Search This Blog

Thursday, April 16, 2020

Ωδή Ι': Το αμάραντο ρόδο

Κι από τότε γύρισαν καταπάνω μου
Των αιώνων όργητες ξεφωνίζοντας
Ο που σ' είδε, στο αίμα να ζει και στην πέτρα
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο
  
-«Πέρασε μέσα» της είπα ανοίγοντας την πόρτα.

Στάθηκε και με κοίταξε διστακτικά.

-«Κουνήσου, δεν έχουμε όλη την ημέρα.»
-«Νομίζω ότι έκανα λάθος που ήρθα, τελικά.»
-«Τότε στο καλό και να μας γράφεις» είπα και της έκλεισα την πόρτα στα μούτρα.

Ξαναχτύπησε.

-«Είτε θα περάσεις μέσα είτε θα κάτσεις εδώ να κάνεις το σκοπό, σε κάθε περίπτωση αποφάσισε γρήγορα.»
-«Δεν είναι εύκολο ούτε για μένα… ωστόσο νομίζω ότι σου οφείλω κάποιες εξηγήσεις.»
-«Δε μου οφείλεις τίποτα, οπότε αν ήρθες γι αυτό, τσάμπα έχασες το χρόνο σου.»
-«Να περάσω;»

Έκανα στην άκρη και την άφησα να περάσει. Έκλεισα την πόρτα και την ακολούθησα στο σαλόνι που είχε πάει να κάτσει. Δεν της πρόσφερα τίποτα. Τράβηξα μια ρουφηξιά από το φραπέ μου, την τελευταία, και την κοίταξα.

-«Σ’ ακούω»
-«Άλλαξες» μου είπε.
-«Ναι, έγινα σοφότερος.»
-«Θα… θα μου φτιάξεις ένα καφέ;»
-«Όχι. Αν θέλεις καφέ, ξέρεις που είναι η κουζίνα.»
-«Θες… θες να σου φτιάξω κι εσένα;»
-«Όχι, μόλις τέλειωσα τον δεύτερο, δε θέλω άλλον.»

Την παρακολούθησα σφιγμένος να πηγαίνει στην κουζίνα και σε λίγο την άκουσα να φτιάχνει τον καφέ της. Δεν ξέρω γιατί την άφησα να έρθει.

Ψεύτη!

~.~

Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.​
Μέσα σε δυο μήνες είχα χάσει δεκαπέντε κιλά. Έτρωγα με το ζόρι γιατί έπρεπε να φάω. Ο γιατρός στο τάγμα επέμενε ότι είχα πάθει κατάθλιψη και προσπαθούσε να με κάνει να πάρω αναβολή. Δε μου δίναν όπλο και δε με άφηναν να κάνω ούτε σκοπιές, ούτε θαλαμοφυλίκι, μόνο άοπλες περιπόλους και δεκανέα αλλαγής. Τέσσερεις συνεχείς εβδομάδες όργανο υπηρεσίας με ένα τσούρμο μαλακισμένα πιτσιρίκια που δεν μπορούσαν, αδυνατούσαν να καταλάβουν, ότι ο στρατός ήταν το τελευταίο κομμάτι της παιδικής τους ηλικίας και έκαναν ό,τι μαλακία τους περνούσε από το κεφάλι, επαναστάτες του κώλου.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.​
Συνειδητοποίησαν γρήγορα ότι δεν τους είχα καμία όρεξη και δεν είχα κανένα πρόβλημα να τους κάνω τη ζωή κόλαση στο δεκαπλάσιο αν προσπαθούσαν να μου κάνουν το ίδιο. Την πρώτη εβδομάδα ήταν σα να προσπαθώ να συμμαζέψω κοπάδι από γάτες, τη δεύτερη εβδομάδα ήδη είχαν γίνει τύπος και υπογραμμός, κάτι που άρεσε και στον λοχαγό και στους υπαξιωματικούς και που είχε προκαλέσει τη σφοδρή αντιπάθεια όλων στο λόχο μου.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τους είχα γραμμένους εκεί που δεν παίρνει μελάνι. Με τον μεγαλύτερο απ’ όλους τους γύρω στα 22, εγώ ήμουν σχεδόν 27 τότε, δεν είχα πάρε δώσε με κανέναν τους και οι μόνες μου παρέες ήταν ο δόκιμος που ήταν στο λόχο μου και κάποιοι νεαροί αξιωματικοί που τους έκανα φροντιστηριακά μαθήματα αλγεβρικής γεωμετρίας, τοπολογίας και μη γραμμικών διαφορικών για να τους βοηθήσω σε κάποιες εξετάσεις που θέλαν για κάποια σχολή του στρατού.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους — ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ’ναι.​
Βάλε το γεγονός ότι τα πρωινά έκανα τον αποθηκάριο, ο ανθύπας είχε πάει να κάνει εγχείρηση στη μέση του και ο δίκας με είχε ορίσει αποθηκάριο του τάγματος έχοντας για τα μάτια του κόσμου υπεύθυνο έναν ΕΠΥ λοχία, ο οποίος ευτυχώς ήταν ευχάριστος τύπος, τις ώρες που δεν κοιμόταν στο γραφείο, that is, οπότε είχα πολύ ελεύθερο χρόνο.
Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ’χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα — έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.​

