Προχωρώ με ταχύ βήμα δίπλα από τις φωτισμένες βιτρίνες. Έχει κίνηση στο δρόμο, αυτοκίνητα πάνε και έρχονται, γεμάτα κόσμο, προσδοκίες και υποσχέσεις. «Πού στο διάβολο είναι;» σκέφτομαι μέσα μου. Με εκνευρίζουν τα λαμπερά φώτα. Με εκνευρίζει η ψεύτικη ευημερία της πόλης. Η αλήθεια είναι εκεί έξω, στο σκοτάδι.
Το βρίσκω. Πλησιάζω και βλέπω τον πάγκο με τα περιοδικά, τις εφημερίδες, τα τσιγάρα και ένα σκασμό διαφορετικές χαζομάρες που παίρνει ο κόσμος. Κοιτάζω το γεράκο. «Δώσε μου ένα Camel» του λέω. «Μαλακό ή σκληρό» με ρωτάει. «Μαλακό» του απαντάω. «Μαλακό σαν τα λιωμένα πτώματα των σκλάβων που έχτισαν τις πυραμίδες.»
«Σε ποια πυραμίδα;» μου αποκρίνεται ο μπάρμπας.
«Ποιο ηλίθιο σύνθημα παρασύνθημα δε μπορούσε να σκεφτούν τα κινέζια;» αναρωτήθηκα φευγαλέα από μέσα μου πριν απαντήσω «Σε κάθε πυραμίδα αλλά ειδικά στην μπλε».
Σουρεαλισμός όχι μαλακίες!
Ο γέρος έγνεψε. Δεν είδα τι έκανε αλλά η πόρτα πίσω από το stand άνοιξε και βγήκε από μέσα ένας κινέζος γορίλλας.
Με κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια. Φιλικός τυπάκος, ανατρίχιασαν μέχρι και οι κωλότριχές μου. Κάτι μου γαύγισε στα κινέζικα. Δεν κατάλαβα τίποτα αλλά του γάβγισα στα ελληνικά και στον ίδιο τόνο «Κι εγώ σ’ αγαπάω». Δεν έγινα αυτό που έγινα αφήνοντας τις προκλήσεις αναπάντητες. Ο γέρος μου εξήγησε ότι θα μπορούσα να περάσω μέσα. «Δε μου δίνεις και τα τσιγάρα;» τον ρώτησα. Μου τα έδωσε. Ο κινέζος κελάηδησε σα νευριασμένος πτεροδάκτυλος οπότε αποφάσισα να σταματήσω τις καθυστερήσεις.
Είχε και σωματικό έλεγχο. Μόνο δάχτυλο δε μου έβαλαν. Αναρωτιόμουν στωικά καθώς με ξετίναζαν, ποιος θα πήγαινε στη φωλιά του δράκου για τσαμπουκά. Ίσως κάποιος με χειροβομβίδες; «Μην είσαι χαζός» συνέχισα να σκέφτομαι «αν κάνει ντου η αστυνομία άντε να εξηγήσεις τι δουλειά είχες εδώ». Τελικά αποφάσισα πως καλά έκαναν ό,τι έκαναν. Άλλωστε η όλη μυστικοπάθεια με βόλευε. Θα γινόμουν ενδιαφέρον πρωτοσέλιδο έτσι και μαθευόντουσαν κάποιες σκοτεινές λεπτομέρειες της ζωής μου. Όταν τελικά κατάλαβαν ότι δεν είχα κοριούς, όπλα και δεν ξέρω τι άλλο με άφησαν να συνεχίσω.
Προχώρησα στο διάδρομο και έφτασα σε μια πόρτα. Πήγα να την ανοίξω αλλά προφανώς με παρακολουθούσαν από κλειστό κύκλωμα γιατί κάποιος από μέσα μου άνοιξε την πόρτα. Πέρασα μέσα. Μου θύμιζε μπουρδέλο του 19ου αιώνα, δηλαδή από αυτά που έχω δει στην τηλεόραση. Μπορεί να είμαι μιας άλφα ηλικίας αλλά δεν είμαι και ο highlander. Δεν είδα κανένα άλλο εκεί. Με ραντεβού είχα πάει βέβαια αλλά στο μυαλό μου το είχα πλάσει αλλιώς, σα δημοπρασία.
Κάθισα σε ένα καναπέ. Μια κινεζούλα ήρθε και με ρώτησε τι θέλω να πιω. Στάθηκα αναποφάσιστος ενώ η κοπελίτσα είχε χαμηλώσει τα μάτια και με περίμενε καρτερικά. «Ουίσκι» της είπα. «Σκέτο». Έφυγε και γύρισε μετά από λίγο. Μου το έδωσε με μια βαθιά υπόκλιση και μετά έφυγε πισωπατώντας.
Κάθισα κάμποση ώρα μόνος μου εκεί και περίμενα. Από κάποια κρυφά ηχεία ακουγόταν κλασσική μουσική. Κάπως δεν ταίριαζε με το όλο σκηνικό. Χτύπησα ανυπόμονα τα δάχτυλά μου στον καναπέ.
Μπήκαν μέσα. Τις κοίταξα μία-μία προσεκτικά από αριστερά προς τα δεξιά. Ένιωσα την πικρή γεύση της χολής στο λαιμό μου. Η τελευταία δεν πρέπει να ήταν πάνω από 12-13 χρονών.
Υποκρισία, το ξέρω.
Άσπρες, μαύρες και καφέ. Όφειλα να το παραδεχτώ πως οι κινέζοι ήταν καλά δικτυωμένοι. Κούνησα αποδοκιμαστικά το κεφάλι μου. Έφυγαν όλες και μπήκε μια νέα φουρνιά. Πρόσεξα μια καστανούλα με καρέ μαλλί και κατάμαυρα μάτια. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 16-17.
Πώς μπορούσε να υπάρχει ακόμα αθωότητα σ’ αυτά τα μάτια;
Σημείωσα τον αριθμό της και μπήκε μια νέα φουρνιά. Δεν είδα κάτι που να με εντυπωσιάσει. Είδα καμιά 30αριά κοπέλες. Από παιδιά σχεδόν μέχρι 20άρες. Είχα κολλήσει στην καστανομάλλα. Ζήτησα να μου τη φέρουν.
Την κοίταξα από την κορυφή ως τα νύχια. Λείο δέρμα, σχεδόν διάφανο. «Γδύσου» τη διέταξα. Ένιωσα αυτά τα μαύρα μάτια να βυθίζονται στα σκοτάδια της ψυχής μου. Είναι δυνατόν να σε πονάει μια ματιά; Δεν αντιγύρισα το βλέμμα μου. Κοιταζόμασταν για λίγη ώρα. Η μαντάμ της έριξε μια ξανάστροφη «Κάνε αυτό που σε διέταξαν». Δεν έκανε τίποτα, απλά με κοίταζε. Η μαντάμ πήγε να της ρίξει και δεύτερη. Της έκανα μια κίνηση με το χέρι μου να σταματήσει.
Οι ματιές μας πάλεψαν πολλή ώρα.
Δεν παραιτήθηκε. Υπάκουσε τελικά αλλά δεν παραιτήθηκε. Εξακολουθούσε να με κοιτάζει θαρρετά στα μάτια. Όμορφο στήθος. Μεγαλούτσικο αλλά όχι βαρύ και με τις ρώγες να έχουν το σωστό μέγεθος. «Γύρνα» της είπα. Δεν γύρισε.
Είχε παρατραβήξει. Έκανα ένα νεύμα στη μαντάμ που το έπιασε το υπονοούμενο και μου ένευσε καταφατικά. Σηκώθηκα από τον καναπέ και στάθηκα μπροστά της. «Γύρνα» της είπα. Απλά με κοίταξε. Την χτύπησα με ανοιχτή την παλάμη. Έπιασε το πρόσωπό της. Την χτύπησα στο άλλο μάγουλο. «Γύρνα» της είπα. Γύρισε.
Ξανακάθισα στον καναπέ. Είχε ωραίο κώλο, θα τα πηγαίναμε καλά. «Γύρισε και κοίτα με» τη διέταξα. Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα της πέταγε φωτιές.
Υπέροχο.
Θα απολάμβανα το σπάσιμό της όπως θα απολάμβανα κάθε εκατοστό του κορμιού της.
Iryna. Ειρήνη. Στο γλυκό σου σώμα θα γινόταν πόλεμος. Έπαθλό μου η ψυχή σου.
Είχα αποφασίσει.
Έγνεψα στη μαντάμ. Αποσύρθηκε μαζί με την Iryna. Μέσα μπήκε ο σωματέμπορος. Με είχαν ψάξει εξονυχιστικά. Ήξεραν σχεδόν τα πάντα για μένα. Όχι φυσικά γιατί νοιαζόντουσαν για την κοπέλα, για την επιχείρησή τους νοιαζόντουσαν.
Πελάτης που δεν μπορεί να κρατήσει το εμπόρευμα και υπάρχει κίνδυνος να κελαηδήσει δεν θα περνούσε την είσοδο παρά τη σουρεαλιστική διαδικασία που είχε προηγηθεί στο news stand.
«Φύλαξη κάνετε» τον ρώτησα; «Απουσιάζω αρκετά συχνά λόγω δουλειάς και μερικές φορές μπορεί να μου πάρει μήνα μέχρι να επιστρέψω.»
Χαμογέλασε. «Βεβαίως» μου απάντησε. «Αν το επιθυμείτε μπορείτε να βγάλετε και κέρδος από τη φύλαξη» μου εξήγησε.
Αργότερα ίσως.
Πήρα τηλέφωνο. Ο κινέζος περίμενε να γίνει η συναλλαγή. Όταν την επιβεβαίωσε χαμογέλασε και μου είπε «Θα σας τη φέρουμε σε μια εβδομάδα. Να έχετε έτοιμο το υπόλοιπο μισό ποσό.»
«Βεβαίως» του είπα.
Είναι αλήθεια αυτό που λένε. Στη Νέα Υόρκη μπορείς να βρεις τα πάντα.
Γύρισα στην Ελλάδα. Οι δουλειές μου με κρατούσαν απασχολημένο όσο περίμενα την άφιξη της Iryna. «Ειρήνη» έκανα τη διόρθωση μέσα μου.
Αν περίμενα κάποιο μαύρο βαν θα είχα απογοητευτεί. Τέτοιες δουλειές δεν γίνονται στα κρυφά, γίνονται στα τόσο φανερά που σχεδόν κανείς δεν αναρωτιέται. Άλλωστε τέτοια κυκλώματα είναι βαθιά δικτυωμένα, ίσως περισσότερο κι από εμένα… κι του λόγου είμαι πολύ βαθιά δικτυωμένος. Στο μαύρο πάντως έπεσα μέσα, μαύρη ήταν η λιμουζίνα.
Τους υποδέχτηκα στην είσοδο της οικίας. Βγήκε από το αυτοκίνητο. Ντυμένη με μια πανάκριβη τουαλέτα ήταν πολύ όμορφη.
Και πολύ αταίριαστη.
Την έπιασα από το χέρι. Της χαμογέλασα αλλά δε το ανταπέδωσε. «Έχουμε καιρό γι αυτά» σκέφτηκα μέσα μου. Μπήκαμε όλοι στο σπίτι. Δεύτερο τηλέφωνο. Αναμονή. Χτυπάει το τηλέφωνο του αντιπροσώπου. Χαμογελάει. «Είναι όλη δική σας».
«Θέλετε ένα ποτό» τον ρώτησα. Όχι ότι δε βιαζόμουν να μείνω μόνος μου με το Ειρινάκι αλλά οι καλές αγορές κλείνουν πάντα με ένα ακριβό ποτό. «Όχι σας ευχαριστώ» μου απάντησε. Ίσως και να κατάλαβε ότι ήθελα να τον ξεφορτωθώ. «Οφείλω να σας προειδοποιήσω ότι θα είστε υπό παρακολούθηση για πολύ καιρό. Σε περίπτωση που η κοπέλα σας το σκάσει να ξέρετε ότι δεν γίνεται επιστροφή των χρημάτων…». Κόμπιασε για λίγο. «…ή της κοπέλας» συνέχισε με νόημα.
«Κατανοητό» σκέφτηκα. Του το είπα κιόλας.
Έφυγαν. Γύρισα και την κοίταξα. «Επιτέλους μόνοι» της είπα και απόλαυσα τον φόβο που ζωγραφίστηκε στα μάτια της. Για αύριο το μενού είχε μια μικροεπέμβαση ώστε να τις τοποθετήσω το απαραίτητο εμφύτευμα. Σήμερα θα μπορούσαμε να παίξουμε.
Ένιωθα το όργανό μου φουσκωμένο. Μπορεί να χρειάστηκε να περιμένω πολλά χρόνια αλλά επιτέλους πραγματοποιούσα την πιο κοινή αλλά και πιο δύσκολη να πραγματωθεί ανδρική φαντασίωση.
«Γδύσου» της είπα. Αυτή τη φορά δεν είχε παιχνίδια, ίσως είχε συνειδητοποιήσει τη μοίρα της. Γδύθηκε χωρίς περιττές διαμαρτυρίες. Όχι ότι υπάκουσε εντελώς, έμεινε με τα εσώρουχα. «Γονάτισε μπροστά μου» της είπα. Δίστασε.
Το μαστίγιο που είχα μαζί μου το είχα πληρώσει σε εξωφρενική τιμή. Ειδική παραγγελία, φτιαγμένο από δέρμα καμήλας ήταν μονό και κοντό. Μπορούσε να προκαλέσει πόνο σαν τσίμπημα σκορπιού χωρίς να αφήσει σημάδι. Το ίδιο εύκολα μπορούσε να κάνει το δέρμα λωρίδες. Την χτύπησα με την άκρη του στην κοιλιά. Ούρλιαξε από τον πόνο.
Ωραίο πράγμα η απομόνωση.
«Γονάτισε» της είπα.
Γονάτισε.
Της χάιδεψα το στήθος πάνω από το σουτιέν. Της το έβγαλα και έμεινε γυμνή από τη μέση και πάνω μπροστά μου. Πέρασα το χέρι μου πάνω από τις επίπεδες μη ερεθισμένες ρώγες της. Τα μάτια της φλόγιζαν. Υπέροχα.
«Μου ανήκεις» ξεκίνησα. «Μου ανήκεις αλλά δεν είσαι δικιά μου.»
Με κοίταζε στα μάτια.
Χαστούκι.
«Τώρα είναι περιφρόνηση» της είπα. «Θα γίνει λατρεία…» της είπα και σταμάτησα.
«Or else?» με ρώτησε.
«There’s nothing else» της είπα. Κατέβασα το παντελόνι μου.
«Θα είναι μακριά και επίπονη η εκπαίδευσή σου Ειρήνη» της είπα.
Την έβαλα και μου πήρε πίπα. Δεν ήταν καλή. Θα μάθαινε.
Όταν τέλειωσα, σήκωσα το παντελόνι μου και την έπιασα από το χέρι. Την πήγα στο δωμάτιο των παιχνιδιών. Δηλαδή των δικών μου παιχνιδιών, η Ειρήνη δε φαντάζομαι ότι θα τα απολάμβανε. Όχι ακόμα. Ίσως ποτέ. Δεν είχε σημασία.
«Ο πόνος» ξεκίνησα «είναι εργαλείο. Μέσα από αυτόν θα μάθεις να με λατρεύεις. Θα είναι ο φίλος σου, θα είναι εχθρός σου, θα είναι εραστής σου. Θα είναι ο δεύτερος δάσκαλός σου.»
Δεν απάντησε. Κοίταζε τα σύνεργα με γουρλωμένα μάτια. Κάποια τα αναγνώριζε, κάποια όχι… όχι ακόμα.
Τις έδεσα τα χέρια και τα πόδια με αλυσίδες. Τις τέντωσα μέχρι που το σώμα της έγινε Y. Της χάιδεψα το όμορφο στρογγυλό κωλαράκι της και της έβαλα δάχτυλο στην πίσω τρυπούλα. Όπως ήταν κλειστά τα πόδια της δεν βόλευε και έβαλα δύναμη. Την πόνεσα.
«ΑΑΑΑ»
Υπέροχο.
«Χαίρομαι που θέλεις να μάθεις ελληνικά» της είπα. «Σωστά το πρόφερες το Άλφα αλλά λέω να ξεκινήσουμε με τους αριθμούς. Θα σου χρειαστούν.»
Πήρα το μαστίγιο. Σφύριξε καθώς κατέβαινε στο δεξί της γλουτό.
«Ένα» είπα.
No comments:
Post a Comment