Search This Blog

Tuesday, September 21, 2010

Η μπαλάντα των σκοτεινών πόθων

Μ’ ένα πείραγμα. Έτσι ξεκίνησαν όλα, μ’ ένα πείραγμα.

Υποταγή

Ήμουν 17 χρονών και ήταν 16. Τα είχαμε περίπου ένα μήνα. Ήταν μεσημέρι και καθώς προχωρούσαμε μαζί με κάτι άλλα παιδιά της έκανα ένα πείραγμα –δεν θυμάμαι πια τι ήταν- το οποίο το θεώρησε βαρύ. Μου έριξε σφαλιάρα μπροστά σε όλο τον κόσμο. Την κοίταξα για λίγο σα χαζός. Απάντησα.

Της γύρισε το κεφάλι. Έπιασε το πρόσωπό της και με κοίταξε με δυσπιστία, πόνο και οργή. Οι συμμαθητές μας είχαν κοκαλώσει και μας παρακολουθούσαν. Δεν είπε τίποτα, απλά έφυγε. Οι συμμαθητές μας έβαλαν τα γέλια –τα αγόρια δηλαδή– και μου άρχισαν τα χάι φάιβ. Απαντούσα μηχανικά ψευτογελώντας.

Ήταν ηδονικό.

Γύρισα σπίτι μου σχεδόν τρέχοντας και χώθηκα στο μπάνιο. Κόντεψα να βγάλω κάλους εκείνο το μεσημέρι. Θεωρούσα ότι είχα χωρίσει αλλά η αίσθηση άξιζε τον κόπο. Ήταν μεγάλη η έκπληξή μου όταν με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να περάσω να την πάρω από τα Αγγλικά της. Δεν μου εξηγούσε το λόγο. Πίστευα ότι ήθελε να έχει τον τελευταίο λόγο και ήθελε να με κουβαλήσει ως εκεί ώστε να μπορεί μετά να με διώξει.

Δεν μου έλεγε. Μου ζητούσε απλά να πάω να την πάρω από τα αγγλικά της.

«Έτσι και κουβαληθώ ως εκεί απλά και μόνο για να με χωρίσεις, το μεσημεριανό θεώρησέ το ως ‘χαδάκι’» την προειδοποίησα. Παρά το γεγονός ότι τον είχα κάνει λάστιχο, τον ένιωσα να σκιρτάει κάτω από το παντελόνι μου.

«Όχι...» μου είπε. «Απλά σε παρακαλώ έλα να με πάρεις από τα Αγγλικά.»

Εκείνο το βράδυ έκανα το πρώτο μεγάλο χαμούρεμα της ζωής μου. Ήταν η πρώτη φορά που την είδα γυμνή από πάνω. Ήταν η πρώτη φορά που ανακάλυψα το παιχνίδι με τις ρώγες. Τις έστριβα, τις πίεζα, τις έγλειφα, τις δάγκωνα, τις πονούσα και το μόνο που άκουγα ήταν η κοφτή της ανάσα. Κάποια στιγμή με δάκρυα στα μάτια με σταμάτησε. Ντύθηκε από πάνω και δαγκώθηκε όταν το σουτιέν της πίεσε τις ερεθισμένες ρώγες. Την πήγα σπίτι της.

«Έγλειψες;» με ρώτησε ο κολλητός μου. «Μαλάκα, έγλειψες!» συνέχισε. Γελάσαμε. Του περιέγραψα λεπτομερώς το σκηνικό. Τον πόνο τον άφησα απ’ έξω.


Την κοίταξα όπως ήταν ξαπλωμένη με την κοιλιά στο πάτωμα. Δεμένη πισθάγκωνα, φιμωμένη την είχα αφήσει αρκετή ώρα έτσι. Το βλέμμα μου διέτρεξε νωχελικά το γυμνό της σώμα ενώ η σκέψη μου ήταν ακόμα στα 17 μου. Την έλυσα και την ξεφίμωσα. Την έβαλα να γυρίσει ανάσκελα. Ακούμπησα τα πόδια μου πάνω της και την χάιδεψα αφηρημένα με τα δάχτυλα.

«Θα συνεχίσεις την ιστορία;» με ρώτησε.

«Μιλάς πολύ» της απάντησα. Την έβαλα να μου γλείψει τα πόδια για να κρατήσει το στόμα της απασχολημένο. Πήγε να το κάνει όπως ήταν ξαπλωτή. Την έπιασα από το μαλλί και της έριξα μια μέτρια σφαλιάρα στο αριστερό μάγουλο. «Γονατισμένη και σκυφτή» της διέταξα. Υπάκουσε.

Άλλη μια νότα.

Καθώς έγλειφε τα πόδια μου την κοίταξα και το μυαλό μου ξαναγύρισε στα 17 μου, την πρώτη φορά που άκουσα τη μουσική.


Το σαββατοκύριακο οι γονείς της έλειπαν. Πήγαμε στο σπίτι της εγώ, ο κολλητός μου και η κοπέλα του που ήταν κολλητή της δικιάς μου. Καθίσαμε στο σαλόνι. Η Χ. έβαλε ποτά να πιούμε. Από τότε σιχαινόμουν το ποτό αλλά ήμουν μικρός ακόμα και έδινα πολύ σημασία στην εικόνα. Ήπια δυο σφηνάκια βότκα και με κόπο συγκρατήθηκα να μην τα βγάλω.

Πήγαμε στο δωμάτιό της. Είχα ξαναπάει σπίτι της αλλά δεν είχα μπει ποτέ στο δωμάτιό της. Τυπικό εφηβικό δωμάτιο. Το περιεργάστηκα χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η Χ ήρθε και με φίλησε. Τη σταμάτησα. Με κοίταξε. Προκλητικά.

Πρώτο χαστούκι.

Έτριψε το πρόσωπό της. Με κοίταξε πάλι. Προκλητικά.

Δεύτερο χαστούκι.

Της χαμογέλασα. Μου χαμογέλασε. Την χάιδεψα στο πρόσωπο και την φίλησα απαλά στα χείλη. Χαμογελούσε ακόμα όταν τη διέταξα να γονατίσει.

«Όχι» μου είπε. Δεν αντέδρασα, όχι όπως περίμενε. Της χάιδεψα απαλά τα μαλλιά. Βγήκα από το δωμάτιο. Την άφησα να με κοιτάζει σα χαζή. Στο άλλο δωμάτιο ο φίλος μου με την κοπέλα του ήταν ακόμα στα παιχνίδια με όλα τα ρούχα. Έφυγα χωρίς να τους καληνυχτίσω.

Την Κυριακή το πρωί κοιμόμουν όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Με φώναξε η μάνα μου και μου είπε «Έλα, είναι η Χ στο τηλέφωνο». «Θα την πάρω αργότερα της απάντησα» και συνέχισα τον ύπνο μου.


«Σταμάτα» τη διέταξα. «Σκούπισέ μου τα πόδια και πήγαινε να πλύνεις τα δόντια σου». She knew the drill, ποτέ δεν της επέτρεπα να με πάρει στο στόμα της αφού μου είχε γλείψει τα πόδια. Μου σκούπισε τα πόδια με τα μαλλιά της και πήγε και έπλυνε τα δόντια της. Όταν γύρισε την έβαλα να με τσιμπουκώσει. Απολαμβάνοντάς το –ήταν καλή! – συνέχισα τη διήγησή μου.


Ξύπνησα κατά τις 11:00. Δεν την πήρα τηλέφωνο, πήγα κατευθείαν σπίτι της. Μου άνοιξε την πόρτα. Πέρασα μέσα και πήγα και έκατσα σε μια πολυθρόνα. Ήρθε και κάθισε απέναντί μου.

«Γιατί το έκανες αυτό;» με ρώτησε.

«Γιατί μου άνοιξες;» της απάντησα με άλλη ερώτηση.

Είδα θυμό στο πρόσωπό της. «Που είναι οι τρόποι σου;» τη ρώτησα. «Δε θα μου φτιάξεις ένα καφέ;». Πήγε κάτι να πει αλλά το μετάνιωσε. Με κοίταξε έντονα για λίγη ώρα και σηκώθηκε να πάει να φτιάξει καφέ. Ο πούτσος μου είχε φουσκώσει.

«Γιατί το έκανες αυτό;» με ρώτησε ξανά όταν μου έφερε τον καφέ.

«Επειδή σου ζήτησα να κάνεις κάτι και δεν το έκανες» ήταν η απάντηση που της έδωσα. Πήγε να πει κάτι αλλά την έκοψα: «Εσύ γιατί μου άνοιξες;»

Πάλευε μέσα στο μυαλό της να βρει τις λέξεις αλλά δεν τις έβρισκε. Ξεκινούσε να πει κάτι αλλά σταματούσε. Αποφάσισα να βοηθήσω την κατάσταση. «Έλα εδώ Χ μου» της είπα γλυκά. Ήρθε μπροστά μου. Δεν σηκώθηκα από την πολυθρόνα. Απλά της έπιασα το χέρι και της το φίλησα. Τη χάιδεψα απαλά στη μέση. Την αγκάλιασα και της δάγκωσα παιχνιδιάρικα την κοιλιά πάνω από τα ρούχα. Γέλασε καθώς αυτό τη γαργαλούσε. Μου χάιδεψε τα μαλλιά.

Γονάτισε.

Τη φίλησα όπως ήταν γονατισμένη μπροστά μου. Τη φίλησα με τόσο πάθος όσο δεν την είχα φιλήσει ποτέ στη ζωή μου, σχεδόν της έκοψα την ανάσα. Της έβγαλα το φανελάκι –δεν φορούσε σουτιέν– και της χάιδεψα το στήθος απαλά.

Με κοίταξε.

Κοιτάζοντάς την άρχισα να τις στρίβω τις ρώγες της που είχαν πετρώσει. Έκλεισε τα μάτια της και ξεροκατάπιε ένα ξεφωνητό πόνου. Έπαιξα με τις ρώγες της μέχρι που δάκρυσαν τα μάτια της. Δε με σταμάτησε. Τη σταμάτησα εγώ. Της χάιδεψα απαλά το πρόσωπο και το μαλλί.

Μου τον έπιασε. Δεν το είχε ξανακάνει. Ταράχτηκα. Το κατάλαβε ότι ταράχτηκα αλλά δε σταμάτησε. Ήμουν ανίκανος να μιλήσω από το άγχος και την κάβλα.

«Μην κοιτάζεις» μου είπε με βραχνή φωνή.

Ούτε ένα λεπτό δεν άντεξα. Δεν πρόλαβα καν να την τραβήξω. Πλημμύρισα το στόμα της αλλά ούτε θύμωσε, ούτε αήδιασε. Απλά κατάπιε.
Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήθελα να τη φιλήσω αλλά σιχαινόμουν. Ήθελα να την πάρω αγκαλιά αλλά την αποστρεφόμουν. Ήθελα να κάτσω αλλά όλο μου το είναι ούρλιαζε «ΦΥΓΕ».

«Σ’ ευχαριστώ» της είπα απλά. Δεν ήξερα τι άλλο να πω. Δεν υπήρχε κάτι άλλο να πω.


Με κοίταξε στα μάτια. Πάγια διαταγή αφού τελειώσω. Με κοίταξε στα μάτια και κατάπιε. Μετά χαμήλωσε το βλέμμα της. Μου αγκάλιασε το πόδι και ακούμπησε το κεφάλι της στο γόνατό μου. Μ’ αρέσει αυτό. Μ’ αρέσει και της αρέσει.

Της χαμογέλασα. Τη χάιδεψα απαλά στα μαλλιά.

«Ήταν η πρώτη μου σεξουαλική εμπειρία. Ήταν η πρώτη εμπειρία μα και κάτι παραπάνω.»

Το βλέμμα μου κοίταξε τις σκιές των δέντρων που διαγράφονταν από το παράθυρο.

«Ήταν η πρώτη μελωδία» συνέχισα. «Η πρώτη από τις τρεις μελωδίες που συνθέτουν τη μπαλάντα των σκοτεινών πόθων.»

Φόβος

Ακινητοποιημένη. Σιωπηλή. Με κοιτάζει. Την αφήνω δεμένη και βγαίνω από το σαλόνι. Πηγαίνω στο δωμάτιο και γυρίζω με μια μεγάλη γυάλα στο χέρι. Την κοιτάζει με δυσπιστία και φρίκη. Πίστευε ότι της έκανα πλάκα.

Έκανε λάθος.

Έβαλα προσεκτικά τη γυάλα δίπλα στο πρόσωπό της. Γούρλωσε τα μάτια της. Αποστρέφει το βλέμμα.

Η ταραντούλα κουνάει τα πόδια της ενοχλημένη στη γυάλα. Την πιάνω προσεκτικά στα χέρια μου και την φέρνω κοντά της. Βάζει μια στριγκλιά. Ξαναβάζω την ταραντούλα στη γυάλα.

«Σε παρακαλώ» μου λέει. «Σε παρακαλώ μην μου το κάνεις αυτό.»

«Φοβάσαι;» τη ρώτησα.

Δεν απαντάει.

«Μήπως προτιμάς να απαντήσεις στον ‘Θρασύβουλα’;» την ρωτάω.

Η ένταση σπάει. Παρά τον φόβο της βάζει τα γέλια.

«Όχι» μου απαντάει. «Δεν φοβάμαι. Σ’ εμπιστεύομαι, δε θα ήμουν εδώ αλλιώς.»

Βγάζω την ταραντούλα από τη γυάλα και την αφήνω στο πάτωμα. Προσέχω να μην την πλησιάσει αλλά η κοπέλα δεν μπορεί να καταπνίξει τον ενστικτώδη φόβο της.

Ξαναμαζεύω την ταραντούλα. Τη βάζω στη γυάλα της και την πηγαίνω πίσω στο δωμάτιο. Επιστρέφω στο σαλόνι και λύνω την κοπέλα. Την βάζω να κάτσει δίπλα μου στον καναπέ και την παίρνω στην αγκαλιά μου. Της χαϊδεύω καθησυχαστικά το μαλλί.

Κάμποση ώρα αργότερα τραβιέται απαλά και με κοιτάζει. Θέλει κάτι να με ρωτήσει αλλά διστάζει. Την κοιτάζω ενθαρρυντικά. Εξακολουθεί να διστάζει.

«Γιατί το έκανα αυτό;» την ρωτάω κοιτάζοντας την. «Αν είναι αυτή η ερώτησή σου γιατί δεν την κάνεις; Νομίζω ότι είναι απολύτως δικαιολογημένη.»

«Όχι» μου λέει. «Νομίζω πως ξέρω γιατί το έκανες αυτό.»

«Γιατί;» την ρωτάω.

«Για να αποδείξω στον εαυτό μου και σ’ εσένα ότι μπορώ να σ’ εμπιστευτώ.»

«Λάθος» της απαντάω. «Το είχες πει και πιο πριν, αν δεν με εμπιστευόσουν όσο μ’ εμπιστεύεσαι, κακώς είσαι εδώ.»

Δίστασε.

«Όταν σε χτυπάω με τη βίτσα ή το μαστίγιο ή το paddle γιατί το κάνω σε ακανόνιστα διαστήματα;» την ρώτησα.

«Για να με βρεις απροετοίμαστη μου είπε. Για να γίνεται χωρίς να το περιμένω.»

«Σωστά» της απαντώ. «Γιατί όμως;»

«Γιατί αλλιώς θα είμαι προε-» λέει αλλά σταματάει. «Ο φόβος!» μου λέει.

«Ακριβώς» της απαντώ.

Ανάβω ένα τσιγάρο.

«Δεν φοβόσουν ότι θα σου κάνω κάτι με την ταραντούλα όπως δεν φοβάσαι ότι δε θα σταματήσω όταν μου πεις το safeword. »

«Φυσικά» μου λέει.

«Ναι, αλλά δεν μπορείς να τον ελέγξεις, είναι ενστικτώδης.»

«Νόμιζα ότι μου έκανες πλάκα όταν ανέφερες την ταραντούλα» μου είπε.

«Για αστείο το ξεκίνησα» παραδέχτηκα. «Ομολογώ ότι ήταν αρκετά τραβηγμένο αλλά θα άξιζε τον κόπο να έβλεπες τη φάτσα σου όταν έφερα τη γυάλα με τον Θρασύβουλα.»

«Το διασκέδασες» με κατηγόρησε.

Απόρησα.

«Φυσικά» της είπα.

Της τσίμπησα ελαφρά τη ρόγα.

«Ίσως ο Θρασύβουλας να σε κάνει πιο συνεργάσιμη καμιά φορά από τη βίτσα» της είπα.

Χαμογέλασε. Ήξερε ότι αστειεύομαι.

Χαμογέλασα. Σοβάρεψε. Σοβάρεψα. Χαμογέλασε πάλι αποφασίζοντας ότι αστειεύομαι.

«Πες μου μια ιστορία» με παρακάλεσε.

«Αργότερα» της απάντησα. Την έβαλα κάτω και την έδεσα σφιχτά. Μόνο το κεφάλι της μπορούσε να κουνήσει.

«Ξέρεις τι συμβολίζει το δέσιμο;» τη ρώτησα; «Δεν είναι απλό κινκ. Δείχνει την εμπιστοσύνη αυτού που δένεται σε αυτόν που τον δένει. Για να εμπιστευτείς κάποιον πρέπει να τον ξέρεις πολύ καλά.»

Σταμάτησα και άναψα άλλο ένα τσιγάρο.

«Εσύ τι λες, με ξέρεις καλά;» την ρώτησα.

«Ναι» μου είπε χωρίς δισταγμό.

«Για να εμπιστευτείς κάποιον πρέπει να τον γνωρίζεις πολύ καλά» της είπα. «Αλλά πάντα υπάρχει περίπτωση κάτι να σου ξέφυγε.»

Έσκυψα από πάνω της. Της έκλεισα με τα χέρια μου στόμα και μύτη.

«Πόσο σίγουρη είσαι;» τη ρώτησα.

Η μελωδία είχε αρχίσει σιγά αλλά είχε φτάσει η ώρα του πρώτου ξέφρενου κρεσέντο.

Άρχισε να αποζητάει ανάσα. Την κράτησα σφιχτά κάτω.

«Σσσσς» της είπα. «Μην το παλεύεις. Σε λίγα λεπτά θα έχουν όλα τελειώσει.»

Σπαρταρούσε δυνατά τώρα. Μύριζα σχεδόν τον πανικό της.

Τίποτα δεν ήταν τόσο όμορφο όπως τα μάτια της εκείνη τη στιγμή.

Φόβος. Ο υπέροχος, διεγερτικός φόβος, η δεύτερη από τις μελωδίες που συνθέτουν την μπαλάντα των σκοτεινών πόθων.

Το κρεσέντο είχε φτάσει στην κορύφωσή του.

Την άφησα. Πήρε γρήγορες βαθιές ανάσες. Με κοίταξε πανικόβλητη. Την άφησα να βρει τις ανάσες της και έσκυψα από πάνω της. Η φωνή μου ήταν χαμηλή σαν ψίθυρος. «Πόσο σίγουρη είσαι;» την ρώτησα.

Αχ αυτά τα υπέροχα μάτια της.

Με κοίταξε με την ταραχή της να μην έχει περάσει.

Έσκυψα ξανά από πάνω της. Την χάιδεψα στο πρόσωπο. Έσκυψα και τη φίλησα μα δεν ανταπέδωσε. «Φίλα με» της είπα. «Φίλα εμένα ή φίλα τον Θρασύβουλα.»

Με φίλησε.

Πήγα στο δωμάτιο. Ξαναγύρισα με τη γυάλα. Έβγαλα προσεκτικά την ταραντούλα και την έφερα εκατοστά από το πρόσωπό της. Ούρλιαξε με τρόμο.

«Δεν ήταν πειστικό το φιλί σου μωρό μου» της είπα. «Φίλα με και θέλω να το εννοείς.»

Έσκυψα από πάνω της. Με φίλησε με περισσότερο πάθος.

Τραβήχτηκα. Έπιασα την ταραντούλα.

Έβαλε τα κλάματα. «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ» μου είπε.

Το παιχνίδι είχε τελειώσει. Έβαλα την ταραντούλα στη γυάλα και την ξαναπήγα μέσα. Ο Θρασύβουλας μάλλον είχε τρομάξει περισσότερο απ’ όσο η κοπέλα. Το είχε βγάλει επάξια το ψωμί του απόψε.

Πήγα και έπλυνα τα χέρια μου. Γύρισα στο σαλόνι και την έλυσα. Με κοίταζε ακόμα γεμάτη φόβο.

Την αγκάλιασα και τη χάιδεψα. Έπεσε στην αγκαλιά μου και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Την κράτησα και την χάιδευα και την κανάκευα μέχρι να ηρεμήσει.

«Ηρέμησε, μάτια μου» της είπα. «Θα σου πω μια ιστορία.»

Με κοίταξε στα μάτια.

«Ήμουν ακόμα παντρεμένος…» ξεκίνησα να λέω.


Είχα κουραστεί πολύ να την ψήσω μέσα στο irc. Έκανα το «δικτυακό» σκλάβο κανένα μήνα περιμένοντας ευκαιρία να την ξεμοναχιάσω. Βγαίναμε έξω και έκανα το κορόιδο. Δεν ήταν κακή κοπέλα. Δεν το είχε ωστόσο. Δεν ήταν αφέντρα. Προσπαθούσε είναι η αλήθεια. Για το ότι ήταν τοπ δεν είχα λόγο να αμφιβάλω ωστόσο δε μου είχε δοθεί η ευκαιρία να το διαπιστώσω.

Μετά από δυο-τρεις καφέδες δέχτηκε να έρθει σπίτι μου. Παντρεμένος ήμουν, η γυναίκα μου θα γύριζε το βράδυ, σε πολυσύχναστο μέρος έμενα, δεν είχε λόγο να ανησυχεί.

Της άνοιξα και μπήκε μέσα.

«Δείξε μου το σπίτι σου» με διέταξε.

«Μάλιστα Κυρία» της είπα και της έκανα περιήγηση. Μετά πήγαμε στο σαλόνι. Με διέταξε να πάω να της φτιάξω γαλλικό καφέ. Της είπα ότι δεν είχα γαλλικό καφέ. Το θεώρησε ευκαιρία για παιχνίδι. Με διέταξε να πάω να της φτιάξω ζεστή σοκολάτα. Της είπα «Μάλιστα» και πήγα στην κουζίνα. Γύρισα με την κούπα και γονάτισα μπροστά της.


Γέλασε. «Μου φαίνεται πολύ δύσκολο να σε φανταστώ ως sub μου είπε.»

«Κάπου εδώ πρέπει να τριγυρνάει ο Θρασύβουλας» της είπα.

Γέλασε ξανά. «Το βουλώνω» μου είπε. «Συνέχισε σε παρακαλώ.»


«Ορίστε Κυρία, η σοκολάτα σας.»

Ήπιε μια γουλιά. Της άρεσε. «Ωραία είναι. Τελικά δεν είσαι τόσο άχρηστος όσο δείχνεις.»

«Σας ευχαριστώ Κυρία» της είπα.

Μου έβαλε τα πόδια της στη μούρη. «Γλείψε μου τα πόδια» με διέταξε.

Πήρα το πόδι της στα χέρια μου. Το κοίταξα.

«Όχι» της είπα.

Νόμιζε ότι παίζω. Μου τράβηξε μια δυνατή σφαλιάρα λέγοντας «Θα κάνεις αυτό που σου λέω, σκουλήκι».

Σηκώθηκα απότομα. Την έπιασα από το μαλλί. Την τράβηξα από το μαλλί και την πέταξα από τον καναπέ.

«Έτσι και το ξανακάνεις αυτό θα στο κόψω το χέρι και θα στο βάλω να το φας»

Πήγε να σηκωθεί εξοργισμένη αλλά καθώς το έκανε της τράβηξα μια ξανάστροφη. Έχασε την ισορροπία της. Τράβηξα ένα σουγιαδάκι που είχα στην τσέπη μου και το άνοιξα. Δεν το είδε.

«Ένα μήνα ακούω τις μαλακίες σου» της είπα σχεδόν ψιθυριστά. «Ένα μήνα τις υπέμεινα περιμένοντας μια τέτοια στιγμή.»

Προσπάθησε να σηκωθεί.

«Έτσι και κάνεις οτιδήποτε» μου είπε «θα βάλω τις φωνές. Θα σηκώσω την πολυκατοικία στο πόδι.»

Δεν τα κατάφερε.

Η σφαλιάρα που έφαγε βρήκε και πρόσωπο και μύτη. Έπεσε από τη δύναμη του χτυπήματος. Έσκυψα από πάνω της και της έβαλα το σουγιά στο λαιμό.

«Έτσι και βγάλεις κιχ θα σε κάνω τεύχη» της είπα. «Πριν να κάνεις την Μίστρες» συνέχισα «θα έπρεπε να βεβαιωθείς ότι μπορείς να επιβληθείς στον άλλον, ειδικά όταν ο άλλος έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη από εσένα. Η κυριαρχία είναι παιχνίδι μυαλού κι εσύ βιάστηκες. Πολύ.»

Της πίεσα το σουγιά στο λαιμό.

Την κοίταξα στα μάτια. «Έχεις υπέροχα μάτια» της είπα. «Γεμάτα συναίσθημα».

Την σήκωσα και την πήγα στον καναπέ. Την έβαλα και κάθησε δίπλα μου. Πήρα το τηλεκοντρόλ και άνοιξα το ραδιόφωνο. Ένας dj της πυρκαγιάς έπαιζε μουσική της κακιάς ώρας. Την κοιτούσα. Ένιωθε σαν παγιδευμένο ζώο.

«Τώρα θα διασκεδάσουμε» της είπα μαλάζοντάς της το στήθος. «Κατάλαβες;»
Δεν απάντησε.

Πίεσα τον σουγιά στο λαιμό της. «Κατάλαβες;»

«Ναι» είπε.

«Και μου το παίζεις και μίστρες» της είπα περιφρονητικά χτυπώντας την στο πρόσωπο. «Κατάλαβες;»

Δάκρυ.

«ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;»

«Μάλιστα» μου είπε.

Της σκούπισα τα μάτια. «Από εδώ και πέρα αν βγάλεις άχνα…»

Άφησα την απειλή να αιωρείται. Τη χούφτωσα στο στήθος. Το πρόσωπό της ήταν παγωμένο αλλά δεν τραβήχτηκε.

«Γδύσου εντελώς από πάνω» τη διέταξα.

Τα μάτια της δεν έδειχναν φόβο. Ήττα έδειχναν.

«Σε παρακαλώ» μου είπε. Δεν απάντησα. «Σε παρακαλώ».

Δάκρυα.

«Κάτι σου είπα» της γάβγισα.

«Γιατί το κάνεις αυτό;» με ρώτησε.

«Δεν είναι προφανές;» της ανταπάντησα.

Δίστασε.

Την ξαναχτύπησα.

Υπάκουσε.

Της χούφτωσα και τα δυο της στήθη. Απέστρεψε το βλέμμα της.

«Κοίτα με πουτανάκι» της είπα. «Το παιχνίδι μόλις άρχισε.»

Τις έστριψα τις ρώγες αλλά δεν τόλμησε να φωνάξει. Με κοίταξε στα μάτια.

«Σε συμπαθώ ξέρεις» της είπα. «Ώρες-ώρες μου έσπαγες τ’ αρχίδια αλλά αυτό φαντάζομαι ότι είναι μέρος του πακέτου. Σε άλλους μπορεί να άρεσε, σε μένα όχι.»

«Γιατί το κάνεις αυτό;» με ξαναρώτησε.

«Πολλά ρωτάς» της είπα. Την έπιασα και την έβαλα να γονατίσει μπροστά μου.

«Μη διανοηθείς να κάνεις καμιά μαλακία» της είπα πριν τον βάλω όλο στο στόμα της.

Πνίγηκε. Της ήρθε αναγούλα.

«Σάλιωσέ τον καλά» της είπα. «Σάλιωσέ τον καλά, για το καλό σου».

Τραβήχτηκα. «Βγάλε τη φούστα σου» της είπα.


Η κοπέλα με κοίταξε στα μάτια με δυσπιστία. Και φόβο. Κάτι πήγε να πει αλλά τη διέκοψα. «Θα ακούσεις όλη την ιστορία πρώτα» της είπα. «Ό,τι έχεις να πεις, πες το μετά.»


Δεν ήταν ιδιαίτερα ωραίος ο κώλος της. Δε μ’ ένοιαξε.

«Δάγκωσε το μαξιλάρι» τη διέταξα. Υπάκουσε.

Μπήκα μέσα της. Ένα πνιγμένο βογκητό ακούστηκε. Ξαναβγήκα έξω και ξαναμπήκα. Αυτό το «μμμ» με ξετρέλαινε. Συνέχισα να την παιδεύω κάμποση ώρα…

Τέλειωσα και την άφησα να ντυθεί. Σηκώθηκε αργά.

«Μπορώ να φύγω» με ρώτησε.

«Και ποιος σ’ εμποδίζει;» την ρώτησα.

Δεν απάντησε.

«Πριν φύγεις θέλω να σου υπενθυμίσω κάτι» της είπα. «Ήρθες στο σπίτι ενός άντρα για να παίξεις και να πηδηχτείς. Αλλιώς το φανταζόσουν αλλά αυτό ακριβώς συνέβη. Έχω τα μηνύματά σου. Έχω τα e-mail σου.»

Δεν απάντησε. Με κοίταξε εξοργισμένη.

«Ας πρόσεχες» της είπα.

Κάτι πήγε να πει αλλά το μετάνιωσε. Σηκώθηκε και έφυγε βροντώντας την πόρτα. Δεν την ξαναείδα. Κανείς δεν ήρθε ποτέ να μ’ ενοχλήσει γι αυτό που έγινε εκείνη τη νύχτα.


Η κοπέλα με κοίταξε έκπληκτη και με φόβο. Ο φόβος είχε επιστρέψει. «Έκανες τέτοιο πράγμα» με ρώτησε;

Την κοίταξα στα μάτια.

«Πόσο καλά με ξέρεις;» τη ρώτησα

Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια.

«Δεν πιστεύω ότι το έκανες μου είπε. Είσαι μυστήριο τρένο αλλά δεν είσαι τέτοιος.»

Χαμογέλασα. Τη χάιδεψα στα μαλλιά. Δεν της είπα ποια είναι η αλήθεια και ούτε σκοπεύω να το κάνω.

Όχι ακόμα.

Πόνος

Θυμήθηκα.

Κόσμος μαζεμένος στο σπίτι. Γνωστοί και άγνωστοι ανακατεμένοι. Όλοι με κοιτούν και με παίρνουν αγκαλιά και μου χαϊδεύουν το κεφάλι.

Κλαίω.


Είχε έρθει πάλι. Πάλεψα ώρες με το δαίμονα αλλά όπως κάθε φορά έχασα.

«Εσύ φταις» μου έλεγε. «Εσύ, εσύ, εσύ»

«ΟΧΙ»

«ΟΧΙ, φύγε! Φύγε»

«Φύγε»

«Εσύ φταις»

Είχε έρθει πάλι.

«Όχι, όχι…» έλεγα μέσα σε λυγμούς. «Όχι»

Πήρα την καρφίτσα και την έχωσα στο ούλο πίσω από τον τραπεζίτη. Δάκρυσα από τον πόνο αλλά την έβαλα μέσα και το σκάλισα. Έκλαιγα. Αίμα έτρεχε από το στόμα μου.

«Όχι, όχι, όχι» φώναζε στο Δαίμονα του αλλά ο δαίμονάς του είναι σκληρός αφέντης. Δεν ακούει. Δεν δείχνει έλεος.

«ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ» του λέει. «ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ».


Η κοπέλα είναι γυμνή και καθισμένη στα τέσσερα. Το κεφάλι της και τα χέρια της είναι ακινητοποιημένα σ’ ένα ξύλινο κατασκεύασμα.

«Έχω την κατάλληλη μουσική για την περίσταση» της λέω. Η κοπέλα δε λέει τίποτα, απλά κλαίει. «Σε παρακαλώ… Σε παρακαλώ…»

«Σκάσε» της λέω. «Εσύ φταις»

«Δεν έκανα τίποτα. Δεν σε ξέρω. Σε παρακαλώ… σε παρακαλώ…»

Βγάζω τη ζώνη μου και τη χτυπάω με όλη του τη δύναμη. Η κοπέλα ουρλιάζει.
«ΜΕΤΡΑ ΠΟΥΤΑΝΑ» της φωνάζω. Την ξαναχτυπάω με όλη μου τη δύναμη. «ΜΕΤΡΑ»

«Ένα» λέει η κοπέλα μέσα στους λυγμούς της.

Αφρίζω.

«ΜΑΘΕ ΝΑ ΜΕΤΡΑΣ ΑΧΡΗΣΤΗ»

Δεν προλαβαίνει να μετρήσει. Την χτυπάω απανωτά και με λύσσα. «ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ. ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ»

Τη χτυπάω μέχρι που το χέρι μου κουράζεται. Το δέρμα της είναι αλλού κόκκινο, αλλού ξεσκισμένο και τρέχει αίμα. Δεν μιλάει, έχει λιποθυμήσει.

Κάθομαι βαρύς σε μια καρέκλα. Το στόμα μου πονάει.


Τρέχει στην κουζίνα και χώνεται κάτω από το τραπέζι. Κλείνει με τα χέρια του τα αφτιά του για να μην ακούει τις φωνές. Δεν θέλει να τον βρουν. Δεν θέλει να δουν πως αυτός φταίει. Ακούει τη φωνή του πατέρα του. «Πού είναι το παιδί;». Δεν μπορεί να κρατηθεί. Κλαίει. Ο πατέρας του χώνεται κάτω από το τραπέζι και βλέπει το αγοράκι που έχει κυλιστεί στο πάτωμα και κλαίει. Δεν χωράει καλά καλά αλλά κάθεται δίπλα του. Το παίρνει στην αγκαλιά του και προσπαθεί να το ησυχάσει ενώ το αγοράκι κλαίει με τρομερούς λυγμούς που του κόβουν την ανάσα.


Ο δαίμονάς του γύρισε.

«Άσε με». «Φύγε, φύγε.»

«Εσύ φταις. Το ξέρεις πως εσύ φταις. Το ξέρεις.»

«Όχι, όχι» λέει κλαίγοντας. «Όχι, ήμουν μικρό παιδί». «Όχι, όχι, όχι»

«Φύγε! Φύγε!»

«Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις για να φύγω» του απαντάει.

«Όχι, όχι. Δε θα το κάνω. Φύγε, φύγε».

«Εσύ φταις» του λέει ο δαίμονας.


Επιστρέφει στο δωμάτιο.

Η κοπέλα είναι δεμένη γυμνή πάνω στο μεταλλικό τραπέζι. Ακινητοποιημένη και φιμωμένη. Τον κοιτάζει με τρόμο.

Πλησιάζει και την ξεφιμώνει. Την κοιτάζει με πρόσωπο παραμορφωμένο από τη λύσσα. «ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ» της ουρλιάζει. Η κοπέλα κλαίει.

«Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ»

Η αδυναμία της τον τρελαίνει.

«ΣΚΑΣΕ ΚΑΡΙΟΛΑ. ΣΚΑΣΕ»

Της ρίχνει γροθιά στο πρόσωπο. Η μύτη της ματώνει.

Η κοπέλα κλαίει. Βάζει κι αυτός τα κλάματα.

«Συγνώμη, συγνώμη» της ζητάει. «Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με. Δε φταίω εγώ, δε φταίω.»

«ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ» του λέει ο Δαίμονας. «ΕΣΥ»

Γυρνάει ξαφνιασμένος. «ΟΧΙ! ΦΥΓΕ»

Η κοπέλα τον παρακολουθεί να παλεύει με το δαίμονά του.

«Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις» του λέει ο δαίμονας. «Κάντο».

«ΟΧΙ! ΟΧΙ! Δε φταίει εκείνη. Ούτε εγώ φταίω. Παιδάκι ήμουν.»

«ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ» του λέει ο δαίμονας.

Πέφτει κάτω. Κλείνει τ’ αφτιά του αλλά δεν μπορεί να σκεπάσει την απόκοσμη μελωδία που βγαίνει από το στόμα του δαίμονα. Τον μαγεύει.

Η μελωδία του πόνου. Η τρίτη μελωδία που συνθέτει τη μπαλάντα των σκοτεινών πόθων.

Σηκώνεται σαν αυτόματο. Παίρνει το νυστέρι και αρχίζει να κόβει την κοπέλα. Εκείνη ουρλιάζει από τον πόνο και τη φρίκη.

Η μελωδία σκεπάζει τις κραυγές της.

Το όνομα της μπαλάντας

Σταματάει το κόψιμο. Η κοπέλα έχει λιποθυμήσει.

«ΓΑΜΑ ΤΗΝ» του ουρλιάζει ο δαίμονας. «ΓΑΜΑ ΤΗΝ»

Τη χαϊδεύει παντού γεμίζοντας αίματα. Η κοπέλα βρίσκει και χάνει τις αισθήσεις της. Δεν την έχει κόψει πολύ. Περιποιείται τις πληγές της. Την περιμένει να συνέλθει.

«ΓΑΜΑ ΤΗΝ. ΓΑΜΑ ΤΗΝ»

Της δίνει να πιει πορτοκαλάδα. Η κοπέλα ρουφά άπληστα με το καλαμάκι το υγρό. Πνίγεται. Βήχει. Της χαϊδεύει τα ματωμένα μαλλιά της. Της ξαναδίνει πορτοκαλάδα και την περιμένει να την πιει.

«Σε παρακαλώ άφησέ με να φύγω» του λέει η κοπέλα. «Δε θα πω τίποτα σε κανέναν. Σε παρακαλώ.»

Κατεβάζει το παντελόνι του. «Γλύψε την» της λέει. «Γλύψε την αν αγαπάς τη ζωή σου».

Την μαγαρίζει από το στόμα. Η κοπέλα προσπαθεί να μην πνιγεί. Δεν μπορεί να κουνήσει τίποτα πέρα από το κεφάλι της αλλά προσπαθεί. Προσπαθεί για τη ζωή της.

Μια σιγανή μελωδία ξεκινάει. Παίρνει το νυστέρι και της το κολλάει στο λαιμό. «ΓΛΥΨΕ ΠΟΥΤΑΝΑ» της λέει. «ΡΟΥΦΑ». Την χαράζει πολύ ρηχά. «Αν με δαγκώσεις θα σε κόψω σε κομματάκια» της λέει. «ΡΟΥΦΑ». Μια δεύτερη μελωδία και μετά μια τρίτη.

Κλείνει τα μάτια του. Η απόκοσμη μουσική έχει αποκτήσει μια δαιμονική χροιά.

Στο σώμα του γίνεται μια έκρηξη. Εκσπερματώνει. Ακριβώς πάνω στο κρεσέντο.

Τραβιέται. Παίρνει το μαχαίρι και της κόβει το λαιμό.

Παρακολουθεί τη ζωή να σβήνει από τα μάτια της.

Το κρεσέντο σταματά. Το αίμα κυλάει από τον κομμένο λαιμό ενώ τα νεκρά μάτια ατενίζουν το άπειρο.

Υποταγή. Φόβος. Πόνος. Είναι οι τρεις μελωδίες που συνθέτουν τη μπαλάντα, την απόκοσμη,  δαιμονική μπαλάντα των σκοτεινών πόθων...

Το όνομά της είναι Θάνατος.

No comments: