Τον βρήκα να κάθεται στο πεζούλι της παλιάς γέφυρας. Με τα πόδια έξω κοίταζε το γκρεμό κάτω και δεν έδειχνε να δίνει σημασία στο τι γινόταν γύρω του. Τον πλησίασα ανήσυχος μα δεν γύρισε καν να με κοιτάξει.
- "Καλησπέρα" του είπα αβέβαιος. "Σκέφτεσαι να πηδήξεις;" τον ρώτησα μισο-αστεία μισο-σοβαρά.
Γύρισε και με κοίταξε με αυτό το αιώνιο παιδικό του χαμόγελο. Η μάσκα. Έτσι την έλεγε.
- "Ο Νίτσε είχε πει πως αν κοιτάξεις καλά την Άβυσσο πρέπει να προσέξεις γιατί θα σε κοιτάξει κι αυτή".
Δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Ανησυχούσα πραγματικά. Είχε υψοφοβία και το να κάθεται έτσι στην άκρη του γκρεμού με γέμιζε φόβο. Δοκίμασα να αστειευτώ.
- "Προσπαθείς να κατανικήσεις την υψοφοβία σου;" τον ρώτησα.
- "Όχι" απάντησε και ξαναγύρισε το κεφάλι του προς το γκρεμό. Πήγα και κάθισα δίπλα του. Γύρισε πάλι το κεφάλι και μου χαμογέλασε.
- "Αρχίζεις και με φρικάρεις" του είπα.
Δεν απάντησε απλά ξανακοίταξε το ξεροπόταμο 50 μέτρα πιο κάτω.
Άρχισε να μου μιλάει ξαφνικά. Μπορεί να μην μιλούσε καν σε μένα, μπορεί να τα έλεγε στον εαυτό του.
- "Ήταν μια διαβολεμένη εβδομάδα. Κι όμως είχε ξεκινήσει γεμάτη υποσχέσεις."
Σταμάτησε.
- "Συνέχισε" τον παρότρυνα. Σπάνια ανοιγόταν. Εξαιρετικά σπάνια.
- "Αυτό μόνο" μου είπε.
Σιωπή.
- "Τι έγινε; Τι σου συνέβη;"
- "Δεν έχει σημασία" μου είπε.
- "Πώς δεν έχει σημασία; Μία ώρα τη νύχτα κάθεσαι στο χείλος του γκρεμού με τα πόδια έξω και μου λες δεν έχει σημασία; Με φρικάρεις ρε, δεν το καταλαβαίνεις;"
- "Φοβάσαι;" με ρώτησε χωρίς να με κοιτάξει.
- "Ανησυχώ" του είπα. "Ναι, φοβάμαι. Με φοβίζεις έτσι όπως κάθεσαι."
- "Δεν έχεις ιδέα τι θα πει φόβος" μου είπε.
Δεν ήξερα τι να πω.
- "Σε παρακαλώ" του είπα "πες μου τι έχεις."
Η απάντησή του με κοκάλωσε. Φαίνεται τόσο ανόητο αλλά μα τω Θεώ μου σηκώθηκαν οι τρίχες στο σβέρκο.
- "Εμένα" μου είχε πει.
Δίστασα. Ήμουν σίγουρος ότι δεν εννοούσε ότι ένιωθε μοναξιά. Τον ρώτησα ωστόσο για να είμαι σίγουρος. Δεν ήταν κατάσταση για να την αφήσεις στην τύχη της.
- "Μέρος του πακέτου. Αλλά όχι το μεγαλύτερο."
- "Τότε τι;"
- "Φοβάσαι;" με ξαναρώτησε.
Αρχικά εκνευρίστηκα με την ερώτηση αλλά γρήγορα συνειδητοποίησα που το πήγαινε.
- "Εσύ φοβάσαι;" τον ρώτησα.
- "Τώρα όχι" μου είπε. "Αλλά ένιωσα φόβο. Όχι, όχι απλά φόβο. Ένιωσα τρόμο."
- "Με τι" τον ρώτησα σχεδόν σίγουρος για την απάντηση.
- "Με εμένα" μου απάντησε επιβεβαιώνοντας με.
- "Πες μου σε παρακαλώ τι σου συνέβη. Για όνομα του Θεού, μίλα μου."
- "Ήταν μια διαβολεμένη εβδομάδα. Κι όμως είχε ξεκινήσει γεμάτη υποσχέσεις."
- "Τι χάλασε;" τον ρώτησα.
- "Δεν έχει σημασία. Κάτι πήγε στραβά. Συμβαίνει. Σημασία έχει το μετά... το μετά και η διαχείρισή του."
Με κούραζε, πάντα με κούραζε η κρυψίνοια του αλλά δεν τολμούσα να δείξω τον εκνευρισμό μου.
Γύρισε και με κοίταξε. "Θυμάσαι τι σου είχα πει για το S/m;" με ρώτησε.
- "Γι αυτό μου έχεις πει πολλά" του απάντησα. "Ποιο απ' όλα;"
- "Μια από τις βασικές αρχές" μου είπε.
Τρόμαξα. Πάντα ήξερα ότι ήταν "κάπως" και ένας θεός ήξερε τι είχε κάνει.
- "Τη συναίνεση;" τον ρώτησα; "Έκανες κάτι-".
Με διέκοψε.
- "Όχι τη συναίνεση. Υπάρχει και μια άλλη βασική αρχή" μου είπε.
Μπερδεύτηκα. Προσπαθούσα να σκεφτώ αλλά δεν έβρισκα την άκρη.
- "Δεν... δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι."
- "Θυμάσαι το παραμύθι με τις τρεις συμβουλές;" με ρώτησε.
- "Ναι" του απάντησα. "Το θυμάμαι".
- "Την τελευταία συμβουλή τη θυμάσαι;" με ξαναρώτησε.
Προσπαθούσα να τη θυμηθώ αλλά δε χρειάστηκε. Μου την είπε ο ίδιος με φωνή κασέτας από παιδικό παραμύθι.
- "Τον αποψινό θυμό φύλαξέ τον το πουρνό."
Κάτι έκανε μέσα μου κλικ.
- "Α, ναι, τώρα θυμήθηκα. Ποτέ μην ξεσπάσεις τα νεύρα σου εκεί. Ποτέ μην το κάνεις οργισμένος."
Έγνεψε.
"Ωχ" σκέφτηκα μέσα μου.
- "Της ψυχής τα σημάδια" μου είπε "είναι σαν τα στίγματα του Ανάμ. Όσο και αν τα τρίψεις, όσο και αν τα κάψεις δεν σβήνουν. Είναι πάντα εκεί να σου θυμίζουν..."
Άφησε τη φράση στη μέση.
- "Χθες άφησα κι εγώ ένα σημάδι" είπε στενάζοντας.
Δεν μίλησα.
- "Τι έκανες;" τον ρώτησα
- "Δεν έχει σημασία" μου είπε. "Σημασία έχει ότι είναι ασυγχώρητο."
- "Τι έκανες;" επέμεινα.
Δεν απάντησε.
Σιωπή.
- "Έχεις διαβάσει τον Έλρικ του Μελνιμπονέ;" με ρώτησε.
Ναι, τον είχα διαβάσει. Και τα πέντε βιβλία. Δεν του απάντησα αλλά εκείνος συνέχισε.
- "Θυμάσαι το 'Ταξιδιώτης στις θάλασσες της μοίρας';'
Τα είχα διαβάσει πριν πολύ καιρό. Δεν το θυμόμουν.
- "Κάπου εμφανίζεται ένας πρόγονος του Έλρικ. Ο Σαζίφ Ντ' Ααν" συνέχισε.
Δεν έγινε το κλικ μέσα μου.
- "Θύμησέ μου" του είπα.
- "Ο Σαζίφ Ντ'Ααν ήταν ένας από τους μεγαλύτερους μάγους του Μελνιμπονέ. Μέχρι που ερωτεύτηκε, κάτι το εξαιρετικά σπάνιο για έναν Μελνιμπόνιο. Θυμάσαι; Δεν ήταν ακριβώς άνθρωποι. Ήταν μια άλλη ράτσα. Μια ράτσα σκληρή, μελαγχολική, αχαλίνωτη. Πέρα και έξω και μακριά από το ανθρώπινο <<καλό>> και <<κακό>>. Χωρίς τα συναισθήματα όπως εμείς τα αντιλαμβανόμαστε. Υπηρέτες του Χάους. Τέλος πάντων, ο Σαζίφ Ντ' Ααν ερωτεύτηκε μια σκλάβα που προοριζόταν για τη μουσική των βασανιστηρίων ή για κάποιο πείραμα, δε θυμάμαι. Την λάτρεψε, εγκατέλειψε τη μαγεία, εγκατέλειψε την ίδια του τη φύση για εκείνη. Έφυγαν μαζί από το ονειρεμένο Ίμρρυρ. Εκείνη δεν έδειχνε κάτι πέρα από μια ευγενική στοργή. Δεν έδειχνε να τον αγαπούσε ή να τον είχε ερωτευτεί. Υπήρχε κάποιος άλλος πιο παλιά. Ο Κάρολακ. Πριν την απαγάγουν και την πουλήσουν στους Μελνιμπόνιους είχε δώσει όρκους πίστης στον Κάρολακ. Όταν έμαθε για την απαγωγή της κίνησε γη και ουρανό για να τη βρει. Τελικά τη βρήκε στο χαρέμι του Ντ' Ααν αλλά η κοπέλα αντιστάθηκε στην απελευθέρωσή της. Ο Κάρολακ νόμιζε ότι απλά είχε παγιδευτεί στην ίδια της τη σκλαβιά που της είχε επιβληθεί -αυτό που λέμε σύνδρομο της Στοκχόλμης- οπότε την πήρε μαζί του με το ζόρι πιστεύοντας ότι θα γιατρευτεί."
Σταμάτησε τη διήγηση. Έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο καπνό και πήγε να στρίψει ένα τσιγάρο. Το φιλτράκι του έπεσε στο γκρεμό. Βλαστήμησε, έβγαλε άλλο ένα και αυτή τη φορά κατάφερε να στρίψει το τσιγάρο. Το άναψε και πήρε μια βαθιά ρουφηξιά".
- "Ο Ντ' Ααν τρελός από έρωτα και ζήλεια τους κυνήγησε ανελέητα μέχρι που τους έπιασε. Έσφαξε ή μάγεψε τον Κάρολακ -δεν το ξεκαθαρίζει- και πήρε την σκλάβα και γύρισαν στο Ίμρρυρ. Τυφλωμένος από τη ζήλια διέταξε το θάνατό της στον Τροχό του Χάους. Τα κόκαλά της έσπασαν ένα ένα και η κοπέλα πέθαινε φρικτά και βασανιστικά για μέρες. Το δέρμα της είχε αρχίσει να αποκολλάται και ο Ντ' Ααν παρακολουθούσε κάθε στιγμή του μαρτυρίου της. Έκανε όλων των ειδών τα ξόρκια και τις μαγείες που ήξερε για να την κρατήσει ζωντανή, για να παρατείνει το μαρτύριό της. Όταν και τα μάγια δεν ήταν πια αρκετά για να την κρατήσουν ζωντανή ο Σαζίφ Ντ' Ααν διέταξε να την κατεβάσουν από τον Τροχό του Χάους".
Τράβηξε δυο-τρεις δυνατές ρουφηξιές.
- "Έσκυψε από πάνω της και της είπε: <<Τιμωρήθηκες για την προδοσία σου. Τώρα σου επιτρέπω να πεθάνεις>>. Είδε τα ματωμένα χείλη της να κινούνται προσπαθώντας να πει τις τελευταίες της λέξεις. Έσκυψε από πάνω της να την ακούσει."
Είχε δακρύσει καθώς διηγούνταν την ιστορία. Δεν τον είχα δει ποτέ έτσι. Δεν θυμόμουν την ιστορία και τον ρώτησα.
- "Τι του είπε; Κάποια κατάρα;"
- "Με την τελευταία της ανάσα η σκλάβα του είπε <<Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, σ' αγαπώ>> και μετά πέθανε."
Είχε σπάσει η φωνή του. Έτρεμε.
- "Ο Σαζίφ Ντ' Ααν, ο Μελνιμπόνιος, γνώρισε τις τύψεις."
Έκλαιγε. Τον κοίταζα που έκλαιγε με λυγμούς χωρίς να ξέρω τι να τον κάνω. Ταράχτηκα από την ιστορία του και φοβήθηκα, φοβήθηκα πολύ.
- "Τι έκανες;" τον ρώτησα γεμάτος φόβο και φρίκη. "Τι έκανες;"
- "Πλήγωσα ίσως ανεπανόρθωτα έναν άνθρωπο. Το μόνο άνθρωπο που του ανοίχτηκα τόσο. Το μόνο άνθρωπο που αντίκρισε το σκοτάδι μέσα μου και αντί να φύγει τρέχοντας με αγκάλιασε τρυφερά και με χάιδεψε. Τον μόνο άνθρωπο που χωρίς καμία υποχρέωση απέναντί μου, χωρίς κανένα συναίσθημα, χωρίς καμιά δέσμευση μου πρόσφερε τον εαυτό του. Ενώσαμε απλά τις μοναξιές μας και παίξαμε, γελάσαμε, κλάψαμε. Δεν είχε ζητήσει ποτέ τίποτα. Ποτέ. Η πρώτη φορά ήταν χτες".
- "Και;" τον ρώτησα; "Και τι έκανες;"
- "Το αρνήθηκα. Ήταν τόσο απλό, τόσο εύκολο, τόσο ανέξοδο. Αλλά το αρνήθηκα. Αρνήθηκα γιατί στα μάτια της είδα τον εαυτό μου. Αρνήθηκα γιατί τρόμαξα. Αρνήθηκα γιατί ήθελα να την πονέσω. Και τον ευχαριστήθηκα αυτόν τον πόνο, το καταλαβαίνεις; Τον ευχαριστήθηκα."
- "Χίλια μαστίγια δεν μπορούσαν να προκαλέσουν τον πόνο που προκάλεσε αυτή η άρνηση."
Αναστέναξε.
- "Το μετάνιωσα σχεδόν αμέσως. Το μετάνιωσα αλλά ήμουν πολύ εγωιστής για να γυρίσω πίσω. Πολύ περήφανος για να καταδεχτώ να παρακαλέσω τη συγχώρεσή της."
Σταμάτησε και έστριψε ακόμα ένα τσιγάρο. Τον κοίταξα μπερδεμένος. Δεν καταλάβαινα. Του το είπα.
- "Πάντα φιλάς το μέρος του σώματος που χτύπησες. Πάντα σκουπίζεις το μέρος του σώματος που λέρωσες. Πάντα ευχαριστείς αυτήν που σου πρόσφερε τον εαυτό της για την ικανοποίησή σου. Δεν παίρνεις μόνο. Δίνεις κιόλας. Κι εγώ το αρνήθηκα. Αρνήθηκα το πιο απλό κι εύκολο πράγμα."
Αναστέναξε βαθιά.
- "Αυτό που έκανα και ειδικά στον άνθρωπο που το έκανα ήταν ασυγχώρητο. Εκείνη μπορεί να με συγχωρήσει ίσως κάποτε. Εγώ δε θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Ποτέ."
Τον είδα να πιέζει με τα χέρια του το πεζούλι. Φοβήθηκα πως θα πηδήξει και έβαλα μια φωνή. Δεν ήθελε να πηδήξει, απλά γύρισε από την άλλη μεριά.
- "Μη φοβάσαι, δεν σκοπεύω να αυτοκτονήσω" μου είπε.
Κατέβηκε από το πεζούλι και ξεκίνησε να προχωράει.
- "Που πας;" τον ρώτησα.
- "Σπίτι μου πάω, πού αλλού;" μου απάντησε.
- "Θέλεις να έρθω να σου κάνω παρέα" τον ρώτησα προσπαθώντας να τον πλησιάσω.
- "Όχι. Φύγε, πήγαινε σπίτι σου σε παρακαλώ."
- "Ανησυχώ για σένα του είπα. Φοβάμαι, φοβάμαι να σ' αφήσω μόνο σου."
Κοντοστάθηκε αλλά δε γύρισε να με κοιτάξει.
- "Δεν σκοπεύω να αυτοκτονήσω" μου ξαναείπε. "Πήγαινε σπίτι σου, μην ανησυχείς."
Δίστασα.
- "Ο θάνατος δεν είναι τιμωρία" μου είπε. Ξεκίνησε να περπατάει και μου είπε άλλες τρεις λέξεις.
Μπορεί να φανεί ανόητο αλλά συγκλονίστηκα. Είμαστε κάτι παραπάνω από το άθροισμα αυτών που έχουμε ζήσει και ο φίλος μου ήταν ένα σκοτεινό αίνιγμα. Ένα πικρό, μελαγχολικό, σκοτεινό αίνιγμα.
"Ο θάνατος δεν είναι τιμωρία" είχε πει. "Η ζωή είναι."
No comments:
Post a Comment