Ήταν ξημερώματα όταν τέλειωσα το post.
Δεν το ήξερα αλλά μόλις είχε ξημερώσει μία από τις χειρότερες μέρες της ζωής μου.
Και η ειρωνεία είναι ότι η ίδια η πράξη αυτής της συγγραφής θα ήταν το εξοδόχαρτο από την προσωπική μου κόλαση που είχα πέσει από τη μέρα που με πρόδωσε η "Γαλάτεια".
Γαμημένο σύμπαν. Ακόμα και αν πρόκειται να σου δώσει χαρά πρέπει να πληρώσεις πολύ σκληρό τίμημα.
Έπεσα για ύπνο και πήγα στη δουλειά. Δεν άνοιξα τον υπολογιστή το βράδυ, έμεινα να καπνίζω το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο βυθισμένος σε μαύρες σκέψεις.
Ήταν η βραδιά που έσπασε το φράγμα που κρατούσε μέσα μου τα σκοτάδια και κόντεψαν να με πνίξουν. Εκείνη με συγχώρεσε την ίδια στιγμή, εγώ έκανα πολλά χρόνια να το ξεπεράσω.
Ήταν η μέρα της ενηλικίωσης. Ήταν η μέρα που στα 37 μου κατάλαβα πόσο απάνθρωπο ήταν το να κάνω μια γυναίκα να με ερωτευτεί για να της επιβάλω μέσω του έρωτά της την κυριαρχία μου.
Η μετάνοια μου ήταν ειλικρινής. Ίσως αυτό που λένε για το κάρμα να είναι αληθινό.
Δύο μέρες μετά ενώ ήμουν ακόμα στις μαύρες μου είδα ένα popup από τσατ που μου έκανε μια κοπελίτσα που της άρεσαν αυτά που γράφω αλλά δεν είχε τύχει να μιλήσουμε.
"Ζηλεύωωωωωωωω"
Ποιος καλός Θεός με έκανε να απαντήσω αντί να κλείσω το popup?
"Γιατί, ναυτάκι θέλεις να γίνεις;" τη ρώτησα πειρακτικά.
Κάπως έτσι μπήκε στον κόσμο μου η σύντροφός μου.
Πιάσαμε την κουβέντα. Άρχισα να το διασκεδάζω από τις πρώτες γραμμές
-"Να σας μιλάω στον ενικό ή στον πληθυντικό"
-"Μίλα μου και στον δυικό αν σου κάνει κέφι" απάντησα.
-"Τι είναι αυτό;"
Νεολαία σου λέει μετά.
-"Μίλα μου στον ενικό" της είπα.
-"Μα εδώ μου λένε να μιλάω στους Masters στον πληθυντικό"
-"Ανατρίχιασα σύγκορμος" συνέχισα αστειευόμενος
-"Με κοροϊδεύετε" μου είπε και στο μυαλό μου ζωγραφίστηκε η εικόνα μιας κοπέλας να χτυπάει θυμωμένη το πόδι της στο πάτωμα
-"Πώς σε λένε" τη ρώτησα
-"Μίκα" μου απάντησε.
Τι διάολο όνομα ήταν πάλι τούτο;
-"Συντομογραφία του Μικαέλα;" τη ρώτησα.
-"Όχι, απλά έτσι με φωνάζουν από παιδί. Το όνομά μου είναι Μ."
-"Έχεις τόσο όμορφο όνομα και σε φωνάζουν Μίκα; Εγώ δεν πρόκειται."
-"Μα έτσι με φωνάζουν" μου είπε.
-"Πρόβλημά τους. Εγώ θα σε λέω Μ., take it or leave it"
-"Μάλιστα" μου είπε.
-"Ξέχασες το κύριε Λοχαγέ" της απάντησα.
-"Τι έκανα πάλι;" με ρώτησε με απορία.
-"Άσε με να υποθέσω" της έγραψα. "Σου έχουν πει να μιλάς στον πληθυντικό και να λες μάλιστα"
-"..."
-"Άκου Μ. σε εμένα θα μιλάς όπως σου βγαίνει. Θες πληθυντικό; Πληθυντικό. Θες ενικό; Ενικό. Θες μάλιστα; μάλιστα. Θες γιασάν του μάγκα; Γιασάν του μάγκα"
-"Μάλιστα... εεε ναι... χιχιχιχι"
Συνεχίσαμε να μιλάμε. Ήταν με κάποιον μαζί και ήθελε να μάθει για το BDSM και είχε μπει γι αυτό το λόγο στο forum. Η συμβουλή που της είχα δώσει είναι να κρατάει μικρό καλάθι και αν έχει οποιαδήποτε απορία να με ρωτήσει.
Γρήγορα κατάλαβα ότι η δήθεν σχέση της ήταν περισσότερο στο μυαλό της και του φερόμενου ως master της παρά πραγματική. Ως πάγια αρχή μου και παρά το γεγονός ότι φλερτάρω όταν μιλάω σε γυναίκες, δεν την πέφτω. Και επειδή είχα πάρει πολύ προσφάτως τον όρκο ότι δεν θα προσπαθήσω να υποτάξω ξανά καμία βασιζόμενος στον έρωτά της ήμουν πολύ-πολύ προσεκτικός στο πως την αντιμετώπιζα.
Βέβαια η καρδούλα μου το 'ξερε. Χώρια από το πόσο διασκέδαζα συζητώντας μαζί της μου είχε στείλει και φωτογραφίες της και όσοι την έχετε δει, ξέρετε τι λέω. Κουκλί σκέτο. Ακριβώς το είδος της ομορφιάς που με ξετρελαίνει, το πολύ γλυκό γελαστό πρόσωπο και τα εκφραστικά μάτια.
Χώρια η φωνή της. Δε χόρτενα να την ακούω στο τηλέφωνο.
Αυτό που δεν είχα καταλάβει ήταν ότι το ραδιούργο μειράκιο είχε τσιμπηθεί μαζί μου και με χόρευε καρσιλαμά.
Όχι, δε μουτζώνομαι. Μπορεί να με τύλιξε σε μια κόλα χαρτί αλλά είμαι άνθρωπος που όχι απλά δεν φοβάται τις ευφυείς γυναίκες, τις λατρεύει.
Και ανήμερα της γιορτής της με πήρε το πρωί νευριασμένη και μου το ξεφούρνισε.
-"...που ήθελε να του βγάλω και φωτογραφία γονατιστή."
-"Δεν το έκανες;" τη ρώτησα με δήθεν έκπληξη. Της έκανα τον εξομολόγο σχεδόν ένα μήνα και ήξερα όλες τις λεπτομέρειες.
-"Όχι. Παλιά ίσως, τώρα όχι"
-"Αν δεν στο βγάζει τότε μην το κάνεις"
-"Ε αυτό λέω, δεν το έκανα και μου είπε τέλος"
-"Κι εσύ τι έκανες;" τη ρώτησα
-"Τίποτα. Τι να κάνω;"
-"Το μετάνιωσες;"
-"Όχι" μου είπε ειλικρινά. "Να σου πω την αλήθεια λίγο με νοιάζει"
Ήταν ελεύθερη. Δεν έχασα ούτε δευτερόλεπτο.
-"Ίσως γιατί νιώθεις ότι θέλεις να γονατίσεις μπροστά σε κάποιον άλλον".
-"Ίσως" μου απάντησε αινιγματικά.
Το παραδέχομαι: το τύλιγμά μου σε μια κόλα χαρτί περιλάμβανε και φιόγκο κι εγώ χαμπάρι!
Είχαμε κανονίσει να ανέβω στην πόλη της. Είχαμε πει ώρα και μέρα.
Και ως γνήσιος αυτοκαταστροφικός άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του πήγα να το τινάξω και αυτό στον αέρα.
