Σουρούπωσε. Σε λίγο θα πέσει η νύχτα, η πραγματική Αφέντρα του κόσμου αυτού.
Από μικρό με μαγνήτιζε το σκοτάδι. Ήμουν ανέκαθεν διαφορετικός, τα παιδάκια σκιάζονταν από το σκοτάδι εμένα μ’ ενοχλούσε το φως. Δεν είναι ότι πάσχω από φωτοφοβία, είμαι ένα φυσιολογικό ανθρώπινο πλάσμα.
…σχεδόν.
Περπατάω στο σιωπηλό σοκάκι νυχοπατώντας σα γάτα. Από εκεί θα περάσει, όπως κάθε βράδυ. Όπως κάθε μέρα σχολάει στις 20:30 και αφού επιστρέψει σπίτι της βγαίνει στο πάρκο όπου τρέχει για περίπου μία ώρα. Μετά επιστρέφει σπίτι της, κάνει ένα ντους και διαβάζει ή ακούει μουσική.
Κρύβομαι στις σκιές του κήπου της την ώρα που βγαίνει για το βραδινό της τρέξιμο. Περνάει από κοντά μου χωρίς να με αντιληφθεί και κατευθύνεται προς το πάρκο. Αφού ξεμακρύνει πηγαίνω στην πόρτα της οικίας. Παρά την προσμονή μου τα χέρια μου δεν βιάζονται και με ήρεμες κινήσεις παραβιάζω την πόρτα χωρίς να αφήσω σημάδια.
Λατρεύω τις μονοκατοικίες.
Αιφνιδιάζομαι από τον ήχο του τηλεφώνου που χτυπάει. Βγαίνει τηλεφωνητής, κάποιος συνάδελφός της κάτι ήθελε να τη ρωτήσει –αυτό δηλαδή άφησε ως μήνυμα. Πολύ πιθανό να μην ήταν τίποτα παραπάνω από μια επίφαση για να την πάρει τηλέφωνο. Χαμογελάω από μέσα μου στη σκέψη. Σκέφτομαι όλους τους τρόπους που θα την απολαύσω απόψε και νιώθω το πέος μου να φουσκώνει κάτω από το παντελόνι.
Όχι ακόμα.
Παίρνω το βαλιτσάκι μου και πηγαίνω στην κρεβατοκάμαρά της. Το κρεβάτι της είναι υπέρδιπλο με σκληρό στρώμα. Περιεργάζομαι για λίγο την τουαλέτα της, τακτοποιημένη όπως όλο το υπόλοιπο σπίτι. Όλα τακτοποιημένα και στη θέση τους. Φανατική καθαριότητα. Σπρώχνω το βαλιτσάκι κάτω από το κρεβάτι της, δίπλα σε ένα ανεξιχνίαστης λειτουργικότητας όργανο γυμναστικής το οποίο δεν χρησιμοποιεί ή τουλάχιστον δεν την έχω πιάσει να το χρησιμοποιεί.
Το πέος μου ανασαλεύει από προσμονή. Έχω ακόμα αρκετή ώρα στη διάθεσή μου. Επιστρέφω στο σαλόνι. Περιεργάζομαι στο μισοσκόταδο τη βιβλιοθήκη της. Όχι απλά διαβαστερή, ξέρει και κάμποσες γλώσσες αν κρίνει κανείς από τα βιβλία της.
Φεύγω από το σαλόνι και πηγαίνω στην κουζίνα. Ανοίγω το ψυγείο και κοιτάζω τα παρατεταγμένα σαν σε παρέλαση περιεχόμενά του. Η ίδια φανατική τάξη που υπάρχει σε όλο το σπίτι υπάρχει και στο ψυγείο. Περιεργάζομαι τα υλικά.
Χαμογελάω από μέσα μου.
Κλείνω την πόρτα του ψυγείου και επιστρέφω στο μισοσκόταδο του σαλονιού. Κρύβομαι προσεκτικά πίσω από μια πολυθρόνα αν και ξέρω καλά ότι δε θα περάσει από εδώ όταν επιστρέψει, θα πάει στην κουζίνα, θα βάλει ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι και μετά θα πάει κατευθείαν για ντους.
Στο μισοσκόταδο του σαλονιού ο χρόνος χάνει τη συνοχή του. Φαντασιώνομαι…
…
«Όχι, όχι σε παρακαλώ… μην το κάνεις αυτό… σε παρακαλώ».
Παρακάλια. Κλάματα. Φόβος. Απελπισία.
…
Ο ήχος των κλειδιών με επαναφέρει στο παρόν. Πότε πέρασαν 40 λεπτά; Τα φοβάμαι αυτά τα κενά που παθαίνω, τα τρέμω. Την ακούω που πηγαίνει στην κουζίνα. Πίνει το χυμό της και ακούω ήχο νερού που τρέχει καθώς αμέσως πλένει το ποτήρι και το βάζει να στεγνώσει. Πηγαίνει προς το ντους.
Λίγο ακόμα…
Σκύβω και κοιτάζω από την κλειδαρότρυπα. Το νερό τρέχει και βλέπω τη σιλουέτα της να διαγράφεται πίσω από την κουρτίνα. Δεν ανοίγω την πόρτα, δε θέλω να με καταλάβει… όχι ακόμα. Κατεβάζω το φερμουάρ και χαϊδεύω το πέος μου καθώς παρακολουθώ τη σκιά της να λούζει τα μαλλιά της. Όταν το σφουγγάρι αρχίζει να χαϊδεύει το σώμα της αρχίζω να τον παίζω. Σταματάω. Όχι ακόμα.
Ανοίγει το κουρτινάκι. Ένα χέρι εμφανίζεται και ψάχνει για πετσέτα. Την βρίσκει και αρχίζει να σκουπίζεται. Ανοίγει το κουρτινάκι. Τα έχει τα πιασίματά της. Βαριά στήθη με σκούρες καφέ θηλές που θα τις προτιμούσα λίγο μεγαλύτερες. Ελαφριά κοιλίτσα αλλά σφιχτά πόδια, καλοσχηματισμένα. Γυρνάει προς το μέρος μου. Μ’ αρέσει που δεν το έχει ξυρισμένο τελείως. Σκύβει να σκουπίσει τα πόδια της και βλέπω τα στήθη της να κινούνται ηδονικά. Τελειώνει, τυλίγει την πετσέτα πάνω της και πιάνει μια άλλη πετσέτα να στεγνώσει τα μαλλιά της.
Κοντά ως τον ώμο καστανόξανθα μαλλιά. Κουρεύτηκε πρόσφατα, τα είχε πιο μακριά. Είναι όμορφη έτσι και αλλιώς αλλά πιστεύω πως το μακρύ μαλλί θα της πήγαινε περισσότερο.
Βγαίνει από το ντους. Τυλίγει την πετσέτα στο κεφάλι της. Απομακρύνομαι από την πόρτα.
Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει χωρίς να κοιτάζει. Πέφτει σχεδόν πάνω μου και βγάζει μια κραυγή.
«Σου είχα πει να αλλάξεις κλειδαριά.» της λέω σιγανά.
«Με τρόμαξες» μου λέει προσπαθώντας να βρει την ανάσα της.
«Τι σου είχα πει;» την ρώτησα. «Τι σου είχα πει πριν φύγω για Βερολίνο;»
Χαμηλώνει τα μάτια. «Να αλλάξω κλειδαριά. Να βάλω ασφαλείας.»
«Και τι έκανες;» την ρωτάω.
«Είχα άλλες…» ξεκινάει να πει αλλά ένα δυνατό χαστούκι της κόβει τη φόρα.
«Συγνώμη αφέντη μου» μου λέει με τα μάτια της στο πάτωμα.
Δεύτερο χαστούκι… τρίτο… τέταρτο…
Σταματάω.
Γονατίζει και με αγκαλιάζει από τα πόδια. «Συγνώμη αφέντη μου, συγνώμη».
«Η πενθήμερη στέρηση απουσίας δεν έκανε και πολλά πράγματα.» της λέω.
«Μου έλειψες» μου λέει. «Δε μπορείς να φανταστείς πόσο μου έλειψες. Ήταν… ήταν πολύ σκληρό» συνέχισε.
«Παρόλα αυτά την κλειδαριά δεν την άλλαξες» της είπα. Είχε σφιχταγκαλιάσει τα πόδια μου. Σφίχτηκε ακόμα περισσότερο. Την έσπρωξα να ξεκολλήσει. «Δεύτερη παράβαση.»
Της είχα πει κάποτε ότι με μια πρώην μου πως η τιμωρία στη δεύτερη παράβαση ήταν ένας μήνας στέρησης παρουσίας. Της είχα εξηγήσει φυσικά ότι ο τρόπος τιμωρίας από άνθρωπο σε άνθρωπο διαφέρει αλλά μέσα στο φόβο της το είχε ξεχάσει.
«Όχι, σε παρακαλώ μη φύγεις. Σε παρακαλώ…». Βάζει τα κλάματα. Εκνευρίζομαι. «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ…»
Την απωθώ βίαια και πέφτει στο πάτωμα. Μένει εκεί πεσμένη και κλαίει.
«Σήκω πάνω» τη διατάζω.
Σηκώνεται κλαίγοντας ακόμα. Της χαϊδεύω το πρόσωπο. «Πότε θα μάθεις να με ακούς;» τη ρωτάω.
«Έχεις δίκιο» μου λέει βρίσκοντας την αυτοκυριαρχία της.
«Το ξέρω» της απαντάω ψυχρά. Σηκώνομαι και πηγαίνω στο σαλόνι και με ακολουθεί διστακτικά. Κάθομαι στον καναπέ. Έρχεται και γονατίζει μπροστά μου.
«Σήκω και κάτσε δίπλα μου» της λέω. «Εφόσον δεν υπακούς δεν είναι ανάγκη να υποκρινόμαστε πως είσαι σκλάβα.»
Μου αγκαλιάζει τα πόδια και με κοιτάζει με φόβο στα μάτια. «Όχι, δεν υποκρίνομαι, δεν είναι παιχνίδι. Όλο μου το είναι ουρλιάζει πως είμαι δικιά σου. Σε παρακαλώ…»
«Με παρακαλείς;» τη κόβω.
Σηκώνεται και κάθεται δίπλα μου. Κοιτάζει χαμηλά. «Αυτό με διέταξες, αυτό θα κάνω» λέει. Σταματάει για λίγο και συνεχίζει κοιτάζοντάς με στα μάτια «Αλλά δεν υποκρίνομαι». Βγάζει την πετσέτα και μένει γυμνή. «Είσαι ο αφέντης μου».
«Κλείσε τα μάτια σου» της λέω.
Τα κλείνει. Τα μάτια της τρεμοπαίζουν κλειστά. Αναπηδάει σχεδόν όταν την αγγίζω στο πρόσωπο. «Τι έχουμε πει;» τη ρωτάω.
Σφίγγεται.
Τις λατρεύω αυτές τις στιγμές.
Πέφτει το πρώτο χαστούκι. Ανάβω τσιγάρο. Πέφτει το δεύτερο χαστούκι.
Κρατάει τα μάτια της ερμητικά κλειστά.
Την καίω στη βάση του στήθους με την καύτρα του τσιγάρου. Μουγκρίζει, σφίγγεται. Πόσο υπέροχη είναι.
Μια άγρια ηδονική ευφορία αρχίζει να με κατακλύζει.
Τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο. Ακανόνιστο. Κάθε αναμονή κι ένα μικρό θαύμα. Κάθε χτύπημα και ένας μικρός οργασμός. Κάθε πόνος της και μια μικρή έκρηξη. Κάψιμο. Σφαλιάρα. Τσίμπημα ρώγας. Δάγκωμα. Κάψιμο. Σφαλιάρα. Κάψιμο. Κάψιμο. Σφαλιάρα. Τσίμπημα. Κάψιμο. Σφαλιάρα. Σφαλιάρα. Σφαλιάρα. Τσίμπημα. Κάψιμο.
Νιώθω τα σκοτάδια να πιέζουν το φράγμα. Αντέχω. Αντέχω;
Κάψιμο. Δάγκωμα. Κάψιμο. Κάψιμο. Σφαλιάρα. Τσίμπημα. Δάγκωμα. Κάψιμο. Στρίψιμο.
Κλάμα.
Τσίμπημα, δάγκωμα, κάψιμο, τσίμπημα, σφαλιάρα, σφαλιάρα. Νιώθω την πίεση να γίνεται αφόρητη. Αντέχω; Κάψιμο. Δάγκωμα. Κάψιμο. Αντέχω. Όχι! Φοβάμαι.
Σταματάω απότομα.
Το σώμα της είναι γεμάτο μικρά και μεγάλα σημάδια από τα δαγκώματα, τα τσιμπήματα και τα καψίματα. Οι ρώγες τις πετρωμένες. Το πρόσωπό της κόκκινο.
Και είναι μόνο η αρχή.
«Σου επιτρέπω να ανοίξεις τα μάτια σου» της λέω. Κοιτάζει το κενό. Κοιτάζει χαμηλά.
«Κοίταξέ με» της λέω. Υπακούει. «Γονάτισε» τη διατάζω.
Γονατίζει μπροστά μου. Έχω καυλώσει. Βγάζω το πέος μου έξω. Ξέρει τι να κάνει. Το παίρνει όλο μέσα της.
Πεντάλεπτη χαλάρωση. Τα σκοτάδια υποχωρούν. Τη σταματάω.
«Πάμε» της λέω και σηκώνομαι. Με ακολουθεί στο δωμάτιο. «Στα τέσσερα» της λέω. Κάνει να ανέβει στο κρεβάτι. «Όχι, κάτω από το κρεβάτι» της λέω. Ακουμπάει τα χέρια της στο κρεβάτι και τουρλώνει τον κώλο της. Σκύβω και βγάζω το βαλιτσάκι. «Η λέξη είναι ‘φράγμα’» της λέω. Τη χαϊδεύω ελαφρά στον κώλο.
Η βίτσα προσγειώνεται στο δεξί της γλουτό. «Ένα» λέει με πνιγμένη φωνή.
«Δύο»… «τρία…». Σταματάω και ανάβω τσιγάρο. «Τέσσερα».
Κάψιμο. Δάγκωμα. Βίτσα. Βίτσα. Βίτσα. Κάψιμο. Δάγκωμα. Βίτσα. Χάδι. Βίτσα. Χάδι. Κάψιμο. Φιλί. Τα σκοτάδια με πιέζουν. Με σαγηνεύουν. Τα λατρεύω και τα φοβάμαι. Χάδι. Βίτσα. Κάψιμο. Βίτσα. Βίτσα. Βίτσα. Δάγκωμα. Φιλί. Κάψιμο. Φιλί. Βίτσα.
«Δεκατέσσερα…»
Τη σοδομίζω. Την κοπανάω με δύναμη, μπαίνω όλος μέσα της και απολαμβάνω τα βογγητά της. Πόνος και ηδονή. Τραβιέμαι και μπαίνω με δύναμη. Και ξανά. Και ξανά.
Βίτσα. Βίτσα. Βίτσα. Κάψιμο. Βίτσα. Φιλί. «Δεκαεφτά».
Ξαναμπαίνω μέσα της. Κάψιμο. Κάψιμο.
Έκρηξη.
Τραβιέμαι αργά. Το σπέρμα μου χύνεται από την σχισμή της. Την αφήνω εκεί και πηγαίνω και παίρνω μια χαρτοπετσέτα και τη σκουπίζω. Ανάβω άλλο ένα τσιγάρο.
Απροετοίμαστη. Βίτσα. Βίτσα. Βίτσα. Βίτσα. Κάψιμο. Κάψιμο. Κάψιμο. Βίτσα. Δάγκωμα. Βίτσα. Είναι υπέροχα τα σκοτάδια. Νιώθω την πίεση. Ακούω το τραγούδι της. Βίτσα. Βίτσα. Την πετάω κάτω. Πέφτω πάνω της και την πιάνω από το λαιμό. Πίεση. Μου πιάνει τα χέρια αδύναμα. Πίεση. Τα μάτια της είναι υπέροχα. Θεέ μου νιώθω την πίεση.
Τραβιέμαι. Ξεροβήχει.
Σφαλιάρα. Σφαλιάρα. Την πιάνω από το λαιμό. Την σφίγγω. Κάτι πάει να πει. Υπέροχα μάτια. Πίεση… τη νιώθει την πίεση; Εγώ τη νιώθω. Τα σκοτάδια μουγκρίζουν. Άκου τη δαιμονική μουσική τους! Τη σφίγγω πιο πολύ.
Την αφήνω. Βήχει. Πάω να την πιάσω. «ΦΡΑΓΜΑ» ακούω. Τα σκοτάδια ακόμα μουγκρίζουν έξω από το φράγμα. Το σπρώχνουν. Είναι υπέροχα. Κλάμα.
Κουνάω το κεφάλι μου να καθαρίσει. Φράγμα. Το φράγμα μου.
Κλαίει με λυγμούς. Την παίρνω στην αγκαλιά μου. Σώπα ματάκια μου, σώπα μωρό μου εγώ είμαι εδώ. Τα σκοτάδια είναι έξω, είσαι το φράγμα μου. Σ’ αγαπάω. Τα σκοτάδια ουρλιάζουν ηττημένα γιατί σ’ αγαπάω. Σώπα. Σώπα. Δες με πως σε κοιτώ. Δες με πως σε φιλώ. Σώπα καρδούλα μου, σώπα. Εγώ είμαι εδώ. Σώπα ματάκια μου.
Ηρεμεί σιγά σιγά.
Ξαπλώνουμε στο κρεβάτι και χώνεται στην αγκαλιά μου. Της χαϊδεύω αφηρημένα τα μαλλιά.
«Κάποιες φορές με φοβίζεις στ’ αλήθεια» μου λέει.
Τη χαϊδεύω. Της χαμογελάω.
Τίποτα δε διαπερνάει τη μάσκα.
«Φόβος» σκέφτομαι πικρά μέσα μου. «Δεν έχει ιδέα από φόβο».
«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει.
«Τίποτα. Μου έλειψες.»
Μάσκα. Αυτή τη μάσκα τίποτα δε τη διαπερνάει.
Ζω μέσα στο φόβο. Τον φόβο πως μια μέρα το φράγμα θα σπάσει και τα σκοτάδια θα κατακλύσουν την ψυχή μου. Το φόβο πως θα πέσει μέσα μου η Νύχτα.
…γιατί τη Νύχτα αυτή δε θα την ακολουθήσει ξημέρωμα.
No comments:
Post a Comment