Και ο ελεύθερος χρόνος ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμουν. Κατάφερνα παρακαλώντας να με αφήσουν να πάω μια φορά για βολή αλλά πέραν τούτου, πρωινό στο γραφείο και μετά να μαζέψω τα μαλακιστήρια να πάμε για φαγητό, μετά να τους μαζέψω για να μας κάνει τα αρχίδια φαρίνα Γιώτης ο $ΑΥΔΜ στην μεσημεριανή φρουρά και αν τύχαινε να είμαι δεκανέας αλλαγής να τους βγάζω βολτίτσα στο τάγμα για να αλλάξουν τις σκοπιές.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.​
Κι εκεί άρχιζε ο ελεύθερος χρόνος, το μαρτύριό μου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.​
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.​

~.~

Ένιωσα χωρίς να δω το βλέμμα της πάνω μου και αυτό με έβγαλε από την αναδρομή στο κοντινό -ούτε καν τρεις μέρες πριν- παρελθόν μου και στο άμεσο -σε μια εβδομάδα- μέλλον μου.

-«Μη… μη νευριάσεις.»
-«Με τι;»
-«Με… με αυτό που θα σου πω.»
-«Σοβαρά πιστεύεις αυτή τη στιγμή ότι το πρόβλημά μου είναι να νευριάσω; Με δουλεύεις ρε Κ.;»
-«Συγγνώμη» μου είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα της στο πάτωμα.
-«Ακόμα και αν δεν ήταν περιττή η συγνώμη σου πάσχει πολύ στο χρονισμό της.»
-«Μου… μου έλειψες.»
-«Αυτό ήρθες να μου πεις;»
-«Ο-όχι.»
-«Σ’ ακούω.»
-«Πώς… πώς είσαι;»
-«Όπως με βλέπεις.»
-«Έχεις… έχεις αδυνατήσει πολύ Τζ. μου… πολύ» είπε αποκαλώντας με το χαϊδευτικό μου.
-«Τζ. σου; Ν. δεν τον λένε τον λεγάμενο;»
-«…»
-«Κοίτα, αν ήρθες εδώ να μου ζητήσεις συγνώμη και να μου εξηγήσεις, κι εγώ δεν ξέρω τι, άδικα σπατάλησες το χρόνο σου. Οι επιλογές σου ήταν εκκωφαντικά ξεκάθαρες. Επέλεξες το Ν., με γεια σου με χαρά σου, λόγο δεν έχεις να δώσεις σε κανέναν.»
-«Κι όμως… σ’ αγαπάω.»
-«Αμ δεν το βλέπω;»
-«Όχι. Σ’ αγαπάω. Μπορεί… μπορεί να έκανα ό,τι έκανα αλλά δε σταμάτησα ούτε να σ’ αγαπάω ούτε να νοιάζομαι για σένα.»
-«Μάλιστα» της είπα.
-«Δε με πιστεύεις… το καταλαβαίνω.»
-«Τουναντίον, σε πιστεύω ότι νοιάζεσαι για μένα, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, δε σε έχω για ψυχοπαθή.»
-«Σ’ αγαπάω, όχι απλά σε νοιάζομαι.»
-«Μπορεί και αυτό αλλά και πάλι δε φτάνει. Δεν είσαι ερωτευμένη μαζί μου, είσαι αλλού. Σεβάστηκα την επιλογή σου, θέλω να σεβαστείς κι εσύ τη δική μου.»
-«Είναι πολύ… πολύ σκληρό αυτό που μου ζητάς.»

Θόλωσα και το μόνο που με κράτησε και δεν της έχωσα μπουνιά ήταν ότι μπροστά μου είχα ένα 19χρονο κορίτσι του οποίου ναι μεν ήμουν ο πρώτος αλλά δεν ήμουν και ο τελευταίος.
Ο δαίμονάς μου μέσα ούρλιαζε «ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ, ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΑΘΕΙΣ. ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ»​
-«Η επιλογή σου να με παρατήσεις για άλλον ήταν ακόμα πιο σκληρή για μένα αλλά δε σου ζήτησα το λόγο.»
-«Συγνώμη» μου είπε.
-«Δεν έχει νόημα να ζητάς συγνώμη, Κ.»
-«Θα με συγχωρέσεις ποτέ;»
-«Για ποιο πράγμα; Που δεν είσαι ερωτευμένη μαζί μου;»
-«Όχι…»
-«Κ. ό,τι έγινε έγινε, το παρελθόν δεν αλλάζει.»

Άγγιξε διστακτικά το χέρι μου και το τράβηξα λες και με τσίμπησε σκορπιός.

-«Μου… μου έχεις λείψει.»
-«Κι εμένα μου έλειπες και μου λείπεις Κ.» της είπα ειλικρινά και συνέχισα «Και θα μου λείψεις. Life is a bitch, yada yada yada»

-«Τι… τι μπορώ να κάνω για σένα;»

Κατέβασα το παντελόνι μου και έβγαλα τον πούτσο μου έξω.