Ευτυχώς ήταν πιο επίμονη απ' όσο εγώ αυτοκαταστροφικός και μετά από ένα γρήγορο ξέχεσμα (που το άξιζα) αποφάσισα και σηκώθηκα 2 η ώρα τη νύχτα να πάω να τη βρω.
Οδηγούσα σαν τον τρελό μέσα στη νύχτα και το αυτοκίνητο κατάπινε τα χιλιόμετρα το ένα μετά το άλλο. Έφτασα χαράματα στην πόλη της και προσπάθησε να με καθοδηγήσει... ανεπιτυχώς.
Δεν είχα ιδέα που ήμουν όταν μου είπε να παρκάρω εκεί που είμαι και να έρθει να με βρει. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια που έχω πάει πολλές φορές εκεί, ακόμα και τώρα δεν βρίσκω το σημείο που με συνάντησε.
Ήταν σκοτεινά, μόλις πέντε το πρωί. Είχε κρύο και έριχνε ψιλόβροχο.
Και εγώ εκεί να την περιμένω κάτω από μια ομπρέλα.
Την είδα να έρχεται πάνω μου τρέχοντας και ένιωσα ξαφνικά σαν ντροπαλό αγοράκι που βλέπει την καψούρα του να τον πλησιάζει. Όρμισε πάνω μου, με έσφιξε στην αγκαλιά της και με φίλησε με τόσο πάθος που ξέχασα τις ντροπές, ξέχασα την κούρασή μου και ξέχασα πως με λένε.
Σταμάτησα το φιλί και την κράτησα από τα χέρια για να την δω από πάνω ως κάτω. Ήταν ακόμα λαχανιασμένη, φορούσε φόρμα και ήταν ακόμα πιο όμορφη απ' όσο φαινόταν στις φωτογραφίες και στο skype.
-"Πάμε" της είπα.
-"Πάμε" μου είπε.
Και από τότε πηγαίνουμε μαζί.
Δεν το ήξερα αλλά μόλις είχε ξημερώσει μία από τις χειρότερες μέρες της ζωής μου.
Και η ειρωνεία είναι ότι η ίδια η πράξη αυτής της συγγραφής θα ήταν το εξοδόχαρτο από την προσωπική μου κόλαση που είχα πέσει από τη μέρα που με πρόδωσε η "Γαλάτεια".
Γαμημένο σύμπαν. Ακόμα και αν πρόκειται να σου δώσει χαρά πρέπει να πληρώσεις πολύ σκληρό τίμημα.
Έπεσα για ύπνο και πήγα στη δουλειά. Δεν άνοιξα τον υπολογιστή το βράδυ, έμεινα να καπνίζω το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο βυθισμένος σε μαύρες σκέψεις.
Ήταν η βραδιά που έσπασε το φράγμα που κρατούσε μέσα μου τα σκοτάδια και κόντεψαν να με πνίξουν. Εκείνη με συγχώρεσε την ίδια στιγμή, εγώ έκανα πολλά χρόνια να το ξεπεράσω.
Ήταν η μέρα της ενηλικίωσης. Ήταν η μέρα που στα 37 μου κατάλαβα πόσο απάνθρωπο ήταν το να κάνω μια γυναίκα να με ερωτευτεί για να της επιβάλω μέσω του έρωτά της την κυριαρχία μου.
Η μετάνοια μου ήταν ειλικρινής. Ίσως αυτό που λένε για το κάρμα να είναι αληθινό.
Δύο μέρες μετά ενώ ήμουν ακόμα στις μαύρες μου είδα ένα popup από τσατ που μου έκανε μια κοπελίτσα που της άρεσαν αυτά που γράφω αλλά δεν είχε τύχει να μιλήσουμε.
"Ζηλεύωωωωωωωω"
Ποιος καλός Θεός με έκανε να απαντήσω αντί να κλείσω το popup?
"Γιατί, ναυτάκι θέλεις να γίνεις;" τη ρώτησα πειρακτικά.
Κάπως έτσι μπήκε στον κόσμο μου η σύντροφός μου.
Πιάσαμε την κουβέντα. Άρχισα να το διασκεδάζω από τις πρώτες γραμμές
-"Να σας μιλάω στον ενικό ή στον πληθυντικό"
-"Μίλα μου και στον δυικό αν σου κάνει κέφι" απάντησα.
-"Τι είναι αυτό;"
Νεολαία σου λέει μετά.
-"Μίλα μου στον ενικό" της είπα.
-"Μα εδώ μου λένε να μιλάω στους Masters στον πληθυντικό"
-"Ανατρίχιασα σύγκορμος" συνέχισα αστειευόμενος
-"Με κοροϊδεύετε" μου είπε και στο μυαλό μου ζωγραφίστηκε η εικόνα μιας κοπέλας να χτυπάει θυμωμένη το πόδι της στο πάτωμα
-"Πώς σε λένε" τη ρώτησα
-"Μίκα" μου απάντησε.
Τι διάολο όνομα ήταν πάλι τούτο;
-"Συντομογραφία του Μικαέλα;" τη ρώτησα.
-"Όχι, απλά έτσι με φωνάζουν από παιδί. Το όνομά μου είναι Μ."
-"Έχεις τόσο όμορφο όνομα και σε φωνάζουν Μίκα; Εγώ δεν πρόκειται."
-"Μα έτσι με φωνάζουν" μου είπε.
-"Πρόβλημά τους. Εγώ θα σε λέω Μ., take it or leave it"
-"Μάλιστα" μου είπε.
-"Ξέχασες το κύριε Λοχαγέ" της απάντησα.
-"Τι έκανα πάλι;" με ρώτησε με απορία.
-"Άσε με να υποθέσω" της έγραψα. "Σου έχουν πει να μιλάς στον πληθυντικό και να λες μάλιστα"
-"..."
-"Άκου Μ. σε εμένα θα μιλάς όπως σου βγαίνει. Θες πληθυντικό; Πληθυντικό. Θες ενικό; Ενικό. Θες μάλιστα; μάλιστα. Θες γιασάν του μάγκα; Γιασάν του μάγκα"
-"Μάλιστα... εεε ναι... χιχιχιχι"
Συνεχίσαμε να μιλάμε. Ήταν με κάποιον μαζί και ήθελε να μάθει για το BDSM και είχε μπει γι αυτό το λόγο στο forum. Η συμβουλή που της είχα δώσει είναι να κρατάει μικρό καλάθι και αν έχει οποιαδήποτε απορία να με ρωτήσει.
Γρήγορα κατάλαβα ότι η δήθεν σχέση της ήταν περισσότερο στο μυαλό της και του φερόμενου ως master της παρά πραγματική. Ως πάγια αρχή μου και παρά το γεγονός ότι φλερτάρω όταν μιλάω σε γυναίκες, δεν την πέφτω. Και επειδή είχα πάρει πολύ προσφάτως τον όρκο ότι δεν θα προσπαθήσω να υποτάξω ξανά καμία βασιζόμενος στον έρωτά της ήμουν πολύ-πολύ προσεκτικός στο πως την αντιμετώπιζα.
Βέβαια η καρδούλα μου το 'ξερε. Χώρια από το πόσο διασκέδαζα συζητώντας μαζί της μου είχε στείλει και φωτογραφίες της και όσοι την έχετε δει, ξέρετε τι λέω. Κουκλί σκέτο. Ακριβώς το είδος της ομορφιάς που με ξετρελαίνει, το πολύ γλυκό γελαστό πρόσωπο και τα εκφραστικά μάτια.
Χώρια η φωνή της. Δε χόρτενα να την ακούω στο τηλέφωνο.
Αυτό που δεν είχα καταλάβει ήταν ότι το ραδιούργο μειράκιο είχε τσιμπηθεί μαζί μου και με χόρευε καρσιλαμά.
Όχι, δε μουτζώνομαι. Μπορεί να με τύλιξε σε μια κόλα χαρτί αλλά είμαι άνθρωπος που όχι απλά δεν φοβάται τις ευφυείς γυναίκες, τις λατρεύει.
Και ανήμερα της γιορτής της με πήρε το πρωί νευριασμένη και μου το ξεφούρνισε.
-"...που ήθελε να του βγάλω και φωτογραφία γονατιστή."
-"Δεν το έκανες;" τη ρώτησα με δήθεν έκπληξη. Της έκανα τον εξομολόγο σχεδόν ένα μήνα και ήξερα όλες τις λεπτομέρειες.
-"Όχι. Παλιά ίσως, τώρα όχι"
-"Αν δεν στο βγάζει τότε μην το κάνεις"
-"Ε αυτό λέω, δεν το έκανα και μου είπε τέλος"
-"Κι εσύ τι έκανες;" τη ρώτησα
-"Τίποτα. Τι να κάνω;"
-"Το μετάνιωσες;"
-"Όχι" μου είπε ειλικρινά. "Να σου πω την αλήθεια λίγο με νοιάζει"
Ήταν ελεύθερη. Δεν έχασα ούτε δευτερόλεπτο.
-"Ίσως γιατί νιώθεις ότι θέλεις να γονατίσεις μπροστά σε κάποιον άλλον".
-"Ίσως" μου απάντησε αινιγματικά.
Το παραδέχομαι: το τύλιγμά μου σε μια κόλα χαρτί περιλάμβανε και φιόγκο κι εγώ χαμπάρι!
Είχαμε κανονίσει να ανέβω στην πόλη της. Είχαμε πει ώρα και μέρα.
Και ως γνήσιος αυτοκαταστροφικός άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του πήγα να το τινάξω και αυτό στον αέρα.
Ευτυχώς ήταν πιο επίμονη απ' όσο εγώ αυτοκαταστροφικός και μετά από ένα γρήγορο ξέχεσμα (που το άξιζα) αποφάσισα και σηκώθηκα 2 η ώρα τη νύχτα να πάω να τη βρω.
Οδηγούσα σαν τον τρελό μέσα στη νύχτα και το αυτοκίνητο κατάπινε τα χιλιόμετρα το ένα μετά το άλλο. Έφτασα χαράματα στην πόλη της και προσπάθησε να με καθοδηγήσει... ανεπιτυχώς.
Δεν είχα ιδέα που ήμουν όταν μου είπε να παρκάρω εκεί που είμαι και να έρθει να με βρει. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια που έχω πάει πολλές φορές εκεί, ακόμα και τώρα δεν βρίσκω το σημείο που με συνάντησε.
Ήταν σκοτεινά, μόλις πέντε το πρωί. Είχε κρύο και έριχνε ψιλόβροχο.
Και εγώ εκεί να την περιμένω κάτω από μια ομπρέλα.
Την είδα να έρχεται πάνω μου τρέχοντας και ένιωσα ξαφνικά σαν ντροπαλό αγοράκι που βλέπει την καψούρα του να τον πλησιάζει. Όρμισε πάνω μου, με έσφιξε στην αγκαλιά της και με φίλησε με τόσο πάθος που ξέχασα τις ντροπές, ξέχασα την κούρασή μου και ξέχασα πως με λένε.
Σταμάτησα το φιλί και την κράτησα από τα χέρια για να την δω από πάνω ως κάτω. Ήταν ακόμα λαχανιασμένη, φορούσε φόρμα και ήταν ακόμα πιο όμορφη απ' όσο φαινόταν στις φωτογραφίες και στο skype.
-"Πάμε" της είπα.
-"Πάμε" μου είπε.
Και από τότε πηγαίνουμε μαζί.
No comments:
Post a Comment