Search This Blog

Wednesday, April 22, 2020

Το μαγικό καθρεφτάκι

-"Είσαι... είσαι διαφορετικός."

Την κοίταξα αδιάφορα. Ήταν γονατισμένη μπροστά μου.

-"Συζήτηση θα πιάσουμε;"
-"..."
-"Θα με αφήσεις να περιμένω;"
-"Όχι."

Σηκώθηκε και πήγε μέσα να μου φτιάξει καφέ. Δεν είχα πολλή ώρα που είχα πάει σπίτι της, μέσα στη μαύρη νύχτα και δεν είμαι άνθρωπος που πίνει αλκοόλ. Η ίδια δεν έπινε γάλα αλλά είχε πάντα διαθέσιμο για το φραπέ μου. Η πλάτη της είχε μάθει να ξεχωρίζει τα καυλοπαίχνιδα από την τιμωρία και είχε καταλάβει ότι το να ανταγωνίζεσαι ένα σαδιστή δεν είναι προς το συμφέρον σου.

Γύρισε μετά από λίγη ώρα και γονάτισε προσφέροντάς μου τον καφέ.

-"Στρίψε μου ένα τσιγάρο σε παρακαλώ" της είπα ευγενικά αλλά κοφτά.
-"Μάλιστα."

Μου έστριψε το τσιγάρο και το έστριψε καλά. Στην αρχή δεν ήξερε τα έκανε σκατά. Έμαθε γρήγορα πάντως, όπως γρήγορα έμαθε ότι δε διαθέτω αποθέματα υπομονής σε υψηλές ποσότητες.

Άναψε το τσιγάρο και μου το έδωσε. Τράβηξα μια γουλιά από τον καφέ μου και την έβαλα να με πάρει στο στόμα της. Τράβηξα μια ρουφηξιά από το τσιγάρο αλλά το είχε κάνει πολύ σφιχτό και δεν τράβαγε καλά. Να το χέσω το καλό σχήμα αν σου βγαίνει το πνευμόνι για να τραβήξεις μια γαμημένη τζούρα.

Την έκοψα.

-"Δεν... δεν το κάνω καλά;"
-"Το μισό ταλέντο που έχεις στα τσιμπούκια να είχες στο στρίψιμο του τσιγάρου τι καλά που θα ήταν."

Χαμήλωσε τα μάτια της στο πάτωμα.

-"Αλλά θα μου πεις τσιμπούκια κάνεις από 18 χρονών. Αλίμονο αν δεν είχες μάθει."

Κοιτούσε στο πάτωμα. Τη χαστούκισα.

-"Σου έχω πει όταν σου μιλάω θα με κοιτάς στα μάτια, είναι κάτι που σε μπερδεύει;"
-"Ό... όχι."

Τη χαστούκισα ξανά.

-"Τότε γιατί το κάνεις; Για να μ' εκνευρίσεις;"
-"Συγνώμη."
-"Δε θέλω συγνώμες, θέλω να κάνεις αυτά που σου λέω."
-"Μάλιστα!"
-"Μαλιά"

Προσπάθησα να τραβήξω μια τζούρα αλλά ήταν σα να προσπαθούσα να τραβήξω ρουφηξιά από καλαμάκι σε τσιμέντο.

Την έφερα κοντά μου και έσβησα το τσιγάρο στο στήθος της. Το έτριψα καλά-καλά και μετά, όταν καθάρισα τη μουτζούρα είχε κάνει κοκκινίλα αλλά εκείνη δεν έβγαλε άχνα.

Έστριψα ένα τσιγάρο μόνος μου και το άναψα.

Με κοιτούσε με μισοκακόμοιρο βλέμμα που με έκανε...

Δεν ξέρω τι με έκανε.

Από τη μία άφριζα όταν ένιωθα απέναντί μου αδυναμία αλλά... από την άλλη ήθελα να την πάρω αγκαλιά και να τη χαϊδέψω, να την καθησυχάσω. Δεν ξέρω γιατί.

Ή μάλλον ξέρω.

Δεν έχω αδυναμία να νιώσω τη συναισθηματική κατάσταση των άλλων. Αδυναμία έχω να δράσω με μη κλινικό τρόπο επ' αυτού. Δε με θεωρώ "κακό" άνθρωπο, εννοώ ότι δε θέλω το κακό των άλλων ακόμα... ακόμα...

Μ' αρέσει να πληγώνω. Γιατί μετά νιώθω τύψεις...

Ναι, μ' αρέσει να πληγώνω και να πληγώνομαι. Ο ψυχικός πόνος είναι Κάθαρση. Είναι... είναι αίσθημα. Είναι ζωή.

Δεν είναι παράλογο; Να είσαι σαδιστής επειδή είσαι μαζοχιστής και να είσαι μαζοχιστής επειδή είσαι σαδιστής.

-"Τι σκέφτεσαι";
-"Γιατί είπες ότι είμαι διαφορετικός;"
-"Γιατί είσαι. Σαν να είσαι δύο διαφορετικοί άνθρωποι"
-"Με λες σχιζοφρενή;"
-"Όχι... όχι βέβαια."
-"Αλλά;"
-"Έχεις... έχεις τεράστιες μεταπτώσεις. Από τη μια είσαι... είσαι γελαστός, αστείος, ανοιχτόκαρδος. Από την άλλη είσαι πικρόχολος, μελαγχολικός, δηλητηριώδης..."
-"Ο ίδιος είμαι."
-"Όχι... δεν είσαι."
-"Ο ίδιος άνθρωπος είμαι. Και γελαστός και μελαγχολικός. Και αστείος και πικρός. Και ανοιχτόκαρδος και δηλητηριώδης. Ο ίδιος είμαι."
-"..."
-"Πιστεύεις ότι άλλαξα;"
-"Δεν... όχι..."
-"Κοίτα με στα μάτια, είπα!"

Σήκωσε πάλι το βλέμμα της προς εμένα.

-"Γιατί κάθεσαι μαζί μου;"
-"Γιατί..."

Νέο χαστούκι.

-"Γιατί κάθεσαι μαζί μου;"
-"Για τον ίδιο λόγο που κάθεσαι κι εσύ."
-"Ο οποίος είναι;"
-"Όχι δεσμεύσεις, όχι αισθήματα, όχι πολύπλοκες σκέψεις."
-"Γιατί δεν το λες σωστά;"
-"Πώς να το πω;"
-"Γιατί και οι δυο μας δεν έχουμε βρει κάτι καλύτερο."
-"..."
-"Η σιωπή σου εις απάντησή μου;"
-"Γιατί... γιατί το κάνεις αυτό;" είπε έχοντας επιτέλους σπάσει.
-"Γιατί λέω την αλήθεια;"
-"Άμα δε σ' αρέσει γιατί δε φεύγεις;"
-"Ποιος σου είπε ότι δε μ΄ αρέσει;"
-"Εσύ"
-"Δεν είπα τίποτα τέτοιο."
-"Αυτό είπες."
-"Όχι, αυτό που είπα είναι ότι κάθομαι για τον ίδιο λόγο που κάθεσαι κι εσύ, γιατί κανείς μας δεν έχει βρει κάποιον καλύτερο."
-"Άντε στο διάολο!"
-"Αν πάω θα αλλάξει κάτι;"
-"Πώς μπορείς να... πώς μπορείς να λες σε έναν άνθρωπο... σε έναν άνθρωπο γαμώ το, αυτό το πράγμα;"
-"Την αλήθεια; Την προτιμώ από τα χαριτωμένα ψέμματα."

Έβαλε τα κλάματα.

-"Έλα τώρα, μην κάνεις σαν κοριτσάκι."
-"Φύγε!"
-"Αν φύγω δεν θα ξανάρθω."
-"Και τι μου το λες;"
-"Είχαμε συμφωνήσει νομίζω οι δυο μας <<no strings attached>> γι αυτό ακριβώς το λόγο. Για να... για να ενώσουμε τις μοναξιές μας όχι φυσικά με σκοπό το έσονται έταιροι εις σάρκαν μίαν αλλά για την παρέα, για το γαμήσι, για το παιχνίδι... χωρίς δεσμεύσεις... όσο θέλουμε."
-"Και;"
-"Αν με διώξεις θα το πάρω ότι έχεις αρχίσει να δένεσαι συναισθηματικά και να με συμπαθάς αλλά έχω τα δικά μου, δε μπορώ να φορτωθώ και τις δικές σου τύψεις."
-"Ναι, αυτό είχαμε πει. Δε ζητάω γαμώτο τίποτα παραπάνω. Αλλά... αλλά φέρσου σαν να έχεις έναν άνθρωπο απέναντί σου." είπε κλαίγοντας. "Άνθρωπος είμαι... δεν είμαι... δεν είμαι ένα γαμημένο αυτοκίνητο που με παίρνεις για να κάνεις τη δουλειά σου."

Αν ο σκοπός της ήταν να νιώσω κάποιο οίκτο κατάφερε ακριβώς το αντίθετο.

-"Ποτέ δε σε είδα σαν αυτοκίνητο. Κανένα αυτοκίνητο δεν κάνει τα τσιμπούκια που κάνεις."
-"ΑΝΤΕ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ"

Το χαστούκι που της έριξα δεν είχε οργή. Ήταν ψυχρά, κλινικά υπολογισμένο.

Έτριψε το μάγουλό της.

Της έριξα και δεύτερο χαστούκι.

Τα μάτια μου ήταν νεκρά, άψυχα. Το κατάλαβε. Με κατάλαβε.

-"Πολλά μπορεί να είμαι αλλά όχι βιαστής. Δε θα σε βάλω να με τσιμπουκώσεις παρά το γεγονός ότι έχω καυλώσει γιατί αυτή τη στιγμή δεν ξέρω τι γίνεται μέσα στο κεφάλι σου, νιώθω μόνο οργή και πόνο."

Με κοίταξε

-"Τούτου λεχθέντος έχεις μέχρι να μου πέσει. Αν το αφήσεις να συμβεί θα το εκλάβω ότι δεν έχεις διάθεση οπότε θα το σεβαστώ, θα ντυθώ και θα σηκωθώ να φύγω."
-"Και αν φύγεις, δε θα ξανάρθεις, σωστά;"
-"Αυτό είναι το ρίσκο που θα πάρεις."
-"Με εκβιάζεις;"
-"Καθόλου, σου δίνω τις επιλογές σου."
-"Γκρεμό και ρέμα."
-"Τσιμπούκι ή φεύγω."
-"Και δεν είναι εκβιασμός;"
-"Όχι, είναι οι επιλογές σου, οι ελεύθερες επιλογές σου. Για να ήταν εκβιασμός θα έπρεπε να υπάρχει απειλή."
-"Υπάρχει."
-"Όχι. Αυτό που υπάρχει είναι το ρίσκο που θα πρέπει να πάρεις."

Άρχισε να μου πέφτει.

-"Ο χρόνος σου τελειώνει."

Δεν απάντησε.

Έκανα να σηκωθώ... μα μ' έσπρωξε πίσω. Με έσπρωξε πίσω και με πήρε στο στόμα της.

-"Μπράβο το κορίτσι μου" της είπα πιάνοντάς την από τα μαλλιά και δίνοντας το ρυθμό που ήθελα. Παρά τη γκρίνια της έβαλε όλη της την τέχνη και είχα έρθει ήδη με ορέξεις.

Έχυσα στο στόμα της, αλλά τραβήχτηκα και έχυσα και στο πρόσωπό της. Την έσπρωξα και έχυσα και στο στήθος της και στο πάτωμα.

-"Μάζεψέ τα" τη διέταξα.

Σκούπισε με το δάχτυλό της το πρόσωπο και το στήθος, τα μάζεψε και τα έγλειψε όλα.

-"Όλα!"

Με κοίταξε.

Ξανά υπολογισμένο χαστούκι.

-"Είπα όλα."

Αναστενάζοντας έσκυψε στο πάτωμα και έγλυψε τα χύσια που είχαν πέσει. Τουλάχιστον ήταν νοικοκυρεμένη οπότε δεν κινδύνευε να πάθει κάποια δηλητηρίαση.

Αν τώρα έβγαζε άφθες... well, ακόμα καλύτερα. After all, αν υπάρχει καλύτερο πράγμα από ένα καλό τσιμπούκι, είναι ένα καλό τσιμπούκι που πονάει αυτή που στο κάνει.

-"Μπράβο το πουτανάκι μου."
-"..."

Έστριψα ένα τσιγάρο και το άναψα. Ήπια μια τζούρα καφέ.

-"Γλύψε μου τα πόδια."

Συνέχισα να πίνω τον καφέ μου ενώ εκείνη υπάκουα μου έγλειψε και τα δύο πόδια μέχρι που μου ξανασηκώθηκε.

-"Πήγαινε στο κρεβάτι σου και κάτσε στα τέσσερα."
-"Μάλιστα" είπε και έκανε να σηκωθεί.
-"Στα τέσσερα θα πας"
-"Μάλιστα"

Έπεσε στα τέσσερα και πήγε σαν τη σκύλα στο δωμάτιό της. Ήπια ακόμα μια γουλιά καφέ και σηκώθηκα να βγάλω τη ζώνη από το παντελόνι μου. Πήγα μέσα στο δωμάτιό της, είχε καθίσει όπως την είχα διατάξει, στην άκρη του κρεβατιού με τον κώλο της τουρλωμένο και έτοιμο για χρήση.

-"Έχεις ετοιμαστεί κατάλληλα φαντάζομαι;"
-"Ν... ναι."
-"Το καλό που σου θέλω. Αν με λερώσεις θα σε βάλω να τα γλύψεις."
-"Μάλιστα" μου είπε.

Είχε σπάσει -για τη βραδιά τουλάχιστον- χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.

Πήρα τη ζώνη στα χέρια μου. Η πρώτη έπεσε δυνατή στα κωλομέρια της και την έκανε να τιναχτεί. Νόμιζε ότι ήθελα απλά να την πάρω από τον κώλο.

Λάθος της.

-"ΑΟΥΥΥΥΥ" είπε χωρίς να μετρήσει.

Δεύτερο λάθος της.

-"Είναι νέος αριθμός αυτός ο ΑΟΥΥΥΥ" τη ρώτησα ρίχνωντάς της μία ακόμα πιο δυνατή.

-"ΑΑΑΑΑΟΥ... Δ... ΔΥΟ"

Και ξανά. Και ξανά. Και ξανά...

Και ξανά...

Στην 30η ο κώλος της είχε πάρει αυτό το υπέροχο κόκκινο χρώμα.

Τον έφτυσα και τον ακούμπησα στον κώλο της. Μπήκα απότομα κερδίζοντας ακόμα ένα "ΑΟΥΥ"

-"Έτσι γαμάει η Λεωφόρος" της είπα.

Το αίμα νερό δε γίνεται.

Άρχισα να κινούμαι μέσα της, σιγά στην αρχή και πιο γρήγορα στη συνέχεια. Που και που σταματούσα και έριχνα ξυλιές με το χέρι μου στα πισινά της. Εκείνη είχε σφαλίσει το στόμα της και δεν έβγαζε άχνα, μόνο μερικά βογγητά που και που της ξεφεύγαν.

Μπορεί να είμαι ψυχικά μαζώχα αλλά το ίδιο ήταν και λόγου της, το όλο δράμα πριν δεν ήταν παρά η προθέρμανσή της.

Ένιωσα να κορυφώνω και καρφώθηκα μέσα της κρατώντας την από τους ώμους τελειώνοντας με σπασμούς βαθιά μέσα στον κώλο της.

Δεν ήμασταν παρά δύο ξένοι που ενώσαμε μοναξιές και καύλες γιατί κανείς μας δεν είχε βρει κάτι καλύτερο. Ήταν το μόνο μας κοινό.
Παρελθόν και παρόν
στην καρδιά των ουρανών,
σημαδεύουν τη ζωή μας μ' αστραπές,
μα τα όνειρα που αντέχουν
μες στα στήθια μας να ζουν,
σα σκυλιά μας κατατρέχουν,
δε γουστάρουν να χαθούν.

Δύο ξένοι που ένωσαν τις ερημιές τους ελπίζοντας ότι κάποια μοίρα θα τους σπλαχνιστεί και θα σπάσουν αυτά τα δεσμά.
Ελισσώ, σε μισώ,μα είσαι τ' άλλο μου μισό,Ελισσάβετ, καθρεφτάκι μαγικό
Δύο μισοί άνθρωποι, κομμάτια κάποιου σπασμένου καθρέφτη.

No comments: