Οι γιατροί του το είχαν ξεκόψει από την αρχή: Δύο μήνες το πολύ και τέλος.
Δεν τον είχαν γελάσει, του είχαν πει πόσο επώδυνο θα ήταν.
Ο ίδιος φρόντισε να πάρει τα μέτρα του.
Είχε μπει εδώ και μερικές μέρες στον τρίτο μήνα αλλά ήξερε ότι δεν θα βγει. Του το ούρλιαζε ο πόνος και του το ψιθύριζε η αδυναμία. Είχε μείνει πετσί και κόκκαλο και το δέρμα του είχε πάρει ήδη το χρώμα του θανάτου.
Η Νέμεσις μου σκέφτηκε πικρά.
Σαδιστής από μικρό παιδί είχε προσφέρει απλόχερα τον πόνο και είχε ρουφήξει ηδονικά το κλάμα, τον πόνο, τον εξευτελισμό και τον φόβο των θυμάτων του. Σχεδόν ψυχοπαθής δεν έτρεφε συναισθήματα, το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι τα ρουφήξει από τα θύματά του στα βασανιστήρια που έκανε.
Συναισθηματικός βρικόλακας ήταν η καλύτερη περιγραφή που του ταίριαζε.
Πέρα από την οικογένειά του και τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού φίλους του, που δεν ήξεραν τίποτα για την πραγματική του φύση, δεν είχε νιώσει και δεν είχε γνοιαστεί για κανένα άνθρωπο στη ζωή του.
Όχι, δεν ήταν αλήθεια. Είχε γνωρίσει τον έρωτα, τον βαθύ άγριο, ζωώδη, ανυπόφορα γλυκό έρωτα δύο φορές. Η μία τον είχε προδώσει. Την άλλη είχε καταφέρει ο ίδιος να τη διώξει.
Ήταν η μόνη που είχε δει το σκοτάδι του, η μόνη που το είχε αγκαλιάσει, η μόνη που το είχε αποδεχτεί. Εκτός από την οικογένειά του και τους ελάχιστους φίλους του, που δεν ήξεραν, ήταν η μόνη που τον είχε αγαπήσει.
Ενοχικός και αυτοκαταστροφικός είχε καταφέρει να τη διώξει ακόμα και εκείνη. Την είχε αδειάσει και δεν τη γέμισε. Του είχε δώσει το είναι της και αυτός... αυτός...
Δεν είχε περάσει καν ένας χρόνος από εκείνη τη μέρα.
Και όπως και εκείνη άδειασε και ο ίδιος. Άδειασε και δεν είχε μείνει κανείς να τον γεμίσει.
Η ανακοίνωση της θανατικής του καταδίκης από τους γιατρούς τον είχε αφήσει αδιάφορο. Δεν έκανε καν προσπάθεια. Κι ο πόνος; το κερασάκι. Του άξιζε.
Επέτρεπε στους γιατρούς να του δίνουν τόση μορφίνη όση χρειάζεται για να μην απασχολεί ο πόνος το εκατό τα εκατό του μυαλού του. Όσο χρειαζόταν για να μπορεί να σκέφτεται, να θυμάται...
Ο πόνος ήταν η τιμωρία του. Τον πρόσφερε σε όλη του τη ζωή και τώρα είχε έρθει η ώρα να πάρει και αυτός το μερτικό του. Με τόκο.
Μόνο μια παρηγοριά είχε. Με τον εγωισμό του και την αυτοκαταστροφικότητά του είχε διώξει το μόνο άνθρωπο που νοιαζόταν για το πραγματικό του εαυτό. Για το τέρας πίσω από το γελαστό προσωπείο.
Είχε γλυτώσει. Θα μάθαινε φυσικά για το τέλος του αλλά δε θα το είχε ζήσει μαζί του, δεν θα τον είχε δει να λιώνει σιγά-σιγά... Μπορεί να τον έκλαιγε αλλά θα είχε γλυτώσει από αυτό το δηλητήριο.
Ο πόνος ήταν σαν κύμα, ανέβαινε και κατέβαινε, ανέβαινε και κατέβαινε. Κάποιες φορές ήταν τσουνάμι, τον έπνιγε και όλα σκοτείνιαζαν. Οι νοσοκόμοι ήταν ανήμποροι να κάνουν κάτι, είχε φροντίσει ο δικηγόρος του γι αυτό.
Ήταν καταμεσήμερο αλλά είχε σκοτεινιάσει. Λίγο ακόμα... λίγο.
Είδε μια σκιά να τον πλησιάζει. Και η σκιά απέκτησε μορφή και ξαφνικά ένα φως έδιωξε για μια στιγμή τα σκοτάδια. Ήταν εκείνη.
-Μμμμμμ προσπάθησε να πει αλλά δεν είχε τη δύναμη να βγάλει λέξεις.
Ένα χέρι του χάιδεψε τρυφερά το χέρι του. Δύο δροσερά χείλη φίλησαν τα χείλια του.
Δεν είχε φωνή να μιλήσει, είχε μόνο δάκρυα. Δάκρυα ευτυχίας γιατί είχε γυρίσει. Δάκρυα δυστυχίας γιατί θα την πονούσε -έστω και άθελά του- ακόμα μία φορά. Δάκρυα ανακούφισης γιατί δεν θα έφευγε μόνος. Δάκρυα απελπισίας για το χρόνο που είχε χαθεί. Δάκρυα χαράς γιατί την ξαναέβλεπε, έστω και για τελευταία φορά. Δεν το κατάλαβε αλλά το πρόσωπό του χαμογελούσε.
Δεν είχε άλλο να περιμένει... δεν είχε άλλο να ζήσει.
Όλα άρχισαν να σκοτεινιάζουν πάλι εκτός από αυτή τη μορφή, αυτή τη μορφή που έφεγγε σα φάρος και φώτιζε το δρόμο του. Ήταν εκείνη, ήταν το γλυκό της πρόσωπο.
Και μετά σιγά σιγά το πρόσωπο μεγάλωσε, μεγάλωσε, μεγάλωσε και βυθίστηκε σε αυτό το χαμόγελο και σε αυτά τα μάτια και η τελευταία του εικόνα ήταν εκείνη και μετά...
...και μετά τίποτα.
Του έκλεισε τα μάτια και του φίλησε το στόμα για τελευταία φορά. Παρά τον πόνο της που μετουσιώθηκε σε κλάμα με λυγμούς ένιωσε απέραντη ανακούφιση που τον είχε προλάβει.
Ήταν χαμογελαστός ακόμα.
Φεύγοντας είχε πάρει μαζί του την εικόνα της να του κρατήσει συντροφιά μέχρι το τέλος των αιώνων.
Δεν τον είχαν γελάσει, του είχαν πει πόσο επώδυνο θα ήταν.
Ο ίδιος φρόντισε να πάρει τα μέτρα του.
Είχε μπει εδώ και μερικές μέρες στον τρίτο μήνα αλλά ήξερε ότι δεν θα βγει. Του το ούρλιαζε ο πόνος και του το ψιθύριζε η αδυναμία. Είχε μείνει πετσί και κόκκαλο και το δέρμα του είχε πάρει ήδη το χρώμα του θανάτου.
Η Νέμεσις μου σκέφτηκε πικρά.
Σαδιστής από μικρό παιδί είχε προσφέρει απλόχερα τον πόνο και είχε ρουφήξει ηδονικά το κλάμα, τον πόνο, τον εξευτελισμό και τον φόβο των θυμάτων του. Σχεδόν ψυχοπαθής δεν έτρεφε συναισθήματα, το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι τα ρουφήξει από τα θύματά του στα βασανιστήρια που έκανε.
Συναισθηματικός βρικόλακας ήταν η καλύτερη περιγραφή που του ταίριαζε.
Πέρα από την οικογένειά του και τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού φίλους του, που δεν ήξεραν τίποτα για την πραγματική του φύση, δεν είχε νιώσει και δεν είχε γνοιαστεί για κανένα άνθρωπο στη ζωή του.
Όχι, δεν ήταν αλήθεια. Είχε γνωρίσει τον έρωτα, τον βαθύ άγριο, ζωώδη, ανυπόφορα γλυκό έρωτα δύο φορές. Η μία τον είχε προδώσει. Την άλλη είχε καταφέρει ο ίδιος να τη διώξει.
Ήταν η μόνη που είχε δει το σκοτάδι του, η μόνη που το είχε αγκαλιάσει, η μόνη που το είχε αποδεχτεί. Εκτός από την οικογένειά του και τους ελάχιστους φίλους του, που δεν ήξεραν, ήταν η μόνη που τον είχε αγαπήσει.
Ενοχικός και αυτοκαταστροφικός είχε καταφέρει να τη διώξει ακόμα και εκείνη. Την είχε αδειάσει και δεν τη γέμισε. Του είχε δώσει το είναι της και αυτός... αυτός...
Δεν είχε περάσει καν ένας χρόνος από εκείνη τη μέρα.
Και όπως και εκείνη άδειασε και ο ίδιος. Άδειασε και δεν είχε μείνει κανείς να τον γεμίσει.
Η ανακοίνωση της θανατικής του καταδίκης από τους γιατρούς τον είχε αφήσει αδιάφορο. Δεν έκανε καν προσπάθεια. Κι ο πόνος; το κερασάκι. Του άξιζε.
Επέτρεπε στους γιατρούς να του δίνουν τόση μορφίνη όση χρειάζεται για να μην απασχολεί ο πόνος το εκατό τα εκατό του μυαλού του. Όσο χρειαζόταν για να μπορεί να σκέφτεται, να θυμάται...
Ο πόνος ήταν η τιμωρία του. Τον πρόσφερε σε όλη του τη ζωή και τώρα είχε έρθει η ώρα να πάρει και αυτός το μερτικό του. Με τόκο.
Μόνο μια παρηγοριά είχε. Με τον εγωισμό του και την αυτοκαταστροφικότητά του είχε διώξει το μόνο άνθρωπο που νοιαζόταν για το πραγματικό του εαυτό. Για το τέρας πίσω από το γελαστό προσωπείο.
Είχε γλυτώσει. Θα μάθαινε φυσικά για το τέλος του αλλά δε θα το είχε ζήσει μαζί του, δεν θα τον είχε δει να λιώνει σιγά-σιγά... Μπορεί να τον έκλαιγε αλλά θα είχε γλυτώσει από αυτό το δηλητήριο.
Ο πόνος ήταν σαν κύμα, ανέβαινε και κατέβαινε, ανέβαινε και κατέβαινε. Κάποιες φορές ήταν τσουνάμι, τον έπνιγε και όλα σκοτείνιαζαν. Οι νοσοκόμοι ήταν ανήμποροι να κάνουν κάτι, είχε φροντίσει ο δικηγόρος του γι αυτό.
Ήταν καταμεσήμερο αλλά είχε σκοτεινιάσει. Λίγο ακόμα... λίγο.
Είδε μια σκιά να τον πλησιάζει. Και η σκιά απέκτησε μορφή και ξαφνικά ένα φως έδιωξε για μια στιγμή τα σκοτάδια. Ήταν εκείνη.
-Μμμμμμ προσπάθησε να πει αλλά δεν είχε τη δύναμη να βγάλει λέξεις.
Ένα χέρι του χάιδεψε τρυφερά το χέρι του. Δύο δροσερά χείλη φίλησαν τα χείλια του.
Δεν είχε φωνή να μιλήσει, είχε μόνο δάκρυα. Δάκρυα ευτυχίας γιατί είχε γυρίσει. Δάκρυα δυστυχίας γιατί θα την πονούσε -έστω και άθελά του- ακόμα μία φορά. Δάκρυα ανακούφισης γιατί δεν θα έφευγε μόνος. Δάκρυα απελπισίας για το χρόνο που είχε χαθεί. Δάκρυα χαράς γιατί την ξαναέβλεπε, έστω και για τελευταία φορά. Δεν το κατάλαβε αλλά το πρόσωπό του χαμογελούσε.
Δεν είχε άλλο να περιμένει... δεν είχε άλλο να ζήσει.
Όλα άρχισαν να σκοτεινιάζουν πάλι εκτός από αυτή τη μορφή, αυτή τη μορφή που έφεγγε σα φάρος και φώτιζε το δρόμο του. Ήταν εκείνη, ήταν το γλυκό της πρόσωπο.
Και μετά σιγά σιγά το πρόσωπο μεγάλωσε, μεγάλωσε, μεγάλωσε και βυθίστηκε σε αυτό το χαμόγελο και σε αυτά τα μάτια και η τελευταία του εικόνα ήταν εκείνη και μετά...
...και μετά τίποτα.
Του έκλεισε τα μάτια και του φίλησε το στόμα για τελευταία φορά. Παρά τον πόνο της που μετουσιώθηκε σε κλάμα με λυγμούς ένιωσε απέραντη ανακούφιση που τον είχε προλάβει.
Ήταν χαμογελαστός ακόμα.
Φεύγοντας είχε πάρει μαζί του την εικόνα της να του κρατήσει συντροφιά μέχρι το τέλος των αιώνων.
No comments:
Post a Comment