-«Μπορείς να μου πάρεις τσιμπούκι.»
-«Γ!» είπε σοκαρισμένη σχεδόν.
-«Μιλάς πολύ. Πάρε μου τσιμπούκι ή πάρε τα πράγματά σου και φύγε.»

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα έπαιρνα αυτό που ήθελα, είτε θα ξέδιδα πάνω της είτε θα έφευγε και θα με άφηνε στην ησυχία μου.

-«Σε κάνει να νιώθεις καλύτερα αυτό;»
-«Όχι, έχω καύλες, έχω να πάω με γυναίκα από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε και έχω βαρεθεί να πλένω στο χέρι» της είπα σκληρά. «Αφού θέλεις να κάνεις κάτι για μένα, πάρε μου τσιμπούκι.»
-«Είσαι απαίσιος.»
-«Πολλά είμαι. Αυτή τη στιγμή ωστόσο είμαι καυλωμένος. Επίσης η υπομονή μου, που ποτέ δεν την είχα και σε μεγάλη ποσότητα, έχει εξαντληθεί, οπότε πάρε μου τσιμπούκι ή αντίο κι ευχαριστώ για τα ψάρια.»

Έβαλε τα κλάματα κάνοντάς με να καυλώσω ακόμα περισσότερο. Είχε περάσει το σημείο της μη επιστροφής, είχε ξυπνήσει μέσα μου ο Άλλος και το μόνο που λαχταρούσε ήταν ζεστή σάρκα για να κομματιάσει και καυτό αίμα για να γευτεί.

-«Γονάτισε μπροστά μου» τη διέταξα. «Τώρα!»
Φύγε… φύγε από μπροστά μου όσο προλαβαίνεις. Φύγε, τρέχα να γλιτώσεις, φύγε!​
Η Κ. σηκώθηκε σαν αυτόματο από τον καναπέ που καθόταν και ήρθε μπροστά από την πολυθρόνα που καθόμουν και στάθηκε όρθια.

-«Βγάλε τη μπλούζα σου και το σουτιέν σου και γονάτισε μπροστά μου.»
Φύγε ηλίθια, φύγε! Τι περιμένεις; Μάζεψε την όποια αξιοπρέπεια σου έχει μείνει και φύγε. Σ’ αγαπάω και σε μισώ, θέλω να σε αγκαλιάσω και θέλω να σε καταστρέψω. Φύγε… φύγε μόνη σου… δε μπορώ να σε διώξω. Φύγε… ​
Σαν αυτόματο έβγαλε τη μπλούζα της και ξεκούμπωσε το σουτιέν της. Την κοίταζα χωρίς να την βλέπω πραγματικά. Γονάτισε μπροστά μου. Την έπιασα από το κεφάλι και την έφερα προς τα μένα και της κάρφωσα τον πούτσο μου μέχρι το λαρύγγι της.

Η Κ. ποτέ δεν είχε καταφέρει να με πάρει βαθιά στο στόμα της. Πνίγηκε και της ήρθε αναγούλα αλλά δεν την άφησα να φύγει. Την κράτησα ακίνητη, με τον πούτσο μου καρφωμένο στο λαιμό της. Τραβώντας την δυνατά από τα μαλλιά άρχισα να της γαμάω το στόμα, είχα πολλές μέρες να τον παίξω και οι καύλες μου εντεινόμενες από την οργή και τη λύσσα που με είχε κυριέψει ήταν απερίγραπτες, σχεδόν πονούσα από την καύλα.

Σηκώθηκα όρθιος και κρατώντας την ακίνητη άρχισα να της γαμάω ακόμα πιο βίαια το στόμα χώνοντάς τον της για πρώτη φορά τόσο βαθιά μέσα. Τα δόντια της με έγδερναν αλλά ούτε ο πόνος μου, ούτε η αναγούλα της με ανέκοψαν.

-«Έτσι και κάνεις εμετό, στο ορκίζομαι στα κόκαλα του παππού μου ότι θα σε βάλω να τον γλύψεις.»

Η Κ. δεν μπορούσε να απαντήσει, μόνο ο ρόγχος της ακούγονταν. Τραβήχτηκα και την άφησα να πάρει μερικές ανάσες. Είχε γεμίσει σάλια και το μόνο που έκανε ήταν να με κοιτάξει με κακόμοιρο βλέμμα.

Μεγάλο λάθος.

Έφτυσε στο πάτωμα και της έριξα χαστούκι.

-«Γλύψ’τα.»
-«Γ… σε παρακαλώ» είπε κλαψουρίζοντας αλλά ο Γ. που ήξερε δεν ήταν μαζί της στο σαλόνι. Ο Γ. που ήξερε, αυτός που τον τράβηξε από την άβυσσο που ζούσε από τα πέντε του, είχε χαθεί, είχε σβήσει, σπρωγμένος πίσω στην άβυσσο από τα ίδια χέρια που κάποτε τον είχαν σηκώσει στο φως.
-«Γλύψ’τα ή σήκω και φύγε από εδώ και μην τολμήσεις να με ενοχλήσεις ξανά.»
Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.​
Η Κ. κλαίγοντας έσκυψε στο πάτωμα και έγλειψε τα σάλια της.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, πού 'λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.​
Την κοίταζα αλλά ήταν σα να μην τη έβλεπα εγώ, σα να την έβλεπε κάποιος άγνωστος, ξένος. Ο Άλλος είχε επικρατήσει ολοκληρωτικά.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου να 'ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ' απ' την άκρη της απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.​
Ήταν γονατισμένη μπροστά μου, γυμνή από πάνω. Γονατισμένη… σπασμένη… ηττημένη.

Παραιτημένη δεχόταν τη μοίρα της σαν τιμωρία.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.​
Τον έβαλα ξανά στο στόμα της μέχρι το λαιμό πνίγοντάς την πάλι. Άρχισα πάλι να της γαμάω το στόμα και η ένταση όλο και μεγάλωνε, όλο και θέριευε και μαζί του θέριευε και πάλι αυτή η ανίερη λύσσα, αυτό το αποτρόπαιο μίασμα που με είχε κατακλείσει και μ’ έπαιζε σαν αφιονισμένος μαριονετίστας.

Ήθελα να χύσω. Σφίχτηκα, κράτησα και πάλι την ανάσα μου αλλά δε χρειάστηκε πολύ. Έχυσα μέσα στο στόμα της και έχυνα… και έχυνα… Η Κ. τα κατάπινε προσπαθώντας να μην πνιγεί και να μην ξεράσει. Κι έχυνα… κι έχυνα… και τραβήχτηκα και συνέχισα να τη χύνω στο πρόσωπο και τον έπαιζα με λύσσα θέλοντας να τον κάνω να βγάλει και το τελευταία στάλα, να αδειάσει.
Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο​
Να αδειάσει... Να αδειάσει όπως εγώ.
Στ' ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσανΜε μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανεαμαρτία μου να 'χα κι εγώ μιαν αγάπημακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο​
Μανιασμένος από τον τρόπο που με κοιτούσε εκλιπαρώντας με για έλεος, την έσπρωξα γεμάτος αηδία, σα να αγγιζα κάτι μιαρό, και έπεσε προς τα πίσω. Σήκωσα το παντελόνι μου και κάθισα και πάλι στην πολυθρόνα. Η Κ. γυμνή ακόμα από πάνω, πεσμένη κάτω στο πάτωμα, είχε γυρίσει στο πλάι και έκλαιγε με λυγμούς.
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο​

~.~

Στέκομαι στη σκοπιά μονάχος, πλέον με εμπιστεύονται με όπλο. Ψηλά, στα ελικόπτερα, στην βόρεια άκρη του τάγματος, είμαι μονάχος με τον εαυτό μου και τις θύμησες.

Είναι χειμώνας πια, κάνει κρύο και φυσάει, η υγρασία τρυπάει τα κόκαλα αλλά αυτό το κρύο δεν φτάνει ούτε στάλα την παγωνιά που έχω μέσα μου.

Το τσιμπούκι και ο σοδομισμός που το ακολούθησε εκείνο το ζεστό Ιουλιάτικο μεσημέρι δεν ήταν εκδίκηση.

Το κλάμα της, ο εξευτελισμός της δεν ήταν άφεση, δεν ήταν τιμωρία και δεν ήταν εξαγνισμός. Εξορκισμός ήταν.

Του Άλλου.

Τόσο ξένος και τόσο οικείος.

Την ποθούσα τόσο που με πονούσε. Την είχα αγαπήσει αλλά δε μπορούσα να τη μισήσω. Πόσο πιο απλό θα ήταν, να τη μισώ και θέλω να την εκμηδενίσω. Να λαχταρώ για εκδίκηση, να καταλαγιάσω το μένος.
Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος οὐλομένην...​
Να έχω κάτι να περιμένω, κάτι να γεμίσει το άδειο μου κουφάρι που έσουρνα τυφλά, χωρίς σκοπό, δίχως μια Ιθάκη να με καρτερά.
Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,τὸν ἄγριο Ποσειδώνα δὲν θὰ συναντήσεις,ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.​

~.~

Την κοίταζα ψυχρά, ακαδημαϊκά, χωρίς ίχνος συναισθήματος να κλαίει με λυγμούς πεσμένη ακόμα στο πάτωμα. Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα και έφτιαξα έναν ακόμα καφέ. Γύρισα στο σαλόνι και κάθισα πάλι στην πολυθρόνα.

Έστριψα ένα τσιγάρο και το άναψα τραβώντας τον καπνό ηδονικά.

«Σήκω πάνω» τη διέταξα.

Σηκώθηκε τρίβοντας τα μάτια της. Γυμνή από πάνω ακόμα.

Γυμνή και παραιτημένη, πνιγμένη από τις τύψεις, λαχταρώντας μια άφεση που ποτέ δε θα ερχόταν.

Αν αισθανόμουν κάτι εκείνη τη στιγμή ήταν περιφρόνηση.
Σε είχα μάθει καλύτερα, ανάξιο πλάσμα, που είναι η περηφάνια σου; Που είναι η αξιοπρέπεια σου;
​-«Βγάλε το παντελόνι σου»
-«...»
-«Βγάλε το γαμημένο το παντελόνι σου» της είπα τόσο απότομα και σκληρά που τα' χασε.

Σαν αυτόματο έβγαλε το παντελόνι και έμεινε μόνο με το μαύρο κυλοτάκι που φορούσε. Πρόσεξα ότι ήταν ένα από τα καλά της, δεν είχε και πολλά τέτοια. Μου κίνησε την περιέργεια και τότε πρόσεξα και το σουτιέν της κι αυτό ένα από τα καλά.

Και τότε επιτέλους στρόφαρα. Δεν είχε έρθει εδώ για εξηγήσεις, είχε έρθει για να γαμηθεί. Να μου προσφέρει τον εαυτό της σα φτηνή πουτάνα, το μουνί της, τον κώλο της και το στόμα της με αντάλλαγμα την εξιλέωση.

Δε τη μισούσα. Δε μπορούσα να τη συγχωρέσω, δεν είχα κάτι να της συγχωρέσω, τι νόημα έχει να μισείς και να κρατάς κακία σε έναν άνθρωπο επειδή δε σε θέλει πια όπως εσύ;

Είχα καυλώσει και πάλι.

«Γονάτισε.»

Γονάτισε μπροστά μου κάνοντάς με να καυλώσω ακόμα περισσότερο. Το τηλέφωνό της που χτύπησε, ήταν ανέλπιστο δώρο.

-«Ποιος είναι;»
-«Ο…»
-«Απάντησέ το.»
-«…»
«ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΤΟ» της ούρλιαξα

Σηκώθηκε και έπιασε το τηλέφωνο.

-«Ναι; Όχι… έχω βγει έξω… Ναι…»

Της έκανα νόημα να έρθει να γονατίσει μπροστά μου. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

«Δε θα το ξαναπώ» της δήλωσα με φωνή που δε σήκωνε καμία απολύτως αντίρρηση.

Υπακουοντάς με και με το τηλέφωνο στο ένα χέρι, γονάτισε μπροστά μου.

-«Σε μια ξαδέρφη μου…» του είπε ψέματα.

Της τσίμπησα τη μία ρώγα. Πήγε να διώξει το χέρι μου και της έριξα ξανάστροφη, το τηλέφωνο της έπεσε κάτω. Το σήκωσε κοιτώντας με χωρίς να μπορεί να πιστέψει τι της είχε μόλις συμβεί.

-«Συγνώμη… μου… με σκούντηξε το ξαδερφάκι μου και μου… μου έπεσε το τηλέφωνο.»

Της τσίμπησα ξανά τη ρώγα, αυτή τη φορά δαγκώθηκε αλλά δεν έφυγε από εκεί. Της την έστριψα ακόμα πιο δυνατά κάνοντας μια φωνή να της ξεφύγει.

-«Σιγά βρε» έκανε λες και μιλούσε στο ξαδερφάκι της. «Ναι μωρό μου, φυ-φυσικά. Όχι… όχι, δεν θα πάω τελικά να τον δω… μου το ξέκοψε ότι δε θέλει ούτε να με δει ούτε να με ακούσει. Τι… ναι, να πάει να γαμηθεί.»

Ώστε έτσι ε;

Σηκώθηκα και την έβαλα να σηκωθεί. Πήγα από πίσω της και της κατέβασα την κιλότα. Προσπάθησε να παλέψει για λίγο αλλά ο φόβος της να μην προδοθεί δεν της έδωσε περιθώρια αντίστασης.

-«Σκύψε» τη διέταξα ψιθυριστά.

Η Κ. γύρισε και με κοίταξε με απόγνωση.

-«Την επόμενη φορά θα το πω δυνατά, κατάλαβες;» τη ρώτησα πάλι ψιθυριστά.

Έσκυψε μπροστά μου εξακολουθώντας να μιλάει στο Ν.

-«Δεν… δεν ξέρω. Δεν τον ρώτησα και δε μου είπε. Όχι, φυσικά… ναι, την Παρασκευή…»

Σάλιωσα το δάχτυλό μου και της το έβαλα μέσα στον κώλο κάνοντάς την να τιναχτεί.

-«Κάτσε σκυφτή και μην κουνηθείς ρούπι, δε θα το ξαναπώ.»

Της έβαλα ξανά το δάχτυλο στον κώλο -βαθιά- και άρχισα να τη γαμάω με δαύτο.

«Ν… με… με φωνάζει η θεία μου να…να φάμε. Ναι… το βράδυ… σ… σ’αγαπάω φιλάκια». Μιλούσε με δυσκολία, σκυφτή ενώ τη γαμούσα με το δάχτυλο.

Έκλεισε το τηλέφωνο και το πέταξε στον καναπέ. Τράβηξα το δάχτυλό μου από τον κώλο της και της το έχωσα στο στόμα, χωρίς να το δω. Η Κ. αναγούλιασε αλλά το έγλειψε.

«Γύρνα»

Γύρισε προς το μέρος μου. Την έπιασα από τον ώμο και την έσπρωξα προς τα κάτω. Γονάτισε υπάκουα και με κοίταξε. Της έβαλα ξανά τον πούτσο μου στο στόμα της και άρχισε να με ρουφάει και να με γλύφει. Την άφησα να με τσιμπουκώνει για λίγη ώρα και μετά σταμάτησα και την έβαλα να κάτσει σκυφτή στον καναπέ.

-«Σε… σε παρακαλώ μόνο… σιγά…»
-«Γιατί, ξέρεις τι θέλω να κάνω;»
-«Ναι.»
-«Θα σε γαμήσω όπως θέλω»
-«Όπως… όπως θέλεις πάρε με… αλλά σε παρακαλώ… σε παρακαλώ σιγά. Σε παρακαλώ.»
-«Θα το σκεφτώ.»
-«Σε… σε παρακαλώ.»

Τον ακούμπησα στην κωλοτρυπίδα της. Μπήκα αργά μέσα της αλλά όχι σταδιακά όπως κάθε φορά παλιά που την έπαιρνα από πίσω. Μπήκα αργά μεν αλλά μπήκα όλος. Η Κ. βόγγιξε δυνατά. Άρχισα να κινούμαι πιο γρήγορα μπαίνοντας και βγαίνοντας όλος στον κώλο της. Ήταν σφιχτή, πολύ πιθανόν να μην είχε δώσει ακόμα κώλο στον άλλο. Η σκέψη της να γαμιέται με τον άλλον με καύλωσε ακόμα περισσότερο. Άρχισα να κινούμαι πιο γρήγορα μέσα της, πιο απότομα. Την κάρφωνα και τραβιώμουν σχεδόν όλος έξω και μετά ξανά πάλι.

Υπέροχο γαμήσι. Απλό, αγνό, άγριο γαμήσι, χωρίς συναίσθημα.

Έτσι γαμούσα κάποτε τη Μ. και όλες τις Μ. της ζωής μου. Έρωτα… έρωτα είχα κάνει πρώτη φορά και μόνο με εκείνη. Εκείνη που έχοντάς τη σκυφτή στον καναπέ γαμούσα τον κώλο της με λύσσα.

Στην Κ. δεν άρεσε το πρωκτικό, κάθε φορά που μου είχε δώσει την κώλο της το είχε κάνει μόνο και μόνο επειδή το ζητούσα.

Κάποιες φορές, παλιά, είχα σταματήσει όταν έβλεπα ότι με ζόρι συγκρατιόταν. Δεν ήταν μίσος, δεν τη μισούσα. Δεν την τιμωρούσα. Την ποθούσα… την ποθούσα τόσο που με πονούσε. Την ποθούσα και εκείνη τη στιγμή την είχα δικιά μου.

Φτηνή πουτάνα που πούλησε κορμί και ψυχή λαχταρώντας εξιλέωση ως αντάλλαγμα.

Ο κώλος της είχε ανοίξει για τα καλά, την πηδούσα με μανία για πάνω από δέκα λεπτά. Πονούσε και ο πόνος της με έφτιαχνε ακόμα περισσότερο. Όχι εμένα, τον Άλλο. Τη ζοφερή Σκιά μου.

Ποιον κοροϊδεύω;

Εγώ ήμουν πάντοτε αυτός ο Άλλος. Η Κ. είχε γνωρίσει τον Dr. Jekyll αλλά ο πραγματικός Γ. ήταν ο κύριος Hyde.

Όχι ήταν! Ήμουν. Είμαι.

Θα είμαι.
Καὶ νῦν κα ἀεὶ καὶ εἷς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων​
Ένιωσα την έκρηξη να έρχεται και καρφώθηκα για μια τελευταία φορά μέσα της αδειάζοντας όλο μου το είναι. Μακράν του δεύτερου το καλύτερο πήδημα κώλου που της είχα κάνει.

Η Μ. είχε πολύ πιο ωραίο σώμα και ήξερε και στηνόταν καλύτερα. Η Κ. με τα χίλια ζόρια έφερνε ίσια τη μέση της, δεν μπορούσε να τη λυγίσει. Με την Μ. ευχαριστιόμουν πιο πολύ να την παίρνω από τον κώλο μιας και δε με ένοιαζε που την πονούσα.

Όχι με την Κ.

Παλιά. Κάποτε.

Την έπιασα και πήγαμε στο μπάνιο. Άνοιξα το νερό και την έβαλα να με πλύνει σχολαστικά.

-«Πλύνε τον καλά, θα ξαναμπεί στο στόμα σου.»

Με καθάρισε καλά. Βγήκα έξω για να την αφήσω να καθαριστεί, ντύθηκα και κάθισα πάλι στον καναπέ. Βγήκε μετά από λίγη ώρα και με κοίταξε αβέβαιη. Της έκανα νόημα να έρθει να κάτσει δίπλα μου.

-«Δε σε έχει πηδήξει ο Ν. από πίσω;»
-«Ο-όχι… δεν… δεν έχουμε κάνει καν σεξ ακόμα.»
-«Και τι κάνετε δύο μήνες, παίζετε τις κουμπάρες;»
-«Ο Ν… όχι… είναι πολύ καλό παιδί, Γ. Με… με αγαπάει.»
-«Μπορείς να με κατηγορήσεις για πολλά πράγματα, άλλα όχι για έλλειψη αγάπης»
-«Όχι… δεν… δεν λέω αυτό. Αλλά είναι… είναι τρυφερός. Υπομονετικός. Εσύ… εσύ ήσουν πάντα τυφώνας. Απότομος. Δε… »
-«Δε;»
-«Δε… δε μου έδειχνες πόσο μ’ αγαπάς.»
-«Σοβαρά τώρα;»
-«Όχι… όχι με τον τρόπο… όχι με τον τρόπο που… που λαχταρούσα.»
-«Well, δεν μπορώ να κάνω κάτι γι αυτό.»
-«Αν…»
-«Δεν έχει αν. Είμαι αυτός που είμαι. Τι θέλεις, να σου πω ότι θα αλλάξω για να γυρίσεις σε μένα; Δε θα στο πω. Δε θα στο πω γιατί δεν θα αλλάξω και αν δεν είναι ο Ν. θα είναι ο Π. και αν δεν είναι ο Π. θα είναι ο Δ.»
-«Σ’ αγαπάω… Θεέ μου σ’ αγαπάω… πόσο… πόσο μου είχε λείψει… έκανα… έκανα λάθος… εσένα… εσένα αγαπάω… Θεέ μου, ήμουν τυφλή… τόσο τυφλή.»
-«Τυφλή είσαι τώρα Κ. και είναι οι τύψεις που σε τυφλώνουν.»
-«Όχι…»
-«Ναι. Σε τυφλώνουν οι τύψεις, αρχικά για μένα και τώρα για το Ν. και πας να αλλάξεις το ένα σου λάθος με το άλλο. Μόνο… μόνο που όσο και αν με πονάει, το πρώτο δεν ήταν λάθος. Αυτό… αυτό είναι.»
-«Συγνώμη… συγνώμη» μου είπε κλαίγοντας.

Δεν τη μισούσα. Την ποθούσα, Θεέ μου την ποθούσα.

Μα δεν την αγαπούσα. Όχι πια.

Τη λυπήθηκα. Ίσως… ίσως ο Γ. που σπρώχτηκε βίαια πίσω στα σκοτάδια από τα ίδια χέρια που τον είχαν σηκώσει από αυτά δεν είχε σβήσει… όχι τελείως.

Δεν ξέρω που βρήκα μέσα μου την συμπόνια μα την πήρα στην αγκαλιά μου και τη χάιδευα ενώ έκλαιγε με λυγμούς. Τη χάιδευα τρυφερά και έκλαιγε πολλή ώρα, με τρομερούς λυγμούς που άλλοτε θα ήταν μαχαιριές που θα ανάβλυζαν αίμα. Τώρα ήταν απλοί ήχοι.

Αδρεναλίνη, κανένας δε θα μείνει, μου τραγούδησε ειρωνικά ο δαίμονάς μου.​

-«Πώς είσαι;» τη ρώτησα όταν, ώρα πολλή μετά, σταμάτησε το κλάμα.
-«Καλ… καλύτερα. Πάντα… πάντα με ηρεμούσε η παρουσία σου. Θυμάσαι; Θυμάσαι που σε είχα πάρει τηλέφωνο από το Πήλιο; Μόνο… μόνο εσύ μπορούσες να με ηρεμίσεις. Μόνο εσένα ήθελα να ακούσω.»

Δεν απάντησα, μόνο έστριψα ένα τσιγάρο ακόμα και το άναψα. Πήρε κι εκείνη ένα να καπνίσει.

-«Την… την Παρασκευή…»
-«Ναι;»
-«Την Παρασκευή θα πάμε… θα πάμε τριήμερο στην Ίο»
-«Και μου το λες, γιατί; Να σου δώσω τα συχαρίκια;»
-«Αν… αν δε θες να πάω… δε θα πάω.»
-«Δε θα σου πω τι να κάνεις Κ. Δική σου είναι η ζωή, δική σου είναι η απόφαση. Ό,τι και να αποφασίσεις ομως, μην τολμήσεις σε καμιά περίπτωση , μη διανοηθείς καν, να με επικαλεστείς σα δικαιολογία.»
-«Πάντα… πάντα έλεγα ότι… ότι τις πρώτες διακοπές μόνη μου… θα τις έκανα… θα τις κάναμε μαζί»
-«Life happens»
-«Είμαι… είμαι μόνη μου τόσες μέρες, έχουν φύγει οι δικοί μου και έχουν πάει στο νησί… και…»
-«Και;»
-«Είμαι μόνη μου.»
-«Και θες κι άλλη παρέα από αυτή που έχεις;»
-«Δεν… δεν έχει έρθει σπίτι μου… ποτέ.»
-«Ευκαιρία του είναι.»
-«Δεν θέλω… δεν θέλω να έρθει.»
-«Με παράτησες γι αυτόν, τον απάτησες, δεν θέλεις να έρθει σπίτι σου, αλλά θέλεις να πας μαζί του τριήμερο;»
-«…»
-«Αν δεν μπορείς να διακρίνεις την τεράστια αντίφαση, πραγματικά θα χάσω όποια ελάχιστη πίστη μου έχει απομείνει σε σένα.»
-«Γιατί… γιατί το κάνεις αυτό;»
-«Δεν κάνω τίποτα πέραν του να αναδεικνύω το προφανές.»
-«Όταν… όταν σε είδα που μου άνοιξες την πόρτα… ήταν… ήταν σα να μην είχε περάσει ούτε μία μέρα. Τότε… τότε κατάλαβα πόσο… πόσο απίστευτα μου είχες λείψει.»
-«Τι ζητάς από εμένα Κ;»
-«Δεν… δεν έχω το δικαίωμα να σου ζητήσω τίποτα.»
-«Τη Δευτέρα το βράδυ ξαναφεύγω και δεν ξέρω πότε θα ξαναγυρίσω.»
-«Το ξέρω.»
-«Πριν δύο μήνες σου έδωσα την επιλογή σου… σου έδωσα και την έκανες.»
-«Το ξέρω.»
-«Όλα είναι επιλογές, Κ. Εύκολες ή δύσκολες, είναι επιλογές, επιλογές που φέρουν και την ευθύνη που τους αναλογούν.»
-«Τι… τι θες να πεις;»
-«Ότι πάντα υπάρχουν επιλογές. Ακόμα και αν σου βάλουν πιστόλι στον κρόταφο ακόμα και εκεί υπάρχει η δύσκολη επιλογή. Πάντα υπάρχει.»
-«Τι εννοείς;»
-«Ό,τι κατάλαβες.»

Είχα καυλώσει και πάλι.

Την έβαλα και μου πήρε νέο τσιμπούκι, την άφησα να παιδεύεται για πολλή ώρα μέχρι να με κάνει να της γεμίσω το στόμα με χύσια.

Ήταν καλή αυτή τη φορά.

-«Θα σου πω τι θα γίνει» της είπα.
-«Πες μου.»
-«Δεν ξέρω τι θα κάνεις την Παρασκευή αλλά σήμερα είναι Τρίτη. Μέχρι την Παρασκευή θα είσαι δική μου, όπως θέλω, όποτε θέλω, με όποιο τρόπο θέλω.»
-«Θα είμαι!»
-«Βιάζεσαι να συμφωνήσεις.»
-«Όχι, θα είμαι.»

Μάζεψα ρούχα να έχω για τρεις μέρες και φύγαμε από το σπίτι μου και πήγαμε στο δικό της.

Τρεις μέρες… τρεις μέρες την είχα όπως ήθελα, όπου ήθελα, όποτε ήθελα. Τρεις μέρες τη γαμούσα, την έβαζα να μου γλύφει τα πόδια, να μου γλύφει τον κώλο, να κάθεται στα γόνατα δίπλα μου, να μου μαγειρεύει, να με σερβίρει, να με υπηρετεί.

Το στόμα της, το μουνί της, ο κώλος της ήταν πάντα άμεσα διαθέσιμα.

Τρεις μέρες… τρεις μέρες γαμησιού.

Και την τέταρτη σηκώθηκε και έφυγε και πήγε με το Ν. τριήμερο.

Πιτσιρίκα ήταν, τι περίμενα; Της έγραψα ένα γράμμα… τη ζήτησα να με δει την Κυριακή, ίσα-ίσα για να της το δώσω.

Με πήρε μετά από μια ώρα κλαίγοντας και της το έκλεισα στα μούτρα.

Την ποθούσα. Την ποθούσα τόσο που με πονούσε. Δεν τη μισούσα, όχι, ποτέ δεν τη μίσησα. Το γαμήσι που της έριξα δεν ήταν εκδίκηση. Η ταπείνωσή της, ο εξευτελισμός της δεν ήταν για να με κάνουν να νιώσω καλύτερα, να νιώσω ανώτερος.

Όχι.

Ήταν η τροφή του Άλλου.
Χόρτο ξανθὸ τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ἕνα ποτάμι μὲ ζεστή, λιωμένη πίσσα,
ἄγριο, ἀκαταμάχητο, ἀπειλητικό,
ποτίζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ σ᾿ ἀγαπῆσαν.
Του πραγματικού μου εαυτού.
Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός,δόξα τοῦ κρύσταλλου, κρασὶ ἀπ᾿ τὴ Σαντορίνη.Ὁ ἀσκὸς νὰ ρέει, κι ὁ Ἀπόλλωνας βοσκὸςνὰ κολυμπάει τὰ βέλη του μὲ διοσκορίνη.​
Το γράμμα, ναι. Το γράμμα ήταν εκδίκηση.
Σκουριὰ πυρόχρωμη στὶς μίνες τοῦ Σινᾶ.
Οἱ κάβες τῆς Γερακινῆς καὶ τὸ Στρατόνι.
Τὸ ἐπίχρισμα. Η ἅγια σκουριὰ ποὺ μᾶς γεννᾶ,
μᾶς τρέφει, τρέφεται ἀπὸ μᾶς, καὶ μᾶς σκοτώνει.​

Μα η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που αν δεν σερβιριστεί κρύο καίει πρώτα αυτόν που το προσφέρει. Ναι, την πήρα την εκδίκησή μου. Την πήρα και κίνησα για το Γολγοθά μου πιο άδειος από ποτέ.
Η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

No comments: