβαίνοντας τι του είπα.
«Σε θέλω» του είπα. «Σε θέλω.»
Σηκώθηκα και κατάλαβε. Σηκώθηκε και εκείνος διστακτικά.
«Σε θέλω» του είπα.
Μετά, πιο σίγουρος με έπιασε από το χέρι και με πήγε στο δωμάτιο του με το υπέρδιπλο σιδερένιο κρεβάτι.
Είχε έρθει η ώρα να με κάνει δική του.
10 - Το στοίχημα
Όπως μπαίναμε στο δωμάτιο του με έπιασαν οι αμφιβολίες μου. Το τραίνο έγινε υπερταχεία και εγώ ήμουν που είχα πει στο μηχανοδηγό να πατήσει το γκάζι. Βίωνα το ισοδύναμο του runner's high όταν μετά από έντονο τρέξιμο μεγάλης διάρκειας υπάρχει ένα σημείο που από εκεί και πέρα το σώμα πάει σχεδόν μόνο του, με το μυαλό σε μια κατάσταση μουδιασμένης ευφορίας, υπάκουο αυτό στο πόδια και όχι το αντίθετο.
Δίστασα και ο δισταγμός αυτός φάνηκε στο βηματισμό μου και ο Μανώλης το κατάλαβε.
«Μήπως το μετάνιωσες;»
«Όχι…»
Παύση.
«Ναι…» είπα τελικά και συνέχισα «Συγνώμη Μανώλη μου, εγώ… εγώ σε ξεσήκωσα το ξέρω και όταν το έκανα ήμουν σίγουρη. Σε θέλω… σε θέλω αλλά νιώθω σαν να είμαι σε μια κατηφόρα με σπασμένα φρένα. Η ταχύτητα με ζάλισε και με μέθυσε. Έχουν γίνει όλα μαζί… τόσο γρήγορα… Σε θέλω, ειλικρινά σε θέλω. Όμως όταν σου δοθώ πρέπει να έχω σιγουρευτεί ότι αυτό δεν οφείλεται στον ενθουσιασμό της στιγμής. Γιατί ο ενθουσιασμός σε παρασέρνει και μετά… και μετά περνάει και τότε έχεις να λογοδοτήσεις στον εαυτό σου.»
Γύρισε και με χάιδεψε τρυφερά. Άνοιξε τη ντουλάπα και από το συρτάρι και έβγαλε ένα παρδαλό μποξεράκι με looney toons. «Φόρεσέ το και έλα να σε πάρω αγκαλιά.»
Χαμογέλασα και φόρεσα το μποξεράκι που η αλήθεια είναι πως μου ήταν κάπως στενό. Ο Μανώλης στο μεταξύ είχε χωθεί κάτω από το πάπλωμα. Πήγα κι εγώ από την άλλη μεριά, σήκωσα το πάπλωμα και όρμησα στην αγκαλιά του και άρχισε να μου μιλάει.
«Δικό μου είναι το σφάλμα γιατί παρασύρθηκα και σε παρέσυρα και είσαι άβγαλτη, εγώ θα έπρεπε να έχω το πόδι στο φρένο. Είναι η δεύτερη φορά που ήσουν εσύ η νηφάλια τη στιγμή που έπρεπε να χαλιναγωγηθεί ο ενθουσιασμός. Όπως τότε, με το “μπαμπά μην τρέχεις”. Έχεις δίκιο, δε χρειάζεται τρέξιμο, η απόλαυση είναι στη διαδρομή.»
Χαμογέλασα χαρούμενη και έτριψα το πρόσωπό μου πάνω του ρουφώντας τη μυρωδιά του και μετά άρχισα να του κάνω «χρρρρ χρρρ χρρρ» οπότε έσκασε στα γέλια.
Ξαφνικά μου ήρθε μια ιδέα.
«Ήσουν παρορμητικός και πρέπει να τιμωρηθείς.»
Τον έβαλα και ξάπλωσε ανάσκελα.
«Επιστρέφω αμέσως» του είπα και πήγα μέσα στο σαλόνι τρέχοντας. Γύρισα με το μαντήλι που μου είχε τυλίξει τα μάτια στα χέρια μου.
Ανέβηκα στο κρεβάτι και του έπιασα τα χέρια και του τα έβαλα πίσω από κάγκελα του κρεβατιού. Μετά κατάλαβα ότι το σχέδιό μου έμπαζε γιατί τα χέρια είναι δύο και το μαντήλι ένα, οπότε αναγκάστηκα να αυτοσχεδιάσω. Του έφερα τα χέρια σταυρωτά πίσω και τα έδεσα με το μαντίλι και μετά έδεσα το μαντίλι στα κάγκελα. Έβγαλα τη μπλούζα μου και έμεινα μόνο με το μποξεράκι του. Κάθισα πάνω του, έσκυψα και άρχισα να του τρίβω πρώτα το ένα και μετά το άλλο τα στήθη μου στο πρόσωπό του. Μετά ούσα σκυμμένη πάνω του πίεσα με τα χέρια μου τα δυο μου στήθη το ένα προς το άλλο με το πρόσωπό του ανάμεσά τους. Του έφερα και του ακούμπησα τη ρώγα του ενός μου στήθους στα χείλη του. Πρώτα την έγλειψε απαλά και μετά την πήρε αχόρταγα στο στόμα του πιπιλώντας την τόσο δυνατά που με πόνεσε, αλλά ο πόνος αυτή τη φορά ήταν πάλι ηδονικός. Συνέχισα με το άλλο μου στήθος για λίγη ώρα και μετά ξανασηκώθηκα.
Κοιτάζοντάς τον προκλητικά και όπως ήμουν καθισμένη πάνω του με τα πόδια ανοιχτά ώστε να μην του πλακώσω το στήθος, έγειρα ελαφριά προς τα πίσω χαρίζοντάς του την πλήρη θέα, και περνώντας το χέρι μου από πίσω πήρα το φουσκωμένο πέος του στο χέρι μου αρχίζοντας να το παίζω.
«Σ’ αρέσει που με βλέπεις; Πόσο θα ήθελες να έχεις τα χέρια σου ελεύθερα για να μπορείς να χουφτώσεις τα βυζιά μου;»
«Πολύ… με τρελαίνει που είναι δεμένα και δε μπορώ να στα χουφτώσω και να στα σφίξω. Θέλω να σπάσω τα κάγκελα» είπε παίζοντας το ρόλο του γιατί φυσικά το δέσιμο που του είχα κάνει ήταν απλά για την ιδέα του πράγματος και όχι δέσιμο της προκοπής.
Μετά πήγα αργά προς τα πίσω και κάθισα πίσω από το θεριεμένο μέλος του. Μόνο το λεπτό -και ομολογώ ιδιαίτερα βρεγμένο- ύφασμα του boxer με χώριζε το πέος του. Άρχισα να τρίβομαι πάνω του, κουνώντας μπρος-πίσω τη λεκάνη μου, με περιορισμένη επιτυχία στην αρχή είναι η αλήθεια. Κάποια στιγμή βρήκα το ρυθμό μου και ο Μανώλης φυσούσε και ξεφυσούσε ενώ το πέος του που τριβόταν πάνω στην ευαίσθητη περιοχή μου έκανε και εμένα να τρέμω.
Σταμάτησα και πήγα λίγο πιο κάτω προς το μέρος των μηρών του και έσκυψα πάνω του και τον φίλησα αλλά σταμάτησα γρήγορα το φιλί. Του δάγκωσα τα χείλη και μετά το σαγόνι. Μετά άρχισα να τον φιλάω και να τον πιπιλάω στο λαιμό κατεβαίνοντας προς το δεξί του στήθος. Του πιπίλησα τη ρόγα του και η άλως ανατρίχιασε. Μετά έκανα το ίδιο με το αριστερό του στήθος. Τότε σιγά-σιγά και πότε πιπιλώντας, πότε γλείφοντας και πότε δαγκώνοντας κατέβηκα προς τα κάτω. Έφερα το ορθωμένο μέλος του μπροστά από το πρόσωπό μου και το κοίταξα. Η γλώσσα μου άρχισε να παίζει με το κεφαλάκι και το σώμα του Μανώλη έκανε σπασμό. Μετά σιγά-σιγά, προσεκτικά για να μην πνιγώ και καταφέρνοντας να καταπνίξω το ρεφλέξ, τον πήρα στο στόμα μου μέχρι που έφτασε στο βάθος του. Τον κράτησα εκεί για μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταφέρω να πάρω ανάσα από τη μύτη. Μετά σιγά-σιγά τραβήχτηκα μέχρι που βγήκε όλος έξω. Τον κράτησα με το χέρι μου και άρχισα να γλείφω τη βάση πιέζοντάς τον πάνω στο πρόσωπό μου.
«Αν τελειώσεις χωρίς άδεια…» ξεκίνησα να του λέω και σταμάτησα.
«Τι;» με ρώτησε με πνιγμένη φωνή από την κάβλα.
«Πρέπει να μάθεις αυτοσυγκράτηση.» του είπα σχεδόν ψιθυριστά. «Αν τελειώσεις προτού σου πω ότι μπορείς να τελειώσεις αντί να τα καταπιώ, θα τα μαζέψω στο στόμα μου και θα φτύσω στο πρόσωπό σου»
Μετά τον ξαναπήρα στο στόμα.
Επανάληψη μήτηρ μαθήσεως και ως αθλήτρια ήξερα από μικρή την αναγκαιότητα της προπόνησης. Τον έπαιρνα όσο βαθιά γινόταν αλλά για να το καταφέρω αυτό έπρεπε να μπορώ να καταπνίξω το ρεφλέξ και ταυτόχρονα να καταφέρω να αναπνεύσω πράγμα το οποίο ήταν αξιοσημείωτα δύσκολο ακόμα. Τα σάλια που έπρεπε να καταπίνω και η μύτη μου που άρχισε να βουλώνει έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα οπότε από άποψη ταχύτητας ήταν δράμα.
Αποφάσισα να αλλάξω τακτική γιατί αλλιώς θα κέρδιζε με κάτω τα χέρια, με αυτό το ρυθμό μάλλον θα ήταν αδύνατο να τελειώσει. Τον πήρα όσο πιο βαθιά μπορούσα χουφτώνοντάς τον ταυτόχρονα με το χέρι μου και άρχισα να τον παίζω.
Ο αφιλότιμος έχει απίστευτο έλεγχο στον οργασμό του αλλά τότε δεν το ήξερα. Συνέχισα μέχρι που άρχισε να πιάνεται το σαγόνι μου.
Όπως και στο βόλεϊ έτσι και σήμερα παραδέχτηκα την ήττα μου.
«Κέρδισες» του είπα απλά και τον ξαναπήρα στο στόμα μου.
Σε δύο λεπτά είχε τελειώσει οπότε μιας και είχα χάσει αυτό το ιδιότυπο στοίχημα, κατάπια.
11 - Περί μερικών διαφορικών εξισώσεων
Πέρασαν έτσι τρεις ήρεμες εβδομάδες. Ο Μανώλης με εξαίρεση τις Τρίτες σπανίως έφτανε σπίτι του πριν τις 20:00. Ομοίως κι εγώ με τα μαθήματα, τα διαβάσματα και τις αθλητικές μου δραστηριότητες δεν είχα ελεύθερο χρόνο, καθώς πριν το Μανώλη και ούσα μονάχη είχα φτιάξει το πρόγραμμά μου έτσι ώστε να μην υπάρχουν κενές ώρες. Βλεπόμασταν τις Τρίτες και όποτε τύχαινε να μπορούμε να ξεκλέψουμε μια-δυο ώρες από εδώ και από εκεί.
Βέβαια τα ξενύχτια μου τις Παρασκευές και τα Σάββατα δεν είχαν περάσει απαρατήρητα από τους γονείς μου. Ήξεραν ότι υπήρχε ένας Μανώλης στη ζωή μου αλλά από την άλλη τους καθησύχαζε το γεγονός πως ούτε τα διαβάσματά μου είχα παρατήσει, ούτε τις αθλητικές μου δραστηριότητες και φυσικά βλέποντας με και εμένα χαρούμενη δεν είχαν πιέσει να μάθουν περισσότερα.
Ήταν Τετάρτη απόγευμα και διάβαζα για τη σχολή. Είχα πέσει σε μια πολύ ζόρικη μερική διαφορική και από εδώ το πήγαινα, από εκεί το έφερνα δε μου έβγαινε. Είχα αρχίσει να βγάζω καπνούς από τ’ αυτιά. Είμαι πολύ καλή στα μαθηματικά και το είχα πάρει βαριά και καθώς ήταν και η τελευταία άσκηση που μου είχε μείνει, δεν είχα να ασχοληθώ με κάτι άλλο για να καθαρίσει το μυαλό μου και μετά να επιστρέψω σε αυτή. Πήγα στη κουζίνα για να γεμίσω την κούπα μου με γαλλικό καφέ και εκεί ήταν ο πατέρας μου που έφτιαχνε φρουτοσαλάτα.
«Μπαμπά θυμάσαι τίποτα από μερικές διαφορικές;» τον ρώτησα χωρίς ιδιαίτερη ελπίδα.
«Ναι, ότι υπάρχουν και αυτές.»
«Μπφφφφ» ξεφύσησα απελπισμένη. «Κάπου κάτι έχω κάνει λάθος γιατί αυτό που βγαίνει δεν έχει νόημα και το βλέπω. Που είναι το λάθος δεν καταλαβαίνω.»
Ο πατέρας μου πέταξε το δόλωμα. «Γιατί δε ρωτάς το Μανώλη;»
Το Μανώλη… χμμμμμμ σκέφτηκα αφηρημένη, μπορεί να θυμάται, δεν μπορεί να μην έκανε ΜΔΕ στις σπουδές του ως Χημικός Μηχανικός. Και μετά συνειδητοποίησα ότι ο πατέρας μου μου είπε για τον Μανώλη. Και με κοιτούσε.
«Το…. Τον…. Εεεε.. εεεε» ψέλλισα καθώς η λαλιά μου αποφάσισε να πάρει άδεια άνευ αποδοχών.
Η μητέρα μου μπήκε και αυτή στην κουζίνα την ώρα που εγώ προσπαθούσα να μιλήσω.
«Τι έπαθε;» ρώτησε κοιτώντας τον πατέρα μου.
«Της ανέφερα τον Μανώλη» είπε ο πατέρας μου και συνέχισε με το γνωστό πειραχτικό του χιούμορ «και νομίζω πως τώρα κάνει επανεκκίνηση.»
Έχοντας ατυχή εμπειρία από το κινητό της η μητέρα μου συνέχισε το πείραγμα που άρχισε ο πατέρας μου. «Λες να χρειαστεί σέρβις;»
«Ελπίζω όχι, είναι και εκτός εγγύησης εδώ και δύο χρόνια.» απάντησε συνεχίζοντας το ανελέητο trolling.
Βέβαια αυτό ήταν καλό σημάδι, όταν οι γονείς μου μας πειράζαν σημαίνει ό,τι όλα ήταν καλά.
«Κατερίνα μου, ανάσα» είπε η μητέρα μου.
«Το χάσαμε το κορμί, πατριώτισσα» συνέχισε ο πατέρας μου.
«Την έχει δαγκώσει γερά τη λαμαρίνα» συμφώνησε η μητέρα μου.
«Ποια λαμαρίνα Έλσα μου, κομμάτι από εξάρα A36 έχει κόψει».
«Είμαι κι εγώ εδώ» κατόρθωσα να πω βρίσκοντας τη μιλιά μου.
«It’s alive!!!!» συνέχισε απτόητος ο πατέρας μου.
«Λοιπόν, Αλέξανδρε, εγώ θα κάνω τον κακό μπάτσο.» είπε η μητέρα μου.
«Κι εγώ θα κάνω τον καλό;»
«Όχι, εσύ θα κάνεις τον χειρότερο.»
«Γι αυτό σ’ αγαπάω» της είπε.
Το γεγονός ότι αστειεύονταν όπως είπα και παραπάνω ήταν καλό αλλά εγώ δεν ήμουν προετοιμασμένη ψυχολογικά για να τους μιλήσω για τη σχέση μου. Εκτός από την πρώτη φορά, ο Μανώλης με είχε ρωτήσει άλλες δύο φορές αν ήθελα να ανέβω πάνω να τον γνωρίσουν οι δικοί μου και το είχα αναβάλλει για επόμενη φορά και τις δύο, οπότε δεν είχε επιμείνει περισσότερο, αφήνοντας σε εμένα την επιλογή όταν θα ήμουν έτοιμη.
Και σήμερα δεν ήμουν έτοιμη.
Από την άλλη ωστόσο δεν μπορούσα να τον αποφύγω.
«Λοιπόν, Κατερίνα;» ρώτησε ο πατέρας μου.
Ξεροκατάπια και άρχισα. Είπα ότι τον λένε Μανώλη, πράγμα που ήδη ήξεραν, είπα ότι είναι χημικός μηχανικός και είπα ότι δουλεύει σε μια μεγάλη εταιρία χημικών.
«Επίθετο δεν έχει;»
«Δασκαλάκης» τους απάντησα.
«Έχει καμιά σχέση με τον Κωνσταντίνο Δασκαλάκη;»
«Όχι, συνωνυμία»
«Και πόσων χρονών είναι;»
Εδώ ήταν τα δύσκολα.
«Εεε… 32»
Σιγή.
«Είναι καταπληκτικός άνθρωπος μπαμπά. Κέρδισε υποτροφία στο Berkeley. Έμεινε εκεί μέχρι τα 30 ως μεταδιδακτορικός και μετά γύρισε Ελλάδα.»
«Γιατί γύρισε Ελλάδα;» με έκοψε ο πατέρας μου.
«Τον είχα ρωτήσει κι εγώ όταν τον γνώρισα. Όσο και αν φαίνεται απίστευτο γύρισε για να πάει στρατό. Σκόπευε να επιστρέψει μετά στην Καλιφόρνια αλλά όταν τελείωσε του έκαναν μια πολύ καλή προσφορά να αναλάβει τη διεύθυνση Έρευνας και Ανάπτυξης της εταιρίας στην οποία εργάζεται και έμεινε Ελλάδα.»
Μίλησε η μητέρα μου.
«Κατερίνα μου, είναι μεγάλος για σένα.»
Πάγωσα.
«Κατερίνα, είσαι ενήλικη. Δε θα σου πούμε εμείς με ποιον να βγαίνεις, αλλά αγάπη μου… είναι μεγάλη η διαφορά σας στην ηλικία σε σχέση με τις ηλικίες σας. Δεν είστε 42 με 30, είστε 32 με 20.» συνέχισε η μητέρα μου.
Οι γονείς μου κοιτάχτηκαν μεταξύ τους για λίγο.
«Μη σπέρνουμε την καταστροφή» είπε ο λατρεμένος μου πατέρας. «Θέλουμε ωστόσο να τον γνωρίσουμε.»
«Μου το είχε προτείνει και ο ίδιος τις τρεις πρώτες φορές που είχαμε βγει, να ανέβει πάνω να τον γνωρίσετε, για να ξέρετε με ποιον άνθρωπο βγαίνω έξω. Εγώ… Ε… εγώ το ανέβαλα και τις τρεις φορές.»
«Κοίτα, δεν λέμε να έρθει να δώσει λόγο ο άνθρωπος. Απλά, την επόμενη φορά που θα βγείτε, όταν έρθει να σε πάρει κάντε αυτό που σου είχε προτείνει.»
«Μάλιστα» είπα.
«Τους ζυγούς λύσατε» είπε ο πατέρας μου και εγώ γύρισα στο δωμάτιό μου για να πάρω το Μανώλη τηλέφωνο και να του πω τι έγινε.
Το μόνο παρήγορο σε όλη αυτή την ιστορία ήταν ότι ο Μανώλης με βοήθησε να βρω που είχα κάνει λάθος. Ο άτιμος το βρήκε με τη μία αλλά σωστά πράττοντας με καθοδήγησε ώστε να το βρω η ίδια. Με έβαλε να ξαναδιαβάσω πέντε φορές το ίδιο σημείο σε μια πράξη μέχρι τελικά να ανάψει το λαμπάκι: Λάθος σειρά στην μερική παραγώγιση.
Άτιμες μερικές διαφορικές. Την Παρασκευή έπρεπε να περάσω την ταραχή του να γνωρίσω το Μανώλη στους δικούς μου και μετά… πέντε με τη βίτσα για να μάθω να είμαι προσεκτική.
Βαριά η μηχανική!
12 - Netflix & chill
Ήρθε το βράδυ της Παρασκευής και κατέβηκα στην είσοδο να υποδεχτώ το Μανώλη, ο οποίος ήρθε με ένα κουτί γλυκά.
«…και πρόσεξε μη χαχανίσεις όταν σου πει το όνομά του, το αστείο είναι πολύ παλιό και τον εκνευρίζει.»
«Γιατί να χαχανίσω; Αλέξανδρο τον λένε, όχι Χαμογελάιδα!» μου είπε απορημένος ο Μανώλης.
«Πώς με λένε εμένα;» τον ρώτησα.
«Τι ερώτηση είναι αυτή ρε Κατερίνα;»
«Ποιο είναι το πλήρες όνομα μου;»
«Κατερίνα Βιάσκου» μου είπε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Ε και τον πατέρα μου τον λένε Αλέξανδρο Βιάσκο.»
«Και;»
«Να υποθέσω ότι δεν έχεις δει το “Με φόβο και πάθος” του Φώσκολου, ε;»
«Τι να σου πω, ακόμα και αν το έχω δει δεν το θυμάμαι. Τι σχέση έχει;»
«Στην ταινία αυτή ένας τίμιος εισαγγελέας τα βάζει με μια μεγαλοοικογένεια: Τους Βιάσκους. Ε, ο πατριάρχης της οικογένειας αυτής λεγόταν Αλέξανδρος.»
«Δεν αφήνουμε το trivia να πάμε πάνω;»
«Καλά δεν περνάμε εδώ;» του είπα προσπαθώντας να το αναβάλω όσο πήγαινε.
Ουφ!
«Πάμε φοβητσιάρα»
Άπαξ και μπεις στο χορό, θα χορέψεις. Προς το παρόν το μόνο πράγμα που χόρευε ήταν η καρδούλα μου.
Άνοιξε την πόρτα ο πατέρας μου και μας κοίταξε.
Μάλλον κάτι αντίστοιχο θα είχε συμβεί και στον Έλβις πριν δημιουργήσει τη χαρακτηριστική του χορευτική κίνηση με τους γοφούς του.
«Καλησπέρα» είπε με ανεξιχνίαστη φωνή. «Περάστε μέσα»
«Καλησπέρα» είπε ο Μανώλης και μπήκαμε μέσα όπου στο σαλόνι μας περίμενε και η μητέρα μου.
Ο Μανώλης μου έδωσε τα γλυκά γύρισε προς τον πατέρα μου.
«Μανώλης Δασκαλάκης» του είπε δίνοντάς του το χέρι, «χαίρω πολύ».
«Αλέξανδρος Βιάσκος» είπε ο πατέρας μου σφίγγοντάς του το χέρι. Μετά έδειξε την μητέρα μου. «Από εδώ η σύζυγός μου, Έλσα»
Ο Μανώλης γύρισε και της έδωσε το χέρι του. «Χαίρω πολύ, κυρία Βιάσκου»
Μετά ο πατέρας μου, ο λατρεμένος μου μπαμπάς, έσπασε τον πάγο.
«Εγώ και η Έλσα είμαστε σε ηλικία που αρχίζουμε να μπάζουμε και εσείς δεν θα ψηλώσετε άλλο. Δεν περνάτε να κάτσουμε;»
Ολοφάνερο ψέμα! πατέρας μου είναι μόλις 55 και η μητέρα μου 49.
«Ευχαρίστως» είπε ο Μανώλης.
Η μητέρα μου μας έδειξε να κάτσουμε στο μικρό καναπέ ενώ εκείνη και ο πατέρας μου κάθισαν στο μεγάλο.
«Ευτυχώς που υπάρχει κάποιος που θυμάται να λύνει μερικές διαφορικές εξισώσεις» ξεκίνησε ο πατέρας μου στο χαλαρό. «Έπρεπε να τη δεις προχθές, έβγαζε καπνούς από τ’ αφτιά»
«Σας πιστεύω» είπε ο Μανώλης. «Άλλωστε δεν της έχει βγει άδικα το παρατσούκλι “κοντό φυτίλι” από τους φίλους της» συνέχισε δίνοντάς με στεγνά.
Οι γονείς μου χαμογέλασαν και οι δύο.
«Εγώ πάλι κ. Βιάσκο, προσέχω για να έχω. Ως χημικός μηχανικός έχω μάθει από διαχείριση εύφλεκτων υλικών και η Κατερίνα αρπάζει αμέσως. Δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν, ήταν από τα πρώτα πράγματα που θαύμασα πάνω της όταν τη γνώρισα.»
«Πως γνωριστήκατε;» ρώτησε η μητέρα μου.
«Δεν σας έχει πει;» ρώτησε απορημένος ο Μανώλης
«Η Κατερίνα; Έχεις δοκιμάσει να την ανακρίνεις;»
Ooops.
«Ξεφεύγει σα χέλι όταν το θέλει. Πας να της ζητήσεις αύξηση και στο τέλος φεύγεις ευχαριστημένος με μείωση ξεχνώντας για τι πήγες και τι ζητούσες.»
Ε, ρε και να ήξεραν τι κάνει ένα flogger και ένα καμτσίκι σκέφτηκα ντροπιασμένη.
«Ναι, καλά, σε έπιασαν οι ντροπές σου τώρα» είπε η μάνα μου, χωρίς φυσικά να έχει ιδέα γιατί με είχε πιάσει ντροπή.
«Τελείως τυχαία σε ένα παιχνίδι βόλεϊ. Έπαιζα κι εγώ ερασιτεχνικά βόλεϊ όταν σπούδαζα στην Αμερική και ένας κοινός μας γνωστός με είχε προσκαλέσει σε προπόνηση της ομάδας βόλεϊ των μηχανολόγων.»
«Και πόσο καιρό βγαίνετε;» ρώτησε η μητέρα μου ενώ μια χαρά ήξερε την απάντηση.
«Κοντά δύο μήνες» απάντησε ο Μανώλης.
«Αμάν, που είναι οι τρόποι μας βρε Αλέξανδρε» είπε η μητέρα μου. «Θέλετε να πιείτε τίποτα;»
Εγώ δαγκώθηκα, πόση ώρα ήθελαν να μας κρατήσουν εδώ;
«Ευχαρίστως, αν έχετε κάτι μη αλκοολούχο ή κάτι ελαφρύ και γλυκό, δεν είμαι φαν του αλκοόλ»
Παρά τους φόβους μου δεν καθίσαμε παραπάνω από 15 λεπτά. Ο Μανώλης με το χιούμορ του, τη ζεστασιά του και την άνεσή του να μπορεί να μιλάει σε αγνώστους λες και είναι παλιοί του γνωστοί γίνεται πολύ εύκολα συμπαθής και οι γονείς μου δεν αποτέλεσαν εξαίρεση.
«Καλή διασκέδαση» μας είπε ο πατέρας μου κλείνοντας την πόρτα.
«Καλά πήγε» είπα ανακουφισμένη.
«Γιατί να μην πήγαινε καλά, Κατερινιώ μου;»
Ουφ, αυτοί οι άντρες!
Μπήκαμε στο αυτοκίνητό του. Συνήθως δεν κανονίζαμε από πριν που θα πάμε, αποφασίζαμε στην πορεία.
Διόρθωση: Δεν κανονίζαμε που θα πάμε, πρότεινε και πηγαίναμε.
Άρχισε να μου αραδιάζει πιθανά μέρη αλλά τον έκοψα.
«Μανωλιό μου, δεν έχω όρεξη για κόσμο. Θέλεις να πάμε μια μικρή βόλτα με το αυτοκίνητο και μετά να πάμε σπίτι σου να κάτσουμε;» τον ρώτησα.
«Ό,τι θέλει η Κατερίνα μου» είπε και με φίλησε απαλά.
Κανονικά από το σπίτι μου στο σπίτι του είναι μικρή σχετικά απόσταση. Κατεβαίνεις μέχρι τη Ρέα και παίρνεις την Ρόδων που σε βγάζει στην πλατεία της Πολιτείας. Ο Μανώλης μας πήγε το γύρο της Πεντέλης. Αντί να κατέβει προς Ρέα ανέβηκε προς Νέα Μάκρη και όταν φτάσαμε στο Πανόραμα στρίψαμε και πήραμε τον πίσω δρόμο της Πεντέλης, προς την ομώνυμη Μονή. Φτάσαμε στη Νέα Πεντέλη και από και πάλι Πολιτεία.
Αν και είχε κρύο είχα κατεβάσει λίγο το παράθυρο και ο φρέσκος και παγωμένος αέρας με είχε αναζωογονήσει.
Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά του αλλά ήταν ακόμα σχετικά νωρίς και προς κακή μου τύχη συναντήσαμε μία γηραιά ένοικο της πολυκατοικίας. Κρίνοντας από το βλέμμα της κατάλαβα ότι είχα ακουστεί κάθε φορά που είχα τελειώσει, και δεν είχαμε πάει μόνο μια φορά στο σπίτι του.
Δεν είχαμε κάνει ακόμα έρωτα αλλά σχεδόν όλα τα άλλα τα είχαμε κάνει. Από το παιχνίδι με τον πόνο είχα ανακαλύψει ότι με ερεθίζει το φλόγκερ, το χέρι του και το δάγκωμα και στρίψιμο στις ρώγες μου. Με τη βίτσα η σχέση ήταν πιο περίεργη, την είχαμε αρχίσει και αυτή και δεν είχα ξετρελαθεί αν και ομολογουμένως ήταν πολύ προτιμότερη από το καμτσίκι. Του άρεσε όμως η βίτσα οπότε μιας και μπορούσα να την ανεχθώ δεν είχα διαμαρτυρηθεί.
Τα παιχνίδια ήταν πάντα δίκην τιμωρίας για κάτι απλό και χαζό ή αφορούσε έλεγχο του οργασμού μου. Ήθελε να με μάθει να κρατιέμαι μέχρι να με ελευθερώσει εκείνος αλλά σε αυτό, σε αντίθεση με τα μαθηματικά ήμουν σκράπας, εξ ου και το δολοφονικό βλέμμα της γριάς στο ασανσέρ.
Με τα παραπάνω είχα ανακαλύψει ότι είμαι δοτική, μου άρεσε να του προσφέρω και η ηδονή μέσα μου όταν γινόταν αυτό δεν ήταν απλά σωματική. Ο Μανώλης μου είχε δείξει διάφορες σελίδες στο internet, εγώ σύμφωνα με αυτές ανήκω στην κατηγορία που λέγεται bottom, κάτι το οποίο στην αρχή έβρισκα ιδιαίτερα μειωτικό. «Μην κοιτάς τις ταμπέλες» μου είχε πει «δεν κάνουν αυτές τον άνθρωπο, ο άνθρωπος κάνει τις ταμπέλες.»
Επιπλέον είχα διακρίνει κάποιες ομοιότητες στη σχέση μου με τον πατέρα μου και τον Μανώλη. Τον πατέρα μου τον λατρεύω όσο τίποτα στον κόσμο αλλά όταν αγριεύει μου κόβονται τα ύπατα, παρά το γεγονός ότι δεν έχει σηκώσει ούτε μια φορά το χέρι πάνω μου. Τον Μανώλη τον αγαπούσα με διαφορετικό τρόπο φυσικά, αλλά είχαν κάτι κοινό, όταν ζητούσαν κάτι εγώ εκτελούσα χωρίς πολλές κουβέντες. Για διαφορετικούς λόγους στον καθένα αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.
Καθώς είμαι άτομο που δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του αυτό με είχε προβληματίσει πολύ στις αρχές. Από την άλλη κάτι μέσα μου με έσπρωχνε να υπακούσω και η πράξη αυτή της υπακοής μου έφερνε, όχι ακριβώς ψυχική ανάταση, αλλά μια αίσθηση που δεν μπορώ να περιγράψω επακριβώς. Η κοντινότερη λέξη είναι η πλήρωση αλλά ακόμα και τώρα μου φαίνεται πολύ βαριά σα λέξη.
Φυσικά όλα αυτά τα είχα συζητήσει με το Μανώλη που είχε άλλη θεώρηση των πραγμάτων. «Νιώθεις ανακούφιση που κάποιος οδηγεί και παίρνει αποφάσεις, όχι γιατί δεν μπορείς η ίδια, αλλά γιατί νιώθεις σαν τον επιβάτη που μπορεί να χαζεύει το τοπίο ενώ ο οδηγός πρέπει να είναι προσηλωμένος στο δρόμο. Σ’ αρέσει να προσφέρεις ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, είσαι άνθρωπος που θέλει να είσαι ίσα-βάρκα ίσα-πανιά στα πάρε δώσε σου με άλλους ανθρώπους και σε κάνει να νιώθεις άσχημα όταν κρίνεις ότι το ισοζύγιο παλατζάρει υπέρ σου.»
Δεν ήταν μακριά από την πραγματικότητα η παραπάνω εκτίμηση, πάντα ένιωθα άσχημα όταν είχα υποχρέωση σε κάποιον άνθρωπο οπότε φρόντιζα να μην έχω.
Γεγονός είναι ότι ακόμα και αν ήμασταν μόλις δύο μήνες μαζί κοντά του ένιωθα ασφάλεια, ζεστασιά και αγάπη και ένιωθα την ανάγκη μέσα μου να το ανταποδώσω στο βαθμό και με τον τρόπο που μπορώ. Κάπως έτσι και από τη στιγμή που όχι απλά απολάμβανα αλλά ένιωθα ανάγκη να του προσφέρω είχα πάρει απόφαση να μην τα πολυσκέφτομαι, ακόμα και αν αυτό κάποιες φορές με έφερνε σε αμηχανία.
Κάποια βραδιά για παράδειγμα, είχαμε βγει με κάτι φίλους έξω, κάποια στιγμή έγειρε και μου είπε στο αυτί: «Πήγαινε στην τουαλέτα και βγάλε το κιλοτάκι σου και μετά έλα να μου το δώσεις με τρόπο.»
Δεν ξέρω κι εγώ πόσα χρώματα άλλαξα εκείνη τη στιγμή ωστόσο όπως το ζήτησε έτσι κι έγινε. Το είχα βάλει στο τσαντάκι μου και όταν κάθισα του το έδωσα κάτω από το τραπέζι. Εκείνος το πήρε στα χέρια του, ευτυχώς κρύβοντάς του, και πήγε στην τουαλέτα όπου γύρισε μετά από λίγο.
«Ήθελα μια ρουφηξιά Κατερίνας» μου είπε και με φίλησε. Το είχε τρίψει στο πρόσωπό του, χωρίς να τον νοιάζει ότι ήμαστε μέσα σε κόσμο.
Κάποια άλλη φορά σε κάποιο πάρτι με ακολούθησε στην τουαλέτα που πήγα και μπήκε και εκείνος μαζί μου μέσα. Κατέβασε το παντελόνι του και μου ζήτησε να του πάρω πίπα. Μας είχε δει κόσμος να μπαίνουμε μαζί στην τουαλέτα. Του το είπα. Και τι σε νοιάζει μου λέει, τους ξέρεις από χθες; Θέλω να όταν βγούμε έξω να έχεις ακόμα τη γεύση του πούτσου μου στο στόμα σου. «Γονάτισε» με διέταξε και εγώ υπάκουσα. Ελπίζω να μην ακούστηκε έξω το «αααχ, χύνω… χύνω στο στοματάκι σου». Κατάπια πρόθυμα αλλά όταν βγήκαμε έξω νόμιζα ότι όλοι μας κοιτούσαν και ότι όλοι ήξεραν ότι μόλις είχα κάνει πίπα στο Μανώλη.
Και όχι τίποτε άλλο αλλά μ’ αυτά και μ’ αυτά είχα ξεχάσει να κατουρήσω οπότε δέκα λεπτά αργότερα και κατακόκκινη επέστρεψα στην τουαλέτα, αυτή τη φορά ευτυχώς μόνη μου!
Είχα μάθει επιτέλους να μπορώ να τον παίρνω όλο μέσα στο στόμα μου κρατώντας ικανοποιητικό ρυθμό και οι πίπες -όπως φαντάζομαι κάθε άντρα- τον ξετρέλαιναν. Είδες τι κάνει η πολλή εξάσκηση;
Όχι ότι με άφηνε παραπονεμένη, αυτά τα παιχνίδια με την απόπειρα ελέγχου του οργασμού μου με ξετρέλαιναν, και δυστυχώς είχα αυτήκοες μάρτυρες τους ένοικους στην πολυκατοικία του Μανώλη. Αν καμιά φορά όχλος οπλισμένος με δαυλούς του γκρέμιζε την πόρτα θα έφταιγε αυτός και το ξερό του το κεφάλι, άμα πια!
«…κάνουμε;»
Ποιος ήρθε;
«This is ground control to Katerina. »
«Ναι ποιος;» τον ρώτησα αφηρημένη.
«Σε ρώτησα τι θες να κάνουμε» μου απάντησε.
«Να ξεχάσουμε τις μερικές διαφορικές για σήμερα;» τον ρώτησα αθώα. «Κατερίνα θέλει αγκαλίτσες» συνέχισα.
«Ο τόκος υπερημερίας είναι 30% μου είπε»
«Είσαι τοκογλύφος» τον κατηγόρησα και συνέχισα « το 30% δεν βγάζει νόημα, 1,5 ξυλιά παραπάνω θα μου δώσεις; Το 20% φαίνεται πιο σωστό»
«Δίκιο έχεις, 40%»
«Ουφ, εκμεταλλεύεσαι την ανάγκη μου» τον κατηγόρησα.
«Αλλά και το 60% καλό ακούγεται» συνέχισε απτόητος.
«Το 40% μου φαίνεται καλή ιδέα» του απάντησα.
«Deal» μου είπε «κόλλα το.»
Και μου κόλλησε μια στα πισινά που χοροπήδησα.
Άθλιε Μανώλη!
«Θέλεις να δούμε καμιά ταινία;» με ρώτησε.
«Ναι αμέ!» του είπα ενθουσιασμένη.
«Βολέψου, πάω να ετοιμάσω pop corn»
«Θέλεις βοήθεια;»
«Όχι μωρό μου, πήγαινε βολέψου. Θέλεις πορτοκαλάδα με ανθρακικό ή coca cola zero?»
«Ό,τι έχεις ανοιχτό» του απάντησα. Δεν πολυπίνω αναψυκτικά είναι η αλήθεια και ο Μανώλης πίνει μόνο πορτοκαλάδα με ανθρακικό από μια μάρκα που του φέρνει ένας φίλος του από την Καρδίτσα και κόκα κόλα zero. Πού και πού πίνει, μα πως το πίνει αυτό το πράγμα, κόκα κόλα βανίλια αλλά ευτυχώς δεν είναι τόσο σαδιστής ώστε να βάλει κι εμένα να κάνω το ίδιο.
Πήγα στον καναπέ στο σαλόνι και άνοιξα την τηλεόραση αλλά ο Μανώλης μου είπε να πάμε να δούμε στο δωμάτιό του συμπληρώνοντας «Αγκαλίτσες δε θέλεις; Πολύ πιο βολικά και ζεστά είναι μέσα»
Δε διαφωνώ!
Πήγα στο δωμάτιό του και άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα το μπλουζάκι και το μποξεράκι που μου είχε χαρίσει. Σήμερα δε χρειαζόταν να μου πει να τα βάλω, το έκανα μοναχή μου. Γδύθηκα στα γρήγορα και μετά τα φόρεσα. Το μποξεράκι ήταν στενό αλλά του Μανώλη του άρεσε γιατί καθότι ελαστικό τονιζόταν ο πισινός μου. Εδώ φοράω γόβες, το στενό σορτσάκι θα με πειράξει;
Χώθηκα κάτω από το πάπλωμα και άνοιξα την τηλεόραση. Ήταν μικρότερη από αυτή του σαλονιού αλλά για το χώρο στον οποίο βρισκόταν ήταν μια χαρά. Χαζολογούσα κάνοντας ζάπινγκ όταν ήρθε ο Μανώλης μέσα. Είδε τα ρούχα μου διπλωμένα στην καρέκλα και χαμογέλασε.
Ta-dah! του έκανα κατεβάζοντας το πάπλωμα ώστε να δει ότι φορούσα το μπλουζάκι. Ήρθε και άφησε στο κομοδίνο μου ένα μισόλιτρο μπουκάλι πορτοκαλάδα και πήγε στο δικό του κομοδίνο και άφησε και αυτός την πορτοκαλάδα του. Μου έδωσε να κρατήσω τη γαβάθα με τα ποκ-κορν και χώθηκε και αυτός κάτω από τα σκεπάσματα.
Χώθηκα στην αγκαλιά του και μετά εκείνος έβαλε τα ποπ-κορν πάνω του και το γύρισε στο Netflix. Δεν αργήσαμε να επιλέξουμε μια χαλαρή χαζοκωμωδία και ξεκίνησε να παίζει.
Και εκεί κάποια στιγμή μου το ξεφούρνισε.
«Την άλλη εβδομάδα θα φύγω για δώδεκα μέρες εκτός Ελλάδας. Θα πάω Γερμανία 5 μέρες και μετά Αμερική για άλλες επτά.»
«Πού; Γιατί;»
«Λούντβιχσχάφεν και μετά Χιούστον, πρόκειται να κάνουμε μια μεγάλη αγορά από την BASF και είμαι επικεφαλής της ομάδας αξιολόγησης»
«Και θα λείπεις για δύο σχεδόν εβδομάδες;» τον ρώτησα παραπονεμένη.
«Δεν θέλω, καρδούλα μου, αλλά δεν έχω και επιλογή σε αυτό το ζήτημα.»
Ουφ ☹
«Και πότε φεύγεις;»
«Δευτέρα πρωί για Γερμανία. Σάββατο πρωί θα φύγουμε από Φρανκφούρτη για Χιούστον και θα επιστρέψουμε τον ερχόμενο Σάββατο Αθήνα, μέσω Φρανκφούρτης» μου απάντησε.
Τι να κάνεις;
Σφίχτηκα πάνω του και κοίταζα χωρίς να βλέπω την τηλεόραση. Κατερίνα, συμμαζέψου έλεγα στον εαυτό μου. Χωρίς να το σκεφτώ πήρα το ποπ-κορν και το έβαλα στο κομοδίνο και του όρμισα. Τον φίλησα με πάθος και του δάγκωσα (δυνατά!) τα χείλη. Μετά άρχισα να τον δαγκώνω στο σαγόνι και κατέβηκα προς το λαιμό του. Ένιωσα το χέρι του στο ένα μου στήθος και άρχισε να μου το μαλάζει καθώς του φιλούσα και του έγλειφα το λαιμό. Τον έβαλα να σηκωθεί και να βγάλει το μπλουζάκι του και όρμισα στο στέρνο το και φιλώντας, δαγκώνοντας και γλείφοντας κατέβηκα προς τα κάτω. Του κατέβασα το μποξεράκι και τον πήρα στο στόμα μου.
Ο Μανώλης με σταμάτησε και με τράβηξε προς τα πάνω. Μου έβγαλε το μπλουζάκι και έπεσε πάνω μου φιλώντας με, με ανάλογο πάθος. Το χέρι του μάλαζε δυνατά πότε το ένα και πότε το άλλο μου στήθος ενώ ξεκινώντας από το αυτί, κατέβηκε προς το λαιμό και από εκεί προς τα στήθη μου. Πιπίλησε και δάγκωσε για λίγο τις ρώγες μου και συνέχισε να με φιλάει κατεβαίνοντας προς τα κάτω. Όταν έφτασε χαμηλά μου κατέβασε το μποξεράκι του και εγώ σήκωσα τη λεκάνη μου για να τον βοηθήσω.
Μου το έβγαλε τελείως και άρχισε να με γλείφει γύρω-γύρω αλλά όχι εκεί που ήθελα. Πλησίαζε, ένιωθα την καυτή του ανάσα αλλά κάθε φορά που έφτανε μερικά χιλιοστά απόσταση από την κλειτορίδα μου, απομακρυνόταν και πάλι. Όταν η γλώσσα του επιτέλους άγγιξε την κλειτορίδα μου άρχισα να τραντάζομαι. Μετά με τη γλώσσα του πήγε προς τα κάτω και την έβαλε μέσα μου ενώ μάλαζε με δύναμη το στήθος μου και μου τσιμπούσε τη ρώγα.
Τρανταζόμουν σύγκορμη λες και ήμουν πύραυλος στην αρχή της εκτόξευσής του. Τέλειωσα ξεφωνίζοντας (πάλι!) αλλά δε σταμάτησε, συνέχισε να το κάνει μέχρι που δεν άντεχα, και τον τράβηξα να σταματήσει. Δε μου έκανε το χατίρι, ακριβώς, ανέβηκε προς τα πάνω μου και έφτασε πάλι το κεφάλι του στο στήθος μου και άρχισε πάλι να το πιπιλάει ενώ το χέρι του με χάιδευε στα χαμηλά και σε άτακτα διαστήματα έβαζε το δάχτυλό του μέσα μου.
Αυτή τη φορά δεν είχε επιστροφή.
«Σε θέλω… μέσα μου…»
«Με θέλεις μωρό μου; Με θέλεις πολύ;» είπε συνεχίζοντας να με βασανίζει με το πιο γλυκό βασανιστήριο.
«Ναι, σε θέλω. Σε θέλω» του είπα βογκώντας.
«Παρακάλεσέ με» με διέταξε.
«Σε παρακαλώ, σε θέλω μέσα μου. Πάρε με, κάνε με δικιά σου, σε παρακαλώ». Το είχα χάσει τελείως.
Ο Μανώλης έκανε να πάει προς το κομοδίνο, μάλλον για να βάλει προφυλακτικό αλλά τον σταμάτησα.
«Παίρνω αντισυλληπτικά για τα ινομυώματα, το ξέχασες;»
Δίστασε
«Εγώ είμαι παρθένα κι εσύ αιμοδότης. Πριν δύο εβδομάδες έδωσες αίμα.»
Με κοίταξε.
Ήμουν έτοιμη. Ήξερα ότι η πρώτη φορά συνοδεύεται από έντονο πόνο, μου το είχε διαβεβαιώσει αυτό και η αδερφή μου αν και η τελευταία είναι πολύ πιο μη μου άπτου και με σημαντικά μικρότερες αντοχές στον πόνο από μένα.
…που κάποια ήδη πόνου μου προκαλούσαν ηδονή.
«Κάνε με δική σου» του είπα.
Ανέβηκε πάνω μου. Το βάρος του πάνω μου… θεέ μου το βάρος του πάνω μου.
Άνοιξα τα πόδια μου για να τον υποδεχτώ. Τον ένιωσα στα χείλη μου. Μετά με μια απαλή κίνηση μπήκε μέσα μου.
Ο πόνος ήταν οξύς και μου ξέφυγε μια φωνούλα.
Όμως η αίσθηση μέσα μου… ναι, αυτό ήταν πληρότητα. Αυτό ήταν πληρότητα.
Άρχισε σιγά-σιγά να μπαίνει πιο βαθιά και για πρώτη φορά η ηδονή άρχισε να υπερκαλύπτει το τσούξιμο. Μετά άρχισε να μπαίνει πιο βαθιά και το βογγητό που βγήκε δεν ήταν πόνου αυτή τη φορά.
Ήταν βογγητό ηδονής.
Ο Μανώλης πότε επιτάχυνε και πότε επιβράδυνε το ρυθμό του κάνοντάς με να βγάζω αναφιλητά που δεν ήταν από κλάμα. Καρφώθηκε όλος μέσα μου και παρά τον πόνο ξεφώνησα πάλι από την καύλα. Δεν είχα φανταστεί, δε μπορούσα να φανταστώ ότι μπορούσε να υπάρξει τέτοια ηδονική καύλα, ήταν σχεδόν μαρτύριο.
Αυτό έγινε για αρκετή ώρα αλλά παρά τα όσα ένιωθα η κορύφωση δεν ερχόταν. Κοίταξα το ιδρωμένο του κούτελο και τα μάτια του που έλαμπαν από έρωτα. Τον κοίταζα στα μάτια ενώ μπαινόβγαινε μέσα μου και δεν υπήρχε τίποτε άλλο στον κόσμο από αυτά τα μάτια. Δε με ένοιαζε που δεν είχε έρθει ακόμα ο οργασμός, ας μην ερχόταν. Μπροστά σε ότι ένιωθα εκείνη τη στιγμή σε ψυχή και σώμα ο οργασμός δεν ήταν παρά το κερασάκι στην τούρτα.
«Μην κρατιέσαι άλλο» του είπα. «Τέλειωσε… τέλειωσε μέσα μου».
«Κατερίνα μου… αγάπη μου… αααχ αααχ» είπε και καρφώθηκε μέσα μου και έμεινε ακίνητος. Ένιωσα τους σπασμούς της ηδονής του σαν διαδοχικά κύματα θερμότητας και ήξερα ότι άδειαζε το είναι του μέσα μου… αυτή την έκρηξη ηδονής που είναι το πρώτο πράγμα κάθε νέας ζωής. Ήταν τόσο απίστευτο αυτό το συναίσθημα, αυτή η ζεστασιά.
«Σ’ αγαπάω Μανώλη μου» του είπα. «Σ’ αγαπάω». Όντας ακόμα μέσα μου, σωριάστηκε σχεδόν πάνω μου, λες και είχε αδειάσει προσφέροντας όλο το ζωτικό του ρευστό. Τον αγκάλιασα σφιχτά.
Καθίσαμε για λίγη ώρα ακόμα και το ένιωσα μέσα μου να μαλακώνει και να ζαρώνει. Τραβήχτηκε έξω και ξάπλωσε δίπλα μου ανάσκελα. Γύρισα και έπεσα εγώ πάνω του.
«Σ’ ευχαριστώ» του είπα απλά εννοώντας το με όλη μου την καρδιά.
«Σ’ ευχαριστώ» μου απάντησε απλά εκείνος εννοώντας το με όλη του την καρδιά.
Με είχε κάνει δική του και εκείνη τη στιγμή τίποτε άλλο δεν είχε σημασία.
13 - Hell's kitchen
Γνωρίζοντας ότι τη Δευτέρα θα έφευγε για Γερμανία όλο το Σ/Κ δεν ξεκολλήσαμε ο ένας από τον άλλον παρά μόνο για να με γυρίσει ο Μανώλης σπίτι μου να ρίξω ένα σύντομο ύπνο και από νωρίς το μεσημέρι ξανά μαζί. Την Κυριακή δε, πήγα μόνη μου σπίτι του μετά το πρωινό μου τρέξιμο -ή για να είμαι ακριβής μετά το ντους- με αποτέλεσμα η μητέρα μου να μου βάλει τις φωνές που πήγα να βγω με βρεγμένο μαλλί έξω.
Κάναμε έρωτα πολλές φορές και κάθε φορά ήταν σαν την πρώτη αν εξαιρέσουμε τον πόνο. Να νιώθω το βάρος του πάνω μου, την καυτή του ανάσα στο πρόσωπό μου, να ανοίγω τα πόδια μου για να τον υποδεχτώ, να τον νιώθω να τρίβεται πάνω μου, να τον νιώθω να μπαίνει μέσα μου, να νιώθω τους σπασμούς του οργασμού του σαν διαδοχικά κύματα θερμότητας…
Να με κάνει δικιά του και να γινόμαστε ένα.
Το Σαββατοκύριακο πέρασε το ίδιο γρήγορα με ένα πεντάλεπτο αλλά οι επόμενες δεκατρείς μέρες φάνηκαν σαν δεκατρείς εβδομάδες. Αν εξαιρέσεις τις Τρίτες που το πρόγραμμά μας μας επιτρέπει να βρεθούμε αρκετές ώρες μαζί, τις υπόλοιπες μέρες τις περνάμε ανταλλάσσοντας μηνύματα, σύντομα τηλεφωνήματα και τα βράδια skype εκτός και αν τύχει να μπορούμε να ξεκλέψουμε μια δυο ώρες οπότε πηγαίνουμε για ένα χαλαρό ποτό. Αν εξαιρέσεις την Τρίτη και το ΠΣΚ δεν άλλαξε κάτι αυτό το ταξίδι από την απλή καθημερινότητα και όμως ο χρόνος φαινόταν να σέρνεται.
Το Σάββατο που ερχόταν πήγα η ίδια στο αεροδρόμιο να τον υποδεχτώ, δεν ήθελα να χάσω ούτε δευτερόλεπτο από τη στιγμή που γύριζε. Όταν τον είδα να βγαίνει όρμισα πάνω του. Με είδε και παράτησε κάτω τα πράγματά του, άνοιξε την αγκαλιά του και πήγα και χώθηκα μέσα της. Φιληθήκαμε με τόσο πάθος που κοντέψαμε να γίνουμε θέαμα, αν και φαντάζομαι ότι τα αεροδρόμια ζουν συχνά τέτοιες σκηνές.
Αν και ήταν φανερά κουρασμένος από τα διαδοχικά ταξίδια και το jet-lag δεν είχε χάσει τη φόρμα του και η διαδρομή προς το σπίτι πέρασε χωρίς να νιώσω σαν ταξιτζού. Όταν φτάσαμε στο σπίτι όμως και μπήκαμε μέσα, σχεδόν κατέρρευσε καθώς του βγήκε όλη η κούραση και η υπερένταση. Τον είδα πως δεν είχε δυνάμεις και παρόλο που τον ήθελα σαν τρελή αποφάσισα να τον αφήσω να ξεκουραστεί.
Τον βοήθησα να βάλει τις πιτζάμες του και τον έβαλα να ξαπλώσει και μετά πήγα και του έφτιαξα ένα ζεστό γάλα. Ήπιε το γάλα και κούρνιασα στην αγκαλιά του χαϊδεύοντάς τον. Παρόλη την κούρασή του δεν μπορούσε να χαλαρώσει και να κοιμηθεί οπότε αποφάσισα να τον βοηθήσω.
Χωρίς παιχνίδια και χάδια κατέβηκα χαμηλά και του κατέβασα το παντελόνι της πιτζάμας του και το μποξεράκι του. Τον πήρα μη ερεθισμένο στο στόμα μου και άρχισα να πιπιλάω και να το γλείφω ενώ το χέρι μου αγκάλιασε τη βάση του και άρχισα να τον παίζω. Άκουσα την ανάσα του να γίνεται πιο κοφτή ενώ το πέος του θέριευε στο στόμα μου και στο χέρι μου. Τράβηξα το χέρι μου και τον πήρα όλο στο στόμα μου και άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου πάνω-κάτω. Ένιωσα το χέρι του στο κεφάλι μου και ακολούθησα το ρυθμό του μέχρι που άρχισα να νιώθω τους γνώριμους σπασμούς και ανταμείφθηκα με μια σεβαστή ποσότητα σπέρματος από την οποία δεν έχασα ούτε στάλα.
Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα και του χαμογέλασα. Μου έκανε νεύμα να ανέβω αλλά αυτή τη φορά κούρνιασε αυτός στην αγκαλιά μου. Σε μερικά λεπτά κοιμόταν και το ελαφρύ ροχαλητό του ήταν ο μόνος ήχος που ακουγόταν στο δωμάτιο. Εγώ δε νύσταζα οπότε μετά από λίγη ώρα σηκώθηκα σιγά-σιγά για να μην τον ξυπνήσω και πήγα μέσα.
Το ψυγείο ήταν άδειο. Του άφησα ένα σημείωμα για την περίπτωση που ξυπνήσει και δε με βρει και κατέβηκα στο Βασιλόπουλο στην Κηφισιά όπου γινόταν της τρελής. Πήρα μακαρόνια, μανιτάρια, μπέικον, πιπεριές, σάλτσα με ελιά καθώς και ένα βαζάκι ελιές και μια σακούλα με τρία είδη τριμμένων τυριών ένα μπουκάλι coca-cola zero και ένα χυμό φράουλας για μένα. Φεύγοντας από το Βασιλόπουλο πήγα άλλη μια μεγάλη βόλτα μέχρι το περίπτερο που έφερνε αυτό το ανοσιούργημα με το όνομα coca-cola vanilla που τόσο του αρέσει.
Όταν γύρισα κοιμόταν ακόμα. Έκανα κάποιες δουλειές αλλά δεν έβαλα σκούπα για να μην τον ξυπνήσω. Κυρίως ξεσκόνισμα στο σαλόνι και στα δύο δωμάτια και πλύσιμο στο μπάνιο. Μετά πήγα στην κουζίνα και έβαλα να φτιάξω γαλλικό καφέ. Έβαλα νερό να βράζει και μετά έριξα τα μακαρόνια. Όσο έβραζαν τα μακαρόνια έβαλα το bacon να τσιγαρίζεται και μετά πρόσθεσα μανιτάρια και πιπεριές και προς το τέλος ελιές και τα περιέχυσα με την έτοιμη σάλτσα και τα ανακάτευσα μέχρι να πάρουν την υφή που ήθελαν. Στο μεταξύ είχαν γίνει τα μακαρόνια, τα σούρωσα και τα ξαναέριξα στην κατσαρόλα. Σκέπασα και το κατσαρολάκι με τη σάλτσα και μιας και στο μεταξύ ο γαλλικός είχε γίνει, έβαλα μια κούπα καφέ, πήγα και φόρεσα το μπλουζάκι και το μποξεράκι που μου είχε κάνει δώρο και κάθισα στην τηλεόραση. Επειδή το σπίτι ήταν κλειστό για αρκετές μέρες έκανε κρύο ακόμα οπότε είχα τυλιχτεί σε μια κουβέρτα. Χωρίς να το καταλάβω με πήρε ο ύπνος.
Με ξύπνησε το χάδι του Μανώλη. Τον κοίταξα και τον είδα από πάνω μου να μου χαμογελάει.
«Με πήρε ο ύπνος» του είπα με κοιμισμένη φωνή.
«Μαγείρεψες καρδούλα μου;»
«Ναι, σου έφτιαξα τη μακαρονάδα με τη σάλτσα που σου αρέσει.»
Αντί απάντησης έσκυψε και με φίλησε.
«Πεινάς μωρό μου;» τον ρώτησα.
«Ναι, και δεν βλέπω την ώρα να φάω το φαγητό που μαγείρεψες.»
«Famous last words» του είπα χαμογελαστή και σηκώθηκα για να σερβίρω. Ο Μανώλης κάθισε στο τραπεζάκι. Ευτυχώς τα μακαρόνια και η σάλτσα ήταν ακόμα ζεστά. Του έβαλα στο πιάτο του, έβαλα και στο δικό μου και του έβαλα ένα ποτήρι zero, την coca-cola βανίλια δεν την έπινε ποτέ σε φαγητό.
Μιας και του είχα μαγειρέψει για πρώτη φορά είχα αγωνία. Είχα φυσικά δοκιμάσει τη σάλτσα και την είχα βρει ικανοποιητική αλλά δεν είχα μαγειρέψει για εμένα, είχα μαγειρέψει για εκείνον.
Έφαγε μια πιρουνιά και έκανε ότι δηλητηριάστηκε. Αναμενόμενο!
«Είναι υπέροχο, σ’ ευχαριστώ Κατερίνα μου»
Είτε είναι πολύ καλός ηθοποιός, είτε από την πείνα του θα έτρωγε και φελιζόλ είτε είχα πραγματικά πετύχει τη μακαρονάδα γιατί μου ζήτησε και του έβαλα και δεύτερο πιάτο. Πού τα βάζει ήθελα να ‘ξερα, είναι λεπτός σα στύλος.
«Όταν ξύπνησα έβαλα το θερμοσίφωνα» μου είπε. «Θέλω να πάμε να χωθούμε στη μπανιέρα μέχρι να μουλιάσουμε.»
Σιγά που θα έλεγα όχι!
Βέβαια έπρεπε να περιμένουμε λίγη ακόμα ώρα μέχρι να ζεσταθεί το νερό παρά το γεγονός ότι η θέρμανση δούλευε στο full και περάσαμε την ώρα μας χαζολογώντας στην τηλεόραση. Μετά σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο και άρχισα να γεμίζω τη μπανιέρα. Βρήκα τη θερμοκρασία ικανοποιητική αλλά ο Μανώλης μου είπε ότι σε αυτή τη θερμοκρασία εκείνος θα ξεφλούδιζε -δυνατό φύλο σου λέει μετά- οπότε αναγκάστηκα να βάλω και κρύο νερό. Έριξα και μπόλικο αφρόλουτρο και σε λίγο το μπάνιο ήταν έτοιμο.
Μετά μπήκαμε και οι δυο μας μέσα, και η αλήθεια είναι ότι μας πήρε κάμποση προσπάθεια ώστε να βολευτούμε. Τελικά κάθισε με την πλάτη του στην βαθιά άκρη της μπανιέρας και εγώ ήρθα και κάθισα με πλάτη προς εκείνον ανάμεσα στα πόδια του. Ευτυχώς το μπάνιο είναι μεγάλο και έτσι χωρούσε king size μπανιέρα, ο Μανώλης λατρεύει να έχει άπλα.
Εγώ έγειρα πάνω του και αυτός άρχισε χαϊδεύοντας τα στήθη μου να μου λέει το πως πέρασε. Καθίσαμε αρκετή ώρα έτσι. Μετά σηκωθήκαμε και οι δύο και εγώ βούτηξα το απαλό σφουγγάρι μέσα στο νερό και άρχισα να τον πλένω. Αργά και σχολαστικά ξεκίνησα από τους ώμους του, μετά τα χέρια του, τις μασχάλες του, το στέρνο του και μετά την πλάτη του. Όσο το έκανα αυτό είχα βάλει το νερό να αδειάζει. Όταν η μπανιέρα ήταν σχεδόν άδεια έσκυψα και άρχισα να του τρίβω τα πόδια και μετά τους γλουτούς. Άνοιξα το τηλέφωνο και όταν είδα ότι το νερό ήταν εντάξει του έβρεξα το κεφάλι και στράγγισα σχολαστικά το σφουγγάρι.
Τον έλουσα και μετά το καθαρό σφουγγάρι τον έπλυνα στα χαμηλά του και μετά το έφερα από πίσω του και τον έπλυνα και εκεί. Τινάχτηκε λίγο όταν το σφουγγάρι μπήκε ελαφρά πίσω του αλλά δε με σταμάτησε. Όταν τέλειωσα τον ξέπλυνα προσεκτικά. Το χαμόγελό του και η χαλάρωσή του όλη αυτή την ώρα ήταν η ανταμοιβή μου, το λάτρευα που μπορούσα να τον περιποιηθώ.
«Η σειρά μου» μου είπε.
«Δε χρειάζεται Μανωλιό μου» πήγα να του πω αλλά με διέκοψε.
«Μικρή, λες πολλά» και μου έριξε ένα απαλό χαστούκι στο δεξί μου γλουτό.
Βγήκε από τη μπανιέρα και πήγε στο έπιπλο κάτω από το νιπτήρα και έσκυψε ψάχνοντας κάτι.
«Τι ψάχνεις;» τον ρώτησα.
«Σφουγγάρι»
«Γιατί, αυτό εδώ τι έχει;»
Πρώτη φορά που τον είδα να κοκκινίζει και να τρώει τα λόγια του.
«Εεε… να… το… με έπλυνες… μπήκε… εε, ξέρεις.»
Έβαλα τα γέλια.
«Έλα εδώ βρε χαζούλη. Ορίστε, να, το ξεπλένω για να μην έχεις άγχος. Νομίζεις ότι σιχαίνομαι; Χαζούλη!»
Ακόμα κόκκινος επέστρεψε στην μπανιέρα όπου έκανε ακόμα ένα σχολαστικό ξέπλυμα/στύψιμο του σφουγγαριού. Μετά άνοιξε το νερό στη θερμοκρασία που προτιμούσα εγώ φροντίζοντας να κάτσει αρκετά μακριά μου ώστε να μην πιτσιλισθεί. Αφού με έβρεξε καλά-καλά έκλεισε το νερό, έβαλε αφρόλουτρο στο χέρι του και κόλλησε από πίσω μου. Άρχισε να το απλώνει στο στήθος μου και την κοιλιά μου και τον ένιωσα πίσω μου να ορθώνεται.
«Εχμ, αντιμετωπίζουμε μερικές τεχνικές δυσκολίες» μου είπε.
«Μμμμμ» του απάντησα.
Πήρε το σφουγγάρι και άρχισε να με τρίβει απαλά μπροστά. Μετά μου έτριψε την πλάτη και μετά ξανά μπροστά. Ο Μανώλης λάτρευε τα στήθη μου ήταν ικανός να ασχολείται με τις ώρες μαζί τους και όσο το έκανε αυτό τόσο μεγάλωνε η ανάγκη μου να τον νιώσω μέσα μου. Ευτυχώς σαν να με άκουσε κατέβηκε χαμηλότερα. Εκεί δε χρησιμοποίησε σφουγγάρι, μόνο τα χέρια του και μετά συνέχισε από πίσω μου. Πέρασε το δάχτυλό του από την πίσω μου σχισμή και μετά το έβαλε μέσα της.
Με το αριστερό του χέρι μου χούφτωνε το αριστερό μου στήθος και με το δεξί του μου χάιδευε τον πισινό βάζοντάς μου πότε πότε δάχτυλο στην πίσω μου τρυπούλα. Είχα γίνει πύραυλος. Με ξέπλυνε προσεκτικά και από μπροστά και από πίσω για να φύγουν όλες οι σαπουνάδες.
Κόλλησε από πίσω μου και μου χούφτωσε βίαια και τα δύο στήθη ενώ ταυτόχρονα με έγλυφε πίσω από τα αφτιά, το λαιμό και το σβέρκο. Μετά άφησε το ένα στήθος και κατέβασε το χέρι του χαμηλά, χάιδεψε και λίγη ώρα την κλειτορίδα μου και το έβαλε μέσα μου. Ήμουν ήδη ερεθισμένη και έτοιμη για εκείνον ωστόσο με παίδεψε λίγη ώρα ακόμα πριν με βάλει να σκύψω με τους πήχεις μου στον τοίχο. Με τράβηξε από τη λεκάνη ώστε να τουρλωθώ και μετά τον έτριψε και μπήκε μέσα στον κόλπο μου.
Δε το είχαμε ξανακάνει έτσι και όταν μπήκε μέσα μου ξεφώνισα από ηδονή. Άρχισε να κινείται με το ένα χέρι του μπροστά από τη λεκάνη μου ώστε να με σπρώχνει πάνω του και με το άλλο να μου μαλάζει το στήθος και να μου τσιμπάει τη ρόγα με δύναμη.
Ήταν η πρώτη φορά που τελείωσα με διείσδυση. Και η δεύτερη. Και η τρίτη. Είχα απανωτούς οργασμούς και αυτή τη φορά δεν είχα καν τη δύναμη να φωνάξω, μου έβγαιναν μόνο πνιχτά βογγητά.
Εκείνος δεν είχε τελειώσει. Τραβήχτηκε έξω και μου ψιθύρισε στ’ αυτί «Θέλω να σε πάρω από πίσω»
«Πάρε με όπως θέλεις» του απάντησα επίσης ψιθυριστά.
Έχοντας βγει μόλις από μπροστά μου δεν χρειαζόταν άλλη λίπανση ωστόσο έβαλε το δάχτυλό του ξανά μπροστά μου και μετά το έβαλε πίσω μου και άρχισε πάλι τις κυκλικές κινήσεις. Με πονούσε και με ενοχλούσε αλλά δεν ήθελα να τον σταματήσω, ήθελα να του δοθώ με τον τρόπο που επιθυμούσε. Σταμάτησε, τον έπιασε με το χέρι του τον ένιωσα όταν το κεφαλάκι του ακούμπησε την τρυπούλα μου.
Μπήκε σιγά-σιγά μέσα μου κάνοντάς με να βογκίζω από τον πόνο. Ένιωθα να με σκίζουν. Ταυτόχρονα όμως ένιωθα ευφορία που του δινόμουν με αυτό τον τρόπο. Μα κάθε τρόπο. «Ό,τι ήθελες φτάνει να μου το είχες ζητήσει» του είχα πει στην εξομολόγησή μου.
Ο σφικτήρας μου παραδόθηκε και ο Μανώλης έχοντας μπει για τα καλά μέσα πίσω μου κάθισε ακίνητος. Μετά έφερε πάλι το χέρι του στη λεκάνη μου τραβώντας με προς αυτόν. Και τότε άρχισε να κινείται. Ο πόνος υπήρχε αλλά πλέον δεν του έδινα σημασία. Κάνε με ό,τι θέλεις. Πάρε με όπως θέλεις. Είμαι δική σου… δική σου.
Καρφώθηκε μέσα μου και το ξεφωνητό μου δεν ήταν πόνου, ήταν ηδονής. Τα βογγητά του με ξετρέλαιναν. Με έπαιρνε από πίσω, ο τυχερός, ο εκλεκτός που πραγματοποιούσε το όνειρο των συμμαθητών μου και μετά των συμφοιτητών μου. Ένιωσα στιγμιαία ντροπή στη σκέψη ότι ήμουν ακουμπισμένη στον τοίχο και έδινα τον κώλο μου σε κάποιον και η ντροπή εξαφανίστηκε το ίδιο στιγμιαία γιατί αυτός ο κάποιος ήταν ο Μανώλης.
Το είχα φαντασιωθεί αυτό για πρώτη φορά με το Μανώλη.
Το ζούσα για πρώτη φορά με το Μανώλη.
Ο σφικτήρας μου είχε χαλαρώσει και πλέον μπορούσε και μπαινοέβγαινε πιο εύκολα, πιο βαθιά. Παράτησε τη λεκάνη μου και με τράβηξε πίσω χουφτώνοντας και τα δυο μου στήθη.
Τον άκουσα να βογκάει δυνατά και ένιωσα τους πίδακες από το σπέρμα του βαθιά μέσα… πίσω μου. Δεν μπορούσα ποτέ μου να το φανταστώ ότι θα συμβεί αλλά εκεί είχα τον τέταρτο οργασμό της βραδιάς. Όχι τόσο έντονος ή τόσης μεγάλης διάρκειας όσο οι πρώτοι τρεις, αλλά οργασμός.
Μου ήρθε έντονα να πάω τουαλέτα αλλά κρατήθηκα, έστω και με δυσκολία.
«Σου άρεσε, μωρό μου;» τον ρώτησα.
«Αν μου άρεσε; Αν μου άρεσε; Δεν στο έχω πει αλλά την πρώτη φορά που τον έπαιξα για πάρτη σου, αυτό φαντασιώθηκα, ότι γαμούσα αυτό το υπέροχο κωλαράκι.»
«Αυτό το κωλαράκι, και το μουνάκι, και το στοματάκι είναι δικά σου» του είπα.
Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια.
«Όλα πάνω μου είναι δικά σου. Όλη είμαι δική σου.»
No comments:
Post a Comment